Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
βοσκός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βοσκός, ο, ουσ. [<αρχ. βοσκός], βλ. λ. πορνοβοκός.