Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
βλήμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βλήμα, το, ουσ. [<αρχ. βλῆμα <βάλλω], το βλήμα. 1. αυτός που δύσκολα αντιλαμβάνεται αυτό που του λέμε, ο αργόστροφος, ο κουτός, ο βλάκας: «έπεσα πάνω σ’ ένα βλήμα και δεν μπόρεσα να συνεννοηθώ με κανέναν τρόπο». Από την εικόνα του ατόμου, που έχει τραυματιστεί στο κεφάλι από σφαίρα ή από θραύσμα οβίδας και που, γι’ αυτό το λόγο, έχει πειραχτεί η διανοητική του ισορροπία. 2. αυτός που είναι  ιδιότροπος, παράξενος: «μην κάνεις πολλά αστεία μαζί του, γιατί είναι βλήμα ο άνθρωπος και κάθε τόσο παρεξηγείται»·
- έχει βλήμα στον εγκέφαλο, είναι πειραγμένος διανοητικά, είναι ανισόρροπος: «μη του πας κόντρα, δε βλέπεις που έχει βλήμα στον εγκέφαλο ο άνθρωπος;».