Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
βρέφος
βρέφος,
το, ουσ.
[<αρχ. βρέφος], το βρέφος. 1. (χαϊδευτικά) νεαρή όμορφη γυναίκα:
«γνώρισα ένα βρέφος που μου ’καψε την καρδιά». 2. ειρωνικός ή
υποτιμητικός χαρακτηρισμός άπειρου νέου: «δεν είσαι σε θέση να με συμβουλέψεις,
γιατί είσαι ακόμα βρέφος»·
- το
θείο βρέφος, ειρωνικός
χαρακτηρισμός του πολιτικού Κώστα Λαλιώτη από τους πολιτικούς του αντιπάλους:
«σύσσωμη η αντιπολίτευση τα ’χει με το θείο βρέφος για τις κακοτεχνίες που
παρατηρούνται στα διάφορα δημόσια έργα». Από το ότι την εποχή που ιδρύθηκε το
ΠΑ.ΣΟ.Κ., ο κύριος Κώστας Λαλιώτης ήταν ίσως το νεαρότερο ιδρυτικό μέλος του
κινήματος.