Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
γάλα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

γάλα, το, ουσ. [<γάλα], το γάλα. 1. χυμός φυτού με γαλακτώδες χρώμα: «το γάλα της συκιάς». 2. ως επιφών. γάλα! βλ. συνηθέστ. τη φρ. εδώ το καλό το γάλα! Υποκορ. γαλατάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 38 φρ.)·
- ακόμη το στόμα του μυρίζει γάλα, βλ. λ. στόμα·
- άλλ’ αντ’ άλλα, κι άλλο της Παρασκευής το γάλα, λέγεται ειρωνικά για πράγματα ανόμοια, που επιδέχονται  σύγκριση μεταξύ τους ή για τις ανοησίες, τις ασυναρτησίες, για τα λόγια κάποιου που δεν ευσταθούν: «μη δίνεις βάση στα λεγόμενα του τάδε, γιατί άλλ’ αντ’ άλλα, κι άλλο  της Παρασκευής το γάλα ο κύριος». Από το ότι την Παρασκευή οι καλοί χριστιανοί νηστεύουν και, ως εκ τούτου, δεν πίνουν γάλα· (βλ. και Τάκης Νατσούλης, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 44)·
- άμα χυθεί το γάλα, δε μαζεύεται, υπάρχουν ζημιές, σφάλματα που δεν επιδέχονται διόρθωση: «την είδα να φιλιέται με το φίλο μου γι’ αυτό θα τη χωρίσω, γιατί άμα χυθεί το γάλα, δε μαζεύεται»·
- άμα χυθεί το γάλα, με μπάμπαλα θα το μαζέψεις, όταν πάθει κανείς κάποια ζημιά, υφίσταται και τις συνέπειες: «πω πω, ρε γαμώτο, επένδυσα σε λάθος εταιρεία κι έχασα ένα σωρό λεφτά. -Άμα χυθεί το γάλα, με μπάμπαλα θα το μαζέψεις». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·
- αρνάκι του γάλακτος, βλ. λ. αρνάκι·
- άντε πιες το γάλα σου! βλ. φρ. άντε πιες το γαλατάκι σου! λ. γαλατάκι· 
- βαφτίζω το γάλα, (ειρωνικά) το νερώνω: «του ’κανε μήνυση η αστιατρική επιθεώρηση, γιατί τον έπιασε να βαφτίζει το γάλα». Από παρομοίωση του ατόμου που βάζει νερό μέσα στο γάλα με τον ιερέα που ρίχνει νερό πάνω στο κεφάλι του νηπίου κατά το μυστήριο της βάφτισης·
- βλαστήμησα της μάνας μου το γάλα, βλ. λ. μάνα·
- γάλα θα μοιράσουμε; έκφραση απορίας ή δυσφορίας σε κάποιον που μας κλείνει ραντεβού πολύ νωρίς το πρωί: «γιατί να συναντηθούμε τόσο πρωί, ρε παιδάκι μου, γάλα θα μοιράσουμε;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το γιατί. Αναφορά στους γαλατάδες που, παλιότερα, ξυπνούσαν από τα χαράματα και μοίραζαν το γάλα από πόρτα σε πόρτα, πριν ξυπνήσει ο κόσμος. Συνών. για κυνήγι θα πάμε; / για ψάρεμα θα πάμε(;)·
- δε χύθηκε το γάλα, δεν έγινε κάτι σοβαρό που να δικαιολογεί στενοχώρια, ανησυχία ή αναστάτωση: «μη στενοχωριέσαι που έσπασε το βάζο ο μικρός, δε χύθηκε το γάλα για να κάνεις έτσι!». Από το ότι, όταν παλιότερα στα φτωχικά σπίτια χυνόταν το γάλα, δημιουργούνταν μεγάλη στενοχώρια κι εκνευρισμός, γιατί δε θα έτρωγε η οικογένεια πρωινό·
- δεν κλαίω πάνω στο χυμένο γάλα, αντιπαρέρχομαι με ψυχραιμία κάποια ζημιά, κάποια καταστροφή: «ο σκοπός είναι να προσέχουμε και, όταν γίνει το κακό, δεν κλαίω πάνω στο χυμένο γάλα»·
- έγιναν όλα μέλι γάλα ή είναι όλα μέλι γάλα ή όλα πάνε μέλι γάλα, βλ. λ. μέλι·
- εδώ το καλό το γάλα! λέγεται ειρωνικά ή θαυμαστικά, όταν βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας γυναίκα που έχει μεγάλο στήθος·
- είμαστε μέλι γάλα, βλ. λ. μέλι·
- είναι άσπρος σαν το γάλα, έχει πολύ λευκή επιδερμίδα: «δεν έχει καθόλου καλή σχέση με τον ήλιο κι ακόμη και το καλοκαίρι είναι άσπρος σαν το γάλα». (Λαϊκό τραγούδι: κάψανε κι ένα σχολείο που ’ταν παρθεναγωγείο, κάψανε και τη δασκάλα που ’ταν άσπρη σαν το γάλα
- έκοψε το γάλα, αλλοιώθηκε η σύνθεσή του, χάλασε: «πέρασε η ημερομηνία λήξης κι έκοψε το γάλα»·
- έπεσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- έφτυσα της μάνας μου το γάλα, βλ. λ. μάνα·
- έχει και του πουλιού το γάλα, βλ. λ. πουλί·
- θα βλαστημήσεις της μάνας σου το γάλα ή θα μαρτυρήσεις της μάνας σου το γάλα ή θα φτύσεις της μάνας σου το γάλα, βλ. λ. μάνα·
- και του πουλιού το γάλα, βλ. λ. πουλί·
- κατεβάζω γάλα, (για γυναίκες ή θηλυκά θηλαστικά) αποκτώ την ικανότητα, μετά από εγκυμοσύνη να παράγω γάλα για να θηλάσω: «παλιότερα, όταν οι γυναίκες τύχαινε να μην μπορούν να κατεβάσουν γάλα, έδιναν τα νεογνά τους σε ειδικές βυζάχτρες». Πρβλ.: η καλή μας αγελάδα τρώει κάτω στη λιακάδα για να κατεβάσει γάλα, να το κάνουμε τυράκι, να το βάλουμε στο πιάτο, να σου πούμε ορίστε φάτο (Παιδικό ποίημα)·
- κι από στέρφα γίδα βγάζει γάλα, βλ. λ. γίδα·
- κουβαλάει και του πουλιού το γάλα, βλ. λ. πουλί·
- με το γάλα της μάνας μου, βλ. φρ. με το πρώτο μου το γάλα·
- με το πρώτο μου το γάλα, από τη γέννησή μου, από τα γεννοφάσκια μου: «με το πρώτο μου το γάλα έμαθα τι θα πει στη ζωή προδοσία κι αδικία». (Λαϊκό τραγούδι: τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, μου τα ’πες με το πρώτο μου το γάλα
- μαρτύρησα της μάνας μου το γάλα, βλ. λ. μάνα·
- μου κόπηκε το γάλα, (για γυναίκες ή θηλυκά θηλαστικά) έχασα την ικανότητα να παράγω γάλα για να θηλάσω: «από έναν ξαφνικό τρόμο που ένιωσα μου κόπηκε το γάλα»·
- ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- όποιος καίγεται στο γάλα, φυσάει και το γιαούρτι, λέγεται για κείνον που έπαθε κάποια μεγάλη ζημιά και στο εξής από φόβο ή προνοητικότητα αντιμετωπίζει με πολύ μεγάλη προσοχή και σχολαστικότητα ακόμη και τις πιο ακίνδυνες καταστάσεις ή υποθέσεις. Συνών. κάηκε η μπάμπω στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι / όποιος καίγεται στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι / όποιος καίγεται στο χυλό, φυσάει και το γιαούρτι·
- ορκίζομαι στης μάνας μου το γάλα, μεγάλος όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον. (Λαϊκό τραγούδι: στης μάνας μου το γάλα στ’ ορκίζομαι, φως μου, εσύ ’σαι ο άνθρωπός μου. Πονάω και μ’ αρέσει, γιατί σ’ αγαπάω κι αγάπη σου ζητάω
- πλάκωσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- σαν τη γελάδα που κλοτσά την καρδάρα με το γάλα, βλ. λ. γελάδα·
- σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- στης μάνας μου το γάλα! βλ. φρ. ορκίζομαι στης μάνας μου το γάλα·
- τα πάμε μέλι γάλα, βλ. λ. μέλι·
- το πρώτο γάλα, το γάλα του θηλασμού και, κατ’ επέκταση, η βρεφική ηλικία. (Λαϊκό τραγούδι: τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα μου τα ’πες με το πρώτο μου το γάλα )·    
- τώρα έσφιξαν τα γάλατα, τώρα τελείωσα με αυτό που είχα καταπιαστεί και είμαι ελεύθερος, έχω λεύτερο χρόνο να κάνω κάτι: «άργησες, ρε παιδάκι μου! -Τώρα έσφιξαν τα γάλατα, τι να σου κάνω».

γελάδα

γελάδα κ. αγελάδα, η, ουσ. [<αγελάδα], η αγελάδα. 1. (κοροϊδευτικά) γυναίκα χοντρή και δυσκίνητη: «άφησε την τάδε που ήταν σαν μπιμπελό και πήρε αυτή τη γελάδα μόνο, και μόνο επειδή έχει λεφτά». 2. (υποτιμητικά) γυναίκα που λόγω κακής  συμπεριφοράς δεν προξενεί καμιά φιλική διάθεση, καμιά συμπάθεια: «δεν πάω σ’ αυτό το μαγαζί, γιατί το ’χει μια γελάδα που ούτε να τη βλέπω δε θέλω». 3. εκστομίζεται και ως βρισιά σε γυναίκα: «έλα δω, μωρή γελάδα, γιατί με κατηγόρησες;»·
- σαν τη γελάδα που κλοτσά την καρδάρα με το γάλα, λέγεται για άτομο που, ενώ αγωνίζεται, πασχίζει, μοχθεί να δημιουργήσει κάτι προς όφελός του ή και προς όφελός μας, την τελευταία στιγμή που είναι να ωφεληθούμε είτε από απροσεξία, βιασύνη, ανυπομονησία είτε από δολιότητα ή φθόνο το καταστρέφει. Η έκφραση πιο αναλυτική είναι ολόκληρη εξιστόρηση: μοιάζεις σαν τη γελάδα που, ενώ κάθεται υπομονετικά και την αρμέγουν, μόλις πάνε να πάρουν το γάλα που της άρμεξαν, κλοτσά την καρδάρα και το χύνει.

γίδα

γίδα, η, ουσ. [μεγεθ. του ουσ. γίδι], η γίδα· γυναίκα δύστροπη και πεισματάρα: «μέχρι να την παντρευτεί, ήταν τύπος και υπογραμμός, μόλις όμως την παντρεύτηκε, έδειξε τι γίδα που ήταν!»·
- κι από στέρφα γίδα βγάζει γάλα, είναι τόσο ικανός, που βρίσκει τον τρόπο να κερδίζει και από τα πιο ασήμαντα πράγματα: «ο μεγάλος του ο γιος είναι μπιτ μπουνταλάς, αλλά ο μικρός του κι από στέρφα γίδα βγάζει γάλα»·
- κουραπέτσα, γίδα, βλ. λ. κουραπέτσα·
- σαν τη γίδα το τομάρι, λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση που κάποιος φοράει συνεχώς το ίδιο ρούχο: «αμάν, μωρ’ αδερφάκι μου, άλλαξε και καμιά φορά αυτό το πουκάμισο που το κοτσάρισες απάνω σου σαν τη γίδα το τομάρι!»·   
- ψήσου γίδα μ’ ψήσου, (για τάβλι) λέγεται ειρωνικά από τον αντίπαλο παίχτη, που συγκεντρώνει σιγά σιγά και με επιτυχία τα πούλια του στην περιοχή από την οποία θα αρχίσει να τα μαζεύει. Από το ότι η γίδα ψήνεται σιγά σιγά για να καλοψηθεί

μάνα

μάνα, η, πλ. μάνες κ. μανάδες, οι, ουσ. [<μσν. μάννα <αρχ. μάμμη (= μητέρα), ανομ.], η μάνα, η μητέρα. 1. πηγή νερού: «στην πλαγιά του βουνού ήταν η μάνα του ρυακιού, που περνούσε μεσ’ απ’ το χωριό». 2α. (στη γλώσσα της αργκό) αυτός που δίνει δουλειά στους άνεργους: «αφού κι η μάνα δεν μπόρεσε να σου βρει δουλειά, μην περιμένεις από κανέναν άλλον». Ο χαρακτηρισμός ανήκει στους Έλληνες μετανάστες. β. ταβερνιάρης που δίνει φαγητό και πιοτό βερεσέ, που τα γράφει στο τεφτέρι: «αν δεν είχαμε και τη μάνα να τρώμε και να πίνουμε στις αφραγκίες μας, θα είχαμε πεθάνει». 3. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) τα χρήματα που υπάρχουν στο ταμείο κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού: «πόσα λεφτά έχει η μάνα; || η μάνα έχει εκατό χιλιάρικα». Συνών. αράπης (3β) / κάσα (4) / κουτί (2) / μπάνκα (2). 4. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) το αρχικό χρηματικό ποσό με το οποίο συμμετέχει ο κάθε παίχτης στο παιχνίδι: «πόσο πάει η μάνα;». Συνών. κάσα (5) / μπάνκα (3). 5. (στη γλώσσα των μηχανόβιων) το πάνω μέρος του τιμονιού: «είχε περάσει στη μάνα ένα καινούργιο στροφόμετρο». 6. (για τάβλι) η πρώτη πόρτα του ταβλιού και το πούλι ή τα πούλια που υπάρχουν σε αυτή: «μόνο όταν του ’πιασα τη μάνα, παραδέχτηκε πως έχασε το παιχνίδι». 7. ο αρχηγός σε ομαδικό παιδικό παιχνίδι: «από μικρός ήταν τόσο εγωιστής, που σ’ όλα τα παιχνίδια μας ήθελε να είναι μάνα». (Ακολουθούν 97 φρ.)·
- άι στη μάνα σου! ή άντε στη μάνα σου! έκφραση με την οποία διώχνουμε από κοντά μας ενοχλητικό άτομο. (Λαϊκό τραγούδι: άι στη μάνα σου κυρά μου κι άδειασε μου τη γωνιά, εβαρέθηκα το ψέμα και την πονηριά). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε· βλ. και φρ. άντε στη μαμάκα σου! λ. μαμάκα·
- ακόμη δε βγήκε απ’ το μουνί της μάνας του, βλ. λ. μουνί·
- αν δε φωνάξει το μωρό, δεν το ταΐζει η μάνα του, βλ. λ. μωρό·
- αν δεν κλάψει το μωρό, η μάνα του δεν του δίνει να φάει, βλ. λ. μωρό·
- απ’ τη μάνα τους, (για μηχανήματα) από το εργοστάσιο παραγωγής του: «τα φρένα τ’ αυτοκινήτου μου ήταν ελαττωματικά απ’ τη μάνα τους»·   
- απ’ την κοιλιά της μάνας του, βλ. λ. κοιλιά·
- βλαστήμησα της μάνας μου το γάλα, πέρασα τρομερές δυσκολίες, τρομερές ταλαιπωρίες, ιδίως για να πετύχω κάτι: «βλαστήμησα της μάνας μου το γάλα, μέχρι να μεγαλώσω τα παιδιά μου»·
- βλέπω της μάνας μου το μουνί, βλ. συνηθέστ. βλέπω της μάνας μου το πράμα, λ. πρά(γ)μα·
- βρίσκομαι στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- γαμώ τη μάνα μου! ή γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που με γένναγαν! ή γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που με πέταγαν! ή γαμώ τη μάνα που με γένναγε! ή γαμώ τη μάνα που με πέταγε! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου: «γαμώ τη μάνα μου, όλα τα στραβά σε μένα τυχαίνουν». Συνήθως η φρ. ξανακλείνει με το ρ. γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ τη μάνα σου! ή γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που σε γένναγαν! ή γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που σε πέταγαν! ή γαμώ τη μάνα που σε γένναγε! ή γαμώ τη μάνα που σε πέταγε! ή σου γαμώ τη μάνα! ή σου γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που σε γένναγαν! ή σου γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που σε πέταγαν! ή σου γαμώ τη μάνα που σε γένναγε! ή σου γαμώ τη μάνα που σε πέταγε! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «φύγε, γαμώ τη μάνα σου, γιατί με ξεκούφανες με τις αγριοφωνάρες σου!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·  
- δε γνωρίζει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, βλ. συνηθέστ. εδώ χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα·
- δεν καταλαβαίνει (ούτε) τη μάνα του, α. δεν αλλάζει τη γνώμη του, είναι ανένδοτος, αμετάπειστος: «απ’ τη στιγμή που σου είπε πως δε θα σου δώσει άδεια, μην τον ενοχλείς άλλο, γιατί δεν καταλαβαίνει τη μάνα του». β. είναι πολύ σκληρόκαρδος, είναι αναίσθητος: «μην πας στον τάδε να σε βοηθήσει, γιατί αυτός δεν καταλαβαίνει τη μάνα του». γ. δε δείχνει την παραμικρή διάθεση κατανόησης ή συνεννόησης: «τζάμπα θα χάσεις τα λόγια σου, γιατί δεν καταλαβαίνει τη μάνα του». δ. δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό από όσα συμβαίνουν γύρω του, ιδίως κακά: «εδώ συμβαίνουν του κόσμου τα γεγονότα κι αυτός δεν καταλαβαίνει ούτε τη μάνα του». Από την εικόνα του ατόμου που δεν αλλάζει συμπεριφορά ή στάση ακόμη και αν τον παρακαλέσει η μητέρα του. Συνών. δεν καταλαβαίνει γρυ / δεν καταλαβαίνει μία / δεν καταλαβαίνει τ’ άντερά του / δεν καταλαβαίνει Χριστό·
- δεν τον ξέρει ούτε (κι) η μάνα του, είναι εντελώς άγνωστος σε έναν πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό ή καλλιτεχνικό χώρο: «μην τον πιστεύεις που κάνει το μεγάλο και τον τρανό, γιατί στην πραγματικότητα δεν τον ξέρει ούτε κι η μάνα του»· 
- εδώ χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, έκφραση εκνευρισμένου ατόμου που σε στιγμές γενικής αναταραχής ή αναστάτωσης από μεγάλη συγκέντρωση πλήθους, από μεγάλη κοσμοσυρροή, του ζητάμε κάτι: «εδώ χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα και συ μου ζητάς να σου πω πού είναι ο τάδε;»·
- είδα της μάνας μου το μουνί, βλ. συνηθέστ. είδα της μάνας μου το πράμα, λ. πρά(γ)μα·
- είμαι στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- είναι απ’ του διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- είναι κολλημένος στο φουστάνι της μάνας του, βλ. λ. φουστάνι·
- είναι μάνα, είναι πολύ έμπειρος, πολύ ικανός, ειδικός, επιτήδειος, είναι ειδήμονας σε κάτι: «μια τέτοια μπερδεμένη δουλειά μόνο στον τάδε μπορείς να την αναθέσεις για να σου την τελειώσει, γιατί είναι μάνα σε κάτι τέτοια || ο τάδε είναι μάνα στο να βάζει τους ανθρώπους να μαλώνουν || μην πιστεύεις λέξη απ’ ό,τι σου λέει, γιατί είναι μάνα στο να λέει ψέματα»·
- είναι μάνας γιος, βλ. φρ. είναι της μάνας του παιδί. (Δημοτικό τραγούδι: μάνας γιε, μάνας γιε. Θα σε πάρω μα το ναι
- είναι της μάνας του παιδί, λέγεται στην περίπτωση που τα παιδιά έχουν όχι μόνο μεγάλη ομοιότητα εξωτερικά, αλλά και όλα τα προτερήματα ή ελαττώματα των γονέων τους: «αφού είναι παιδί της μάνας του, πώς περίμενες να σου φερθεί καλύτερα;»·
- εμένα μάνα δε μ’ έκανε; ή εμάς μάνα δε μας έκανε; ή εμένα μάνα δε με γέννησε; ή εμάς μάνα δε μας γέννησε; α. έκφραση με την οποία εκφράζει κάποιος το παράπονό του για την απαξιωτική συμπεριφορά κάποιου ή κάποιων σε βάρος του: «γιατί, ρε παιδιά, δε με παίρνετε κι εμένα στα μπουζούκια, εμένα μάνα δε μ’ έκανε;». β. έκφραση με την οποία δικαιολογεί κάποιος κάποια ενέργειά του με την έννοια γιατί να το κάνουν οι άλλοι και όχι κι εγώ ή δεν έχω κι εγώ τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους(;): «γιατί να μην πάω διακοπές, εμάς μάνα δε μας έκανε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. (Λαϊκό τραγούδι: γιατί να μην χαρώ κι εγώ τα μάτισα μου πριν κλείσω; μάνα με γέννησε κι εμέ, θέλω κι εγώ να ζήσω). Συνών. εγώ από κώλο βγήκα; ή εμείς από κώλο βγήκαμε; / εγώ άνθρωπος δεν είμαι; ή εγώ δεν είμαι άνθρωπος; ή εμείς άνθρωποι (ανθρώποι) δεν είμαστε; ή εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; (ανθρώποι;) / εγώ στο πηγάδι κατούρησα; ή εμείς στο πηγάδι κατουρήσαμε(;)·
- εννιά μήνες έκανες μέσ’ στην την κοιλιά της μάνας σου ή εννιά μήνες σ’ είχε η μάνα σου μέσ’ στην κοιλιά της ή εννιά μήνες σε κουβάλαγε η μάνα σου στην κοιλιά της, βλ. λ. κοιλιά·
- έρχομαι απ’ του διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- έφτυσα της μάνας μου το γάλα, βλ. φρ. βλαστήμησα της μάνας μου το γάλα·
- έχει κι άλλα παιδιά η μάνα σου σαν κι εσένα; ή έχει κι άλλα παιδιά σαν κι εσένα η μάνα σου; βλ. λ. παιδί·
- έχει κι άλλον πονηρό σαν κι εσένα η μάνα σου; ή έχει κι άλλον σαν κι εσένα πονηρό η μάνα σου; βλ. λ. πονηρός·
- ζητάει τη μάνα και τον πατέρα του, είναι πολύ απαιτητικός προκειμένου να κλείσει μια συμφωνία: «δεν υπογράφηκε η συμφωνία με τον τάδε, γιατί ζητούσε τη μάνα και τον πατέρα του»·
- η μάνα του καραβιού, (στη γλώσσα του ναυτικού) ο ναύκληρος: «η μάνα του καραβιού γνωρίζει όλα τα προβλήματα των ναυτών»·
- η μάνα του λόχου, (στη γλώσσα του στρατού) ο επιλοχίας: «όταν έχουμε κάποιο πρόβλημα, όλοι αναφερόμαστε στη μάνα του λόχου»·
- θα βλαστημήσεις της μάνας σου το γάλα, θα σε καταταλαιπωρήσω, θα σε καταβασανίσω: «αν μάθω πως ξανάπαιξες κουμάρι, θα βλαστημήσεις της μάνας σου το γάλα»·
- θα κλάψουν μάνες ή θα κλάψουν μανάδες, βλ. συνηθέστ. θα κλάψουν μανούλες, λ. μανούλα. (Λαϊκό τραγούδι: όλα μου τα παράτησα, οχ, μαχαίρια και καβγάδες· σαν αρχινήσω τα παλιά, βρε, θα κλάψουνε μανάδες
- θα μαρτυρήσεις της μάνας σου το γάλα, βλ. φρ. θα βλαστημήσεις της μάνας σου το γάλα·
- θα σου πάρει ο διάβολος τη μάνα και το πατέρα! βλ. λ. διάβολος·
- θα φτύσεις της μάνας σου το γάλα, βλ. φρ. θα βλαστημήσεις της μάνας σου το γάλα·
- κάθομαι στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- κάνει σάμπως και του σκότωσαν τη μάνα του, αντιδρά ή διαμαρτύρεται έντονα για κάτι, χωρίς να υπάρχει συνήθως σοβαρός λόγος: «λίγο να του πει κανείς κάνα λόγο παραπάνω, κάνει σάμπως και του σκότωσαν τη μάνα του»·
- κάνω μάνα ή κάνω τη μάνα, α. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) διευθύνω το παιχνίδι: «όταν θα ’ρθει η σειρά μου να κάνω μάνα, θ’ αλλάξουμε τράπουλα». β. (γενικά) είμαι ο αρχηγός σε κάποιο ομαδικό παιχνίδι: «μετά το ένι μένι ντουντουμένι που κάναμε, βγήκε να κάνει μάνα ο τάδε»· βλ. και φρ. ό,τι κάνει η μάνα·
- κατά μάνα και πατέρα, βλ. φρ. κατά μάνα κατά κύρη, κάναμε και γιο Ζαφείρη·
- κατά μάνα κατά κύρη, κάναμε και γιο Ζαφείρη, δηλώνει πως τα παιδιά επηρεάζονται άμεσα από τους γονείς τους και παίρνουν τους καλούς ή κακούς χαρακτήρες τους, τα προτερήματα ή τα ελαττώματά τους·  
- κατά μάνα και πατέρα, κατά γιο και θυγατέρα ή κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και νοικοκύρη, βλ. φρ. κατά μάνα κατά κύρη, κάναμε και γιο Ζαφείρη·
- κλάψε με μάνα (μ’) κλάψε με! αλίμονό μου (σου, του, μας, σας, τους): «αν μάθει ο πατέρας μου πως μέθυσα πάλι, κλάψε με μάνα μ’ κλάψε με! || έκαναν έναν ξαφνικό έλεγχο και διαπίστωσαν πως έλειπαν λεφτά απ’ το ταμείο του. -Κλάψε με μάνα κλάψε με!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται διπλό ωχ και είναι φορές που η φρ. κλείνει με το μια νύχτα με φεγγάρι·
- κουκουνάρια σε ταΐζει η μάνα σου! βλ. λ. κουκουνάρι·
- κρεμιέται απ’ τη φούστα της μάνας του, βλ. λ. φούστα·
- κρεμιέται απ’ το φουστάνι της μάνας του ή κρεμιέται απ’ τα φουστάνια της μάνας του, βλ. λ. φουστάνι·
- μάνα, γιατί με γέννησες! έκφραση έντονης απογοήτευσης, που πολλές φορές λέγεται και με ειρωνική διάθεση. (Λαϊκό τραγούδι: μάνα, γιατί με γέννησες και μ’ έκανες γυναίκα, για νατραβώ μαρτύρια σα να ’μαι κολασμένη; δε μ’ έπνιγες να γλίτωνα, μανούλα μου καημένη;).Αναφορά στον ελληνικό κινηματογράφο της δεκαετίας του 1950 και του 1960, όπου συχνά αναφερόταν σε διάφορες ταινίες μελό·
- μάνα μου! χαϊδευτική προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο ή σε όμορφη γυναίκα που δηλώνει αγάπη, στοργή, τρυφερότητα ή πόθο: «έλα, μάνα μου, στην αγκαλιά μου || μάνα μου, γιατί είσαι στεναχωρημένο; || μάνα μου, πώς θα γίνει να τη βρούμε οι δυο μας;». (Λαϊκό τραγούδι: έλα, μάνα μου, να φιλήσω το χειλάκι, σου έχω στην καρδιά μου λάβρα, θα σου βγάλω πια τα μαύρα κι όλο κόκκινα θα ντύσω το κορμάκι σου)· βλ. και φρ. μανούλα μου! λ. μανούλα·
- μάνα μου τα σκέλια σου! θαυμαστικό πείραγμα σε γυναίκα με όμορφα πόδια, που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας και το υπονοούμενο είναι η σεξουαλική πράξη·
- μάνα μου, τι ’σαι συ! θαυμαστική έκφραση σε όμορφη γυναίκα. (Λαϊκό τραγούδι: η πιο καλή γκαρσόνα είμαι ’γω, γιατί με τέχνη όλους τους κερνώ, κι αυτοί με λένε, μάνα μ’, τι ’σαι συ γλυκιά γκαρσόνα φέρε μας κρασί
- μάνα μου, τι ’ταν ο μπαμπά σου, ζαχαροπλάστης! βλ. λ. ζαχαροπλάστης·
- μαρτύρησα της μάνας μου το γάλα, βλ. φρ. βλαστήμησα της μάνας μου το γάλα·
- με το γάλα της μάνας μου, βλ. λ. γάλα·
- μένω στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- μια φορά με γέννησε η μάνα μου, α. έκφραση με την οποία δικαιολογούμε κάποια πράξη μας η οποία μπορεί και να είναι κατακριτέα από τους άλλους, όπως π.χ. τα γλέντια, οι διασκεδάσεις, οι πολλές ερωτικές περιπέτειες κ. ά. με την έννοια ότι δε θα ξαναγεννηθούμε για να απολαύσουμε τη ζωή. (Λαϊκό τραγούδι: μια φορά με γέννησε η μάνα μου, στενοχώριες και κακίες κάντε πέρα. Στη ζωή μου έχω τόσο πληγωθεί, φτάνει πια, να δω μιαν άσπρη μέρα!). β. λέγεται ειρωνικά σε άτομο που μας ζητά να επαναλάβουμε κάτι που του είπαμε, γιατί δεν το άκουσε καλά ή δεν το κατάλαβε·
- μου ζητάει τη μάνα του και τον πατέρα του, αξιώνει υπέρογκο ποσό προκειμένου να πουλήσει κάτι: «θέλησα ν’ αγοράσω απ’ τον τάδε ένα οικόπεδο στη Χαλκιδική, αλλά δε θα τό πάρω, γιατί μου ζητάει τη μάνα του και τον πατέρα του»·
- να κλαίει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, λέγεται σε περίπτωση μεγάλου θρήνου: «στην κηδεία του τάδε ήταν να κλαίει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα»·
- να μη χαρώ τη μάνα μου! βλ. φρ. να μη χαρώ τη μανούλα μου! λ. μανούλα·
- να πας στου διαβόλου τη μάνα! βλ. λ. διάβολος·
- να σε χαίρεται η μάνα σου! ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε ανάξιο άτομο·
- να τρώει η μάνα και στο παιδί να μη δίνει ή να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει, (για φαγητά) που είναι πάρα πολύ νόστιμο: «όταν κάνει η γιαγιά μου σπανακόπιτα, είναι να τρώει η μάνα και στο παιδί να μη δίνει»·
- να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, λέγεται για γενική αναταραχή, γενική αναστάτωση, που, μερικές φορές, φτάνει στο σημείο του πανικού, ιδίως από μεγάλη συγκέντρωση πλήθους, από μεγάλη κοσμοσυρροή: «στην υποδοχή του αρχηγού μαζεύτηκε τόσος κόσμος, που ήταν να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα». (Λαϊκό τραγούδι: οι βόμβες όπως πέφτανε χτυπήσαν οι καμπάνες κι εχάσαν μάνες τα παιδιά και τα παιδιά τις μάνες 
- να χαρείς τη μάνα σου! βλ. φρ. να χαρείς τη μανούλα σου! λ. μανούλα·
- να χέσω τον πατέρα και τη μάνα σου, βλ. λ. πατέρας·
- ξέρει η μάνα μας να φτιάσει πίτα, μα σαν έχει αλεύρι, δηλώνει πως, ενώ η μάνα ή κάποιος έχει όλη την καλή διάθεση να μας μαγειρέψει κάποιο καλό φαγητό ή να μας βοηθήσει, εντούτοις, δεν το κάνει λόγω οικονομικών δυσχερειών, λόγω φτώχειας: «η μάνα σου σας έφτιαξε σπανακόπιτα, όμως και σε μας ξέρει η μάνα μας να φτιάσει πίτα, μα σαν έχει αλεύρι»·
- οι μάνες τους απλώνανε στην ίδια ταράτσα, λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα στην περίπτωση που δεν ξέρουμε ή που δε θέλουμε να πούμε πού και πώς γνωρίστηκε ένα ζευγάρι: «τον ρώτησα πού γνωρίστηκε το τάδε ζευγάρι κι αυτός είτε επειδή δεν ήξερε είτε επειδή δεν ήθελε να μου πει, μου αποκρίθηκε πως οι μάνες τους απλώνανε στην ίδια ταράτσα»·
- όπως τον (τη) γέννησε η μάνα του (της), ολόγυμνος, ολόγυμνη: «ήταν στο μπάνιο, όταν έγινε ο σεισμός, και πετάχτηκε στο δρόμο όπως τον γέννησε η μάνα του || επειδή θέλει να μαυρίζει στο κορμί της ομοιόμορφα, τα καλοκαίρια κάνει ηλιοθεραπεία όπως τη γέννησε η μάνα της»·
- ορκίζομαι στης μάνας μου το γάλα, βλ. λ. γάλα·
- ό,τι κάνει η μάνα, ομαδικό παιδικό παιχνίδι, που παίζεται κυρίως στο ύπαιθρο, όπου τα παιδιά που παίρνουν μέρος, επαναλαμβάνουν αυτό που κάνει ο παίχτης που διευθύνει το παιχνίδι: «τα παιδιά ήταν στην αλάνα κι έπαιζαν ό,τι κάνει η μάνα»·
- παίζω μάνα ή παίζω τη μάνα, βλ. φρ. κάνω μάνα·
- πάω στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- ποιος παινάει τη νύφη; Η τσιμπλού η μάνα της, βλ. λ. νύφη·
- πού είσαι, μάνα μου, να δεις το γιο σου! βλ. λ. γιος·
- πού είσαι μάνα να με δεις! α. επίκληση απελπισία στη μητέρα μας, όταν βρισκόμαστε σε δεινή θέση: «πού είσαι μάνα να με δεις που δεν έχω να βάλω ψωμί στο στόμα μου!». β. λέγεται και για τον εντελώς αντίθετο λόγο: «ε ρε, δόξες, ε ρε μεγαλεία! Πού είσαι μάνα να με δεις!». (Λαϊκό τραγούδι: πού είσαι μάνα να με δεις; να κλάψεις να με λυπηθείς
- πουλάει και τη μάνα του, δεν έχει κανένα ηθικό φραγμό προκειμένου να κερδίσει χρήματα: «είναι τόσο φιλοχρήματο άτομο, που πουλάει και τη μάνα του για τα λεφτά»·
- σε βάρκα σε γέννησε η μάνα σου; βλ. λ. βάρκα·
- σε σπηλιά σε γέννησε η μάνα σου; βλ. λ. σπηλιά·
- σε τσαντίρι σε γέννησε η μάνα σου; βλ. λ. τσαντίρι·
- στης μάνας μου το γάλα! βλ. φρ. ορκίζομαι στης μάνας μου το γάλα·
- στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- τ’ ασχημότερο της ρούγας, τ’ ομορφότερο της μάνας, βλ. λ. ρούγα·
- τα γαμώ τη μάνα (ενν. τα λεφτά μου), τα ξοδεύω μέχρι τελευταίας δεκάρας, ιδίως σε γλέντια και διασκεδάσεις: «η ζωή είναι μικρή, γι’ αυτό, ό,τι λεφτά βγάζω, τα γαμώ τη μάνα»·
- τα γαμώ τη μάνα, προκαλώ μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη καταστροφή, ιδίως σε ένα κλειστό χώρο: «μπήκε νευριασμένος μέσα στο μαγαζί και τα γάμησε τη μάνα»·
- την πήρε όπως τη γέννησε η μάνα της, την παντρεύτηκε χωρίς καθόλου προίκα, την παντρεύτηκε πάμφτωχη: «επειδή την αγαπούσε πάρα πολύ, την πήρε όπως τη γέννησε η μάνα της»·
- της μάνας σ’ το μπουγαδοκόφινο (ενν. γαμώ) βλ. λ. μπουγαδοκόφινο·
- της μάνας σ’ το μουνί (ενν. γαμώ), μεγάλη βρισιά·
- της μάνας σ’ το πράμα (ενν. γαμώ), βλ. φρ. της μάνας σ’ το μουνί·
- τι σε ταΐζει η μάνα σου; βλ. φρ. κουκουνάρια σε ταΐζει η μάνα σου(!)·
- τι σου κάνω τώρα, μάνα μου! βλ. λ. κάνω·
- το γάμησα τη μάνα, (για αντικείμενα, ιδίως για μηχανήματα) το κατάστρεψα: «έτρεχα με τ’ αυτοκίνητο στα χωράφια και το γάμησα τη μάνα»·
- το καλό τ’ αρνί από δυο μάνες βυζαίνει, βλ. λ. αρνί·
- το λουρί της μάνας, βλ. λ. λουρί·
- τον στέλνω στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- του γαμώ τη μάνα ή του γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που τον γένναγαν ή του γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που τον πέταγαν ή του γαμώ τη μάνα που τον γένναγε ή του γαμώ τη μάνα που τον πέταγε, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή έμαθε πως συνέχεια τον κατηγορούσε χωρίς λόγο, τον έπιασε μέσα στο καφενείο και του γάμησε τη μάνα μπροστά στον κόσμο». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «ήταν τόσο νευριασμένος, που, μόλις πήγε να του πει κάτι ο άλλος, τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε τη μάνα που τον πέταγε». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του γαμώ τη μάνα στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του έπιασα τη μάνα, (για τάβλι) τοποθέτησα πούλι μου πάνω στο πρώτο του πούλι, στο πούλι της πόρτας εκκίνησης και κέρδισα το παιχνίδι: «μόλις του έπιασα τη μάνα, ο αντίπαλός μου παράτησε το παιχνίδι»·
- του πήρε ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα, βλ. λ. διάβολος·
- τρεις και το λουρί της μάνας, βλ. λ. λουρί·
- τρέχω στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- φτάνω στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- ωχ, μάνα μου! βλ. φρ. ωχ, μανούλα μου! λ. μανούλα.

μέλι

μέλι, το, ουσ. [<αρχ. μέλι], το μέλι. 1. λέγεται για κάτι που είναι πολύ γλυκό: «σου ζήτησα να ρίξεις λίγη ζάχαρη στον καφέ κι εσύ μου τον έκανες μέλι || φάγαμε ένα καρπούζι που ήταν μέλι || τα σταφύλια ήταν μέλι». (Λαϊκό τραγούδι: στ’ Αποστόλη την παράγκα στεφανώσαν έναν μάγκα, με στεφάνι από τ’ αμπέλι κι ήπιαμε κρασάκι μέλι). 2. (ειδικά για φιλί) που προσφέρει έντονη ηδονή. (Λαϊκό τραγούδι: αγαπάω μια τσιγγάνα λυγερόκορμη ψηλή, που ’χει αμύγδαλα τα μάτια και το μέλι στο φιλί). 3. λέγεται για κάτι, που μας είναι πολύ ευχάριστο και για το λόγο αυτό το επαναλαμβάνουμε πολύ συχνά: «καλά, ρε παιδάκι μου, μέλι έχει το σπίτι της και δεν ξεκολλάς από κει μέσα;». 4. ως επιφών. μέλι! ή μέλια! λέγεται ειρωνικά, όταν βλέπουμε κάποιο ζευγάρι να φιλιέται, ιδίως σε δημόσιο χώρο. (Ακολουθούν 38 φρ.)·
- αγάλια αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι, βλ. λ. μέλι·
- αν κάναν και οι μπαμπούροι μέλι, θα ’τρωγαν κι οι κατσιβέλοι, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ικανοί να πετυχαίνουν μεγάλα, σπουδαία πράγματα: «στη ζωή μας άλλοι είναι πλασμένοι για τα μεγάλα και θαυμαστά κι άλλοι για τ’ απλά και καθημερινά, γιατί αν κάναν και οι μπαμπούροι μέλι, θα ’τρωγαν κι οι κατσιβέλοι»·
- γλυκό(ς) σαν μέλι, λέγεται για οτιδήποτε είναι πολύ γλυκό(ς): «ήπια έναν καφέ, που ήταν γλυκός σαν μέλι || το φιλί της είναι γλυκό σαν μέλι»·
- έγιναν όλα μέλι γάλα, ύστερα από περίοδο διαφωνίας ή ψυχρότητας ανάμεσα σε δυο άτομα, επήλθε συμφωνία, συμβιβασμός, ομόνοια: «αφού δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις, έγιναν όλα μέλι γάλα». (Λαϊκό τραγούδι: πόνα με μια στάλα δίπλα μου ξανά ’λα βάζω το κρασί βάλε το φιλί κι όλα μέλι-γάλα
- είμαστε μέλι γάλα, έχουμε πολύ καλές σχέσεις: «κάποτε ήμασταν στα μαχαίρια, αλλά τώρα είμαστε μέλι γάλα»·
- είναι ακόμη στο μέλι, (ιδίως για νιόπαντρο ζευγάρι) είναι στον πρώτο καιρό του έγγαμου βίου του και δείχνει πως ζει σε πελάγη ευτυχίας, σε αντιδιαστολή με τα επόμενα χρόνια που θα αρχίσουν να παρουσιάζονται οι πρώτες δυσκολίες ή τα πρώτα προβλήματα του έγγαμου βίου: «παντρεύτηκαν πριν από λίγο καιρό και ζουν σαν πιτσουνάκια, γιατί είναι ακόμη στο μέλι. Ας περάσουν μερικά χρόνια και τα λέμε». Τις πιο πολλές φορές, λέγεται με ειρωνική διάθεση·
- είναι γλυκός σαν το μέλι και βαρύς σαν τ’ αλάτι, λέγεται για άτομο που είναι γλυκομίλητο και ικανό: «είναι περιζήτητος στις παρέες αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι γλυκός σαν το μέλι και βαρύς σαν τ’ αλάτι»·
- είναι όλα μέλι γάλα, βλ. φρ. έγιναν όλα μέλι γάλα·
- έχει το μέλι στο χέρι, έχει πολλά χρήματα, είναι πλούσιος: «όποιος έχει το μέλι στο χέρι κάνει ό,τι θέλει»·
- η γλώσσα του είναι μέλι, βλ. λ. γλώσσα·
- η γλώσσα του στάζει μέλι, βλ. λ. γλώσσα·
- καρύδια με το μέλι, βλ. λ. καρύδι·
- κιούπι με μέλι, βλ. λ. κιούπι·
- κολλώ σαν τη μύγα μέσ’ στο μέλι, βλ. λ. μύγα·
- μύγα που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξίδι, δοκίμασε με το μέλι, βλ. λ. μύγα·
- ο Γρηγόρης εγρηγόρα, κι ο Μελέτης εμελέτα, κι ο Γρηγόρης μας επήρε του Μελέτη τη γυναίκα, βλ. λ. γυναίκα·
- όλα πάνε μέλι γάλα, βλ. φρ. έγιναν όλα μέλι γάλα·
- όλες οι μέλισσες δεν κάνουν μέλι, βλ. λ. μέλισσα·
- όλοι κοιτάζουν τον καβγά κι η γριά το μέλι, βλ. λ. γριά·
- όποιος αγαπά το μέλι, δε φοβάται τα μελίσσια, όποιος αγαπά τις ερωτικές απολαύσεις, δεν υπολογίζει τους κινδύνους που μπορεί να διατρέξει μέχρι τη στιγμή που θα τις γευτεί: «τα ’χει με μια παντρεμένη και το κάνουν μέσα στο ίδιο της το σπίτι, αλλά όποιος αγαπά το μέλι, δε φοβάται τα μελίσσια»· βλ. και φρ. όποιος φοβάται την κυψέλη, δεν πρέπει να τρώει μέλι·
- όποιος πιάνει το μέλι, γλείφει τα δάχτυλά του, όποιος έρχεται σε συχνή επαφή ιδίως με ξένα χρήματα, τότε μπαίνει στον πειρασμό και οικειοποιείται μερικά: «μην αφήνεις ξένο άνθρωπο να κάθεται στο ταμείο σου, γιατί όποιος πιάνει μέλι, γλείφει τα δάχτυλά του»·
- όποιος φοβάται την κυψέλη, δεν πρέπει να τρώει μέλι, όποιος δεν κοπιάζει, δεν αγωνίζεται στη ζωή του δεν πρέπει να έχει απολαβές, να αμείβεται: «εσύ να μην παραπονιέσαι πως περνάς δύσκολα, γιατί όλη μέρα κάθεσαι αραχτός στο καφενείο κι όποιος φοβάται την κυψέλη, δεν πρέπει να τρώει μέλι». Πρβλ. ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω (Απόστολος Παύλος)·
- παστέλι με το μέλι! βλ. λ. παστέλι·
- πότε στα μέλια και πότε στα μαχαίρια, λέγεται για παντρεμένους ή για ερωτικό ζευγάρι που άλλοτε περνούν περίοδο μεγάλης αγάπης και άλλοτε ζουν σε έντονη αντιπαράθεση: «σαν όλα τα ζευγάρια έτσι κι αυτοί πότε στα μέλια και πότε στα μαχαίρια»·
- σελήνη του μέλιτος, βλ. συνηθέστ. μήνας του μέλιτος, λ. μήνας·
- στάζουν μέλι τα χείλη της ή τα χείλη της στάζουν μέλι, είναι πολύ φιλήδονα: «τρελαίνεσαι να τη φιλάς, γιατί τα χείλη της στάζουν μέλι». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, γιαχαμπίμπι αχ, γιαλελέλι αχ, τα δυο σου χείλη στάζουνε μέλι, αχ 
- τα κάστανα θέλουν κρασί και τα καρύδια μέλι, όλες οι περιπτώσεις δεν αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, στην κάθε περίπτωση χρησιμοποιούμε και τα κατάλληλα μέσα: «σε κάθε δουλειά που αναλαμβάνει κάνει διαφορετικούς υπολογισμούς, γιατί τα κάστανα θέλουν κρασί και τα καρύδια μέλι»·
- τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι, βλ. λ. λόγος·
- τα λόγια του είναι μέλι, βλ. λ. λόγος·
- τα λόγια του στάζουν μέλι, βλ. λ. λόγος·
- τα πάμε μέλι γάλα, βλ. φρ. είμαστε μέλι γάλα·
- τα χείλη της είναι μέλι, βλ. λ. χείλι·
- ταξίδι του μέλιτος, βλ. φρ. μήνας του μέλιτος, λ. μήνας·
- τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι, βλ. λ. ξίδι·
- το στόμα του είναι μέλι, βλ. λ. στόμα·
- το στόμα του στάζει μέλι, βλ. λ. στόμα·
- τον έπιασα με το δάχτυλο στο μέλι, βλ. φρ. τον έπιασα με το δάχτυλο στη μαρμελάδα, λ. μαρμελάδα·
- φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, δηλώνει πως οι υλικές απολαύσεις περνούν σύντομα, σε αντιδιαστολή με τις πνευματικές που διαρκούν: «ένα καλό βιβλίο δεν είναι φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, όπως συμβαίνει με μια ευχάριστη βραδιά στα μπουζούκια».

μύγα

μύγα, η, ουσ. [<μσν. μύγα <αρχ. μυῖα], η μύγα. Υποκορ. μυγούλα, η και μυγάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 43 φρ.)·
- βαράω μύγες, βλ. φρ. σκοτώνω μύγες·
- βγάζει (κι) απ’ τη μύγα ξίγκι, είναι πολύ τσιγκούνης: «αυτός βγάζει κι απ’ τη μύγα ξίγκι κι εσύ έχεις την εντύπωση πως θα σου δώσει δανεικά!»·
- δε δέχεται μύγα στο σπαθί του, α. δεν ανέχεται καμιά αντιλογία, καμιά αντίρρηση ή καμιά παρατήρηση, είναι απόλυτος: «όταν πάρει μιαν απόφαση, δε δέχεται μύγα στο σπαθί του». β. είναι πολύ ευέξαπτος: «πρόσεχε τα λόγια και τις χειρονομίες σου μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε δέχεται μύγα στο σπαθί του». Πρβλ.: μύγα στο σπαθί μου δεν αγγίζει, φύγε κι άσε με, δε με φοβίζεις την περηφάνια μου, δεν την πατάω και σαν κειμήλιο θα την κρατάω (Λαϊκό τραγούδι)·
- δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του, βλ. φρ. δε δέχεται μύγα στο σπαθί του·
- δεν περνάει μύγα, βλ. λ. συνηθέστ. δεν περνάει κουνούπι, λ. κουνούπι·
- δουλειά δεν είχε ο καλόγηρος και με τις μύγες πάλευε, βλ. λ. δουλειά·
- έκανε (κι) η μύγα αλώνι και γυρίζει και μαλώνει, λέγεται γι’ αυτούς που αν και είναι εντελώς ανίκανοι, εντούτοις πετυχαίνουν στη ζωή τους: «μωρέ, ντιπ κούτσουρο αυτός ο άνθρωπος κι όμως, έκανε η μύγα αλώνι και γυρίζει και μαλώνει»·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, λέγεται ειρωνικά για άτομο χωρίς ιδιαίτερη αξία, που απόκτησε κάποια μικρή οικονομική δύναμη ή κοινωνική επιρροή και συμπεριφέρεται με έπαρση: «απ’ τη μέρα που κέρδισε μερικά λεφτουδάκια, μας έγινε ακατάδεχτος. -Έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο»·
- έπεσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. φρ. πλάκωσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα·
- έπεσαν σαν τις μύγες στα σκατά, βλ. φρ. πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά·
- έπεφταν σαν μύγες ή έπεφταν σαν τις μύγες, βλ. φρ. πέθαιναν σαν μύγες. (Εβραίικο τραγούδι: σαν τα ζουρλά μας ντύσανε με μπλε και άσπρες ρίγες. Κι από τον καημό τ’ αδέλφια μας έπεφταν σαν τις μύγες
- έχει κι ο μέρμηγκας χολή, έχει κι η μύγα ξίγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- έχει τη μύγα, βλ. φρ. όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται·
- θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, (απειλητικά) α. θα γίνει μεγάλη καταστροφή, μεγάλος χαλασμός: «αν κοροϊδέψεις ξανά το φίλο μου, θα ’ρθω με την παρέα μου στο μαγαζί σου και θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι». β. θα επιβληθούν αυστηρότατες ποινές, θα συμβούν συνταρακτικά γεγονότα: «αν δεν αρχίσετε να δουλεύετε όπως πρέπει, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι». γ. θα καταβληθούν υπέρμετροι κόποι, υπεράνθρωπες προσπάθειες: «όταν αναλάβω εγώ τη διεύθυνση του εργοστασίου, θα διώξω όλους τους κοπανατζήδες και θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, μέχρι να ορθοποδήσει πάλι η επιχείρηση». δ. είναι και φορές που η φρ. χρησιμοποιείται για προσδοκώμενη ευχάριστη κατάσταση: «ε, ρε, αν ξαναμαζευτεί, όπως παλιά, η παρέα μας και πάμε στα μπουζούκια, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι»·
- κάνει τη μύγα ελέφαντα, βλ. λ. ελέφαντας·
- κολλώ σαν τη μύγα μέσ’ στο μέλι, προσκολλούμαι σε κάποιον και του γίνομαι  φορτικός, δεν ξεκολλώ από κοντά του: «απ’ την ώρα που με συνάντησε, κόλλησε σαν τη μύγα μέσ’ στο μέλι και δεν ξεκόλλησε από κοντά μου μέχρι αργά τα μεσάνυχτα». Η έκφραση δεν έχει σχέση με την προσκόλληση σε κάποιον για την αποκόμιση κάποιας υλικής ωφέλειας, αλλά περισσότερο για συντροφιά·
- κυνηγώ μύγες, βλ. συνηθέστ. σκοτώνω μύγες·
- μετράω πόσες μύγες μπαίνουν στου γάιδαρου τον κώλο, δεν ενδιαφέρομαι, δεν προσέχω, δεν υπολογίζω διόλου αυτά που μου λέει ή που με συμβουλεύει κάποιος: «δεν πρέπει τώρα να παραπονιέσαι, γιατί, όταν εγώ σε συμβούλευα, εσύ μετρούσες πόσες μύγες έμπαιναν στου γάιδαρου τον κώλο»·
- μου ’γινε μύγα τσε τσε, βλ. λ. τσε τσε·
- μύγα που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξίδι, δοκίμασε με το μέλι, αυτό που δεν μπορείς να πετύχεις χρησιμοποιώντας βία, προσπάθησε με ήπιο, με μαλακό τρόπο: «αφού δεν μπορείς να τον συμμορφώσεις με το άγριο, προσπάθησε με το καλό, γιατί μύγα που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξίδι, δοκίμασε με το μέλι»·
- μύγα σε τσίμπησε; έκφραση απορίας ή ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που, ξαφνικά και χωρίς προφανή λόγο ή αιτία, αρχίζει να συμπεριφέρεται αλλόκοτα, παράξενα: «τι φωνάζεις, ρε παιδάκι μου, στα καλά καθούμενα, μύγα σε τσίμπησε;». Από την εικόνα αρκετών ζώων που, όταν τα τσιμπούν μύγες, ταράζονται και αντιδρούν είτε αναταράζοντας νευρικά το δέρμα τους είτε κλοτσώντας·
- να ’σαι καλά τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες, είδος κατάρας, με την έννοια να ταλαιπωρηθείς· βλ. και φρ. τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες·
- ντουφεκάω μύγες, βλ. φρ. σκοτώνω μύγες·
- ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα, αποτελεί χτυπητή αντίθεση με τον περίγυρό του, αποτελεί έντονη παραφωνία, πράγμα που γίνεται αμέσως αντιληπτό: «ήταν όλοι τους με σμόκιν και κουστούμια, κι όπως είχε πάει αυτός με τα ρούχα της δουλειάς, ξεχώριζε σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα». Συνών. ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο ζυμάρι / ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο προζύμι·
- ο λύκος με μύγες δε χορταίνει ή ο λύκος δε χορταίνει με μύγες, βλ. λ. λύκος·
- όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται, όποιος δεν είναι εντελώς αθώος ή αμέτοχος σε κάποια παρανομία ή παρατυπία, με τον παραμικρό υπαινιγμό επάνω σε αυτό το θέμα έχει την εντύπωση πως τον υποπτεύονται κι εμφανίζεται ως θιγμένος: «κάθε φορά που γίνεται λόγος μπροστά του για τη ληστεία της τράπεζας κάνει πως θυμώνει, γιατί όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται»·
- όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες, δεν μπόρεσες να καταλάβεις τις ψευτιές που σου έλεγα κι έτσι, εννοείται, ξεγελάστηκες και βγήκες χαμένος: «να μην παραπονιέσαι τώρα που έχασες τα λεφτά σου γιατί, όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες»·   
- όσο πατάει το πόδι της μύγας, βλ. λ. πόδι·
- ό,τι και να την κάνεις τη μύγα, στα σκατά θα πάει, η κακιά έξη του ανθρώπου, δύσκολα αποβάλλεται: «μου έχει ορκιστεί χίλιες φορές πως θα κόψει το χαρτί, αλλά συνεχίζει να ξημεροβραδιάζεται στις λέσχες, γιατί ό,τι και να την κάνεις τη μύγα, στα σκατά θα πάει»·  
- πέθαιναν σαν μύγες ή πέθαιναν σαν τις μύγες, οι άνθρωποι πέθαιναν ομαδικά σε μια περιοχή και σε μεγάλο αριθμό, ιδίως βίαια ή από επιδημική ασθένεια: «στον τελευταίο πόλεμο οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τις μύγες || κάποτε η ελονοσία ήταν πολύ επικίνδυνη αρρώστια κι οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τις μύγες». Από την εικόνα τις εξόντωσης των μυγών με εντομοκτόνο. Συνών. πέθαιναν σαν κοτόπουλα ή πέθαιναν σαν τα κοτόπουλα·
- πήρε ό,τι σηκώνει η μύγα στο φτερό της, πήρε ή κέρδισε κάτι εντελώς ελάχιστο, σχεδόν τίποτα, τίποτα: «οι άλλοι πήραν κανονικά το μερίδιό τους κι αυτός, επειδή είναι ανόητος, πήρε ό,τι σηκώνει η μύγα στο φτερό της»·
- πλάκωσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, παρατηρήθηκε αθρόα συγκέντρωση κοινού, παρατηρήθηκε κοσμοσυρροή: «μόλις έμαθαν πως η είσοδος ήταν ελεύθερη πλάκωσαν όλοι σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα»·
- πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά, παρατηρήθηκε αθρόα συγκέντρωση ατόμων με κάποια συγγενική σχέση μεταξύ τους με σκοπό την αποκόμιση οφέλους ή κέρδους: «μόλις πέθανε ο γέρος, πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά οι συγγενείς του για την περιουσία του || μόλις ανέλαβε το κόμμα τους την εξουσία, πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά οι υμέτεροι για να τα κονομήσουν». Από το ότι στις ακαθαρσίες ανθρώπων ή ζώων, παρατηρείται αθρόα συγκέντρωση μυγών·
- σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα (ενν. ξεχωρίζει), βλ. φρ. ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα·
- σε κλεισμένο στόμα μύγα δεν μπαίνει, λέγεται για τους έξυπνους, για τους ικανούς ανθρώπους που δεν μπορεί κανείς να τους ξεγελάσει, που δηλαδή δε χάφτουν μύγες: «είσαι πολύ μικρός για να ξεγελάσεις αυτόν τον άνθρωπο γιατί, σε κλεισμένο στόμα μύγα δεν μπαίνει»·
- σκοτώνω μύγες, α. δεν έχω δουλειά, δεν παρατηρείται προσέλευση πελατών στο μαγαζί μου, έχω κεσάτια: «είναι μέσα στη στενοχώρια του, γιατί όλο το μήνα σκοτώνει μύγες». (Τραγούδι: Αύγουστο μήνα στη Σαλαμίνα σκοτώνω μύγες. Κι εσύ μαικήνα τα χρόνια εκείνα πες μου πού πήγες).β. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «εμείς πνιγόμασταν στη δουλειά κι αυτός σκότωνε μύγες». Από την εικόνα του ατόμου που, επειδή δεν έχει να κάνει κάτι καλύτερο, κυνηγάει και σκοτώνει τις μύγες·
- το μήνα που ’ναι παχιές οι μύγες, βλ. συνηθέστ. τον Αύγουστο που ’ναι παχιές οι μύγες·
- τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες, λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που μας ρωτάει να μάθει πότε θα του επιστρέψουμε κάτι, ιδίως τα λεφτά που του χρωστάμε, ή πότε θα πραγματοποιήσουμε κάποια υπόσχεση που του δώσαμε και υπονοούμε ένα πολύ μακρινό χρονικό διάστημα: «πότε θα σου δώσω τα λεφτά που σου χρωστάω; Τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες || τα λεφτά που του δάνεισες θα τα πάρεις τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες». Συνών. με τ’ αγελαδοκούρεμα ή στ’ αγελαδοκούρεμα / με τ’ αλώνια ή στ’ αλώνια / ε τα καπνά ή στα καπνά / με τα κουκούλια ή στα κουκούλια / με τα μπαμπάκια ή στα μπαμπάκια· βλ. και φρ. να ’σαι καλά τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες·
- τον βλέπω σαν μύγα ή τον βλέπω σαν τη μύγα, είμαι κατά πολύ ανώτερός του ή ισχυρότερός του και για το λόγο αυτό δεν τον υπολογίζω διόλου, απαξιώ κάθε σύγκριση ή αναμέτρηση μαζί του: «απαξιώ να συγκριθώ μαζί του, γιατί τον βλέπω σαν τη μύγα». Από το ότι η μύγα είναι πάρα πολύ μικρή σε μέγεθος. Συνών. τον βλέπω σαν κουνούπι ή τον βλέπω σαν το κουνούπι / τον βλέπω σαν μυρμήγκι ή τον βλέπω σαν το μυρμήγκι·
- τον έλιωσε σαν μύγα ή τον έλιωσε σαν τη μύγα, τον ξυλοκόπησε πολύ άγρια, τον κατανίκησε με μεγάλη ευχέρεια: «κάποια στιγμή τον άρπαξε στα χέρια του και τον έλιωσε σαν τη μύγα». Από την εικόνα του ατόμου που συνθλίβει τη μύγα χτυπώντας τη με την παλάμη του. Συνών. τον έλιωσε σαν κουνούπι ή τον έλιωσε σαν το κουνούπι / τον έλιωσε σαν μυρμήγκι ή τον έλιωσε σαν το μυρμήγκι·
- τον έπιασε μύγα, βλ. συνηθέστ. τον τσίμπησε μύγα·
- τον τσίμπησε μύγα, άρχισεξαφνικά να συμπεριφέρεται αλλόκοτα, παράξενα, οργίστηκε, εκνευρίστηκε χωρίς προφανή λόγο ή αιτία: «εκεί που μιλούσαμε μια χαρά, άρχισε να τα σπάζει όλα λες και τον τσίμπησε μύγα». Πολλές φορές, ως είδος μύγας αναφέρονται η αλογόμυγα και η τσε τσε·
- χάφτει μύγες, α. δεν κάνει τίποτα, είναι αργόσχολος, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμασταν στη δουλειά κι αυτός μας έβλεπε κι έχαφτε μύγες». β. είναι εύπιστος, είναι αφελής, ιδίως λόγω απειρίας: «ό,τι του λέει ο καθένας, το κάνει, γιατί χάφτει μύγες ο άνθρωπος». (Παιδικό τραγούδι: σας δίνουμ’ ένα ναύτη που όλο μύγες χάφτει
- χτυπώ μύγες, βλ. φρ. σκοτώνω μύγες.

πουλί

πουλί, το, ουσ. [<μσν. πουλλίν <μτγν. πουλλίον, υποκορ. του ουσ. πούλλος <λατιν. pullus (= νεοσσός)], το πουλί. 1. άνθρωπος έξυπνος, πονηρός: «δεν κάθισα να παίξω στο καρέ που έπαιζε ο τάδε, γιατί ήταν όλοι τους πουλιά». 2. το αντρικό σεξουαλικό όργανο, το πέος, ο πούτσος: «έχει ένα πουλί μισό μέτρο!». 3. (ειρωνικά) το μικρό σε μέγεθος πέος: «χαρά στο πουλί που έχεις και μας κάνεις και τον γκομενιάρη!». 4. (στη γλώσσα της αργκό) αυτός που ξέρει πολλά, ιδίως παράνομες υποθέσεις, αλλά δεν ομολογεί τίποτα σε περίπτωση που συλληφθεί, σε περίπτωση που τον καλέσουν στην αστυνομία: «αν υπήρχαν κι άλλα πουλιά σαν τον τάδε μέσα στην πιάτσα, δε θα ’ξεραν τίποτα οι μπάτσοι για τα νταραβέρια που γίνονται». Από το ότι το πουλί δεν μπορεί να μιλήσει, σε αντιδιαστολή με το κελαηδώ (βλ. λ.). (Ακολουθούν 51 φρ.)·
- άπιαστα πουλιά, χίλια στον παρά, λέγεται στις περιπτώσεις που δίνει κάποιος με μεγάλη ευκολία διάφορες υποσχέσεις, παρόλο που η πραγματοποίησή τους είναι πολύ δύσκολη ή και αμφίβολη: «μου υποσχέθηκε πως θα με πάρει στη δουλειά του, θα μ’ αγοράσει ένα διαμέρισμα να μένω, κι ένα αυτοκίνητο για τις μετακινήσεις μου, τι λες εσύ; -Άπιαστα πουλιά, χίλια στον παρά, αγόρι μου!»·
- άπιαστο πουλί, είναι πανέξυπνος, τετραπέρατος και γενικά έχει άπειρες γνώσεις για τη ζωή της πιάτσας: «δε μπορεί κανείς να τον ξεγελάσει, γιατί έμαθε από μικρός στα κόλπα και είναι άπιαστο πουλί». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα όμως στα πενήντα είσαι άπιαστο πουλί, έχεις πείρα στην αγάπη, έχεις τέχνη στο φιλί
- βαράω το πουλί μου, βλ. συνηθέστ. παίζω το πουλί μου·
- για να λαλήσει το πουλί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή, α. δηλώνει πως είναι απαραίτητη η ποικιλία στη ζωή μας, γιατί, όταν δεν υπάρχει, ατονεί η ενεργητικότητά μας: «πρέπει να βρω νέα ενδιαφέροντα στη ζωή μου για να πάρω τ’ απάνω μου, γιατί για να λαλήσει το πουλί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή». β. (για άντρες) λέγεται και με ειρωνική διάθεση εννοώντας πως η σεξουαλική διάθεση πεθαίνει, όταν βρίσκεται κανείς συνέχεια με την ίδια ερωτική σύντροφο: «είμαι τριάντα χρόνια παντρεμένος και, όταν ξαπλώνω με τη γυναίκα μου, είναι σαν να πιάνω το μπούτι μου, γι’ αυτό, τσιμπολογώ δεξιά αριστερά διάφορα ξέκωλα, γιατί, για να λαλήσει το πουλί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή»·
- γλυκό πουλί της νιότης, (με συναισθηματική φόρτιση) χαρακτηρίζει τα νεανικά χρόνια. (Λαϊκό τραγούδι: τη μαχαιρώσανε μια νύχτα στην Αμβέρσα μα εγώ την έκλαψα πολύ, γιατί την ήξερα Σοφία κι όχι Πέρσα κι ήταν γλυκό της νιότης μου πουλί
- έγινε πουλί, βλ. φρ. έγινε πουλάκι, λ. πουλάκι. (Λαϊκό τραγούδι: μη μου θυμώνεις μάτια μου, που φεύγω για τα ξένα, πουλί θα γίνω και θα ’ρθω πάλι κοντά σε σένα
- έκατσε το πουλί, τελείωσε αίσια η δουλειά, επιτεύχθηκε ο στόχος: «κάποια στιγμή δυσκόλεψαν τόσο πολύ τα πράγματα, που φοβήθηκα πως δε θα μπορούσα να τελειώσω τη δουλειά, όμως, ευτυχώς, στο τέλος, έκατσε το πουλί»·
- ελεύθερο πουλί, άνθρωπος απαλλαγμένος από κάθε δεσμό ή υποχρέωση, ιδίως απαλλαγμένος από τα δεσμά του γάμου: «τώρα που παρέδωσα την εργασία, είμαι ελεύθερο πουλί και πάμε όπου θες || όλοι απ’ την παρέα μας είμαστε παντρεμένοι και μόνο ο τάδε εξακολουθεί να είναι ελεύθερο πουλί». (Λαϊκό τραγούδι: Ησαΐα μη χορεύεις, τον μπελά σου μη γυρεύεις, ζήσ’ ελεύθερο πουλί
- έμεινα με το πουλί στο χέρι, βλ. συνηθέστ. έμεινα με τον πούτσο στο χέρι, λ. πούτσο·
- έρημο πουλί, άνθρωπος χωρίς συγγενείς και φίλους, που είναι ολομόναχος στη ζωή του: «τόσα χρόνια στην ξενιτιά, ήμουν ένα έρημο πουλί». (Λαϊκό τραγούδι: ούτε μάνα, ούτ’ αδέρφια, κι εγώ έρημο πουλί· βλέπω αράχνες στο κατώφλι και χορτάρια στην αυλή
- έχει και του πουλιού το γάλα ή και του πουλιού το γάλα, (για καταστήματα, σούπερ μάρκετ, νοικοκυριά) διαθέτει μεγάλη αφθονία, μεγάλη ποικιλία υλικών αγαθών, ιδίως τροφίμων: «το τάδε σούπερ μάρκετ έχει και του πουλιού το γάλα || σύμφωνα με το διαφημιστικό σλόγκαν, τα σούπερ μάρκετ του Βασιλόπουλου έχουν και του πουλιού το γάλα». (Λαϊκό τραγούδι: στα χέρια μου δε σου ’λειψε και του πουλιού το γάλα, μα τώρα μπατιρήματα έχω πολύ μεγάλα
- κάθε πουλί στον τόπο του κελαηδεί, ο καθένας συμπεριφέρεται και κινείται στο οικείο περιβάλλον του με μεγάλη άνεση: «στο γραφείο που τον συνάντησα ήταν σεμνός και μετρημένος, αλλά στο μπαράκι της γειτονιάς του ξεσάλωσε ο άνθρωπος, γιατί, βλέπεις, κάθε πουλί στον τόπο του κελαηδεί». Συνών. κάθε πετεινός στην αυλή του κράζει·   
- κάλλιο πουλάκι στο κλαδί παρά πουλί και στο κλουβί, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνει το πουλί, (στη γλώσσα της αργκό) αν και ξέρει πολλές παρανομίες που γίνονται στην πιάτσα, εν τούτοις δεν είναι συνεργάσιμος με την αστυνομία: «τον έχουν τρεις μέρες στην Ασφάλεια και προσπαθούν να τον ψαρέψουν για την τελευταία ληστεία που έγινε στην αγορά, αλλά αυτός κάνει το πουλί»·
- κατά φωνή και το πουλί, βλ. λ. φωνή·
- κάτσε κότα μου στ’ αβγά σου, για να βγούνε τα πουλιά σου, βλ. λ. κότα·
- κοιμάται σαν πουλί ή κοιμάται σαν το πουλί, βλ. συνηθέστ. κοιμάται σαν πουλάκι, λ. πουλάκι. (Λαϊκό τραγούδι: σαν πουλί κοιμότανε μες στην αγκαλιά μου ποταμός χυνότανε μέσα στην καρδιά μου
- κουβαλάει και του πουλιού το γάλα, είναι πολύ καλός οικογενειάρχης, δε στερεί τίποτα από την οικογένειά του: «σκοτώνεται όλη τη μέρα στη δουλειά για να κουβαλάει στο σπίτι του και του πουλιού το γάλα»·
- λεύτερο πουλί, βλ. φρ. ελεύθερο πουλί. (Λαϊκό τραγούδι: θα ζήσω λεύτερο πουλί κι όχι κορόιδο στο κλουβί, για μια μονάχα θηλυκιά να κελαηδάω
- μ’ άφησε με το πουλί στο χέρι, βλ. συνηθέστ. μ’ άφησε με τον πούτσο στο χέρι, λ. πούτσος·
- μ’ έπιασε με το πουλί στο χέρι, βλ. φρ. μ’ έπιασε με τον πούτσο στο χέρι, λ. πούτσος·
- να, κάνει το πουλί σου! βλ. φρ. να, κάνει το πουλάκι σου(!) λ. πουλάκι·
- ο αετός μεγάλα πουλιά κυνηγάει, οι επιδιώξεις ενός ισχυρού και ικανού ατόμου είναι και αυτές ανάλογες: «έχει τόσα πολλά λεφτά που δεν ασχολείται με ψιλοδουλειές, γιατί ο αετός μεγάλα πουλιά κυνηγάει»·
- ο βασιλιάς των πουλιών, βλ. λ. βασιλιάς·
- ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά, βλ. λ. Θεός·
- παίζω με το πουλί μου, βλ. συνηθέστ. παίζω με το πουλάκι μου, λ. πουλάκι·
- παίζω το πουλί μου, βλ. συνηθέστ. παίζω το πουλάκι μου, λ. πουλάκι·
- πέταξε το πουλί, βλ. φρ. πέταξε το πουλάκι, λ. πουλάκι. Πρβλ.: μη χτυπιέσαι, μην κάνεις σαν τρελή, έφυγε και πάει το πουλί (Λαϊκό τραγούδι)·
- πιάνει πουλιά στον αέρα, είναι πανέξυπνος, είναι ικανότατος: «δεν μπορείς να τον ξεγελάσεις αυτόν τον άνθρωπο, γιατί πιάνει πουλιά στον αέρα  ||οποιαδήποτε δουλειά και να του αναθέσεις, σου την τελειώνει στο πιτς φιτίλι, γιατί είναι τύπος που πιάνει πουλιά στον αέρα»·
- πότε αβγά, πότε πουλιά! λέγεται γι’ αυτούς που με πλάγιες ενέργειες και μέσα καταλαμβάνουν ανώτερες θέσεις και αξιώματα, ιδίως του δημοσίου, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «καλά, ρε παιδάκι μου, πριν λίγους μήνες μπήκες στο δημόσιο κι έγινες διευθυντής; Πότε αβγά, πότε πουλιά!». Συνών. ούτε διάκο σ’ είδαμε ούτε πρωτοσύγκελλο, και δεσπότης έγινες(;)·
- πουλί μου! βλ. φρ. πουλάκι μου(!) λ. πουλάκι. (Λαϊκό τραγούδι: έλα, έλα, πουλί μου, έλα, έλα, είναι η ζωή μια τρέλα
- προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που από κάποια δουλειά ή ενέργειά του υπολογίζει πολύ πρόωρα σε κάποια οφέλη είτε πως θα του συμβεί κάποιο κακό: «μόλις προχτές έστησε τη δουλειά του και προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά, γιατί ονειρεύεται μεγαλεία και πλούτη || δεν κυκλοφορεί με τ’ αυτοκίνητο που αγόρασε για να μην χτυπήσει κανέναν πεζό, αλλά όπως ήταν από πάντα, προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά». Συνών. ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε ή ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε / το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε / το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα · 
- σαν πουλί ή σαν το πουλί, βλ. συνηθέστ. σαν πουλάκι, λ. πουλάκι·
- σκέφτεται με το πουλί του, οι ενέργειές του επηρεάζονται από τα σεξουαλικά του: «κάθε φορά που σκέφτεται με το πουλί του, κάνει απανωτά λάθη»·
- σκόρπισαν σαν πουλιά ή σκόρπισαν σαν τα πουλιά, διασκορπίστηκαν κάποιοι ή κάτι: «κάποτε ήταν πολύ δεμένη παρέα, αλλά το ’φερε έτσι η ζωή, που σκόρπισαν σαν τα πουλιά || σκόρπισαν σαν πουλιά όλα τα όνειρα που έκανα για σένα». (Λαϊκό τραγούδι: σκορπάνε σαν πουλιά,μέσ’ απ’ την καρδιά χίλιες ελπίδες, φτωχή μου καρδιά, μέσα στη ζωή χαρά δεν είδες
- στα πουλιά μας! ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε χαιρετιστήριο ή αποχαιρετιστήριο γεια μας! που λέει κάποιος ερχόμενος ή αποχωρώντας από το χώρο στον οποίο βρισκόμαστε·
- τ’ άκουσες πουλί μου! ειρωνική έκφραση με την οποία κλείνουμε την πρότασή μας σε κάποιο άτομο που αντιληφθήκαμε πως επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «δε θα σου δώσω τα λεφτά που μου ζητάς, γιατί έμαθα πως είσαι μεγάλος μπαταξής, τ’ άκουσες πουλί μου!». Υπήρξε η αγαπημένη έκφραση του ηθοποιού Κ. Χατζηχρήστου, που ακουγόταν στον τύπο τ’ άκουσες πολί μου, όταν υποδυόταν το χωριάτη Θύμιο από τη Μακρακώμη·
- τι λέει το πουλί σου! βλ. φρ. τι λέει το πουλάκι σου! λ. πουλάκι·
- τι λες πουλί μου! βλ. συνηθέστ. τι λες πουλάκι μου! λ. πουλάκι·
- το γκαβό πουλί ο Θεός δυο φορές το βλέπει, βλ. φρ. το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει·
- το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει, όταν δεν έχει κάποιος τη δυνατότητα να επιβιώσει, επεμβαίνει η θεία πρόνοια: «κανένας δε χάνεται σ’ αυτή τη ζωή, γιατί το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει»·
- το έξυπνο πουλί απ’ την ουρά πιάνεται, βλ. συνηθέστ. το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται·
- το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται, όσο έξυπνος και να είναι κάποιος και να ξέρει να φυλάγεται, έρχεται η στιγμή που πιάνεται με τον πιο εύκολο τρόπο ή για τον πιο ασήμαντο λόγο, επειδή έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στην εξυπνάδα του και δεν παίρνει τις απαραίτητες προφυλάξεις: «μην υποτιμάς τους αντιπάλους σου, γιατί, όσο κι αν είσαι ανώτερός τους, το ξέρεις πολύ καλά πως, πολλές φορές, το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι τσίφτισσα γυναίκα, γι’ αυτό σ’ αγαπώ πολύ, μα από τη μύτη πιάνεται πάντα το έξυπνο πουλί). Συνών. η πονηρή αλεπού, απ’ τα τέσσερα πιάνεται·
- το θηλυκό πουλί φτιάχνει τη φωλιά, αυτή που φτιάχνει, που κρατάει ένα σπίτι, μια οικογένεια είναι η γυναίκα: «μπορεί να λέμε οτιδήποτε για τις γυναίκες αλλά όλοι αναγνωρίζουμε πως το θηλυκό πουλί φτιάχνει τη φωλιά»·
- το καλό πουλί, απ’ τ’ αβγό του κελαηδεί, θετική διαπίστωση για τις ικανότητες και την εξυπνάδα που δείχνει κάποιο άτομο από την παιδική ακόμα ηλικία: «πήρε τον έλεγχό του και σ’ όλα τα μαθήματα έχει δέκα με οξεία, γιατί το καλό πουλί, απ’ τ’ αβγό του κελαηδεί»· βλ. και φρ. η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται, λ. μέρα·
- το πουλί! βλ. συνηθέστ. το πουλάκι! λ. πουλάκι. (Τραγούδι: κι ο φωτογράφος φώναζε πως σε λίγο το πουλί απ’ το φακό θα σας στείλει ένα φιλί
- το πουλί για να τραφεί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή, βλ. φρ. για να λαλήσει το πουλί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή·
- το πουλί που ξυπνάει πρωί, τρώει το σκουλήκι, βλ. λ. σκουλήκι·
- τρώει σαν πουλί ή τρώει σαν το πουλί, βλ. συνηθέστ. τρώει σαν πουλάκι, λ. πουλάκι·
- χτυπώ πουλιά, κυνηγώ πουλιά: «όταν ήμασταν πιτσιρίκια, βγαίναμε ομαδικά και χτυπούσαμε πουλιά»·
- χτυπώ το πουλί μου, βλ. συνηθέστ. παίζω το πουλί μου.

στόμα

στόμα, το, ουσ. [<αρχ. στόμα], το στόμα. 1. ο άνθρωπος ως μονάδα κατανάλωσης τροφής: «σκοτώνεται κάθε μέρα στη δουλειά, γιατί έχει πέντε στόματα να θρέψει». (Λαϊκό τραγούδι: και στο σπίτι δεν υπάρχει ούτε μια σταγόνα λάδι, τόσα στόματα πώς ζούνε πρωί, μεσημέρι, βράδυ;). 2. στον πλ. τα στόματα, ο κοινωνικός περίγυρος, που σχολιάζει, που κριτικάρει τις πράξεις κάποιου ή κάποιων: «έχω ακούσει πως μερικά στόματα σε κατακρίνουν για τις παρέες που κάνεις». Υποκορ. στοματάκι, το. Μεγεθ. στοματάρα, η. Σπάνια ακούγεται λανθασμένα και στόμας, ο. (Ακολουθούν 189 φρ.)·
- αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα, βλ. λ. γάιδαρος·
- αθύρωτο στόμα, βλ. συνηθέστ. απύλωτο στόμα·
- ακόμη το στόμα του μυρίζει γάλα, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους, που είναι και μεγαλύτεροί του αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «ακόμη το στόμα του μυρίζει γάλα και θέλει να μας κάνει και το δάσκαλο!». Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- αμάν αυτό το στόμα σου! έκφραση αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας σε κάποιον που μιλάει ασταμάτητα ή που κακολογεί συνεχώς: «αμάν αυτό το στόμα σου! Όταν αρχίζει(ς) να μιλά(ς) δεν αφήνει(ς) άλλον κανέναν να μιλήσει || αμάν αυτό το στόμα σου! Δε θα πει(ς) καλό λόγο για κανέναν!»·
- αν είχε στόμα, θα μιλούσε, βλ. φρ. στόμα να ’χε, θα μιλούσε·
- άναψε το στόμα μου, α. κάηκα από κάποιο φαγητό, γιατί περιείχε πολλά μπαχαρικά, ή από κάποιο ρόφημα, που ήταν πολύ ζεστό: «μόλις έφαγα την πρώτη κουταλιά, άναψε το στόμα μου απ’ το πιπέρι που είχε το φαγητό». β. μιλούσα ασταμάτητα και για πολλή ώρα: «άναψε το στόμα μου να τον συμβουλεύω, αλλά αυτός πού να βάλει μυαλό!»·
- ανοίγω το στόμα μου, α. μιλώ: «μην ανοίγεις το στόμα σου, αφού δεν ξέρεις για ποιο πράγμα μιλάμε». (Νησιώτικο τραγούδι: ήρθε η ώρα κι η στιγμή το στόμα μου ν’ ανοίξω και στην καλή παρέα μου καληνύχτα ν’ αφήσω).β. προδίδω: «έφαγε τόσο ξύλο στην Ασφάλεια, που στο τέλος άνοιξε το στόμα του και τα ξέρασε όλα»·
- άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή! αντιμίλησε προκλητικά: «εγώ του είπα να προσέχει να μην κάνει καμιά ζημιά, κι αυτός άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή!». Πολλές φορές, συνοδεύεται με χειρονομία του ομιλητή να επιδεικνύει την πιθαμή του· βλ. και φρ. άνοιξ’ ένα στόμα να(!)·
- άνοιξ’ ένα στόμα να! έμεινε κατάπληκτος, εμβρόντητος: «μόλις μ’ είδε με το καινούριο μου αυτοκίνητο, άνοιξ’ ένα στόμα να!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με τις δυο παλάμες, καθώς εφάπτονται με τις εσωτερικές τους πλευρές και με τους καρπούς σταθερά ενωμένους σε οριζόντια θέση, να ανοίγουν από την πλευρά των δαχτύλων, σαν να θέλει ο ομιλητής να καταδείξει το μέγεθος του ανοίγματος του στόματος· βλ. και φρ. άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή(!)·
- άνοιξ’ ένα στόμα σαράντα πήχες! βλ. συνηθέστ. άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή(!)·
- άνοιξαν πολλά στόματα, μίλησαν πολλά άτομα για ένα θέμα το οποίο επιδίωκαν κάποιοι να μείνει στην αφάνεια, να το κουκουλώσουν: «μετά την αποκάλυψη της ανάμειξης του υπουργού στις παράνομες προμήθειες, άνοιξαν πολλά στόματα τα οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή δε μιλούσαν»· 
- άνοιξε το στόμα σου! (προτρεπτικά) μίλα: «άνοιξε, επιτέλους, το στόμα σου, πες κι εσύ κάτι!»·
- απ’ το δικό σου στόμα, από σένα τον ίδιο, από σένα προσωπικά: «αυτό που άκουσα πως λες για μένα, θέλω να τ’ ακούσω κι απ’ το δικό σου στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε με στο τηλέφωνο, κι απ’ το δικό σου στόμα, θέλω ν’ ακούσω να μου πεις πως μ’ αγαπάς ακόμα
- απ’ το στόμα μου το πήρες, είπες ακριβώς αυτό που ήμουν έτοιμος να πω: «απ’ τη στιγμή που ξέρουμε πως είναι καρφί, αν ξανάρθει στην παρέα μας λέω να τον διώξουμε. -Απ’ το στόμα μου το πήρες»·
- απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί! βλ. λ. Θεός·
- από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα, βλ. λ. κόρακας·
- από στόμα σε στόμα, με τον προφορικό λόγο, προφορικά: «η μεγάλη είδηση διαδόθηκε αμέσως από στόμα σε στόμα»·
- απύλωτο στόμα, λέγεται για άτομο που συνηθίζει να αυθαδιάζει ή να κατηγορεί συστηματικά τους άλλους, που δηλ. το στόμα του δεν κλείνεται από καμιά θύρα, πύλη: «ένα τέτοιο απύλωτο στόμα, αν είναι δυνατό να πει καλή κουβέντα για άνθρωπο!»·
- βάζω κάτι στο στόμα μου ή βάζω στο στόμα μου κάτι, α. τρώω σε μικρή ποσότητα είτε από βιασύνη είτε για να ξεγελάσω την πείνα μου: «κατά τις δώδεκα βάζω κάτι στο στόμα μου, γιατί δεν αντέχω μ’ άδειο στομάχι μέχρι το μεσημέρι». β. πολλές φορές προτρεπτικά ή συμβουλευτικά βάλε κάτι στο στόμα σου ή βάλε στο στόμα σου κάτι: «βάλε κάτι στο στόμα σου, γιατί θ’ αργήσουμε να φάμε»·
- βάζω λόγια στο στόμα του, βλ. λ. λόγος·
- βάζω στο στόμα μου (κάποιον), βλ. φρ. πιάνω στο στόμα μου (κάποιον)·
- βάζω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου, βλ. λ. κεφάλι·
- βαστώ το στόμα μου κλειστό, βλ. φρ. κρατώ το στόμα μου κλειστό·
- βγάζει αφρούς απ’ το στόμα του, βλ. λ. αφρός·
- βγάζει φλόγες απ’ το στόμα του, βλ. λ. φλόγα·
- βγάζει φωτιές απ’ το στόμα του, βλ. λ. φωτιά·
- βουλώνω πολλά στόματα, θρέφω πολλούς ανθρώπους, συντηρώ μεγάλη οικογένεια: «σκοτώνεται όλη τη μέρα στη δουλειά, γιατί έχει να βουλώσει πολλά στόματα»· βλ. και φρ. ταΐζω πολλά στόματα·
- βουλώνω τα στόματα του κόσμου ή βουλώνω το στόμα του κόσμου, με διάφορους τρόπους αποτρέπω αρνητικά σχόλια για κάποιον ή για μένα τον ίδιο: «τόσα χρόνια βοηθάω τους πάντες μόνο και μόνο για να βουλώνω τα στόματα του κόσμου απ’ την κακή διαγωγή σου»·
- βουλώνω το στόμα μου, βλ. φρ. κλείνω το στόμα μου·
- γαμώ το στόμα σου, υβριστική έκφραση σε άτομο που μιλάει συνέχεια ή σε άτομο που αισχρολογεί, που κακολογεί συνεχώς. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το ρ. γαμώ: «κλείσ’ το, γαμώ το στόμα σου, γαμώ για να μιλήσει και κανένας άλλος! || γαμώ το στόμα σου γαμώ, δε θα πεις ποτέ καλή κουβέντα για άνθρωπο!»·
- γεια στο στόμα σου! βλ. λ. γεια·
- γλίτωσα απ’ το στόμα του καρχαρία, βλ. συνηθέστ. γλίτωσα απ’ τα σαγόνια του καρχαρία, λ. σαγόνι·
- γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- γλίτωσα απ’ του χάρου το στόμα, βλ. λ. χάρος·
- δε βάζει τη γλώσσα στο στόμα του, βλ. λ. γλώσσα·
- δε βγάζω λέξη απ’ το στόμα μου, βλ. λ. λέξη·
- δεν ανοίγω το στόμα μου, α. δεν αρθρώνω, δε λέω λέξη από αμηχανία, ταραχή, κατάπληξη, ντροπή, φόβο ή τρόμο: «κάθε φορά που έχω άδικο, ό,τι και να μου πουν, δεν ανοίγω το στόμα μου || μόλις τον είδα αγκαλιά με τη γυναίκα του καλύτερου φίλου του, δεν μπόρεσα ν’ ανοίξω το στόμα μου || δεν μπόρεσα ν’ ανοίξω το στόμα μου, μόλις τον είδα να ’ρχεται καταπάνω μου με το μαχαίρι στο χέρι». β. (γενικά) δε μιλώ, δε λέω τίποτα: «όταν πεισμώσει, ό,τι και να του πεις, δεν ανοίγει το στόμα του». γ. δεν προδίδω: «παρόλο το ξύλο που έφαγε στην Ασφάλεια να μαρτυρήσει τους συνενόχους του, δεν άνοιξε το στόμα του». δ. είμαι κατ’ εξοχήν ολιγόλογος: «όταν μιλούν άνθρωποι που ξέρουν πολλά περισσότερα από μένα, εγώ δεν ανοίγω το στόμα μου»·
- δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου, δεν έφαγα τίποτα, είμαι νηστικός: «απ’ το πρωί δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου και τώρα πεινώ σαν λύκος»·
- δεν έκλεισε καθόλου το στόμα του, μιλούσε συνεχώς, φλυαρούσε αδιάκοπα: «απ’ τη στιγμή που κάθισε στην παρέα μας, δεν έκλεισε καθόλου το στόμα του»·
- δεν έβαλα τίποτα στο στόμα μου, βλ. φρ. δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου·
- δεν έκλεισε καθόλου το στόμα του, βλ. φρ. δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του·
- δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, μιλούσε συνεχώς: «απ’ την ώρα που ήρθε και κάθισε στο τραπέζι μας, δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του»·
- δεν έχει να βάλει ψωμί στο στόμα του, βλ. λ. ψωμί·
- δεν ξέρει ν’ ανοίξει το στόμα του, (για τραγουδιστές, τραγουδίστριες) δεν ξέρει να τραγουδά, δεν έχει φωνή για να ασχοληθεί επαγγελματικά με το τραγούδι: «πολλοί επώνυμοι κατηγορούν το fame story ότι βραβεύει τραγουδιστές, που δεν ξέρουν ν’ ανοίξουν το στόμα τους»·
- δεν παίρνεις κουβέντα απ’ το στόμα του, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του, βλ. λ. λέξη·
- έβγαλε το στόμα μου μαλλιά ή έβγαλε μαλλιά το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. μάλλιασε το στόμα μου·
- είναι άσχημο στόμα, βλ. συνηθέστ. έχει άσχημο στόμα·
- είναι βρόμικο στόμα, βλ. συνηθέστ. έχει βρόμικο στόμα·
- είναι κακό στόμα, βλ. συνηθέστ. έχει κακό στόμα·
- είναι ένα στόμα! βλ. συνηθέστ. έχει ένα στόμα(!)·
- είναι με το γέλιο στο στόμα ή έχει το γέλιο στο στόμα, βλ. λ. γέλιο·
- έμεινα με τη γλύκα στο στόμα, βλ. λ. γλύκα·
- έμεινε με το δάχτυλο στο στόμα, βλ. λ. δάχτυλο·
- έπεσα στου λύκου το στόμα, βλ. λύκος·
- έφτασε η ψυχή στο στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- έφυγε με την μπουκιά στο στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- έχει άσχημο στόμα, α. είναι αισχρολόγος: «δεν μπορεί να πει καλό για κανέναν, γιατί έχει άσχημο στόμα». β. μιλάει σκληρά, δε χαρίζεται σε κανέναν: «πρόσεξε μην τα βάλει μαζί σου, γιατί έχει άσχημο στόμα»·
- έχει βρόμικο στόμα, συνηθίζει να βρίζει: «όταν υπάρχουν γυναίκες στην παρέα μας τον διώχνουμε, γιατί έχει βρόμικο στόμα»·
- έχει γλυκό στόμα, α. είναι ευχάριστος, ευγενικός: «χαίρεσαι να τον ακούς, γιατί έχει γλυκό στόμα». β. (για γυναίκες) είναι ποθητό, ηδονικό: «χαίρεσαι να τη φιλάς, γιατί έχει γλυκό στόμα». (Λαϊκό στόμα: σαν λουλούδι πλάνο, μαγικό, μυρωμένο και μεθυστικό είναι το γλυκό της στόμα το φιδίσιο της το σώμα
- έχει ένα στόμα! α. είναι ιδιαίτερα αισχρολόγος: «δεν μπορείς να κάνεις σοβαρή κουβέντα μαζί του, γιατί έχει ένα στόμα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το Θεός να σε φυλάει. β.μιλάει πολύ σκληρά, δε χαρίζεται σε κανέναν: «μην τον τσιγκλάς, γιατί έχει ένα στόμα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το Θεός να σε φυλάει. γ. είναι μεγάλος κουτσομπόλης: «μη διανοηθείς να του εμπιστευτείς τίποτα, γιατί έχει ένα στόμα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το Θεός να σε φυλάει. δ.είναι ιδιαίτερα ικανός ρήτορας: «έχει ένα στόμα, που, όση ώρα και να μιλάει, χαίρεσαι να τον ακούς!». ε. (ιδίως για γυναίκες) έχει όμορφο στόμα, σαρκώδη χείλη: «έχει ένα στόμα, που σου ’ρχεται να το δαγκάσεις!»·
- έχει ένα στόμα σαν απόπατο ή έχει ένα στόμα σκέτο απόπατο, βλ. φρ. έχει ένα στόμα σαν βόθρο·
- έχει ένα στόμα σαν βόθρο ή έχει ένα στόμα σκέτο βόθρο, είναι πολύ αθυρόστομος, βρίζει ακατάσχετα: «όταν είναι στα καλά του, το στόμα του στάζει μέλι, όταν όμως νευριάσει, έχει ένα στόμα σαν βόθρο»·
- έχει ένα στόμα σαν χρεία ή έχει ένα στόμα σκέτη χρεία, βλ. συνηθέστ. έχει ένα στόμα σαν βόθρο·
- έχει ένα στόμα σαν πηγάδι, έχει πολύ μεγάλο στόμα: «όταν κάνει πως γελάει αυτός ο άνθρωπος, σε τρομάζει, γιατί έχει ένα στόμα σαν πηγάδι»· βλ. και φρ. έχει μεγάλο στόμα·
- έχει κακό στόμα, μιλάει πάντοτε με κακία για τους άλλους: «δεν είπε ποτέ καλό για κανέναν, γιατί έχει κακό στόμα»· βλ. και φρ. έχει άσχημο στόμα·
- έχει καλό στόμα, α. μιλάει πάντοτε με καλοσύνη και αγάπη: «δεν άκουσα ποτέ απ’ αυτόν τον άνθρωπο να πει κακό για κάποιον, γιατί έχει καλό στόμα». β. είναι καλός ρήτορας: «μπορώ να τον ακούω με άνεση, γιατί έχει καλό στόμα»·
- έχει κλειδωνιά στο στόμα του, βλ. λ. κλειδωνιά·
- έχει λουκέτο στο στόμα του, βλ. λ. λουκέτο·
- έχει μεγάλο στόμα, μιλάει πολύ, ιδίως συνηθίζει να αντιμιλάει ή να αναφέρεται θαρρετά στα κακώς κείμενα: «μην του πας κόντρα αυτού του ανθρώπου γιατί έχει μεγάλο στόμα και θα σου σπάσει τα νεύρα || δε θα του βγει σε καλό που έχει μεγάλο στόμα, γιατί έμαθε ο διευθυντής του πως τον κατηγορεί ως υπεύθυνο για τις απολύσεις που έγιναν»·
- έχει φερμουάρ στο στόμα του, βλ. λ. φερμουάρ·
- έχω το στόμα μου βουλωμένο ή έχω βουλωμένο το στόμα μου, βλ. φρ. βουλώνω το στόμα μου·
- έχω το στόμα μου κλεισμένο ή έχω κλεισμένο το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. έχω το στόμα μου κλειστό·
- έχω το στόμα μου κλειστό ή έχω κλειστό το στόμα μου, βλ. φρ. κλείνω το στόμα μου·
- θα μου ’βγαινε η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- θα σου βάλω πιπέρι στο στόμα ή θα σου βάλω στο στόμα πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- κλείνω το στόμα μου, παύω να μιλώ, σωπαίνω: «όταν υπάρχουν γεροντότεροι στην παρέα, κλείνω το στόμα μου και ακούω προσεκτικά τι λένε»· βλ. και φρ. κρατώ το στόμα μου κλειστό·
- κοιτάζω μ’ ανοιχτό στόμα ή κοιτάζω μ’ ανοιχτό το στόμα ή κοιτάζω μ’ ανοιχτό το στόμα μου ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό ή κοιτάζω με το στόμα μου ανοιχτό, βλ. φρ. μένω μ’ ανοιχτό στόμα. (Τραγούδι: πλήρωσες να μπεις και κοιτάς με ορθάνοιχτο στόμα, φλόγες να έχουν ζώσει τον στίβο και πού είσαι ακόμα
- κόλλησε το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. κόλλησε η γλώσσα μου, λ. γλώσσα·
- κρατώ το στόμα μου κλειστό ή κρατώ κλειστό το στόμα μου, σωπαίνω, δε μιλώ, δεν αποκαλύπτω μυστικό, που μπορεί να βλάψει κάποιον: «μπορούσε με μια λέξη του να μας ρίξει όλους στη φυλακή, όμως, ευτυχώς, κράτησε το στόμα του κλειστό». (Τραγούδι: κράτα το στόμα σου κλειστό, κράτα για σένα το σωστό κι άσε με μένα τον τρελό, κατά πώς θέλω να γλεντώ το χάλι μου, κύριε Μιχάλη
- κρέμομαι απ’ το στόμα του, η τύχη μου εξαρτάται από αυτό που θα πει: «το ξέρει πως κρέμομαι απ’ το στόμα του, γι αυτό πιστεύω πως θα σκεφτεί καλά τι θα καταθέσει στη δίκη»· βλ. και φρ. κρέμομαι απ’ τα χείλη του, λ. χείλι·
- λέει ό,τι του ’ρχεται στο στόμα, μιλάει απερίσκεπτα, στην τύχη, τα νοήματά του δεν έχουν ειρμό και περιεχόμενο: «όταν πιει κάνα δυο ποτηράκια, λέει ό,τι  του ’ρχεται στο στόμα». Συνών. λέει ό,τι θέλει / λέει ό,τι λάχει / λέει ό,τι του καπνίσει / λέει ό,τι του κατέβει / λέει ό,τι να ’ναι / λέει ό,τι του ’ρθει / λέει ό,τι φτάσει·
- μ’ άφησε μ’ ανοιχτό το στόμα ή μ’ άφησε με το στόμα ανοιχτό, από κάτι που μου είπε ή μου έδειξε ή από την εν γένει συμπεριφορά του με άφησε κατάπληκτο, εμβρόντητο και δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη: «μόλις μου ’δωσε χωρίς δεύτερο λόγο τα δανεικά που του ζήτησα, μ’ άφησε με το στόμα ανοιχτό»·
- μ’ άφησε με τη γλύκα στο στόμα, βλ. λ. γλύκα·
- μ’ ένα στόμα, δια βοής και ομόφωνα: «οι υπερασπιστές της πόλης απέρριψαν μ’ ένα στόμα την πρόταση παράδοσης»·
- μ’ έστειλαν στου λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- μάζεψε το στόμα σου, (απειλητικά) πάψε να μιλάς, ιδίως άσχημα ή προσβλητικά για μένα τον ίδιο ή και για πρόσωπο που με ενδιαφέρει: «μάζεψε το στόμα σου και πάψε να με κατηγορείς, γιατί θα πλακωθούμε στις μπουνιές»·
- μάλλιασε το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. μάλλιασε η γλώσσα μου·
- με μισό στόμα, συμφωνία ή υπόσχεση που γίνεται ή που δίνεται χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση: «μου ’δωσε το λόγο του πως θα με βοηθήσει, αλλά μου το ’πε με μισό στόμα»·
- με την κοιλιά στο στόμα, βλ. λ. κοιλιά·
- με την μπουκιά στο στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- με την ψυχή στο στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- με το στόμα άρα μάρα, με τα χέρια κουλαμάρα, βλ. λ. άρα μάρα·
- με το στόμα μπάρα μπάρα, με τα χέρια κουλαμάρα, βλ. λ. μπάρα μπάρα·
- με το στόμα φάε σκατά και με τα χέρια κάτσε, βλ. συνηθέστ. με το στόμα άρα μάρα, με τα χέρια κουλαμάρα·
- μένω μ’ ανοιχτό στόμα ή μένω μ’ ανοιχτό το στόμα ή μένω μ’ ανοιχτό το στόμα μου ή μένω με το στόμα ανοιχτό ή μένω με το στόμα μου ανοιχτό, α. εκπλήσσομαι έντονα, δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη από απροσδόκητο λόγο ή συμβάν που ακούω ή βλέπω: «έμεινα με το στόμα ανοιχτό, μόλις τον είδα να φιλιέται με τη γυναίκα του φίλου του». (Λαϊκό τραγούδι: ως κι ο Διάβολος ακόμα μένει μ’ ανοιχτό το στόμα και του έρχεται ζαλάδα, στων Ρωμιών την εξυπνάδα).β. αισθάνομαι έντονη απορία ή θαυμασμό για κάτι που ακούω ή βλέπω, και δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη: «μόλις του ζήτησα δανεικά και μου τα ’δωσε αμέσως, έμεινα με το στόμα ανοιχτό || έμεινα με το στόμα μου ανοιχτό, μόλις έμαθα πως πέρασε πρώτος στο πανεπιστήμιο»·
- μέσα στο στόμα μου το ’χω, βλ. φρ. στο στόμα μου το ’χω·
- μην ανοίξω το στόμα μου! απειλητική έκφραση εναντίον κάποιου πως αν αρχίσω να μιλάω, θα πω πράγματα που δεν του συμφέρουν καθόλου ή και που τον ενοχοποιούν: «σε μένα μην κάνεις το μάγκα, γιατί μην ανοίξω το στόμα μου! Δε θα ξέρεις από πού να φύγεις». (Λαϊκό τραγούδι: φύγε πριν ανοίξω το στόμα μου, φύγε πριν στα πω μαζεμένα, φύγε οι πληγές μου στο σώμα μου είν’ ακόμη από σένα
- μην πέσεις στο στόμα του, συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να προσέχει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί συνηθίζει να βρίζει, να κατηγορεί, να κακολογεί, να διαβάλλει: «πρόσεχε μην πέσεις στο στόμα του, γιατί δε σε ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας»·
- μιλώ έξω απ’ το στόμα, βλ. συνηθέστ. μιλώ έξω απ’ τα δόντια, λ. δόντι·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου άρπαξε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- μου βγήκε η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- μου πήρε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου πήρε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου ’φαγε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου ’φερε την ψυχή στο στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- μπήκα στου λύκου στο στόμα, βλ. λ. λύκος· 
- ν’ αγιάσει το στόμα σου! βλ. φρ. γεια στο στόμα σου! λ. γεια·
- να κρέμεσαι απ’ το στόμα του! βλ. συνηθέστ. να κρέμεσαι απ’ τα χείλη του! λ. χείλι·
- να μη σε πιάσω στο στόμα μου! (απειλητική ή προειδοποιητικά) αν ασχοληθώ με το άτομό σου, θα σε κακολογήσω τόσο πολύ, που σίγουρα θα σου δημιουργήσω πρόβλημα: «μη με πας κόντρα, γιατί, να μη σε πιάσω στο στόμα μου!». Μερικές φορές, η φρ. κλείνει με το άντε γιατί α· βλ. και φρ. να μην ανοίξω το στόμα μου(!)·
- να μην ανοίξω το στόμα μου! (απειλητικά ή προειδοποιητικά) να μην αρχίσω να μιλώ, γιατί θα πω πράγματα που δε σε συμφέρουν και που πιθανώς μπορεί και να σε βλάψουν: «μην κάνεις σε μένα που σε ξέρω τον καλό και τον τίμιο, για να μην ανοίξω το στόμα μου!». Μερικές φορές, η φρ. κλείνει με το άντε γιατί α· βλ. και φρ. να μη σε πιάσω στο στόμα μου(!)·
- ξεράθηκε το στόμα μου, βλ. φρ. στέγνωσε το στόμα μου·
- ξέφυγα απ’ του χάρου το στόμα, βλ. λ. χάρος·
- όταν μιλάς για (κάποιον ή κάτι), να πλένεις πρώτα το στόμα σου, δηλώνει πως το πρόσωπο ή το θέμα στο οποίο αναφέρεται ο συνομιλητής μας είναι πολύ σπουδαίο και για το λόγο αυτό είναι άξιο μεγάλου σεβασμού: «όταν μιλάς για τη μάνα μου, να πλένεις πρώτα το στόμα σου || όταν μιλάς για τη δημοκρατία, να πλένεις πρώτα το στόμα σου». Συνήθως μετά το τέλος της φρ. αναφέρεται και το είδος με το οποίο πρέπει να πλυθεί το στόμα, όπως είναι η χλωρίνη, το κεζάπι, το άκουα φόρτε, το ντουμποφλό και άλλα παρόμοια δραστικά απορρυπαντικά ή καθαριστικά υγρά, και πολύ σπάνια αναφέρεται η οδοντόκρεμα·
- παίρνω στο στόμα μου (κάποιον), βλ. συνηθέστ. πιάνω στο στόμα μου (κάποιον)·
- παίρνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- πέρασα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- πες τα ν’ αγιάσει το στόμα σου! βλ. συνηθέστ. πες τα χρυσόστομε! λ. χρυσόστομος·
- πες το ν’ αγιάσει το στόμα σου! βλ. συνηθέστ. πες το χρυσόστομε! λ. χρυσόστομος·
- πέφτω στα στόματα του κόσμου ή πέφτω στο στόμα του κόσμου, συζητιέμαι, σχολιάζομαι αρνητικά: «πώς να μην πέσεις στα στόματα του κόσμου με τις παλιοπαρέες που γυρνάς!»·
- πέφτω στο στόμα του, με βρίζει, με κατηγορεί, με κακολογεί, με διαβάλλει: «κάθε φορά που πέφτω στο στόμα του, έχω φασαρίες με τη γυναίκα μου, γιατί πιστεύει σ’ αυτά που λέει»·
- πιάνω στο στόμα μου (κάποιον), αναφέρομαι σε κάποιον με όχι κολακευτικά λόγια, τον κακολογώ: «εμένα μην μου παριστάνεις τον τίμιο άνθρωπο, γιατί, αν σε πιάσω στο στόμα μου, δε θα ξέρεις από πού να φύγεις!»·
- πιάνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- ποιος ακούει το στόμα της! αναφορά σε γυναίκα από την οποία είμαστε σίγουροι πως θα δεχτούμε αυστηρές επιπλήξεις ή πως θα υποχρεωθούμε να υπομένουμε την ακατάσχετη γκρίνια της, αν κάνουμε ή δεν κάνουμε κάτι: «είναι κάπως αδιάθετη η γυναίκα μου κι αν δεν πάω σήμερα νωρίς στο σπίτι, ποιος ακούει το στόμα της! || αύριο έχουμε την επέτειο του γάμου μας κι αν δεν της αγοράσω ένα δαχτυλίδι που της γυάλισε, ποιος ακούει το στόμα της!». Η αναφορά σε γυναίκα, γιατί πως, αυτή δημιουργεί συνήθως την γρίνια σε ένα σπίτι. Λέγεται και για άντρα·
- πρόσεχε το στόμα σου! α. συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να είναι κόσμιος στις εκφράσεις του: «εκεί που θα πάμε πρόσεχε το στόμα σου, γιατί θα είναι όλοι με τις οικογένειές τους». β. απειλητική έκφραση σε άτομο που μιλάει προσβλητικά, προκλητικά ή επιθετικά σε μας ή για άτομο που μας ενδιαφέρει, γιατί θα επέμβουμε δυναμικά εναντίον του: «πρόσεχε το στόμα σου, γιατί δε θ’ ανεχτώ άλλο τις βλακείες που λες για το φίλο μου!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. Συνών. πρόσεχε τα λόγια σου! / πρόσεχε τη γλώσσα σου(!)· 
- πρόσεχε το στόμα του, συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να προσέχει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί συνηθίζει να κακολογεί, να διαβάλλει τους άλλους: «όχι πολλά πάρε δώσε με τον τάδε, και το κυριότερο, πρόσεχε το στόμα του». Συνών. πρόσεχε τη γλώσσα του·
- ράβω το στόμα μου, α. αποφασίζω να πάψω στο εξής να μιλώ: «αφού κανείς δε μ’ ακούει, ράβω κι εγώ το στόμα μου και πέστε ό,τι θέλετε»·
- ράψε το στόμα σου! λέγεται προτρεπτικά, συμβουλευτικά ή και απειλητικά με την έννοια πάψε να μιλάς, βούλωσ’ το(!): «ράψε το στόμα σου, γιατί δεν ανέχομαι να κατηγορείς το φίλο μου!»·  
- σε κλεισμένο στόμα μύγα δεν μπαίνει, βλ. λ. μύγα·
- στέγνωσε το στόμα μου, α. δίψασα υπερβολικά: «δώσε μου να πιω ένα ποτήρι κρύο νερό, γιατί στέγνωσε το στόμα μου». β. μιλούσα αδιάκοπα, ιδίως συμβουλεύοντας κάποιον: «στέγνωσε το στόμα μου να τον συμβουλεύω, αλλά αυτός πέρα βρέχει»·
- στο στόμα μου το ’χω, α. λέγεται στην περίπτωση που ξέρουμε τι θέλουμε να πούμε ή γνωρίζουμε πώς να ονοματίσουμε κάτι, αλλά μας διαφεύγει ακριβώς τη στιγμή που γίνεται η κουβέντα. Συνών. στη γλώσσα μου το ’χω. β. είμαι έτοιμος να πω κάτι, κρατιέμαι για να μην πω κάτι που δε θα είναι αρεστό σε κάποιον ή κάποιους: «εμένα μη μου κάνεις τον τίμιο, γιατί στο στόμα μου το ’χω ν’ αποκαλύψω τη βρομιά σου»·
- στόμα έχει και μιλιά δεν έχει, α. είναι ιδιαίτερα ολιγόλογος: «αυτό το παιδί στόμα έχει και μιλιά δεν έχει». β. ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα ατόμου πως κάποιος είναι ολιγόλογος, ενώ στην πραγματικότητα είναι το αντίθετο: «ποιος δε μιλάει, ο τάδε; Τι να σου πω, στόμα έχει και μιλιά δεν έχει»·
- στόμα να ’χε, θα μιλούσε, έκφραση που επιτείνει κάποια αρνητική ενέργειά μας: «πώς αντέχει το στομάχι σου με τόσο ποτό; Στόμα να ’χε, θα μιλούσε || το διέλυσες τ’ αυτοκίνητό σου έτσι όπως το τρέχεις μέσα στα χωράφια. Στόμα να ’χε, θα μιλούσε»·
- σώθηκα απ’ το στόμα του καρχαρία, βλ. φρ. γλίτωσα απ’ του στόμα του καρχαρία·
- σώθηκα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- σώθηκα απ’ του χάρου το στόμα, βλ. λ. χάρος·
- τ’ άκουσα απ’ το ίδιο του το στόμα, το άκουσα να το λέει ο ίδιος: «είμαι σίγουρος γι’ αυτό που σου λέω, γιατί τ’ άκουσα απ’ το ίδιο του το στόμα»·
- τα λέμε στόμα με στόμα, κουβεντιάζουμε εντελώς ιδιωτικά: «έβγαλαν όλους τους άλλους έξω απ’ το δωμάτιο και τα λένε μέσα στόμα με στόμα»·
- τα λέω έξω απ’ το στόμα, βλ. συνηθέστ. τα λέω έξω απ’ τα δόντια, λ. δόντι·
- ταΐζω πολλά στόματα, α. θρέφω πολλούς ανθρώπους, συντηρώ μεγάλη οικογένεια: «σκοτώνομαι απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ στη δουλειά, γιατί ταΐζω πολλά στόματα». β. δωροδοκώ πολλούς ανθρώπους, για να πετύχω το σκοπό μου: «τάισα πολλά στόματα μέσα στην πολεοδομία, μέχρι να πάρω την άδεια ανέγερσης της πολυκατοικίας δίπλα στην παραλία»·
- της τον (τη, το) δίνω απ’ το στόμα ή της τον (τη, το) δίνω στο στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), της επιβάλλω το στοματικό έρωτα: «κάθε φορά που κάνουμε έρωτα, της τον δίνω απαραίτητα στο στόμα»·
- το κάνει απ’ το στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. φρ. τον (την, το) παίρνει απ’ το στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί)·
- το στόμα μου έγινε παπούτσι ή το στόμα μου έγινε σαν παπούτσι, βλ. φρ. η γλώσσα μου έγινε παπούτσι, λ. γλώσσα·
- το στόμα μου είναι δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα μου είναι φαρμάκι·
- το στόμα μου είναι φαρμάκι, είναι πολύ πικρό, συνήθως από αδιάκοπο κάπνισμα και έντονη κατανάλωση αλκοόλ: «όλη τη νύχτα πίναμε και καπνίζαμε και το πρωί το στόμα μου ήταν φαρμάκι»·
- το στόμα του βγάζει φωτιές, α. μιλάει ακατάπαυστα: «όταν αρχίζει να μιλάει, το στόμα του βγάζει φωτιές». β. κατακεραυνώνει τους αντιπάλους του ή τους ενόχους σε μια υπόθεση: «όταν ανέβηκε στο βήμα της Βουλής ο τάδε βουλευτής, το στόμα του έβγαζε φωτιές για τους εμπνευστές του αντεργατικού νομοσχεδίου»· 
- το στόμα του είναι δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του είναι μέλι, βλ. φρ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του είναι πετμέζι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει πετμέζι·
- το στόμα του είναι σαν πηγάδι, βλ. φρ. έχει ένα στόμα σαν πηγάδι·  
- το στόμα του είναι ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του είναι ροσόλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του είναι σερμπέτι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει σερμπέτι·
- το στόμα του είναι φαρμάκι, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του είναι χαβούζα, είναι πολύ βρομόστομος: «όταν θυμώνει με κάποιον, το στόμα του είναι χαβούζα». Αναφορά στις ακαθαρσίες και στα βρομόνερα που περιέχει μια χαβούζα·
- το στόμα του πάει ροδάνι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του πάει ροδάνι, λ. γλώσσα·
- το στόμα του πάει σαν μυδραλιοβόλο, βλ. φρ. το στόμα του πάει σαν πολυβόλο·
- το στόμα του πάει σαν οπλοπολυβόλο, βλ. φρ. το στόμα του πάει σαν πολυβόλο·
- το στόμα του πάει σαν πολυβόλο, μιλάει αδιάκοπα, ασταμάτητα: «όταν αρχίζει να μιλάει αυτός ο άνθρωπος, το στόμα του πάει σαν πολυβόλο». Αναφορά στο κροτάλισμα των πυροβόλων όπλων·
- το στόμα του πάει σαν ραπτομηχανή, μιλάει αδιάκοπα, ασταμάτητα: «όταν αποφασίσει να μιλήσει αυτός ο άνθρωπος, το στόμα του πάει σαν ραπτομηχανή». Αναφορά στο συνεχή ήχο που αφήνει η ραπτομηχανή, όταν γαζώνει·
- το στόμα του στάζει δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του στάζει μέλι, είναι πολύ γλυκομίλητος, μιλάει πολύ κολακευτικά, με πολλή αγάπη για κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στη γυναίκα του, το στόμα του στάζει μέλι». Αναφορά στη γλυκύτητα του μελιού·
- το στόμα του στάζει πετμέζι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει ροσόλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει σερμπέτι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει φαρμάκι, είναι κακεντρεχής, μιλάει με μεγάλη κακία, με μεγάλη κακεντρέχεια, λέει αυτό που μπορεί να στενοχωρήσει, να πικράνει ή να βλάψει κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στον τάδε, το στόμα του στάζει φαρμάκι»·
- το στόμα του στάζει χολή, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του χύνει δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του χύνει φαρμάκι, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του χύνει χολή, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το χρήμα αλλού ανοίγει τα στόματα κι αλλού τα κλείνει, βλ. λ. χρήμα·
- τον αφήνω με το στόμα ανοιχτό ή τον αφήνω μ’ ανοιχτό το στόμα, του προξενώ μεγάλη έκπληξη, τον αφήνω κατάπληκτο, άναυδο: «μόλις με είδε με την κουρσάρα και την γκομενάρα που είχα μέσα, τον άφησα με το στόμα ανοιχτό»·
- τον βρήκα με το πιστόλι στο στόμα, βλ. λ. πιστόλι·
- τον έχω όλο στο στόμα μου, σχολιάζω ή αναφέρομαι συνεχώς σε ένα άτομο που δεν είναι παρόν: «μου ήταν τόσο αγαπητός φίλος κι απ’ τη μέρα που έφυγε στο εξωτερικό, τον έχω όλο στο στόμα μου»·
- τον (την, το) παίρνει απ’ το στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή), το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ιδίως γυναίκα, επιδίδεται στο στοματικό έρωτα: «η τάδε είναι πολύ καλή στο κρεβάτι και, το κυριότερο, τον παίρνει απ’ το στόμα»·
- τον πιάνω στο στόμα μου, μιλώ για κάποιον, ιδίως αναφέρω τις κακές του ιδιότητες, τις παρατυπίες ή τις παρανομίες του: «να του πεις να μην ασχολείται μαζί μου, γιατί, αν τον πιάσω στο στόμα μου, δε θα τον ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας»·
- τον (την) ταΐζει στο στόμα, τον (τη) λατρεύει, τον (την) υπεραγαπά, του (της) πραγματοποιεί κάθε επιθυμία: «είναι πολύ τυχερός, γιατί έχει μια γυναίκα που τον ταΐζει στο στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: στους παράνομους τους δρόμους μαύρη μοίρα μ’ έριξε. Ως κι η μάνα μου ακόμα, που με τάιζε στο στόμα, απ’ το σπίτι μ’ έδιωξε
- του άρπαξα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του άρπαξα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του βγάζω την ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- του βούλωσα το στόμα, τον χτύπησα με τη γροθιά μου στο στόμα του: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, του ’δωσα μια και του βούλωσα το στόμα»· βλ. και φρ. του ’κλεισα το στόμα·
- του ’κλεισα το στόμα, α. με τη στάση, τις ενέργειές ή τη συμπεριφορά μου του απέδειξα ότι δεν είμαι αυτός που κατηγορούσε ότι ήμουν, τον αποστόμωσα: «έλεγε πως ήθελα το κακό του, αλλά, όταν πήγα στο δικαστήριο και κατέθεσα υπέρ του, του ’κλεισα το στόμα». β. τον δωροδόκησα για να μην πει κάτι κακό ή παράνομο που έκανα: «είχε σκοπό να με καρφώσει, αλλά του ’δωσα πέντε χιλιάδες ευρώ του ’κλεισα το στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: το δάσκαλο, το δάσκαλο αυτό το σαρδανάπαλο, που κατσαπλιάδες έχει γύρω, παράδες θα γιομίσετε, το στόμα αν του κλείσετε,που τάζει τους κολήγους κλήρο)·  
- του ’κλεισα το στόμα μια για πάντα, τον δολοφόνησα, τον σκότωσα, για να μην πει κάτι κακό ή παράνομο που έκανα: «επειδή κάθε τόσο μ’ εκβίαζε πως θα με καρφώσει στην Ασφάλεια, του ’κλεισα το στόμα μια για πάντα·
- του μπούκωσα το στόμα, α. τον δωροδόκησα πλουσιοπάροχα, για να μην πει κάτι κακό ή παράνομο που έκανα: «του μπούκωσα το στόμα, για να μην καταθέσει εναντίον μου». β. του το γέμισα υπερβολικά με φαγητό: «έτσι όπως του μπούκωσες το στόμα, μπορεί να πνιγεί το παιδί»·
- του πήρα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του πήρα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του ’φαγα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- φάε στόμα, χέσε κώλο! βλ. λ. κώλος·
- φοβάμαι το στόμα του, φοβάμαι τον τρόπο με τον οποίο μιλάει ή το σκεπτικό με το οποίο κρίνει: «μ’ αυτόν τον άνθρωπο θέλω να τα ’χω πάντα καλά, γιατί φοβάμαι το στόμα του»·
- χίλια χέρια ευλογημένα, πολλά στόματα καταραμένα, βλ. λ. χέρι·