Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
βλαστάρι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βλαστάρι, το, ουσ. [<μσν. βλαστάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. βλαστός + κατάλ. -άριον], το βλαστάρι· (χαϊδευτικά) το μικρό παιδί, ιδίως το μοναδικό παιδί μιας οικογένειας: «όταν βλέπει το βλαστάρι του, κατουριέται απάνω του απ’ τη χαρά του». (Λαϊκό τραγούδι: να μαραθείς βλαστάρι μου ποτέ δε θα σ’ αφήσω και με το αίμα της καρδιάς εγώ θα σε ταΐσω). Υποκορ. βλασταράκι, το.