Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
βούληση

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βούληση, η, ουσ. [<αρχ. βούλησις <βούλομαι], η βούληση·
- η λαϊκή βούληση, η θέληση, η επιθυμία, η απόφαση του λαού: «η λαϊκή βούληση στις τελευταίες εκλογές έφερε το τάδε κόμμα στην εξουσία»·
- κατά βούλησιν, όπως νομίζει, όπως θέλει ή όταν θέλει να πράξει κανείς κάτι: «μια και ξέρεις πώς έχει η κατάσταση, μπορείς από δω και πέρα να ενεργήσεις κατά βούλησιν || οι βουλευτές ψήφισαν κατά βούλησιν»·
- πυρ κατά βούλησιν, βλ. λ. πυρ.

πυρ

πυρ, το, ουσ. [<αρχ. πῦρ], το πυρ. 1. στον πλ. τα πυρά, οι πυροβολισμοί: «τα πυρά των αντιμαχομένων ακούγονταν όλη τη μέρα». 2. οι σφοδρές λεκτικές επιθέσεις: «δε γλίτωσε κανείς απ’ τα πυρά του τάδε». 3. ως στρατιωτικό παράγγελμα πυρ! λέγεται για την έναρξη πυροβολισμών, βολών. (Ακολουθούν 22 φρ.)·
- ανοίγω πυρ, αρχίζω να πυροβολώ: «μόλις μας δόθηκε το σύνθημα, ανοίξαμε πυρ εναντίον του εχθρού»·
- αρχίζω πυρ, βλ. φρ. ανοίγω πυρ·
- άσφαιρα πυρά, α. πυρά χωρίς βλήματα: «οι ασκήσεις των στρατιωτών έγιναν με άσφαιρα πυρά». β. λεκτικές επιθέσεις εναντίον κάποιου που τελικά δεν τον πλήττουν, δεν του κάνουν κακό: «τα πυρά της αντιπολίτευσης εναντίον του προεδρείου αποδείχτηκαν άσφαιρα πυρά»·
- βρίσκομαι μεταξύ δύο πυρών, α. βάλλομαι, δέχομαι πυρά από δυο διαφορετικές πλευρές, βρίσκομαι σε διασταυρούμενα πυρά: «κάποια στιγμή η περίπολος βρέθηκε μεταξύ δύο πυρών». β. βάλλομαι, δέχομαι σφοδρές λεκτικές επιθέσεις ή σφοδρές επικρίσεις από δυο ταυτόχρονα ανθρώπους ή από δυο ομάδες ανθρώπων: «απ’ τη μια είχα τη γυναίκα μου που γκρίνιαζε συνεχώς, απ’ την άλλη είχα την πεθερά μου που τσίριζε και, καθώς βρισκόμουν μεταξύ δύο πυρών, την κοπάνησα κι ησύχασε το κεφάλι μου»·
- γραμμή πυρός, βλ. λ. γραμμή·
- δέχομαι πυρά ή δέχομαι τα πυρά (κάποιου ή κάποιων), δέχομαι σφοδρές λεκτικές επιθέσεις, δέχομαι σφοδρές επικρίσεις: «απ’ τη μέρα που διέλυσε την οικογένειά του για μια χαζογκόμενα δέχεται τα πυρά της παρέας». Από την εικόνα της μάχης όπου ανταλλάσσονται πυροβολισμοί·
- διά πυρός και σιδήρου, α. με καταστροφική και δολοφονική μανία: «ο εχθρός πέρασε όλη τη χώρα διά πυρός και σιδήρου». β. με πάρα πολύ σκληρό και επώδυνο τρόπο: «είναι αποφασισμένος να επιβάλει την τάξη διά πυρός και σιδήρου»·
- έγινε παρανάλωμα του πυρός, βλ. λ. παρανάλωμα·
- έγινε πυρ και μανία, οργίστηκε πάρα πολύ: «μόλις έμαθε πως δεν τον είχαν συμπεριλάβει στους εκλογικούς συνδυασμούς του κόμματος, έγινε πυρ και μανία»·
- είμαι μεταξύ δύο πυρών, βλ. φρ. βρίσκομαι μεταξύ δύο πυρών·
- είμαι πυρ και μανία (εναντίον κάποιου), είμαι πάρα πολύ εξοργισμένος εναντίον κάποιου: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με ρουφιάνεψε στο διευθυντή μου, είμαι πυρ και μανία εναντίον του»·
- ελληνικό πυρ, βλ. συνηθέστ. υγρό πυρ·
- κόλαση πυρός, βλ. λ. κόλαση·
- παίρνω το βάπτισμα του πυρός, βλ. λ. βάπτισμα·
- παραδίνω στο πυρ, βλ. φρ. παραδίνω στις φλόγες, λ. φλόγα·
- παύσατε πυρ! στρατιωτικό παράγγελμα για το σταμάτημα των πυροβολισμών, των βολών και, κατ’ επέκταση, η λήξη των εχθροπραξιών, η ανακωχή: «με το παύσατε πυρ επικράτησε απόλυτη σιγή στο χαράκωμα || μόλις ανακοινώθηκε και επίσημα το παύσατε πυρ, ο κόσμος ξεχύθηκε με έξαλλη χαρά στους δρόμους»·
- πυρ, γυνή και θάλασσα, τα τρία υποτιθέμενα κακά που μπορούν να καταστρέψουν τη ζωή ενός άντρα. (Λαϊκό τραγούδι: πυρ, γυνή και θάλασσα, εσείς με καταστρέψατε και τη ζωή μου χάλασα
- το αιώνιον πυρ, βλ. φρ. το πυρ το εξώτερον·
- το πυρ το εξώτερον, ο τόπος που, σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία, θα βασανίζονται αιώνια οι αμαρτωλοί, όταν πεθάνουν, η Κόλαση: «τέτοιος παλιάνθρωπος που είσαι, στην άλλη ζωή θα βασανίζεσαι αιώνια στο πυρ το εξώτερον»·
- τον έστειλα στο πυρ το εξώτερον, τον έστειλα στο διάολο, στα τσακίδια: «κάποια στιγμή με ζάλισε το κεφάλι με τις ανοησίες που μου ’λεγε, και τον έστειλα στο πυρ το εξώτερο»·
- τον έχω πυρ και μανία, βλ. φρ. είμαι πυρ και μανία (εναντίον κάποιου)·
- υγρό πυρ, εύφλεκτο υγρό, που χρησιμοποιούσαν οι βυζαντινοί για πολεμικούς σκοπούς».