Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
βράσιμο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βράσιμο, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. βράζω + κατάλ. -μα], το βράσιμο· το θύμωμα, ο εκνευρισμός: «έχει τέτοιο βράσιμο, που δεν του μιλάει κανένας»· ο βρασμός (βλ. λ.).