Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
βράχος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βράχος, ο, ουσ. [<μτγν. το βράχος, αρχ. βράχεα <επίθ. βραχέα (= τα άβαθα, τα ρηχά της θάλασσας], ο βράχος. 1. αυτός που είναι ακλόνητος στις πεποιθήσεις του, στα πιστεύω του: «σε θέματα ηθικής είναι βράχος». (Λαϊκό τραγούδι: έφυγα με άλλη μια βραδιά μα εσύ κρατήθηκες σαν βράχος,κατάλαβα έστω και αργά το μεγαλύτερό μου λάθος).2. αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να στηριχτεί με σιγουριά. (Λαϊκό τραγούδι: με προδώσαν οι φίλοι μου όμως να ’σαι καλά, που σαν βράχος μου στάθηκες στην κάθε συμφορά). 3. αυτός που έχει πάρα πολύ καλή υγεία: «στην υγεία του είναι βράχος». 4. αυτός που αντέχει στις δυσκολίες, στις αντιξοότητες της ζωής: «παρ’ όλες τις δυσκολίες που του ’τυχαν στα ξένα, αυτός βράχος». Πρβλ.: έχω ψυχή, δεν έχω βράχο πάλι με άφησες μονάχο και μια σημαία σ’ ένα μπαλκόνι αλλάζει χρώματα και με σκοτώνει (Λαϊκό τραγούδι). 5. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) αμυντικός παίχτης, που δύσκολα μπορεί κάποιος να τον υπερφαλαγγίσει: «στο σημερινό παιχνίδι όλη η άμυνα ήταν βράχος». 6. στον πλ. οι βράχοι ή τα βράχια, πετρώδης έκταση, ιδίως πετρώδης ακτή: «μόλις βγήκαν απ’ τη θάλασσα, ξάπλωσαν πάνω στα βράχια για να κάνουν ηλιοθεραπεία». (Λαϊκό τραγούδι: στα βράχια της Πειραϊκής κοιμάται ο Στέλιος ο μπεκρής, κοιμάται κι ονειρεύεται πως την αυγή παντρεύεται). Υποκορ. βραχάκι, το (βλ. λ.).