Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
βραδινός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βραδινός, -ή, -ό, επίθ. [<μσν. βραδινός <βράδυ + κατάλ. -ινός], βραδινός. 1. που εργάζεται κατά τη διάρκεια της νύχτας: «δουλεύει βραδινός σ’ ένα εργοστάσιο || η βραδινή βάρδια απασχολεί τριάντα εργάτες». 2. που έχει σχέση με την προηγούμενη νύχτα, ιδίως που ξενύχτησε διασκεδάζοντας: «έχω φοβερό πονοκέφαλο γιατί είμαι βραδινός». 3. το θηλ. ως ουσ. η βραδινή, η τελευταία θεατρική παράσταση ή η τελευταία κινηματογραφική προβολή: «έβγαλα δυο εισιτήρια για τη βραδινή». 4α. το ουδ. ως ουσ. το βραδινό, το βράδυ: «περάσαμε ένα όμορφο βραδινό στο σπίτι του τάδε». β. το βραδινό φαγητό: «δεν τρώει πολύ για βραδινό, γιατί κάνει δίαιτα». γ. στον πλ. τα βραδινά, τα ρούχα που φοράει κανείς το βράδυ, όταν πρόκειται να πάει κάπου, και κατ’ επέκταση, τα επίσημα ρούχα: «για πού το ’βαλες έτσι επίσημα με τα βραδινά σου;».