Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
βούρκος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βούρκος, ο, ουσ. [<μσν. τα βοῦρκα και βοῦλκος, άγν. ετυμολ.], ο βούρκος. 1. η έσχατη ανηθικότητα, η έσχατη διαφθορά. (Λαϊκό τραγούδι: είμ’ ένα κορμί χαμένο ένας άσωτος υιός, απ’ το σπίτι μου φευγάτος κι απ’ τον τόπο μου μακριά, κάθε μέρα κατεβαίνω μες το βούρκο πιο βαθιά). 2. (στη γλώσσα της αργκό) ο πρωκτός: «όσο όμορφη και να ’ναι, δεν τονε βάζω στο βούρκο της». Από παρομοίωση των κοπράνων, που αποβάλλονται από τον πρωκτό με τα λύματα των κατοικημένων περιοχών· 
- έπεσε σε βούρκο ή έπεσε στο βούρκο, έχει διαφθαρεί εντελώς, έγινε εντελώς ανήθικος: «έμπλεξε με κάτι παλιοπαρέες κι έπεσε στο βούρκο χωρίς να το καταλάβει». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το της ακολασίας·
- ζει στο βούρκο, βλ. φρ. έπεσε στο βούρκο· 
- κυλίστηκε σαν γουρούνι στο βούρκο ή κυλίστηκε σαν το γουρούνι στο βούρκο, βλ. λ. γουρούνι·
- κυλώ στο βούρκο ή κυλιέμαι στον βούρκο, διαφθείρομαι εντελώς, γίνομαι εντελώς ανήθικος: «έμπλεξε με κακές παρέες και τον κύλησαν στο βούρκο». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν τσαλαπάτημα είμαι καθενός και μες στο βούρκο, που με πέταξες, κυλιέμαι, μα είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά και με τη σκέψη πια αυτή παρηγοριέμαι). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το της ακολασίας.

γουρούνι

γουρούνι, το, θηλ. γουρούνα, η, ουσ. [<μσν. γουρούνιν, υποκορ. του αρχ. ουσ. ἡ γρῶνα], το γουρούνι. 1. (υβριστικά) άντρας χοντρός και υπερβολικά βρομερός: «κάθισε δίπλα μου ένα γουρούνι, που βρομοκοπούσε απ’ την απλυσιά». 2. άνθρωπος ανάγωγος, άξεστος, αναίσθητος, αισχρός: «δεν τον θέλει κανείς στην παρέα του, γιατί, όπου και να πάει, φέρεται σαν γουρούνι». 3α. άντρας άσχημος και κακός: «πώς κάνεις παρέα μ’ αυτό το γουρούνι!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά σε άντρα: «έλα δω, ρε γουρούνι, τι κάθισες κι είπες για μένα;». γ. υβριστικός χαρακτηρισμός του άντρα από γυναίκα: «πανάθεμά σε γουρούνι, πάλι μεθυσμένος μου κουβαλήθηκες;». Τέλος, είναι γνωστό σε όλους το σύνθημα που πρωτακούστηκε στις φοιτητικές διαδηλώσεις αμέσως μετά τη μεταπολίτευση το 1974: μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, και, τελικά, η λ. επικράτησε να χαρακτηρίζει υβριστικά τον αστυνομικό: «είδες εσύ ποτέ σου κανένα γουρούνι να ’χει καλή συμπεριφορά απέναντι στον πολίτη;». 4. (στη γλώσσα της φυλακής) αυτός που είναι χοντρός και βρόμικος: «αν κάτσει απάνω σου αυτό το γουρούνι ή θα σε λιώσει ή θα σκάσεις απ’ τη βρόμα». Υποκορ. γουρουνάκι, το (βλ. λ.)· βλ. και λ. γουρούνα. (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- αγοράζω γουρούνι στο σακί ή παίρνω γουρούνι στο σακί, αγοράζω κάτι χωρίς να εξετάσω την ποιότητα ή την καταλληλότητά του: «τον ξεγέλασαν, γιατί αγόρασε γουρούνι στο σακί»· βλ. και φρ. παίρνω γουρούνι στο σακί·
- από γουρούνι δε γίνεται γούνα, δεν μπορεί να προσδοκά, να προσβλέπει κανείς σε κάποιο καλό από κακό άνθρωπο: «μην απορείς που σου φέρθηκε σκάρτα, γιατί από γουρούνι δε γίνεται γούνα»·
- δεν μπορείς να φτιάξεις μετάξι από δέρμα γουρουνιού, δεν μπορείς να φτιάξεις κάτι, όταν δεν έχεις τα κατάλληλα μέσα: «για να επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητό σου πρέπει να ’χω και τ’ απαραίτητα εργαλεία, γιατί δεν μπορείς να φτιάξεις μετάξι από δέρμα γουρουνιού»·
- Εβραίοι, γουρούνια, θα γίνεται σαπούνια, βλ. λ. Εβραίος· 
- ζουν σαν γουρούνια ή ζουν σαν τα γουρούνια, λέγεται για ομάδα ατόμων, ιδίως για οικογένεια, που ζουν μέσαστη βρομιά: «δεν ξαναπάω στο σπίτι τους, γιατί ζουν σαν τα γουρούνια»·
- και κραγιόν να βάλεις σε γουρούνι, πάλι γουρούνι είναι, βλ. φρ. σαπουνίζοντας γουρούνι, χάνεις κόπο και σαπούνι·
- κυλιέται σαν γουρούνι ή κυλιέται σαν το γουρούνι, α. είναι πάντοτε βρόμικος: «δεν είναι να του δώσεις καινούρια ρούχα, γιατί κυλιέται σαν γουρούνι». β. ζει μέσα στη διαφθορά και την ακολασία: «απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ κυλιέται σαν γουρούνι με τις παλιοπαρέες του και δεν ακούει κανέναν»·
- κυλίστηκε σαν γουρούνι στο βούρκο ή κυλίστηκε σαν το γουρούνι στο βούρκο, βλ. φρ. κυλίστηκε σαν γουρούνι στη λάσπη·
- κυλίστηκε σαν γουρούνι στη λάσπη ή κυλίστηκε σα το γουρούνι στη λάσπη, ξέπεσε στην έσχατη διαφθορά: «ήταν τόσο καλό παιδί, όμως με τις παρέες που έμπλεξε κυλίστηκε σαν γουρούνι στη λάσπη». Αναφορά στο φυσικό περιβάλλον του γουρουνιού·
-όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη,α. λέγεται γι’ αυτούς που ανήκουν στον ίδιο περιβάλλον ή στον ίδιο συντεχνιακό χώρο και έχουν κοινό τρόπο συμπεριφοράς, ιδίως άπρεπο, κακό, αφερέγγυο: «έκανα νεύμα σε τέσσερις πέντε ταξιτζήδες να σταματήσουν να με πάρουν, αλλά όλοι με αγνόησαν επιδεικτικά, λες κι ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος πάνω στη γη, γιατί, βλέπεις, όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη». β. λέγεται και υβριστικά από τις γυναίκες, όταν αναφέρονται στους άντρες: «γυρνούσε κάθε βράδυ μεθυσμένος στο σπίτι του κι έσπαζε στο ξύλο τη γυναίκα του. -Όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη». Στην τελευταία περίπτωση, πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το εμ·
- όλα τα γουρούνια μια μύτη έχουνε, βλ. φρ. όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη·
- όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια, βλ. λ. σκατά·
- παίρνω γουρούνι στο σακί, ενεργώ χωρίς προηγούμενη σκέψη, ενεργώ άστοχα, επιπόλαια, απερίσκεπτα: «πρέπει να γνωρίσω πρώτα πολύ καλά τη γυναίκα που θ’ αποφασίσω να παντρευτώ, γιατί δεν παίρνω γουρούνι στο σακί»· βλ. και φρ. αγοράζω γουρούνι στο σακί·
- σαπουνίζοντας γουρούνι, χάνεις κόπο και σαπούνι, ματαιοπονούμε, όταν προσπαθούμε να αλλάξουμε κάποιον που έχει έμφυτα ελαττώματα: «αποφάσισα να πάψω να τον συμβουλεύω και να μην ασχοληθώ ξανά μαζί του, γιατί σαπουνίζοντας γουρούνι, χάνεις κόπο και σαπούνι». Συνών. τον αράπη (σαν) κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς·
- σεξιστικό γουρούνι, υποτιμητικός ή και υβριστικός χαρακτηρισμός άντρα από φεμινίστρια: «μόλις κατάλαβε πόσο σεξιστικό γουρούνι ήταν, τον διαβολόστειλε». Συνών. φαλλοκρατικό γουρούνι·
- στριγκλίζει σαν να σφάζουν γουρούνι, βγάζει πολύ δυνατές και διαπεραστικές κραυγές: «όταν νευριάσει, στριγκλίζει σαν να σφάζουν γουρούνι || λίγο να χτυπήσει κάπου, στριγκλίζει σαν να σφάζουν γουρούνι»·
- τα καλά τ’ αχλάδια τα τρώνε τα γουρούνια, λέγεται όταν κάτι καλό, κάτι εξαίσιο πέφτει σε ανάξια χέρια: «ήταν άσχετος με τα οικονομικά αλλά βρήκε την καλύτερη θέση μέσα στην τράπεζα, γιατί τα καλά τ’ αχλάδια τα τρώνε τα γουρούνια || ήταν άξεστος κι αγράμματος κι όμως παντρεύτηκε το καλύτερο κορίτσι γιατί, όπως φαίνεται, τα καλά τ’ αχλάδια τα τρώνε τα γουρούνια»·   
- τραγουδάει σαν να σφάζουν γουρούνι, (ειρωνικά) λέγεται για τραγουδιστή, που έχει διαπεραστική και φάλτσα φωνή: «έφεραν στο κέντρο έναν καινούριο τραγουδιστή, που τραγουδάει σαν να σφάζουν γουρούνι»·
- τρώει σαν γουρούνι ή τρώει σαν το γουρούνι, τρώει πάρα πολύ και χωρίς να ακολουθεί τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς, ενώ, συνήθως, μουγκρίζει υπόκωφα από την ευχαρίστηση: «μ’ έκανε ρεζίλι που τον πήρα στο γεύμα που παρέθεσε ο τάδε, γιατί έτρωγε σαν γουρούνι». Συνών. τρώει σαν ζώο·
- τσιρίζει σαν να σφάζουν γουρούνι, βλ. φρ. στριγκλίζει σαν να σφάζουν γουρούνι·
- φαλλοκρατικό γουρούνι, υποτιμητικός ή υβριστικός χαρακτηρισμός άντρα, ιδίως από φεμινίστρια: «όλα τα φαλλοκρατικά γουρούνια έχουν την ίδια μούρη». Συνών. σεξιστικό γουρούνι·
- φωνάζει σαν να σφάζουν γουρούνι, βλ. συνηθέστ. στριγκλίζει σαν να σφάζουν γουρούνι.