Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
βρέξιμο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βρέξιμο, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. βρέχω + κατάλ. -μο], το βρέξιμο. 1. ο ξυλοδαρμός: «δε θα το γλιτώσεις το βρέξιμο με τις βλακείες που κάνεις». 2. η οινοποσία: «από βρέξιμο τι γίνεται. πίνουμε καμιά στάλα;».