Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
γάγγραινα
γάγγραινα, η, ουσ. [<αρχ. γάγγραινα <γράω (= ροκανίζω)], η
γάγγραινα. 1. έντονο ψυχικό βάρος, έντονη ψυχική ενόχληση: «έχει τη
γάγγραινα εδώ και χρόνια, που δεν μπορεί να βολέψει κάπου το γιο του». 2.
κατάσταση που φθείρει αργά και σταθερά : «η γάγγραινα των ναρκωτικών». 3α.
η ακατάσχετη φλυαρία: «αμάν, ρε παιδάκι μου, σταμάτα επιτέλους αυτή τη
γάγγραινα!». β. άνθρωπος που συνηθίζει να φλυαρεί ακατάσχετα: «είναι μια
γάγγραινα, που, άμα αρχίσει να μιλάει, δε σταματάει με τίποτα»·
-
γίνομαι γάγγραινα, γίνομαι αφόρητα φορτικός, αφόρητα ενοχλητικός σε
κάποιον, μέχρι να του αποσπάσω κάποιο όφελος: «μου ’γινε γάγγραινα, μέχρι να
του δώσω τα δανεικά, ώσπου του τα ’δωσα κι ησύχασα».