Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
βροχή

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βροχή, η, ουσ. [<μτγν. βροχή <βρέχω], η βροχή· σε θέση επιρρ., άφθονα, πυκνά, σαν βροχή: «μόλις εμφανίστηκαν ο διαιτητές για το δεύτερο εικοσάλεπτο του αγώνα, έπεσαν βροχή τα κέρματα στον αγωνιστικό χώρο». (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- γλίτωσες τη βροχή, φυλάξου απ’ τ’ απόβροχο, βλ. λ. απόβροχο·
- έπιασε βροχή, άρχισε να βρέχει: «το πρωί ο καιρός ήταν καλός, αλλά τ’ απόγευμα έπιασε βροχή»·
- έπιασε ψιλή βροχή, άρχισε να ψιλοβρέχει: «μόλις σταμάτησε ο αέρας, έπιασε ψιλή βροχή». (Λαϊκό τραγούδι: κίνησα πρωί για να ’ρθω μ’ έπιασε ψιλή βροχή, ας ερχόσουνα, βρε μάγκα, κι ας γινόσουνα παπί
- ήλιος και βροχή, παντρεύονται οι φτωχοί, βλ. λ. ήλιος·
- μετά τη βροντή, έρχεται και η βροχή, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τα κακά σημάδια που προηγούνται αν θέλουμε να προφυλαχτούμε από τις δυσκολίες που δείχνουν πως έρχονται: «έπρεπε να καταλάβαινες από τα διάφορα ψιθυρίσματα των εργατών και τις μυστικές συναντήσεις τους πως θα προχωρούσαν σε απεργία, αφού ξέρεις πως πάντα, μετά τη βροντή, έρχεται η βροχή»·
- μια βροχή μόνο θα μας σώσει ή μια βροχή μόνο μας σώνει ή μια βροχή μόνο θα με σώσει ή μια βροχή μόνο με σώνει, η δουλειά, η υπόθεση ή η κατάσταση έχει περιέλθει σε τέτοια αδιέξοδο, σε τέτοια στασιμότητα, που μόνο κάτι ανέλπιστο ή ο Θεός μπορεί να μας βοηθήσει: «υπάρχει τέτοια αναδουλειά στην αγορά, που μια βροχή μόνο μας σώζει». Από την εικόνα του γεωργού, που σε περίοδο μεγάλης ξηρασίας περιμένει να βρέξει, αλλά και από την κατάσταση του πλημμυροπαθή, που υποστηρίζεται οικονομικά ή αντιμετωπίζεται με επιείκεια από την πολιτεία όσον αφορά τα οικονομικά, τα χρέη. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. ένα θαύμα μόνο θα μας σώσει ή ένα θαύμα μόνο μας σώνει / ένας σεισμός μόνο θα μας σώσει ή ένας σεισμός μόνο μας σώνει·
- ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται, λέγεται για κείνον ή από κείνον που έχει πάθει μια ζημιά ή βλάβη, αλλά το αντιμετωπίζει με ψυχραιμία, γιατί είναι μαθημένος στις ατυχίες ή στις δυσκολίες κι έχει μάθει πάντα να τις ξεπερνάει: «μπορεί να μου ’ρθαν στραβά τα πράγματα, αλλά ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται»·
- ο ζευγάς γυρεύει βροχή, ο σταμνάς γυρεύει ξηρασία, βλ. λ. γυρεύω·
- περασμένη βροχή, κάπα δε χρειάζεται, βλ. λ. κάπα·
- πέφτουν βροχή ή πέφτουν σαν βροχή ή πέφτουν σαν τη βροχή, άφθονα, πυκνά και χωρίς σταματημό: «οι ερωτήσεις άρχισαν να πέφτουν βροχή, μόλις ο τάδε τέλειωσε την αγόρευσή του». (Λαϊκό τραγούδι: οι σφαίρες πέφτανε βροχή, δεκάδες, δωδεκάδες, να πιάσουνε τους ξακουστούς και τρομερούς Γιαγιάδες)·
- σαν τη βροχή στ’ αλώνι, λέγεται για ανεπιθύμητο άτομο που το αντιμετωπίζουμε με ψυχρότητα: «φαντάζομαι χαρές που κάνατε με τον ερχομό του τάδε. -Σαν τη βροχή στ’ αλώνι». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω! Από το ότι μια βροχή στο αλώνι το καλοκαίρι είναι πάντα ανεπιθύμητη, γιατί προξενεί διάφορες καταστροφές·
- τι να του κάνει του βρεγμένου η βροχή! βλ. φρ. ο βρεγμένος τη βροχή δε τη φοβάται· 
- τρέχουν τα δάκρυα βροχή, βλ. λ. δάκρυ.

απόβροχο

απόβροχο, το, ουσ. [<από + βροχή], η υγρασία και η ψύχρα που επικρατούν μετά από τη βροχή, καθώς και το διάστημα που διαρκούν αυτά τα φαινόμενα: «το απόβροχο μας ανάγκασε να φορέσουμε κάτι πιο βαρύ επάνω μας»·
- γλίτωσες τη βροχή, φυλάξου απ’ τ’ απόβροχο, ακόμη και όταν περάσει ο κίνδυνος, να εξακολουθείς για ένα διάστημα να επαγρυπνείς: «μην επαναπαύεσαι που πέρασε ό κίνδυνος, γιατί γλίτωσες τη βροχή, φυλάξου απ’ τ’ απόβροχο».

γυρεύω

γυρεύω, ρ. [<μτγν. γυρεύω (= γυρίζω) <γ~υρος]. 1. ζητώ: «γυρεύω να βρω ένα ανταλλακτικό». (Λαϊκό τραγούδι: θέλει να πάει στο λοχαγό του και συλλογιέται τι να του πει, να του γυρέψει και καμιά χάρη φοβάται μη τυχόν και του αρνηθεί). 2.απαιτώ: «γυρεύω το δίκιο μου». 3. επιδιώκω: «χρόνια γυρεύω να βρω μια θέση στο δημόσιο». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ ένα τέτοιο ραβαΐσι, ποιος μπορεί να μη μεθύσει, άλλος τραγουδά χορεύει κι άλλος έρωτα γυρεύει). 4. επιζητώ, θέλω: «τι γυρεύεις τέτοια ώρα εδώ;». (Λαϊκό τραγούδι: τόσα χρόνια τώρα με δουλεύεις, πες μου από μένα τι γυρεύεις). 5. αναζητώ, ψάχνω: «τον γυρεύω απ’ το πρωί σ’ όλα τα γνωστά στέκια || γυρεύω να βρω μια γραβάτα που να πηγαίνει με το κουστούμι μου». (Τραγούδι: ευτυχώς που ξέχασα να μεγαλώσω κι αν με γυρέψεις,είμαι ακόμα στην αλάνα, ευτυχώς που ξέχασα να μεγαλώσω, μη με μαζεύεις απ’ το δρόμο ακόμη μάνα). 6. επιδιώκω, προσπαθώ να πετύχω κάτι: «πρόσεχέ τον, γιατί από ώρα γυρεύει καβγά || με τον τρόπο που συμπεριφέρεσαι, είναι σαν να γυρεύεις να βάλεις προβλήματα στο κεφάλι σου». 7. ζητιανεύω: «πρέπει ν’ αρχίσεις κι εσύ να δουλεύεις, γιατί μέχρι πότε θα γυρεύεις απ’ τον έναν κι απ’ τον άλλον». 8. δανείζομαι: «πρέπει να κάνει η γυναίκα του μια εγχείρηση και γυρεύει λεφτά απ’ όλους τους γνωστούς του». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, τι να κάνω η κακομοίρα με τον άντρα που επήρα, δε δουλεύει δε δουλεύει κι όλο δανεικά γυρεύει). (Ακολουθούν 34 φρ.)·
- ακόμη το βρακί του δεν μπορεί να δέσει, παντρειά μου γυρεύει, βλ. λ. βρακί·
- άνθρωπος ακάλεστος σε γάμο τι γυρεύει; βλ. λ. ακάλεστος·
- ανύπαντρος συμπέθερος για λόγου του γυρεύει, βλ. λ. ανύπαντρος·
- αφορμή γύρευε κι αφορμή βρήκε, βλ. λ. αφορμή·
- Γιάννη γύρευε και Νικολό καρτέρει, βλ. λ. Γιάννης·
- γυρεύει και ρέστα ή γυρεύει και τα ρέστα ή γυρεύει και ρέστα από πάνω ή γυρεύει και τα ρέστα από πάνω, βλ. λ. ρέστα·
- γυρεύει με το βελόνι ν’ ανοίξει πηγάδι, βλ. λ. πηγάδι·
- γυρεύει το λόγο κι από πάνω, βλ. λ. λόγος·
- γυρεύω αφορμή, βλ. λ. αφορμή·
- γυρεύω βελόνες στ’ άχυρα, βλ. λ. βελόνα·
- γυρεύω με το κερί, βλ. λ. κερί·
- γυρεύω το δικαίωμα ή γυρεύω δικαιώματα, βλ. λ. δικαίωμα·
- γυρεύω τον μπελά μου, βλ. λ. μπελάς·
- γυρεύω τον ουρανό με τ’ άστρα, βλ. λ. ουρανός·
- γυρεύω ψύλλο στ’ άχυρα ή γυρεύω ψύλλους στ’ άχυρα, βλ. λ. ψύλλος·
- δέστε πράμα που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κάτσε γύρευε! βλ. λ. κάθομαι·
- ο ζευγάς γυρεύει βροχή, ο σταμνάς γυρεύει ξηρασία, δηλώνει πως πολλοί άνθρωποι έχουν αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα: «ο καθένας επιδιώκει ανάλογα με τη δουλειά του, κι έτσι, ο ζευγάς γυρεύει βροχή, ο σταμνάς γυρεύει ξηρασία»· 
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- όποιος γυρεύει τα πολλά, χάνει και τα λίγα, βλ. λ. όποιος·
- όποιος κερδίζει στη στεριά και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει, βλ. λ. θάλασσα·
- πάει γυρεύοντας, βλ. φρ. το πάει γυρεύοντας·
- παλιό γιατρό και γέρο καπετάνιο να γυρεύεις, για τις δουλειές σου να επιλέγεις ανθρώπους που έχουν τα κατάλληλα προσόντα: «αν θέλεις να γίνεται μ’ επιτυχία η δουλειά σου, παλιό γιατρό και γέρο καπετάνιο να γυρεύεις»· 
- στον ουρανό το(ν) γύρευα και στη γη το(ν) βρήκα! βλ. λ. ουρανός·
- στραβός βελόνα γύρευε μέσα στον αχυρώνα, βλ. λ. βελόνα·
- τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι; βλ. λ. αλεπού·
- τι γυρεύεις ξεβράκωτος στ’ αγγούρια! βλ. λ. αγγούρι·
- τι γυρεύεις ξυπόλυτος στ’ αγκάθια! βλ. λ. αγκάθι·
- τι τα θες τι τα γυρεύεις, βλ. λ. θέλω·
- το πάει γυρεύοντας, με τις ενέργειες ή τη συμπεριφορά του είναι σαν να επιδιώκει να πάθει κάτι κακό: «με τις βλακείες που λέει για μένα το πάει γυρεύοντας να φάει ξύλο || με τα ξενύχτια και τα μεθύσια του το πάει γυρεύοντας να χωρίσει με τη γυναίκα του». Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί της φρ. το μου φαίνεται·
- τον μπελά σου γυρεύεις! βλ. λ. μπελάς·
- τρέχα γύρευε! βλ. λ. τρέχω·
- ψωμί δεν έχουμε να φάμε, ραπανάκια για την όρεξη γυρεύουμε, βλ. λ. ψωμί.
- ψωμί τυρί δεν είχαμε, χοντρή ψωλή γυρεύαμε, βλ. λ. ψωλή.

δάκρυ

δάκρυ, το, πλ. δάκρυα, τα, ουσ. [<αρχ. δάκρυ], το δάκρυ· ελάχιστη ποσότητα υγρού, η σταλαματιά, η σταγόνα, η στάλα (Λαϊκό τραγούδι: δάκρυ δάκρυ τον καημό μου, τον μετράω και πονώ κι είναι το παράπονό μου πότε μάνα θα σε δω). (Ακολουθούν 30 φρ.)·
- βαστώ τα δάκρυά μου, βλ. φρ. κρατώ τα δάκρυά μου·
- δε βγάζει δάκρυ, βλ. φρ. δε χύνει δάκρυ·
- δε χύνει δάκρυ, κλαίει με μεγάλη δυσκολία, δε συγκινείται εύκολα: «ακόμη κι ο πατέρας του να πεθάνει δε χύνει δάκρυ»·
- είναι αργά για δάκρυα, το κακό πλέον έχει συντελεστεί: «όπως έγιναν τα πράγματα, είναι αργά για δάκρυα». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα ·
- είναι νωρίς για δάκρυα, δεν υπάρχει ακόμα λόγος να ανησυχούμε, δε διαφαίνεται ακόμα κανένας κίνδυνος. (Τραγούδι: είναι νωρίς για δάκρυα Στέλλα, παίξε τις κούκλες σου και γέλα
- έχει έτοιμα τα δάκρυα, βλ. φρ. έχει τα δάκρυα στην τσέπη του·
- έχει τα δάκρυα στην κωλοτσέπη του ή έχει το δάκρυ στην κωλοτσέπη του, βλ. φρ. έχει τα δάκρυα στην τσέπη του·
- έχει τα δάκρυα στην τσέπη του ή έχει το δάκρυ στην τσέπη του, κλαίει με μεγάλη ευκολία, με το παραμικρό, συγκινείται πολύ εύκολα: «μη μας πεις καμιά θλιμμένη ιστορία, γιατί από κει η κυρία έχει τα δάκρυα στην τσέπη της»·
- κατάπια τα δάκρυά μου ή κατάπια το δάκρυ μου, πίεσα τον εαυτό μου να μην κλάψω: «μόλις διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας, κατάπια τα δάκρυά μου και προσπάθησα να του χαμογελάσω»·
- καυτά δάκρυα ή καυτό δάκρυ, τα δάκρυα που προέρχονται από μεγάλη λύπη: «στο χωρισμό της έκλαψε με καυτά δάκρυα». (Λαϊκό τραγούδι: με το αντίο σου πριν τ’ όνειρό μου σβήσεις θα σου χαρίσω ένα δάκρυ μου καυτό δεν είναι δάκρυ να σε πείσω να γυρίσεις μα για το διάβα σου μικρό ευχαριστώ
- κλαίω με μαύρα δάκρυα ή κλαίω με μαύρο δάκρυ, κλαίω απαρηγόρητα: «κάθε φορά που βλέπει κάποια παλιά ελληνική ταινία με τη Μάρθα Βούρτση, κλαίει με μαύρα δάκρυα». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω πια τα μάτια μου κι όπου με βγάλει η άκρη, θα φύγω και θα με ζητάς, θα κλαις με μαύρο δάκρυ
- κρατώ τα δάκρυά μου, τα συγκρατώ, συγκρατιέμαι να μην κλάψω: «με κόπο κρατούσα τα δάκρυά μου για να μη δείξω τη συγκίνησή μου»·
- κροκοδείλια δάκρυα, τα προσποιητά δάκρυα, αυτά που δε βγαίνουν φυσικά αλλά με κάποια σκοπιμότητα·
- με παίρνουν τα δάκρυα ή με παίρνει το δάκρυ, αρχίζω να κλαίω: «συγκινούμαι εύκολα, γι’ αυτό με το παραμικρό με παίρνουν τα δάκρυα»·
- με πνίγουν τα δάκρυα ή με πνίγει το δάκρυ, κλαίω πολύ έντονα, πνίγομαι στο κλάμα: «όταν άρχισα να του διηγούμαι τα βάσανα της ζωής μου, κάποια στιγμή μ’ έπνιξαν τα δάκρυα και δε μπορούσα να συνεχίσω»·
- με ποτίζει δάκρυα ή με ποτίζει δάκρυ, με στενοχωρεί συχνά τόσο πολύ, που με κάνει και κλαίω: «είναι τόσο άτακτο παιδί, που χρόνια τώρα με ποτίζει δάκρυα». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί ζητάς τα νιάτα σου χαμένα για να πάνε, εγώ ποτίζω δάκρυα σ’ αυτές που μ’ αγαπάνε
- μέχρι δακρύων, έκφραση με την οποία δηλώνουμε μεγάλη συγκίνηση ή έντονο γέλιο: «ήταν τόσο ανθρώπινο το έργο, που συγκινηθήκαμε μέχρι δακρύων || ήταν μια φανταστική κωμωδία και γελάσαμε μέχρι δακρύων»·
- πέφτει το δάκρυ μου κορόμηλο, βλ. συνηθέστ. χύνω το δάκρυ κορόμηλο·
- πικρά δάκρυα ή πικρό δάκρυ, κλάμα από μεγάλη θλίψη, λύπη, στενοχώρια ή έντονο ψυχικό πόνο: «τη στιγμή τ’ αποχωρισμού τους πικρά δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά τους»·
- πνίγηκε απ’ τα δάκρυα ή  πνίγηκε στα δάκρυα ή πνίγηκε στο δάκρυ, έκλαψε πάρα πολύ έντονα: «στην κηδεία του πατέρα του πνίγηκε στα δάκρυα». (Λαϊκό τραγούδι: έρημο το σπίτι κι αδειανό, ρήμαξ’ απ’ άκρη σ’ άκρη· τα παλιά σου γράμματα φιλώ – Χριστίνα μου και πνίγομαι στο δάκρυ
- πνίγω τα δάκρυά (μου) ή πνίγω το δάκρυ (μου), πιέζω τον εαυτό μου να μην κλάψω: «κάθε φορά που τον βλέπω να γυρίζει σαν ρεμάλι μέσ’ στους δρόμους, πνίγω τα δάκρυά μου για να μην καταλάβει κανείς τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: αυτοί που φεύγουν σφίγγουν τα χείλια, πνίγουν τα δάκρυα να μη φανούν
- στέρεψαν τα δάκρυά μου ή στέρεψε το δάκρυ μου, έκλαψα τόσο πολύ που δεν έχω, δεν μπορώ να βγάλω άλλα δάκρυα: «στο θάνατο του πατέρα μου, στέρεψαν τα δάκρυά μου». (Λαϊκό τραγούδι: τι να σε κάνω, αφού πια δε σ’ αγαπώ, τώρα που ήρθες έχει κλείσει η καρδιά μου, πηγαίνω μ’ άλλες και τα πίνω και γλεντώ, έχουν στερέψει τα παλιά τα δάκρυά μου
- το δάκρυ της Παναγιάς, χαρακτηρισμός οινοπνευματώδους ποτού, ιδίως του ούζου ή του τσίπουρου, από μανιώδη πότη του: «αυτό δεν είναι ένα συνηθισμένο ποτό, αγόρι μου, αυτό είναι το δάκρυ της Παναγιάς». Από το ότι το δάκρυ της Παναγίας θεωρείται ό,τι το πολυτιμότερο·
- τρέχει το δάκρυ μου κορόμηλο, βλ. φρ. χύνω το δάκρυ κορόμηλο·
- τρέχει το δάκρυ μου ποτάμι, βλ. φρ. χύνω ποτάμι (τα) δάκρυα. (Λαϊκό τραγούδι: κι έγραψα το σ’ αγαπώ στο τζάμι και, μόλις σ’ είδα που δάκρυσες, έτρεξε το δάκρυ μου ποτάμι,γιατί καρδιά μου άργησες  
- τρέχουν τα δάκρυα βροχή, άφθονα και χωρίς διακοπή: «τη στιγμή τ’ αποχωρισμού τους, έτρεχαν τα δάκρυά τους βροχή». (Λαϊκό τραγούδι: η καρδιά μου συννεφιάζει, τρέχουν τα δάκρυα βροχή· σίγουρα θα πάμε, μια και φτάσαμε ως εκεί, εσύ στο χώμα κι εγώ στη φυλακή
- χύνω δάκρυα ή χύνω δάκρυ, κλαίω πολύ: «κάθε φορά που βλέπω κάποια συγκινητική ταινία, χύνω δάκρυα». (Λαϊκό τραγούδι: χαράμι να σου γίνουν τα ξενύχτια μου, τα τόσα δάκρυα που έχυσα για σένα
- χύνω μαύρα δάκρυα ή χύνω μαύρο δάκρυ, κλαίω απαρηγόρητα: «στην κηδεία του πατέρα του έχυσε μαύρα δάκρυα». (Λαϊκό τραγούδι: το ξέρω, αφιλότιμη, θα χύσεις μαύρο δάκρυ,να είσαι πάντα εύχομαι, ζητιάνα στην αγάπη!
- χύνω πικρά δάκρυα ή χύνω πικρό δάκρυ, κλαίω έντονα από μεγάλη στενοχώρια ή γιατί μετάνιωσα πολύ για κάτι που έκανα: «όταν χώρισε με τη γυναίκα του, έχυσε πικρά δάκρυα»·
- χύνω ποτάμι (τα) δάκρυα ή χύνω (τα) δάκρυα ποτάμι, κλαίω πάρα πολύ και χωρίς διακοπή. (Λαϊκό τραγούδι: μες της ταβέρνας τη γωνιά για σένα πίνω· για την αγάπη σου ποτάμια δάκρυα χύνω
- χύνω το δάκρυ κορόμηλο, κλαίω έντονα και χύνω μεγάλα δάκρυα: «στην κηδεία του πατέρα του έχυσε το δάκρυ κορόμηλο».

ήλιος

ήλιος, ο, ουσ. [<αρχ. ἥλιος], ο ήλιος. 1. η ηλιακή ακτινοβολία : «μ’ έκαψε ο ήλιος και τώρα βάζω αλοιφές στο δέρμα μου». 2. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) η ηρωίνη: «δεν υπάρχει ήλιος στην αγορά». Από το αρχικό γράμμα της λ. ηρωίνη. (Ακολουθούν 45 φρ.)·
- αύριο άλλος ήλιος άλλη μέρα, βλ. λ. αύριο·
- βαράει ο ήλιος, καίει δυνατά: «μη βγεις χωρίς καπέλο στο κεφάλι, γιατί βαράει ο ήλιος»·
- βαράει του ήλιου πετριές, είναι τελείως τρελός ή ανώριμος, παρουσιάζει ανισόρροπη, αντισυμβατική συμπεριφορά : «παρ’ όλα τα χρόνια που κουβαλάει στην πλάτη του, δε λέει ακόμη να σοβαρευτεί κι εξακολουθεί να βαράει του ήλιου πετριές»·
- βγαίνει ο ήλιος ή ο ήλιος βγαίνει, ανατέλλει: «το καλοκαίρι ο ήλιος βγαίνει πιο νωρίς απ’ ό,τι το χειμώνα || όταν ο ήλιος βγαίνει, θερμαίνεται η ατμόσφαιρα»·
- βρίσκω μια θέση στον ήλιο, βλ. λ. θέση·
- για μια θέση στον ήλιο, βλ. λ. θέση·
- δεν έχει στον ήλιο μοίρα, α. είναι πάμφτωχος και απροστάτευτος: «πάνε να σκάσουν οι γονείς της απ’ τη στενοχώρια τους, γιατί θέλει να παντρευτεί κάποιον που δεν έχει στον ήλιο μοίρα». β. είναι έρημος και πολύ δυστυχισμένος: «έδωσε τέλος στη ζωή του, γιατί δεν είχε στον ήλιο μοίρα». (Λαϊκό τραγούδι: θα πληρώσω με δάκρυ την αγάπη σου, θα πληρώσω με αίμα που σε πήρα, στάλα στάλα θα πίνω το φαρμάκι σου και στον ήλιο εγώ δε θα ’χω μοίρα
- δουλεύει ήλιο με ήλιο, δουλεύει πάρα πολλές ώρες, δουλεύει σκληρά, εξαντλητικά: «έχει πολύ μεγάλη οικογένεια και δουλεύει ήλιο με ήλιο για να τα φέρει βόλτα»·
- είδα τον ήλιο καθαρό, κατατρόμαξα: «είδα τον ήλιο καθαρό, μόλις αντιλήφθηκα να ’ρχεται το φορτηγό καταπάνω μου». Από την εικόνα του ατόμου που επιχειρεί να κοιτάξει τον ήλιο χωρίς προστατευτικά γυαλιά και νιώθει ξαφνικά την ανάγκη να στρέψει αλλού τη ματιά του, πράγμα που εκλαμβάνεται ως τρόμαγμα·
- είναι ηλίου φαεινότερον, λέγεται για κάτι που είναι ολοφάνερο, εντελώς ξεκάθαρο, που είναι αυταπόδεικτο, αυτονόητο, που είναι φως φανάρι: «είναι ηλίου φαεινότερον πως η νέα τάξη πραγμάτων, ευνοεί τους πλούσιους || είναι ηλίου φαεινότερον πως η κρατική μηχανή χωλαίνει || είναι ηλίου φαεινότερον η αδικία που γίνεται σ’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- έπεσε ο ήλιος, έδυσε: «μόλις έπεσε ο ήλιος, οι περιπατητές άρχισαν ν’ απομακρύνονται από την παραλία»·
- ζει πίσω απ’ τον ήλιο, ζει απομονωμένος από τον κόσμο: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, ζει πίσω απ’ τον ήλιο»·
- ήλιε μου! προσφώνηση σε λατρευτό πρόσωπο: «πού έλειπες, ήλιε μου, κι ανησύχησα!»·
- ήλιος και βροχή, παντρεύονται οι φτωχοί, παιδική ρίμα, που λεγόταν εν χορώ, όταν σε περίπτωση ηλιοφάνειας παρουσιαζόταν ορισμένες φορές το φαινόμενο να βρέχει για λίγο·
- ήλιος και φεγγάρι, παντρεύονται οι γαϊδάροι, παιδική ρίμα, που εκστομιζόταν εν χορώ, συνήθως ως βρισιά, σε εχθρικό πρόσωπο· 
- ήλιος με δόντια, λέγεται στην περίπτωση που ο ήλιος δεν μπορεί να θερμάνει την ατμόσφαιρα κάποια χειμωνιάτικη μέρα που κάνει πάρα πολύ κρύο, που επικρατεί παγωνιά: «ντύσου καλά, πριν βγεις, και μη σε ξεγελάει ο ήλιος, γιατί είναι ήλιος με δόντια»·
- ήλιος με κέρατα, λέγεται για καλοκαιρινή μέρα που ο ήλιος κάνει ανυπόφορη ζέστη: «στον ουρανό ένας ήλιος με κέρατα είχε βαλθεί να λιώσει τον κόσμο»·
- κάθομαι στον ήλιο, βρίσκομαι εκτεθειμένος στον ήλιο, κάνω ηλιοθεραπεία: «όταν κάθομαι πολύ ώρα στον ήλιο, με πιάνει πονοκέφαλος»·
- καίει ο ήλιος, κάνει ανυπόφορη ζέστη: «πάρε την ομπρέλα μαζί σου, γιατί καίει ο ήλιος»·
- … κι ας μη δω στον ήλιο μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- μ’ έκαψε ο ήλιος, μου μαύρισε πάρα πολύ το δέρμα ή και μου προξένησε εγκαύματα: «όλο το καλοκαίρι μπάνιο στη θάλασσα κι ηλιοθεραπεία στην αμμουδιά, μ’ έκαψε ο ήλιος || νιώθω όλη την πλάτη μου να καίγεται, γιατί μ’ έκαψε ο ήλιος και τώρα πασαλείβομαι συνέχεια με γιαούρτια»·
- μαζεύει ήλιο για το χειμώνα, κάθεται κάπου αναπαυτικά και απολαμβάνει τον ήλιο και, κατ’ επέκταση, δεν κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «όταν ο καιρός είναι καλός, την αράζει σ’ ένα παγκάκι της παραλίας και μαζεύει ήλιο για το χειμώνα || εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός μας βλέπει και μαζεύει ήλιο για το χειμώνα»·
- με βάρεσε ο ήλιος κατακέφαλα, ήταν τόσο δυνατός, που με ζάλισε: «βγήκα έξω χωρίς καπέλο και με βάρεσε ο ήλιος κατακέφαλα»·
- με βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι, βλ. φρ. με βάρεσε ο ήλιος κατακέφαλα·
- με πιάνει ο ήλιος, η επιδερμίδα μου μαυρίζει γρήγορα, όταν εκτίθεμαι στον ήλιο : «το καλοκαίρι μαυρίζω πολύ γρήγορα, γιατί με πιάνει ο ήλιος»·
- ντάλα ο ήλιος, βλ. λ. ντάλα·
- ξέρανε το χορτάρι σου, όσο που καίει ο ήλιος, για να έχει επιτυχία κάποια δουλειά, πρέπει να γίνεται στην κατάλληλη στιγμή, στον κατάλληλο χρόνο: «αν θέλεις να τελειώσεις καλά τη δουλειά σου, ξέρανε το χορτάρι σου, όσο που καίει ο ήλιος, γιατί αλλιώτικα σε βλέπω να χτυπάς το κεφάλι σου»·
- ο ήλιος βγαίνει για όλο τον κόσμο ή ο ήλιος βγαίνει για όλους τους ανθρώπους, ο καθένας έχει το δικαίωμα να επιτύχει, να ευτυχήσει, να προκόψει, να αναγνωριστεί στη ζωή: «ό,τι και να κάνεις, δε θα μπορέσεις να σταθείς  εμπόδιο σ’ εμένα, γιατί ο ήλιος βγαίνει για όλο τον κόσμο»·
- ο ύπνος θρέφει το παιδί κι ο ήλιος το μοσχάρι και το κρασί τον γέροντα τον κάνει παλικάρι, βλ. λ. ύπνος·
- όπου μπαίνει ο ήλιος, βγαίνει ο γιατρός, βλ. λ. γιατρός·
- ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον, τίποτα δε μένει κρυφό, τίποτα δε μένει μυστικό στη ζωή, αργά ή γρήγορα αποκαλύπτονται όλα: «κάποια μέρα θα μαθευτούν όλες οι μπαγαποντιές σου, γιατί ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον»·
- σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός, βλ. λ. σπίτι·
- τι έχουν τα έρμα και ψοφάν; Με τον ήλιο τα βγάζω με τον ήλιο τα μπάζω, όταν αρχίζει κάποιος τη δουλειά του αργά και την τελειώνει νωρίς, δεν προκόβει στη ζωή του. Πρβλ.: αλάργα ανάβουν οι φωτιές, αλάργα νανουρίζουν, τι έχουν τα έρμα και ψοφούν, μαγκάκια μου, πάνε και δε γυρίζουν (Λαϊκό τραγούδι)·
- το αμόνι του ήλιου, βλ. λ. αμόνι·
- το βλέπει ο ήλιος, (για σπίτια ή χώρους) είναι εκτεθειμένο στον ήλιο: «το διαμέρισμά μας είναι στην πρόσοψη της πολυκατοικίας και το βλέπει ο ήλιος»·
- το λούζει ο ήλιος, (για σπίτια ή χώρους) είναι εκτεθειμένο στο άπλετο φως του ήλιου: «το διαμέρισμά μας είναι ρετιρέ, γι’ αυτό το λούζει ο ήλιος όλη τη μέρα || η Ελλάδα είναι μια χώρα που το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου τη λούζει ο ήλιος»·
- τον άρπαξε ο ήλιος, του μαύρισε το δέρμα: «όλο το καλοκαίρι γυμνός στην παραλία, τον άρπαξε ο ήλιος και δεν τον αναγνωρίζεις!»·
- τον βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι ή ο ήλιος τον βάρεσε στο κεφάλι, α. έπαθε ηλίαση: «έκανε πολλή ώρα ηλιοθεραπεία στην αμμουδιά και τον βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι». β. λέει ή κάνει πράγματα τρελά, συμπεριφέρεται αλλοπρόσαλλα, σαν να έχει πάθει ηλίαση και βρίσκεται σε παραλήρημα: «τι έπαθες στα καλά καθούμενα, σε βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι και αμολάς τέτοιες κοτσάνες!». Συνών. τον βάρεσε η ζέστα στο κεφάλι·
- τον έπιασε ο ήλιος, έπαθε ηλίαση: «επειδή γυρνούσε συνέχεια χωρίς καπέλο στην αμμουδιά, τον έπιασε ο ήλιος και τώρα έχει τραβήγματα με γιατρούς»· βλ. και φρ. τον άρπαξε ο ήλιος·
- τον πήρε ο ήλιος, βλ. φρ. τον άρπαξε ο ήλιος·
- τον χτύπησε ο ήλιος στο κεφάλι ή ο ήλιος τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. φρ. τον βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι·
- του Γενάρη το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει, βλ. λ. Γενάρης·
- υπό τον ήλιο, σε αυτόν τον κόσμο, στη γη, στην επίγεια ζωή: «όλοι οι άνθρωποι, έχουν ίσα δικαιώματα υπό τον ήλιο»·
- φρίξον ήλιε! εκφράζει έντονη απελπισία, δυσαρέσκεια ή αποτροπιασμό για την πράξη κάποιου: «φρίξον ήλιε! Χτύπησε τους γονείς του και τους άφησε αβοήθητους!». Απαντάται σε διάφορα λειτουργικά κείμενα·
- χτυπάει ο ήλιος, βλ. φρ. βαράει ο ήλιος·
- ψήλωσε ο ήλιος, προχώρησε η μέρα: «πρέπει να βιαστούμε λίγο, γιατί ψήλωσε ο ήλιος κι εμείς δεν προχωρήσαμε καθόλου τη δουλειά». Από την εικόνα του ήλιου που έρχεται προς το κέντρο του ουράνιου θόλου σε σχέση με τη θέση που είχε όταν βρισκόταν στην ανατολή του.

κάπα

κάπα, η, ουσ. [<μσν. κάππα <λατιν. cappa]. 1. αδιάβροχο πανωφόρι με κουκούλα και χωρίς μανίκια, καμωμένο από χοντρό ύφασμα και τρίχα κατσίκας σε χρήση από τους χωρικούς, ιδίως από τους τσομπάνους: «ο τσομπανάκος κάθισε πάνω στην κάπα του κι άρχισε να παίζει τη φλογέρα του || καθώς άρχισε να ψιλοβρέχει, ο τσομπάνης μαζεύτηκε μέσα στην κάπα του». Συνών. καπότα (1) / λιάρα (1). 2. μακρύ και φαρδύ γυναικείο πανωφόρι με κουκούλα και χωρίς μανίκια: «επειδή είχε κρύο, πριν βγει έξω, τυλίχτηκε καλά στην κάπα της»·
- δεν είναι της κάπας μου μανίκι, βλ. συνηθέστ. δεν είναι της γούνας μου μανίκι, λ. γούνα·
- είσαι της κάπας μου μανίκι; βλ. συνηθέστ. είσαι της γούνας μου μανίκι; λ. γούνα·
- έκαψα την κάπα μου να μη με τρώνε οι ψείρες, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος, για να αποφύγει μια ασήμαντη ζημιά, θυσιάζει κάτι πολύτιμο που έχει: «το σφάλμα είναι καθαρά δικό μου, γιατί για ένα μικρό εμπόδιο έκαψα την κάπα μου να μη με τρώνε οι ψείρες, κι έχασα ολόκληρη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια μου»·
- περασμένη βροχή, κάπα δε χρειάζεται, όταν παρέλθει ο κίνδυνος, δεν υπάρχει λόγος για καμιά προφύλαξη: «μόλις ηρέμησαν τα πνεύματα και οι δυο παρέες έδωσαν τα χέρια, αυτός βγήκε απ’ την κρυψώνα του και βολτάριζε αμέριμνος, γιατί περασμένη βροχή, κάπα δε χρειάζεται»·
- τα τρία κάπα (του ελληνικού κινηματογράφου), οι πολύ σπουδαίοι σκηνοθέτες Μιχάλης Κακογιάννης, Νίκος Κούνδουρος και Τάκης Κανελλόπουλος: «τα τρία κάπα του ελληνικού κινηματογράφου, έδωσαν αριστουργήματα στην ελληνική κινηματογραφία»·
- την κάπα μου την κρέμασα στη φυλακή, (στη γλώσσα της αργκό) απειλητική έκφραση σε κάποιον ότι θα ενεργήσουμε δυναμικά εναντίον του και θα επιστρέψουμε πάλι στη φυλακή: «εμένα μη μου μπαίνεις στη μύτη, γιατί την κάπα μου την κρέμασα στη φυλακή»·
- την κρέμασε την κάπα του, (στη γλώσσα της αργκό) είναι έτοιμος για καβγά, για μακελειό: «ήταν πολύ αρπαγμένος κι απ’ τη στιγμή που κατάλαβα πως την κρέμασε την κάπα του, έκανα το κορόιδο κι έκατσα στ’ αβγά μου». (Λαϊκό τραγούδι: την κάπα του την κρέμασε εδώ και λίγα χρόνια, γι’ αυτό και τον εβγάλανε τρελάκια τα κορόιδα). Από την εικόνα των παλικαριών του 1821, που, λίγο πριν αρχίσει η μάχη, κρεμούσαν την κάπα τους σε κάποιο κλαδί δέντρου για να είναι πιο ευκίνητοι, για να μάχονται πιο ελεύθερα·
- τον έχει της κάπας του μανίκι, βλ. συνηθέστ. τον έχει της γούνας του μανίκι, λ. γούνα.