Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
βιάζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βιάζω, ρ. [<αρχ. βιάζω], βιάζω. 1. παραβιάζω κλειδωμένο χώρο, ιδίως με σκοπό την κλοπή, διαρρηγνύω: «οι διαρρήκτες βίασαν την εξώπορτα του σπιτιού και μπήκαν μέσα». 2. στο γ΄ πρόσ. βιάζει, είναι επείγον, επείγει: «τόσο πολύ πια βιάζει να υπογράψει ο διευθυντής τα χαρτιά;».