βίος
βίος,
ο, ουσ. [<αρχ.
βίος]. 1. η ζωή, η διάρκεια της ζωής: «σ’ όλον το βίο του προσπάθησε να
ζήσει τίμια». 2. ο τρόπος που ζει και συμπεριφέρεται ένας άνθρωπος σε
έναν τομέα της κοινωνικής του ζωής: «στον κοινωνικό του βίο υπήρξε άμεμπτος ||
στο συζυγικό του βίο ήταν ευτυχισμένος || στον πολιτικό του βίο απέτυχε
παταγωδώς». 3. η βιογραφία, ιδίως αξιόλογων προσώπων: «οι βίοι αγίων ||
οι βίοι των μεγάλων κατακτητών || οι βίοι των μεγάλων εξερευνητών || οι βίοι
μεγάλων ανδρών της αρχαιότητας». (Βέβαια ο καθένας μπορεί να ασχοληθεί με τη
βιογραφία κάποιου, αν τον νομίζει ή τον θεωρεί αξιόλογο, ή και με την προσωπική
του βιογραφία, την αυτοβιογραφία του)·
- βίοι
παράλληλοι, λέγεται για πρόσωπα που παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες σε όλες
τις εκφάνσεις της ζωής τους: «μιμούμενος τον αρχαίο Πλούταρχο, συγγράφει ένα
βιβλίο με τους παράλληλους βίους των αρχηγών των δυο μεγάλων κομμάτων»·
- βίο(ν)
ανθόσπαρτο(ν), ευχή σε νεόνυμφους να περάσουν τη ζωή τους χωρίς δυσκολίες
και προβλήματα, να περάσουν τη ζωή τους με χαρά και ευτυχία. (Λαϊκό τραγούδι: βίος
ανθόσπαρτος αλλά μετ’ εμποδίων, της τρέλας έρωτες σαφώς εκτός ορίων)·
- βίος
αβίωτος, που δεν μπορεί κανείς να τον ζήσει, ο αφόρητος: «με τόση φτώχεια
ζούσε ένα βίο αβίωτο»·
- διά
βίου, σε όλη τη διάρκεια της ζωής: «έζησαν διά βίου αγαπημένοι κι
ευτυχισμένοι»·
- είναι
βίος και πολιτεία, έχει ζήσει έντονα τη ζωή του μέσα στην κραιπάλη και στην
παρανομία: «αυτόν τον άνθρωπο να τον προσέχεις, γιατί είναι βίος και πολιτεία».
Πρβλ.: ο βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (τίτλος μυθιστορήματος του
Ν. Καζαντζάκη)·
- θα
σου κάνω το βίο αβίωτο, απειλητική έκφραση σε κάποιον ότι θα τον
ταλαιπωρήσουμε, θα τον βασανίσουμε τόσο πολύ, που να μην αντέχει άλλο τη ζωή
του: «αν εξακολουθήσεις να ενοχλείς την κόρη μου, θα σου κάνω τον βίο αβίωτο»·
- μου
’γινε ο βίος αβίωτος, είναι η ζωή μου γεμάτη βάσανα, δυσκολίες και
ταλαιπωρίες, γι’ αυτό μου έγινε αφόρητη: «με τόσες απανωτές ατυχίες μου ’γινε ο
βίος αβίωτος»·
- μου
’κανε το βίο αβίωτο, με ταλαιπώρησε, με βασάνισε τόσο πολύ, που δεν αντέχω
άλλο τη ζωή μου: «είναι τόσο γκρινιάρα η γυναίκα μου, που μου ’κανε το βίο
αβίωτο με την γκρίνια της»·
- ο
πρότερος έντιμος βίος, ο
έντιμος τρόπος που έζησε και συμπεριφέρθηκε γενικά ένας άνθρωπος πριν από την
τέλεση κάποιας κολάσιμης πράξης: «το δικαστήριο κηρύσσει τον κατηγορούμενο
ένοχο, αλλά λόγω προτέρου εντίμου βίου του επιβάλλει ένα χρόνο φυλάκιση με
τριετή αναστολή».
βιος
βιος,
ο, κ. βιο,
το, ουσ. [<αρχ. βίος], η κινητή ή ακίνητη περιουσία κάποιου, η υλική
αφθονία, ο πλούτος που κατέχει κάποιος: «με τη σκληρή δουλειά, απόκτησε μεγάλο
βιο || έχασε όλο το βιος του στα χαρτιά || του ’φαγαν το βιο του οι διάφορες
παρδαλές». (Λαϊκό τραγούδι: κάλλιο να πνίγει τη σοδειά μου ο Πηνειός, κάλλιο
χαλάζια και βροχές να τη θερίζουν, για να η βλέπω να μ’ αρπάζουνε το βιος,
οι τσιφλικάδες που τη γη δεν την ορίζουν //και νάνι του στην αγκαλιά
νανούριζες το γιο, να δω αφέντη το ραγιά και με δικό του βιο)·
- ελάτ’
εσείς οι γνωστικοί να φάτε του τρελού το βιος, λέγεται σε περιπτώσεις
εκμετάλλευσης αδύναμων ανθρώπων·
- σαν
να μην ξέρω το βιος μου! λέγεται με παράπονο, όταν η βοήθεια που ζητάμε από
ένα οικείο ή συγγενικό πρόσωπο δεν πραγματοποιείται, αν και ήμασταν ήδη
σίγουροι πως δεν υπήρχε ελπίδα να πραγματοποιηθεί, γιατί γνωρίζουμε καλά το
ποιόν αυτού του ατόμου·
- το
βιος παντρεύει το στοιχειό, δεν υπάρχει πρόβλημα για το άσχημο άτομο να
παντρευτεί, όταν είναι πλούσιο: «όσο άσχημη κι αν είναι, με τα πλούτη που έχει
ο πατέρας της δε θ’ αργήσει να την παντρέψει, γιατί το βιος παντρεύει
στοιχειό». Συνήθως αναφέρεται για γυναίκα.