Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
βούκινο
βούκινο,
το, ουσ.
[<μσν. βούκινον <λατιν. bucina <αρχ. βυκάνη], όστρακο ή κέρατο βοδιού
που χρησιμοποιείται ως σάλπιγγα·
- γίνομαι
βούκινο, μαθεύεται, διαδίδεται ευρέως ατόπημα ή μυστικό μου που με
δυσφημεί: «μ’ είδαν να γυρίζω σουρωμένος στο σπίτι κι έγινα βούκινο σ’ όλη τη
γειτονιά»·
- έγινε
βούκινο, μαθεύτηκε, διαδόθηκε ευρέως ατόπημα ή μυστικό που δυσφημεί
κάποιον: «όσο κι αν προσπάθησε να το κρατήσει κρυφό, έγινε βούκινο κάποια
στιγμή πως τα ’χε με τη γυναίκα του φίλου του»·
- το
κάνω βούκινο, κοινολογώ, διαδίδω ευρέως το ατόπημα ή το μυστικό κάποιου,
που τον δυσφημεί: «ένα μυστικό σου εμπιστεύτηκα κι εγώ μια φορά κι εσύ πήγες
και το ’κανες βούκινο».