Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
βγάζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βγάζω κ. βγάνω, ρ. [<μσν. ἐβγάζω < αρχ. εκβιβάζω], βγάζω. 1. κερδίζω: «βγάζω αρκετά χρήματα από την καινούρια μου δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: μέσα στη λαχαναγορά να ζουν τα μαναβάκια, που όσα βγάζουν τ’ ακουμπούν τα βράδια στα γλεντάκια). 2. εξαρθρώνω: «έβγαλα το χέρι μου || έβγαλα τον ώμο μου». 3. παράγω: «έχει μια βιοτεχνία και βγάζει κάλτσες || αυτή η περιοχή βγάζει βαμβάκι || τι βγάζει αυτό το εργοστάσιο;». 4. προσφέρω: « η μητέρα έβγαλε στους επισκέπτες γλυκό του κουταλιού». 5. εκλέγω: «στο νομό μας βγάλαμε πέντε βουλευτές». 6. αγοράζω, αποκτώ, γίνομαι κάτοχος: «έβγαλα καινούριο αυτοκίνητο || πόσα πλήρωσες για να το βγάλεις;». 7. συμπεραίνω: «απ’ όσα μου λες, βγάζω το παρακάτω νόημα». 8. διακρίνω: «δε βγάζω τα γράμματά σου». 9. αντεπεξέρχομαι: «κανείς δε θα μπορούσε να βγάλει τέτοια φτώχεια!». (Λαϊκό τραγούδι: κοντά σε μένα έβγαλες τα μπατιρήματά σου, να φύγεις τώρα και θα δω τ’ αποτελέσματά σου). 10. οδηγώ, καταλήγω κάπου: «πού βγάζει αυτός ο δρόμος;». 11. εξάγω σε άλλη χώρα: «κάθε χρόνο βγάζει στη Γερμανία πολλούς τόνους ροδάκινα». 12. καταλαβαίνω, κατανοώ: «μου τα ’πες τόσο μπερδεμένα, που δεν έβγαλα νόημα». 13. δίνω σε κάποιον ένα καινούριο όνομα, του κολλώ ένα παρατσούκλι: «επειδή έχει μεγάλη μύτη, τον βγάλαμε μυταρά || επειδή έχει μεγάλα αφτιά, τον βγάλαμε αφταρά». 14. δίνω όνομα: «ο νονός της την έβγαλε Χρυσούλα». 15. αφαιρώ: «κάποιος έβγαλε το κάδρο απ’ τον τοίχο». 16. καλύπτω χρονικά: «σε πόση ώρα βγάζεις αυτή την απόσταση;». 17. (για γυναίκες) γεννώ: «μπορεί να είναι μικροκαμωμένη, αλλά έβγαλε πέντε παιδιά». (Λαϊκό τραγούδι: ήτανε ανάγκη να με βγάλεις, σε φουρτούνες τόσες να με βάλεις). (Ακολουθούν 565 φρ.)·
- ακόμη δεν έβγαλε γένια, βλ. λ. γένια·
- ακόμη δεν έβγαλε μουστάκι ή ακόμη δεν έβγαλε μουστάκια, βλ. λ. μουστάκι·
- ακόμη δεν έβγαλε τρίχες στ’ αρχίδια του, βλ. λ. αρχίδι·
- ακόμη δεν έβγαλες φρονιμίτη; βλ. λ. φρονιμίτης·
- ακόμη δεν τον είδαμε και Γιάννη τονε βγάλαμε, βλ. λ. Γιάννης·
- αντί για λαγό, έβγαλε αρκούδα (ενν. το κυνηγετικό σκυλί), βλ. λ. αρκούδα·
- από σπανό τρίχα δύσκολα βγάζεις, βλ. λ. σπανός·
- ας βγάλουν τα μάτια τους ή δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους, βλ. λ. μάτι·
- αυτή η στάνη αυτό το τυρί βγάνει, βλ. λ. στάνη·
- βγάζει αγγέλους, (για τραγουδιστές) βλ. λ. άγγελος·
- βγάζει αέρα λεφτά, βλ. λ. αέρας·
- βγάζει αίμα, (για πληγές ή μύτες) βλ. λ. αίμα·
- βγάζει άντερα, (για μουσικούς) βλ. λ. άντερο·
- βγάζει άντερα ή βγάζει τ’ άντερά του, βλ. λ. άντερο·
- βγάζει από μέρμηγκα πετσί κι απ’ το κουνούπι ξίγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- βγάζει ατμούς, βλ. λ. ατμός·
- βγάζει αφρούς (απ’ το στόμα του), βλ. λ. αφρός·
- βγάζει γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- βγάζει γλυκά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- βγάζει γλυκό χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- βγάζει δόντια, (για βρέφη) βλ. λ. δόντι·
- βγάζει ζεστά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- βγάζει ζεστό χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- βγάζει καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- βγάζει καρφί, βλ. λ. καρφί·
- βγάζει (κι) απ’ τη μύγα ξίγκι, βλ. λ. μύγα·
- βγάζει (κι) απ’ την πέτρα λάδι, βλ. λ. πέτρα·
- βγάζει λαγούς απ’ το καπέλο του, βλ. λ. λαγός·
- βγάζει λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- βγάζει λεφτά με ουρά, βλ. λ. λεφτά·
- βγάζει λεφτά με τη σέσουλα, βλ. λ. λεφτά·
- βγάζει λεφτά με το ζεμπίλι, βλ. λ. λεφτά·
- βγάζει λεφτά με το τσουβάλι, βλ. λ. λεφτά·
- βγάζει λίρα με ουρά ή βγάζει λίρες με ουρά, βλ. λ. λίρα·
- βγάζει μάτι, βλ. λ. μάτι·
- βγάζει μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- βγάζει παρά με ουρά ή βγάζει παράδες με ουρά, βλ. λ. παράς·
- βγάζει πιστόλι, βλ. λ. πιστόλι·
- βγάζει πολλά, βλ. λ. πολύς·
- βγάζει σπίθες, βλ. λ. σπίθα·
- βγάζει τα κέρατά του, βλ. λ. κέρατο·
- βγάζει τα μαλλιά της κεφαλής του, βλ. λ. μαλλί·
- βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του, βλ. λ. μαλλιοκέφαλα·
- βγάζει την παιδική (ενν. αρρώστια), (για νήπια) βλ. λ. παιδικός·
- βγάζει της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγιά·
- βγάζει τρελά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- βγάζει φλόγες απ’ το στόμα του, βλ. λ. φλόγα·
- βγάζει φωτιά ή βγάζει φωτιές (κάτι), βλ. λ. φωτιά·
- βγάζει φωτιές (κάποιος), βλ. λ. φωτιά·
- βγάζει φωτιές απ’ το στόμα του, βλ. λ. φωτιά·
- βγάζει φωτιές απ’ τον κώλο του ή βγάζει απ’ τον κώλο του φωτιές, βλ. λ. φωτιά·
- βγάζει φωτιές ο κώλος του ή βγάζει ο κώλος του φωτιές, βλ. λ. φωτιά·
- βγάζει χολή (εναντίον κάποιου), βλ. λ. χολή·
- βγάζει χοντρά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- βγάζει χοντρό χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- βγάζει χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- βγάζει χρήμα με ουρά, βλ. λ. χρήμα·
- βγάζουν τα πόδια μου φωτιά ή βγάζουν τα πόδια μου φωτιές, βλ. λ. πόδι·
- βγάζουν το νεκρό, βλ. λ. νεκρός·
- βγάζω αβγό, βλ. λ. αβγό·
- βγάζω αίμα, βλ. λ. αίμα·
- βγάζω άκρη, βλ. λ. άκρη·
- βγάζω άμυνα, (για βολεϊμπολίστες) βλ. λ. άμυνα·
- βγάζω ανακοινωθέν, βλ. λ. ανακοινωθέν·
- βγάζω απ’ τη μέση, βλ. λ. μέση·
- βγάζω απ’ τη ναφθαλίνη, βλ. λ. ναφθαλίνη·
- βγάζω απ’ την κυκλοφορία, βλ. λ. κυκλοφορία·
- βγάζω απ’ το κεφάλι μου (κάτι), βλ. λ. κεφάλι·
- βγάζω απ’ το μαντρί, βλ. λ. μαντρί·
- βγάζω απ’ το μυαλό μου (κάτι), βλ. λ. μυαλό·
- βγάζω απ’ το νου μου (κάτι), βλ. λ. νους·
- βγάζω απ’ το συρτάρι, βλ. λ. συρτάρι·
- βγάζω απ’ το τούνελ (κάποιον), βλ. λ. τούνελ·
- βγάζω απ’ το χρονοντούλαπο (κάτι) ή βγάζω απ’ το χρονοντούλαπο της ιστορίας (κάτι), βλ. λ. χρονοντούλαπο·
- βγάζω από πάνω μου, (για ρούχα) βλ. λ. πάνω·
- βγάζω αράχνες, βλ. λ. αραχνιάζω·
- βγάζω βαθμό, βλ. λ. βαθμός·
- βγάζω βρόμα, βλ. λ. βρόμα·
- βγάζω βρομιά, βλ. λ. βρομιά·
- βγάζω γαζέτα, βλ. λ. γαζέτα·
- βγάζω γένια, βλ. λ. γένια·
- βγάζω γκολ, (για ποδοσφαιριστές) βλ. λ. γκόλ·
- βγάζω γκόμενα, (για άντρες)βλ. λ. γκόμενα·
- βγάζω γκόμενο, (για γυναίκες) βλ. λ. γκόμενος·
- βγάζω γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- βγάζω γλώσσα ένα πήχη ή βγάζω γλώσσα μια πήχη, βλ. λ. γλώσσα·
- βγάζω γλώσσα μια πιθαμή, βλ. λ. γλώσσα·
- βγάζω γούστα, βλ. λ. γούστο·
- βγάζω γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- βγάζω δεκατριάρι, βλ. λ. δεκατριάρι·
- βγάζω δελτίο, βλ. λ. δελτίο·
- βγάζω δίσκο, βλ. λ. δίσκος·
- βγάζω δόντια, βλ. λ. δόντι·
- βγάζω δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- βγάζω δωδεκάρι, βλ. λ. δωδεκάρι·
- βγάζω είδηση (για δημοσιογράφους) βλ. λ. είδηση·
- βγάζω εκτός μάχης (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάχη·
- βγάζω έναν δεκάρικο (ενν. λόγο), βλ. λ. δεκάρικος·
- βγάζω εξάρι, βλ. λ. εξάρι·
- βγάζω έξω, βλ. λ. έξω·
- βγάζω εφημερίδα, βλ. λ. εφημερίδα·
- βγάζω ιλαρά, βλ. λ. ιλαρά·
- βγάζω καζίκια, βλ. λ. καζίκι·
- βγάζω καντήλες, βλ. λ. καντήλα·
- βγάζω κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- βγάζω καταδίκη, βλ. λ. καταδίκη·
- βγάζω κέρδος, βλ. λ. κέρδος·
- βγάζω κοκοράκια, βλ. λ. κοκοράκι·
- βγάζω κορόνα ή βγάζω κορόνες, βλ. λ. κορόνα·
- βγάζω λαβράκι, (στη γλώσσα των δημοσιογράφων) βλ. λ. λαβράκι·
- βγάζω λαγό, (στη γλώσσα των δημοσιογράφων) βλ. λ. λαγός·
- βγάζω λεφτά απ’ την τράπεζα, βλ. λ. λεφτά·
- βγάζω λόγο, βλ. λ. λόγος·
- βγάζω με τρόπο, βλ. λ. τρόπος·
- βγάζω μεγάλο κανάλι, βλ. λ. κανάλι·
- βγάζω μια φωνή, βλ. λ. φωνή·
- βγάζω (μια) φωτογραφία, βλ. λ. φωτογραφία·
- βγάζω μονάχος μου τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- βγάζω μπαλκόνι, βλ. λ. μπαλκόνι·
- βγάζω μπιμπίκια, βλ. λ. μπιμπίκι·
- βγάζω μπουρμπουλήθρες, βλ. λ. μπουρμπουλήθρα·
- βγάζω μπούτι (για γυναίκες) βλ. λ. μπούτι·
- βγάζω νερό, βλ. λ. νερό·
- βγάζω ντελάλη, βλ. λ. ντελάλης·
- βγάζω όνομα, βλ. λ. όνομα·
- βγάζω όρντινο, βλ. λ. όρντινο·
- βγάζω παλικάρι (κάποιον ή κάποια), βλ. λ. παλικάρι·
- βγάζω παράρτημα, βλ. λ. παράρτημα·
- βγάζω πενταροδεκάρες, βλ. λ. πενταροδεκάρες·
- βγάζω πιάτο, βλ. λ. πιάτο·
- βγάζω πλάκα ή βγάζω πλάκες, βλ. λ. πλάκα·
- βγάζω ρίζες, βλ. λ. ρίζα·
- βγάζω σπυράκια, βλ. λ. σπυράκι·
- βγάζω σπυριά, βλ. λ. σπυρί·
- βγάζω στα φόρα, βλ. λ. φόρα2·
- βγάζω στη βίζιτα, βλ. λ. βίζιτα·
- βγάζω στη λοταρία, βλ. λ. λοταρία·
- βγάζω στη μέση, βλ. λ. μέση·
- βγάζω στη φόρα, βλ. λ. φόρα2·
- βγάζω στην αγορά, βλ. λ. αγορά·
- βγάζω στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- βγάζω στην επιφάνεια, βλ. λ. επιφάνεια·
- βγάζω στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- βγάζω στην μπουρού, βλ. λ. μπουρού·
- βγάζω στην πιάτσα, βλ. λ. πιάτσα·
- βγάζω στο γυαλί, βλ. λ. γυαλί·
- βγάζω στο επάγγελμα, βλ. λ. επάγγελμα·
- βγάζω στο κλαρί, βλ. λ. κλαρί·
- βγάζω στο κουρμπέτι, βλ. λ. κουρμπέτι·
- βγάζω στο λότο, βλ. λ. λότος·
- βγάζω στο μεϊντάνι, βλ. λ. μεϊντάνι·
- βγάζω στο πανί, βλ. λ. πανί·
- βγάζω στο σφυρί, βλ. λ. σφυρί·
- βγάζω στο τσόλι, βλ. λ. τσόλι·
- βγάζω στο φως (κάτι), βλ. λ. φως·
- βγάζω στον τάκο, βλ. λ. τάκος·
- βγάζω τ’ άντερα (κάποιου μηχανήματος), βλ. λ. άντερο·
- βγάζω τ’ άντερά μου, βλ. λ. άντερο·
- βγάζω τ’ άπλυτά του στη φόρα, βλ. λ. άπλυτα·
- βγάζω τ’ άπλυτά του στο δρόμο, βλ. λ. άπλυτα·
- βγάζω τ’ απωθημένα μου, βλ. λ. απωθημένο·
- βγάζω τ’ όνομα (κάποιου, ιδίως κοριτσιού), βλ. λ. όνομα·
- βγάζω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια), βλ. λ. όνομα·
- βγάζω τα έξοδά μου, βλ. λ. έξοδο·
- βγάζω τα εσώψυχά μου, βλ. λ. εσώψυχα·
- βγάζω τα κάστανα απ’ τη φωτιά, βλ. λ. κάστανο·
- βγάζω τα λυσσ(ι)ακά μου, βλ. λ. λυσσ(ι)ακά·
- βγάζω τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. μάτι·
- βγάζω τα μαύρα, βλ. λ. μαύρος·
- βγάζω τα μέσα μου ή βγάζω το μέσα μου, βλ. λ. μέσα·
- βγάζω τα ντούκα, βλ. λ. ντούκα·
- βγάζω τα νύχια μου, βλ. λ. νύχι·
- βγάζω τα ραφτικά, βλ. λ. ραφτικά·
- βγάζω τα ρούχα μου, βλ. λ. ρούχο·
- βγάζω τα σπασμένα, βλ. λ. σπασμένα·
- βγάζω τα σπλάχνα μου, βλ. λ. σπλάχνο·
- βγάζω τα συκώτια μου, βλ. λ. συκώτι·
- βγάζω τα σωθικά μου, βλ. λ. σωθικά·
- βγάζω τα τζιγέρια μου, βλ. λ. τζιγέρι·
- βγάζω τα τζίτζιλα, βλ. λ. τζίτζιλο·
- βγάζω τα τσιγάρα μου, βλ. λ. τσιγάρο·
- βγάζω τα χαρτιά μου, βλ. λ. χαρτί·
- βγάζω τα ψαλτικά, βλ. λ. ψαλτικά·
- βγάζω ταχύτητα, βλ. λ. ταχύτητα·
- βγάζω τη βρόμα, βλ. λ. βρόμα·
- βγάζω τη βρομιά, βλ. λ. βρομιά·
- βγάζω τη γάτα απ’ το σακί, βλ. λ. γάτα·
- βγάζω τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- βγάζω τη μαμαλίγκα, βλ. λ. μαμαλίγκα·
- βγάζω τη μαρμίτα, βλ. λ. μαρμίτα·
- βγάζω τη μάσκα, βλ. λ. μάσκα·
- βγάζω τη μέση μου, βλ. λ. μέση·
- βγάζω τη μούγγα, βλ. λ. μούγγα·
- βγάζω τη σκούφια μου και την πατώ, βλ. λ. σκούφια·
- βγάζω τη σούμα, βλ. λ. σούμα·
- βγάζω τη φασουλάδα, βλ. λ. φασουλάδα·
- βγάζω τη χρυσή, βλ. λ. χρυσή·
- βγάζω τη χρυσή απ’ το κακό μου, βλ. λ. χρυσή·
- βγάζω (την) άδεια, βλ. λ. άδεια·
- βγάζω την αμπάρα, βλ. λ. αμπάρα·
- βγάζω την κουραμάνα, βλ. λ. κουραμάνα·
- βγάζω την μπαρούφα, βλ. λ. μπαρούφα·
- βγάζω την μπέμπελη, βλ. λ. μπέμπελη·
- βγάζω την ουρά μου απ’ έξω, βλ. λ. ουρά·
- βγάζω την υποχρέωση, βλ. λ. υποχρέωση·
- βγάζω τις άδειες (ενν. του γάμου μου), βλ. λ. άδεια·
- βγάζω τις παρωπίδες, βλ. λ. παρωπίδα·
- βγάζω το άχτι μου, βλ. λ. άχτι·
- βγάζω το καθημερινό μου, βλ. λ. καθημερινό·
- βγάζω το καπέλο μου και το πατώ, βλ. λ. καπέλο·
- βγάζω το καρβέλι, βλ. λ. καρβέλι·
- βγάζω το λεκέ από πάνω μου, βλ. λ. λεκές·
- βγάζω το μάνταλο, βλ. λ. μάνταλο·
- βγάζω το ξεροκόμματο, βλ. λ. ξεροκόμματο·
- βγάζω το πανεπιστήμιο, βλ. λ. πανεπιστήμιο·
- βγάζω το προσωπείο, βλ. λ. προσωπείο·
- βγάζω το ράσο ή βγάζω τα ράσα, βλ. λ. ράσο·
- βγάζω το στομάχι μου, βλ. λ. στομάχι·
- βγάζω το σύρτη, βλ. λ. σύρτης·
- βγάζω το σχολείο, βλ. λ. σχολείο·
- βγάζω το φαΐ μου, βλ. λ. φαΐ·
- βγάζω το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. λ. φίδι·
- βγάζω το χακί, βλ. λ. χακί·
- βγάζω το χρυσό δοντάκι ή βγάζω χρυσό δοντάκι, βλ. λ. δοντάκι·
- βγάζω το ψωμί μου, βλ. λ. ψωμί·
- βγάζω το ψωμί (μου) με αίμα και ιδρώτα ή βγάζω το ψωμί (μου) με ιδρώτα και αίμα, βλ. λ. ψωμί·
- βγάζω το ψωμοτύρι μου, βλ. λ. ψωμοτύρι·
- βγάζω τον άρτον τον επιούσιον, βλ. λ. άρτος·
- βγάζω τον επιούσιο, βλ. λ. επιούσιος·
- βγάζω (τον) καρκίνο, βλ. λ. καρκίνος·
- βγάζω τον τραχανά, βλ. λ. τραχανάς·
- βγάζω τρίχες στ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- βγάζω τρίχες, βλ. λ. τρίχα·
- βγάζω φαΐ, βλ. λ. φαΐ·
- βγάζω φιρμάνι, βλ. λ. φιρμάνι·
- βγάζω φλας, βλ. λ. φλας·
- βγάζω φρονιμίτη, βλ. λ. φρονιμίτης·
- βγάζω φτερά, βλ. λ. φτερά·
- βγάζω φωνή μεγάλη, βλ. λ. φωνή·
- βγάζω φωτογραφία (κάποιον), βλ. λ. φωτογραφία·
- βγάζω φωτογραφίες (ιδίως για γυναίκα), βλ. λ. φωτογραφία·
- βγάζω χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- βγάζω χρυσό δοντάκι, βλ. λ. δοντάκι·
- βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου, βλ. λ. κεφάλι·
- βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου, βλ. λ. μυαλό·
- βγάλ’ το απ’ το νου σου, βλ. λ. νους·
- βγάλε με απέξω, βλ. λ. απέξω·
- βγάλε τα μάτια σου, βλ. λ. μάτι·
- βγάλε τη μούγγα, βλ. λ. μούγγα·
- βγάλε τη σκούφια σου και βάρα τον, βλ. λ. σκούφια·
- βγάλε το σκασμό, βλ. λ. σκασμός·
- βγάλε τον αγλέουρα, βλ. λ. αγλέουρας·
- βγάλε τον περίδρομο, βλ. λ. περίδρομος·
- βιαστικό ζευγάρωμα τρελό παιδί θα βγάλει, βλ. λ. ζευγάρωμα·
- για να βγάλω το άχτι μου, βλ. λ. άχτι·
- γιατί τον έβγαλες απ’ τη γυάλα; βλ. λ. γυάλα·
- δε βγάζει πουθενά, βλ. λ. πουθενά·
- δε βγάζει σε άκρη (κάτι), βλ. λ. άκρη·
- (δε) βγάζω άκρη, βλ. λ. άκρη·
- δε βγάζω άκρη (με κάποιον), βλ. λ. άκρη·
- δε βγάζω άχνα, βλ. λ. άχνα·
- δε βγάζω δεκάρα, βλ. λ. δεκάρα·
- δε βγάζω δραχμή, βλ. λ. δραχμή·
- δε βγάζω κιχ, βλ. λ. κιχ·
- δε βγάζω λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δε βγάζω λέξη απ’ τα χείλη μου, βλ. λ. λέξη·
- δε βγάζω λέξη απ’ το στόμα μου, βλ. λ. λέξη·
- δε βγάζω μιλιά, βλ. λ. μιλιά·
- δε βγάζω νόημα, βλ. λ. νόημα·
- δε βγάζω τα γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
- δε βγάζω τα γράμματά του ή δεν τα βγάζω τα γράμματά του, βλ. λ. γράμμα·
- δε βγάζω τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δε βγάζω φράγκο, βλ. λ. φράγκο·
- δε θα βγάλεις άχνα, βλ. λ. άχνα·
- δε θα βγάλεις κιχ, βλ. λ. κιχ·
- δε θα βγάλεις λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δε θα βγάλεις μιλιά, βλ. λ. μιλιά·
- δε θα βγάλεις τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δε θα βγάλεις τσιμουδιά, βλ. λ. τσιμουδιά·
- δεν έβγαλα γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν έβγαλε αχ ή δεν πρόλαβε να βγάλει αχ, βλ. λ. αχ·
- δεν έβγαλε άχνα, βλ. λ. άχνα·
- δεν έβγαλε γρυ ή δεν πρόλαβε να βγάλει γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν έβγαλε κιχ ή δεν πρόλαβε να βγάλει κιχ, βλ. λ. κιχ·
- δεν έβγαλε κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν έβγαλε λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δεν έβγαλε μιλιά, βλ. λ. μιλιά·
- δεν έβγαλε τσιμουδιά, βλ. λ. τσιμουδιά·
- δεν ξέρω πού θα βγάλει ή δεν ξέρω τι θα βγάλει, έκφραση που δηλώνει άγνοια για το αποτέλεσμα μιας ενέργειάς μας: «έριξα ένα σωρό λεφτά σ’ αυτή την επιχείρηση, αλλά δεν ξέρω τι θα βγάλει». (Λαϊκό τραγούδι: με τους καβγάδες στήσαμε κι οι δυο ψιλό γαζί, η γκρίνια που αρχίσαμε δεν ξέρω τι θα βγάλει)· βλ. και φρ. πού θα μας βγάλει·
- δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους! βλ. λ. μάτι·
- (δεν) τα βγάζω (ενν. τα γράμματα), (δεν) δυσκολεύομαι να διαβάσω ένα χειρόγραφο κείμενο, (παρόλο που) γιατί έχει δυσανάγνωστα γράμματα: «δεν τα βγάζω έτσι όπως το ’χεις γραμμένο»·
- δεν τα βγάζω απ’ την κοιλιά μου, βλ. λ. κοιλιά·
- δεν τα βγάζω απ’ το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- δεν τα βγάζω πέρα, βλ. λ. πέρα·
- δεν τη βγάζουμε, (για ζευγάρι) θα πάψουμε να είμαστε μαζί, θα χωρίσουμε: «όπως πάνε τα πράγματα δεν τη βγάζουμε για πολύ καιρό». (Λαϊκό τραγούδι: με το πείσμα το δικό μου και με το δικό σου βέτο, οπωσδήποτε παρέα δεν τη βγάζουμε εφέτο
- δεν τη βγάζω (ενν. καθαρή), βλ. φρ. (δεν) τη βγάζω καθαρή. (Λαϊκό τραγούδι: θα κάνω ντου βρε πονηρή στα στέκια που αράζεις κι αν σε τρακάρω πουθενά μ’ αυτόν τον άνθρωπο ξανά, στο λέω δεν τη βγάζεις)·
- δεν τη βγάζω ή δεν τη βγάζουμε, α. δεν τα καταφέρνω να ζω κάπως υποφερτά στη ζωή μου, δεν περνώ μεγάλες δυσκολίες, μεγάλες φτώχειες: «δεν μπορώ να πω ότι ζω άνετα, αλλά τη βγάζω || απ’ τη μέρα που χρεοκόπησα, δεν τη βγάζω». β. δε θα καταφέρω να μείνω στη ζωή, θα πεθάνω: «από κάτι μισόλογα του γιατρού μου κατάλαβα πως δε τη βγάζω». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δεν τη βγάζω (ενν. τη ζωή), βρίσκομαι από άποψη υγείας σε άσχημη κατάσταση κι επικρατεί η γνώμη πως θα πεθάνω: «οι γιατροί μου είπαν πως δε τη βγάζω»·
- (δεν) τη βγάζω καθαρή, βλ. λ. καθαρός·
- δεν τον βγάζει το μήνα, βλ. λ. μήνας·
- έβαλαν τον τρελό να βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά, βλ. λ. τρελός·
- έβαλαν τον τρελό να βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. λ. τρελός·
- έβγαλα γένια, βλ. λ. γένια·
- έβγαλα το λαιμό μου, βλ. λ. λαιμός·
- έβγαλα το λαρύγγι μου, βλ. λ. λαρύγγι·
- έβγαλα τον γκιρλατάνο, βλ. λ. γκιρλατάνος·
- έβγαλαν καντήλες τα πόδια μου, βλ. λ. καντήλα·
- έβγαλαν τα μαχαίρια, βλ. λ. μαχαίρι·
- έβγαλαν φτερά, βλ. λ. φτερό·
- έβγαλε αέρα, βλ. λ. αέρας·
- έβγαλε η γλώσσα μου μαλλιά ή έβγαλε μαλλιά η γλώσσα μου, βλ. λ. γλώσσα·
- έβγαλε κακό όνομα, βλ. λ. όνομα·
- έβγαλε μια γλώσσα να! ή έβγαλε μια γλώσσα σαν παντόφλα ή έβγαλε μια γλώσσα σαν παπούτσι, βλ. λ. γλώσσα·
- έβγαλε ο κώλος μου κάλο ή έβγαλε κάλο ο κώλος μου (ενν. από το καθισιό, από το κάθισμα, από την καρέκλα), βλ. λ. κώλος·
- έβγαλε ο κώλος μου μαλλί ή έβγαλε μαλλί ο κώλος μου, βλ. λ. κώλος·
- έβγαλε σκουλήκια, βλ. λ. σκουλήκι·
- έβγαλε στο πλύσιμο (για ρούχα) βλ. λ. πλύσιμο·
- έβγαλε τα παπούτσια του και μπήκε, βλ. λ. παπούτσι·
- έβγαλε το στόμα μου μαλλιά ή έβγαλε μαλλιά το στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- είπαμε του λωλού να κλάσει κι έβγαλε τον κώλο του, βλ. λ. κλάνω·
- είπαμε του τρελού να χέσει, έβγαλε και τ’ άντερά του, βλ. λ. χέζω·
- έναν (μία) έβγαλε το εργοστάσιο κι ύστερα έκλεισε, βλ. λ. εργοστάσιο·
- η γλυκιά η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. λ. γλώσσα·
- η καλή η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. λ. γλώσσα·
- η κότα σκαλίζοντας βγάζει το μάτι της ή σκαλίζοντας η κότα βγάζει το μάτι της, βλ. λ. κότα·
- η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη, βλ. λ. νύχτα·
- η νύχτα δε βγάζει σε καλό, βλ. λ. νύχτα·
- η παλάμη του έχει βγάλει κάλο ή η παλάμη του έχει βγάλει κάλους, βλ. λ. κάλος·
- η χούφτα του έχει βγάλει κάλο ή η χούφτα του έχει βγάλει κάλους, βλ. λ. κάλος·
- θα βγάλεις σκουλήκια! βλ. λ. σκουλήκι·
- θα βγάλω το άχτι μου απάνω σου, βλ. λ. άχτι·
- θα βγάλω φτερά, βλ. λ. φτερό·
- θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει, βλ. λ. μάτι·
- θα σε βγάλω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σε βγάλω στην τηλεόραση, βλ. λ. τηλεόραση·
- θα σε βγάλω στις ειδήσεις, βλ. λ. είδηση·
- θα σου βγάλω τ’ άντερα, βλ. λ. άντερο·
- θα σου βγάλω τ’ αφτί ή θα σου βγάλω τ’ αφτιά ή θα στα βγάλω τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- θα σου βγάλω τα τζίτζιλα, βλ. λ. τζίτζιλο·
- θα σου βγάλω τις κωλότριχες, βλ. λ. κωλότριχα·
- θα σου βγάλω το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- θα σου βγάλω το παντελόνι ή θα σου βγάλω τα παντελόνια, βλ. λ. παντελόνι·
- θα σου βγάλω το τσουλούφι, βλ. λ. τσουλούφι·
- και βγάλε με για ψεύτη ή και βγάλε με και ψεύτη ή και βγάλε με ψεύτη, βλ. λ. ψεύτης·
- κι από στέρφα γίδα βγάζει γάλα, βλ. λ. γίδα·
- κι όπου με βγάλει, βλ. λ. όπου·
- κι όπου με βγάλει η άκρη, βλ. λ. άκρη·
- κι όπου με βγάλουν τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει, βλ. λ. κόρακας·
- μ’ έβγαλε απ’ τα ρούχα μου, βλ. λ. ρούχο·
- μ’ έβγαλε έξω, βλ. λ. έξω·
- μας έβγαλαν γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, βλ. λ. γκολ·
- μας έβγαλε άλλο φασούλι ή μας έβγαλε καινούριο φασούλι ή μας έβγαλε κι άλλο φασούλι ή μας έβγαλε νέο φασούλι, βλ. λ. φασούλι·
- μασάει σίδερα και βγάζει πινέζες, βλ. λ. σίδερο·
- με βγάζει παλικάρι (κάτι), βλ. λ. παλικάρι·
- με βγάζει (στην) αναφορά, βλ. λ. αναφορά·
- με βγάζει ψεύτη, βλ. λ. ψεύτης·
- με βγάζουν ανίκανο, βλ. λ. ανίκανος·
- με βγάζουν απέξω, βλ. λ. απέξω·
- με βγάζουν αράουτ, βλ. λ. αράουτ·
- με βγάζουν αφρό, βλ. λ. αφρός·
- με βγάζουν λάδι, βλ. λ. λάδι·
- μέχρι αύριο θα βγάλουμε παπά, βλ. λ. παπάς·
- μη βγάλεις άχνα! βλ. λ. άχνα·
- μη βγάλεις κιχ! βλ. λ. κιχ·
- μη βγάλεις λέξη! βλ. λ. λέξη·
- μη βγάλεις μιλιά! βλ. λ. μιλιά·
- μη βγάλεις τσιμουδιά! βλ. λ. τσιμουδιά·
- μου βγάζει τ’ άντερα, βλ. λ. άντερο·
- μου βγάζουν τ’ όνομα, βλ. λ. όνομα·
- μου βγάζουν το λάδι, βλ. λ. λάδι·
- μου ’βγαλε τ’ άντερα, (για τροχοφόρα) βλ. λ. άντερο·
- μου ’βγαλε το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- μου το ’βγαλε απ’ τη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- μου το ’βγαλε ξινό ή μου το ’βγαλε σε ξινό, βλ. λ. ξινός·
- μπορεί να βγει έτσι δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- να βγάλεις τη φάγουσα, βλ. λ. φάγουσα·
- να βγάλεις το σκασμό, βλ. λ. σκασμός·
- να βγάλεις τον περίδρομο, βλ. λ. περίδρομος·
- να δούμε η μέρα τι θα βγάλει ή να δούμε τι θα βγάλει η μέρα, βλ. λ. μέρα·
- να τον μαχαιρώσεις αίμα δε θα βγάλει, βλ. λ. αίμα·
- ο (ακολουθεί όνομα ή επώνυμο) βγάζει δήμαρχο, βλ. λ. δήμαρχος·
- ο δημοσιογράφος πιο πολλά βγάζει απ’ αυτά που δε γράφει παρά απ’ αυτά που γράφει, βλ. λ. δημοσιογράφος·
- ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, βλ. λ. Θεός·
- ο κώλος μας ο μάστορας βγάζει πορδές ματζόρε, βλ. λ. κώλος·
- ο ράφτης, όταν κόβει την τσόχα, τη δική του βγάζει πρώτα, βλ. λ. ράφτης·
- όποιος τον Αύγουστο γαμεί, κακό χειμώνα βγάζει, βλ. λ. χειμώνας·
- όταν βγάλει ο σπανός γένια, βλ. λ. σπανός·
- όταν ο σάλιαγκας ζητεί ν’ αλλάξει το καυκί του, πρώτα βγάζει τα κέρατα κι έπειτα το κορμί του, βλ. λ. σάλιαγκας·
- πονάει δόντι, βγάζει μάτι, βλ. λ. δόντι·
- πόσα βγάζεις;(ενν. χρήματα), πόσα χρήματα κερδίζεις (ιδίως επί μηνιαίας βάσεως) από τη δουλειά σου ή ποιος είναι ο μισθός σου: «πόσα βγάζεις εσύ που είσαι έμπορος και πόσα βγάζω εγώ που είμαι μισθωτός;»·
- πού θα μας βγάλει ή πού θα με βγάλει, ποια θα είναι η κατάληξη (συνήθως αρνητική, δυσάρεστη): «κανείς δεν ξέρει αυτή η ακρίβεια πού θα μας βγάλει || έκανα ένα λάθος στη δουλειά και δεν ξέρω πού θα με βγάλει». (Λαϊκό τραγούδι: ζημιά απόψε έπαθα μεγάλη· να δω πού θα με βγάλει). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. δεν ξέρω πού θα βγάλει·
- πρόσεξε μη βγάλεις κανένα σαγόνι, βλ. λ. σαγόνι·
- πώς τη βγάζεις; πώς εξυπηρετείς τις βιοτικές ή σεξουαλικές ανάγκες σου(;): «δε μου ’πες, πώς τη βγάζεις; Έχεις λεφτά; || από σεξ πώς τη βγάζεις; Υπάρχει καμιά γκόμενα;»·  
- σαν βγάλει τρίχες η απαλάμη μου ή σαν βγάλει η απαλάμη μου τρίχες, βλ. λ. τρίχα·
- τα βγάζει απ’ την κοιλιά του, βλ. λ. κοιλιά·
- τα βγάζει απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- τα βγάζει απ’ το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- τα βγάζει απ’ το νου του, βλ. λ. νους·
- τα βγάζει απ’ το τσεπάκι του, βλ. λ. τσεπάκι·
- τα βγάζει τα λεφτά του, βλ. λ. λεφτά·
- τα βγάζω (ενν. τ’ αρχίδια μου), τα επιδεικνύω για να αποδείξω ότι είμαι άντρας μετά την προκλητική προτροπή κάποιου βγάλ’ τα (ενν. τ’ αρχίδια σου) για να πιστοποιήσει ότι είμαι άντρας. Η ουσία όμως της υπόθεσης δεν είναι να πιστοποιηθεί η ύπαρξη των αρχιδιών μου, γιατί, όσοι έχουν αρχίδια δεν παναπεί πως είναι και άντρες, αλλά, αν έχω το θάρρος να τα επιδείξω, πράγμα που θεωρείται τόλμη και, κατ’ επέκταση, ανδρισμός·
- τα βγάζω άκρη, βλ. λ. άκρη·
- τα βγάζω δεν τα βγάζω (ενν. τα έξοδα μου), μόλις και μετά βίας κατορθώνω να αντεπεξέρχομαι στα έξοδά μου: «τον τελευταίο καιρό έπεσε τέτοια αναδουλειά, που τα βγάζω δεν τα βγάζω»·
- τα βγάζω πέρα, βλ. λ. πέρα·
- τα βγάζω πέρα (με κάποιον), βλ. λ. πέρα·
- τα έξοδα του γάμου η νύφη δεν τα βγάζει, βλ. λ. νύφη·
- τα μάτια του βγάζουν αστραπές, βλ. λ. μάτι·
- τα μάτια του βγάζουν σπίθες, βλ. λ. μάτι·
- τα μάτια του βγάζουν φωτιές, βλ. λ. φωτιά·
- τα ψάρια έβγαλαν φτερά, βλ. λ. ψάρι·
- τη βάζει καρότο και τη βγάζει παντζάρι (ενν. την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. παντζάρι·
- τη βγάζει δεν τη βγάζει, είναι αμφίβολο αν θα επιζήσει: «οι γιατροί ανακοίνωσαν στους οικείους πως ο ασθενής τη βγάζει δεν τη βγάζει»·
- τη βγάζει σαν αγάς, βλ. λ. αγάς·
- τη βγάζει σαν βασιλιάς, βλ. λ. βασιλιάς·
- τη βγάζει σαν μπέης, βλ. λ. μπέης·
- τη βγάζει σαν πασάς, βλ. λ. πασάς·
- τη βγάζω, α. καταφέρνω και ζω και επιζώ παρ’ όλη τη φτώχεια ή τις δυσκολίες που περνώ, ζω υποφερτά: «μετά τη χρεοκοπία του μόλις που κατορθώνει και τη βγάζει». (Λαϊκό τραγούδι: άντε, ν’ αρρωστήσει ο Άγιος Πέτρος, να τη βγάλουμε και φέτος). β. περνώ κάπου ένα χρονικό διάστημα: «κάθε Κυριακή τη βγάζω στο σπίτι με την οικογένειά μου || το καλοκαίρι τη βγάζω στο εξοχικό που έχω στη Χαλκιδική»·
- τη βγάζω διπλοπόδι, βλ. λ. διπλοπόδι·
- τη βγάζω ζάχαρη, βλ. λ. ζάχαρη·
- τη βγάζω καθαρή, βλ. λ. καθαρός·
- τη βγάζω κοτσάνι, βλ. λ. κοτσάνι·
- τη βγάζω λούφα ή τη βγάζω στη λούφα, βλ. λ. λούφα·
- τη βγάζω με ψωμί κι ελιά ή τη βγάζω με ψωμί κι ελιές, βλ. λ. ψωμί·
- τη βγάζω με ψωμοτύρι, βλ. λ. ψωμοτύρι·
- τη βγάζω μέσα, βλ. λ. μέσα·
- τη βγάζω ξεροσφύρι, βλ. λ. ξεροσφύρι·
- τη βγάζω όμορφα, βλ. λ. όμορφος·
- τη βγάζω όμορφα και φίνα, βλ. λ. όμορφος·
- τη βγάζω όμορφα κι ωραία, βλ. λ. όμορφος·
- τη βγάζω ποδαράτα, βλ. λ. ποδαράτα·
- τη βγάζω σπαρτιάτικα, βλ. λ. σπαρτιάτικα·
- τη βγάζω σταυροπόδι, βλ. λ. σταυροπόδι·
- τη βγάζω στεγνά, βλ. λ. στεγνός·
- τη βγάζω στη μαρμίτα, βλ. λ. μαρμίτα·
- τη βγάζω στη στέγνα, βλ. λ. στέγνα·
- τη βγάζω στη φτώχεια, βλ. λ. φτώχεια·
- τη βγάζω στην ξενέρα, βλ. λ. ξενέρα·
- τη βγάζω στην ξέρα, βλ. λ. ξέρα·
- τη βγάζω στο καλντερίμι, (για γυναίκες) βλ. λ. καλντερίμι·
- τη βγάζω στο πεζοδρόμιο, (για γυναίκες) βλ. λ. πεζοδρόμιο·
- τη βγάζω στο πόδι, βλ. λ. πόδι·
- τη βγάζω στο τζάμπα ή τη βγάζω τζάμπα, βλ. λ. τζάμπα·
- τη βγάζω τζάμι, βλ. λ. τζάμι·
- τη βγάζω τζαμπατζίδικα, βλ. λ. τζαμπατζίδικος·
- τη βγάζω φακιρικά, βλ. λ. φακιρικός·
- τη βγάζω φίνα, βλ. λ. φίνος·
- τη βγάζω φίνα κι ωραία, βλ. λ. φίνος·
- τη βγάζω ωραία, βλ. λ. ωραίος·
- την έβγαλα στο πόδι, (για αρρώστιες) βλ. λ. πόδι·
- την έβγαλα φτηνά ή φτηνά την έβγαλα, βλ. λ. φτηνός·
- της βγάζω τ’ όνομα, βλ. λ. όνομα·
- της αρκούδας άμα της βγάλεις το χαλκά, βλέπεις αν είναι ήμερη ή άγρια, βλ. λ. αρκούδα·
- της έβγαλα τα μάτια απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. μάτι·
- τι έχουν τα έρμα και ψοφάν; Με τον ήλιο τα βγάζω, με τον ήλιο τα μπάζω, βλ. λ. έρμος·
- τι να σε βγάλω; ή τι να σε βγάλουμε; λέγεται σε άτομο που μας επισκέπτεται συνήθως στο σπίτι, με την έννοια τι να σου προσφέρω, τι να σε κεράσω, τι να σε τρατάρω(;): «βρε, καλώς το φίλου μου! Κάθισε, τι να σε βγάλω;». Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα άτομο·
- τι φρούτα βγάζει η Καλαμάτα; βλ. λ. φρούτο·
- το βγάζω μπιελάρ, (για μηχανήματα) βλ. λ. μπιελάρ·
- το βγάζω τα μάτια, (για μηχανήματα) βλ. λ. μάτι·
- το βγάζω οφ, (για μηχανήματα) βλ. λ. οφ·
- το γινάτι βγάζει μάτι, βλ. λ. γινάτι·
- το καλό το άλογο, βγάζει το κριθάρι του, βλ. λ. άλογο·
- το στόμα του βγάζει φωτιές, βλ. λ. στόμα·
- το χέρι του έχει βγάλει κάλο ή το χέρι του έχει βγάλει κάλους, βλ. λ. κάλος·
- τον βάζει λάχανο και τον βγάζει κουνουπίδι (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο), βλ. λ. κουνουπίδι·   
- το(ν) βγάζουμε μονοκούκι, βλ. λ. μονοκούκι·
- τον βγάζω, τον κερδίζω, τον νικώ: «κάθε φορά που παίζουμε τάβλι, τον βγάζω»·
- τον βγάζω απ’ τα ρούχα του, βλ. λ. ρούχο·
- τον βγάζω απ’ τα συγκαλά του, βλ. λ. συγκαλά·
- τον βγάζω απ’ τη γραμμή του, βλ. λ. γραμμή·
- τον βγάζω απ’ τη μέση, βλ. λ. μέση·
- τον βγάζω απ’ τη φυλακή, βλ. λ. φυλακή·
- τον βγάζω απ’ την κυκλοφορία, βλ. λ. κυκλοφορία·
- τον βγάζω απ’ το μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
- τον βγάζω απ’ το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- τον βγάζω απ’ το νου μου, βλ. λ. νους·
- τον βγάζω απ’ τον ίσιο δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- τον βγάζω απέξω, βλ. λ. απέξω·
- τον βγάζω αράουτ, βλ. λ. αράουτ·
- τον βγάζω ασπροπρόσωπο, βλ. λ. ασπροπρόσωπος·
- τον βγάζω βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- τον βγάζω γκόλ, βλ. λ. γκολ·
- τον βγάζω έξω, βλ. λ. έξω·
- τον βγάζω (έξω) απ’ το παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- τον βγάζω λάδι, βλ. λ. λάδι·
- τον βγάζω μπιελάρ, βλ. λ. μπιελάρ·
- τον βγάζω νοκάουτ, βλ. λ. νοκάουτ·
- τον βγάζω οφ, βλ. λ. οφ·
- τον βγάζω παλικάρι, βλ. λ. παλικάρι·
- τον βγάζω περίπατο, βλ. λ. περίπατος·
- τον βγάζω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον βγάζω στη μέση, βλ. λ. μέση·
- τον βγάζω στη σέντρα, βλ. λ. σέντρα·
- τον βγάζω στη σκηνή, βλ. λ. σκηνή·
- τον βγάζω στο γυαλί, βλ. λ. γυαλί·
- τον βγάζω στο δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- τον βγάζω στο πανί, βλ. λ. πανί·
- τον βγάζω στο σανίδι, βλ. λ. σανίδι·
- τον βγάζω τάρκασι, βλ. λ. τάρκασι·
- τον βγάζω φωτογραφία, βλ. λ. φωτογραφία·
- τον βγάζω ψεύτη, βλ. λ. ψεύτης·
- τον έβγαλα απ’ τη ζωή μου, βλ. λ. ζωή·
- τον έβγαλα απ’ την καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- τον έβγαλα καροτσάκι, βλ. λ. καροτσάκι·
- τον (την) έβγαλαν (ακολουθεί κάποιο όνομα), τον (την) βάφτισαν και τον (την) ονόμασαν, τον (της) έδωσαν κάποιο όνομα: «βάφτισε την κόρη του και την έβγαλε Χρυσούλα || βάφτισε το γιο του και τον έβγαλε Βασίλη»·
- τον έβγαλαν σηκωτό, βλ. λ. σηκωτός·
- τον έβγαλε σαν την τρίχα απ’ το προζύμι, βλ. λ. τρίχα·
- του βγάζεις τα λόγια με την πένσα, βλ. λ. λόγος·
- του βγάζεις τα λόγια με την τανάλια, βλ. λ. λόγος·
- του βγάζεις τα λόγια με την τσιμπίδα, βλ. λ. λόγος·
- του βγάζεις τα λόγια με το τιρμπουσόν, βλ. λ. λόγος·
- του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι, βλ. λ. λόγος·
- του βγάζω αβανιά ή του βγάζω την αβανιά, βλ. λ. αβανιά·
- του βγάζω γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- του βγάζω κίτρινη κάρτα, βλ. λ. κάρτα·
- του βγάζω κόκκινη κάρτα, βλ. λ. κάρτα·
- του βγάζω παρατσούκλι ή του βγάζω το παρατσούκλι, βλ. λ. παρατσούκλι·
- του βγάζω τ’ άπλυτα στη φόρα, βλ. λ. άπλυτα·
- του βγάζω τ’ άπλυτα στο δρόμο, βλ. λ. άπλυτα·
- του βγάζω τ’ απωθημένα, βλ. λ. απωθημένο·
- του βγάζω τ’ απωθημένα μου, βλ. λ. απωθημένο·
- του (της) βγάζω τ’ όνομα, βλ. λ. όνομα·
- του βγάζω τα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- του βγάζω τα δόντια ένα ένα, βλ. λ. δόντι·
- του βγάζω τα δόντια μου, βλ. λ. δόντι·
- του βγάζω τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- του βγάζω τα νύχια, βλ. λ. νύχι·
- του βγάζω τα νύχια ένα ένα, βλ. λ. νύχι·
- του βγάζω τα νύχια μου, βλ. λ. νύχι·
- του βγάζω τη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- του βγάζω τη γλώσσα (απ’) έξω (απ’ όξω), βλ. λ. γλώσσα·
- του βγάζω τη γλώσσα ανάποδα, βλ. λ. γλώσσα·
- του βγάζω τη γλώσσα μου, βλ. λ. γλώσσα·
- του βγάζω τη μάσκα, βλ. λ. μάσκα·
- του βγάζω τη ρετσινιά, βλ. λ. ρετσινιά·
- του βγάζω την Παναγία, βλ. λ. Παναγία·
- του βγάζω την Παναγία ανάποδα, βλ. λ. Παναγία·
- του βγάζω την Παναγία στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του βγάζω την πίστη, βλ. λ. πίστη·
- του βγάζω την πίστη ανάποδα, βλ. λ. πίστη·
- του βγάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του βγάζω την ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- του βγάζω την ψυχή ανάποδα, βλ. λ. ψυχή·
- του βγάζω την ψυχή απ’ το στόμα, βλ ψυχή·
- του βγάζω την ψυχή στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του βγάζω το Θεό, βλ. λ. Θεός·
- του βγάζω το Θεό ανάποδα, βλ. λ. Θεός·
- του βγάζω το καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- του βγάζω το λάδι, βλ. λ. λάδι·
- του βγάζω το προσωπείο, βλ. λ. προσωπείο·
- του βγάζω το Χριστό, βλ. λ. Χριστός·
- του βγάζω το Χριστό ανάποδα, βλ. λ. Χριστός·
- του βγάζω τον αδόξαστο, βλ. λ. αδόξαστος·
- του βγάζω τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του βγάζω τον αντίθεο, βλ. λ. αντίθεος·
- του βγάζω τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του βγάζω τον αντίχριστο, βλ. λ. αντίχριστος·
- του βγάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του βγάζω τον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. κώλος·
- του βγάζω τον πάτο, βλ. λ. πάτος·
- του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. πάτος·
- του ’βγαλα τ’ αφτί ή του ’βγαλα τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- του ’βγαλε τ’ άντερα, βλ. λ. άντερο·
- του ’βγαλε τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή του ’βγαλε το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. μαλλί·
- του ’βγαλε το τσουλούφι, βλ. λ. τσουλούφι·
- του τα βγάζεις ένα ένα με την πένσα ή του τα βγάζεις με την πένσα (ενν. τα λόγια), βλ. λ. πένσα·
- του τα βγάζεις ένα ένα με την τανάλια ή του τα βγάζεις με την τανάλια (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τανάλια·
- του τα βγάζεις ένα ένα με την τσιμπίδα ή του τα βγάζεις με την τσιμπίδα (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τσιμπίδα·
- του τα βγάζεις ένα ένα με το τιρμπουσόν ή του τα βγάζεις με το τιρμπουσόν (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τιρμπουσόν·
- του τα βγάζεις ένα ένα με το τσιγκέλι ή του τα βγάζεις  με το τσιγκέλι (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τσιγκέλι·
- του το ’βγαλα απ’ τη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- τους βγάζω απ’ το σπίτι, (για οικογένειες) βλ. λ. σπίτι·
- τους βγάζω έξω, (για οικογένεια) βλ. λ. έξω.
- τους βγάζω στο δρόμο, (για οικογένειες) βλ. λ. δρόμος·
- τους βγάλαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, βλ. λ. γκολ.

αγλέουρας

αγλέουρας κ. αγλέορας, ο, ουσ. [<αρχ. ἑλλέβορος], είδος δηλητηριώδους φυτού·
- βγάλε τον αγλέουρα, (απειλητικά) μη μιλάς, σκάσε, βούλωσ’ το: «βγάλε τον αγλέουρα, γιατί θα φας φάπες, στο λέω». Συνών. βγάλε το σκασμό / βγάλε τον περίδρομο·    
- έφαγε τον αγλέουρα, α. έφαγε υπερβολικά, σε μεγάλες ποσότητες: «τον καλέσαμε στο τραπέζι για ένα μεζέ κι αυτός έφαγε τον αγλέουρα» β. καταχράστηκε μεγάλα χρηματικά ποσά, ιδίως του δημοσίου: «ήταν ένα διάστημα στο Υπουργείο Οικονομικών κι έφαγε τον αγλέουρα». γ. σπατάλησε πολλά χρήματα: «αφού πρώτα έφαγε τον αγλέουρα απ’ την περιουσία που του άφησε ο πατέρας του, τώρα ζητάει δανεικά». Συνών. έφαγε άντερα ή έφαγε τ’ άντερά του / έφαγε το καταπέτασμα / έφαγε τον αβλέμονα / έφαγε τον άμπακα / έφαγε τον περίδρομο·
- κατεβάζω τον αγλέουρα, βλ. φρ. τρώω τον αγλέουρα·
- πίνω τον αγλέουρα, πίνω υπερβολικά, πίνω αλκοόλ σε μεγάλες ποσότητες: «χτες βράδυ γίναμε όλοι πίτα, γιατί ήπιαμε τον αγλέουρα»·
- ρίχνω τον αγλέουρα, βλ. φρ. τρώω τον αγλέουρα·
- τρώω τον αγλέουρα, τρώω πάρα πολύ, υπερβολικά, μέχρι σκασμού: «κάθε φορά που η μάνα μου μαγειρεύει μουσακά, τρώω τον αγλέουρα». Συνών. τρώω άντερα ή τρώω τ’ άντερά μου / τρώω το καταπέτασμα / τρώω τον αβλέμονα / τρώω τον άμπακα / τρώω τον περίδρομο· βλ. και φρ. έφαγε τον αγλέουρα.

αδόξαστος

αδόξαστος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ἀδόξαστος <α- στερητ. + δοξάζω + κατάλ. -τος], αδόξαστος· ο διάβολος (που είναι ανάξιος να δοξάζεται) και χρησιμοποιείται πάντα ως βρισιά·
- γαμώ τον αδόξαστό μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου: «γαμώ τον αδόξαστό μου, όλα τα στραβά σε μένα θα τυχαίνουν;». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου, λ. γαμώ. (Ακολουθούν 11 φρ.)·  
- γαμώ τον αδόξαστό σου! ή σου γαμώ τον αδόξαστο! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «έλα δω ρε, γαμώ τον αδόξαστό σου, τι σου φταίω και δε μ’ αφήνεις να κοιμηθώ τα μεσημέρια! || στο γαμώ τον αδόξαστο αν ξανακάνεις φασαρία!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- μου βγαίνει ο αδόξαστος, καταβασανίζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «εσύ κάθεσαι μια χαρά στο γραφείο σου κι εμένα μου βγαίνει ο αδόξαστος κάθε μέρα για να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει ο αντίθεος / μου βγαίνει ο αντίχριστος·
- τον αδόξαστό μου! (ενν. γαμώ), βλ. φρ. γαμώ τον αδόξαστό μου. Συνών. τον αντίθεό μου! / τον αντίχριστό μου(!)·
- τον αδόξαστό σου! (ενν. γαμώ), (υβριστικά) έκφραση δυσφορίας ή δυσαρέσκειας εναντίον κάποιου: «τον αδόξαστό σου, βγάλε επιτέλους το σκασμό να ηρεμήσει λίγο το κεφάλι μου!». Συνών. τον αντίθεό σου! / τον αντίχριστό σου(!)·
- του αλλάζω τον αδόξαστο, βλ. φρ. του βγάζω τον αδόξαστο. Συνών. του αλλάζω τον αντίθεο / του αλλάζω τον αντίχριστο·
- του αλλάζω τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του βγάζω τον αδόξαστο, τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ, τον τυραννώ: «του ’βγαλε τον αδόξαστο η γυναίκα του με την γκρίνια της || του ’βγαλα τον αδόξαστο μέχρι να του υπογράψω τα συμβόλαια». Ίσως αναφορά στη διαδικασία του εξορκισμού, όπου ο δαιμονισμένος υποφέρει πάρα πολύ μέχρι να καταφέρει ο εξορκιστής να βγάλει από μέσα του το δαίμονα που τον έχει καταλάβει. Συνών. του βγάζω τον αντίθεο / του βγάζω τον αντίχριστο·
- του βγάζω τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του γαμώ τον αδόξαστο, α. τον καταξευτελίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή δεν του επέστρεφε τα δανεικά που του είχε δώσει, τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε τον αδόξαστο». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις είδε ο πατέρας του πως ήταν πάλι μεθυσμένος, του γάμησε τον αδόξαστο || έτσι θυμωμένος όπως ήταν, τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε τον αδόξαστο». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του χέζω τον αδόξαστο, τον επιπλήττω αυστηρά: «καθέναν που αργεί το πρωί στη δουλειά του, τον φωνάζει ο διευθυντής στο γραφείο του και του χέζει τον αδόξαστο». Συνών. του χέζω τον αντίθεο / του χέζω τον αντίχριστο.

αέρας

αέρας κ. αγέρας, ο, ουσ. [<αρχ. ἀήρ], ο αέρας. 1. αποτέλεσμα μηδέν, ψεύτικη υπηρεσία ή εκδούλευση: «για αέρα πράμα δε δίνω δραχμή». 2α. χρηματικό ποσό που εισπράττει κάποιος από εκείνον που του εκχώρησε την εμπορική του φίρμα ή τη φίρμα του καταστήματός του: «αν σου παραχωρήσω τη φίρμα μου, τι αέρα θα μου δώσεις;». β. χρηματικό ποσό που απαιτεί κάποιος για να ξενοικιάσει ένα κατάστημα: «για να ξενοικιάσω το μαγαζί, θέλω τόσα χρήματα αέρα». γ. χρηματικό ποσό που απαιτεί κάποιος ιδιοκτήτης για να νοικιάσει κάποιο κατάστημά του σε κάποιον ενδιαφερόμενο: «για να σου νοικιάσω το μαγαζί, θέλω τόσα χρήματα αέρα». 3. η παραχώρηση του δικαιώματος σε κάποιον να χτίσει σε ένα χτίσμα τους επιπλέον ορόφους πάνω από τον τελευταίο χτισμένο όροφο: «σου δίνω προίκα ένα σπίτι δίπατο μαζί με τον αέρα του». 4. ως επιρρ., πολύ γρήγορα: «μόλις τους σφύριξε κάποιος στ’ αφτί πως έρχονταν να τον πιάσουν, έφυγε αέρας». 5. ως επιθετικό επιφών. αέρααα! χαρακτηριστική επιθετική πολεμική κραυγή των Ελλήνων στρατιωτών στον πόλεμο του 1940: «οι Έλληνες μαχητές του 1940 με την ιαχή «αέρααα!» ορμούσαν με γενναιότητα κατά του φασιστικού στρατού του Μουσολίνι, που τον ανάγκασαν σε άτακτη υποχώρηση». (Τραγούδι: ξεκινάει την άλλη μέρα, μα και πάλι ακούει αέρα από τον τσολιά). Ειπώθηκε για πρώτη φορά από εύζωνα του 1/38 Συντ/τος Ευζώνων κατά την πολιορκία των Ιωαννίνων 1912-1913 (βλ. Τάκης Νατσούλης, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 33). Υποκορ. αεράκι και αγεράκι, το. (Ακολουθούν 137 φρ.)·
- αέρα, αέρα να φύγει η χολέρα! βλ. λ. χολέρα·
- αέρα δέρνω, βλ. συνηθέστ. αέρα κοπανίζω·
- αέρα καβουρντίζω, βλ. συνηθέστ. αέρα κοπανίζω·
- αέρα κοπανίζω, δεν καταφέρνω τίποτα, δε φέρνω κανένα αποτέλεσμα σε κάποια προσπάθειά μου, ματαιοπονώ: «απ’ το πρωί προσπαθεί να επιδιορθώσει το πλυντήριο, αλλά μέχρι τώρα αέρα κοπανίζει»·
- αέρα χαβανίζω, βλ. φρ. αέρα κοπανίζω·
- αέρα λεφτά! α. χρήματα που κερδίσθηκαν χωρίς την διακινδύνευση ιδίων κεφαλαίων: «είναι ασφαλιστής και κερδίζει ένα σωρό λεφτά. -Αέρα λεφτά!». β. χρήματα που δαπανήθηκαν άσκοπα: «έδωσε ένα σωρό λεφτά κι αγόρασε ένα οικόπεδο πάνω στ’ άγρια βουνά. -Αέρα λεφτά! || ό,τι αγοράζω το εξετάζω πολύ καλά, γιατί δε θέλω να δίνω αέρα λεφτά!»·
- αέρα μπανά, (στη γλώσσα της αργκό) αερολογία, αερολογίες: «πες μου αυτό που πραγματικά σκέφτεσαι κι όχι αέρα μπανά»·
- αέρα πατέρα! λέγεται γι’ αυτόν που ενεργεί χωρίς περίσκεψη, τσαπατσούλικα, ασύδοτα: «πώς να μην πέσει έξω η δουλειά, απ’ τη στιγμή που όλοι οι μέτοχοι αέρα πατέρα!»·
- αέρας κοπανιστός, α. λόγια, συζήτηση χωρίς νόημα, χωρίς περιεχόμενο, βλακείες, αηδίες: «σου μιλούσε τόση ώρα και τι σου ’λεγε; Αέρα κοπανιστό, σου ’λεγε». β. υποσχεμένη παροχή που δεν πραγματοποιήθηκε: «δε μ’ ενδιαφέρει τι σου υποσχέθηκε, εκείνο που μ’ ενδιαφέρει είναι ότι πήρες αέρα κοπανιστό»·
- αέρας στη διπλή, πολύ ανόητος λόγος: «όλα όσα μας είπες ήταν αέρας στη διπλή». Ίσως αναφορά στη διπλή ταρίφα (βλ. λ.)·
- αέρας στο τετράγωνο, βλ. λ. αέρας στη διπλή·
- αέρας φρέσκος, βλ. συνηθέστ. αέρας κοπανιστός·
- αλλάζω αέρα ή αλλάζω τον αέρα μου, πηγαίνω σε άλλο μέρος από αυτό στο οποίο διαμένω, ιδίως για λόγους υγείας: «ο γιατρός μας συμβούλεψε ν’ αλλάξει το παιδί αέρα, γι’ αυτό θα πάμε στη Χαλκιδική». (Νησιώτικο τραγούδι: στην Πάρο και στη Νάξο τον αέρα μου θ’ αλλάξω
- αλλάζω τον αέρα, ανανεώνω τον αέρα ενός κλειστού χώρου, ανοίγοντας πόρτα ή παράθυρα: «κάθε πρωί η μητέρα αλλάζει τον αέρα του δωματίου μου»·
- αναπνέω άλλον αέρα, βλ. φρ. υπάρχει άλλος αέρας·
- ανοίγω τον αέρα, παρέχω αέρα με το άνοιγμα κάποιας βαλβίδας ή συσκευής: «άνοιξε τώρα τον αέρα για να φουσκώσω το λάστιχο»·
- απ’ τ’ Άι-Γιωργιού και πέρα, δώσ’ του φουστανιού σου αέρα, βλ. λ. φουστάνι·
- αρπάζω στον αέρα (κάτι), εκμεταλλεύομαι ταχύτατα κάτι: «όταν καταλάβει πως θ’ αποφέρει κάποια δουλειά, την αρπάζει στον αέρα»·
- αφήνω έναν (λίγο) αέρα, αφήνω (κάποιο) ελεύθερο διάστημα, (κάποιο) περιθώριο: «σ’ αυτό το σημείο πρέπει ν’ αφήσεις έναν αέρα για να περάσουμε το καλώδιο»·
- βγάζει αέρα λεφτά, κερδίζει χρήματα χωρίς να διακινδυνεύει προσωπικά του κεφάλαια ή χωρίς να κοπιάζει πολύ: «είναι ασφαλιστής και βγάζει αέρα λεφτά»·
- βγάζω στον αέρα, α. αερίζω κάτι: «κάθε φορά που γυρίζω απ’ την ταβέρνα στο σπίτι, βγάζω στον αέρα τα ρούχα μου, γιατί βρομούν τσικνίλα». β. δημοσιοποιώ, κοινολογώ: «η απόφαση του συμβουλίου θα βγει στον αέρα μετά από μια βδομάδα». γ. (για εκφωνητές ή παρουσιαστές) μεταδίδω από το ραδιόφωνο, παρουσιάζω από την τηλεόραση: «ποιος θα βγάλει στον αέρα τις ειδήσεις των οχτώ;»·
- βγαίνει στον αέρα, (για ειδήσεις) μεταδίδεται από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση: «δε θα βγαίνει στον αέρα καμιά είδηση, αν δεν εγκρίνεται πρώτα από μένα || πότε βγήκε στον αέρα αυτή η είδηση;»·
- βγαίνω στον αέρα, (για εκφωνητές ή παρουσιαστές) αρχίζω να παρουσιάζω το πρόγραμμα στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση: «τι ώρα βγαίνω στον αέρα;»·
- βγήκε αέρας, άρχισε να φυσάει: «όλη τη μέρα ο καιρός ήταν καλός, αλλά προς το βράδυ βγήκε αέρας»·
- βρίσκομαι στον αέρα, βλ. φρ. είμαι στον αέρα·
- βρίσκω αέρα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. συνηθέστ. κάνω αέρα·
- γλυκός αέρας, που είναι απαλός: «καθώς περπατούσα στην παραλία, ένιωθα έναν γλυκό αέρα να χαϊδεύει το πρόσωπό μου»·
- δε με νοιάζει για αέρα που δεν μπαίνει στα πανιά μου, δεν πρέπει να ενδιαφέρεται κανείς για πράγματα που δεν τον αφορούν: «από μικρός έχω μάθει να κοιτάζω μόνο τη δουλειά μου και δε με νοιάζει για αέρα που δεν μπαίνει στα πανιά μου». Συνών. από πίτα που δεν τρως, τι σε μέλει κι αν καεί ή από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί / μη σε νοιάζει Μαριωρή, ξένη πίτα κι αν καεί / τι μας νοιάζει εμάς, αν πέθανε ο ψωμάς / τι μας νοιάζει εμάς για του Χατζηγιάννη τ’ αρνιά, αν είν’ εφτά, αν είν’ εννιά / τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής·  
- δε με σηκώνει ο αέρας, οι κλιματολογικές συνθήκες επιβαρύνουν την υγεία μου: «πρέπει να εγκατασταθώ στην εξοχή, γιατί δε με σηκώνει ο αέρας της πόλης»· βλ. και φρ. δε με σηκώνει το κλίμα, λ. κλίμα·
- δεν πα(ς) να σε φυσήξει λίγο ο αέρας! ή δεν πα(ς) να σε φυσήξει λίγος αέρας! ειρωνική προτροπή σε άτομο που ζητάει ή λέει παράλογα πράγματα ή που τερατολογεί. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μήπως και συνέλθεις·
- διαβολεμένος αέρας, που είναι πολύ δυνατός, ανυπόφορος, τρομερός: «απ’ το πρωί φυσούσε ένας διαβολεμένος αέρας που μας κράτησε στο σπίτι»·
- δίνει άλλον αέρα, λέγεται όταν κάτι προσδίδει σε κάποιον ξεχωριστή άνεση στους τρόπους ή στη συμπεριφορά του, που του δίνει ξεχωριστή γοητεία, θελκτικότητα: «ένα σπορ αυτοκίνητο, δίνει άλλον αέρα στον άντρα || η ομορφιά δίνει άλλον αέρα στη γυναίκα || όσο να πεις, τα λεφτά δίνουν άλλον αέρα στον άνθρωπο || απ’ τη μέρα που του ’πεσαν στο λαχείο εκείνα τα εκατομμύρια, έχει άλλον αέρα || όταν φοράει το καινούριο του κουστούμι, έχει άλλον αέρα || είναι όμορφη γυναίκα, αλλά όταν φοράει την έξωμη τουαλέτα της, έχει άλλον αέρα»·
- δώσ’ του αέρα! (συμβουλευτικά) διώξ’ τον, απομάκρυνέ τον: «δώσ’ του αέρα του αλήτη αφού είναι τόσο συστηματικός κοπανατζής!»·
- έβγαλε αέρα, άρχισε να φυσάει: «μέχρι το μεσημέρι ο καιρός ήταν καλός, τ’ απόγευμα όμως έβγαλε αέρα»·
- έδωσε αέρα λεφτά, πλήρωσε άσκοπα, γιατί η αγορά που έκανε δεν άξιζε: «πήγε κι έδωσε αέρα λεφτά για ένα αυτοκίνητο που είναι σαραβαλιασμένο»·
- έγινε αέρας, (για περιουσία) κατασπαταλήθηκε, εξανεμίστηκε: «είχε βρει μεγάλη περιουσία απ’ τον πατέρα του, αλλά με τα ξενύχτια και τα γλέντια έγινε αέρας»·
- είμαι στον αέρα, α. (για εκφωνητές ή παρουσιαστές) παρουσιάζω το πρόγραμμα στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση: «δεν μπορείς να τον δεις αυτή τη στιγμή, γιατί είναι στον αέρα». β. (για αεροπόρους και γενικά για πρόσωπα) πετώ με το αεροπλάνο: «ήμασταν δυο ώρες στον αέρα μέχρι να φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη»·
- είναι στον αέρα, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει βάση ή κάποιο λογικό έρεισμα: «είναι σίγουρο πως θ’ αποτύχει στην προσπάθειά του, γιατί όλες του οι ενέργειες είναι στον αέρα». β. (για αεροπλάνα) πετάει: «πόσα αεροπλάνα είναι στον αέρα αυτή τη στιγμή;»· βλ. και φρ. είμαι στον αέρα·
- έκοψε ο αέρας, σταμάτησε ή λιγόστεψε: «προς τ’ απόγευμα έκοψε ο αέρας»·
- έπεσε ο αέρας, βλ. φρ. έκοψε ο αέρας·
- έπιασε αέρα, (για ποδοσφαιριστές) δεν κατάφερε να χτυπήσει την μπάλα με το πόδι του, που χτύπησε στον αέρα: «ήταν μονάχος του μπροστά σε κενή εστία κι έπιασε αέρα ο άχρηστος»·
- έπιασε αέρας, άρχισε να φυσάει: «ξαφνικά έπιασε αέρας»·
- έσπασε ο αέρας, βλ. φρ. έκοψε ο αέρας·
- έχει άλλον αέρα, βλ. φρ. δίνει άλλον αέρα·
- έχει έναν ( λίγο) αέρα, δεν ενώνει, δεν εφάπτεται απόλυτα: «σ’ αυτό το σημείο τα σανίδια έχουν έναν αέρα και πρέπει να ενώσουν»·
- έχω αέρα ή έχω έναν αέρα! α. έχω άνεση, θάρρος στις σχέσεις με τους άλλους, γενικά συμπεριφέρομαι με άνεση: «είναι καινούριος στην παρέα μας, αλλά έχει έναν αέρα λες και είναι χρόνια!». β. έχω φινέτσα, χάρη: «έχει αέρα αυτή η γυναίκα στο περπάτημά της»·
- έχω έναν αέρα, προπορεύομαι έναντι κάποιου σε μια αναμέτρηση: «από τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα, ο τάδε έχει έναν αέρα έναντι του αντιπάλου του»·
- έχω πολύ αέρα, έχω μεγάλη άνεση, μεγάλο θάρρος στις σχέσεις με τους άλλους, γενικά συμπεριφέρομαι με μεγάλη άνεση: «αν και καινούριος στην παρέα μας, έχει πολύ αέρα με όλους μας»·
- ζω με αέρα ή ζω με τον αέρα, α. είμαι πολύ φτωχός, άπορος: «απ’ τη μέρα που έπεσαν έξω οι δουλειές του, ζει με αέρα». β. τρώω πολύ λίγο, είμαι λιτοδίαιτος: «επειδή φροντίζει τη σιλουέτα του, γι’ αυτό ζει με τον αέρα»·
- ήρθε μ’ έναν αέρα! ήρθε με μια έπαρση, με ένα θάρρος, με ένα θράσος(!): «ήρθε μ’ έναν αέρα και μου ζητούσε δανεικά, λες και τον ήξερα χρόνια!»·
- θα μου τα κάνεις αέρα (ενν. τ’ αρχίδια μου), δεν μπορείς να μου κάνεις κανένα κακό, δε σε υπολογίζω, δε σε φοβάμαι: «εσύ θα δείρεις εμένα; Το μόνο που μπορείς είναι να μου τα κάνεις αέρα!»·
- θα σε στείλω να πάρεις τον αέρα σου, (απειλητικά) θα σε διώξω, ιδίως από τη δουλειά μου: «αν συνεχίσεις να κάνεις κοπάνα, θα σε στείλω να πάρεις τον αέρα σου»·
- θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- θα τον πάρει ο αέρας, είναι πάρα πολύ λεπτός, αδύνατος: «βγήκε προχτές απ’ το νοσοκομείο κι αν τον δεις, νομίζεις πως θα τον πάρει ο αέρας»·
- θέλει έναν (λίγο) αέρα, (ιδίως για είδη ένδυσης) χρειάζεται λίγο φάρδος: «είναι καλό το σακάκι σου, αλλά εκεί στις μασχάλες θέλει έναν αέρα, γιατί μου φαίνεται κάπως στενό»·
- καλύτερα σπουργίτης και στο χέρι, παρά αετός και στον αέρα, βλ. λ. σπουργίτης·
- κάνε μας αέρα ή κάν’ τα μας αέρα (ενν. τα αρχίδια μας), πάψε επιτέλους να μιλάς, γιατί δεν μπορώ να σ’ ακούω άλλο ή γιατί δεν πιστεύω αυτά που μου λες: «κάν’ τα μας αέρα, ρε φίλε, γιατί δε σ’ αντέχω άλλο». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- κάνω αέρα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) δεν καταφέρνω να χτυπήσω την μπάλα με το πόδι μου, χτυπώ με το πόδι μου αέρα: «κι ενώ ήταν μοναχός του μπροστά σ’ άδειο τέρμα, έκανε αέρα κι έχασε το γκολ»·
- κάνω αέρα (σε κάποιον ή σε κάτι), φυσώ με το στόμα μου ή δημιουργώ αέρα με άλλο τεχνητό μέσο: «έκανε αέρα πάνω στο σημείο που κάηκε ο φίλος του, φυσώντας δυνατά με το στόμα του || άρχισε να κάνει αέρα μ’ ένα φυσερό για να δυναμώσει τη φωτιά»·
- κάνω κωλοτούμπες στον αέρα, βλ. λ. κωλοτούμπα·
- καυτός αέρας, που είναι πάρα πολύ θερμός: «στις ακτές της Αφρικής φυσάει καυτός αέρας»·
- κενό αέρος, διαφορά υψομετρικής πίεσης που προκαλεί  στο αεροπλάνο που πετάει απότομη απώλεια του ύψους του: «κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας, πέσαμε σε αρκετά κενά αέρος και πήγε η ψυχή μας στην Κούλουρη»·
- κι αέρα στα πανιά σου, ειρωνική έκφραση σε άτομο που απειλεί πως θα αποχωρήσει από την παρέα μας, πράγμα που μας αφήνει αδιάφορους ή και που μας χαροποιεί. Αποτελεί μέρος της φρ. ώρα καλή στην πρύμη σου κι αέρα στα πανιά σου κι ούτε πολύ πετούμενο να μη βρεθεί μπροστά σου. Συνών. (και) να μας γράφεις / κι απ’ το πεζοδρόμιο·
- κλείνω τον αέρα, βλ. φρ. κόβω τον αέρα (β)·
- κόβω τον αέρα, α. μετριάζω την ορμή του αέρα με κάποιο τεχνητό μέσο: «έβαλε στο άνοιγμα μια λαμαρίνα για να κόβει τον αέρα». β. διακόπτω την παροχή ή την εξαγωγή αέρα με το κλείσιμο κάποιας βαλβίδας ή συσκευής: «μόλις φούσκωσε το λάστιχο, έκοψε τον αέρα για να μη σκάσει || μόλις ξεφούσκωσε αρκετά το λάστιχο, έβαλε την ασφάλεια για να κόψει τον αέρα»· βλ. και φρ. του κόβω τον αέρα·
- κωλοτούμπες στον αέρα να κάνεις! βλ. λ. κωλοτούμπα·  
- λόγια του αέρα, βλ. λ. λόγος
- μ’ ένα φύσημα τ’ αέρα, με την πρώτη ελάχιστη πίεση ή δυσκολία: «έλεγε πως μ’ αγαπούσε, αλλά με το πρώτο φύσημα τ’ αέρα την κοπάνησε». (Τραγούδι: πόσο γελάστηκα μητέρα, έφυγε εκείνη μ’ ένα φύσημα τ’ αέρα κι έμεινες πλάι μου με πιο πολλή στοργή, για να γιατρέψεις τη δική μου την πληγή
- μ’ έναν αέρα διαφορά, δηλώνει ελάχιστη απόσταση, ελάχιστη ποσότητα σε περίπτωση συναγωνισμού ή ανταγωνισμού: «ο τάδε δρομέας είναι μπροστά απ’ τον δεύτερο μ’ έναν αέρα διαφορά || ο τάδε υποψήφιος, μετά την καταμέτρηση των μισών ψηφοδελτίων, προηγείται του αντιπάλου του μ’ έναν αέρα διαφορά»· βλ. και φρ. με διαφορά στήθους, λ. στήθος·
- μαλάκωσε ο αέρας, βλ. φρ. έκοψε ο αέρας·
- με αέρα; βλ. συνηθέστ. με κώλο; λ. κώλος·
- με αέρα, με άνεση, με ευχέρεια: «μιλούσε με αέρα || κινούνταν με αέρα»·
- με τον αέρα της νίκης, βλ. φρ. με τον αέρα του νικητή·
- με τον αέρα της νιότης, με τη δύναμη, την ορμή, την αυτοπεποίθηση που δίνουν σε κάποιον τα νιάτα: «με τον αέρα της νιότης που διέθετε, είχε την εντύπωση πως μπορούσε να κατακτήσει όλον τον κόσμο»·
- με τον αέρα του νικητή, με την αυτοπεποίθηση πως θα νικήσει, με την άνεση ή με τη σιγουριά με την οποία συμπεριφέρεται ένας νικητής: «ο υποψήφιος για το αξίωμα του προέδρου χαιρετούσε τους παρευρισκομένους με τον αέρα του νικητή || μετά τη συντριπτική νίκη τους, ο αρχηγός της ομάδας μίλησε στους δημοσιογράφους με τον αέρα του νικητή»·
- μιλάει με αέρα ή μιλάει μ’ έναν αέρα! μιλάει με άνεση, με ευκολία,με ευχέρεια: «πάντοτε αυτό το παιδί μιλούσε με αέρα || πριν από λίγο τον βάλαμε στην παρέα μας και μιλάει μ’ έναν αέρα, λες και μας ξέρει χρόνια!»·
- μιλώ στον αέρα, α. μιλώ χωρίς να με ακούει, χωρίς να με προσέχει κανένας: «προσπάθησε να τους δώσει να καταλάβουν πώς έπρεπε να ενεργήσουν, αλλά μιλούσε στον αέρα». β. αερολογώ: «δεν τον προσέχει κανείς, γιατί μιλάει στον αέρα»·
- μου ’ρχεται να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- μου τα ’κανε αέρα (ενν. τ’ αρχίδια μου), δεν μου έκανε απολύτως τίποτα από όσα απειλούσε πως θα μου κάνει: «έλεγε πως θα με δείρει, αλλά, όταν συναντηθήκαμε, μου τα ’κανε αέρα»·
- μου τίναξε το σπίτι στον αέρα, βλ. λ. σπίτι·
- ο αέρας κι η γυναίκα δεν κλειδώνονται, βλ. λ. γυναίκα·
- όποιος αέρας κι αν φυσάει, ο μύλος πάντα αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- πάει να πάρει τον αέρα του, α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε. β. απάντηση στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε, όταν δε θέλουμε να αποκαλύψουμε πού πραγματικά πήγε ή πού είναι·
- παίρνει αέρα, είναι μειωμένης διανοητικής ικανότητας: «μην τον συνερίζεσαι, αν κάνει και καμιά βλακεία, γιατί παίρνει αέρα ο φουκαράς»·
- παίρνει στροφές στον αέρα, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω αέρα, αποκτώ οικειότητα, θάρρος, ξεθαρρεύω: «λίγο να του χαμογελάσεις, αμέσως παίρνει αέρα»·
- παίρνω λίγο αέρα, σταματώ προσωρινά τη δουλειά μου για να ξεκουραστώ: «κάποια στιγμή σταμάτησε το σκάλισμα του κήπου για να πάρει λίγο αέρα». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν κουράζεται, σταματάει για να πάρει αναπνοή ·
- παίρνω τον αέρα, αποκτώ ευχέρεια σε μια δουλειά ή σε μια διαδικασία, αντιμετωπίζω με άνεση και αυτοπεποίθηση μια κατάσταση: «τώρα που πήρε τον αέρα της δουλειάς, δεν τον σταματάει τίποτα». Συνών. παίρνω το κολάι·
- παίρνω τον αέρα μου, α. κάθομαι και ρεμβάζω στο μπαλκόνι, στη βεράντα, στην ταράτσα ή στο παράθυρο του σπιτιού μου και γενικά σε ανοιχτό χώρο: «κάθε Κυριακή πρωί παίρνω τον αέρα μου στο μπαλκόνι του σπιτιού μου». β. πάω μια βόλτα, βολτάρω: «κάθε απόγευμα παίρνω τον αέρα μου στην παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: ώσπου να χειμωνιάσουμε εδώ θα την περάσουμε· θα μας τρώει η ρουτίνα κάθε μέρα, και μονάχα την Κυριακή θα παίρνουμε αέρα, γιατί δε φτάνει ο μισθός να πάμε πέρα-πέρα).γ. πάω στην εξοχή, πάω για παραθερισμό: «το καλοκαίρι θα πάω να πάρω τον αέρα μου στη Χαλκιδική». δ. ξεκουράζομαι ύστερα από εντατική εργασία, κάνω διάλειμμα: «σκοτώθηκε όλο το πρωί μέχρι να βάψει το δωμάτιο και τώρα είναι στην αυλή και παίρνει τον αέρα του». ε. με διώχνουν από τη δουλειά στην οποία εργάζομαι: «το παράκανα με τις κοπάνες, γι’ αυτό κάποια μέρα πήρα τον αέρα μου»· βλ. και φρ. του παίρνω τον αέρα·
- πήγε στον αέρα, αποδείχτηκε μάταιο, άσκοπο, δεν έφερε αποτέλεσμα: «όλη μου η προσπάθεια να τον συνετίσω πήγε στον αέρα || οι συμβουλές μου πήγαν στον αέρα»·
- πήραν τα μυαλά του αέρα ή πήρε το μυαλό του αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- πήρε αέρας, άρχισε να φυσάει: «τ’ απόγευμα ξαφνικά πήρε αέρας»·
- πήρε ο κώλος του αέρα ή πήρε αέρα ο κώλος του, βλ. λ. κώλος·
- πήρε πολύ αέρα, απόκτησε πολλή οικειότητα, πολύ θάρρος, ιδίως χωρίς να του έχει δώσει κανένας αυτό το δικαίωμα: «να πεις του φίλου σου να καθίσει φρόνιμα, γιατί πήρε πολύ αέρα». Πολλές φορές, μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το μου φαίνεται·
- πιάνει πουλιά στον αέρα, βλ. λ. πουλί·
- πιάνω αέρα, α. τα δάχτυλά μου, οι παλάμες μου κλείνουν χωρίς να καταφέρω να πιάσω κάτι που μου πετάνε από κάποια απόσταση: «μου πέταξε τον αναπτήρα του από τη θέση που καθόταν, αλλά έπιασα αέρα κι έπεσε μέσα στις λάσπες». β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. φρ. κάνω αέρα·
- πνέει αέρας…, βλ. φρ. φυσάει αέρας(…)·
- ποιος αέρας σ’ έριξε…, βλ. φρ. ποιος αέρας σ’ έφερε(…)·
- ποιος αέρας σ’ έφερε…, έκφραση που δηλώνει πικρία ή απογοήτευση για τη συνάντηση που είχαμε κάποτε με το συνομιλητή μας, γιατί αυτή δεν είχε καλό αποτέλεσμα, καλή κατάληξη γι’ αυτόν: «ποιος αέρας σ’ έφερε στη ζωή μου και σε κατάστρεψα φουκαρά με τις συμβουλές που σου ’δινα!». Συνών. ποιος δρόμος σ’ έφερε(…)·
- ποιος καλός αέρας σ’ έριξ’ εδώ; βλ. φρ. ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ(;)·
- ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός αέρας σε φέρνει εδώ; ποιος είναι ο λόγος που ήρθες; για ποιον λόγο ήρθες; Απευθύνεται σε άτομο που μας επισκέπτεται ξαφνικά και ύστερα από πολύ καιρό. Ο επιθ. προσδιορισμός καλός για να προκαταλάβουμε τον επισκέπτη μας πως η επίσκεψή του έχει καλό σκοπό. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το διπλό και πιο σπάνια τριπλό μπα. Συνών. ποιος καλός δρόμος σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός δρόμος σε φέρνει εδώ(;)·   
- πουλώ αέρα (κοπανιστό), α. κερδίζω χρήματα προσφέροντας ψεύτικες υπηρεσίες ή εκδουλεύσεις: «μπορεί να πουλάει αέρα, αλλά τα κονομάει». β. λέω ανοησίες, λέω ψέματα, αερολογώ: «τους μάζεψε όλους γύρω του και τους πουλούσε αέρα κοπανιστό»·
- ρίχνω στον αέρα, α. πυροβολώ στον αέρα, ιδίως για εκφοβισμό: «οι αστυνομικοί έριξαν στον αέρα για να τον εκφοβίσουν» β. πυροβολώ στον αέρα από ενθουσιασμό: «μόλις η νύφη κι ο γαμπρός βγήκαν απ’ την εκκλησία, οι φίλοι του ζευγαριού άρχισαν να ρίχνουν στον αέρα»·
- σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου! ή σαν πολύ αέρα δεν πήρε ο κώλος σου; βλ. λ. κώλος·
- σαν πολύ αέρα σου δώσαμε! ή σαν πολύ αέρα πήρες! ή σαν πολύ αέρα δε σου δώσαμε; ή σαν πολύ αέρα δεν πήρες; απειλητική έκφραση σε κάποιον, όταν θέλουμε να του αφαιρέσουμε τη μεγάλη οικειότητα που του δώσαμε ή που ο ίδιος πήρε από μόνος του·
- σηκώθηκε αέρας, άρχισε να φυσάει δυνατά: «ξαφνικά σκοτείνιασε ο ουρανός και σηκώθηκε αέρας»·
- σκορπίζω στον αέρα, (για χρήματα ή περιουσία) σπαταλώ ασυλλόγιστα, εξανεμίζω: «του άφησε ο πατέρας του ατράνταχτη περιουσία, αλλά με τις παλιοπαρέες που πήγε κι έμπλεξε, τη σκόρπισε στον αέρα»·
- σκόρπισε τα μυαλά του στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- στέκεται στον αέρα, α. δεν έχει σταθερή βάση, είναι ετοιμόρροπος: «μετά το σεισμό πολλά σπίτια στέκονται στον αέρα». β. είναι ανεφάρμοστος: «τα επιχειρήματά σου στέκονται στον αέρα»·
- στηρίζεται στον αέρα, βλ. φρ. στέκεται στον αέρα·
- στον καθαρό αέρα, στο ύπαιθρο: «κάθε Κυριακή πρωί παίρνει την οικογένειά του και πηγαίνει έξω απ’ την πόλη στον καθαρό αέρα»·
- σφυρίζω στον αέρα, προσποιούμαι πως δεν ακούω, πως δεν καταλαβαίνω, αδιαφορώ: «όταν μου λένε κάτι που είναι ενάντια στα συμφέροντά μου, σφυρίζω στον αέρα». (Τραγούδι: κι όσους τα βράδια συναντώ μου λένε καλησπέρα, μα εγώ δεν ξέρω τι να πω, σφυρίζω στον αγέρα
- τινάζω στον αέρα (κάτι), καταστρέφω κάτι με ανατίναξη: «έβαλαν δυναμίτη και τίναξαν τη γέφυρα στον αέρα»·
- τινάζω στον αέρα (κάποιον ή κάτι), διαλύω, καταστρέφω κάποιον, μια δουλειά, μια επιχείρηση, μια υπόθεση, μια κατάσταση ή μια σχέση από κακό υπολογισμό ή χειρισμό ή και από αδιαφορία: «είχε για συμβουλάτορά του τον τάδε και τον τίναξε στον αέρα τον άνθρωπο με τις συμβουλές που του ’δινε || τόσα χρόνια σκληροί κόποι και αγώνες για να στήσει ο πατέρας του αυτή τη δουλειά, κι ήρθε ο γιος του και την τίναξε στον αέρα || σχέση πέντε χρόνων και για μια ανοησία την τίναξε στον αέρα». (Λαϊκό τραγούδι: κάτσε καλά, θα τινάξεις στον αέρα την αγάπη μας, κάτσε καλά, όλα τελειώνουν μια φορά
- τινάζω τα δίχτυα στον αέρα, βλ. λ. δίχτυ·
- τινάζω τη δουλειά στον αέρα, βλ. λ. δουλειά·
- τινάζω την μπάνκα στον αέρα, βλ. λ. μπάνκα·
- τινάζω το σπίτι μου στον αέρα, βλ. λ. σπίτι·
- τίναξε τα μυαλά του στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- το πιάνει (ο) αέρας, το βρίσκει, το χτυπάει: «μην αγοράσεις το βορινό διαμέρισμα, γιατί το πιάνει ο αέρας»·
- τον έστειλα να πάρει τον αέρα του, τον έδιωξα από τη δουλειά μου: «επειδή έκανε συνέχεια κοπάνα, τον έστειλα να πάρει τον αέρα του»·
- του δίνω αέρα, του συμπεριφέρομαι με μεγάλη οικειότητα: «μόλις του δώσαμε λίγο αέρα, άρχισε να κινείται με περισσότερη άνεση μέσα στην παρέα μας || μην του δίνεις πολύ αέρα αυτού του ανθρώπου, γιατί θα σε καβαλικέψει χωρίς να το πάρεις μυρουδιά»·
- του κόβω τον αέρα, α. του αφαιρώ τη μεγάλη οικειότητα, το μεγάλο θάρρος, τον βάζω στη θέση του: «μπήκε μέσα χαμογελαστός κι άρχισε τις χαιρετούρες, όμως ο διευθυντής του του ’κοψε αμέσως τον αέρα». β. τον αποθαρρύνω: «ήθελε να ξανοιχτεί στη δουλειά του, αλλά του ’κοψα τον αέρα». γ. εμποδίζω με το σώμα μου ή με άλλο μέσο τον αέρα να φτάσει σε αυτόν: «μόλις κατάλαβα πως του ’κοβα τον αέρα, έφυγα από μπροστά του»· βλ. και φρ. κόβω τον αέρα·
- του παίρνω τον αέρα, α. του επιβάλλομαι: «βρήκα τον τρόπο και του πήρα τον αέρα». β. παύω να τον φοβάμαι: «από τη μέρα που του πήρε τον αέρα, τον κάνει ό,τι θέλει». (Λαϊκό τραγούδι: δυο μάγκες μες τη φυλακή τα βάλαν με το διευθυντή, τον αέρα να του πάρουν ό,τι θέλουν για να κάνουν
- του τίναξε τα μυαλά στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- τρελός αέρας, πολύ δυνατός αέρας: «απ’ το πρωί φυσούσε τρελός αέρας και δε βγήκα απ’ το σπίτι μου»·
- τρώω αέρα κοπανιστό, δεν τρώω τίποτα, είτε γιατί δε θέλω είτε γιατί δεν έχω χρήματα να αγοράσω τροφή: «το ’χει ρίξει στη δίαιτα για ν’ αδυνατίσει, και τρώει αέρα κοπανιστό || τον δέρνει τέτοια φτώχεια, που τρώει αέρα κοπανιστό»·
- υπάρχει άλλος αέρας, υπάρχει κάτι που προσδίδει ιδιαίτερα ευχάριστη διάθεση σε ένα άτομο ή ιδιαίτερα ευχάριστη ατμόσφαιρα σε ένα χώρο: «μ’ αρέσει η τάδε παρέα, γιατί αποτελείται από ευγενικούς κι ευχάριστους ανθρώπους, οπότε υπάρχει άλλος αέρας || πηγαίνω και τρώω πάντα στο τάδε μαγαζί, γιατί, εκτός από ωραίο φαγητό, έχει προσεγμένο διάκοσμο και διακριτικό φωτισμό, οπότε υπάρχει άλλος αέρας»·     
- φρέσκος αέρας, ο καθαρός αέρας της εξοχής ή της θάλασσας: «πήγαμε εκδρομή στο βουνό κι αναπνεύσαμε φρέσκο αέρα»·
- φυσάει αέρας…, (με αισιόδοξη διάθεση)επικρατεί κλίμα, διάθεση…: «φυσάει αέρας αλλαγής || φυσάει αέρας ανανέωσης». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένας·
- χάνει αέρα, α. είναι μειωμένης διανοητικής αντίληψης: «μην παίρνεις σοβαρά  αυτά που σου λέει, γιατί χάνει αέρα ο άνθρωπος». β. (για σωλήνες) παρουσιάζει διαφυγή αέρα: «η σωλήνα έκανε μια τρυπίτσα και χάνει αέρα». γ. (για φούσκες, μπάλες ή σαμπρέλες) ξεφουσκώνει λόγω διαφυγής αέρα: «απ’ τη στιγμή που χτύπησε η μπάλα στα σύρματα, χάνει αέρα»·
- χορταίνω αέρα, ζω έντονα, ιδίως με γλέντια και διασκεδάσεις: «από τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, χορταίνει κι αυτός αέρα»·
- χτίζω κάστρα στον αέρα, βλ. λ. χτίζω στον αέρα·
- χτίζω πύργους στον αέρα, βλ. λ. χτίζω στον αέρα·
- χτίζω στον αέρα, οικοδομώ, δημιουργώ πάνω σε σαθρές βάσεις, ματαιοπονώ: «πολλοί με το μυαλό τους χτίζουν κάστρα στον αέρα κι όταν συνέρχονται προσγειώνονται ανώμαλα». Συνών.  χτίζω στην άμμο·
- ώρα καλή στην πρύμη σου κι αγέρα (αέρα) στα πανιά σου, βλ. λ. ώρα.

αίμα

αίμα κ. γαίμα, το, ουσ. [<αρχ. αἷμα], το αίμα. (Ακολουθούν 117 φρ.)· 
- αθώο αίμα, αίμα ανθρώπων που δε φταίνε σε τίποτα, αίμα αθώων ανθρώπων: «κάθε Σαββατοκύριακο, η άσφαλτος γεμίζει με αθώο αίμα από την ασυνειδησία ορισμένων οδηγών»·
- άναψαν τα αίματα, α. η κατάσταση έγινε εκρηκτική και επικίνδυνη: «πες ο ένας πες ο άλλος, στο τέλος άναψαν τα αίματα κι ήταν έτοιμοι για καβγά». β. η κατάσταση ήρθε σε πλήρη ευθυμία: «μόλις άρχισαν να παίζουν τα μπουζούκια, άναψαν τα αίματα κι έγινε το σώσε μέσα στο μαγαζί»·
- άναψαν τα αίματά μου, α. κυριεύτηκα από οργή, εξαγριώθηκα: «ήταν η δεύτερη φορά που ενοχλούσε το κορίτσι μου κι άναψαν τα αίματά μου». β. ήρθα σε κατάσταση πλήρους ευθυμίας: «μόλις άναψαν τα αίματά μου, άρχισα να σκορπώ τα χιλιάρικα στην ορχήστρα»·
- ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου, βλ. φρ. μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι·
- αχνίζει ακόμη το αίμα του, η δολοφονία, ο φόνος του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πολύ πρόσφατος: «μη μιλάς μπροστά του για φόνους και δολοφονίες, γιατί αχνίζει ακόμη το αίμα του αδερφού του, που τον ξέκανε ένας μανιακός»·
- βάζω αίμα, δυναμώνω τρώγοντας το κατάλληλο φαγητό, αναλαμβάνω τις σωματικές μου δυνάμεις: «μόλις βγήκε απ’ το νοσοκομείο τον πλάκωσε η γυναίκα στις κοτόσουπες και στις μπριζόλες για να βάλει αίμα, γιατί είχε γίνει σαν ακτινογραφία || μόλις βάλει λίγο αίμα, παίρνει αμέσως τους δρόμους»·
- βάζω στα αίματα, α. παρακινώ συστηματικά κάποιον να αποφασίσει κάτι: «κάθε τόσο μου αναφέρει το μέγεθος της προίκας της και με βάζει στα αίματα να σκέφτομαι το γάμο». β. κάνω κάποιον να θέλει πάρα πολύ να αποκτήσει κάτι: «αφού μου μιλάς συνέχεια για τα πλεονεκτήματά του, μ’ έβαλες στα αίματα ν’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο».  (Λαϊκό τραγούδι: με βάζεις μέσ’ στα αίματα και με γεμίζεις ψέματα)· βλ. και φρ. τους βάζω στα αίματα·
- βαρύς φόρος αίματος, βλ. λ. φόρος·
- βάφω με αίμα ή βάφω στο αίμα, προκαλώ μεγάλη αιματοχυσία: «οι αμερικανικοί πύραυλοι έβαψαν με αίμα τους δρόμους της Βαγδάτης || οι νατοϊκοί πύραυλοι έβαψαν στο αίμα τη Γιουγκοσλαβία»·
- βάφω τα χέρια μου με αίμα ή βάφω τα χέρια μου στο αίμα βλ. λ. χέρι·
- βγάζει αίμα, (για πληγές ή μύτες), βλ. φρ. τρέχει αίμα·
- βγάζω αίμα, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω υπερβολικά μέχρι να πετύχω κάτι: «έβγαλα αίμα μέχρι να σας μεγαλώσω»·
- βγάζω το ψωμί (μου) με αίμα και ιδρώτα ή βγάζω το ψωμί (μου) με ιδρώτα και αίμα, βλ. λ. ψωμί·
- βουτώ τα χέρια μου στο αίμα, βλ. συνηθέστ. βάφω τα χέρια μου με αίμα·
- βράζει το αίμα μου ή βράζουν τα αίματά μου, α. νιώθω δυνατός, είμαι όλος ορμή και δύναμη: «είναι νέο παλικάρι και βράζει το αίμα του». β. είμαι ακούραστος, ακαταπόνητος: «άσ’ τον να εργαστεί τώρα που είναι νέος και βράζει το αίμα του». γ. αν και είμαι κάποιας ηλικίας, εντούτοις νιώθω δυνατός σαν νέος: «μην τον βλέπεις που σε λίγο βγαίνει στη σύνταξη, βράζουν τα αίματά του!»·
- βράζουν τα αίματα, η κατάσταση είναι εκρηκτική και επικίνδυνη: «μόλις είδα πως άρχισαν να βράζουν τα αίματα, πήρα το κορίτσι μου κι έφυγα»·
- για να ξυπνάν τα αίματα! ή για να ξυπνούν τα αίματα! έκφραση με την οποία δικαιολογεί κάποιος κάποια απότομη ή βίαιη κίνηση ή ενέργειά  του, που την κάνει για να βρίσκεται σε καλή φυσική κατάσταση, σε φόρμα: «κάπου κάπου παλεύουμε μεταξύ μας για να ξυπνάν τα αίματα!». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν μας γουστάρει κι ο καβγάς, δεν πρέπει να μας κυνηγάς, μαλώνουμε στα ψέματα για να ξυπνάν τα αίματα). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·
- δεν έχει αίμα μέσα του, α. δεν έχει καθόλου σωματική δύναμη: «μην τον φορτώνεις υπερβολικά, δε βλέπεις που δεν έχει αίμα μέσα του;». β. δεν έχει ζωντάνια, ενεργητικότητα, είναι νωθρός, οκνός: «άντε ρε, κουνήσου λιγάκι, δεν έχεις αίμα μέσα σου;». γ. είναι δειλός, φοβητσιάρης: «πώς να τα βάλω μαζί του, δε βλέπεις που δεν έχει αίμα μέσα του!». Πρβλ.: όλους τους δήθεν καταλαβαίνω, αυτοί ποτέ τους δεν πετάξανε ψηλά, στα όνειρά τους πατάνε φρένο και μέσ’ στις φλέβες του δεν ξέρουν τι κυλά (Λαϊκό τραγούδι). δ. είναι υπερβολικά ψύχραιμος, υπερβολικά ψυχρός: «κάνω τα πάντα  για να τον προκαλέσω, αλλά με κοιτάζει απαθής λες και δεν έχει αίμα μέσα του». ε. είναι κίτρινος, ωχρός: «τον είδα και κατατρόμαξα, γιατί το πρόσωπό του ήταν κατακίτρινο, λες και δεν έχει αίμα μέσα του»·
- δεν έχει αίμα πάνω του, βλ. συνηθέστ. δεν έχει αίμα μέσα του·
- δεν έχει αίμα στις φλέβες του, βλ. φρ. δεν έχει αίμα μέσα του·
- δεν κυλάει αίμα μέσα του ή δεν κυλάει αίμα στις φλέβες του, βλ. συνηθέστ. δεν έχει αίμα μέσα του·
- δεν τρέχει αίμα μέσα του ή δεν τρέχει αίμα στις φλέβες του, βλ. φρ. δεν έχει αίμα μέσα του·
- δεσμός αίματος, βλ. λ. δεσμός·
- δίνω αίμα, α. κουράζομαι, δυσκολεύομαι πάρα πολύ για να πετύχω κάτι: «έδωσα αίμα μέχρι να χτίσω κι εγώ ένα σπιτάκι». β. είμαι τακτικός αιμοδότης: «δυο φορές το χρόνο πηγαίνω στον Ερυθρό Σταυρό και δίνω αίμα»·
- δίνω το αίμα μου, α. κουράζομαι, δυσκολεύομαι πάρα πολύ για να πετύχω κάτι: «έδωσα το αίμα μου μέχρι να σας μεγαλώσω». β. αγαπώ υπερβολικά κάποιον, του δίνω ό,τι πολυτιμότερο έχω: «δίνω το αίμα μου γι’ αυτόν τον άνθρωπο»· βλ. και φρ. χύνω το αίμα μου·
- δίνω το αίμα μου για την πατρίδα, βλ. φρ. χύνω το αίμα μου για την πατρίδα·
- δίψα για αίμα, βλ. λ. δίψα·
- διψάει για αίμα, νιώθει ασυγκράτητη επιθυμία για αιματοχυσία, για εκδίκηση με φόνο: «οι συγγενείς του δράστη τρέμουν απ’ το φόβο τους, γιατί ο αδερφός του νεκρού διψάει για αίμα»·
- έγινε αίμα και άμμος, επικράτησε μεγάλη σύγχυση και φασαρία, ξέσπασαν βίαια και αιματηρά επεισόδια: «όταν οι διαδηλωτές ήρθαν αντιμέτωποι με την αστυνομία, έγινε αίμα και άμμος». Ίσως αναφορά στις ρωμαϊκές αρένες·
- έδειξε αίμα στο σεντόνι, (για γαμπρούς) απέδειξε ότι η γυναίκα που παντρεύτηκε ήταν παρθένα: «το πρωί, μετά την πρώτη νύχτα του γάμου, ο γαμπρός μάζεψε την οικογένειά του κι έδειξε αίμα στο σεντόνι». Η εθιμική αυτή συνήθεια σε πολλές περιοχές της ελληνικής επαρχίας κράτησε και μέχρι λίγο πριν από το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, εποχή που η τιμή της γυναίκας θεωρούνταν ιερή και γινόταν για να αποδείξει ο γαμπρός ότι η γυναίκα που είχε παντρευτεί ήταν παρθένα και ότι το αίμα στο σεντόνι ήταν από τη διάρρηξη του παρθενικού υμένα της νύφης. Έπειτα, το σεντόνι αυτό το κρεμούσαν στο μπαλκόνι το σπιτιού για να δει όλο το χωριό του λόγου το αληθές, αλλά και για να τιμηθεί και η οικογένεια της νύφης. Κατά καιρούς έχουν αναφερθεί διάφορα ευτράπελα, όπως ότι το αίμα στο σεντόνι ήταν του κόκορα από το κοτέτσι του γαμπρού ή αίμα δικό του, καθώς είχε αυτοτραυματιστεί για να καλύψει την ντροπή του, που δεν είχε παντρευτεί γυναίκα παρθένα, αλλά και την ντροπή της νύφης και των δυο οικογενειών τους· 
- είμαι πνιγμένος στο αίμα, βλ. φρ. πνίγομαι στο αίμα·
- είναι αθώος του αίματος (κάποιου), δεν έχει σχέση με την εγκληματική πράξη για την οποία γίνεται λόγος: «δεν πρέπει να καταδικάσουμε τον άνθρωπο αυτό, γιατί είναι αθώος του αίματος του δολοφονημένου»·
- είναι αίμα μου, είναι παιδί μου, σπλάχνο μου: «ό,τι στραβό και να κάνει, πρέπει να το υπομένω, γιατί, βλέπεις, είναι αίμα μου»·
- είναι βουτηγμένος στο αίμα, α. είναι δράστης πολλών φόνων, είναι μεγάλος εγκληματίας: «ο ανακριτής δεν ξέρει για ποιον φόνο να τον πρωτοκατηγορήσει, γιατί ο δράστης είναι βουτηγμένος στο αίμα». β. είναι αιμόφυρτος, πλέει στο αίμα: «όταν οι τροχονόμοι έκοψαν τις λαμαρίνες και τον έβγαλαν απ’ τ’ αυτοκίνητό του, ήταν βουτηγμένος στο αίμα»·
- είναι να το ’χεις στο αίμα σου να… ή είναι να το ’χει κανείς στο αίμα του να…, πρέπει να έχεις κάτι έμφυτο για να αναδειχθείς, για να προκόψεις, για να ξεχωρίσεις: «είναι να το ’χεις στο αίμα σου να γίνεις ποιητής || είναι να το ’χει κανείς στο αίμα του να γίνει έμπορος»·
- είναι στο αίμα του, βλ. φρ. το ’χει στο αίμα του·
- είναι το αίμα μου, αποτελεί για μένα ό,τι το πολυτιμότερο: «γνώρισα πολλές γυναίκες, αλλά η γυναίκα αυτή που παντρεύτηκα είναι το αίμα μου». (Λαϊκό τραγούδι: χαστούκια και φιλιά δώσ’ μου τα μαζεμένα. Είσαι το αίμα μου κι εγώ είμαι για σένα
- έχει αριστοκρατικό αίμα, κατάγεται από αριστοκρατική οικογένεια: «είναι ευγενικός άνθρωπος, γιατί έχει αριστοκρατικό αίμα». Πολλές  φορές, η φρ. κλείνει με το στις φλέβες του ή μέσα στις φλέβες του·
- έχει βασιλικό αίμα, α. κατάγεται από βασιλική οικογένεια, από βασιλική γενιά: «δεν καταδέχεται τους απλούς ανθρώπους, γιατί έχει βασιλικό αίμα || στην Ελλάδα δεν απόμεινε κάποιος που να ’χει βασιλικό αίμα». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «δεν καταδέχεται να μας κάνει παρέα, γιατί έχει βασιλικό αίμα». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το στις φλέβες του ή μέσα στις φλέβες του·    
- έχει κρύο αίμα, δεν επηρεάζεται από τα συναισθήματά του, είναι πολύ ψύχραιμος, πολύ ψυχρός: «δε χάνει ποτέ την ψυχραιμία του, γιατί έχει κρύο αίμα»·
- έχει μέσ’ στο αίμα του (κάτι) ή έχει στο αίμα του (κάτι), βλ. φρ. το ’χει μέσ’ στο αίμα του. (Λαϊκό τραγούδι: εσένα δεν σου άξιζε αγάπη, εσένα δεν σου άξιζε στοργή, έχεις στο αίμα σου την αμαρτία είσ’ ένα ψέμα χωρίς ντροπή). Συνών. έχει μέσ’ στη φλέβα του (κάτι) ή έχει στη φλέβα του (κάτι)·
- έχουμε το ίδιο αίμα, α. είμαστε συγγενείς πρώτου βαθμού. (Λαϊκό τραγούδι: έχουμε αίμα το ίδιο κι οι δυο, ήπιες το γάλα που ήπια κι εγώ, μέσ’ απ’ την ίδια αγκαλιά). β. είμαστε συγγενείς, σόι·
- θα γίνει αίμα και άμμος, (απειλητικά) θα επικρατήσει μεγάλη σύγχυση και φασαρία, θα ξεσπάσουν βίαια και αιματηρά επεισόδια: «αν επιχειρήσει η αστυνομία να εμποδίσει τη φοιτητική πορεία προς τ’ αμερικάνικο προξενείο, θα γίνει αίμα και άμμος». Αναφορά ίσως στη ρωμαϊκή αρένα·
- θα σε κάνω να χέσεις αίμα, (απειλητικά) θα σε καταβασανίσω, θα σε καταταλαιπωρήσω, θα σε τιμωρήσω πολύ αυστηρά: «αν σε ξαναπιάσω να βάζεις χέρι στο ταμείο, θα σε κάνω να χέσεις αίμα»·
- θα σου πιω το αίμα, α. (απειλητικά) θα σε σκοτώσω: «αν δεν παντρευτείς την αδερφή μου, που την έχεις εκθέσει, θα σου πιω το αίμα». Από το ότι, μετά από μια μονομαχία με μαχαίρι, επικρατούσε η συνήθεια μεταξύ των ρεμπέτηδων, ο νικητής να γλείφει από τη λάμα του μαχαιριού του το αίμα του αντιπάλου του, που τραυμάτισε ή σκότωσε. Πρβλ.: βάρα με με το στιλέτο, ρε, κι όσο αίμα βγάλω πιέτο (Λαϊκό τραγούδι).β. θα σε καταβασανίσω, θα σε καταταλαιπωρήσω: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σου πιω το αίμα». γ. θα κάνω τα πάντα για να σε καταστρέψω ψυχικά ή οικονομικά: «αν δεν τακτοποιήσεις τους λογαριασμούς σου, θα βάλω δικηγόρο και θα σου πιω το αίμα»·
- θα σου ρουφήξω το αίμα, βλ. φρ. θα σου πιω το αίμα·
- κόκκινο αίμα ή κόκκινο σαν αίμα ή κόκκινο σαν το αίμα, το έντονο κόκκινο χρώμα: «το καρπούζι είναι κόκκινο αίμα || φορούσε ένα φουστάνι κόκκινο σαν αίμα». (Λαϊκό τραγούδι: είκοσι τριαντάφυλλα κόκκινα σαν το αίμα σου ’δωσε νιάτα η μάνα σου και του αϊτού το βλέμμα
- κολυμπώ στο αίμα, βλ. φρ. πλέω στο αίμα·
- κόπηκε το αίμα μου ή μου κόπηκε το αίμα, φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα ν’ αγριεύει, μου κόπηκε το αίμα»·
- κύκλος αίματος, βλ. λ. κύκλος·
- λερώνω τα χέρια μου με αίμα, βλ. λ. χέρι·
- λούστηκε στο αίμα, είναι αιμόφυρτος είτε από δικό του είτε από αίμα άλλου: «τον παρέσυρε μια νταλίκα και λούστηκε στο αίμα ο κακομοίρης || έβγαλε το μαχαίρι του κι όπως χτυπούσε δεξιά αριστερά τον κόσμο, λούστηκε στο αίμα»·
- λουτρό αίματος, βλ. λ. λουτρό·
- μ’ ανάβουν τα αίματα, με ερεθίζουν, με εξοργίζουν, με εξαγριώνουν: «κάθε φορά που μ’ ανάβουν τα αίματα, γίνομαι άλλος άνθρωπος»·
- μ’ άναψε το αίμα ή μ’ άναψε τα αίματα, το άτομο για το οποίο γένεται λόγος με ερέθισε, με εξόργισε, με εξαγρίωσε: «μ’ άναψε το αίμα, όταν τον άκουσα να βρίζει γέρο άνθρωπο, κι αν δε με συγκρατούσαν, θα τον σάπιζα στο ξύλο»·
- μαύρο αίμα, βλ. συνηθέστ. σκοτωμένο αίμα·
- με αίμα, με σκληρή προσπάθεια, με υπερβολική ταλαιπωρία και πολλά βάσανα: «με αίμα έχτισα κι εγώ ένα σπιτάκι για να βάλω την οικογένειά μου μέσα»· με φόνο: «εκδικήθηκε με αίμα τη δολοφονία του αδερφού του»·
- με αίμα και δάκρυα ή με δάκρυα και αίμα, βλ. φρ. με αίμα και ιδρώτα. (Λαϊκό τραγούδι: άλλος για Σύρο τράβηξε πήγε άλλος για Μυτιλήνη κι άλλος στης Σύρας τα στενά αίμα και δάκρυα αφήνει)·
- με αίμα και ιδρώτα ή με ιδρώτα και αίμα, με αφάνταστες θυσίες και κόπους: «με αίμα και ιδρώτα κερδίζω το ψωμί μου || με αίμα και ιδρώτα κατάφερα κι εγώ να σπουδάσω τα παιδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: ζωή γεμάτη πίκρες και καημοί με αίμα και με ιδρώτα τρώμε το ψωμί // με ιδρώτα και με αίμα σαν το σκλάβο προσπαθώ ώσπου να ’ρθει κάποια μέρα να πεθάνω να σωθώ
- με παίρνουν τα αίματα, ματώνω, αιμορραγώ: «μου ’δωσε μια μπουνιά στη μύτη και με πήραν τα αίματα || έχω μια ευαισθησία στη μύτη και με το παραμικρό χτύπημα με παίρνουν τα αίματα»·
- μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματός μου, βλ. λ. ρανίδα·
- μου ανέβασε το αίμα στο κεφάλι, με εκνεύρισε πάρα πολύ, με εξόργισε: «με τις βλακείες που έλεγε συνέχεια, μου ανέβασε το αίμα στο κεφάλι και παραλίγο να τον πλάκωνα στο ξύλο»·
- μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, θύμωσα πάρα πολύ, εξοργίστηκα, θόλωσα: «μόλις άρχισε να επαναλαμβάνει τις παράλογες απαιτήσεις του, μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και απέκλεισα κάθε συνεργασία μαζί του»·
- μου βύζαξε το αίμα, βλ. φρ. μου ήπιε το αίμα·
- μου ’γινε το αίμα κομπόστα, συγχύστηκα υπερβολικά, στενοχωρήθηκα: «μόλις τον άκουσα να λέει τόσο τρομερά ψέματα για μένα, μου ’γινε το αίμα κομπόστα». Αναφορά σε αυτούς που πάσχουν από ζαχαρώδη διαβήτη και που, όταν συγχύζονται, ανεβαίνει η ποσότητα του ζάχαρου στο αίμα τους·
- μου έφερε το αίμα στο κεφάλι, βλ. φρ. μου ανέβασε το αίμα στο κεφάλι·
- μου ήπιε το αίμα, α. με εξάντλησε οικονομικά, ψυχικά ή σωματικά: «τα ’μπλεξα με μια πιτσιρίκα και μου ήπιε το αίμα». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρα πουλιά μου πίνουνε το αίμα από μικρός παιδεύουμαι στα ξένα κι όταν φωνάζω “ήρθαν οι λησταί” Πιλάτοι νίβουν τα χέρια τους, Χριστέ).β. με εκμεταλλεύτηκε χωρίς καθόλου οίκτο: «έμπλεξα μ’ έναν τοκογλύφο, που μου ήπιε το αίμα»·
- μου ’κοψε το αίμα, με φόβισε πάρα πολύ, με τρομοκράτησε: «με χτύπησε ξαφνικά στην πλάτη μου από πίσω μέσ’ στ’ άγριο σκοτάδι και μου ’κοψε το αίμα»·
- μου παίρνουν αίμα, είμαι τακτικός αιμοδότης: «δυο φορές το χρόνο πηγαίνω στον Ερυθρό Σταυρό και μου παίρνουν αίμα»·
- μου πίνει το αίμα σαν βδέλλα ή μου πίνει το αίμα σαν τη βδέλλα, βλ. λ. βδέλλα·
- μου ρουφάει το αίμα σαν βδέλλα ή μου ρουφάει το αίμα σαν τη βδέλλα, βλ. λ. βδέλλα·
- μου ρούφηξε το αίμα, βλ. φρ. μου ήπιε το αίμα·
- μπαίνω στα αίματα, α. παρακινούμαι από κάποιον ή κάποιους να αναμιχθώ κάπου: «επειδή όλοι υποστήριζαν πως ήταν συμφέρουσα δουλειά, μπήκα στα αίματα  να τη χρηματοδοτήσω». β. παρακινούμαι από κάποιον ή από κάποιους και φτάνω στο σημείο να θέλω να αποκτήσω κάτι: «κάθε φορά που συναντιόμασταν, μου εκθείαζε τα προτερήματα αυτού του αυτοκινήτου, κι έτσι μπήκα στα αίματα να το αγοράσω»·
- να τον μαχαιρώσεις, αίμα δε θα βγάλει ή να τον μαχαιρώσεις, δε θα βγάλει αίμα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι πολύ στενοχωρημένο, πολύ απελπισμένο, πολύ δυστυχισμένο: «απ’ τη μέρα που έμαθε πως ο γιος του κύλησε στα ναρκωτικά, να τον μαχαιρώσεις, αίμα δε θα βγάλει»·
- νέο αίμα, η είσοδος σε κόμμα, επιχείρηση, οργανισμό ή ομάδα νεότερων προσώπων, που αντικαθιστούν τους παλαιότερους ή γεροντότερους: «με την είσοδο νέου αίματος στο κόμμα,  προσδοκούμε να γίνουμε κυβέρνηση»·
- νερούλιασε το αίμα μου, α. έχασα τη δύναμή μου, το σφρίγος μου, τη ζωντάνια μου: «πέρασαν πια τα χρόνια μου και νερούλιασε το αίμα μου». β. φοβήθηκα πάρα πολύ: «μόλις τον είδα να ’ρχεται καταπάνω μου με το πιστόλι του στο χέρι, νερούλιασε το αίμα μου»·
- ξεπλένω την ντροπή μου με αίμα, βλ. λ. ντροπή·
- ξερνώ αίμα, βλ. συνηθέστ. φτύνω αίμα·
- ο νόμος του αίματος, βλ. λ. βεντέτα·
- πάγωσε το αίμα μου ή πάγωσε το αίμα στις φλέβες μου, φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα να βγάζει το μαχαίρι του, πάγωσε το αίμα στις φλέβες μου»·
- παίρνω αίμα, (για γιατρούς) κάνω αφαίμαξη από αιμοδότη ή από ασθενή για θεραπευτικούς λόγους: «πρέπει να σου πάρω αίμα για ανάλυση»·
- παίρνω πίσω το αίμα μου ή παίρνω το αίμα μου πίσω, α. εκδικούμαι: «δε θα ησυχάσω, αν δεν πάρω το αίμα μου πίσω». β. κερδίζω κάποιον που με είχε κερδίσει παλιότερα: «παίξαμε τάβλι και πολύ χάρηκα που πήρα το αίμα μου πίσω»·
- πλέω σε λίμνη αίματος, βρίσκομαι πεσμένος μέσα σε ποσότητα αίματος: «μετά τη σφοδρή σύγκρουση των δυο πούλμαν, νεκροί και τραυματίες έπλεαν σε λίμνες αίματος»·
- πλέω στο αίμα, είμαι αιμόφυρτος: «όταν τον βρήκανε, έπλεε στο αίμα»·
- πληρώνω με αίμα ή πληρώνω με το αίμα μου, υφίσταμαι τις οδυνηρές συνέπειες από τη στάση ή τις πράξεις μου ή από τη στάση ή τις πράξεις κάποιου. (Λαϊκό τραγούδι: τη ζωή μου έπαιξα για σένα, τη ζημιά σου πλήρωσα με αίμα
- πνίγω στο αίμα, καταστέλλω βίαια και αιματηρά εξέγερση ή επανάσταση: «τα τανκς της χούντας έπνιξαν στο αίμα τη φοιτητική εξέγερση του Πολυτεχνείου || οι Τούρκοι έπνιξαν στο αίμα την επανάσταση της Χαλκιδικής»·
- ποταμοί αίματος (ενν. τρέχουν), βλ. λ. ποταμός·
- σιγά τα αίματα! ειρωνική ή κοροϊδευτική έκφραση σε κάποιον που καυχιέται για φανταστικούς ηρωισμούς ή ξυλοδαρμούς, ή σε κάποιον που ισχυρίζεται πως θα μας δείρει ή πως μπορεί να μας δείρει. Συνήθως, για εντυπωσιασμό, η φρ. λέγεται πιο ολοκληρωμένη σιγά, μας πήραν τα αίματα! ή σιγά τα αίματα, μας πιτσίλισες(!)·
- σκοτωμένο αίμα, το μελάνιασμα που προκαλείται από τη συσσώρευση αίματος ακριβώς κάτω από το σημείο του δέρματος που δέχτηκε κάποιο δυνατό χτύπημα, ή το αίμα που τρέχει μετά το άνοιγμα αυτού του σημείου και έχει μαυριδερό χρώμα: «αμέσως μετά το χτύπημα που δέχτηκε στο μπράτσο του, το σημείο εκείνο μελάνιασε απ’ το σκοτωμένο αίμα || ο γιατρός άνοιξε το χτυπημένο σημείο για να τρέξει το σκοτωμένο αίμα»·
- στάζει αίμα, α. είναι πολύ κόκκινο: «θα καταλάβεις αμέσως για ποια σου λέω, γιατί φοράει ένα φουστάνι που στάζει αίμα || είναι τόσο ώριμο το καρπούζι, που στάζει αίμα». β. (για πληγές ή μύτες) αιμορραγεί: «το έλκος μου στάζει αίμα || η μύτη μου στάζει αίμα·
- στάζει η καρδιά μου αίμα, βλ. λ. καρδιά·
- στις φλέβες του τρέχει (ρέει) αίμα…, βλ. λ. φλέβα·
- της ήρθαν τα αίματα, της ήρθε η περίοδος, της ήρθαν τα ρούχα της, της ήρθαν τα έμμηνά της: «η γυναίκα μου δε θα ’ρθει μαζί σας για μπάνιο, γιατί της ήρθαν τα αίματα»·
- το αίμα νερό δε γίνεται, α. η στενή συγγένεια ή η μεγάλη φιλία όσο και αν δοκιμαστούν, επέρχεται πάλι η ομόνοια και η αγάπη: «τ’ αδέρφια παραμέρισαν όλες τις διαφορές τους και μόνοιασαν γιατί, βλέπεις, το αίμα νερό δε γίνεται». β. όσο και να γεράσει ο άνθρωπος δεν ξεχνά τη ζωή ή τις καταστάσεις που πέρασε, είναι στενά δεμένος με το παρελθόν του: «όσον καιρό έλειπε στα ξένα πάντα θυμόταν και συνεχώς μνημόνευε το χωριό του, γιατί το αίμα νερό δε γίνεται». (Λαϊκό τραγούδι: στη μάνα μου θα πάω κι ας μη μ’ αφήνετε το αίμα το αίμα νερό δε γίνεται). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βλέπεις·
- το αίμα του Χριστού, η Θεία Κοινωνία·
- το ’χει μέσ’ στο αίμα του ή το ’χει στο αίμα του, έχει έμφυτη μια καλή ή κακή ιδιότητα: «το ’χει στο αίμα του το εμπόριο || το ’χει μέσ’ στο αίμα του να κατηγορεί τους άλλους». (Λαϊκό τραγούδι: Πειραιώτισσα, το ’χεις μέσ’ στο αίμα σου, να τρελαίνονται οι άντρες μ’ ένα βλέμμα σου). Συνών. το ’χει μέσ’ στη φλέβα του ή το ’χει στη φλέβα του· βλ. και φρ. είναι να το ’χεις στο αίμα σου να(…)·
- τον κάνω να φτύσει αίμα, τον υποβάλλω σε μεγάλους κόπους, σε μεγάλες ταλαιπωρίες: «απ’ τη μέρα που τον πήρα στη δουλειά μου, τον έκανα να φτύσει αίμα»·
- του ’δωσα το αίμα μου, τον αγάπησα υπερβολικά, του έδωσα ό,τι πολυτιμότερο είχα: «εγώ του ’δωσα το αίμα μου κι αυτός γι’ αντάλλαγμα με πρόδωσε»·
- του ’δωσα το αίμα της καρδιά μου, βλ. φρ. του ’δωσα το αίμα μου·
- του ’κανα το αίμα κομπόστα, τον σύγχυσα, τον έφερα σε οριακό σημείο, τον εκνεύρισα σε σημείο να εκραγεί: «όταν άρχισα να τον ειρωνεύομαι για τα χάλια της ομάδας του, του ’κανα το αίμα κομπόστα και μου πέταξε ένα ποτήρι»· βλ. και φρ. μου ’γινε το αίμα κομπόστα·
- του κόβω το αίμα, τον κατατρομάζω, τον καταφοβίζω: «του ’κοψα το αίμα μόλις πετάχτηκα ξαφνικά μπροστά του μέσα στο σκοτάδι»·
- του παγώνω το αίμα, βλ. φρ. του κόβω το αίμα·
- τους βάζω στα αίματα, τους ερεθίζω, τους εξοργίζω, τους εξαγριώνω, γίνομαι αίτιος αιματηρής συμπλοκής: «σου είπα να σταματήσεις τα υπονοούμενα, αλλά φαίνεται το ’χες σκοπό να τους βάλεις στα αίματα τους ανθρώπους». (Λαϊκό τραγούδι: δε θέλω ψευτιές εμένα να μου λες· αλήθεια να λες και θα ’χεις ό,τι θες. Είναι κακό να λες τα ψέματα, να βάζεις τους άντρες στα αίματα
- τραβάει το αίμα, λέγεται στην περίπτωση που τα παιδιά κληρονομούν τα προτερήματα ή τα ελαττώματα των γονιών τους: «είναι νοικοκυρά σαν τη μητέρα της, γιατί τραβάει το αίμα || είναι μεθύστακας σαν τον πατέρα του, γιατί τραβάει το αίμα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βλέπεις·
- τρέχει αίμα, (για πληγές ή μύτες) αιμορραγεί: «έκοψε το δάχτυλό του με το μαχαίρι και τρέχει αίμα || τον χτύπησα κατά λάθος με τον αγκώνα μου στην μύτη του και τρέχει αίμα»·
- τρέχει το αίμα (μου) ποτάμι, τρέχει άφθονο αίμα, έχω μεγάλη αιμορραγία: «όπως έκοβα ξύλα με το τσεκούρι, χτύπησα το χέρι μου κι έτρεξε το αίμα μου ποτάμι»·
- φτύνω αίμα, υποβάλλομαι σε μεγάλους κόπους για να πετύχω κάτι, κοπιάζω, ταλαιπωρούμαι πάρα πολύ: «έφτυσα αίμα μια ζωή μέχρι να πάρω τη σύνταξη μου || μέχρι να κάνω αυτό το σπιτάκι στην εξοχή, έφτυσα αίμα»·
- φτύνω μαύρο αίμα, υποβάλλομαι σε αφάνταστους κόπους, σε αφάνταστες ταλαιπωρίες για να πετύχω κάτι: «έφτυσα μαύρο αίμα μέχρι να σπουδάσω τα παιδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια και χρόνια πλάι σου έφτυσα μαύρο αίμα, μα η υπομονή έχει όρια κι ο πόνος έχει τέρμα
- φωνάζει το αίμα του σκοτωμένου, ο νεκρός ζητάει επίμονα εκδίκηση, νιώθω έντονα την ανάγκη να εκδικηθώ για το φόνο πολύ αγαπημένου ή συγγενικού μου προσώπου: «δεν μπορώ να κοιμηθώ απ’ τη μέρα που δολοφόνησαν τον αδερφό μου, γιατί φωνάζει το αίμα του σκοτωμένου»·  
- χάνω αίμα, αιμορραγώ: «του έκαναν μετάγγιση, γιατί, μέχρι να τον πάνε στο νοσοκομείο, έχασε πολύ αίμα»·
- χόρτασε αίμα, ικανοποίησε απόλυτα τα αιμοβόρικα ένστικτά του: «ξεκλήρισε ολόκληρη οικογένεια μ’ ένα χασαπομάχαιρο και χόρτασε αίμα ο σχιζοφρενής δολοφόνος»·
- χύθηκε αίμα, έγινε αιματοχυσία: «καθώς οι αστυνομικοί προσπαθούσαν ν’ απομακρύνουν τους διαδηλωτές απ’ την αμερικάνικη πρεσβεία, χύθηκε αίμα»· βλ. και φρ. χύνεται αίμα·
- χύνεται αίμα, παρατηρείται αιματοχυσία, τραυματίζεται ή σκοτώνεται κάποιος ή κάποιοι: «κάθε Σαββατοκύριακο χύνεται αίμα στην άσφαλτο από ένα σωρό τροχαία δυστυχήματα»·
- χύνω αίμα, σκοτώνω ανθρώπους σε πόλεμο ή εγκληματώ: «στη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου ήταν πολλοί αυτοί που έχυσαν αίμα στα πεδία των μαχών || όταν έμαθε πως τον απάτησε η γυναίκα του, έφυγε στο εξωτερικό για να μη χύσει αίμα»· βλ. και φρ. χύνω το αίμα μου·
- χύνω το αίμα (κάποιου), πραγματοποιώ δολοφονική ενέργεια σε βάρος κάποιου, δολοφονώ κάποιον: «σε μια στιγμή παροξυσμού, πήγε κι έχυσε το αίμα του αντιζήλου του»·  
- χύνω το αίμα μου, α. κουράζομαι, ταλαιπωρούμαι υπερβολικά για να πετύχω κάτι: «έχυσα το αίμα μου για να φτιάξω αυτή την επιχείρηση». β. αυτοκτονώ: «ο βλάκας, πήγε κι έχυσε το αίμα του, επειδή τον άφησε μια παρδαλή». (Λαϊκό τραγούδι: θα προτιμήσω θάνατο Κωστάκη δε σ’ αφήνω, το αίμα μου το χύνω). γ. σκοτώνομαι, ιδίως σε μάχη: «πολλά παλικάρια έχυσαν το αίμα τους στη μάχη του Λαχανά»·
- χύνω το αίμα μου για την πατρίδα, θυσιάζομαι για την πατρίδα: «στο έπος του 1940 πολλά παλικάρια έχυσαν το αίμα τους για την πατρίδα». (Λαϊκό τραγούδι: μα τώρα φως μ’ σ’ αφήνω γεια πάω να πολεμήσω για τη γλυκιά πατρίδα μας το αίμα μου να χύσω
- ως την τελευταία ρανίδα του αίματός μου, βλ. λ. ρανίδα.

άκρη

άκρη κ. άκρια, η, ουσ. [<μσν. ἄκρη], η άκρη. 1. απόμερος τόπος, απόμερο σημείο, απομακρυσμένη περιοχή: «την παρέσυρε σε μια άκρη της πόλης και τη βίασε». 2. το άτομο που μπορεί να μας εξυπηρετήσει, να μας τελειώσει μια δουλειά νόμιμη ή παράνομη: «είναι άνθρωπος που τακτοποιεί κάθε εκκρεμότητά του, γιατί έχει την άκρη του». 3. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) ο μεσάζων, ο τροφοδότης ναρκωτικών: «γυρίζει σαν τρελός στους δρόμους, γιατί εξαφανίστηκε η άκρη του απ’ την πιάτσα και δεν έχει άλλο τρόπο για να γίνει». Υποκορ. ακρούλα και ακρίτσα, η. (Ακολουθούν 48 φρ.)·
- άκρη! (ενν. κάνε, κάν’ τε), παραμέρισε, παραμερίστε. Συνήθως επαναλαμβανόμενο·
- άκρη άκρη, εντελώς άκρη: «μην πας άκρη άκρη, γιατί θα γκρεμοτσακιστείς»·
- άκρη Θεού, τόπος, τοποθεσία πολύ απομακρυσμένη σε σχέση με κάποιο κέντρο: «έχτισε ένα σπιτάκι άκρη Θεού κι έχει γλιτώσει απ’ τις ανεπιθύμητες επισκέψεις»·
- άκρη ρεεε! (ενν. κάνε, κάν’ τε), άνοιξε, ανοίξτε γρήγορα δρόμο να περάσω, παραμέρισε, παραμερίστε γρήγορα, γιατί βιάζομαι πολύ ή γιατί είμαι υπερβολικά φορτωμένος και υπάρχει κίνδυνος να μου πέσουν αυτά που κουβαλώ·  
- απ’ άκρη σ’ άκρη, από το ένα ακραίο σημείο στο άλλο, σε όλο το μήκος ή σε όλη την έκταση: «λίγο πριν απ’ τις γιορτές, η μητέρα καθάρισε το σπίτι απ’ άκρη σ’ άκρη». (Λαϊκό τραγούδι: έρημο το σπίτι κι αδειανό, ρήμαξ’ απ’ άκρη σ’ άκρη· τα παλιά σου γράμματα φιλώ – Χριστίνα μου και πνίγομαι στο δάκρυ
- αφήνω στην άκρη, α. ακουμπώ, εγκαταλείπω παράμερα κάτι: «άφησε στην άκρη τη σακούλα με τα ψώνια κι έλα λίγο που σε θέλω». β. παύω να κάνω ή να χρησιμοποιώ κάτι: «άφησε στην άκρη τις βλακείες κι αποφάσισε ν’ ασχοληθεί σοβαρά με τη δουλειά του || άφησε στην άκρη το φτυάρι και πήρε πάλι τον κασμά». γ. παραμερίζω, παραβλέπω, παρατώ: «ας αφήσουμε στην άκρη τις διχόνοιες κι ας μονοιάσουμε». Συνών. αφήνω κατά μέρος / αφήνω στην μπάντα·
- βάζω στην άκρη, α. κάνω οικονομίες, αποταμιεύω: «κάθε μήνα βάζω στην άκρη δέκα χιλιάδες δραχμές για ώρα ανάγκης». β. (για πρόσωπα) παραγκωνίζω: «ο διευθυντής έβαλε στην άκρη όλους τους παλιούς διοικητικούς υπαλλήλους για να προωθήσει δικούς του». γ. (για πράγματα) παύω να χρησιμοποιώ, αχρηστεύω: «έβαλε στην άκρη το κομπιούτερ που είχε κι αγόρασε ένα πιο αναβαθμισμένο». Συνών. βάζω κατά μέρος / βάζω στην μπάντα· βλ. και φρ. πετώ στην άκρη·
- βγάζω άκρη, καταλαβαίνω, κατανοώ μια υπόθεση: «πρέπει να μου μιλήσεις με σαφήνεια για να βγάλω άκρη»· βλ. και φρ. βρίσκω άκρη·
- βγάζω στην άκρη, ξεδιαλέγω μέρος από ένα σύνολο: «ό,τι σκάρτο πράγμα βλέπετε, θα το βγάζετε στην άκρη». Συνών. βγάζω κατά μέρος / βγάζω στην μπάντα·
- βλέπω με την άκρη του ματιού μου, βλ. λ. μάτι·
- βλέπω φως στην άκρη του τούνελ, βλ. λ. φως·
- βρίσκω (την) άκρη, α. βρίσκω λύση στο πρόβλημά μου, βρίσκω διέξοδο, βρίσκω τον τρόπο να βγω από τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκομαι: «αν ηρεμήσεις και σκεφτείς λογικά, σίγουρα θα βρεις την άκρη για να ξεμπλέξεις». (Λαϊκό τραγούδι: και δεν τρέχει τίποτα μην κοιτάς το δάκρυ μου, θα τη βρω την άκρη μου, θα σε ξεχάσω). β. βρίσκω τον τρόπο να συνεννοηθώ ή να συνδιαλλαγώ με κάποιον: «όταν υπάρχει καλή θέληση, πάντα μπορεί κανείς να βρει την άκρη». γ. αρχίζω να τακτοποιώ σιγά σιγά ένα χώρο, όπου τα πάντα ήταν ανάκατα, μπερδεμένα: «μόλις πήραν τα βαριά έπιπλα, άρχισα να βρίσκω άκρη στο υπόγειο»·
- βρίσκω την άκρη της κλωστής, βρίσκω την αρχή, την αιτία, σε κάποια υπόθεση που με απασχολεί, οπότε μπορώ να βρω και διέξοδο, να δώσω λύση στο πρόβλημά μου. (Λαϊκό τραγούδι: αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς κανείς δε θα μπορέσει να σε βγάλει, μονάχος βρες την άκρη της κλωστής κι αν είσαι τυχερός ξεκίνα πάλι
- βρίσκω την άκρη του νήματος, βλ. συνηθέστ. βρίσκω την άκρη της κλωστής·
- δε βγάζει σε άκρη (κάτι), οδηγεί σε αδιέξοδο: «δε βγάζει σε άκρη το πείσμα που κρατάτε». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάψεις να ’σ’ επίμονο κι αγύριστο κεφάλι της ασωτίας το βιολί σε άκρη δε θα βγάλει
- δε βγάζω άκρη, α. δεν καταλαβαίνω, δεν κατανοώ μια υπόθεση: «με τον τρόπο που μου λες τα πράγματα, δε βγάζω άκρη». β. δεν καταλαβαίνω, δεν κατανοώ ένα χειρόγραφο κείμενο, επειδή είναι πολύ κακογραμμένο ή ένα λογοτεχνικό κείμενο, επειδή δεν έχει ειρμό, επειδή είναι μπερδεμένο, ακατανόητο: «μου ’στειλε ένα σημείωμα, αλλά έχει τόσο άσχημα γράμματα, που δε βγάζω άκρη || διαβάζω αυτό το βιβλίο, αλλά δε βγάζω άκρη, γιατί τα ’χει κάνει δω πέρα μέσα ο συγγραφέας κουλουβάχατα»·
- δε βγάζω άκρη (με κάποιον), δεν μπορώ να συνεννοηθώ με κάποιον: «μια ώρα μιλάμε και δε βγάζω άκρη μαζί του»·
- δε βρίσκω (την) άκρη, (γενικά) είμαι σε αδιέξοδο: «όσο κι αν προσπάθησα να κατανοήσω τον τρόπο με τον οποίο ενήργησε, δε βρήκα άκρη». (Λαϊκό τραγούδι: έλα γλυκά και φίλησέ με, σβήσε το φως κι αγκάλιασέ με, με γκρίνιες άκρη δε θα βρούμε, σβήσε το φως να κοιμηθούμε // τη μάνα μου θυμόμουνα κι έχυνα μαύρο δάκρυ, στην έρημή μου ξενιτιά ποτέ δε βρήκα άκρη
- δεν μπορώ να βρω (την) άκρη, βλ. φρ. δε βρίσκω (την) άκρη. (Λαϊκό τραγούδι: αμφιβάλλω και πονώ κι άκρη δεν μπορώ να βρω
- είμαι στην άκρη, α. είμαι παραμερισμένος, παραγκωνισμένος: «δεν ξέρω τι κάνουν με την υπόθεσή σου, γιατί εγώ είμαι στην άκρη». β. απέχω από κάπου ή από κάτι θεληματικά: «επειδή νομίζω πως η δουλειά είναι ύποπτη, εγώ είμαι στην άκρη»·
- έχω στην άκρη, έχω αποταμιευμένα χρήματα: «έχω στην άκρη ένα ποσό για ώρα ανάγκης». Συνών. έχω κατά μέρος / έχω στην μπάντα·
- η άλλη άκρη του σύρματος, βλ. λ. σύρμα·
- η φιλία έχει δυο άκρες, βλ. λ. φιλία·
- κάθομαι στην άκρη, δεν αναμειγνύομαι σε κάποια διένεξη, μένω ουδέτερος παρατηρητής: «όταν βλέπω κάποιους να μαλώνουν, κάθομαι στην άκρη και δεν επεμβαίνω». Συνών. κάθομαι κατά μέρος / κάθομαι στην μπάντα·
- κάνε στην άκρη, (απειλητικά, προστακτικά ή συμβουλευτικά) παραμέρισε, υποχώρησε: «κάνε στην άκρη, γιατί θα πλακωθούμε στο ξύλο || μόλις δεις τον άλλον ν’ αγριεύει, κάνε στην άκρη». Συνών. κάνε κατά μέρος / κάνε στην μπάντα·
- κάνω στην άκρη, α. παραμερίζω από ευγένεια ή σεβασμό για να περάσει κάποιος, δίνω το προβάδισμα σε κάποιον: «μόλις φτάσαμε μπροστά στην είσοδο, έκανα στην άκρη για να μπει μέσα πρώτος ο πατέρας μου». β. (γενικά) παραμερίζω για να περάσει κάποιος: «μόλις τον είδα έτσι βαρυφορτωμένο, έκανα στην άκρη για να περάσει». Το να κάνει στην άκρη κάποιος για να αφήσει το χώρο να περάσει κάποιος άλλος, είναι κάτι που έχει τις ρίζες του στα βάθη των αιώνων, διότι από πάντα υπήρχαν οι ισχυροί ή οι κατακτητές, που, όταν έρχονταν αντιμέτωποι σε έναν δρόμο με τους ανίσχυρους ή τους υποδουλωμένους ή σε ένα πέρασμα όπου λόγω φυσικής διαμόρφωσης ή αρχιτεκτονικής του μπορούσε να περάσει πρώτα ο ένας και έπειτα ο άλλος, τότε τους υποχρέωναν με το παρουσιαστικό τους και μόνο να παραμερίσουν για να συνεχίσουν αυτοί το δρόμο τους. Αλλά και σήμερα, όταν δυο άτομα έρχονται αντιμέτωπα στο δρόμο, εκείνο που είναι πιο επιβλητικό, αναγκάζει δίχως άλλο το δεύτερο άτομο να παραμερίσει. Πολλές φορές, μπορεί να δημιουργηθεί μια κόντρα για το ποιο θα παραμερίσει για να περάσει το άλλο, και από κάποια απόσταση τα δυο άτομα αρχίζουν να κατευθύνονται πάνω στην ίδια ευθεία προσπαθώντας με τη σοβαρή ή άγρια έκφραση του προσώπου τους ή με το σταθερό βηματισμό τους να σπάσουν το ηθικό του άλλου και να το αναγκάσουν να παραμερίσει. Δε γνωρίζω περίπτωση τα δυο άτομα να έρθουν αντιμέτωπα και να σταθούν ακίνητα φάτσα με φάτσα, γιατί πάντα την τελευταία στιγμή κάποιο από τα δυο άτομα παραμέριζε. Τις σπάνιες φορές πάντως που κανένα από τα δυο άτομα δεν αποφάσιζε να παραμερίσει, ακολουθούσε δυναμική αναμέτρηση και ο νικητής περνούσε πρώτος. γ. δίνω τόπο στην οργή, υποχωρώ: «επειδή ήταν μεθυσμένος και δεν ήξερε τι έλεγε, έκανα στην άκρη για να λήξει το επεισόδιο». δ. παραμερίζω λόγω φόβου, εγκαταλείπω: «μόλις αγρίεψε ο άλλος, έκανα στην άκρη, γιατί ήταν πιο δυνατός από μένα». Συνών. κάνω κατά μέρος / κάνω στην μπάντα· βλ. και φρ. τραβιέμαι στην άκρη·
- κάνω στην άκρη (κάποιον), παραμερίζω κάποιον θεωρώντας τον εμπόδιο των ενεργειών μου ή των φιλοδοξιών μου: «απ’ την αρχή της σταδιοδρομίας του κάνει στην άκρη όποιον δεν τον υποστηρίζει». Συνών. κάνω κατά μέρος (κάποιον) / κάνω στην μπάντα (κάποιον)·
- κι όπου με βγάλει η άκρη, έκφραση αδιαφορίας για την έκβαση μιας ενέργειας μου ή για την κατάληξη κάποιας πορείας μου. (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω πια τα μάτια μου κι όπου με βγάλει η άκρη, θα φύγω και θα με ζητάς, θα κλαις με μαύρο δάκρυ
- κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου, βλ. λ. μάτι·
- μ’ έχουν στην άκρη, με έχουν παραμερισμένο, παραγκωνισμένο: «δεν ξέρω πως ενεργούν, γιατί μ’ έχουν στην άκρη». Συνών. μ’ έχουν κατά μέρος / μ’ έχουν στην μπάντα·
- μέσες άκρες, α. συνοπτικά, σε χοντρές γραμμές, περίπου: «θέλω να μου πεις μέσες άκρες πώς έγινε η φασαρία». β. (για γνώσεις) ανεπαρκώς: «θέλω να μου πεις το μάθημα με κάθε λεπτομέρεια κι όχι μέσες άκρες»·
- να ’μουν από καμιά άκρη! να μπορούσα να έβλεπα κι εγώ, να ήμουν κι εγώ αυτόπτης μάρτυρας, να ήμουν κι εγώ παρών ιδίως κατά την εξέλιξη κάποιας οδυνηρής στιγμής για κάποιον: «να ’μουν από καμιά άκρη να έβλεπα τα μούτρα που έκανε, όταν του ανακοίνωσε ο διευθυντής την απόλυσή του!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ρε ή το ε ρε και πολλές φορές μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εγώ. Συνών. να ’μουν από καμιά μεριά! / να ’μουν από καμιά μπάντα(!)·
- πετώ στην άκρη, αχρηστεύω: «πέταξα στην άκρη όλα τα παλιά έπιπλα κι αγόρασα καινούρια». Συνών. πετώ κατά μέρος / πετώ στην μπάντα·
- πού να βρεις άκρη! λέγεται για πολύ μπερδεμένη υπόθεση ή κατάσταση ή για χώρο όπου επικρατεί μεγάλη αταξία: «πού να βρεις άκρη με τους πολιτικούς, αφού μια τα λένε έτσι και μια αλλιώς! || κατέβηκα στο υπόγειο να πάρω ένα σκαλιστήρι, αλλά πού να βρεις άκρη εκεί κάτω!»·
- στην άκρη! παραμέρισε, παραμερίστε: «στην άκρη μη σας λερώσω!». Συνήθως επαναλαμβανόμενο. Συνών. στην μπάντα(!)·
- στην άκρη της γλώσσας μου το ’χω, βλ. λ. γλώσσα·
- στην άκρη του πουθενά, πάρα πολύ μακριά από κάποιο κέντρο, πολλές φορές ερημικά ή απομονωμένα: «κάναμε αναγκαστική προσγείωση και βρεθήκαμε σαν τον Ροβινσώνα Κρούσο στην άκρη του πουθενά»·
- στην άλλη άκρη της γης ή στην άκρη της γης, βλ. φρ. στην άλλη άκρη του κόσμου. (Λαϊκό τραγούδι: ως την άκρια του κόσμου ως την άκρια της γης φτάνει ο πόνος ο δικός μου, που δεν ένιωσε κανείς
- στην άλλη άκρη του κόσμου ή στην άκρη του κόσμου, α. πάρα πολύ μακριά από κάποιο κέντρο: «έχτισε ένα σπίτι στην άκρη του κόσμου κι έτσι έχει ήσυχο το κεφάλι του απ’ τους ανεπιθύμητους». β. στα πέρατα της γης: «εσύ δεν έκανες βήμα απ’ την πόλη που γεννήθηκες κι εγώ πήγα στην άλλη άκρη του κόσμου». (Τραγούδι: θα σε πάρω να φύγουμε ως του κόσμου την άκρη για να πάψει απ’ τα μάτια σου να κυλάει ένα δάκρυ
- τα βγάζω άκρη, βλ. συνηθέστ. τα βγάζω πέρα, λ. πέρα·
- το τηλέφωνο έχει δυο άκρες, βλ. λ. τηλέφωνο·
- τον βάζω στην άκρη, τον παραγκωνίζω: «απ’ τη στιγμή που ο καινούριος διευθυντής τον έβαζε κάθε τόσο στην άκρη, έδωσε κι αυτός την παραίτησή του». Συνών. τον βάζω κατά μέρος / τον βάζω στην μπάντα·
- τον κάνω στην άκρη, τον παραμερίζω βίαια: «του ’δωσα μια σπρωξιά και τον έκανα στην μπάντα». Συνών. τον έκανα στην άκρη / τον έκανα στην μπάντα·
- τον πετώ στην άκρη, τον παραγκωνίζω υποτιμητικά: «οι πολιτικοί του αντίπαλοι, μόλις μπήκαν στην κυβέρνηση, τον πέταξαν στην άκρη». Συνών. τον πετώ κατά μέρος / τον πετώ στην μπάντα·
- τραβιέμαι στην άκρη, α. παραμερίζω για να περάσει κάποιος: «μόλις τον είδα έτσι βιαστικό, τραβήχτηκα στην άκρη». β. δε συμμετέχω, ιδίως σε κάτι κακό ή ασύμφορο: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβα πως δεν ήταν τίμια η δουλειά, τραβήχτηκα στην άκρη || κάθε φορά που αντιλαμβάνεται πως δεν πρόκειται να κερδίσει, τραβιέται στην άκρη». Συνών. τραβιέμαι κατά μέρος / τραβιέμαι στην μπάντα· βλ. και φρ. κάνω στην άκρη·
- τραβώ στην άκρη, παραμερίζω κάτι: «τράβηξα στην άκρη την καρέκλα για να μπορούν να περνούν ελεύθερα». Συνών. τραβώ κατά μέρος / τραβώ στην μπάντα· βλ. και φρ. κάνω στην άκρη·
- φτάνω σε μια άκρη, βρίσκω διέξοδο, βρίσκω λύση στο πρόβλημά μου: «είχα πολλά προβλήματα, αλλά απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, έφτασα σε μια άκρη κι ησύχασα»·
- φτάνω στην άκρη, βλ. φρ. βρίσκω την άκρη.

άλογο

άλογο, το, ουσ. [<μτγν. ἄλογον, ουσ. του επιθ. ἄλογος], το άλογο. 1. πιόνι του σκακιού που έχει τη μορφή αλόγου: «το άλογο είναι αξιόλογο πιόνι στο σκάκι». 2. ο ίππος ως μονάδα μέτρησης ισχύος μηχανών, ιδίως των αυτοκινήτων: «πόσα άλογα είναι η μηχανή σου;». 3. στον πληθ. τα άλογα και τα αλόγατα, ο ιππόδρομος: «όσα λεφτά βγάζει τα χάνει στ’ άλογα». (Λαϊκό τραγούδι: μολόγα τα, μολόγα τα, τα φράγκα μοιρολόγα τα, τι γίνανε μολόγα τα, χορτάρι για τ’ αλόγατα). Υποκορ. αλογάκι και αλογατάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- άλογο κλάνει, δε δίνει κανείς σημασία σε αυτά που λέω ή που λέγονται, υπάρχει τέλεια αδιαφορία: «μια ώρα σου μιλώ κι εσύ, άλογο κλάνει»·
- αλόγου ουρά, βλ. λ. αλογουρά·
- άλογο που δεν εκαβαλίκεψες, ποτέ μην το κατηγορήσεις, ποτέ μην κατηγορήσεις άνθρωπο, αν προηγουμένως δεν τον γνωρίσεις, μην κατηγορείς κάποιον βασιζόμενος σε ξένες κατηγορίες ή πληροφορίες: «να αρνείσαι να εκφέρεις αρνητική γνώμη για άνθρωπο που δεν ξέρεις, γιατί, άλογο που δεν εκαβαλίκεψες., ποτέ μην κατηγορήσεις»·  
- από καβάλα σ’ άλογο, κάθισε σε γαϊδούρι, βλ. λ. γαϊδούρι·
- βάζει το κάρο πριν απ’ τ’ άλογο, βλ. λ. κάρο·
- βαστάτε Τούρκοι τ’ άλογα! βλ. λ. Τούρκος·
- για τ’ άλογο που τρέχει, δε χρειάζονται σπιρούνια, βλ. λ. σπιρούνι·
- γίνομαι άλογο, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι για να φέρω σε πέρας κάτι: «τον τελευταίο καιρό έγινα άλογο για να καλύψω τις υποχρεώσεις μου». Αναφορά στο άλογο ως υποζύγιο·
- δεν αλλάζουμε άλογο στη μέση του ποταμού, όταν βρισκόμαστε σε μια δύσκολη κατάσταση, εντείνουμε τις υπάρχουσες δυνάμεις μας, τις υπάρχουσες δυνατότητές μας και δεν πειραματιζόμαστε με νέους τρόπους για να ξεπεράσουμε τη δυσκολία: «πρέπει να ξεπεράσουμε τη δύσκολη κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει με τα εφόδια που έχουμε, γιατί δεν αλλάζουμε άλογο στη μέση του ποταμού, κι όταν ξεπεράσουμε την κρίση, βλέπουμε τι θα κάνουμε για το μέλλον»·
- δουλεύουν τ’ άλογα για να τρώνε τα γαϊδούρια, βλ. λ. γαϊδούρι·
- είναι κουτσό άλογο, είναι ανίκανος να φέρει σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση: «μην του αναθέσεις καμιά δουλειά αυτού του ανθρώπου, γιατί είναι κουτσό άλογο». (Λαϊκό τραγούδι: ποντάρει σε άλογο κουτσό και παίρνει πεντακόσια, ποντάρω γω σε αετό και χάνω άλλα τόσα). Από το ότι ένα άλογο που κουτσαίνει δεν μπορεί ποτέ να έρθει πρώτο στις ιπποδρομίες·
- ενθουσιασμός χωρίς γνώσεις είναι σαν άλογο χωρίς χαλινάρι, ο παράλογος, ο ξέφρενος ενθουσιασμός μας οδηγεί πολλές φορές σε επικίνδυνες ή ακραίες ενέργειες: «πρέπει να μάθεις να συγκρατιέσαι και να ελέγχεις τον εαυτό σου στις μεγάλες χαρές, γιατί ενθουσιασμός χωρίς γνώσεις είναι σαν άλογο χωρίς χαλινάρι»·
- η γυναίκα και το άλογο θέλουν άξιο καβαλάρη, βλ. λ. καβαλάρης·
- θα σε κάνω άλογο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- και πράσιν’ άλογα, ανοησίες, βλακείες, πράγματα απίθανα, παράλογα, τερατολογίες: «για τι επιχειρήσεις και πράσιν’ άλογα μου λες, εδώ να φάμε δεν έχουμε». Από το πράσιν’, που δεν αναφέρεται σε χρώμα, αλλά που παρετυμολογεί το ομόηχο πράσσειν, απαρέμφ. του αρχ. ρ. πράττω κ. πράσσω + ἄλογα (= παράλογα), αυτός δηλ. που πράττει παράλογα. Υπάρχουν και άλλες εκδοχές·
- καλύτερα γαϊδούρι που κουβαλάει παρά άλογο που κλάνει, βλ. λ. γαϊδούρι·
- κούρσα για ένα άλογο, βλ. λ. κούρσα·
- όταν είσαι καβάλα στ’ άλογο, να λες σ’ όλους καλημέρα, βλ. λ. καβάλα·   
- παίζει στ’ άλογα, είναι παίχτης του ιππόδρομου: «δεν του μένει δραχμή, γιατί παίζει στ’ άλογα»·
- πίνει σαν δυο άλογα, πίνει πάρα πολύ, είναι μεγάλος πότης: «δεν μπορείς να τον παραβγείς στο πιοτό, γιατί πίνει σαν δυο άλογα»·
- στ’ αλόγου τον τόπο γαϊδούρι μη δένεις, βλ. λ. γαϊδούρι·
- ταΐζει τ’ άλογα, βλ. λ. φρ. ταΐζει τ’ αλογάκια, λ. αλογάκι·
- το καλό το άλογο, βγάζει το κριθάρι του, ο εργατικός άνθρωπος έχει και τα ανάλογα κέρδη από την εργασία του: «αυτός δε θα πεινάσει ποτέ, γιατί, το καλό το άλογο, βγάζει το κριθάρι του»·
- τον έκανε άλογο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον κάνω άλογο, α. τον κάνω ό,τι θέλω, τον υποτάσσω, τον κατανικώ: «τον έπιασε στα χέρια του και τον έκανε άλογο». Από την εικόνα του καβαλάρη, που έχει απόλυτη εξουσία στο άλογό του. β. τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε μαζί της, τον έκανε άλογο». Από την εικόνα του χωρικού που φορτώνει υπερβολικά το άλογό του ή το χρησιμοποιεί σε πολλές σκληρές εργασίες.

ανακοινωθέν

ανακοινωθέν, το, ουσ. [ουδ. μτχ. παθ. αορ. του ρ. ανακοινώ], το ανακοινωθέν·
- βγάζω ανακοινωθέν, διαδίδω, κοινολογώ, ιδίως μυστικό ή κακή ιδιότητα κάποιου: «μόλις μάθει κάτι κακό για κάποιον, αμέσως βγάζει ανακοινωθέν». Από την επίσημη γνωστοποίηση μιας είδησης από δημόσια ή στρατιωτική αρχή.

άντερο

άντερο, το, ουσ. [<μσν. ἄντερον <αρχ. ἔντερον], το άντερο· το πέος ηλικιωμένου άντρα, που δεν μπορεί πια να έρθει σε στύση: «ποια γυναίκα να πάει τώρα μαζί του, αφού, μόλις δει τ’ άντερό του, θα το βάλει στα πόδια». Από παρομοίωση του πέους με το άντερο, που κρέμεται άτονο. Υποκορ. αντεράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 43 φρ.)·
- άνοιξε τ’ άντερό μου, βλ. φρ. άνοιξε το στομάχι μου, λ. στομάχι·
- βγάζει άντερα, (για μουσικούς) είναι δεξιοτέχνης σε κάποιο μουσικό όργανο: «πήρε το μπουζούκι στα χέρια του κι όση ώρα έπαιζε, έβγαζε άντερα»·
- βγάζει άντερα ή βγάζει τ’ άντερά του, κερδίζει πολλά χρήματα, ιδίως  από τη δουλειά του: «βγάζει άντερα απ’ την καινούρια του δουλειά || έχει ένα σουβλατζίδικο μέσα στην αγορά και βγάζει τ’ άντερά του». Συνών. βγάζει λεφτά με ουρά / βγάζει λεφτά με τη σέσουλα / βγάζει λεφτά με το ζεμπίλι / βγάζει λεφτά με το τσουβάλι / βγάζει παρά με ουρά ή βγάζει παράδες με ουρά / βγάζει τα κέρατά του / βγάζει τα μαλλιά της κεφαλής του / βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του / βγάζει της Παναγιάς τα μάτια / βγάζει τρελά λεφτά (α) / βγάζει χοντρά λεφτά / βγάζει χοντρό χρήμα / βγάζει χρήμα με ουρά·
- βγάζω τ’ άντερα (κάποιου μηχανήματος), το ξεχαρβαλώνω: «προσπάθησε να βρει μόνος του τη βλάβη της μηχανής τ’ αυτοκινήτου του, αλλά της έβγαλε τ’ άντερα και την παράτησε»·
- βγάζω τ’ άντερά μου, α. κάνω ακατάσχετο εμετό: «έκανε τέτοιο κούνημα το καράβι, που έβγαλα τ’ άντερά μου». β. μιλώ με τους χειρότερους χαρακτηρισμούς για να κατηγορήσω ή για να μειώσω κάποιον: «όταν μιλάει για τον κουνιάδο του, βγάζει τ’ άντερά του». Από την εικόνα του ατόμου που κάνει ακατάσχετο εμετό. Συνοδεύεται πολλές φορές από χειρονομία, με το χέρι να ανεβαίνει ορμητικά από το μέρος της κοιλιάς προς το στόμα υπονοώντας την εκκένωση του στομάχου. Συνών. βγάζω τα μέσα μου / βγάζω τα σπλάχνα μου / βγάζω τα σωθικά μου·  βλ. και φρ. βγάζει άντερα·
- δε μασάω άντερα, ενεργώ όπως εγώ θέλω και δε φοβάμαι, δεν υπολογίζω κανένα: «δε με τρομάζεις με μπράβους και δικηγόρους, γιατί, όταν έχω δίκιο, δε μασάω άντερα»·
- δεν αγαπάει ούτε τ’ άντερά του, είναι πάρα πολύ κακός, πάρα πολύ μοχθηρός: «απ’ αυτόν περιμένεις καλοσύνη! Αυτός δεν αγαπάει ούτε τ’ άντερά του»·
- δε συμφωνούν κοιλιά με άντερα, λέγεται στην περίπτωση που είναι πάρα πολύ δύσκολο να συμφωνήσουν δυο άνθρωποι ή δυο ομάδες ανθρώπων: «άσ’ τους να φαγώνονται, γιατί εδώ, που λέει ο λόγος, δε συμφωνούν κοιλιά με άντερα και θα συμφωνήσουν αυτοί που έχουν τόσες μεγάλες διαφορές;»· 
- δεν άφησε άντερο, (για χρήματα ή περιουσία) σπατάλησε ολοκληρωτικά: «είχε ατράνταχτη περιουσία, αλλά έμπλεξε με τα χαρτιά και δεν άφησε άντερο». Από την εικόνα του ατόμου που πάνω στη βουλιμία του τρώει και τα άντερα του σφαγίου. Συνών. δεν άφησε κολυμπηθρόξυλο / δεν άφησε κουκούτσι / δεν άφησε λέπι / δεν άφησε ρουθούνι / δεν άφησε σάλιο / δεν άφησε σπυρί / δεν άφησε σταγόνα / δεν άφησε φλούδα·
- δεν έμεινε άντερο, α. (για χρήματα ή περιουσία) σπαταλήθηκε ολοκληρωτικά: «έφυγα το πρωί απ’ το σπίτι μου μ’ εκατό χιλιάρικα και μέχρι να γυρίσω δεν έμεινε άντερο». β. (για εμπορεύματα) εξαντλήθηκε, πουλήθηκε, καταναλώθηκε  όλο: «μόλις δειγμάτισα στην αγορά το καινούριο προϊόν, δεν έμεινε άντερο». Συνών. δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο / δεν έμεινε κουκούτσι / δεν έμεινε λέπι / δεν έμεινε ρουθούνι / δεν έμεινε σάλιο / δεν έμεινε σπυρί / δεν έμεινε σταγόνα / δεν έμεινε φλούδα. γ. η κατάσταση που δημιουργήθηκε ήταν τόσο αστεία, που δεν έμεινε κανείς αμέτοχος: «είχε τόσο πλάκα η όλη κατάσταση, που, όταν ξαφνικά άρχισε να γελάει κάποιος, δεν έμεινε άντερο»·
- δεν έχει άντερα, δεν έχει θάρρος, δεν είναι θαρραλέος: «λίγο να κάνεις πως τον αγριεύεις το βάζει στα πόδια, γιατί δεν έχει άντερα»·
- δεν καταλαβαίνει τ’ αντερά του, α. δεν αλλάζει τη γνώμη του, είναι ανένδοτος, αμετάπειστος: «απ’ τη στιγμή που είπε πως δε θα σου δώσει άδεια, μην τον ενοχλείς άλλο, γιατί δεν καταλαβαίνει τ’ άντερά του». β. είναι αναίσθητος, σκληρός: «δεν έχει βοηθήσει ποτέ κανέναν, γιατί είναι άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει τ’ άντερά του». γ. δε δείχνει την παραμικρή διάθεση κατανόησης ή συνεννόησης: «αφού έχεις διαφορές μαζί του, μόνο στα δικαστήρια θα μπορέσεις να βρεις το δίκιο σου, γιατί είναι άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει τ’ άντερά του». δ. δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό από όσα συμβαίνουν γύρω του, ιδίως κακά: «εδώ συμβαίνουν τόσα παρατράγουδα στην επιχείρηση κι αυτός δεν καταλαβαίνει τ’ άντερά του». Συνών. δεν καταλαβαίνει γρυ / δεν καταλαβαίνει τη μάνα του / δεν καταλαβαίνει μία / δεν καταλαβαίνει Χριστό·
- είπαμε του τρελού να χέσει, έβγαλε και τ’ άντερά του, βλ. λ. χέζω·
- έκλεισε τ’ άντερό μου, βλ. φρ. έκλεισε το στομάχι μου, λ. στομάχι·
- έπιασε άντερα, (για τερματοφύλακες) αποσόβησε αρκετά γκολ που ήταν σίγουρα: «στο παιχνίδι της προηγούμενης Κυριακής ο τερματοφύλακάς μας έπιασε άντερα»·
- έφαγε άντερα ή έφαγε τ’ άντερά του, α. έφαγε πάρα πολύ, μέχρι σκασμού: «τον καλέσαμε στο τραπέζι μας για να πάρει έναν μεζέ, κι αυτός έφαγε τ’ άντερά του». β. καταχράστηκε πολλά χρήματα, ιδίως του δημοσίου: «απ’ τη μέρα που έγινε κυβέρνηση το κόμμα του, έφαγε άντερα || ήταν υπάλληλος στο υπουργείο Οικονομικών κι έφαγε τ’ άντερά του». γ. σπατάλησε πολλά χρήματα: «έφαγες πολλά λεφτά στη ζωή σου, δε λέω, αλλά ο τάδε έφαγε τ’ άντερά του». Συνών. έφαγε το καταπέτασμα / έφαγε τον αβλέμονα / έφαγε τον αγλέουρα / έφαγε τον άμπακο / έφαγε τον περίδρομο· βλ. και φρ. τρώει άντερα·
- θα σου βγάλω τ’ άντερα, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά, θα σε ξεκοιλιάσω: «αν σε δώ να βάζεις ξανά χέρι στο ταμείο, θα σου βγάλω τ’ άντερα»·  
- θα σου δώσω τ’ άντερα στα χέρια ή θα σου δώσω τ’ άντερα στο χέρι, επιτείνει την παραπάνω φράση·
- κατεβάζει άντερα (ενν. ο Θεός., ο ουρανός), βλ. συνηθέστ. ρίχνει άντερα·
- κατεβάζει άντερα (ενν. στην κοιλιά του), βλ. συνηθέστ. ρίχνει άντερα (ενν. στην κοιλιά του)·
- κερδίζει άντερα ή κερδίζει τ’ άντερά του, βλ. φρ. βγάζει άντερα ή βγάζει τ’ άντερά του·
- κόλλησε τ’ άντερό μου, πεινώ υπερβολικά: «βάλε μου γρήγορα να φάω, γιατί κόλλησε τ’ άντερό μου»·
- λάδωσε τ’ άντερό μου (τ’ αντεράκι μου), α. μετά από αλλεπάλληλες οικονομικές ατυχίες και δυσκολίες, επανήλθα σε καλή οικονομική κατάσταση (και άρχισα να τρώω πάλι καλά ως οικονομικά ευκατάστατος): «ευτυχώς που πήγε καλά η τελευταία δουλειά και λάδωσε τ’ άντερό μου». β. έφαγα χορταστικά ύστερα από πολύ καιρό: «ευτυχώς τέλειωσε η περίοδος της νηστείας και λάδωσε τ’ άντερό μου»·
- λέει άντερα, α. λέει τα χειρότερα λόγια, που μπορεί να πει κανείς για κάποιον: «όταν μιλάει για τον κουνιάδο του, λέει άντερα». β. λέει βλακείες, ανοησίες: «τον άρχισαν όλοι μαζί στις σφαλιάρες, γιατί επί μια ώρα μας έλεγε άντερα». γ. λέει πράγματα ασύστολα, τερατολογεί: «δεν τον πιστεύει κανένας, γιατί συνηθίζει να λέει άντερα»·
- λίγδωσε τ’ άντερό μου (τ΄ αντεράκι μου), βλ. φρ. λάδωσε τ’ άντερό μου (τ’ αντεράκι μου)·
- μ’ ανακατώνει τ’ άντερα, βλ. φρ. μου γυρίζει τ’ άντερα·
- μασώ άντερα, είμαι πολύ θυμωμένος, είμαι εξοργισμένος: «μην του λες κουβέντα, γιατί απ’ το πρωί μασάει άντερα»·
- μέχρις άντερα ή μέχρις άντερο, ολοκληρωτικά, μέχρι το τέλος, ως τα άκρα: «έφαγε την περιουσία του μέχρις άντερο || θα σε κυνηγήσω μέχρις άντερα»·
- μου βγάζει τ’ άντερα, με ταλαιπωρεί πάρα πολύ, γίνεται πολύ ενοχλητικός, πολύ πιεστικός: «κάθε φορά που έρχεται στο γραφείο μου να με δει, μου βγάζει τ’ άντερα μ’ ένα σωρό βλακείες που μ’ αραδιάζει»· βλ. και λ. του βγάζω τ’ άντερα·
- μου ’βγαλε τ’ άντερα, (για τροχοφόρα) με ταλαιπώρησε υπερβολικά με τις συνεχείς αναταράξεις και κραδασμούς του: «ταξίδεψα μ’ ένα προπολεμικό λεωφορείο και μου ’βγαλε τ’ άντερα μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου»·
- μου γυρίζει τ’ άντερα, μου είναι πολύ αντιπαθητικός, μου προκαλεί αηδία: «κάθε φορά που βλέπω αυτόν τον τύπο, μου γυρίζει τ’ άντερα». Συνών. μου γυρίζει τα μέσα μου / μου γυρίζει τα σπλάχνα / μου γυρίζει τα σωθικά / μου γυρίζει το στομάχι·
- μου γυρίζουν τ’ άντερα, α. αηδιάζω υπερβολικά από κάτι που βλέπω ή ακούω: «όταν ακούω τέτοιες βλακείες, μου γυρίζουν τ’ άντερα». β. νιώθω ναυτία: «κάθε φορά που ταξιδεύω με πλοίο, μου γυρίζουν τ’ άντερα»·
- μου γύρισαν τ’ άντερα, ένιωσα έντονη αηδία, έντονη τάση για εμετό ή έκανα ακατάσχετο εμετό: «μόλις είδα τα κορμιά διαμελισμένα πάνω στην άσφαλτο, μου γύρισαν τ’ άντερα». Συνών. μου γύρισαν τα μέσα μου / μου γύρισαν τα σπλάχνα / μου γύρισαν τα σωθικά / μου γύρισε το στομάχι·
- ξερνώ άντερα ή ξερνώ τ’ άντερά μου, α. αηδιάζω υπερβολικά από κάτι που βλέπω ή ακούω: «αν άκουγες τις αηδίες που έλεγε, θα ξερνούσες άντερα». β. ομολογώ, προδίδω τα πάντα: «πήγε στην Ασφάλεια και ξέρασε άντερα». γ. μιλώ με τα χειρότερα λόγια για κάποιον, ιδίως με πρόθεση να τον βλάψω: «κάθε φορά που μιλάει γι’ αυτόν τον άνθρωπο, ξερνάει τ’ άντερά του». δ. κάνω ακατάσχετο εμετό: «έφαγα χαλασμένο φαγητό και ξέρασα τ’ άντερά μου»·
- πίνω άντερα ή πίνω τ’ άντερά μου, πίνω υπερβολικά, είμαι μεγάλος πότης: «δεν μπορεί κανένας να του παραβγεί στο πιοτό, γιατί πίνει τ’ άντερά του»·
- ρίχνει άντερα (ενν. ο Θεός, ο ουρανός), βρέχει ραγδαία: «δεν είναι να πας σήμερα πουθενά, γιατί απ’ το πρωί ρίχνει άντερα»·
- ρίχνει άντερα (ενν. στην κοιλιά του), τρώει πάρα πολύ: «τον είδα σ’ ένα εστιατόριο να ρίχνει άντερα»·
- στριμμένο άντερο, α. άνθρωπος δύστροπος, ιδιότροπος: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του, γιατί είναι στριμμένο άντερο». β. άνθρωπος κακός: «όλα να τα περιμένεις απ’ αυτόν, γιατί είναι στριμμένο άντερο»·
- τον πέρασα απ’ του σκυλιού τ’ άντερο, βλ. λ. σκυλί·
- του ’βγαλε τ’ άντερα, α. τον μαχαίρωσε την κοιλιά, τον ξεκοίλιασε: «πάνω στον καβγά του ’δωσε μια με το μαχαίρι και του ’βγαλε τ’ άντερα». β. τον ταλαιπωρώ πάρα πολύ: «μέχρι να τελειώσει τη δουλειά που του ανέθεσε, του ’βγαλε τ’ άντερα»· βλ. και φρ. μου βγάζει τ’ άντερα·
- του ’δωσε τ’ άντερα στα χέρια ή του ’δωσε τ’ άντερα στο χέρι, α. τον μαχαίρωσε στην κοιλιά, τον ξεκοίλιασε: «τράβηξε το μαχαίρι και του ’δωσε τ’ άντερα στα χέρια». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν δεχτεί χτύπημα με μαχαίρι στην κοιλιά, φέρνει και τα δυο του χέρια πάνω στο τραύμα, δίνοντας την εντύπωση πως συγκρατεί τα άντερά του. β. του αφαιρώ κάθε επιχείρημα: «μόλις αποκάλυψε ο άλλος πως έπαιζε ο τύπος σε δυο ταμπλό, του ’δωσε τ’ άντερα στα χέρια»·
- του τα πήρα μέχρις άντερα ή του τα πήρα μέχρις άντερο, α. του πήρα όλα του τα χρήματα που απαιτούσα: «τον κυνήγησα δικαστικά και του τα πήρα μέχρις άντερα». β. του κέρδισα όλα του τα χρήματα, ιδίως στο χαρτοπαίγνιο: «παίξαμε χαρτιά και του τα πήρα μέχρις άντερο»·
- τρώει άντερα ή τρώει τ’ άντερά του, τρώει πάρα πολύ, μέχρι σκασμού: «δεν μπορείς να τον ακολουθήσεις στο φαγητό, γιατί τρώει τ’ άντερά του». Συνών. τρώει το καταπέτασμα / τρώει τον αβλέμονα / τρώει τον αγλέουρα / τρώει τον άμπακο / τρώει τον περίδρομο.

αντίθεος

αντίθεος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ἀντίθεος, με σημασία όμοιος ή ίσος με τους θεούς]. 1. που είναι ασεβής, άθεος: «είναι τόσο αντίθεος αυτός ο άνθρωπος που απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, βρίζει τα θεία». 2. το αρσ. ως ουσ. ο αντίθεος, ο διάβολος, ο σατανάς: «ο αντίθεος σε βάζει και κάνεις αυτές τις αταξίες;». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- γαμώ τον αντίθεό μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ: «γαμώ τον αντίθεό μου γαμώ, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν;». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·    
- γαμώ τον αντίθεό σου! ή σου γαμώ τον αντίθεο! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, μου μας δημιουργεί προβλήματα: «φτάνει πια ρε, γαμώ τον αντίθεό σου, αυτή η γκρίνια! || σου γαμώ τον αντίθεο αν ξανανοίξεις το στόμα σου!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! λ. γαμώ·
- μου βγαίνει ο αντίθεος, καταβασανίζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «κάθε μέρα μου βγαίνει ο αντίθεος για να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει ο αδόξαστος / μου βγαίνει ο αντίχριστος·
- τον αντίθεό μου! (ενν. γαμώ), βλ. λ. γαμώ τον αντίθεό μου! Συνών. τον αδόξαστό μου! / τον αντίχριστό μου(!)·
- τον αντίθεό σου! (ενν. γαμώ), βλ. φρ. γαμώ τον αντίθεό σου! Συνών. τον αδόξαστό σου! / τον αντίχριστό σου(!)·
- του αλλάζω τον αντίθεο, βλ. φρ. του βγάζω τον αντίθεο. Συνών. του αλλάζω τον αδόξαστο / του αλλάζω τον αντίχριστο·
- του αλλάζω τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του βγάζω τον αντίθεο, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ: «τον πήρα στη δουλειά του λατομείου και κάθε μέρα του βγάζω τον αντίθεο». Ίσως αναφορά στη διαδικασία του εξορκισμού όπου, ο δαιμονισμένος, υποφέρει πάρα πολύ μέχρι να καταφέρει ο εξορκιστής να βγάλει από μέσα του το δαίμονα που τον έχει καταλάβει. Συνών. του βγάζω τον αδόξαστο / του βγάζω τον αντίχριστο·
- του βγάζω τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του γαμώ τον αντίθεο, α. τον καταξευτελίζω, τον καταντροπιάζω: «μπροστά σ’ όλον τον κόσμο, του γάμησε τον αντίθεο για τις ανοησίες που έλεγε». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε τον αντίθεο». Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·     
- του γαμώ τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του χέζω τον αντίθεο, τον επιπλήττω αυστηρά: «κάθε φορά που αργεί στη δουλειά του, τον καλεί ο διευθυντής στο γραφείο του και του χέζει τον αντίθεο». Συνών. του χέζω τον αδόξαστο / του χέζω τον αντίχριστο.

αντίχριστος

αντίχριστος, -η, -ο, επίθ. [<μτγν. ἀντίχριστος <ἀντί + Χριστός]. 1. ο ασεβής, ο άθεος: «είναι τόσο αντίχριστος αυτός ο άνθρωπος, που δεν περνάει ούτε έξω από εκκλησία». 2. το αρσ. ως ουσ. ο αντίχριστος, ο διάβολος, ο σατανάς: «ο αντίχριστος ξέρει πολλά κόλπα για να σε παρασύρει». (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- βρε αντίχριστε! α. θαυμαστική έκφραση προς κάποιον, με την οποία δηλώνουμε την ικανοποίησή μας για κάποια συγκεκριμένη ενέργειά του ή λόγο του: «βρε αντίχριστε, πώς μπόρεσες και αντιμίλησες κοτζάμ υπουργό!» β. επιτιμητική έκφραση προς κάποιον που ενήργησε παρά τη θέλησή μας: «έλα δω, βρε αντίχριστε, δε σου ’πα χίλιες φορές να μην μπεις μέσα;». γ. χαϊδευτική προσφώνηση προς κάποιον: «βρε αντίχριστε, πώς ήταν αυτό και μας θυμήθηκες!»·
- γαμώ τον αντίχριστό μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ: «γαμώ τον αντίχριστό μου, γαμώ, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν; || τίποτα δε μου πάει καλά, γαμώ τον αντίχριστό μου, γαμώ». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·    
- γαμώ τον αντίχριστό σου! ή σου γαμώ τον αντίχριστο! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ τον αντίχριστό σου, κάνεις φασαρία κάθε φορά που πάω να κοιμηθώ! || σου γαμώ τον αντίχριστο αν ξανακάνεις φασαρία την ώρα του ύπνου!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά.  Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! λ. γαμώ· 
- μου βγαίνει ο αντίχριστος, καταβασανίζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «μπλέχτηκα με μια κωλοδουλειά, και κάθε μέρα μου βγαίνει ο αντίχριστος». Συνών. μου βγαίνει ο αδόξαστος / μου βγαίνει ο αντίθεος·
- τον αντίχριστό μου! (ενν. γαμώ), βλ. φρ. γαμώ τον αντίχριστο μου! Συνών. τον αδόξαστο μου! / τον αντίθεό μου(!)·
- τον αντίχριστό σου! (ενν. γαμώ), βλ. φρ. γαμώ τον αντίχριστό σου! Συνών. τον αδόξαστό σου! / τον αντίθεό σου(!)·
- του αλλάζω τον αντίχριστο, βλ. φρ. του βγάζω τον αντίχριστο. Συνών. του αλλάζω τον αδόξαστο / του αλλάζω τον αντίθεο·
- του αλλάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του βγάζω τον αντίχριστο, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ: «όποιον παίρνει στη δουλειά του, του βγάζει τον αντίχριστο». Ίσως αναφορά στη διαδικασία του εξορκισμού, όπου, ο δαιμονισμένος υποφέρει πάρα πολύ, μέχρι να καταφέρει ο εξορκιστής να βγάλει από μέσα του το δαίμονα που τον έχει καταλάβει. Συνών. του βγάζω τον αδόξαστο / του βγάζω τον αντίθεο·
- του βγάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του γαμώ τον αντίχριστο, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή ενοχλούσε γέρο άνθρωπο, τον έπιασε εκεί μπροστά σ’ όλον τον κόσμο και του γάμησε τον αντίχριστο». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «επειδή ήταν μεθυσμένος, τον έπιασε ο πατέρας του και του γάμησε τον αντίχριστο ||  επειδή ενοχλούσε συνέχεια την αδερφή του, τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε τον αντίχριστο». Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του γαμώ τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του χέζω τον αντίχριστο, τον επιπλήττω αυστηρά: «τον έπιασε τ’ αφεντικό του να κάνει κοπάνα και του ’χεσε τον αντίχριστο». Συνών. του χέζω τον αδόξαστο / του χέζω τον αντίθεο.

άπλυτα

άπλυτα, τα, ουσ. [πλ. ουδ. του επιθ. άπλυτος]. 1. ρούχα βρόμικα, ιδίως εσώρουχα και πουκάμισα, που είναι για πλύσιμο. (Λαϊκό τραγούδι: τα λερωμένα τ’ άπλυτα, τα παραπεταμένα, μάσ’ τα και φύγε φίλε μου, δεν κάνεις πια για μένα). 2. κρυφές και επιλήψιμες πράξεις: «έννοια σου κι έχω μάθει τ’ άπλυτά σου»·
- βγάζω τ’ άπλυτά του στη φόρα, φέρνω στο φως, αποκαλύπτω δημόσια τις κακές ή τις επιλήψιμες πράξεις του: «όποιος θα κάνει βλακείες, θα βγάζω τ’ άπλυτά του στη φόρα». (Λαϊκό τραγούδι: καλά τα λες, Μαρίκα μου, και όλους μας πειράζεις, μα τα δικά σου τ’ άπλυτα στη φόρα δε τα βγάζεις
- βγάζω τ’ άπλυτά του στο δρόμο, βλ. συνηθέστ. βγάζω τ’ άπλυτά του στη φόρα·
- βγαίνουν τ’ άπλυτά μου στη φόρα, έρχονται στο φως, αποκαλύπτονται δημόσια οι κακές ή οι επιλήψιμες πράξεις μου: «αν καταθέσει ο τάδε μάρτυρας στη δίκη, θα βγουν όλα τ’ άπλυτά μου στη φόρα»·
- μάζεψε τ’ άπλυτά του κι έφυγε, έφυγε καταντροπιασμένος: «μόλις τον ξεμπρόστιασαν, μάζεψε τ’ άπλυτά του κι έφυγε»·
- πήρε τ’ άπλυτά του κι έφυγε, βλ. φρ. μάζεψε τ’ άπλυτά του κι έφυγε·
- της δίνω τ’ άπλυτα στο χέρι ή της δίνω τ’ άπλυτά της στο χέρι, διαλύω τον ερωτικό δεσμό που έχω μαζί της, τη διώχνω: «όποια θέλει να πάρει το πάνω χέρι στο δεσμό μας, της δίνω τ’ άπλυτα στο χέρι»·
- του βγάζω τ’ άπλυτα στη φόρα, φανερώνω, αποκαλύπτω δημόσια τις κακές ή τις επιλήψιμες πράξεις του: «μπράβο του, που είχε το θάρρος να του βγάλει τ’ άπλυτά του στη φόρα»·
- του βγάζω τ’ άπλυτα στο δρόμο, βλ. συνηθέστ. του βγάζω τ’ άπλυτα στη φόρα·
- του δίνω τ’ άπλυτα στο χέρι ή του δίνω τ’ άπλυτά του στο χέρι, α. τον διώχνω βάναυσα, προσβλητικά: «μόλις κατάλαβα πως επιδίωκε να μ’ εξαπατήσει, του ’δωσα τ’ άπλυτά του στο χέρι και του ’κλεισα κατάμουτρα την πόρτα». β. (γενικά) διώχνω, αποπέμπω κάποιον: «μάζεψε όλους τους κοπανατζήδες που είχε στη δουλειά του, και τους έδωσε τ’ άπλυτά τους στο χέρι».

απωθημένο

απωθημένο, το, ουσ. [ουδ. μτχ. του ρ. αποθώ], οποιαδήποτε καταπιεσμένη επιθυμία καλή ή κακή· συνήθως στον πλ. τα απωθημένα·
- βγάζω τ’ απωθημένα μου, βρίσκω την ευκαιρία να δώσω διέξοδο, να κάνω κάτι πάρα πολύ, γιατί μου αρέσει ή γιατί προηγουμένως για διάφορους λόγους το είχα στερηθεί πάρα πολύ, εκτονώνομαι: «μόλις γίνω καλά, θα βγάλω τ’ απωθημένα μου στο πιοτό και το ξενύχτι»· βλ. και φρ. του βγάζω τ’ απωθημένα μου·
- έχω απωθημένα, έχω καταπιεσμένες επιθυμίες και, κατ’ επέκταση, έχω παράπονα ή κακίες, επειδή δεν πραγματοποιήθηκαν αυτές οι επιθυμίες μου: «τόσα χρόνια μέσα στη φτώχεια ο άνθρωπος έχει ένα σωρό απωθημένα». (Λαϊκό τραγούδι: μου λες πως δε θέλεις αγάπη από μένα, πως έχεις μαζί μου πολλά απωθημένα
- του βγάζω τ’ απωθημένα, τον βοηθώ να εκδηλώσει τις καταπιεσμένες επιθυμίες του, που δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει, τον βοηθώ να εκτονωθεί: «επειδή είναι πολύ φτωχός, τον πήρα ένα βράδυ μαζί μου για να γλεντήσει κι αυτός στα μπουζούκια όπως ο άλλος ο κόσμος, μόνο και μόνο για του βγάλω τ’ απωθημένα»·
- του βγάζω τ’ απωθημένα μου, α. του εκδηλώνω τις κακές μου διαθέσεις, που τις είχα καταπιεσμένες, εκτονώνομαι σε βάρος του: «μόλις τον συναντήσω, θα του βγάλω τ’ απωθημένα μου για τις αδικίες που μ’ έχει κάνει μέχρι τώρα». β. σπάνια αναφέρεται και σε  εκδήλωση καλών διαθέσεων: «μόλις μου τύχουν λεφτά, θα του βγάλω τ’ απωθημένα μου και θα του κάνω ένα μεγάλο δώρο, γιατί συνέχεια με βοηθούσε ο άνθρωπος!»·
- του έχω απωθημένα, τον εχθρεύομαι, θέλω να του κάνω κακό: «μόλις θα βρω την ευκαιρία, θα τον πατήσω κάτω σαν σκουλήκι τον παλιοκερατά, γιατί δυο χρόνια τώρα του έχω απωθημένα».

αράουτ

αράουτ, το, άκλ. ουσ. [<αγγλ. arout], (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) όρος που σημαίνει ότι η μπάλα βγήκε δεξιά ή αριστερά έξω από τα όρια του αγωνιστικού χώρου, οπότε προς στιγμή διακόπτεται το παιχνίδι, το πλάγιο άουτ (βλ. λ.)·
- βγαίνω αράουτ, α. βγαίνω εκτός θέματος: «μόλις βγαίνει κάποιος αράουτ, του αφαιρεί τον λόγο». β. συμπεριφέρομαι άπρεπα: «δεν έπρεπε να του μιλήσεις απότομα, γιατί βγήκες αράουτ»·
- είμαι αράουτ, α. είμαι απληροφόρητος, είμαι εκτός θέματος: «μη μιλάς άλλο, γιατί είσαι αράουτ». β. δεν είμαι καθώς πρέπει, δεν είμαι εντάξει, προς στιγμή παραφέρομαι: «ήσουν πολύ αράουτ προχτές μ’ αυτά που είπες για μένα»·
- με βγάζουν αράουτ, α. μου αφαιρούν το λόγο, γιατί είμαι απληροφόρητος ή γιατί είμαι εκτός θέματος: «ευτυχώς που μ’ έβγαλαν αράουτ και δεν έγινα περισσότερο ρεζίλι». β. μου αφαιρούν όλα μου τα επιχειρήματα: «προσπαθούσα να τους πείσω ότι είχαμε κάνει άλλη συμφωνία, μόλις όμως μου έδειξαν την υπογραφή μου, μ’ έβγαλαν αράουτ»·
- την έχω στο αράουτ, δε βγάζω την ερωμένη μου έξω για λόγους συνετισμού ή τιμωρίας: «την έχω δυο βδομάδες τώρα στο αράουτ, γιατί τον τελευταίο καιρό όλο μου αντιμιλούσε»·
- τον βγάζω αράουτ, του αφαιρώ το λόγο, γιατί είναι απληροφόρητος ή γιατί είναι εκτός θέματος: «μόλις άρχισε να λέει άλλ’ αντ’ άλλων, ο πρόεδρος τον έβγαλε αράουτ»·
- τον έχω στο αράουτ, δεν τον κάνω παρέα, τον κρατώ έξω από την παρέα μου, έξω από τη συντροφιά μου: «επειδή ξέρω ότι είναι καβγατζής, γι’ αυτό κι εγώ τον έχω στο αράουτ».

αρκούδα

αρκούδα, η, ουσ. [<μσν. ἀρκούδα <ἀρκούδιον, υποκορ. του μτγν. ἄρκος <αρχ. ἄρκτος], η αρκούδα. 1. γυναίκα μεγαλόσωμη και άχαρη: «χώρισε την τάδε, που ήταν σαν μπιμπελό, και πήγε και τα ’φτιαξε μ’ αυτή την αρκούδα». 2. άντρας μεγαλόσωμος και τριχωτός: «μόνο που βλέπεις αυτή την αρκούδα, τρομάζεις, κι εσύ μου λες να μαλώσω μαζί του!». 3. χαρακτηρισμός της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ως αντίπαλο δέος των Η.Π.Α.: «αν υπήρχε σήμερα η αρκούδα, δε θα υπήρχε πλανητάρχης». 4. (και για τα δυο φύλα) λέγεται και με υποτιμητική ή υβριστική διάθεση: «α, μωρή αρκούδα, πάρε δρόμο από δω». (Λαϊκό τραγούδι: κι εσύ αρκούδα μαλλιαρή με τα στραβά ποδάρια, που βάζεις βρε τα μούτρα σου με μας τα παλικάρια). Υποκορ. αρκουδάκι, το και αρκουδίτσα, η·
- αντί για λαγό, έβγαλε αρκούδα (ενν. το κυνηγετικό σκυλί), λέγεται στην περίπτωση που, ενώ περιμένουμε, ενώ προσπαθούμε για κάτι καλό, μας βρίσκει, μας έρχεται το χειρότερο: «είχα μεγάλη ατυχία που έχασα τη δουλειά γιατί, δεν ξέρω τι έγινε την τελευταία στιγμή κι αντί για λαγό έβγαλε αρκούδα»·      
- έπεσε το γέλιο της αρκούδας, βλ. λ. γέλιο·
- έπεσε το ξύλο της αρκούδας, βλ. λ. ξύλο·
- έφαγε το ξύλο της αρκούδας, βλ. λ. ξύλο·
- έχουμε την αρκούδα και ψάχνουμε τα ίχνη της, λέγεται στην περίπτωση που κατατριβόμαστε με μικρολεπτομέρειες, ενώ το πρόβλημα είναι ολοκάθαρα μπροστά μας. Από το αρχαϊστικό ἄρκτου παρούσης τά ἴχνη ζητεῖ·
- ιστορίες γι’ αρκούδες ή ιστορίες με αρκούδες, βλ. λ. ιστορία·
- κάνει αρκούδες, κάνει ανοησίες, βλακείες, συμπεριφέρεται γελοία: «δεν τον παίρνουμε πια μαζί μας, γιατί, όπου πάμε, κάνει αρκούδες και γινόμαστε ρεζίλι». Αναφορά στην αρκούδα του αρκουδιάρη που με τα καμώματά της κάνει τον κόσμο να γελάει·
- της αρκούδας άμα βγάλεις το χαλκά, βλέπεις αν είναι ήμερη ή άγρια, μόνο όταν δώσεις την ελευθερία σε έναν άνθρωπο, θα μπορέσεις να καταλάβεις ποιος είναι ο πραγματικός του χαρακτήρας, αν είναι καλός ή κακός: «μην κοιτάς που σε προσέχει τώρα που είναι υπάλληλός σου και λέει πως σ’ αγαπάει, γιατί, της αρκούδας άμα βγάλεις το χαλκά, βλέπεις αν είναι ήμερη ή άγρια».   

αρχίδι

αρχίδι κ. αρκίδι, το, πληθ. αρχίδια κ. αρκίδια, τα, ουσ. [<μτγν. ὀρχίδιον, υποκορ. του αρχ. ὄρχις], το αρχίδι. 1. άντρας άχρηστος, ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάνεις παρέα μ’ αυτό τ’ αρχίδι». 2α. άτομο με κακό χαρακτήρα, ο παλιοχαρακτήρας: «πού το βρήκες αυτό τ’ αρχίδι και το κάνεις παρέα!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά: «τι είπες, ρε αρχίδι;». 3α. στον πλ. χωρίς άρθρο αρχίδια, δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου αν τελειώσαμε κάποια δουλειά ή κάποια υπόθεση που έπρεπε να είχαμε τελειώσει, και δηλώνει πως δεν την τελειώσαμε: «πλήρωσες τη Δ.Ε.Η; -Αρχίδια». Πολλές φορές, επαναλαμβάνεται και το ρ. της ερώτησης: «πλήρωσες τη Δ.Ε.Η; -Αρχίδια πλήρωσα», ενώ είναι και φορές που επαναλαμβάνεται όλη η ερώτηση: «πλήρωσες τη Δ.Ε.Η; -Αρχίδια πλήρωσα τη Δ.Ε.Η.». 4. ως επιφών. αρχίδια!έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «το βράδυ θα είναι και ο τάδε στη παρέα μας. -Αρχίδια! || το μάθατε πως ο δείνα έδειρε τον τάδε; -Αρχίδια! || το τάδε αμάξι είναι το καλύτερο απ’ όλα. -Αρχίδια!». Πολλές φορές, μετά το επιφώνημα επαναλαμβάνεται από τον αμφισβητία και το ρ. της φρ. που του ανακοινώνεται: «το βράδυ θα είναι και ο τάδε στην παρέα μας. -Αρχίδια θα είναι! || το μάθατε πως ο δείνα έδειρε τον τάδε; -Αρχίδια τον έδειρε! || το τάδε αμάξι είναι το καλύτερο απ’ όλα. -Αρχίδια είναι!», ενώ είναι και φορές που ο αμφισβητίας επαναλαμβάνει όλη τη φρ. που του ανακοινώνεται: «το μάθατε πως ο δείνα έδειρε τον τάδε; -Αρχίδια ο δείνα έδειρε τον τάδε». Συνών. αβγά μελάτα! / αρχίδια καλαβρέζικα! / αρχίδια καπαμά! / αρχίδια μαρινάτα! / κουραφέξαλα! (2) / μαλλιά! (2) / μαμούκαλα! (β) / μαμούνια! (3β) / μαρούλια! (2) / μπαρμπούτσαλα! / μπούρδες! (β) / παπάρες! (4β) / παπάρια! (5γ) / παπαριές! (β) πίπες! (2β) / σάλια! (2β) / σκατά! (4β) / σκατουλάκια! (5) / σκατούλες! (5) / σκατούλια! (4) / τρίχες! (2β) / τσουτσούνια! (2) / φασόλια! (2) / φλούδες! (2). Συνήθως στον πλ. αριθμ. τα αρχίδια, επειδή αποτελούνται από δυο γεννητικούς αδένες του άρρενος οι οποίοι παράγουν το σπέρμα: «του ’δωσε μια κλοτσιά στ’ αρχίδια και τον ξάπλωσε κάτω». Θεωρούνται ένα από τα πιο ευάλωτα σημεία του άντρα. Συνών. αμελέτητα / απαυτά / αποτέτοια / αυτά / βαρίδια / γιουβαρλάκια / κάκαλα / καλαμπαλίκια / καρύδια / μπαλάκια / μπιχλιμπίδια / μπομπόλια (2) / οικογένεια (ενν. μαζί με το πέος) / ούμπαλα / παπάρια / πελεντούρια / τέτοια. Μεγεθ. αρχιδάρα (βλ. λ.). Υποκορ. αρχιδάκι, το. Τέλος, οι λαϊκοί άνθρωποι φαίνεται πως δίνουν περισσότερη σημασία στο μέγεθος που έχουν τα αρχίδια παρά στο μέγεθος του πέους, γι’ αυτό, όταν θέλουν να μιλήσουν θαυμαστικά ή μειωτικά για έναν άντρα αναφέρονται στα αρχίδια. Ίσως από το ότι τα αρχίδια παράγουν το σπέρμα. (Ακολουθούν 112 φρ.)·
- αδειανός καλόγερος τ’ αρχίδια του έλυε κι έδενε, βλ. λ. καλόγερος·
- αερίζω τ’ αρχίδια μου, δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «εδώ πνιγόμαστε στη δουλειά κι αυτός αερίζει τ’ αρχίδια του»·
- ακόμη δεν έβγαλε τρίχες στ’ αρχίδια του, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή του, σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη, λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους, που είναι και μεγαλύτεροί του αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «ακόμη δεν έβγαλε τρίχες στ’ αρχίδια του, θέλει να μας κάνει και το δάσκαλο». Το ότι δεν έβγαλε τρίχες στ’ αρχίδια του, παραπέμπει σε παιδική ηλικία. Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- αν είχε η γιαγιά μου αρχίδια, θα τη λέγαμε παππούλη, βλ. λ. γιαγιά·
- αν έχεις αρχίδια, έλα να λογαριαστούμε ή αν έχεις αρχίδια, έλα να μετρηθούμε, αν τολμάς, αν έχεις θάρρος, έλα να αναμετρηθούμε δυναμικά, έλα να μαλώσουμε, να παλέψουμε: «με τα λόγια μπορείς να λες ό,τι θέλεις, αλλά, αν έχεις αρχίδια, έλα να μετρηθούμε»·
- αν έχεις αρχίδια, έλα να παραβγούμε, αν τολμάς, έλα να συναγωνιστούμε, ιδίως σε αγώνα ταχύτητας δρόμου: «εσύ νομίζεις πως είσαι πιο γρήγορος από μένα, αλλά, αν έχεις αρχίδια, έλα να παραβγούμε»·
- άντρας μ’ εφτά καντάρια αρχίδια, επιτείνει την αμέσως παρακάτω φράση, γιατί, αν θυμηθούμε καλά, το καντάρι είναι μονάδα βάρους που ισούται με 44 οκάδες ή 56, 320 κιλά·
- άντρας με κάτι αρχίδια να! α. έκφραση θαυμασμού που χαρακτηρίζει τον άντρα για τον οποίο γίνεται λόγος ως πολύ θαρραλέο, πολύ γενναίο, πολύ ειλικρινή, πολύ καθώς πρέπει, ότι δηλ. δεν έχει μόνο αρχίδια αλλά τα έχει συγχρόνως και πολύ μεγάλα: «όλοι θέλουμε να τον έχουμε στην παρέα μας, γιατί είναι άντρας με κάτι αρχίδια να!». β. άντρας με πολύ ισχυρή προσωπικότητα: «πάντοτε γίνεται το δικό του, γιατί είναι άντρας με κάτι αρχίδια να!». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με την οποία οι δυο παλάμες ενωμένες θέλουν να δείξουν ότι περιέχουν κάτι πολύ μεγάλο ή συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία η χούφτα, σαν να ’ναι γεμάτη από κάτι, ανεβοκατεβαίνει ενδεικτικά, όπως όταν θέλει κανείς να υπολογίσει το βάρος του περιεχομένου της·
- αρχίδια καλαβρέζικα! βλ. αρχίδια(!)·
- αρχίδια καπαμά! βλ. αρχίδια(!)·
- αρχίδια μαρινάτα! βλ. αρχίδια(!)·
- αρχίδια πατέρα! λέγεται γιαπράγματα που είναι πολύ απίθανο να συμβούν: «θέλει να του πέσει το λαχείο, να βγάλει εξάρι στο λότο, να πιάσει το δεκατριάρι στο προπό, για να κάθεται μια ζωή, δηλαδή, αρχίδια πατέρα!». Από το ότι είναι απίθανο να μιλήσει κανείς με αυτόν τον τρόπο στον πατέρα του·
- αρχίδια ριγανάτα, βλ. αρχίδια(!)·
- άσ’ το μωρέ τ’ αρχίδι! μην ασχολείσαι με αυτόν τον άνθρωπο, μη σε απασχολεί, γιατί είναι άχρηστος, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «άσ’ το μωρέ τ’ αρχίδι, που κάθεσαι και στενοχωριέσαι!»·
- αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια, βλ. λ. δουλειά·
- βγάζω τρίχες στ’ αρχίδια μου, γίνομαι έφηβος: «μόλις έβγαλε τρίχες στ’ αρχίδια του, άρχισε να γλυκοκοιτάζει τα κοριτσόπουλα»·
- βγήκα από πλούσια αρχίδια ή βγήκαμε από πλούσια αρχίδια, γεννήθηκα από πλούσιο πατέρα, από πλούσιους γονείς και, κατ’ επέκταση, είμαι πλούσιος: «ευτυχώς που βγήκα από πλούσια αρχίδια και δεν ταλαιπωρήθηκα στη ζωή μου || χαρά σε μας που βγήκαμε από πλούσια αρχίδια! || αλίμονο σε μας που δε βγήκαμε από πλούσια αρχίδια!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- βγήκα από φτωχά αρχίδια ή βγήκαμε από φτωχά αρχίδια, γεννήθηκα από φτωχό πατέρα, από φτωχούς γονείς και κατ’ επέκταση, είμαι φτωχός: «αφού βγήκα από φτωχά αρχίδια, έτσι θα σέρνομαι μια ζωή! || αλίμονο σε μας που βγήκαμε από φτωχά αρχίδια!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- για δε(ς) έν’ αρχίδι! βλ. φρ. για κόψ’ έν’ αρχίδι! Το για τονισμένο·
- για κόψ’ έν’ αρχίδι! α. επιτιμητική ή υποτιμητική αναφορά σε άτομο που λέει ή κάνει ανοησίες, βλακείες: «για κόψ’ έν’ αρχίδι, που μας έκανε άνω κάτω με τις βλακείες του!». β. ειρωνική αναφορά σε ανάξιο άτομο, που επιδιώκει να επιδεικνύεται ως σπουδαίο: «για κόψ’ έν’ αρχίδι, που το παίζει παράγοντας!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε και συνήθως συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με το χέρι ή νεύμα με το κεφάλι, που δείχνει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος. Το για τονισμένο·
- για φάε έν’ αρχίδι! βλ. φρ. για κόψ’ έν’ αρχίδι! Το για τονισμένο·
- γλείφω αρχίδια, βλ. συνηθέστ. γλείφω κώλους, λ. κώλος·
- δε θέλω κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) ή δε θέλουμε κεχαγιά στ’ αρχίδια μας, βλ. λ. κεχαγιάς·   
- δε σε βάλαμε κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου), βλ. λ. κεχαγιάς·
- δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου, α. είναι πολύ απασχολημένος: «κλείνω τον ισολογισμό της χρονιάς και δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «δεν ξέρω αν έχουν δουλειά οι άλλοι, πάντως εγώ δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου». Συνών. δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου / δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν είσαι ούτε κολόνια για τ’ αρχίδια μου, βλ. φρ. δεν είσαι ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου·
- δεν είσαι ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου, δε σε υπολογίζω διόλου, απαξιώ: «δεν ξέρω τι καπνό φουμάρουν οι άλλοι, αλλά εσύ δεν είσαι ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου»·
- δεν έχει αρχίδια, α. δεν είναι άντρας, δεν έχει θάρρος, δεν του βαστάει: «εγώ μαλώνω μαζί του ό,τι ώρα λάχει, αυτός όμως δεν έχει αρχίδια να μαλώσει μαζί μου». β. δεν έχει προσωπικότητα: «μα και βέβαια τον κάνουν ό,τι θέλουν, αφού δεν έχει αρχίδια ο άνθρωπος να τους επιβληθεί»·
- δεν ήταν ούτε κολόνια για τ’ αρχίδια μου, βλ. φρ. δεν ήταν ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου·
- δεν ήταν ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου, το χρηματικό ποσό για το οποίο γίνεται λόγος, ήταν εντελώς ασήμαντο για μένα: «δε θέλω ευχαριστίες, γιατί το ποσό που σου δάνεισα δεν ήταν ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έλα μωρέ ή το εντάξει μωρέ ή το σιγά μωρέ·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου, σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, σχεδόν αστραπιαία: «δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου κι αυτός μου την κοπάνησε». Συνών. δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «μου ’φεραν να ελέγξω όλα τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «είχα τόση δουλειά σήμερα, που δεν προλάβαινα να ξύσω τ’ αρχίδια μου». Συνών. δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του, βλ. λ. δουλειά· 
- δουλειά δεν είχε ο τεμπέλης και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά δεν είχε ο τεμπέλης κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δεν έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του, βλ. λ. δουλειά·
- είναι αρχίδι, α. είναι άχρηστος, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «δεν κάνω παρέα μαζί του, γιατί είναι αρχίδι». β. έχει κακό χαρακτήρα, είναι παλιοχαρακτήρας: «να προσέχεις αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι αρχίδι»·
- είναι έν’ αρχίδι και μισό, είναι πολύ περισσότερο από ένα αρχίδι: «δε τον υπολογίζω διόλου, γιατί είναι έν’ αρχίδι και μισό»·
- είναι μεγάλο αρχίδι, α. είναι εντελώς άχρηστος, εντελώς ανάξιος λόγου, εντελώς τιποτένιος: «δεν καταδέχομαι να του πω ούτε καλημέρα, γιατί είναι μεγάλο αρχίδι». β. έχει πάρα πολύ κακό χαρακτήρα: «πρόσεχε μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι μεγάλο αρχίδι»·
- είναι πολύ αρχίδι, βλ. συνηθέστ. είναι μεγάλο αρχίδι·
- έπιασε τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια! νομίζει ότι έκανε ή ότι κατάφερε κάτι σπουδαίο: «αγόρασε κι αυτός έν’ αυτοκινητάκι και νομίζει ότι έπιασε τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ·
- έφαγα έν’ αρχίδι ή έφαγα τ’ αρχίδια μου, απέτυχα να πραγματοποιήσω το σκοπό που επιδίωκα: «της έκανα πρόταση να τα φτιάξουμε κι έφαγα τ’ αρχίδια μου || προσκόμισα όλα τα δικαιολογητικά για να πάρω τη θέση που είχε προκηρυχτεί, αλλά στο τέλος έφαγα τ’ αρχίδια μου»·
- έφαγα (μια) κλοτσιά στ’ αρχίδια, η επιδίωξή μου είχε πολύ οδυνηρή κατάληξη για μένα: «έριξα όλα μου τα λεφτά στην τάδε επιχείρηση, γιατί νόμισα πως θα κερδίσω, αλλά αυτή χρεοκόπησε κι έφαγα κλοτσιά στ’ αρχίδια». Από το ότι, ο άντρας που δέχεται κλοτσιά στα αρχίδια του, νιώθει οδυνηρό πόνο·
- έχει αρχίδια, α. είναι άντρας, είναι γενναίος, έχει θάρρος: «απ’ όλη σας την παρέα ο μόνος που έχει αρχίδια είναι ο τάδε». β. έχει προσωπικότητα: «μπορεί να παρασύρει πολύ κόσμο μαζί του, γιατί έχει αρχίδια ο άνθρωπος»·
- έχει βαρβάτα αρχίδια, βλ. φρ. έχει μια μάντρα αρχίδια·
- έχει έναν κουβά αρχίδια, βλ. φρ. έχει μια μάντρα αρχίδια·
- έχει μια μάντρα αρχίδια, α. είναι πολύ άντρας, πολύ γενναίος, πολύ θαρραλέος: «δεν τολμάει να τα βάλει κανείς μαζί του, γιατί είναι άντρας που έχει μια μάντρα αρχίδια». β. έχει ισχυρή προσωπικότητα: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε το εργοστάσιο ο καινούριος διευθυντής, όλοι δουλεύουν ρολόι, γιατί έχει μια μάντρα αρχίδια ο άνθρωπος»·
- έχει μια οκά αρχίδια, βλ. συνηθέστ. έχει μια μάντρα αρχίδια·
- έχεις αρχίδια; είσαι γενναίος άντρας; έχεις θάρρος; τολμάς(;): « έχεις αρχίδια να τα βάλεις μαζί μου;»·
- ζαλίζει αρχίδια, είναι πολύ ενοχλητικός, πολύ εκνευριστικός: «μην τον ξαναφέρνεις αυτόν τον άνθρωπο στη παρέα, γιατί ζαλίζει αρχίδια»·
- θα μας κλάσεις μια μάντρα αρχίδια ή θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια, υβριστική έκφραση που επιτείνει την έννοια της παρακάτω φρ. θα μας κλάσεις τ’ αρχίδια. Για περισσότερη έμφαση, της φρ. προτάσσεται το θα πάρεις φόρα και ή το θα ’ρθεις με την όπισθεν και. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- θα μας κλάσεις τ’ αρχίδια ή θα μου κλάσεις τ’ αρχίδια, επιθετική έκφραση σε κάποιον, με την έννοια δε θα μου κάνεις τίποτα, δεν μπορείς να μου κάνεις κανένα κακό από αυτά που απειλείς πως θα μου κάνεις: «αν έχεις την εντύπωση πως μπορείς να με δείρεις, σε πληροφορώ πως θα μου κλάσεις τ’ αρχίδια». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- θα μας ξυρίσεις τ’ αρχίδια ή θα μου ξυρίσεις τ’ αρχίδια, ηπιότερη έκφραση της παραπάνω φρ. θα μας κλάσεις τ’ αρχίδια·
- θα μας ξύσεις τ’ αρχίδια ή θα μου ξύσεις τ’ αρχίδια, βλ. φρ. θα μας ξυρίσεις τ’ αρχίδια·
- θα σε κρεμάσω απ’ τ’ αρχίδια! θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ενοχλήσεις ξανά την κόρη μου, θα σε κρεμάσω απ’ τ’ αρχίδια!». Συνών. θα σε γδάρω ζωντανό! / θα σε κρεμάσω ανάποδα! / θα σε κρεμάσω απ’ το λαιμό! / θα σε κρεμάσω στο μεσιανό κατάρτι(!)·
- θα σου κόψω τ’ αρχίδια, θα σε τιμωρήσω πολύ αυστηρά, πολύ παραδειγματικά: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σου κόψω τ’ αρχίδια». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό για την προσωπικότητα ενός άντρα να μην έχει αρχίδια·
- θα σου κόψω τ’ αρχίδια και θα στα δώσω να τα φας, επιτείνει την παραπάνω έκφραση: «αν ξαναβρίσεις τη μάνα μου, θα σου κόψω τ’ αρχίδια και θα στα δώσω να τα φας». Από τη συνήθεια της Μάφιας να τιμωρεί με αυτόν τον τρόπο τους χαφιέδες, δηλαδή, τους έβρισκαν σκοτωμένους με τα αρχίδια τους στο στόμα·
- θα σου λιώσω τ’ αρχίδια, βλ. φρ. θα φας κλοτσιά στ’ αρχίδια·
- θα φάμε τ’ αρχίδια μας, θα μαλώσουμε πολύ άγρια: «αν με ξανακαρφώσεις στο διευθυντή, θα φάμε τ’ αρχίδια μας». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το στο λέω·
- θα φας κλοτσιά στ’ αρχίδια, θα σε τιμωρήσω με σκληρό, οδυνηρό τρόπο: «αν ξαναβάλεις χέρι στο ταμείο, θα φας κλοτσιά στ’ αρχίδια». Από το ότι και η παραμικρή πίεση στα αρχίδια προξενεί οδυνηρό πόνο·
- θέλει κρέμασμα απ’ τ’ αρχίδια, πρέπει να τιμωρηθεί πολύ σκληρά, παραδειγματικά: «όχι μόνο πρέπει να τιμωρηθεί, αλλά θέλει κρέμασμα απ’ τ’ αρχίδια». Για συνών. βλ. φρ. θέλει σκότωμα, λ. σκότωμα·
- θέλω κρέμασμα απ’ τ’ αρχίδια, έκφραση που δηλώνει έντονη μεταμέλεια για κάτι που είπαμε ή κάναμε: «αν ξεστόμισα αυτή την κουβέντα για σένα, θέλω κρέμασμα απ’ τ’ αρχίδια || αν έκανα τέτοιο πράγμα σε βάρος σου, θέλω κρέμασμα απ’ τ’ αρχίδια». Για συνών. θέλω σκότωμα, λ. σκότωμα·
- θύμωσε ο αγάς κι έκοψε τ’ αρχίδια του, βλ. λ. αγάς·
- κάθομαι στ’ αρχίδια μου, α. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «εδώ εμείς πνιγόμαστε στη δουλειά κι αυτός κάθεται στ’ αρχίδια του». β. περνώ δύσκολη περίοδο, ιδίως οικονομική: «μη μου ζητάς να σου δανείσω ούτε δραχμή, γιατί τον τελευταίο καιρό κάθομαι στ’ αρχίδια μου». Από το ότι, όταν ένας άντρας κάθεται πάνω στα αρχίδια του, νιώθει οδυνηρό πόνο·
- καλώς τ’ αρχίδια μας! ή καλώς τ’ αρχίδια μου! ή καλώς τ’ αρχίδια μας τα δυο! ή καλώς τ’ αρχίδια μου τα δυο! ειρωνική ή υποτιμητική προσφώνηση σε ανεπιθύμητο άτομο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε ή το ωχ·
- κάτσε στ’ αρχίδια σου! βλ. συνηθέστ. κάτσε στ’ αβγά σου! λ. αβγό·
- κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλανε; βλ. λ. κεχαγιάς·
- κλάσε μας τ’ αρχίδι! ή κλάσε μου τ’ αρχίδι! ή κλάσε μας τ’ αρχίδια! ή κλάσε μου τ’ αρχίδια! α. άφησε με ήσυχο, μη με ενοχλείς, παράτα με: «αμάν, ρε παιδάκι μου, μ’ αυτή τη γκρίνια σου, κλάσε μας επιτέλους τ’ αρχίδια να τελειώνουμε!». β. δε μπορείς να μου κάνεις τίποτα, δε σε φοβάμαι. (Λαϊκό τραγούδι: στρείδι, μύδι, Παλαμήδι· μπάτσοι, κλάστε μας τ’ αρχίδι // μάγκες πιάστε τα γεφύρια, μπάτσοι κλάστε μας τ’ αρχίδια). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- κόβω τ’ αρχίδια μου, στοιχηματίζω ότι αυτό που λέω είναι πέρα για πέρα σωστό ή πέρα για πέρα αληθινό: «αν δε γίνουν τα πράγματα έτσι όπως στα λέω, κόβω τ’ αρχίδια μου». Έκφραση που προσδίδει απόλυτη βεβαιότητα στα λεγόμενα κάποιου άντρα, γιατί είναι πολύ υποτιμητικό γι’ αυτόν να μείνει χωρίς αρχίδια. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- κρατάει τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια! βλ. φρ. έπιασε τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια·
- κρέμομαι απ’ τ’ αρχίδια του, είμαι εντελώς υποχείριό του, γενικά η επιτυχία μου εξαρτάται αποκλειστικά από αυτόν: «πώς να του πάω κόντρα, αφού κρέμομαι απ’ τ’ αρχίδια του!»·
- λιάζω τ’ αρχίδια μου, δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «οι άλλοι σκοτώνονται στη δουλειά κι αυτός λιάζει τ’ αρχίδια του»·
- μας έπρηξες τ’ αρχίδια ή μου ’πρηξες τ’ αρχίδια, α. με εκνεύρισες πάρα πολύ με τις συνεχείς ενοχλήσεις σου, ιδίως για ασήμαντα πράγματα, ή με εκνεύρισες πάρα πολύ, ιδίως με τις συνεχείς παρεμβάσεις σου πάνω στο θέμα στο οποίο αναφέρομαι: «μην έρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και μου ζητάς αυτές τις αηδίες, γιατί μου ’πρηξες τ’ αρχίδια || σταμάτα, ρε παιδάκι μου, να με διακόπτεις κάθε τόσο, γιατί μου ’πρηξες τ’ αρχίδια». β. με εκνεύρισες πάρα πολύ, ιδίως με την επιμονή σου πάνω στο ίδιο θέμα για το οποίο έχω αντίθετη γνώμη, αντίθετη άποψη: «στο ’πα χίλιες φορές πως δε θα ’ρθω και πάψε να επιμένεις άλλο, γιατί μας έπρηξες τ’ αρχίδια». γ. έγινες πολύ ενοχλητικός με την γκρίνια σου, με την πολυλογία σου: «βούλωστο, επιτέλους, γιατί μας έπρηξες τ’ αρχίδια μ’ αυτή την πάρλα σου». δ. με έφερες σε δύσκολη θέση, με ταλαιπώρησες μέχρι να ενδώσεις: «μια χάρη σου ζήτησα κι εγώ στα τόσα χρόνια και μέχρι να μ’ εξυπηρετήσεις μας έπρηξες τ’ αρχίδια». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. μας τα ’κανες καρπούζια / μας τα ’κανες κουδούνια / μας τα ’κανες μπαρντάκια / μας τα ’πρηξες·
- μας έσπασες τ’ αρχίδια ή μου ’σπασες τ’ αρχίδια, βλ. φρ. μας έπρηξες τ’ αρχίδια·
- μας ζάλισες τ’ αρχίδια ή μου ζάλισες τ’ αρχίδια, βλ. φρ. μας έπρηξες τ’ αρχίδια·
- μας σκότισες τ’ αρχίδια ή μου σκότισες τ’ αρχίδια, βλ. φρ. μας έπρηξες τ’ αρχίδια·
- μη μας ζαλίζεις τ’ αρχίδια ή μη μου ζαλίζεις τ’ αρχίδια, βλ. φρ. μη μας πρήζεις τ’ αρχίδια·
- μη μας πρήζεις τ’ αρχίδια ή μη μου πρήζεις τ’ αρχίδια, παρακλητική έκφραση σε κάποιον να πάψει να μας ενοχλεί με τη συνεχή φλυαρία του, ιδίως να πάψει να μας εκνευρίζει αναφερόμενος συνεχώς στο ίδιο θέμα: «ό,τι θέλεις να πάρεις, πάρ’ το και μη μας πρήζεις κάθε τόσο τ’ αρχίδια || κάνε, επιτέλους, αυτό που σου λέω και μη μου πρήζεις τ’ αρχίδια». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. μη μας ζαλίζεις τον έρωτα ή μου ζαλίζεις τον έρωτα / μη μας ζαλίζεις το μυαλό ή μη μου ζαλίζεις το μυαλό·
- μη μας σκοτίζεις τ’ αρχίδια ή μη μου σκοτίζεις τ’ αρχίδια, βλ. φρ. μη μας πρήζεις τ’ αρχίδια·
- μη μας σπας τ’ αρχίδια ή μη μου σπας τ’ αρχίδια, βλ. φρ. μη μας πρήζεις τ’ αρχίδια·
- μου ’κλασε τ’ αρχίδια, δεν έκανε τίποτα από όλα εκείνα που απειλούσε πως θα μου κάνει: «έλεγε πως θα με δείρει, αλλά, όταν συναντηθήκαμε, μου ’κλασε τ’ αρχίδια»·
- μου ’ριξε κλοτσιά στ’ αρχίδια, μου δημιούργησε σοβαρό πρόβλημα: «όταν τον γνώρισα, μου διαβεβαίωνε πως θα μου δώσει μια θέση στη δουλειά του, αλλά όταν πήγα και του τη ζήτησα, μου ’ριξε κλοτσιά στ’ αρχίδια». Από το ότι νιώθει οδυνηρό πόνο ο άντρας, όταν δέχεται κλοτσιά στα αρχίδια του·
- μπερδεύει τ’ αρχίδια με τα μύδια, α. ασχολείται ή συγκρίνει εντελώς ανόμοια πράγματα ή υποθέσεις, ενεργεί παράλογα: «πώς να μην αποτύχει στη δουλειά του, απ’ τη στιγμή που μπερδεύει τ’ αρχίδια με τα μύδια;». β. βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση: «έχασε ο φουκαράς ένα κάρο λεφτά στο χρηματιστήριο και τώρα μπερδεύει τ’ αρχίδια με τα μύδια». Συνών. κρίνει μήλα με πορτοκάλια / μπερδεύει τη γραβάτα με τα σώβρακα ή μπερδεύει τη γραβάτα με το σώβρακο / μπερδεύει τις βούρτσες με τις πούτσες·
- μπλέκει τ’ αρχίδια με τα μύδια, βλ. φρ. μπερδεύει τ’ αρχίδια με τα μύδια·
- να μου κοπούν τ’ αρχίδια, όρκος που δίνει ένας άντρας για να γίνει πιστευτός σε αυτά που λέει: «αν σου λέω ψέματα, να μου κοπούν τ’ αρχίδια». Από το ότι είναι πολύ υποτιμητικό για έναν άντρα να μην έχει αρχίδια·
- ξύνει τ’ αρχίδια του, α. δεν κάνει τίποτα, χάνει τον καιρό του, τεμπελιάζει: «απ’ το πρωί πνιγόμαστε στη δουλειά κι αυτός μας βλέπει και ξύνει τ’ αρχίδια του». β. συμπεριφέρεται προσβλητικά, περιφρονητικά στους παρόντες: «εμείς ήρθαμε μόνο και μόνο για να τον δούμε κι αυτός απ’ τη στιγμή που μας είδε ξύνει τ’ αρχίδια του». Συνών. ξύνει τον κώλο του·
- ξύσ’ τ’ αρχίδια σου, κάνε ό,τι θέλεις, ό,τι καταλαβαίνεις, δε με ενδιαφέρει: «αφού δεν άκουγες μέχρι τώρα τις συμβουλές μου, μη με ρωτάς τι θα κάνεις. Ξύσ’ τ’ αρχίδια σου». Συνήθως έκφραση αδιαφορίας σε κάποιον που μας ρωτάει απεγνωσμένος: τι να κάνω ή τι θα κάνω τώρα· αδιαφόρησε: «πολύ στενοχωριέμαι γι’ αυτόν τον άνθρωπο. -Ξύσ’ τ’ αρχίδια σου, γιατί δεν αξίζει». Συνήθως στη δεύτερη περίπτωση της φρ. προτάσσεται το μωρέ ή το βρε ή το ρε·
- ξύσ’ τ’ αρχίδια σ’ με κασμά, α. επιτείνει την έννοια της παραπάνω φράσης. β. λέγεται και με ειρωνική ή επιθετική διάθεση σε άτομο που μας ενοχλεί συνεχώς με παραδοξολογίες ή φορτικές απαιτήσεις: «ξύσ’ τ’ αρχίδια σ’ με κασμά, που έβγαλες γκόμενα αυτή τη θεά! || ξύσ’ τ’ αρχίδια σ’ με κασμά, που θα σου δανείσω πέντε εκατομμύρια». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε ή το ρε·
- πάρ’ έν’ αρχίδι, βλ. φρ. τσίμπα ένα αρχίδι·
- πάρε φόρα και κλάσε μας τ’ αρχίδια! ή πάρε φόρα και κλάσε μου τ’ αρχίδια! επιτείνει την έκφραση κλάσε μας τ’ αρχίδια(!)·
- πήρα έν’ αρχίδι, βλ. φρ. πήρα τ’ αρχίδια μου·
- πήρα τ’ αρχίδια μου, δεν αποκόμισα κανένα κέρδος, κανένα όφελος, δεν πήρα τίποτα: «είχα την εντύπωση πως θα ’παιρνα κανένα φράγκο για τη βοήθεια που τους πρόσφερα, αλλά στο τέλος πήρα τ’ αρχίδια μου»·
- πιάσ’ έν’ αρχίδι, βλ. συνηθέστ. τσίμπα ένα αρχίδι·
- πρήζει αρχίδια, είναι πολύ ενοχλητικός, πολύ εκνευριστικός: «μην τον ξαναφέρεις αυτόν τον άνθρωπο στην παρέα, γιατί πρήζει αρχίδια»·
- σπάει αρχίδια, α. είναι πάρα πολύ καλός, πάρα πολύ ωραίος, παρά πολύ εντυπωσιακός: «έπιασα μια γκόμενα, που σπάει αρχίδια». β. είναι πολύ ενοχλητικός, πολύ εκνευριστικός: «σπάει αρχίδια μέχρι ν’ αποφασίσει να κάνει αυτό που του λες». γ. (για πράγματα) που προξενεί μεγάλη εντύπωση για την άριστη ή την πανάκριβη κατασκευή του: «αγόρασα ένα αυτοκίνητο που σπάει αρχίδια»·
- στ’ αρχίδια μας! ή στ’ αρχίδια μου! δε με μέλει, δε με ενδιαφέρει, αδιαφορώ τελείως: «στ’ αρχίδια μου, αν θα ’ρθει ή αν δε θα ’ρθει ο τάδε! || στ’ αρχίδια μου ποιο κόμμα θα πάρει την κυβέρνηση!». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να πέφτει κάθετα με την κόψη της και δείχνει το σημείο εκείνο του κορμιού, όπου βρίσκονται τα αρχίδια. Πολλές φορές, αντί της φρ. παρατηρείται μόνο η χειρονομία. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Τα τελευταία χρόνια με την ίδια έννοια ακούγεται και από τις γυναίκες και παρατηρείται πολλές φορές και η ίδια χειρονομία. Συνών. στ’ αβγά μας! ή στ’ αβγά μου! / στ’ απαυτά μας! ή στ’ απαυτά μου! / στ’ αποτέτοια μας! ή στ’ αποτέτοια μου! / στ’ αρχαία μας! ή στ’ αρχαία μου! / στ’ αυτά μας! ή αυτά μου! / στα καρύδια μας! ή στα καρύδια μου! / στα μπαλάκια μας! ή στα μπαλάκια μου! / στα παπάρια μας! ή στα παπάρια μου! / στα τέτοια μας! ή στα τέτοια μου! / στα φρύδια μας! ή στα φρύδια μου! / στους όρχεις μας! ή στους όρχεις μου(!)·
- στ’ αρχίδια μας και δέκα αβγά Τουρκίας! ή στ’ αρχίδια μου και δέκα αβγά Τουρκίας! Επιτείνει την έννοια της παραπάνω έκφρασης·
- στ’ αρχίδια μας και μας, Κωστής Παλαμάς! ειρωνική ή επιθετική απάντηση σε κάποιον που απαντά σε αυτά που του λέμε με το στ’ αρχίδια μας! Το όνομα του ποιητή, μόνο και μόνο για να κάνει ρίμα με το και μας. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·    
- στ’ αρχίδια μας (μου) και πάνω τούρλα ή στ’ αρχίδια μας (μου) κι απάνω τούρλα, έκφραση με την οποία επιτείνουμε την έννοια της φρ. στ’ αρχίδια μας(!)·
- τ’ αρχίδια του Καράμπελα και το μουνί της Χάιδως, επιτείνει την έννοια του επιφωνήματος αρχίδια(!)·
- τα γράφω όλα στ’ αρχίδια μου ή τα έχω γραμμένα όλα στ’ αρχίδια μου, δε με μέλει, δε με νοιάζει για τίποτα, αδιαφορώ τελείως για όλα: «όπως έγινε σήμερα η ζωή μας, τα γράφω όλα στ’ αρχίδια μου». Για συνών. βλ. φρ. τα γράφω όλα στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τα γράφω στ’ αρχίδια μου ή τα έχω γραμμένα στ’ αρχίδια μου (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), δεν τα υπολογίζω, δεν τα παίρνω διόλου υπόψη μου: «πάψε να μιλάς, γιατί αυτά μου λες τα γράφω στ’ αρχίδια μου». Για συνών. βλ. φρ. τα γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι· 
- τον γράφω στ’ αρχίδια μου ή τον έχω γραμμένο στ’ αρχίδια μου, α. αδιαφορώ, τον περιφρονώ τελείως, τον αγνοώ: «δεν ξέρω ποια είναι η γνώμη σου για τον τάδε, πάντως εγώ τον έχω γραμμένο στ’ αρχίδια μου». β. δεν τον υπολογίζω, δεν τον φοβάμαι καθόλου: «αν θελήσει ν’ αναμετρηθεί μαζί μου να του πεις πως τον έχω γραμμένο στ’ αρχίδια μου». Για συνών. βλ. φρ. τον γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τον έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τον κρέμασε απ’ τ’ αρχίδια, τον ξυλοκόπησε πολύ άγρια, του προξένησε σοβαρή σωματική βλάβη, τον εξάντλησε στο ξύλο (γι’ αυτό και δεν είχε τη δύναμη να αντιδράσει): «τον είχε τέτοιο άχτι, που μόλις τον συνάντησε τον κρέμασε απ’ τ’ αρχίδια». Συνών. τον έγδαρε ζωντανό (α) / τον κρέμασε ανάποδα / τον κρέμασε απ’ το λαιμό / τον κρέμασε στο μεσιανό κατάρτι·
- τρίβω τ’ αρχίδια μου, βλ. φρ. ξύνω τ’ αρχίδια μου·
- τρώω τ’ αρχίδια μου, αποτυχαίνω να πραγματοποιήσω το σκοπό που επιδιώκω: «κάθε φορά που είναι να πάρω μια μεγάλη δουλειά, κάτι συμβαίνει και τρώω τ’ αρχίδια μου || της έκανα πρόταση να τα φτιάξουμε κι έφαγα τ’ αρχίδια μου»·
- τσάκο έν’ αρχίδι, βλ. φρ. τσίμπα έν’ αρχίδι·
- τσίμπα έν’ αρχίδι, δεν παίρνεις τίποτα, δεν αποκομίζεις το παραμικρό όφελος, την έπαθες, την πάτησες, ξεγελάστηκες: «αφού δε με πίστεψες πως θα είχε κέρδος η δουλειά, τσίμπα έν’ αρχίδι»· βλ. και φρ. φάε τ’ αρχίδια μου·
- τώρα πιάσε μας τ’ αρχίδια ή τώρα πιάσε μου τ’ αρχίδια, ειρωνική έκφραση σε άτομο που το ξεγελάσαμε, που το εξαπατήσαμε: «τώρα που σου πήρα τα λεφτά, πιάσε μας τ’ αρχίδια»·
- φάε έν’ αρχίδι, βλ. φρ. τσίμπα έν’ αρχίδι·
- φάε τ’ αρχίδια μου, έκφραση αδιαφορίας σε κάποιον που, ενώ ήταν να αποκομίσει κάποια αμοιβή ή παροχή, από καθαρά δική του ευθύνη δεν την αποκόμισε: «αφού δεν ήσουν ακριβώς την ώρα που γινόταν η πληρωμή, φάε τ’ αρχίδια μου». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα·
- φτύσ’ στ’ αρχίδια σου! ή φτύσ’ τ’ αρχίδια σου! μη σε νοιάζει, μη σε απασχολεί διόλου: «αφού δεν αξίζει ο τύπος, φτύσ’ τ’ αρχίδια σου που κάθεσαι και στεναχωριέσαι!»·
- χαϊδεύω τ’ αρχίδια μου, α. δεν κάνω τίποτα, χάνω τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «απ’ το πρωί πνιγόμαστε στη δουλειά κι αυτός μας βλέπει και χαϊδεύει τ’ αρχίδια του». β. συμπεριφέρομαι προσβλητικά, περιφρονητικά στους παρόντες: «εμείς ήρθαμε να τον συμβουλέψουμε κι αυτός απ’ την ώρα που ήρθαμε χαϊδεύει τ’ αρχίδια του».

ασπροπρόσωπος

ασπροπρόσωπος, -η, -ο, επίθ. [<ασπρο- + πρόσωπο], ασπροπρόσωπος· που περνάει με επιτυχία κάποια δοκιμασία χωρίς να ντροπιαστεί: «ο ασπροπρόσωπος άνθρωπος ξεχωρίζει με το πρώτο»·
- βγαίνω ασπροπρόσωπος, α. αντιμετωπίζω με επιτυχία τις δύσκολες καταστάσεις, τις δύσκολες περιστάσεις που μου τυχαίνουν: «αυτόν τον άνθρωπο δεν τον φοβάμαι, γιατί, ό,τι και να του τύχει, στο τέλος βγαίνει πάντα ασπροπρόσωπος». β. αποδεικνύεται η αθωότητά μου, η τιμιότητά μου: «στην αρχή τον κατηγορούσαν, αλλά, μόλις βγήκε ασπροπρόσωπος, όλοι του ζητούσαν συγνώμη»·
- τον βγάζω ασπροπρόσωπο, α. ανταποκρίνομαι με επιτυχία στην υποχρέωση που ανέλαβα να φέρω σε πέρας για λογαριασμό του και τον κάνω να νιώθει περήφανος: «πάντα μου αναθέτει τις δουλειές του, γιατί τον βγάζω ασπροπρόσωπο». β. αποδεικνύω την αθωότητα, την τιμιότητά του: «απ’ την αρχή είχα πιστέψει στην αθωότητά του και στο δικαστήριο τον έβγαλα ασπροπρόσωπο». (Λαϊκό τραγούδι: ασ’ το φέρσιμο που είχες το διπρόσωπο, κοίτα τώρα να με βγάλεις ασπροπρόσωπο). γ. δεν τον διαψεύδω για τις καλές συστάσεις που δίνει για μένα σε κάποιον και τον κάνω να νιώθει περήφανος: «είπε τα καλύτερα λόγια για μένα στο διευθυντή μου, αλλά κι εγώ τον έβγαλα ασπροπρόσωπο».

ατμός

ατμός, ο, ουσ. [<αρχ. ἀτμός], ο ατμός·
- βγάζει ατμούς, κατέχεται από μεγάλο θυμό, από μεγάλη οργή, είναι πολύ θυμωμένος, πολύ οργισμένος: «μην τον πειράζεις καθόλου, γιατί έχασε η ομάδα του το πρωτάθλημα και βγάζει ατμούς». Συνών. βγάζει αφρούς (απ’ το στόμα του)·
- είμαι υπ’ ατμόν, είμαι πανέτοιμος για ξεκίνημα, για δράση: «πέρνα να με πάρεις όποια ώρα θέλεις, γιατί θα είμαι υπ’ ατμόν»·
- τον έχω υπ’ ατμόν, τον έχω πανέτοιμο για ξεκίνημα, για δράση: «πέρνα να τον πάρεις τώρα, γιατί τον έχω υπ’ ατμόν». Από την εικόνα των παλιών βαποριών και αμαξοστοιχιών που είχαν ως κινητήρια δύναμη τον ατμό.

αφτί

αφτί κ. αυτί, το, ουσ. [από τη συνεκφορά τα ωτία> ταουτία> τ’ αφτία> τ’ αφτί], το αφτί. 1. το μέρος του σκεύους από όπου μπορεί κανείς να το κρατήσει, η λαβή, το χερούλι: «έπιασε τη χύτρα απ’ τ’ αφτιά και την κατέβασε απ’ τη φωτιά». 2. στον πλ. τα αφτιά, (για εξώφυλλα βιβλίων) τα άκρα του εξωφύλλου που γυρίζουν προς τα μέσα: «στ’ αφτιά του βιβλίου υπήρχε η φωτογραφία και το βιογραφικό του συγγραφέα». Υποκορ. αφτάκι, το. (Ακολουθούν 151 φρ.)·
- άλλα λέει η θεια μου κι άλλα ακούν τ’ αφτιά μου, βλ. λ. θεια·
- αλλού τα μάτια, αλλού τ’ αφτιά ή αλλού τ’ αφτιά, αλλού τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- ανοίγω τ’ αφτιά μου, προσέχω πολύ αυτά που λέει κάποιος: «όταν μιλάει κάποιος μεγαλύτερος, ανοίγω τ’ αφτιά μου και δεν τον διακόπτω»·
- απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο, α. λέγεται για εκείνον που έκανε κάποιο σοβαρό παράπτωμα και πρέπει να λογοδοτήσει αμέσως στη δικαιοσύνη: «αφού όλοι ξέρουμε πως αυτός έβαλε χέρι στο ταμείο, τι καθόμαστε; Απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο». β. (γενικά) λέγεται για άμεση επιβολή τιμωρίας: «όποιος θα κάνει φασαρία, απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο»·
- απ’ το ένα αφτί μπαίνει (μπαίνουν) κι απ’ τ’ άλλο βγαίνει (βγαίνουν), δηλώνει πλήρη αδιαφορία στα λεγόμενα, ιδίως στις συμβουλές που μας απευθύνει κάποιος: «όση ώρα τον συμβούλευα, απ’ το ένα αφτί έμπαινε κι απ’ τ’ άλλο έβγαινε»· βλ. και φρ. μπαινάκης βγαινάκης·
- απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί! βλ. λ. Θεός·
- από τ’ άλλο μου τ’ αφτί, δηλώνει πλήρη αδιαφορία στα λεγόμενα ή στις προτάσεις κάποιου. (Τραγούδι: μη μου κολλάς λοιπόν γιατί, κάθε κουβέντα περιττή, πινακωτή, πινακωτή, από τ’ άλλο μου τ’ αφτί). Αναφορά στο παιδικό παιχνίδι: πινακωτή πινακωτή·
- αυτό είναι για τ’ αφτί, λέγεται για οτιδήποτε πρέπει να ειπωθεί με διακριτικότητα, με μυστικότητα, ιδίως όταν υπάρχουν και άλλοι μπροστά: «πόσες καπότες είπατε ότι θέλετε ν’ αγοράσετε; -Μην το φωνάζεις, ρε φίλε, αυτό είναι για τ’ αφτί || εντέλει, το κέρδισες εκείνο το λαχείο ή δεν το κέρδισες; -Αυτό είναι για τ’ αφτί, γιατί, αν το μάθουν μεσ’ στην παρέα, θα με ταράξουν στα δανεικά». Παρατηρείται και χειρονομία με την οποία ο δείκτης έρχεται κι ακουμπάει ελαφρά το αφτί·
- βάζει βουλοκέρι στ’ αφτιά του, βλ. λ. βουλοκέρι·
- βάζω αφτί ή βάζω τ’ αφτί μου, βλ. φρ. στήνω αφτί·
- βουίζουν τ’ αφτιά μου, αισθάνομαι στιγμιαία ένα διαπεραστικό βόμβο: «μισό λεπτό να συνέλθω, γιατί βουίζουν τ’ αφτιά μου»· βλ. και φρ. ποιο αυτί μου βουίζει(;)·
- βούιξαν τ’ αφτιά μου, ένιωσα πολύ άσχημα, ύστερα από ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι, ιδίως ύστερα από δυνατό χαστούκι που δέχτηκα στο πρόσωπο: «μου άστραψε μια μπάτσα, που βούιξαν τ’ αφτιά μου»·
- βουλώνω τ’ αφτιά μου, δεν ακούω ή προσποιούμαι πως δεν ακούω αυτά που λέγονται για κάποιον ή και για μένα, ιδίως κακά: «ό,τι λένε για την αδερφή μου, βουλώνω τ’ αφτιά μου, γιατί ξέρω πως τη ζηλεύουν, επειδή είναι πολύ όμορφη || ό,τι και να λένε για μένα, βουλώνω τ’ αφτιά μου, γιατί από πίσω και για το βασιλιά λένε»·
- γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια, έκφραση αγανακτισμένου ανθρώπου σε κάποιον που δεν ακούει αυτό που του λέει επίμονα: «γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια, μια ώρα σε φωνάζω και δε λες ν’ ακούσεις!»·
- γαμώ τ’ αφτιά σου τα πέτσινα, βλ. φρ. γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια·
- γελάνε και τ’ αφτιά του, είναι τόσο πολύ χαρούμενος, που δεν μπορεί να κρύψει τη χαρά του: «απ’ τη μέρα που πήρε ο γιος του το δίπλωμα του δικηγόρου, γελάνε και τ’ αφτιά του»·
- γιατί η γάτα έχει έν’ αφτί, επιθετική ή ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει με απορία γιατί (ενν. ενεργούμε με το συγκεκριμένο τρόπο) ή γιατί (ενν. του λέμε να ενεργήσει με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο), όταν δε θέλουμε να δώσουμε περισσότερες επεξηγήσεις. Συνήθως η φρ. κλείνει με το γι’ αυτό·
- δε με γελούν τ’ αφτιά μου, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος γι’ αυτό που ακούω, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος πως κάτι ακούω: «σου είπα πως άκουσα ένα θόρυβο, δε με γελούν τ’ αφτιά μου»·
- δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «μου ’φεραν να ελέγξω όλα τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «είχα τόση δουλειά σήμερα, που δεν άδειαζα να ξύσω τ’ αφτί μου». Συνών. δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου / δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου, α. αδιαφορώ για όλα, δε νοιάζομαι για τίποτα, μένω εντελώς απαθής: «ο κόσμος να χαλάσει, δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου». β. δε φοβάμαι διόλου: «όσο και ν’ αγριέψεις, δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου». (Λαϊκό τραγούδι: μου κοπανάς κάθε φορά πως θα μ’ αφήσεις μόνη και σου το λέω καθαρά τ’ αφτί μου δεν ιδρώνει
- δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου! βλ. φρ. δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου(!)·
- δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου, δεν έχω εμπιστοσύνη στην ακοή μου, έχω προβληματική ακοή: «για πες μου τι λέει αυτός από απέναντι, γιατί εγώ δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου»·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αφτί μου, σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, σχεδόν αστραπιαία: «δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αφτί μου κι αυτός μου την κοπάνησε». Συνών. δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «έλα να με δεις μια άλλη ώρα, γιατί τη στιγμή αυτή δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «δεν ξέρω αν δουλεύουν οι άλλοι, πάντως εγώ δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου». Συνών. δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου! έντονη απορία ή έκπληξη για κάτι απροσδόκητο που μας λένε, αρεστό ή μη: «ο τάδε αποφάσισε να παντρευτεί -Δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου, γιατί αυτός ήταν κατά του γάμου! || σκοτώθηκε ο τάδε. -Δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου, γιατί πριν από δυο ώρες ήμασταν μαζί!»·
- δίνω αφτί, βλ. συνηθέστ. στήνω αφτί·
- είμαι γεμάτος αφτιά, βλ. συνηθέστ. είμαι όλο(ς) αφτιά·
- είμαι μέσα μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι ως τ’ αφτιά·
- είμαι όλο(ς) αφτιά, είμαι έτοιμος να σε ακούσω προσεκτικά, σε ακούω προσεκτικά: «θέλω να σου πω κάτι. -Είμαι όλος αφτιά»·
- είμαι μέσα ως τ’ αφτιά, είμαι καταχρεωμένος: «δεν μπορώ να σου δώσω ούτε δραχμή, γιατί είμαι μέσα ως τ’ αφτιά». Είναι και φορές, που παρατηρείται χειρονομία με την οποία, το χέρι ή τα χέρια σηκώνονται και δείχνουν με τις εξωτερικές κόψεις των παλαμών, το σημείο των αφτιών. Συνών. είμαι μέσα ως τα μπούνια·
- είμαι χρεωμένος μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι χρεωμένος ως τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι χωμένος μέσα μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι χωμένος μέσα ως τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι ως τ’ αφτιά, δεν μπορώ να κάνω άλλη υπομονή, δεν αντέχω άλλο: «πες του να σταματήσει το θόρυβο που κάνει, γιατί είμαι ως τ’ αφτιά»·
- είναι βαρύς στ’ αφτιά, είναι βαρήκοος: «μίλα πιο δυνατά, γιατί ο τύπος είναι βαρύς στ’ αφτιά»·
- είναι μουσικό αφτί, βλ. συνηθέστ. έχει μουσικό αφτί·
- είναι περήφανος στ’ αφτιά, α. (ειρωνικά) δεν ακούει καλά, είναι βαρήκοος: «μίλα ελεύθερα μπροστά του, γιατί είναι περήφανος στ’ αφτιά». β. προσποιείται πως δεν ακούει, προσποιείται το βαρήκοο: «όταν του λέμε κάτι που δεν του συμφέρει, είναι περήφανος στ’ αφτιά»·
- είναι τ’ αφτί μου, μου μεταφέρει όλα όσα λέγονται κατά την απουσία μου από έναν χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «αυτός που βλέπεις είναι τ’ αφτί μου στη δουλειά, όταν λείπω απ’ το εργοστάσιο». Δε σημαίνει πως οπωσδήποτε το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι καρφί, αλλά η φράση έχει περισσότερο την έννοια ότι το εν λόγω άτομο μεταφέρει στο αφεντικό του όλα τα κακώς κείμενα·
- είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου ή είναι τ’ αφτί μου και το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, βλ. λ. μάτι·
- έκλεισαν τ’ αφτιά μου, με πονούν ή βουίζουν δυνατά, ιδίως ύστερα από διαφορά υψόμετρου: «μόλις τ’ αεροπλάνο πήρε ύψος, έκλεισαν τ’ αφτιά μου και δεν μπορούσα ν’ ακούσω τι μου ’λεγε ο διπλανός μου»·
- έσπασαν τ’ αφτιά μου, ενοχλήθηκα υπερβολικά, ιδίως από έντονο θόρυβο, ξεκουφάθηκα: «σταμάτα, επιτέλους, να μαρσάρεις τη μοτοσικλέτα σου, γιατί έσπασαν τ’ αφτιά μου»·
- έφτασε στ’ αφτιά μου, πληροφορήθηκα τυχαία: «δεν ξέρω πώς έφτασε στ’ αφτιά μου, όμως ξέρω πως υπαίτιος ήταν ο τάδε». Ακούγεται και έφτασε μέχρι τ’ αφτιά μου ή έφτασε ως τ’ αφτιά μου·
- έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά κατεβασμένα, έφυγε από κάπου ντροπιασμένος, ταπεινωμένος: «τον μάλωσε άγρια ο διευθυντής του κι έφυγε με κατεβασμένα τ’ αφτιά». Από την εικόνα του σκύλου, που, όταν τον μαλώσουμε, απομακρύνεται με κατεβασμένα τα αφτιά του. Συνών. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο·
- έφυγε με κρεμασμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά κρεμασμένα, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα τ’ αφτιά·
- έφυγε με πεσμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά πεσμένα, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά·
- έφυγε με ριγμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά ριγμένα, βλ. συνηθέστ. έφυγε με κατεβασμένα τ’ αφτιά·
- έφυγε με τ’ αφτιά κάτω, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά·
- έχει ανοιχτά αφτιά, πρόκειται για άτομο που δέχεται με ευκολία να ακούσει, να μελετήσει οποιεσδήποτε προτάσεις, ιδίως τις προοδευτικές, τις προωθημένες: «οποιαδήποτε πρότασή σου μπορείς να την αναφέρεις στο νέο διευθυντή μας, γιατί είναι άνθρωπος που έχει ανοιχτά αφτιά»·   
- έχει αφτί, α. έχει μουσική αντίληψη: «ο τάδε πιάνει αμέσως το φάλτσο, γιατί έχει αφτί». β. έχει καλή ακοή: «απ’ ό,τι λέμε δεν του ξεφεύγει τίποτα, γιατί έχει αφτί»·
- έχει βουλοκέρι στ’ αφτιά του, βλ. λ. βουλοκέρι·
- έχει γερό αφτί, έχει ισχυρή ακοή: «μπορεί κι ακούει και τον παραμικρό θόρυβο, γιατί έχει γερό αφτί»·
- έχει δυνατό αφτί, βλ. φρ. έχει γερό αφτί·
- έχει καλό αφτί, βλ. φρ. έχει γερό αφτί·
- έχει μουσικό αφτί, μαθαίνει με μεγάλη ευκολία να παίζει κάποιο μουσικό κομμάτι ή μπορεί να ξεχωρίζει αμέσως κάποια φάλτσα νότα: «μια φορά ν’ ακούσει ένα κομμάτι, το παίζει αμέσως, γιατί έχει μουσικό αφτί || μπορεί και πιάνει αμέσως το φάλτσο, γιατί έχει μουσικό αφτί»·
- έχω αφτί, έχω μουσική αντίληψη: «δε μου ξεφεύγει ούτε ένα φάλτσο, γιατί εγώ έχω αφτί»·
- έχω γερό αφτί, έχω ισχυρή ακοή: «για προσπάθησε ν’ ακούσεις εσύ που έχεις γερό αφτί, τι φωνάζει αυτός από μακριά;»·
- έχω τ’ αφτιά μου, πάσχω, υποφέρω από τα αφτιά μου: «όταν κάνει πολύ κρύο, δε βγαίνω έξω, γιατί έχω τ’ αφτιά μου»·
- έχω τ’ αφτιά μου ανοιχτά ή έχω ανοιχτά τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. έχω τ’ αφτιά μου τεντωμένα·
- έχω τ’ αφτιά μου βουλωμένα ή έχω βουλωμένα τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. βουλώνω τ’ αφτιά μου·
- έχω τ’ αφτιά μου κλεισμένα ή έχω κλεισμένα τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. έχω τ’ αφτιά μου κλειστά·
- έχω τ’ αφτιά μου κλειστά ή έχω κλειστά τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. κλείνω τ’ αφτιά μου·
- έχω τ’ αφτιά μου τεντωμένα ή έχω τεντωμένα τ’ αφτιά μου, ακούω προσεχτικά αυτά που μου λέει κάποιος ή αυτά που λέγονται από κάποιον: «όταν σου μιλάει ο δάσκαλός σου να ’χεις τ’ αφτιά σου τεντωμένα και ν’ ακούς τι σου λέει || είχα τεντωμένα τ’ αφτιά μου κι άκουσα όλα όσα ειπώθηκαν». Από την εικόνα των ζώων που και στον παραμικρό ήχο τεντώνουν τα αφτιά τους για να ακούσουν καλά·
- η γκαμήλα δεν κουτσαίνει απ’ τ’ αφτί, βλ. λ. γκαμήλα·
- η μαρμελάδα είναι για το ψωμί κι όχι για τ’ αφτιά, βλ. λ. μαρμελάδα·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, βλ. λ. μάτι·
- ήρθε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κατεβασμένα, ήρθε, επέστρεψε ντροπιασμένος, ταπεινωμένος: «τον συγχώρεσε ο διευθυντής για τη βλακεία που έκανε κι ήρθε πάλι στη δουλειά με κατεβασμένα τ’ αφτιά». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν κάνει κάποια ζημιά και τον φωνάζουμε να έρθει κοντά μας, έρχεται έχοντας τα αφτιά του κατεβασμένα. Συνών. ήρθε με (το) κεφάλι κατεβασμένο·
- ήρθε με κρεμασμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κρεμασμένα, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένα τ’ αφτιά·
- ήρθε με πεσμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά πεσμένα, βλ. φρ. ήρθε με (τ’) αφτιά κατεβασμένα· 
- ήρθε με ριγμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά ριγμένα, βλ. συνηθέστ. ήρθε με (τ’) αφτιά κατεβασμένα·
- ήρθε με τ’ αφτιά κάτω, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά·
- θα σου βγάλω τ’ αφτί ή θα σου βγάλω τ’ αφτιά ή θα στα βγάλω τ’ αφτιά, (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω παραδειγματικά: «αν ξανακάνεις αταξία, θα σου βγάλω τ’ αφτί». Από την εικόνα του δασκάλου, που τιμωρούσε με αυτόν τον τρόπο τους άτακτους μαθητές του·
- θα μου βγει απ’ τ’ αφτιά, έχω φάει πάρα πολύ, είμαι πολύ χορτάτος: «δεν μπορώ να βάλω στο στόμα μου ούτε μπουκιά, γιατί θα μου βγει απ’ τ’ αφτιά». Λέγεται και για ποτό·
- θα σου δαγκάσω τ’ αφτί, (απειλητικά) θα σου φερθώ πολύ σκληρά: «αν ξαναπειράξεις την αδερφή μου, θα σου δαγκάσω τ’ αφτί». Από το ότι παλιότερα, όταν κάποιος απατημένος ήθελε να εκδικηθεί τη γυναίκα του, για να μη χρησιμοποιήσει μαχαίρι και καταδικαστεί και για κατοχή όπλου και οπλοχρησία, έκοβε το αφτί της γυναίκας του με δάγκωμα, οπότε η καταδίκη του ήταν πολύ μικρότερη·
- θα σου κόψω τ’ αφτί ή θα σου κόψω τ’ αφτιά, (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν βρίσεις ξανά τη μάνα μου, θα σου κόψω τ’ αφτί». Από το ότι, όταν παλιότερα μάλωναν δυο άντρες της πιάτσας με μαχαίρια, επιδίωξη του καθένα ήταν να κόψει το αφτί του αντιπάλου του, ώστε, στην περίπτωση που η υπόθεση φτάσει στα δικαστήρια, να υπάρξει μικρή καταδίκη·
- θα σου ξεριζώσω τ’ αφτί ή θα σου ξεριζώσω τ’ αφτιά, (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν μάθω πως ξαναγύρισες μεθυσμένος στο σπίτι, θα σου ξεριζώσω τ’ αφτιά». Από την εικόνα του δασκάλου, που με αυτόν τον τρόπο τιμωρούσε σκληρά τον άτακτο μαθητή·
- θα σου τραβήξω τ’ αφτί ή θα σου τραβήξω τ’ αφτιά ή θα στα τραβήξω τ’ αφτιά, βλ. φρ. θα σου βγάλω τ’ αφτί·
- θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του, πρέπει, του χρειάζεται να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό: «αφού συνεχίζει να κάνει κοπάνες, θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του». Συνών. θέλει σιάξιμο η γραβάτα του / θέλει σιάξιμο ο γιακάς του·
- θέλει τράβηγμα τ’ αφτί του, βλ. φρ. θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του·
- και οι τοίχοι έχουν αφτιά, βλ. λ. τοίχος·
- κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια, βλ. λ. μάτι·
- καμπάνισαν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βούιξαν τ’ αφτιά μου·
- κανένα αφτί, κανένας άνθρωπος: «κανένα αφτί δεν άκουσε παρόμοιες βρισιές»·
- κατεβάζω τ’ αφτιά ή κατεβάζω τ’ αφτιά μου, ντροπιάζομαι, ταπεινώνομαι: «μόλις απέδειξε ο άλλος πως αυτός ήταν που μας είχε καρφώσει, κατέβασε τ’ αφτιά του και δεν ήξερε πώς να δικαιολογηθεί». Από την εικόνα του σκυλιού που, όταν τον μαλώσουν, κατεβάζει τ’ αφτιά του·
- κάτι άρπαξε τ’ αφτί μου, βλ. φρ. κάτι πήρε τ’ αφτί μου·
- κάτι έπιασε τ’ αφτί μου, βλ. φρ. κάτι πήρε τ’ αφτί μου·
- κάτι πήρε τ’ αφτί μου, άκουσα τυχαία κάτι για το θέμα που γίνεται λόγος, αλλά δε γνωρίζω πολλά πράγματα, δεν έδωσα μεγάλη σημασία: «έμαθες για τη ληστεία που έγινε σήμερα το πρωί στην τάδε τράπεζα; -Κάτι πήρε τ’ αφτί μου || όπως ερχόμουν στο ραντεβού μας, κάτι πήρε τ’ αφτί μου για το δυστύχημα που έγινε, αλλά πώς και τι δεν ξέρω»·
- κλείνω τ’ αφτιά μου, α. αποφεύγω να ακούσω κάτι, όσο δελεαστικό και αν είναι, γιατί θεωρώ πως θα με βλάψει: «σήμερα στη ζωή υπάρχουν πολλές προκλήσεις, αλλά εγώ κλείνω τ’ αφτιά μου και προσπερνώ». Αναφορά στον Οδυσσέα, που, αφού πρώτα έκλεισε τα αφτιά των συντρόφων του με κερί, δέθηκε στο κατάρτι του καραβιού του, τη στιγμή που περνούσε από το νησί των Σειρήνων. β. δεν ανταποκρίνομαι, προσποιούμαι πως δεν ακούω ό,τι κακό ή ανεπίτρεπτο συμβαίνει γύρω μου: «από μικρός έχω μάθει να κλείνω τ’ αφτιά μου, και τη βγάζω πάντα καθαρή». γ. δεν ανταποκρίνομαι στις παρακλήσεις κάποιου για βοήθεια, γιατί υποτίθεται πως δεν τις ακούω: «τον έκανα άγιο να με βοηθήσει, αλλά αυτός έκλεισε τ’ αφτιά του»·
- κοιλιά γεμάτη αφτιά δεν έχει, βλ. λ. κοιλιά·
- κοκκίνισε μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. κοκκίνισε ως τ’ αφτιά·
- κοκκίνισε ως τ’ αφτιά, καταντράπηκε: «μόλις έσκυψε και τη φίλησε μπροστά στους γονείς της, η κοπέλα κοκκίνισε ως τ’ αφτιά»·
- κουδούνισαν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βούιξαν τ’ αφτιά μου·
- κουφό του πονηρού τ’ αφτί, βλ. λ. πονηρός·
- κρεμώ τ’ αφτιά ή κρεμώ τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. κατεβάζω τ’ αφτιά·
- μαρμελάδα έχεις στ’ αφτιά σου; βλ. λ. μαρμελάδα·
- μας ζάλισες τ’ αφτιά ή μου ζάλισες τ’ αφτιά, βλ. φρ. μας πήρες τ’ αφτιά·
- μας  πήρες τ’ αφτιά ή μου πήρες τ’ αφτιά, παρατήρηση σε κάποιον που μιλάει ασταμάτητα να πάψει επιτέλους να μιλάει, γιατί έγινε πολύ ενοχλητικός: «πάψε, ρε παιδάκι μου, αυτή τη λογοδιάρροια, γιατί μας ζάλισες τ’ αφτιά». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- με γεια τ’ αφτιά! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δε λέει να ακούσει κάτι που του λέμε πολλές φορές: «πάλι δεν άκουσες αυτό που σου είπα; Με γεια τ’ αφτιά!»·
- μη μας ζαλίζεις τ’ αφτιά ή μου ζαλίζεις τ’ αφτιά, παράκληση σε κάποιον να πάψει να μιλάει, γιατί έγινε ενοχλητικός: «μη μας ζαλίζεις τ’ αφτιά με τα προβλήματα σου, γιατί έχω κι εγώ τα δικά μου». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μήπως πήρε τ’ αφτί σου, μήπως άκουσες τυχαία, μήπως έτυχε ν’ ακούσεις: «μήπως πήρε τ’ αφτί σου για τον επικείμενο ανασχηματισμό;». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τίποτα·
- μόνο ένας γάιδαρος έχει αφτιά, ειρωνική απάντηση σε κάποιον που ισχυρίζεται πως είναι ο μοναδικός που κατέχει κάποιο πράγμα, ενώ είναι γνωστό πως είναι ευρέως διαδομένο: «τέτοιο αυτοκίνητο δεν έχει άλλος. -Μόνο ένας γάιδαρος έχει αφτιά». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ·
- μου ζάλισε τ’ αφτιά, βλ. φρ. μου ’φαγε τ’ αφτιά·
- μου μπαίνουν ψύλλοι στ’ αφτιά, βλ. λ. ψύλλος·
- μου πήρε τ’ αφτιά, α. με ενόχλησε υπερβολικά, ιδίως από τον παρατεταμένο θόρυβο που προξένησε, με ξεκούφανε: «μάρσαρε μια ώρα τ’ αυτοκίνητό του κάτω απ’ το παράθυρό μου και μου πήρε τ’ αφτιά». β. μου μίλησε επίμονα πάνω στο ίδιο θέμα, ιδίως συμβουλευτικά: «καλά να πάθω που την πάτησα, γιατί μου πήρε τ’ αφτιά ο τάδε να μη μπλεχτώ σ’ αυτή τη δουλειά, όμως δεν τον άκουσα και τώρα έχω προβλήματα». Συνών. μου πήρε το κεφάλι·
- μου ’σπασε τ’ αφτιά, α. με ενόχλησε υπερβολικά, ιδίως από τον έντονο και παρατεταμένο θόρυβο που προκάλεσε, με ξεκούφανε, μου ’σπασε τα τύμπανα: «είχε το ραδιόφωνό του στη διαπασών και μου ’σπασε τ’ αφτιά». β. (για θορύβους) ήταν πολύ δυνατός: «ξαφνικά ακούστηκε ένα δυνατό μπαμ, που μου ’σπασε τ’ αφτιά»·
- μου σφύριξε στ’ αφτί ή μου το σφύριξε στ’ αφτί, μου είπε, μου ψιθύρισε κάτι κρυφά: «ευτυχώς που ο τάδε μου το σφύριξε στ’ αφτί πως έρχονταν να με μπαγλαρώσουν και την κοπάνησα». (Λαϊκό τραγούδι: στης άσπρης τον αστερισμό ξέχασε κάθε γυρισμό, στην παγωμένη της τροχιά δεν έχει αγάπη ούτε σπλαχνιά, μου σφύριξε στ’ αφτί ένας μάγκας έξ’ απ’ το στέκι της μαρμάγκας
- μου ’φαγε τ’ αφτιά ή μου ’χει φάει τ’ αφτιά, α. μου επαναλάμβανε συνεχώς και επίμονα το ίδιο πράγμα: «μου ’φαγε τ’ αφτιά ο φίλος μου να διακόψω τις σχέσεις που είχα μαζί της, γιατί είχε μάθει πως δεν ήταν σόι γυναίκα». β. με ενόχλησε με τη φλυαρία του ή με τα επίμονα παρακάλια του για κάτι: «μ’ έφαγε τ’ αφτιά με την γκρίνια του || μ’ έφαγε τ’ αφτιά να του δώσω δανεικά»·
- μου χτύπησε άσχημα στ’ αφτί, μου έκανε κακή εντύπωση αυτό που άκουσα: «μου χτύπησε άσχημα στ’ αφτί που καθόταν και κατηγορούσε τον αδερφό του»·
- μπαμπάκια έχεις στ’ αφτιά σου; βλ. λ. μπαμπάκι·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί (κι ο διάκος στο κεφάλι ή κι ο διάκος στο ριζάφτι), βλ. λ. παπάς·
- να το βάλεις σκουλαρίκι στ’ αφτί σου, βλ. λ. σκουλαρίκι·
- να το κρεμάσεις σκουλαρίκι στ’ αφτί σου, βλ. λ. σκουλαρίκι·
- ο λαγός κι αν κρύβεται, τ’ αφτιά του ξεχωρίζουν, βλ. λ. λαγός·
- οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του, βλ. λ. φτέρνα·
- όποιος παντρεύεται στα γηρατειά, ρίχνει γρήγορα τ’ αφτιά, βλ. λ. γηρατειά·
- παίζει με τ’ αφτί, έμαθε να παίζει κάποιο μουσικό όργανο, χωρίς να διδαχθεί από δάσκαλο, παίζει εμπειρικά: «έχει κάποια δυσκολία ακόμα στο παίξιμο της κιθάρας, γιατί παίζει με τ’ αφτί»·
- παίρνω αφτί, κρυφακούω: «όταν συγκεντρωθούν, θα πάω να πάρω αφτί, για να ξέρουμε τι θα πούνε»·
- πέφτουν αφτιά, κάνει αφόρητο κρύο: «ντύσου καλά πριν βγεις, γιατί με την αλλαγή του καιρού πέφτουν αφτιά έξω». Συνών. πέφτουν μύτες·
- ποιο αφτί μου βουίζει; ερώτηση σε άτομο, τη στιγμή που βουίζει κάποιο απ’ τ’ αφτιά μας και υποτίθεται πως, αν το βρει, θα ακούσουμε μαζί κάποια είδηση, κάποιο νέο. Αν βουίζει το αριστερό μας αφτί, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία θα ακούσουμε κάτι κακό, αν βουίζει το δεξί, κάτι καλό·
- ποιο αφτί μου σφυρίζει; βλ. συνηθέστ. ποιο αφτί μου βουίζει(;)·
- ποιος να βρει αφτιά να σ’ ακούσει; λέγεται στην περίπτωση που αυτά που λέει ή συμβουλεύει κανείς σε κάποιον ή κάποιους δεν έχουν καμιά απήχηση: «εγώ πάντα τους έλεγα πως δεν ήταν σόι αυτός ο άνθρωπος, αλλά ποιος να βρει αφτιά να σ’ ακούσει;»·
- ρίχνω τ’ αφτιά μου, χάνω το θάρρος μου: «μόλις τον αγρίεψε ο άλλος, έριξε τ’ αφτιά του ο δικός σου». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν τον μαλώσουμε, ρίχνει τ’ αφτιά του κι απομακρύνεται · βλ. και φρ. κρεμώ τ’ αφτιά μου·
- στήνω αφτί, κρυφακούω: «έστειλα τον τάδε να στήσει αφτί, για να μάθουμε κι εμείς τι θα πούνε»·
- στήνω τ’ αφτί μου ή στήνω τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. τεντώνω τ’ αφτί μου·
- στυλώνω τ’ αφτί μου ή στυλώνω τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. τεντώνω τ’ αφτί μου·
- σφυρίζουν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βουίζουν τ’ αφτιά μου·
- σφύριξαν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βούιξαν τ’ αφτιά μου·
- τ’ άκουσα με τ’ αφτιά μου ή τ’ άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά, είμαι εντελώς σίγουρος γι’ αυτό που ειπώθηκε, γιατί ήμουν παρών: «δε θέλω ν’ αμφισβητείς αυτά που σου λέω, γιατί τ’ άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το τι να σου πω άλλο ή το τι άλλο να σου πω·
- τ’ ακούω και δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου, μου είναι αδύνατο να πιστέψω αυτό που μου λέει κάποιος: «τ΄ ακούω και δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου που μου λες πως ο τάδε έκανε μήνυση στον πατέρα του». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω·
- τα πόδια του χτυπούν στ’ αφτιά του, βλ. συνηθέστ. οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του·
- τεντώνω τ’ αφτί μου ή τεντώνω τ’ αφτιά μου, εντείνω την προσοχή μου για να ακούσω κάτι ή για να καταλάβω το είδος του θορύβου που ακούγεται: «τέντωσα τ’ αφτί μου, μήπως κι ακούσω κανέναν θόρυβο || τέντωσα τ’ αφτιά μου για να καταλάβω τι ήταν αυτό που ακουγόταν». Από την εικόνα των ζώων, που τεντώνουν τα αφτιά τους στην περίπτωση κάποιου θορύβου· βλ. και φρ. ανοίγω τ’ αφτιά μου·
- τι ακούν τ’ αφτιά μου; έκφραση απορίας, έκπληξης, δυσαρέσκειας ή θαυμασμού για κάτι καλό ή κακό, που μας αναγγέλλουν ή που πληροφορούμαστε: «τι ακούν τ’ αφτιά μου, πάλι μάλωσες με τον αδερφό σου; || τι ακούν τ’ αφτιά μου, άρχισες πάλι να μπεκροπίνεις; || τι ακούν τ’ αφτιά μου, σκέφτεσαι να μου κάνεις μήνυση; ||τι ακούν τ’ αφτιά μου, παντρεύεσαι τον άλλον μήνα;». Πολλές φορές, στην περίπτωση που πρόκειται για κάτι καλό, της φρ. προτάσσεται διπλό μπα· 
- το γαρούφαλο στ’ αφτί κι η κασίδα στην κορφή, βλ. λ. γαρούφαλο·
- το πήρε τ’ αφτί μου ή το ’χει πάρει τ’ αφτί μου, (αόριστα), το άκουσα: «δε θυμάμαι πού, αλλά κάπου το πήρε τ’ αφτί μου γι’ αυτή τη ληστεία στην τράπεζα»·
- τον άκουσα με τ’ αφτιά μου ή τον άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά, ήμουν παρών όταν είπε κάτι: «θέλω να με πιστέψεις απόλυτα, γιατί τον άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά που έλεγε πως εσύ ήσουν ο αίτιος του καβγά»·
- του βάζω ψύλλους στ’ αφτιά, βλ. λ. ψύλλος·
- του ’βγαλα τ’ αφτί ή του ’βγαλα τ’ αφτιά, τον τιμώρησα παραδειγματικά: «για να μην ξανακάνει τη βλακεία που έκανε, του ’βγαλα τ’ αφτί». Από την εικόνα του δασκάλου, που τιμωρούσε με αυτόν τον τρόπο τους άτακτους μαθητές του·
- του ξερίζωσα τ’ αφτί ή του ξερίζωσα τ’ αφτιά, τον τιμώρησα αυστηρά: «επειδή μου ’ρθε πάλι σουρωμένος στο σπίτι, του ξερίζωσα τ’ αφτιά». Από την εικόνα του δασκάλου, που τιμωρούσε αυστηρά με αυτόν τον τρόπο τους άτακτους μαθητές του·
- του ’πεσαν τ’ αφτιά, α. ντροπιάστηκε, ταπεινώθηκε: «μόλις αποδείχτηκε πως μας έλεγε ψέματα, του ’πεσαν τ’ αφτιά». β. έχασε το θάρρος του, την έπαρση που είχε: «τη στιγμή που αγρίεψε ο άλλος, του ’πεσαν τ’ αφτιά του δικού σου και το βούλωσε»·
- του τις έδωσα στ’ αφτιά, βλ. συνηθέστ. του τις έριξα στ’ αφτιά·
- του τις έριξα στ’ αφτιά (ενν. τις μπάτσες, τις σφαλιάρες, τις μπουνιές), τον έδειρα άγρια, τον κατανίκησα: «μόλις πήγε να κάνει τον νταή, του τις έριξα στ’ αφτιά». Επίσης με την έννοια του κατανικώ λέγεται και σε περίπτωση παιχνιδιού: «παίξαμε τάβλι και του τις έριξα στ’ αφτιά». Πολλές φορές, για λόγους έμφασης, η φρ. κλείνει με το για να μάθει ή με το για να καταλάβει ή για να με θυμάται·
- του σφύριξα στ’ αφτί ή του το σφύριξα στ’ αφτί, τον πληροφόρησα, του είπα κάτι κρυφά και βιαστικά, ιδίως όταν υπήρχαν και άλλοι μπροστά: « την τελευταία στιγμή πρόλαβα και του το σφύριξα στ’ αφτί πως θέλανε να τον ξεγελάσουν, και γλίτωσε από ένα σωρό μπελάδες ο άνθρωπος»·
- του τράβηξα τ’ αφτί ή του τράβηξα τ’ αφτιά, βλ. φρ. του ’βγαλα τ’ αφτί·
- του ’φαγα τ’ αφτιά, α. του ζήτησα, τον παρακάλεσα για κάτι φορτικά: «του ’φαγα τ’ αφτιά να μου δώσει δανεικά, ώσπου στο τέλος μου τα ’δωσε». β. τον συμβούλεψα επίμονα: «του ’φαγα τ’ αφτιά να μην κάνει αυτή τη δουλειά, αλλά δε μ’ άκουσε κι έφαγε το κεφάλι του»·
- του χαϊδεύω τ’ αφτιά, του λέω πράγματα αρεστά, κολακευτικά, ακόμη και όταν η κατάσταση είναι σε βάρος του: «κανείς δεν τον βοήθησε πραγματικά, γιατί, αντί να τον συμβουλέψουν να βγει απ’ το αδιέξοδο,του χάιδευαν όλοι τ’ αφτιά || η κυβέρνηση δε χαϊδεύει τ’ αφτιά των πολιτών, αλλά παρουσιάζει την κατάσταση όπως πραγματικά είναι». (Τραγούδι: τα πόδια μου καήκανε σ’ αυτήν την ερημιά, η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα, τα νέα που σας έφερα σας χάιδεψαν τ’ αυτιά, μα απέχουνε πολύ απ’ την αλήθεια
- τσιτώνω τ’ αφτί μου ή τσιτώνω τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. τεντώνω τ’ αφτιά μου·
- φέσι μέχρι τ’ αφτιά ή φέσι ως τ’ αφτιά, βλ. λ. φέσι·
- χαϊδεύω τ’ αφτιά του, βλ. φρ. του χαϊδεύω τ’ αφτιά·
- χρεώθηκα μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. χρεώθηκα ως τ’ αφτιά·
- χρεώθηκα ως τ’ αφτιά, χρεώθηκα υπερβολικά: «με το γάμο της κόρης μου χρεώθηκα ως τ’ αφτιά».

άχνα

άχνα, η, ουσ. [από το ρ. αχνίζω, υποχωρητ.]. 1. ο αέρας που βγαίνει με την εκπνοή, ιδίως τις ψυχρές χειμωνιάτικες μέρες, και ο ήχος που ακούγεται κατά τη διάρκεια αυτής της εκπνοής. 2. ως επιφών. άχνα!(συμβουλευτικά ή απειλητικά) μην πεις τίποτα σιωπή(!). Συνών. κιχ! / λέξη! / μιλιά! / τσιμουδιά(!)·
- δε βγάζω άχνα, α. δε λέω τίποτα, σωπαίνω: «όταν μιλάει κάποιος μεγαλύτερος, εγώ δε βγάζω άχνα». Συνών. δε βγάζω λέξη (α). β. δεν αντιδρώ, δεν απαντώ σε κριτική ή απειλή που μου γίνεται κατά πρόσωπο: «όταν έχω άδικο, ό,τι και να μου πουν, δε βγάζω άχνα || μόλις τον αγρίεψε ο άλλος, δεν έβγαλε άχνα ο δικός σου». γ. κρύβομαι, ιδίως από ντροπή ή φόβο, και συγκρατώ, όσο μπορώ, την αναπνοή μου για να μη γίνω αντιληπτός: «όση ώρα ήταν ο αστυνομικός στη γωνιά, αυτός είχε ζαρώσει στο άνοιγμα της πόρτας και δεν έβγαζε άχνα». δ. δε λέω απολύτως τίποτα, μένω άφωνος: «επειδή δεν μπορούσα να δικαιολογηθώ, δεν έβγαλα άχνα». Συνών. δε βγάζω κιχ / δε βγάζω μιλιά / δε βγάζω τσιμουδιά·
- δε θα βγάλεις άχνα, (συμβουλευτικά ή απειλητικά) δε θα πεις απολύτως τίποτα: «όση ώρα θα κουβεντιάζω μαζί του, δε θα βγάλεις άχνα». Συνών. δε θα βγάλεις κιχ / δε θα βγάλεις λέξη / δε θα βγάλεις μιλιά / δε θα βγάλεις τσιμουδιά·
- δε θέλω άχνα, απαιτώ απόλυτη ησυχία: «θα πέσω να κοιμηθώ, γιατί είμαι πολύ κουρασμένος, γι’ αυτό δε θέλω άχνα». Συνών. δε θέλω κιχ / δε θέλω τσικ·
- δεν ακούγεται άχνα, επικρατεί απόλυτη ησυχία: «όταν έρχεται ο δάσκαλος μέσα στην τάξη, δεν ακούγεται άχνα». Συνών. δεν ακούγεται αναπνοή / δεν ακούγεται ανάσα / δεν ακούγεται κιχ / δεν ακούγεται μιλιά / δεν ακούγεται τσικ / δεν ακούγεται τσιμουδιά·
- δεν ακούς άχνα, βλ. φρ. δεν ακούγεται άχνα·
- δεν έβγαλε άχνα, σκοτώθηκε ακαριαία, ιδίως σε τροχαίο δυστύχημα: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του πάνω στο δέντρο και δεν έβγαλε άχνα». Συνών. δεν έβγαλε αχ ή δεν πρόλαβε να βγάλει αχ / δεν έβγαλε γρυ ή δεν πρόλαβε να βγάλει γρυ / δεν έβγαλε κιχ ή δεν πρόλαβε να βγάλει κιχ·
- μη βγάλεις άχνα! ή να μη βγάλεις άχνα! βλ. φρ. δε θα βγάλεις άχνα·
- μην ακούσω άχνα! ή να μην ακούσω άχνα! βλ. φρ. δε θα βγάλεις άχνα..

άχτι

άχτι, το, ουσ. [<τουρκ. ahd (= υποχρέωση)], μεγάλος πόθος για εκδίκηση, έντονη επιθυμία για την πραγματοποίηση κάποιου σκοπού·
- βγάζω το άχτι μου, ικανοποιώ το μίσος μου για εκδίκηση, εκδικούμαι: «όταν του κάνει κάποιος κακό, βγάζει το άχτι του σ’ όποιον να ’ναι». (Λαϊκό τραγούδι: κάπου θα σμίξουμε να καθαρίσουμε, κι αν έχεις τώρα φίλο άλλο, κάπου το άχτι μου θα βγάλω)· κάνω έντονα κάτι που το ήθελα από καιρό αλλά το είχα στερηθεί για διάφορους λόγους: «τώρα που απόκτησα λεφτά, θα βγάλω το άχτι μου στα ταξίδια»·
- για να βγάλω το άχτι μου, για να ικανοποιήσω το μίσος μου, για να εκδικηθώ κάποιον ή για να πραγματοποιήσω κάτι που επιθυμώ πάρα πολύ: «με ταλαιπώρησε τόσο πολύ αυτός ο άνθρωπος, που θα τον σύρω στα δικαστήρια, για να βγάλω το άχτι μου || όσα λεφτά και να κάνει αυτό τ’ αυτοκίνητο, θα τ’ αγοράσω για να βγάλω το άχτι μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι ή το μόνο και μόνο ή το έτσι μόνο και μόνο·
- για να κάνω το άχτι μου, βλ. συνηθέστ. για να βγάλω το άχτι μου·
- για το άχτι μου, βλ. φρ. για να βγάλω το άχτι μου·
- θα βγάλω το άχτι μου απάνω σου, θα πληρώσεις εσύ την επιθυμία που έχω να εκδικηθώ κάποιον, θα εκτονώσω επάνω σου το μίσος που νιώθω για κάποιον: «άλλος μου ’κανε το κακό, αλλά, αν δε μ’ αφήσεις ήσυχο, θα βγάλω το άχτι μου απάνω σου»·
- το βάζω άχτι, βλ. φρ. το ’χω άχτι. (Λαϊκό τραγούδι: μα των Ελλήνων οι καρδιές το βάλαν όλες άχτι να ξανανθίσουν τα νησιά μέσ’ απ’ τη μαύρη στάχτη
- τον βάζω άχτι, βλ. φρ. τον έχω άχτι·
- το ’χω άχτι, έχω έντονη επιθυμία να πραγματοποιήσω κάτι: «το ’χω άχτι να πάρω κι εγώ ένα αυτοκίνητο της προκοπής»·
- τον έχω άχτι, τον μισώ πάρα πολύ και ψάχνω να βρω την ευκαιρία να τον εκδικηθώ: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κάρφωσε, τον έχω μεγάλο άχτι». (Λαϊκό τραγούδι: όλα στη ζωή μου έχουν γίνει στάχτη, όλοι με πληγώνουν λες και μ’ έχουν άχτι).

βρομιά

βρομιά, η, ουσ. [<βρόμα + κατάλ. -ιά], η βρομιά. 1. πράξη ανήθικη, επιλήψιμη: «αν δε σταματήσεις τις βρομιές, θα διακόψω κάθε συνεργασία μαζί σου». 2. γενικευμένη κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ηθική κατάπτωση, ανηθικότητα και διαφθορά: «τα οικονομικά σκάνδαλα που ήρθαν στο φως μαρτυρούν τη βρομιά που επικρατεί στον πολιτικό βίο της χώρας». 3. η ψεύτικη διάδοση, η βρόμα (βλ. λ.): «δεν ξέρω αν είναι βρομιά, πάντως εγώ αυτό άκουσα»·
- βγάζω βρομιά ή βγάζω τη βρομιά, βλ. συνηθέστ. βγάζω βρόμα, λ. βρόμα.

γένια

γένια, τα, ουσ. [πλ. του ουσ. γένι], η γενειάδα. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- ακόμη δεν έβγαλε γένια, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή σε μια τέχνη λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους, που είναι και μεγαλύτεροί του, αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτόν: «ακόμη δεν έβγαλε γένια, θέλει να μας κάνει και το δάσκαλο». Το ότι δεν έβγαλε ακόμη γένια παραπέμπει σε παιδική ή εφηβική ηλικία. Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- άλλοι τα γένια επιθυμούν κι άλλοι που τα ’χουνε τα φτουν, βλ. συνηθέστ. άλλος το ’χει και το κατουράει κι άλλος δεν το ’χει και το λαχταράει, λ. άλλος·
- αν κόψει ο παπάς τα γένια του, βλ. λ. παπάς·
- άσπρα γένια, πούτσα σιδερένια, βλ. λ. πούτσα·
- άσπρισαν τα γένια μου, βλ. φρ. βγήκαν τα γένια μου·
- αφήνει γένι ή αφήνει γένια, δεν τα ξυρίζω σκόπιμα για να μεγαλώσουν: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, άφησε γένια». Ο πλ. ίσως από το πλήθος των τριχών·
- βγάζω γένια, γίνομαι παλικάρι: «μόλις έβγαλε γένια, άρχισε να γκομενιάζει»·
- βγήκαν τα γένια μου, έκφραση δυσφορίας σε κάποιον που άργησε πολύ να έρθει στο ραντεβού μας: «άντε, ρε παιδάκι μου, βγήκαν τα γένια μου να σε περιμένω». Από το ότι, αυτός που πηγαίνει σε κάποιο ραντεβού, υποτίθεται πως ξυρίζεται για να είναι ευπρεπής και εμφανίσιμος· 
- έβγαλα γένια, περίμενα κάποιον στο ραντεβού πολύ περισσότερο από την προκαθορισμένη ώρα: «άντε, βρε παιδάκι μου, έβγαλα γένια να σε περιμένω», ενν. πως, ενώ πήγα στο ραντεβού μου ξυρισμένος, αργοπόρησε τόσο πολύ ο άλλος, που τα γένια μου ξαναφύτρωσαν·
- είναι πολλοί οι μπαρμπέρηδες για του σπανού τα γένια, βλ. λ. μπαρμπέρης·
- έπιασε τον πάπα απ’ τα γένια! βλ. λ. πάπας·
- ευλογάει τα γένια του, βλ. φρ. ο παπάς πρώτα τα γένια του ευλογάει· 
- ήρθα ξυρισμένος κι έφυγα με γένια, έμεινα ή περίμενα σε ένα χώρο πολύ περισσότερο από το κανονικό: «πέρασα απ’ το γραφείο του να του πω μια καλημέρα, κι ήρθα ξυρισμένος κι έφυγα με γένια || πήγα στην τράπεζα να πάρω τη σύνταξή μου, αλλά είχε τόσο κόσμο, που ήρθα ξυρισμένος κι έφυγα με γένια»·
- κρατάει τον πάπα απ’ τα γένια! βλ. λ. πάπας·
- μα τα γένια του σπανού! βλ. λ. σπανός·
- μόνο του σπανού τα γένια δε γίνονται, βλ. λ. σπανός·
- ο παπάς πρώτα τα γένια του ευλογάει, βλ. λ. παπάς·
- όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια, α. εκείνος που επιχειρεί κάτι δύσκολο, έχει και τον τρόπο να το αντιμετωπίσει: «πώς θα ξεμπερδέψεις τώρα απ’ αυτή την υπόθεση; -Μην ανησυχείς, αγόρι μου, γιατί, όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια». β. εκείνος που έχει χρήματα, έχει και τις απολαύσεις: «και βέβαια θ’ αρχίσω να κάνω ταξίδια, γιατί, όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια»·
- όταν βγάλει ο σπανός γένια, βλ. λ. σπανός.

Γιάννης

Γιάννης, ο, κύρ. όν. [<Ιωάννης], ένα από τα πιο συνηθισμένα ονόματα όχι μόνο στην ελληνική αλλά και σε πολλές άλλες γλώσσες. (Τραγούδι: μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες και με τα σταμνάκια σου να χαρείς τα μάτια σου // γεια σου Γιάννη τι χαμπάρια, γιατί είσαι λυπημένος (Λαϊκό τραγούδι).Υποκορ. Γιαννάκης, ο. (Τραγούδι: νοσταλγώ το μικρό το αμαξάκι τον γκαζιέρη που μας άναβε το φως και θυμάμαι τις κυρίες του Γιαννάκη και τον έρωτα που ήτανε κρυφός). (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε ή ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που από κάποια δουλειά ή ενέργειά του υπολογίζει πολύ πρόωρα είτε σε κάποια οφέλη είτε πως θα του συμβεί κάποιο κακό: «αν κάνουμε αυτή τη δουλειά, θα τρελαθούμε στα λεφτά και θ’ αγοράσω ένα σπιτάκι κοντά στη θάλασσα. -Ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε || δεν αγοράζω αυτοκίνητο, γιατί μπορεί να τρακάρω και να σκοτωθώ. -Ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε». Η φρ. ανήκει στον Θ. Κολοκοτρώνη (βλ. Τάκη Ναστούλη, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 39). Συνών. το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε / το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα / προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά·
- άλλη καμιά δε γέννησε, μον’ η Μαριώ το Γιάννη, λέγεται για κείνους τους γονείς που επαινούν υπερβολικά τα παιδιά τους: «όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, δεν κάνει άλλο απ’ το παινεύει το γιο του. -Άλλη καμιά δε γέννησε, μόν’ η Μαριώ το Γιάννη»·
- αλλού με τρώει, Γιάννη μου, κι αλλού εσύ με ξύνεις, λέγεται στην περίπτωση που η βοήθεια που μας προσφέρει κάποιος, δεν καλύπτει την πραγματική μας ανάγκη: «ποτέ σου δε με βοήθησες και να πιάσει τόπο η βοήθειά σου, γιατί μια ζωή, αλλού με τρώει, Γιάννη μου, κι αλλού εσύ με ξύνεις». Συνών. αλλού με τρίβεις, δέσποτα, κι αλλού ’χω γω τον πόνο·   
- γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω, έκφραση, που δηλώνει τέλεια έλλειψη συνεννόησης (αφού παίρνουμε απάντηση άσχετη με αυτό που ρωτάμε): «εγώ τον ρωτούσα για το πώς πάει η δουλειά κι αυτός μου ’λεγε τι ρούχα θα φορέσει το βράδυ στο χορό. -Γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω»·
- Γιάννη γύρευε και Νικολό καρτέρει, βλ. συνηθέστ. χαιρέτα μας τον πλάτανο και Νικολό καρτέρει, λ. πλάτανος·
- Γιάννη είχα, Γιάννη έχω κι αν χηρέψω, πάλι Γιάννη θα γυρέψω, από το ότι ο Γιάννης, όπως και ο Γιώργος, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, είναι συνήθως καλό παιδί. Βέβαια, πολλές φορές, αλλάζουμε το όνομα και χρησιμοποιούμε το όνομα που μας ενδιαφέρει·
- Γιάννης ήταν Γιάννης θα ’ναι, (γενικά) δεν υπάρχει καμιά περίπτωση εξέλιξής του λόγω της ελαττωμένης του νοημοσύνης: «όσο και να το βοηθήσεις αυτό το παιδί, Γιάννης ήταν Γιάννης θα ’ναι»·
- Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει, α. λέγεται ειρωνικά για κάποιον που επιδιώκει να είναι ο κύριος ωφελημένος από κάποια δουλειά ή ενέργειά του και, κατ’ επέκταση, ο ατομιστής, ο φιλοτομαριστής: «είναι πολιτικός μηχανικός ο τύπος, κάνει και τον εργολάβο και, όπως έχουν τα πράγματα, Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει». Η φράση προέρχεται από μια εθνοσυνέλευση στο αρχαίο θέατρο του Άργους, στην οποία ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας τα είχε κανονίσει όλα προς όφελός του. Συνών. ο καθένας για (την) πάρτη του / ο καθένας για τον εαυτό του. β. τα έχουν κανονίσει με τέτοιο τρόπο, ώστε όλα τα κέρδη ή οφέλη να μένουν σε στενό οικογενειακό ή φιλικό κύκλο: «έχει μια δουλίτσα με τη γυναίκα του, έβαλε τώρα συνεταίρους και τα παιδιά του που μεγάλωσαν κι όπως καταλαβαίνεις, Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει»·
- Γιάννης πήγε Γιάννης γύρισε (ήρθε) ή Γιάννης πήγε Γιαννάκης γύρισε (ήρθε), λέγεται ειρωνικά για κάποιον που δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την παραμικρή πρόοδο ή εξέλιξη σε μια δουλειά ή υπόθεση που του αναθέσαμε: «τον έστειλα μέχρι την τράπεζα να διακανονίσει τις δόσεις για ένα δάνειο που πήρα, αλλά Γιάννης πήγε Γιαννάκης γύρισε»·
- έχει κι ο Γιάννης καΐκι, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που καμαρώνει ένα ασήμαντο απόκτημά του ή το επιδεικνύει για πολύ σπουδαίο: «παιδιά, αγόρασα αυτοκίνητο. -Έχει κι ο Γιάννης καΐκι»·
- καλημέρα Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω, βλ. φρ. γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω·
- να σε κάψω Γιάννη να σ’ αλείψω λάδι να γιάνει ή να σε κάψω Γιάννη να σε βάλω μύξα να γιάνει, λέγεται για κείνον που, ενώ πρώτα θεληματικά ή άθελα μας κάνει κάποιο κακό, προθυμοποιείται εκ των υστέρων να επανορθώσει: «εντάξει, ρε φίλε, τι φωνάζεις; Ό,τι ζημιά σου ’κανα θα στην αποκαταστήσω. -Να σε κάψω Γιάννη να σε βάλω μύξα να γιάνει»·
- ο Γιάννης που περπατάει, (χάριν αστεϊσμού) το ουίσκι Johnnie Walker: «όση ώρα σε περίμενα, ήπια ένα Γιάννη που περπατάει || βάλε μου να πιω, σε παρακαλώ, ένα Γιάννη που περπατάει»·
- όχι Γιάννης, Γιαννάκης, λέγεται με ειρωνική διάθεση για πράγματα ή καταστάσεις που δεν έχουν μεταξύ τους ουσιώδη διαφορά: «εγώ δεν είπα ότι είναι απατεώνας, απλά είπα πως πρέπει να τον προσέχουμε. -΄Όχι Γιάννης, Γιαννάκης». Συνών. δεν έκλασε, μόνο έκανε πριτ·
- πίσω Γιάννη τα καράβια, λέγεται ειρωνικά γι’ αυτόν που αρχίζει να λέει ή να υποστηρίζει διαφορετικά πράγματα από κείνα που έλεγε ή υποστήριζε προηγουμένως: «επέμενε να τιμωρηθεί ο ένοχος, αλλά, μόλις αποκαλύφθηκε πως ήταν ο φίλος του, πίσω Γιάννη τα καράβια»·
- πότε ο Γιάννης βρακί και τώρα βρακοζώνα; βλ. φρ. τι ’χες Γιάννη, τι ’χα πάντα·
- πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί, α. λέγεται ειρωνικά για φιλάσθενο άτομο: «τι κάνει ο παππούς σου; -Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί». β. λέγεται ειρωνικά για κείνον που πάντα βρίσκει μια δικαιολογία για να αποφύγει κάποια δουλειά, που θέλουμε να του αναθέσουμε: «γιατί δεν έστειλες τον τάδε να ετοιμάσει την παραγγελία; -Γιατί, πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί»·
- σαράντα πέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση, λέγεται ειρωνικά σε κείνον που ονομάζεται Γιάννης, και το υπονοούμενο είναι πως είναι ελαφρόμυαλος, πως μειονεκτεί πνευματικά και για το λόγο αυτό πέφτει συνεχώς σε γκάφες ή συνεχώς τον κοροϊδεύουν, τον ξεγελούν, τον εξαπατούν. Ίσως από το ότι το όνομα Γιάννης είναι πολύ συνηθισμένο στην Ελλάδα. Πρβλ.: βρε Γιάννη, τον Σωτήρη να τονε σέβεσαι κι απ’ τους σαράντα πέντε δε μοιάζει σ’ ένανε (Λαϊκό τραγούδι)·
- σπίτι χωρίς Γιάννη, προκοπή δεν κάνει, έκφραση με την οποία πιστοποιείται το πόσο συνηθισμένο είναι αυτό το όνομα στην Ελλάδα·
- τα καλά του Γιάννη τα θέμε και τον Γιάννη δεν τον θέμε, λέγεται στην περίπτωση που αγαπάμε τα καλά, ιδίως τα χρήματα, ορισμένων ανθρώπων αλλά τους ίδιους τους αντιπαθούμε ή στην περίπτωση που το μόνο που μας νοιάζει από έναν άνθρωπο είναι το κέρδος που θα βγάλουμε, το όφελος που θα έχουμε από τη συναναστροφή μας μαζί του αλλά τον ίσιο δεν τον εκτιμούμε, δεν τον θέλουμε για συντροφιά, για παρέα: «όταν έχεις ανάγκη αμάν βοήθα, κι όταν είσαι μια χαρά ούτε μας χαιρετάς, γιατί κι εσύ σαν τους άλλους έγινες, τα καλά του Γιάννη τα θέμε και τον Γιάννη δεν τον θέμε»·
- τι Γιάννης τι Γιαννάκης; βλ. φρ. όχι Γιάννης, Γιαννάκης·
- τι κάνεις Γιάννη; -Κουκιά σπέρνω, βλ. συνηθέστ. γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω·
- τι ’χες Γιάννη, τι ’χα πάντα, λέγεται στην περίπτωση που οι δυσκολίες της ζωής σε ένα άτομο έχουν γίνει πια καθημερινό φαινόμενο·
- φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη, α. λέγεται στην περίπτωση που δυο άτομα βρίσκονται σε έχθρα ή σε αντιπαλότητα και, ωστόσο, δεν προβαίνει κανείς σε κάποια δυναμική ενέργεια εναντίον του άλλου γιατί, ο καθένας από την πλευρά του, υπολογίζει σοβαρά τη δύναμη ή την ικανότητα του αντιπάλου του: «είναι καιρό που βρίσκονται στα μαχαίρια, αλλά κάθονται στ’ αβγά τους, γιατί φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη». β. λέγεται επίσης στην περίπτωση ισορροπίας τρόμου: «οι δυο υπερδυνάμεις δεν τολμούν να συγκρουστούν, γιατί φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη».

γινάτι

γινάτι κ. ινάτι, το, ουσ. [<τουρκ. inat]. 1. η ανένδοτη ή παράλογη εμμονή σε μια γνώμη ή ενέργεια, η ισχυρογνωμοσύνη, το πείσμα: «το γινάτι δεν ωφέλησε ποτέ κανέναν». 2. στον πλ. τα γινάτια, τα καμώματα, τα νάζια. (Λαϊκό τραγούδι: δε μ’ αρέσουν πλέον τα γινάτια, δεν ποθώ τα ολόγλυκά σου μάτια). Συνών. πείσμα. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- αμάν το γινάτι σου! ή αμάν αυτό το γινάτι σου! έκφραση δυσφορίας ή δυσαρέσκειας για το πείσμα κάποιου, που έχει μεγάλη χρονική διάρκεια: «αμάν αυτό το γινάτι σου! Ξέχνα, επιτέλους, αυτό που είπα, αφού σου ζήτησα χίλιες φορές συγνώμη!»·
-από γινάτι, βλ. φρ. για (το) γινάτι·
- ας είν’ καλά το γινάτι του! έκφραση που δηλώνει πως θα ξεπεράσουμε τη δυσκολία που έχουμε, παρόλο που αρνείται πεισματικά να μας βοηθήσει το άτομο από το οποίο ζητάμε βοήθεια, ή και, αν δεν την ξεπεράσουμε, το μόνο που θα κερδίσει το άτομο αυτό θα είναι η επαλήθευση της μνησικακίας του·
- βάζω γινάτι, βλ. φρ. το βάζω γινάτι·
- βαστώ γινάτι, βλ. φρ. κρατώ γινάτι·
- γαϊδουρινό γινάτι, βλ. συνηθέστ. γαϊδουρινό πείσμα, λ. πείσμα·
- για (το) γινάτι, μόνο και μόνο επειδή πεισμώσαμε, μόνο και μόνο από εγωιστική επιμονή, από ισχυρογνωμοσύνη: «επειδή δε δεχτήκατε να πάμε εκεί που πρότεινα, για γινάτι κι εγώ δε θα ’ρθω μαζί σας». (Λαϊκό τραγούδι: κι όσοι μας θέλουν το κακό για πείσμα, για γινάτι δε θα χωρίσουμε ποτέ για να τους βγει το μάτι). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·
- έχει γινάτι, είναι πεισματάρης, ξεροκέφαλος: «αν του μπει κάτι στο μυαλό, δεν αλλάζει γνώμη με τίποτα, γιατί έχει γινάτι αυτός ο άνθρωπος»·
- κάνω γινάτια, κάνω πείσματα, καμώματα, νάζια: «αφού ξέρω πως μ’ αγαπάς, γιατί κάνεις γινάτια;». (Λαϊκό τραγούδι: γινάτια μη μου κάνεις μη θες να με πεθάνεις, βρε χήρα δε λυπάσαι κακιά πανάθεμά σε;
- κρατώ γινάτι, διατηρώ, τρέφω μνησικακία για κάποιον: «μην του πας πολύ κόντρα και τον εκνευρίσεις, γιατί κρατάει γινάτι και δε θα ’χεις καλά ξεμπερδέματα μαζί του»·
- με γινάτι, με ανένδοτη ή παράλογη επιμονή σε μια γνώμη ή ενέργεια: «άρχισε να δουλεύει με γινάτι τη δουλειά για να την παραδώσει μέσα στις προθεσμίες που είχε  υποσχεθεί». (Λαϊκό τραγούδι: τηνε διώχνω με γινάτι και την άλλη μέρα νάτη, έρχεται με ποντικάκια και μου κάνει κορδελάκια
- με πιάνει το γινάτι, γίνομαι ισχυρογνώμων, επιμένω σε κάτι από αντίδραση, πεισμώνω: «όταν με πιάνει το γινάτι, μην προσπαθείς να μ’ αλλάξεις γνώμη, γιατί δε θα καταφέρεις τίποτα»·
- το βάζω γινάτι, πεισμώνω: «όταν το βάλει γινάτι, δε λέει να βάλει μπουκιά στο στόμα του». (Λαϊκό τραγούδι: το σκαλοπάτι σου μου φτάνει για κρεβάτι, αφού την πόρτα σου την άφησες κλειστή. Θα μείνω έξω, μια που το ’βαλες γινάτι κι από το κρύο η καρδιά μου θα σβηστεί)·
- το βάζω γινάτι να…, αποφασίζω να κάνω, να πραγματοποιήσω κάτι οπωσδήποτε: «το ’βαλε γινάτι να πάρει φέτος το πτυχίο του»·
- το γινάτι βγάζει μάτι, η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει αυτόν που την έχει: «πάψε να πηγαίνεις κόντρα σε αυτόν τον άνθρωπο, γιατί το γινάτι βγάζει μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: δε σου μάθαν όμως κάτι, το γινάτι βγάζει μάτι
- τον βάζω γινάτι, βλ. φρ. τον έχω γινάτι·
- τον έχω γινάτι, θέλω, επιδιώκω να του κάνω κακό, τον εχθρεύομαι: «τον έχω τέτοιο γινάτι απ’ τη μέρα που με κατηγόρησε, που, αν τον πιάσω στα χέρια μου, θα τον λιώσω»·
- του βαστώ γινάτι, βλ. φρ. τον έχω γινάτι·
- του κρατώ γινάτι, βλ. φρ. τον έχω γινάτι.

γκιρλατάνος

γκιρλατάνος, ο, ουσ. [<τουρκ. girtlak (= λαιμός)], το λαρύγγι·
- έβγαλα τον γκιρλατάνο μου, βλ. φρ. μου βγήκε ο γκιρλατάνος ·
- μου βγήκε ο γκιρλατάνος, φώναξα δυνατά, ξελαρυγγίστηκα: «μια ώρα μου βγήκε ο γκιρλατάνος να τον φωνάζω κι αυτός πέρα έβρεχε». Συνών. μου βγήκε ο λαιμός / μου βγήκε το λαρύγγι·
- τον αρπάζω απ’ τον γκιρλατάνο, τον αρπάζω βίαια από το λαιμό, τον συλλαμβάνω βίαια και τον ακινητοποιώ: «τον άρπαξαν απ’ τον γκιρλατάνο την ώρα που έβγαινε απ’ το καφενείο»· του ζητώ πιεστικά να μου επιστρέψει κάτι που μου οφείλει ή που μου ανήκει: «αν δεν τον αρπάξεις απ’ τον γκιρλατάνο, δεν παίρνεις τα λεφτά σου πίσω». Συνών. τον αρπάζω απ’ το λαιμό / τον αρπάζω απ’ το λαρύγγι·
- τον βουτώ απ’ τον γκιρλατάνο, βλ. φρ. τον αρπάζω απ’ τον γκιρλατάνο·
- τον γραπώνω απ’ τον γκιρλατάνο, βλ. φρ. τον αρπάζω απ’ τον γκιρλατάνο·
- τον μαγκώνω απ’ τον γκιρλατάνο, βλ. φρ. τον αρπάζω απ’ τον γκιρλατάνο·
- του σφίγγω τον γκιρλατάνο, επιδιώκω να τον πνίξω σφίγγοντας το λαιμό του με τα χέρια μου: «πάνω στη μανία μου άρχισα να του σφίγγω τον γκιρλατάνο και, αν δε με προλάβαιναν οι άλλοι, θα τον έπνιγα τον παλιοκερατά»· βλ. και φρ. τον αρπάζω απ’ τον γκιρλατάνο.

γκολ

γκολ, το, άκλ. ουσ. [<αγγλ. goal], (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) το τέρμα. Υποκορ. γκολάκι, το. Μεγεθ. γκολάρα, η. (Ακολουθούν 22 φρ.)·
- βάζω γκολ, α. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πετυχαίνω τέρμα: «είναι πολύ καλός παίχτης και σε κάθε παιχνίδι θα βάλει τουλάχιστο ένα γκολ». β. επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «αφού κατάφερε να την πάει στο δωμάτιο, σίγουρα θα βάλει γκολ». γ. (γενικά) πετυχαίνω σε κάποια προσπάθεια ή επιδίωξή μου, τη φέρνω σε αίσιο τέλος: «μπορεί να παιδευτεί λίγο, αλλά στο τέλος πάντα βάζει γκολ, γιατί είναι ικανός άνθρωπος»·
- βγάζω γκολ, α. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πετυχαίνω τέρμα: «στο σημερινό παιχνίδι ο τάδε έβγαλε δυο γκολ». β. (γενικά) πετυχαίνω σε κάποια προσπάθεια ή επιδίωξή μου: «κουράστηκα πολύ μ’ αυτή τη δουλειά, αλλά στο τέλος έβγαλα γκολ»·
- βγαίνω γκολ, α. εξουθενώνομαι ψυχικά ή σωματικά ύστερα από δύσκολη κατάσταση ή μεγάλη προσπάθεια: «βγήκα γκολ, μέχρι να τον πείσω να μην καταθέσει τη μήνυση || βγήκα γκολ, μέχρι να βάλω τάξη στο υπόγειο». β. μεθώ υπερβολικά, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «πίναμε απ’ το μεσημέρι, και μέχρι το βράδυ είχα βγει γκολ»·
- γίνομαι γκολ, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «δε σηκώνει το ποτό και, μόλις πιει κάνα δυο ποτηράκια, γίνεται γκολ». Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι·
- γκολ φωτοβολίδα, βλ. λ. φωτοβολίδα·
- (δε) μετράει το γκολ, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) (δεν) κατακυρώνεται υπέρ της ομάδας που το πέτυχε, (δεν) είναι άκυρο: «επειδή ο παίχτης ήταν οφσάιντ, δε μετράει το γκολ που έβγαλε || το γκολ μετράει, γιατί ο παίχτης δεν ήταν οφσάιντ»·
- (δεν) πιάνεται το γκολ, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. (δε) μετράει το γκολ·
- είμαι γκολ, είμαι πολύ μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «μετά από τέτοια κρασοκατάνυξη, όταν γύρισα στο σπίτι, ήμουν γκολ». (Τραγούδι: ξημερώνει πάλι μ’ αδειανό κεφάλι. Από το αλκοόλ είμαι πάλι γκολ είμαι μαύρο χάλι). Για συνών. βλ. φρ. είμαι φέσι, λ. φέσι·
- κάνω γκολ, βλ. φρ. βγάζω γκολ·
- μας έβαλαν γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. φρ. φάγαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια·
- μας έβγαλαν γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. φρ. φάγαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια·
- μπαίνω γκολ, αποτυχαίνω εντελώς να φέρω σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση: «καταπιάστηκα με δουλειά που δεν την ήξερα, και μπήκα γκολ»· βλ. και φρ. βγαίνω γκολ·
- μπήκε γκολ, (για αρρώστους) πέθανε: «οι γιατροί έκαναν ό,τι περνούσε απ’ το χέρι τους, αλλά ο άρρωστος στο τέλος μπήκε γκολ». Από το ότι το γκολ αποτελεί ένα οδυνηρό τετελεσμένο γεγονός·
- το γκολ της τιμής, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) το μοναδικό τέρμα που πετυχαίνει η ομάδα εκείνη η οποία ηττάται με πολλά τέρματα: «προς το τέλος του αγώνα η ομάδα μας πέτυχε το γκολ της τιμής κι έτσι το αποτέλεσμα διαμορφώθηκε 5-1»·
- το χρυσό γκολ, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) το γκολ που όποια ομάδα το πετυχαίνει, αναδεικνύεται νικήτρια: «στο τελευταίο λεπτό του αγώνα ο τάδε παίχτης πέτυχε το χρυσό γκολ κι έστειλε την ομάδα του στην επόμενη φάση της διοργάνωσης». Αντίθ. ο ξαφνικός θάνατος·
- τον βγάζω γκολ, βλ. φρ. τον κάνω γκολ·
- τον κάνω γκολ, τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «έλεγε πως ήταν γερό ποτήρι, αλλά όταν αρχίσαμε να πίνουμε, τον έκανα γκολ». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι, λ. φέσι·
- του ’δωσε γκολ στο πιάτο, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο παίχτης για τον οποίο γίνεται λόγος, είναι ο κύριος συντελεστής για την επίτευξη του τέρματος που σημειώθηκε από συμπαίχτη του, γιατί του έδωσε πολύ πετυχημένη μπαλιά, γιατί του έδωσε μπαλιά λουκούμι: «αφού άδειασε ο τάδε παίχτης όλη την αντίπαλη άμυνα, πάσαρε στον τάδε συμπαίχτη του και του ’δωσε γκολ στο πιάτο». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το έτοιμο· βλ. και φρ. μπαλιά λουκούμι και μπαλιά τρύπα·
- τους βάλαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βάλαμε γκολ στην αντίπαλη ομάδα, αμέσως μόλις άρχισε ο αγώνας: «η ομάδα πετούσε μέσα στο γήπεδο, γιατί τους βάλαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια»·
- τους βγάλαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, βλ. φρ. τους βάλαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια·
- τρώω γκολ, α. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) δέχομαι τέρμα: «στο τελευταίο λεπτό η ομάδα μας έφαγε γκολ και χάσαμε το παιχνίδι». β. παθαίνω ζημιά, καταστροφή, ιδίως στη δουλειά μου: «όλοι φάγαμε γκολ με την τελευταία υποτίμηση της δραχμής»·
- φάγαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) η αντίπαλη ομάδα έβαλε γκολ στην ομάδα μας, αμέσως μόλις άρχισε το παιχνίδι: «κόπηκαν τα πόδια μας, γιατί φάγαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια»·

γκόμενα

γκόμενα κ. γκόμινα, η, ουσ. [<ιταλ. gomena (= το σκοινί της άγκυρας, το παλαμάρι, που συνδυάστηκε με τη θηλιά που βάζει ο εραστής στο λαιμό του για να τον σέρνει πίσω της η γυναίκα)]. 1. η ερωτική σύντροφος, η ερωμένη. (Λαϊκό τραγούδι: βρε μάγκα το παράκανες, θαρρώ πολλά μου τα ’κανες, στην γκόμενά μου μην ξανακολλάς // χτες το βράδυ στην ταβέρνα έπεσε μια καρεκλιά, τσακωθήκανε δυο μάγκες για μια γκόμινα παλιά). 2. γυναίκα ωραία και ελκυστική, γυναίκα με έντονη θηλυκότητα, που προκαλεί την ερωτική επιθυμία: «με τα μοντέρνα ρούχα, τα κομμωτήρια και τα καλλυντικά, όλες οι γυναίκες έχουν γίνει σήμερα γκόμενες». 3. (γενικά) η γυναίκα, εξού και το παλιό: πας ανήρ μάγκας, πάσα γυνή γκόμενα, όπου η γκόμενα στην προκειμένη περίπτωση αντιμετωπίζεται ως σεξουαλικό μέσο για την ικανοποίηση του μάγκα άντρα. (Τραγούδι: για όλα φταίνε οι γκόμενες οι πρώτες και οι επόμενες, ανώνυμες ή επώνυμες γενικώς). 4. (στη γλώσσα του στρατού) το όπλο που έχει μαζί του ο κάθε στρατιώτης. Από το ότι ο στρατιώτης, ιδίως στη βασική του εκπαίδευση, το έχει πάντα μαζί του και ασχολείται συνέχεια με αυτό, εξού και οι στίχοι που σκάρωσαν οι στρατιώτες και τους τραγουδούν πάνω στις νότες ξένου τραγουδιού: την πρώτη μου την γκόμενα τη λέγανε μι ένα (Μ1 = τύπος όπλου), τάρα τάρα, ταραοντάρα, την έπλενα, την έλουζα σαν να ’τανε παρθένα. 5. (στη γλώσσα των μηχανόβιων) η μοτοσικλέτα: «απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ ασχολείται με την γκόμενά του». Ο χαρακτηρισμός αυτός αποδεικνύει την ερωτική σχέση που έχει ο γνήσιος μηχανόβιος με τη μοτοσικλέτα του. Υποκορ. γκομενάκι κ. γκομινάκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: με χειροπέδες με περνούν από το γκομενάκι· με βλέπει και αναστενάζει· η καρδιά της παίρνει φωτιά κι ανάβει)· βλ. και λ. γκόμενος·
- άσχημη γυναίκα κι όμορφη γκόμενα, συμβουλευτική έκφραση σε άντρα να παντρευτεί άσχημη γυναίκα, για να έχει τη σιγουριά πως δε θα έχει τη δυνατότητα να τον απατήσει, ενώ αυτός, θα μπορεί παράλληλα να γεύεται τις χαρές του έρωτα με την όμορφη αναπληρώτριά της: «αν θες να ’χεις το κεφάλι σου ήσυχο στη ζωή σου και το κούτελό σου καθαρό, άσχημη γυναίκα κι όμορφη γκόμενα, αγόρι μου!»· βλ. και φρ. χαρά στον άντρα το ζεστό και τη γυναίκα κρύα, λ. χαρά· 
- βγάζω γκόμενα, (για άντρες) συνδέομαι ερωτικά με γυναίκα: «την πολιορκούσε δυο μήνες και στο τέλος κατάφερε και την έβγαλε γκόμενα»·
- ζόρικια γκόμενα, α. γυναίκα πάρα πολύ όμορφη: «είδα τον τάδε με μια πολύ ζόρικια γκόμενα στο πλάι του». β. γυναίκα που είναι πολύ δύσκολο να κατακτηθεί: «στην αρχή φάνηκε πως θα την έριχνα με το πρώτο, αλλά αποδείχτηκε ζόρικια γκόμενα κι έσπασα τα μούτρα μου»·
- κάνω την γκόμενα, βλ. φρ. το παίζω γκόμενα·
- πιάνω γκόμενα, (για άντρες) βλ. φρ. βγάζω γκόμενα·
- το παίζω γκόμενα, (για γυναίκες) συμπεριφέρομαι σαν νέα, ωραία και ελκυστική γυναίκα, χωρίς να είμαι στην πραγματικότητα: «σήμερα όλες, με τα ινστιτούτα καλλονής και με τα διάφορα καλλυντικά που πασαλείβονται, το παίζουν γκόμενες»·
- χάσικη γκόμενα, βλ. λ. χάσικος·
- χτυπώ γκόμενα, (για άντρες) προσπαθώ να συνδεθώ ή συνδέομαι ερωτικά με γυναίκα: «χτες βράδυ στο χορό χτύπησα μια γκόμενα μούρλια».

γλώσσα

γλώσσα, η, ουσ. [<αρχ. γλῶσσα], η γλώσσα. 1. η αυθάδεια, η αθυροστομία, η φλυαρία: «για δες γλώσσα ο πιτσιρικάς, χωρίς καμιά ντροπή!». 2. η γνώση μιας ξένης γλώσσας: «θέλεις να πας στη Γαλλία αλλά δε μου είπες· σκαμπάζεις τίποτα από γλώσσα;». (Εβραίικο τραγούδι: τέσσερις γλώσσες μιλώ, τους πουλάω παραμύθια χίλια δυο και τους γίνομαι τσιμπούρι να τους πάρω το μασούρι). 3. οποιοδήποτε μέσο βοηθάει στη συνεννόηση: «η γλώσσα του κορμιού || η γλώσσα των κωφαλάλων αποτελείται από διάφορες εκφραστικές χειρονομίες, που γίνονται με τα δάχτυλα, με τα χέρια». 4. ειδικό κομμάτι δέρματος που ξεκινάει από το εσωτερικό του παπουτσιού και καλύπτει το κουντεπιέ του ποδιού. 5. είδος ψαριού: «για να νιώσεις τη μεγάλη νοστιμιά της γλώσσας πρέπει να τη φας τηγανητή». Υποκορ. γλωσσίτσα κ. γλωσσούλα, η (βλ. λ.) και γλωσσάκι, το. (Ακολουθούν 150 φρ.)·
- αγοραία γλώσσα, η χυδαία, η πρόστυχη γλώσσα, που χρησιμοποιείται με ευκολία από τους λαϊκούς ανθρώπους, από τους ανθρώπους της πιάτσας: «από μικρός μεγάλωσε στους δρόμους και χρησιμοποιεί τόσο αγοραία γλώσσα, που σε κάνει να κοκκινίζεις όταν τον ακούς να μιλάει»·
- ακονίζω τη γλώσσα μου, προετοιμάζομαι να μιλήσω για πολλή ώρα, ιδίως σε έντονο, σε οξύτατο τόνο: «μέχρι να ’ρθει η σειρά ν’ ανεβώ στο βήμα, ακόνιζα τη γλώσσα μου, γιατί έπρεπε να τους τα πω μια και καλή»·
- αμάν αυτή η γλώσσα σου! βλ. φρ. αμάν αυτό το στόμα σου! λ. στόμα·
- αμολάω τη γλώσσα μου, α. λέω απροκάλυπτα αυτά που ξέρω, ιδίως όχι αρεστά για κάποιον: «κοίτα μην αμολήσω τη γλώσσα μου, γιατί δε σε ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας!». β. ομολογώ, προδίδω: «τη στιγμή που είχαμε πιστέψει πως τη γλιτώσαμε, αμόλησε τη γλώσσα του ο τάδε και μας έκαψε»·
- από γλώσσα, παπούτσι, χαρακτηρίζει άτομο που μιλάει σκληρά, επιθετικά, υβριστικά: «είναι καλό παιδί, αλλά από γλώσσα, παπούτσι». Από παρομοίωση της γλώσσας με τη σόλα του παπουτσιού·
- από γλώσσα τι κάνεις; ή από γλώσσα πώς πας; ή από γλώσσα πώς τα πας; μιλάς κάποια ξένη γλώσσα ή τη γλώσσα για την οποία γίνεται λόγος(;): «λέω να σε πάρω μαζί μου στην Ιταλία, αλλά δε μου είπες, από γλώσσα πώς πας;»·
- βάζω χαλινάρι στη γλώσσα μου, βλ. λ. χαλινάρι·
- βαστώ τη γλώσσα μου, δε μιλώ, δεν προδίδω κάποιο μυστικό ή κάτι που ξέρω και που ενοχοποιεί κάποιον: «παρ’ όλα τα λεφτά που του ’δωσε ο τάδε, για να του πει τι είχαμε κουβεντιάσει, βάσταξε τη γλώσσα του και δεν του είπε τίποτα || παρόλο το ξύλο που του ’δωσαν στην Ασφάλεια, βάσταξε τη γλώσσα του και δε μας αποκάλυψε»·
- βγάζω γλώσσα, αυθαδιάζω, αντιμιλώ: «μη βγάζεις γλώσσα σε μένα, γιατί έχεις τα μισά μου χρόνια!». (Λαϊκό τραγούδι: πάψε να κάνεις πια σε μένα την καμπόσα, κάθισε φρόνιμα και μη μου βγάζεις γλώσσα
- βγάζω γλώσσα ένα πήχη ή βγάζω γλώσσα μια πήχη, βλ. φρ. βγάζω γλώσσα μια πιθαμή·
- βγάζω γλώσσα μια πιθαμή, αντιμιλώ, αυθαδιάζω πάρα πολύ: «πρόσεχε πώς του μιλάς, γιατί με το παραμικρό βγάζει γλώσσα μια πιθαμή»·
- βρήκαμε κοινή γλώσσα, υπήρξε αλληλοκατανόηση μεταξύ μας, συμπέσανε οι γνώμες μας, οι απόψεις μας, συνεννοηθήκαμε: «η συζήτηση με τον τάδε υπήρξε ευχάριστη κι εποικοδομητική, γιατί βρήκαμε κοινή γλώσσα»·
- γάνιασε η γλώσσα μου, κουράστηκα, ταλαιπωρήθηκα μιλώντας ασταμάτητα, ιδίως συμβουλεύοντας κάποιον: «γάνιασε η γλώσσα μου να σε συμβουλεύω, όμως μυαλό δεν μπόρεσα να σου βάλω». Από το ότι, όταν κάποιος μιλάει πολύ, η γλώσσα του πιάνει ένα λευκό επίχρισμα, που παρομοιάζεται με τη γανάδα·
- για μάζεψε τη γλώσσα σου! απειλητική ή συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να πάψει να μιλάει προκλητικά ή υβριστικά εναντίον μας ή εναντίον προσώπου που μας ενδιαφέρει, γιατί θα ενεργήσουμε δυναμικά σε βάρος του: «για μάζεψε τη γλώσσα σου, γιατί θα πλακωθούμε στις μπουνιές!». Το για τονισμένο·
- για συμμάζεψε τη γλώσσα σου! βλ. φρ. για μάζεψε τη γλώσσα σου! Το για τονισμένο·  
- γλώσσα έχει και μιλιά δεν έχει, α. είναι ιδιαίτερα ολιγόλογος: «η μικρή του η κόρη σε παίρνει το κεφάλι με την πολυλογία της, ενώ η μεγάλη γλώσσα έχει και μιλιά δεν έχει». β. ειρωνική αμφισβήτηση στον ισχυρισμό κάποιου πως ο τάδε είναι ολιγόλογος: «ποιος δε μιλάει ο τάδε; Τι να σου πω, γλώσσα έχει και μιλιά δεν έχει!»·
- γλώσσα παπούτσι, αλλά μυαλό κουκούτσι, οι αυθάδεις και οι πολυλογάδες, που έχουν την εντύπωση πως λένε σπουδαία πράγματα, είναι συνήθως άμυαλοι: «τι να πεις γι’ αυτόν τον άνθρωπο, που στιγμή δεν κλείνει το στόμα του! Γλώσσα παπούτσι, αλλά μυαλό κουκούτσι»·  
- γλώσσα που την έχει! βλ. φρ. έχει μια γλώσσα(!)·
- γλώσσα του πεζοδρομίου, βλ. φρ. αγοραία γλώσσα· 
- γλώσσας μάκρεμα, μυαλού κόντεμα, βλ. φρ. γλώσσα παπούτσι, αλλά μυαλό κουκούτσι·
- δαγκάνω τη γλώσσα μου, προσπαθώ να συγκρατηθώ για να μη μιλήσω, γιατί θα πω πράγματα κακά ή δυσάρεστα για κάποιον: «όση ώρα αυτός παίνευε τον εαυτό του, ο φίλος του, που τον ξέρει σαν κάλπικη δεκάρα, δάγκανε τη γλώσσα του για να μην τον ξεμπροστιάσει»·
- δάγκασε τη γλώσσα σου! αποτρεπτική έκφραση για να μη μας συμβεί αυτό που κακομελετάει κάποιος, που απευχόμαστε το κακό που ξεστόμισε κάποιος να συμβεί σε βάρος μας: «έτσι όπως τρέχεις με τ’ αυτοκίνητο, θα σκοτωθούμε. -Δάγκασε τη γλώσσα σου!»·
- δάγκασε τη γλώσσα του, ένιωσε πολύ άσχημα, γιατί, χωρίς να το θέλει, είπε κάτι που δεν έπρεπε να ειπωθεί, ή αποκάλυψε κάτι που δεν έπρεπε να αποκαλυφθεί: «μόλις κατάλαβε πως αυτόν που κατηγορούσε ήταν δίπλα του, δάγκασε τη γλώσσα του || μόλις του ξέφυγε πάνω στην κουβέντα το μυστικό που του είχε εμπιστευθεί ο τάδε, δάγκασε τη γλώσσα του». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό σε κάποιον, όταν δαγκάνει τη γλώσσα του·
- δε βάζει τη γλώσσα μέσα του, βλ. φρ. δε βάζει τη γλώσσα στο στόμα του·
- δε βάζει τη γλώσσα στο στόμα του, μιλάει ακατάσχετα, χωρίς να αφήνει κάποιον άλλον να μιλήσει: «όταν αρχίζει και μιλάει, δε λέει να βάλει τη γλώσσα στο στόμα του»·
- δε βάζει στη γλώσσα του χαλινάρι, βλ. λ. χαλινάρι·  
- δε βαστώ τη γλώσσα μου, α. μιλώ άπρεπα, απερίσκεπτα: «όταν νευριάζω, δε βαστώ τη γλώσσα μου». β. μιλώ άκαιρα: «να ’σαι δίπλα μου να με προσέχεις, όταν μιλώ, γιατί ξεχνιέμαι κάθε τόσο και δε βαστώ τη γλώσσα μου». γ. δεν μπορώ να κρατήσω μυστικό: «μη μου εμπιστευτείς τίποτα, γιατί δε βαστώ τη γλώσσα μου και μπορεί να το ξεφουρνίσω»·
- δε μου κοβόταν καλύτερα η γλώσσα! έκφραση μεταμέλειας για κάτι που είπαμε: «πέταξες τη βλακεία σου κι έβαλες τους ανθρώπους να μαλώσουν. -Δε μου κοβόταν καλύτερα η γλώσσα!»·
- δε σταματά η γλώσσα του, μιλάει ακατάσχετα: «όταν αρχίζει να μιλάει, δεν προλαβαίνει να πει τίποτα κανένας άλλος, γιατί δε σταματά η γλώσσα του»·
- δέθηκε η γλώσσα μου, βλ. φρ. μου δέθηκε η γλώσσα·
- δεν έτρωγα τη γλώσσα μου! βλ. φρ. δεν κατάπινα τη γλώσσα μου(!)·
- δεν κατάπινα τη γλώσσα μου! α. έκφραση με την οποία θέλουμε να δείξουμε πόσο πολύ μετανιώσαμε, που μελετούσαμε κάτι κακό για κάποιον, γιατί τελικά το έπαθε: «εγώ του το ’λεγα πως θα σκοτωθεί, έτσι όπως τρέχει με τ’ αυτοκίνητό του, αλλά δεν κατάπινα τη γλώσσα μου! Πάει ο άνθρωπος!». β. μετάνιωσα που μίλησα, που πήρα μέρος σε κάποια συζήτηση: «δεν κατάπινα τη γλώσσα μου, που μίλησα και στενοχώρησα τον άνθρωπο!». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλύτερα·
- δεν κρατώ τη γλώσσα μου, βλ. φρ. δε βαστώ τη γλώσσα μου·
- δεν πάει η γλώσσα μου να…, δυσκολεύομαι, διστάζω να πω, να εκφράσω κάτι, ιδίως κάτι που είναι κακό συνήθως εναντίον κάποιου ή κάποιων: «δεν πάει η γλώσσα μου να κατηγορήσω τον τάδε, γιατί είναι φίλος μου || δεν πάει η γλώσσα μου να μιλήσω εναντίον του κόμματός μου, γιατί μέσα σ’ αυτό ανδρώθηκα || δεν πάει η γλώσσα μου να μιλήσω κατά των πολιτικών μου συντρόφων»·
- έβγαλε η γλώσσα μου μαλλιά ή έβγαλε μαλλιά η γλώσσα μου, βλ. συνηθέστ. μάλλιασε η γλώσσα μου·
- έβγαλε μια γλώσσα να! αντιμίλησε προκλητικά, αυθαδίασε πάρα πολύ: «εγώ του ’πα να προσέχει για το καλό του, κι αυτός έβγαλε μια γλώσσα να!». Συνήθως η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με το ένα χέρι να έρχεται και να δείχνει πιο πάνω από τον καρπό του άλλου χεριού, ή συνοδεύεται από χειρονομία με τις δυο παλάμες να απομακρύνονται αισθητά η μια από την άλλη, θέλοντας να καθορίσουν ένα μεγάλο μέγεθος·
- έβγαλε μια γλώσσα σαν παντόφλα! βλ. λ. έβγαλε μια γλώσσα να(!)·
- έβγαλε μια γλώσσα σαν παπούτσι! βλ. λ. έβγαλε μια γλώσσα να(!)·
- είναι άσχημη γλώσσα, βλ. φρ. έχει άσχημη γλώσσα·
- είναι κακιά γλώσσα, βλ. φρ. έχει κακιά γλώσσα·
- είναι καλή γλώσσα, βλ. φρ. έχει καλή γλώσσα·
- είναι κοφτερή γλώσσα, βλ. φρ. έχει κοφτερή γλώσσα·
- είναι μια γλώσσα! βλ. φρ. έχει μια γλώσσα(!)·
- έχει άσχημη γλώσσα, α. αντιμιλά προκλητικά, είναι αυθάδης: «μην του πας κόντρα, γιατί έχει άσχημη γλώσσα». β. είναι αισχρολόγος, βρομόγλωσσος: «όταν αρχίζει να βρίζει, σε κάνει να κοκκινίζεις, γιατί έχει άσχημη γλώσσα»·
- έχει γανωμένη γλώσσα, μπορεί να πιει κάποιο ρόφημα, όσο ζεστό και αν είναι αυτό: «μόλις του σερβίρουν τον καφέ, τον πίνει μονορούφι, λες κι έχει γανωμένη γλώσσα»·
- έχει γλυκιά γλώσσα, είναι γλυκομίλητος: «είναι πολύ ευγενικό παιδί κι έχει γλυκιά γλώσσα». (Λαϊκό τραγούδι: ααα αχ, αφράτη μου κοκόνα, μέσα πω πω, απ’ τη Δραπετσώνα. Με πέθανε αυτή η γλυκιά σου γλώσσα, τα σκέρτσα σου τα τόσα 
- έχει κακιά γλώσσα, α. είναι κακεντρεχής, φθονερός: «αν θέλεις να μάθεις κάτι για κάποιον, μην πάρεις τη γνώμη του τάδε, γιατί έχει κακιά γλώσσα και θα σου πει τα χειρότερα πράγματα». β. είναι αισχρολόγος, βρομόστομος: «μην του εναντιώνεσαι, γιατί έχει τόσο κακιά γλώσσα, που, αν αρχίσει, θα κοκκινίσεις ολόκληρος». γ. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ό,τι κακομελετάει, συμβαίνει, ιδίως στους άλλους: «έχει τόσο κακιά γλώσσα, που, όταν αρχίσει να σε κακομελετάει, είναι αδύνατο να μη σου τύχει κάποιο κακό»· βλ. και φρ. έχει άσχημη γλώσσα·
- έχει καλή γλώσσα, α. είναι ευγενικός και γλυκομίλητος: «μ’ αρέσει ν’ ακούω αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει καλή γλώσσα». β. είναι καλός αγορητής: «ο Ανδρέας Παπανδρέου, είχε πολύ καλή γλώσσα»· βλ. και φρ. έχει στρωτή γλώσσα·
- έχει κοφτερή γλώσσα, λέει πάντα θαρρετά τη γνώμη του, την άποψή του, όσο και αν δε συμφέρει ή όσο και αν στενοχωρεί ή πληγώνει κάποιον: «όταν έχουμε κάποιο πρόβλημα, πηγαίνουμε στον τάδε να μας λύσει τη διαφορά, γιατί έχει κοφτερή γλώσσα και λέει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη»·
- έχει μακριά γλώσσα, αντιμιλάει προκλητικά, αυθαδιάζει πολύ: «είναι όμορφη γυναίκα, δε λέω, αλλά έχει μακριά γλώσσα και χάνει απ’ την ομορφιά της»·
- έχει μεγάλη γλώσσα, βλ. φρ. έχει μακριά γλώσσα·  
- έχει μια γλώσσα! α. αντιμιλά προκλητικά, είναι πολύ αυθάδης: «μην του κάνεις καμιά παρατήρηση, γιατί έχει μια γλώσσα, Θεός να σε φυλάει!». β. είναι πολύ αισχρολόγος, βρομόγλωσσος: «προς Θεού, μην ανοίξει το στόμα του, γιατί έχει μια γλώσσα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το μα τι γλώσσα! ή με το Θεός να σε φυλάει(!)·
- έχει μια γλώσσα να! αντιμιλά προκλητικά, είναι πολύ αυθάδης. Συνήθως η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με το ένα χέρι να έρχεται και να δείχνει πάνω από τον καρπό του άλλου χεριού ή συνοδεύεται από χειρονομία με τις δυο παλάμες να απομακρύνονται αισθητά η μια από την άλλη, θέλοντας να καθορίσουν ένα μεγάλο μέγεθος·
- έχει μια γλώσσα σαν παντόφλα! βλ. φρ. έχει μια γλώσσα να(!)·
- έχει μια γλώσσα σαν παπούτσι! βλ. φρ. έχει μια γλώσσα να(!)·
- έχει στρωτή γλώσσα, α. (για λογοτεχνικά κείμενα) είναι καλογραμμένο: «είναι ενδιαφέρον βιβλίο κι έχει στρωτή γλώσσα». β. (για συγγραφείς) γράφει καλά, κατανοητά: «διαβάζω ευχάριστα τον τάδε συγγραφέα, γιατί έχει στρωτή γλώσσα»·
- έχεις γρόσα, έχεις και μεγάλη γλώσσα, βλ. λ. γρόσα·
- η γλυκιά η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα, με την ευγένεια μπορούμε να κατορθώσουμε και τα πιο δύσκολα πράγματα, με την ευγένεια ανοίγουν όλες οι πόρτες: «δεν πρέπει να ’σαι αυταρχικός κι απότομος με τους συνανθρώπους σου, αλλά απλός και γλυκομίλητος αν θέλεις να πετύχεις γιατί, αν θες να ξέρεις, η γλυκιά η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα». Συνών. ο γλυκομίλητος μπορεί να θηλάσει και λέαινα·
- η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει, τα λόγια που λέει κάποιος μπορούν να δημιουργήσουν μεγάλο πρόβλημα, να προξενήσουν πολύ μεγάλο κακό, πολύ μεγάλη πίκρα σε κάποιον: «να ’σαι προσεκτικός, όταν μιλάς στους συνανθρώπους σου, γιατί πρέπει να ξέρεις πως η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει». (Λαϊκό τραγούδι: στους κάμπους ο Αντύπας τρέχει βάζει φωτιές, καρδιές φλογίζει. Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει, η γλώσσα κόκαλα τσακίζει)· βλ. και φρ. ό,τι κόβει το μαχαίρι γιατρεύεται, ό,τι κόβει η γλώσσα δε γιατρεύεται·
- η γλώσσα λησμονάει και λέει την αλήθεια, μερικές φορές καθώς μιλάει κάποιος, στη ροή του λόγου του ξεχνιέται και λέει την αλήθεια που δεν έπρεπε να ειπωθεί: «έπιασαν τον ψευδομάρτυρα στην κουβέντα κι έτσι όπως τον ρωτούσαν συνεχώς του ξέφυγε κι είπε την αλήθεια, γιατί μερικές φορές η γλώσσα λησμονάει και λέει την αλήθεια»·  
- η γλώσσα μου έγινε γραβάτα, κουράστηκα υπερβολικά, είτε για να φέρω σε πέρας κάποια χειρονακτική εργασία είτε από έντονο τρέξιμο: «η γλώσσα μου έγινε γραβάτα, μέχρι να τελειώσω το φράχτη της αυλής || η γλώσσα μου έγινε γραβάτα τρέχοντας τόση ώρα κάτω απ’ τον ήλιο». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν κουραστεί υπερβολικά, ιδίως τρέχοντας, η γλώσσα του κρέμεται έξω από το στόμα του, πράγμα που παρομοιάζεται με γραβάτα, που πέφτει πάνω στο στήθος του άντρα·
- η γλώσσα μου έγινε παπούτσι ή η γλώσσα μου έγινε σαν παπούτσι, βλ. φρ. η γλώσσα μου έγινε τσαρούχι·
- η γλώσσα μου έγινε τσαρούχι ή η γλώσσα μου έγινε σαν τσαρούχι, έγινε σκληρή, τραχιά στην αφή της, ιδίως από υπερβολικό κάπνισμα ή υπερβολική οινοποσία: «όλο το βράδυ πίναμε και καπνίζαμε κι η γλώσσα μου έγινε σαν τσαρούχι». Από παρομοίωση με την τραχιά σόλα του παπουτσιού, ιδίως του τσαρουχιού·
- η γλώσσα μου έγινε φιόγκος, βλ. φρ. η γλώσσα μου δέθηκε φιόγκος·
- η γλώσσα μου δέθηκε φιόγκος, δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη από έκπληξη ή φόβο: «ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που μόλις μου μίλησε, η γλώσσα μου δέθηκε φιόγκος || μου είχαν πει ψέματα πως είχε πεθάνει ο τάδε και, μόλις τον είδα ξαφνικά μπροστά μου, η γλώσσα μου δέθηκε φιόγκος»·
- η γλώσσα της κόβει και ράβει, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, είναι πολύ φλύαρη, ζαλίζει τους πάντες με τη φλυαρία της: «αν αρχίσει να μιλάει, σου ’ρχεται ζαλάδα, γιατί η γλώσσα της κόβει και ράβει». Η αναφορά στη γυναίκα, γιατί υποτίθεται πως οι γυναίκες, είναι πιο φλύαρες από τους άντρες, ωστόσο,, ισχύει και γι’ αυτούς·
- η γλώσσα της μαγκιάς, βλ. λ. μαγκιά·
- η γλώσσα της πάει ροδάνι, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, όχι μόνο είναι φλύαρη αλλά μιλάει και πολύ γρήγορα: «δεν μπορείς να καταλάβεις τι λέει, γιατί η γλώσσα της πάει ροδάνι». Από τον τροχό της κλωστικής μηχανής, που περιστρέφεται με μεγάλη ταχύτητα και η αναφορά στη γυναίκα, γιατί υποτίθεται πως οι γυναίκες είναι πιο φλύαρες από τους άντρες, ωστόσο, ισχύει και γι’ αυτούς·
- η γλώσσα της πιάτσας, βλ. λ. πιάτσα·
- η γλώσσα τιμάει το πρόσωπο, ο άνθρωπος πολλές φορές εξυψώνεται στα μάτια των άλλων με τον τρόπο που μιλάει: «να μιλάς πάντα γλυκά κι ευγενικά στους άλλους, γιατί η γλώσσα τιμάει το πρόσωπο»·
- η γλώσσα του είναι δηλητήριο, βλ. φρ. η γλώσσα του στάζει φαρμάκι·
- η γλώσσα του είναι μέλι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του είναι πετμέζι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του είναι ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του είναι ροσόλι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του είναι σερμπέτι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του είναι φαρμάκι, βλ. φρ. η γλώσσα του στάζει φαρμάκι·
- η γλώσσα του θέλει κόντεμα, πρέπει κάποιος να τον χαλιναγωγήσει, γιατί μιλάει άπρεπα, προκλητικά ή επιθετικά: «ο φίλος σου είναι πολύ αθυρόστομος, γι’ αυτό η γλώσσα του θέλει κόντεμα»·
- η γλώσσα του στάζει δηλητήριο, βλ. φρ. η γλώσσα του στάζει φαρμάκι·
- η γλώσσα του στάζει μέλι, είναι πολύ γλυκομίλητος ή, όταν αναφέρεται σε κάποιον, μιλάει με τα καλύτερα λόγια: «χαίρεσαι ν’ ακούς αυτόν τον άνθρωπο να μιλάει, γιατί η γλώσσα του στάζει μέλι || κάθε φορά που αναφέρεται στη γυναίκα του, η γλώσσα του στάζει μέλι»·
- η γλώσσα του στάζει πετμέζι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του στάζει ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του στάζει ροσόλι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του στάζει σερμπέτι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του στάζει φαρμάκι, μιλάει με πολλή κακία, με πολλή κακεντρέχεια, λέει αυτό που μπορεί να στενοχωρήσει, να πικράνει ή να βλάψει κάποιον: «είναι τόσο κακός άνθρωπος, που για όλους η γλώσσα του στάζει φαρμάκι»·
- η γλώσσα του χύνει δηλητήριο, βλ. φρ. η γλώσσα του στάζει φαρμάκι·
- η γλώσσα του χύνει φαρμάκι, βλ. φρ. η γλώσσα του στάζει φαρμάκι·
- η γλώσσα του σπάει κόκαλα, είναι αμείλικτος, όσον αφορά τη γνώμη του, τα λεγόμενά του: «δε χαρίζεται σε κανέναν, γιατί είναι άνθρωπος που η γλώσσα του σπάει κόκαλα»·
- η καλή η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. φρ. η γλυκιά η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα·
- η λανθάνουσα γλώσσα λέει πάντα την αλήθεια, λέγεται σε κείνον που, όταν μιλάει από παραδρομή ή από απροσεξία, του ξεφεύγει αυτό που θέλει να αποκρύψει και που για μας είναι αυτό ακριβώς που αντιπροσωπεύει την αλήθεια·
- θα σου βάλω πιπέρι στη γλώσσα ή θα σου βάλω στη γλώσσα πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- θα σου κόψω τη γλώσσα, απειλητική παρατήρηση σε κάποιον να πάψει να μιλάει υποτιμητικά ή υβριστικά για μένα ή για πρόσωπο που με ενδιαφέρει: «αν ξαναπείς για μένα τέτοιες αηδίες, θα σου κόψω τη γλώσσα»·
- θα σου ψαλιδίσω τη γλώσσα, ηπιότερη έκφραση από την αμέσως παραπάνω·
- θέλει στρώσιμο η γλώσσα ή θέλει στρώσιμο η γλώσσα του, (για λογοτεχνικά κείμενα) βλ. φρ. θέλει χτένισμα η γλώσσα·
- θέλει χτένισμα η γλώσσα ή θέλει χτένισμα η γλώσσα του, (για λογοτεχνικά κείμενα) το κείμενο για το οποίο γίνεται λόγος, χρειάζεται περαιτέρω επεξεργασία, προκειμένου να του δοθεί, από γλωσσική άποψη, τελειότερη ή η τελειωτική μορφή του: «τελείωσα ένα διήγημα, αλλά δεν το ’στειλα ακόμη σε κανένα περιοδικό, γιατί θέλει χτένισμα η γλώσσα του»·
- κάλλιο φιδιού γλώσσα να σε φά(ει) παρά γυναικός κακής, βλ. λ. φίδι·
- κατάπια τη γλώσσα μου, α. δεν μπόρεσα, δεν τόλμησα να εκφράσω τη γνώμη μου ή την αντίθεσή μου: «μόλις μου ’βαλε ο διευθυντής μου τις φωνές, κατάπια τη γλώσσα μου και δεν είπα τίποτα». β. αποστομώθηκα: «όταν ο άλλος απέδειξε με ντοκουμέντα πως έλεγα ψέματα, κατάπια τη γλώσσα μου». γ. δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη, ιδίως από έκπληξη ή φόβο: «είχε μια γκομενάρα δίπλα του, που, όταν μου τη σύστησε, κατάπια τη γλώσσα μου || μόλις αγρίεψε ο άλλος και τράβηξε μαχαίρι, κατάπια τη γλώσσα μου»·
- κόλλησε η γλώσσα μου, στέγνωσε το στόμα μου από υπερβολική δίψα ή συνεχή ομιλία και έχω φτάσει σε σημείο να μην μπορώ να μιλήσω άλλο ή μιλώ με μεγάλη δυσκολία: «κόλλησε η γλώσσα μου απ’ τη δίψα || μιλούσα μια ώρα συνεχώς και στο τέλος κόλλησε η γλώσσα μου και δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη»·
- κρατώ τη γλώσσα μου, βλ. φρ. βαστώ τη γλώσσα μου·
- κρέμασε η γλώσσα μου, κουράστηκα πολύ, λαχάνιασα πολύ, ιδίως από εξαντλητικό τρέξιμο: «οι άλλοι ήταν πολύ μπροστά και κρέμασε η γλώσσα μου μέχρι να τους φτάσω». Από την εικόνα του σκύλου που, ύστερα από εξαντλητικό τρέξιμο, αφήνει τη γλώσσα του να κρέμεται έξω από το στόμα του·
- λέει η γλώσσα της πολλά ή λέει πολλά η γλώσσα της, μιλάει πολύ και, κατ’ επέκταση, είναι κουτσομπόλα: «δεν αφήνει άνθρωπο να σταυρώσει λέξη, γιατί λέει η γλώσσα της πολλά || μην αντιληφθεί η τάδε καμιά αταξία σου, γιατί λέει πολλά η γλώσσα της και θα το μάθουν κι οι πέτρες». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα η γλώσσα σου λέει πολλά,σαν τη γαλιάντρα που κελαηδά. Θα σου φύγω βρε γαλιάντρα και θα μείνεις δίχως άντρα
- λύθηκε η γλώσσα μου ή μου λύθηκε η γλώσσα, α. ύστερα από ένα διάστημα δισταγμού, άρχισα να μιλώ με ευκολία: «μόλις πέρασε λίγη ώρα και μπήκα στο πνεύμα της κουβέντας, λύθηκε η γλώσσα μου». β. ύστερα από ένα διάστημα φόβου, άρχισα να μιλώ με θάρρος: «μόλις είδα τους φίλους μου να ’ρχονται, μου λύθηκε η γλώσσα και του τα ’πα χύμα και τσουβαλάτα». γ. ύστερα από ένα διάστημα σιωπής, άρχισα να μιλώ ασταμάτητα: «μόλις λύθηκε η γλώσσα μου, δεν προλάβαινε κανείς να πάρει σειρά για να μιλήσει»·
- μάζεψε τη γλώσσα σου, απειλητική προτροπή σε κάποιον να πάψει να μιλάει υποτιμητικά ή υβριστικά σε μας ή και σε πρόσωπο που μας ενδιαφέρει: «αρκετά έκανα υπομονή ν’ ακούω τις βλακείες σου, γι’ αυτό μάζεψε τη γλώσσα σου να μην πλακωθούμε στις μπουνιές». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για τονισμένο·
- μάλλιασε η γλώσσα μου, μιλούσα ασταμάτητα, ιδίως συμβουλεύοντας κάποιον, αλλά συνήθως χωρίς αποτέλεσμα: «μάλλιασε η γλώσσα μου να τον συμβουλεύω, αλλά αυτός το δικό του»·
- με τρώει η γλώσσα μου, είμαι έτοιμος να πω κάτι που δεν πρέπει να ειπωθεί, είμαι έτοιμος να αποκαλύψω κάποιο μυστικό: «από ώρα με τρώει η γλώσσα μου να πω αυτό που κανένας δεν τολμάει να πει || ώρα τώρα με τρώει η γλώσσα μου ν’ αποκαλύψω τι απατεώνας είναι»·
- μιλάμε άλλη γλώσσα, δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, να συμφωνήσουμε: «φέρ’ τε μου κάποιον άλλον να διαπραγματευτώ μαζί του, γιατί μ’ αυτόν μιλάμε άλλη γλώσσα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και άλλες φορές ακολουθεί το μου φαίνεται·
- μιλάμε την ίδια γλώσσα, συμφωνούμε, συνεννοούμαστε: «με τον τάδε δεν έχω ποτέ πρόβλημα, γιατί μιλάμε την ίδια γλώσσα»·
- μιλώ με απλή γλώσσα ή μιλώ σε απλή γλώσσα, μιλώ απλά, κατανοητά: «θέλω να καταλαβαίνεις αμέσως τι σου λέω, γιατί μιλώ με απλή γλώσσα»·
- μιλώ με τη γλώσσα της λογικής, μιλώ λογικά: «όταν μιλά κανείς με τη γλώσσα της λογικής, δεν έχει να φοβάται τίποτα»·
- μιλώ τη γλώσσα της αλήθειας, μιλώ με ειλικρίνεια: «δε θέλω να πάρω το μέρος κανενός, γι’ αυτό θα μιλήσω τη γλώσσα της αλήθειας»·
- μου βγήκε η γλώσσα, κουράστηκα, λαχάνιασα, ιδίως από τρέξιμο: «μου βγήκε η γλώσσα, μέχρι να σε φτάσω»·
- μου βγήκε η γλώσσα απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. φρ. μου βγήκε η γλώσσα μια πιθαμή·
- μου βγήκε η γλώσσα ανάποδα, βλ. φρ. μου βγήκε η γλώσσα μια πιθαμή· βλ. και φρ. κρέμασε η γλώσσα μου·
- μου βγήκε η γλώσσα μια πήχη, βλ. φρ. μου βγήκε η γλώσσα μια πιθαμή·
- μου βγήκε η γλώσσα μια πιθαμή, κουράστηκα πολύ, λαχάνιασα πολύ, ιδίως από εξαντλητικό τρέξιμο: «μου βγήκε η γλώσσα μια πιθαμή, μέχρι να προφτάσω το λεωφορείο στη στάση». Από την εικόνα του σκύλου, που όταν τρέχει πολύ, βγαίνει από την κούραση η γλώσσα του έξω από το στόμα του·
- μου δέθηκε η γλώσσα, δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη από έκπληξη ή από φόβο: «μόλις μου σύστησε τη γυναικάρα που συνόδευε, μου δέθηκε η γλώσσα και δεν μπορούσα να πω τίποτα || την ώρα που πήγα να μιλήσω, με κοίταξε ο άλλος τόσο άγρια, που μου δέθηκε η γλώσσα»·
- μου δένουν τη γλώσσα, με υποχρεώνουν, με εξαναγκάζουν να μη μιλήσω: «μ’ εκβίαζαν πως θα ’βγαζαν τ’ άπλυτά μου στη φόρα, κι έτσι μου ’δεσαν τη γλώσσα και δεν μπορούσα να πω πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα»·
- μπερδεύεται η γλώσσα μου, δυσκολεύομαι να αρθρώσω τις λέξεις: «δεν μπορώ να πω γρήγορα κανέναν γλωσσοδέτη, γιατί μπερδεύεται η γλώσσα μου»· βλ. και φρ. μπερδεύω τη γλώσσα μου·
- μπερδεύω τη γλώσσα μου, συγχέω τα λόγια μου από ταραχή ή από πρόθεση να αποκρύψω κάτι: «όταν άρχισε να μπερδεύει τη γλώσσα του, κατάλαβα πως κάποιον λάκκο έχει η φάβα». Χάριν αστεϊσμού, η φρ. αυτή εκφέρεται και γλωσσεύω την μπέρδα μου·
- να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας, (συμβουλευτικά) να σκέφτεσαι πολύ, πριν μιλήσεις: «πρέπει να λες μετρημένες κουβέντες εκεί που θα πας και να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας σου»· βλ. και φρ. πριν μιλήσεις, να βουτάς τη γλώσσα σου στο μυαλό·
- να μου κοπεί η γλώσσα, κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δε θα αποκαλύψει αυτό που θέλει να του εμπιστευτεί ή αυτό που του εμπιστεύτηκε κάποιος: «θέλω να σου πω κάτι, αλλά δε θέλω να το πεις σε κανέναν -Να μου κοπεί η γλώσσα || δε θέλω να πεις σε κανέναν αυτό που σου εμπιστεύτηκα. -Να μου κοπεί η γλώσσα»·
- να μου κόψεις τη γλώσσα, έκφραση με την οποία θέλουμε να δώσουμε τη βεβαιότητα σε κάποιον πως τα πράγματα θα γίνουν ακριβώς έτσι όπως του τα λέμε: «αν δεν έρθει σε λίγο να σου ζητήσει συγγνώμη, να μου κόψεις τη γλώσσα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμένα.. (Λαϊκό τραγούδι: ήθελα να σ’ αντάμωνα, να σου ’λεγα καμπόσα κι αν δε σου γύριζα το νου, αχ ψεύτη ντουνιά, να μου ’κοβες τη γλώσσα
- να φας τη γλώσσα σου! βλ. φρ. που να φας τη γλώσσα σου(!)·
- νεκρές γλώσσες, αυτές που δε μιλιούνται από κανέναν: «οι γλώσσες των αρχαίων λαών της Μεσοποταμίας είναι νεκρές γλώσσες»·
- ξεράθηκε η γλώσσα μου, βλ. φρ. ξεράθηκε το στόμα μου, λ. στόμα·
- ξύλινη γλώσσα, ομιλία, συνήθως κομματικού περιεχομένου, με μονότονα επαναλαμβανόμενες και χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο κομματικές θέσεις, η ανούσια πολιτική συνθηματολογία: «ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μίλησε πάλι σε ξύλινη γλώσσα»·
- οι κακές γλώσσες, (γενικά) οι κουτσομπόλες, οι κουτσομπόληδες, το κουτσομπολιό, που γίνεται με κακεντρέχεια: «οι κακές γλώσσες λένε πως άρχισες πάλι να χαρτοπαίζεις»·
- όποιος βαστάει τη γλώσσα του, σώζει την κεφαλή του, αυτός που μπορεί και ελέγχει τα νεύρα του, γιατί πάνω στα νεύρα του λέει κανείς σκληρές κουβέντες, γλιτώνει από οδυνηρές περιπέτειες: «όταν τον νευριάσουν, κάνει υπομονή και δε λέει κουβέντα, γιατί όποιος βαστάει τη γλώσσα του, σώζει την κεφαλή του»·
- ό,τι κόβει το μαχαίρι γιατρεύεται, ότι κόβει η γλώσσα δε γιατρεύεται, πολλές φορές τα λόγια που λέμε για κάποιον μπορούν να προκαλέσουν ανυπολόγιστη ψυχική ή ψυχολογική ζημιά: «να προσέχεις πώς μιλάς για τους άλλους, γιατί ό,τι κόβει το μαχαίρι γιατρεύεται, ό,τι κόβει η γλώσσα δε γιατρεύεται»· βλ. και φρ. η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει·
- πέφτω στη γλώσσα (κάποιου), με κατηγορεί, με κακολογεί, με διαβάλλει κάποιος: «αν πέσεις στη γλώσσα του, θα σε κάνει άνω κάτω»·
- πήρε η γλώσσα του δρόμο, άρχισε να μιλάει ασταμάτητα και χωρίς δισταγμό: «όταν πήρε η γλώσσα του δρόμο, μίλησε για όλους και για όλα, χωρίς φόβο και πάθος»·
- που να φας τη γλώσσα σου! α. λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που, τη στιγμή που κάποιος μελετάει κάτι κακό σε βάρος μας, αυτό μας συμβαίνει: «πρόσεχε μη χτυπήσεις το δάχτυλό σου, έτσι όπως καρφώνεις το καρφί στον τοίχο. -Ωχ, που να φας τη γλώσσα σου!». β. αποτρεπτική έκφραση να μη μας συμβεί αυτό που κακομελετάει κάποιος, που απευχόμαστε το κακό που ξεστόμισε να συμβεί σε βάρος μας: «πρόσεχε μην πέσεις, έτσι όπως ανεβαίνεις στη σκάλα. -Που να φας τη γλώσσα σου!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μπα·
- πριν μιλήσεις, να βουτάς τη γλώσσα σου στο μυαλό, (συμβουλευτικά) να μη μιλάς, να μην εκφέρεις κάποια γνώμη, αν πρώτα δε σκεφτείς καλά τι πρέπει να πεις: «όταν πρέπει να δώσεις σε κάποιον το λόγο σου, πριν μιλήσεις, να βουτάς τη γλώσσα σου στο μυαλό, γιατί μπορεί μετέπειτα να βγεις εκτεθειμένος»· βλ. και φρ. να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας·
- πρόσεχε τη γλώσσα σου! α. συμβουλευτική έκφραση σε άτομο να είναι κόσμιο στις εκφράσεις του: «εκεί που θα πάμε θα είναι μόνο οικογενειάρχες, γι’ αυτό πρόσεχε τη γλώσσα σου!». β. απειλητική έκφραση σε άτομο να πάψει να μιλάει προσβλητικά, προκλητικά ή επιθετικά σε μας, ή για άτομο που μας ενδιαφέρει, γιατί θα επέμβουμε δυναμικά εναντίον του: «δε θ’ ανεχτώ άλλες κατηγορίες ούτε για μένα ούτε για το φίλο μου, γι’ αυτό πρόσεχε τη γλώσσα σου!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. Συνών. πρόσεχε τα λόγια σου! / πρόσεχε το στόμα σου(!)·
- πρόσεχε τη γλώσσα του, συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να προσέχει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί συνηθίζει να κακολογεί, να διαβάλλει τους άλλους: «αν αποφασίσεις να συνεργαστείς μαζί του, ένα σου λέω, πρόσεχε τη γλώσσα του». Συνών. πρόσεχε το στόμα του·  
- σου ’φαγε η γάτα τη γλώσσα; ή σου ’φαγε τη γλώσσα η γάτα; βλ. λ. γάτα·
- στην άκρη της γλώσσας μου το ’χω, λέγεται στην περίπτωση που πλησιάζουμε να θυμηθούμε κάτι, που στριφογυρίζει στο μυαλό μας αόριστα, αλλά που δεν μπορούμε να θυμηθούμε επακριβώς τι. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ ή το αχ μωρέ, ενώ συνήθως παρατηρείται χειρονομία κατά την οποία το χέρι κινείται ανεπαίσθητα προς το στόμα, προς την άκρη της γλώσσας·
- στρώνω τη γλώσσα ή στρώνω τη γλώσσα του, (για λογοτεχνικά κείμενα) βλ. φρ. χτενίζω τη γλώσσα·
- το λέει και κολλάει η γλώσσα του, μιλάει με λαχτάρα, θαυμαστικά για κάποιον ή για κάτι: «αγαπάει πάρα πολύ το γαμπρό του και κάθε φορά που αναφέρεται στ’ όνομά του, το λέει και κολλάει η γλώσσα του || του αρέσει μόνο το τάδε αυτοκίνητο, αφού, το λέει και κολλάει η γλώσσα του»·
- τον παίρνω στη γλώσσα μου, βλ. φρ. τον πιάνω στη γλώσσα μου·
- τον πιάνω στη γλώσσα μου, τον κατηγορώ, τον κακολογώ, τον διαβάλλω: «αυτός μπορεί να λέει ό,τι θέλει, αλλά, αν τον πιάσω στη γλώσσα μου, δε θα ξέρει πού να κρυφτεί». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το εγώ·
- του βγάζω γλώσσα, του αντιμιλώ: «αφού είδες πως ήταν γέρος άνθρωπος, δεν έπρεπε να του βγάλεις γλώσσα»·
- του βγάζω τη γλώσσα, τον κουράζω, τον ταλαιπωρώ: «όποιον παίρνω στη δουλειά μου, του βγάζω τη γλώσσα || του ’βγαλα τη γλώσσα, μέχρι να του επιστρέψω τα δανεικά»· β και φρ. του βγάζω τη γλώσσα μου·
- του βγάζω τη γλώσσα ανάποδα, τον εξουθενώνω, τον πεθαίνω στην κούραση: «τον πήρα μαζί μου σε μια μετακόμιση και του ’βγαλα τη γλώσσα ανάποδα»·
- του βγάζω τη γλώσσα απ’ έξω ή του βγάζω τη γλώσσα απ’ όξω ή του βγάζω τη γλώσσα έξω ή του βγάζω τη γλώσσα όξω, τον κατακουράζω, τον καταταλαιπωρώ: «θέλησε να ’ρθει να με βοηθήσει στη δουλειά μου και του ’βγαλα τη γλώσσα απ’ όξω του φουκαρά! || του ’βγαλα τη γλώσσα απ’ έξω, μέχρι να του επιστρέψω τα δανεικά»·
- του βγάζω τη γλώσσα μου, τον κοροϊδεύω, τον περιπαίζω, τον περιγελώ: «κάθισε απέναντί του και του ’βγαζε συνέχεια τη γλώσσα του». (Λαϊκό τραγούδι: τρέχω να το πιάσω κάτω απ’ τα γιαπιά, τη γλωσσίτσα βγάζει, να με σκάσει θέλει πια
- τρέχει η γλώσσα, (για λογοτεχνικά κείμενα) είναι πολύ καλογραμμένο και διαβάζεται με άνεση, με ευχαρίστηση: «ευχαριστιέσαι να διαβάζεις βιβλίο, όταν τρέχει η γλώσσα» ·
- τρέχει η γλώσσα του, α. είναι πολύ φλύαρος: «έτσι όπως τρέχει η γλώσσα του, δεν αφήνει σε κανέναν να πάρει το λόγο». β. είναι προπέτης: «πάντα έχω τη διάθεση να του προσφέρω, αλλά μου τη δίνει, γιατί τρέχει η γλώσσα του». γ. (για συγγραφείς) είναι καλός συγγραφέας, διαβάζεται ευχάριστα: «έχω διαβάσει όλα τα βιβλία του τάδε συγγραφέα, γιατί τρέχει η γλώσσα του». Συνών. έχει καλή πένα·
- τροχίζω τη γλώσσα μου, βλ. φρ. ακονίζω τη γλώσσα μου·
- φάε τη γλώσσα σου! βλ. φρ. δάγκασε τη γλώσσα σου!
- φοβάμαι τη γλώσσα του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, φοβάμαι μήπως αρχίσει να αναφέρεται στο όνομά μου, γιατί μπορεί να με κακολογήσει ή να αποκαλύψει κάτι που ξέρει για μένα, πράγμα που δε μου είναι επιθυμητό: «δε θέλω ν’ αρχίσει ν’ αναφέρεται στο πρόσωπό μου, γιατί κάποτε του εμπιστεύθηκα κάτι και φοβάμαι τη γλώσσα του»·
- χτενίζω τη γλώσσα ή χτενίζω τη γλώσσα του, (για λογοτεχνικά κείμενα) το επεξεργάζομαι από την αρχή, για να διορθώσω τυχόν συντακτικά λάθη ή να του δώσω τελειότερη ή τελειωτική μορφή: «έχω τελειώσει ένα μυθιστόρημα, αλλά δε θα το παραδώσω ακόμη στον εκδότη μου, γιατί θέλω να χτενίσω τη γλώσσα».

γράμμα

γράμμα, το, ουσ. [<αρχ. γράμμα <γράφω], το γράμμα. 1. η επιστολή: «είναι μέσα στη στενοχώρια του, γιατί δεν πήρε ακόμη γράμμα απ’ το γιο του, που μπάρκαρε στα καράβια». (Τραγούδι: περιμένω γράμμα σου να ’ρθει με λαχτάρα καρτερώ). 2. στον πλ. τα γράμματα, η μόρφωση, η μάθηση, η σπουδή, η παιδεία, η σοφία που υπάρχει αποθησαυρισμένη στα βιβλία: «μόνο με τα γράμματα θα μπορέσεις να γίνεις άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: με μάλωνε ο δάσκαλος τα γράμματα να μάθω κι εγώ απ’ τη μαστούρα μου δεν έβλεπα να γράφω). 3. η μια από τις δυο όψεις μεταλλικού νομίσματος όπου αναγράφεται η επίσημη ονομασία της χώρας και η αξία του, σε αντιδιαστολή με το κορόνα (βλ. λ.). 4. οι τίτλοι και οι υπότιτλοι κινηματογραφικής ταινίας: «μόλις τέλειωσαν τα γράμματα, άρχισε το έργο || τα γράμματα, δε συμβάδιζαν με το διάλογο των ηθοποιών». Υποκορ. γραμματάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 44 φρ.)· 
- αγαπώ τα γράμματα, έχω έφεση για μόρφωση: «από μικρό παιδί αγαπούσε τα γράμματα»·
- άνθρωπος των γραμμάτων, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανώνυμο γράμμα, επιστολή στην οποία δεν αναγράφεται ο επιστολογράφος, στην οποία μας είναι άγνωστος ο επιστολογράφος: «δε δίνει ποτέ βάση σε ανώνυμα γράμματα». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’πανε το παρελθόν σου ότι είναι σκοτεινό. ως και γράμματα μου στείλανε ανώνυμα, από δω και πέρα όμως κάτσε φρόνιμα
- από μικρός φαινότανε πως πήγαινε το γράμμα, από την παιδική του ηλικία φαινότανε πως είχε την τάση να γίνει ομοφυλόφιλος. (Λαϊκό τραγούδι: τι να σου πω, ρε Μπάτη μου, είσαι μεγάλο δράμα, από μικρός φαινόσουνα πως πήγαινες το γράμμα). Συνών. από μικρός φαινότανε πως αγαπά τα σύκα / από μικρός φαινότανε πως κάνει την κυρία·
- αρπάζω τα γράμματα, έχω μεγάλη ευκολία στη μάθηση: «έτσι όπως αρπάζει τα γράμματα αυτό το παιδί, μια μέρα θα πάει πολύ ψηλά»·
- γράφω με χρυσά γράμματα, βλ. φρ. χαράζω με χρυσά γράμματα·
- δε βγάζω τα γράμματα, δεν μπορώ να διαβάσω ένα χειρόγραφο κείμενο, γιατί είναι πολύ κακογραμμένο: «όσο κι αν προσπάθησα να καταλάβω τι γράφει αυτό κείμενο, δε βγάζω τα γράμματα»·
- δε βγάζω τα γράμματά του ή δεν τα βγάζω τα γράμματά του, έχει τόσο κακό γραφικό χαρακτήρα, που δεν μπορώ να διαβάσω ένα χειρόγραφο κείμενό του: «μου ’στειλε ένα σημείωμα, αλλά δε βγάζω τα γράμματά του»·
- δε σου γράφω γράμμα! α. βρίσκομαι σε πολύ άσχημη ψυχολογική ή οικονομική κατάσταση: «μη με ρωτάς πως τα περνώ, γιατί δε σου γράφω γράμμα!». β. επίσης δίνεται ως απάντηση αποκαρδιωμένου ατόμου από τη ζωή του ή την πορεία των εργασιών του, στην ερώτηση κάποιου πως πας; ή πως τα πας; ή πως πάνε τα πράγματα; Από την εικόνα του ατόμου που δε γράφει σε κάποιον ένα γράμμα, για να μην αναφερθεί στις δυσκολίες που περνάει·
- δεν είπε όλα τα γράμματα (ενν. ο παπάς, ο ψάλτης), παρέλειψε ορισμένα χωρίακατά τη Θεία Λειτουργία: «ο παπάς δεν ένιωθε καλά, γι’ αυτό στη Λειτουργία της Κυριακής δεν είπε όλα τα γράμματα»·
- δεν ξέρει γράμματα, είναι αγράμματος: «του γράφω ένα γράμμα για το γιο του, που είναι φαντάρος, γιατί αυτός δεν ξέρει γράμματα»·
- δεν τα παίρνει τα γράμματα, δεν έχει ευκολία στη μάθηση: «αφού ο γιος σου δεν τα παίρνει τα γράμματα, γιατί δεν τον στέλνεις να μάθει μια τέχνη;»·
- διαβάζει βουλωμένο γράμμα ή βουλωμένο γράμμα διαβάζει, είναι πανέξυπνος, τετραπέρατος: «προσποιείται το χαζό, ενώ στην πραγματικότητα διαβάζει βουλωμένο γράμμα». Από τη συνήθεια που είχαν τις παλιότερες εποχές να κλείνουν και να σφραγίζουν με βουλοκέρι το φάκελο που περιείχε κάποια επιστολή. Πολλές φορές, λέγεται με ειρωνική διάθεση, όταν, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, λέει κάτι το αυτονόητο: «ο τάδε είπε πως, όποιος τρέχει πολύ με τ’ αυτοκίνητό του, μπορεί να σκοτωθεί. -Βουλωμένο γράμμα διαβάζει». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε·
- διαβάζει κλειστό γράμμα ή κλειστό γράμμα διαβάζει, βλ. συνηθέστ. διαβάζει βουλωμένο γράμμα·
- διαβάζει σαν το γράμμα, λέγεται για ανάγνωση που γίνεται με μεγάλη αυτοσυγκέντρωση: «θέλει να ’ναι καλά ενημερωμένος, γι’ αυτό διαβάζει την εφημερίδα του σαν το γράμμα». Από την εικόνα του ατόμου που διαβάζει με μεγάλη προσοχή την επιστολή που έχει λάβει, ιδίως από κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο·
- είναι κορόνα γράμματα, βλ. λ. κορόνα·
- θα δεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα μάθεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα, βλ. λ. αλφαβήτα·
- θα σου δείξω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα σου μάθω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα, βλ. λ. αλφαβήτα·
- ιατρικά γράμματα, τα πολύ δυσανάγνωστα γράμματα: «γράφει με κάτι ιατρικά γράμματα κι άντε ύστερα εσύ να καταλάβεις τι λέει!». Από το ότι, όταν ο γιατρός γράφει κάποια συνταγή, τις πιο πολλές φορές μόνο ο ίδιος και ο φαρμακοποιός μπορούν να καταλάβουν το φάρμακο που συνιστά στον ασθενή του·
- καθαρά γράμματα, τα ευανάγνωστα: «δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου έγραφε, γιατί δεν ήταν καθαρά τα γράμματα»·
- καμπούρη γράμματα! βλ. φρ. χασάπη γράμματα(!)·
- κατά γράμμα, επακριβώς, κυριολεκτικά: «θα εκτελέσετε τις εντολές μου κατά γράμμα»·
- κενό γράμμα, βλ. φρ. νεκρό γράμμα·
- κορόνα γράμματα, παιδικό τυχερό παιχνίδι, που παίζεται με μεταλλικό νόμισμα. Είναι φορές που παίζεται και από τους μεγάλους· βλ. και λ. κορόνα·
- μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις, βλ. λ. δάσκαλος·
- μαζεύει γράμματα, είναι ετοιμοθάνατος: «όλοι στην οικογένεια είμαστε καλά, εκτός απ’ τον παππού μας, που μαζεύει γράμματα»·
- μαθαίνω γράμματα, σπουδάζω, μορφώνομαι: «χτυπάει το κεφάλι του, που δεν έμαθε γράμματα κι έμεινε ξύλο απελέκητο». (Παιδικό ποίημα: φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ, να πηγαίνω στο σχολειό, να μαθαίνω γράμματα, γράμματα σπουδάματα του Θεού τα πράματα
- μαύρα γράμματα, ο σπουδαιότερος τίτλος των εφημερίδων, που παρουσιάζεται με κεφαλαία μαύρα γράμματα: «κάθε πρωί που περιμένω το λεωφορείο στη στάση, διαβάζω τα μαύρα γράμματα των εφημερίδων, που κρέμονται δίπλα στο περίπτερο»·
- μεγάλα γράμματα, αυτά που γράφονται κεφαλαία: «εδώ θα γράψεις τ’ ονοματεπώνυμό σου με μεγάλα γράμματα»· βλ. και φρ. μαύρα γράμματα·
- μικρά γράμματα, αυτά που γράφονται μικρά, που δε γράφονται κεφαλαία, τα πεζά: «το πρώτο γράμμα του ονόματός σου θα το γράψεις κεφαλαίο κι όλα τα υπόλοιπα θα τα γράψεις με μικρά γράμματα»·
- νεκρό γράμμα, (ιδίως για νομοθετική ρύθμιση, επαγγελία κ.ά.) που δεν εφαρμόζεται στην πράξη, που δεν έχει κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα: «οι κυβερνητικές εξαγγελίες για ρύθμιση του συνταξιοδοτικού έμειναν νεκρό γράμμα»·
- ξέρει γράμματα, είναι μορφωμένος: «όλοι στο χωριό, όταν έχουν κάποια απορία, συμβουλεύονται το δάσκαλο, που ξέρει γράμματα». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ δεν έχω πάει στο σχολείο και ούτε ξέρω γράμματα πολλά, ξέρω όμως ένα κι ένα κάνουν δύο κι ότι τα φωνήεντα είναι εφτά)·  
- όπως λέν’ τα γράμματα, όπως είναι γραμμένο, διατυπωμένο στα βιβλία: «ο Μεγαλέξαντρος υπήρξε μεγάλος στρατηλάτης, γιατί, όπως λέν’ τα γράμματα, έφτασε μέχρι την άκρη του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: ο κουρσάτος φίλος σου θα σ’ αφήσει γρήγορα και θα μείνεις κι απ’ τους δυο τότε αμανάτι, θα ’σαι πια για κλάματα κι όπως λέν’ τα γράμματα, πριν σου βγει το όνομα, πιο καλά το μάτι
- παίζεται η ζωή μου κορόνα γράμματα ή παίζω τη ζωή μου κορόνα γράμματα, βλ. λ. κορόνα·
- παίρνω κατά γράμμα, υπολογίζω σοβαρά τα λεγόμενα κάποιου: «είναι πολύ θετικός άνθρωπος, γι’ αυτό παίρνω κατά γράμμα ό,τι μου λέει»·
- παίρνω τα λόγια του κατά γράμμα, βλ. λ. λόγος·
- τα παίζω κορόνα γράμματα ή το παίζω κορόνα γράμματα, βλ. λ. κορόνα·
- τα παίρνει τα γράμματα, έχει ευκολία στη μάθηση: «αφού τα παίρνει τα γράμματα το παιδί, είμαι διατεθειμένος να τον στείλω στο εξωτερικό να συνεχίσει τις σπουδές του»·
- τα ρίχνω κορόνα γράμματα ή το ρίχνω κορόνα γράμματα, βλ. λ. κορόνα·
- το πάει το γράμμα, δέχεται να υποστεί κατά καιρούς τη σεξουαλική πράξη, χωρίς να είναι πούστης: «το ξέρω ότι είναι παντρεμένος, αλλά επίσης ξέρω πως κάπου κάπου το πάει το γράμμα». Συνών τον πίνει τον καφέ·
- τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα, βλ. λ. γεράματα·
- χαράζω με χρυσά γράμματα, εντυπώνω καλά στη μνήμη μου σπουδαίο ιστορικό γεγονός ή πρόσωπο, που δεν πρέπει να ξεχαστεί: «η ιστορία χάραξε με χρυσά γράμματα το έπος του 1940»·
- χασάπη γράμματα! καζούρα, διαμαρτυρία των θεατών στις αίθουσες των λαϊκών κινηματογράφων, που απευθυνόταν στο μηχανικό του κινηματογράφου, όταν σε ξενόγλωσση ταινία σταματούσαν ή αργούσαν να πέσουν οι υπότιτλοι, ή όταν λόγω λογοκρισίας (παλιότερα) ήταν κομμένη η επίμαχη ερωτική σκηνή·
- ψιλά γράμματα, α. είναι πολύ δύσκολο να μάθει, να κατανοήσει ή να αποκτήσει κανείς κάτι: «μπορείς να μου πεις, σε παρακαλώ, γιατί τα τελευταία χρόνια οι πολιτικοί κοροϊδεύουν το λαό;  -Μην ασχολείσαι μ’ αυτά τα πράγματα, γιατί είναι ψιλά γράμματα για σένα». (Λαϊκό τραγούδι: ένας Αρμένης φιλαράκος που ’ξερε πράματα πολλά, μου είπε πως η ευτυχία μοιάζει με γράμματα ψιλά). Από το ότι τα ψιλά γράμματα είναι πολύ δύσκολο να τα διαβάσει κάποιος ώστε να καταλάβει το νόημά τους. β. λέγεται για κάτι ασήμαντο, μηδαμινό: «γι’ αυτόν τον εφοπλιστή μερικά εκατομμυριάκια είναι ψιλά γράμματα». Από το ότι οι ασήμαντες ειδήσεις στις εφημερίδες, αναφέρονται σε μονόστηλο και σε μια από τις τελευταίες σελίδες. γ. όροι συμφωνητικού που χρησιμοποιούνται σε βάρος του καταναλωτή, του αγοραστή, ιδίως στη σύναψη δανείου με τράπεζα: «πριν υπογράψεις οποιαδήποτε συμφωνία, να διαβάζεις καλά τα ψιλά γράμματα του συμφωνητικού». Από το ότι οι όροι αυτοί είναι τυπωμένοι με πολύ μικρά γράμματα, πράγμα που αναγκάζει τον αγοραστή να μην τα διαβάζει.    

γρυ

γρυ, το, άκλ. ουσ. [<μτγν. γρῦ], αποδίδει τη φωνή του γουρουνιού· ως επίρρ. δηλώνει απόλυτη άγνοια ή απουσία φωνής·
- δε σκαμπάζει γρυ, (για μαθητές) είναι εντελώς αδιάβαστος, αμελέτητος, είναι εντελώς αμελής: «όποτε και να τον σηκώσω στο μάθημα, δε σκαμπάζει γρυ»· βλ. και φρ. δεν ξέρει γρυ·
- δεν έβγαλα γρυ, δεν κατάλαβα τίποτα από όσα μου είπε κάποιος ή από όσα έλεγε κάποιος, ή δεν κατάλαβα τίποτα από ένα κείμενο που διάβασα: «μιλούσε μια ώρα, αλλά εγώ δεν έβγαλα γρυ απ’ όσα έλεγε || διάβασα το τελευταίο βιβλίο του τάδε συγγραφέα και δεν έβγαλα γρυ»· βλ. και φρ. δεν είπα γρυ·
- δεν έβγαλε γρυ ή δεν είπε γρυ ή δεν έκανε γρυ ή δεν πρόλαβε να βγάλει γρυ ή δεν πρόλαβε να κάνει γρυ ή δεν πρόλαβε να πει γρυ, σκοτώθηκε ακαριαία, ιδίως σε τροχαίο δυστύχημα: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του πάνω σ’ ένα δέντρο και δεν πρόλαβε να κάνει γρυ»·
-δεν είπα γρυ, δεν είπα τίποτα, δεν είπα ούτε λέξη: «τον άφησα να μιλάει μια ώρα και δεν είπα γρυ»·
- δεν καταλαβαίνει γρυ, α. δεν αλλάζει τη γνώμη του, είναι ανένδοτος, αμετάπειστος: «αφού του μπήκε αυτή η ιδέα, μην προσπαθήσεις να του αλλάξεις τη γνώμη του, γιατί δεν καταλαβαίνει γρυ». β. είναι αναίσθητος, σκληρός: «δε βοηθάει κανέναν άνθρωπο, γιατί δεν καταλαβαίνει γρυ από τον ανθρώπινο πόνο». γ. δε δείχνει την παραμικρή διάθεση κατανόησης ή συνεννόησης: «του ζήτησα δέκα φορές να καθίσουμε να κουβεντιάσουμε τη διαφορά μας, αλλά δεν καταλαβαίνει γρυ». δ. δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό από όσα συμβαίνουν γύρω του, ιδίως κακά: «εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτός δεν καταλαβαίνει γρυ». Συνών. δεν καταλαβαίνει μία / δεν καταλαβαίνει τ’ άντερά του / δεν καταλαβαίνει τη μάνα του / δεν καταλαβαίνει Χριστό ·
- δεν ξέρει γρυ, δεν ξέρει τίποτα για κάτι, είναι εντελώς ανενημέρωτος: «τον ρώτησα να μου πει τι έγινε στο συνέδριο, αλλά δεν ήξερε γρυ»· βλ. και φρ. δε σκαμπάζει γρυ·
- δεν πιστεύω γρυ, θεωρώ αυτά που λέει κάποιος πέρα για πέρα ψέματα: «είναι μεγάλος ψεύτης και δεν πιστεύω γρυ απ’ αυτά που μου λέει»·
- ούτε γρυ, (ενν. δεν έβγαλε, δεν είπε, δεν έκανε, δεν πρόλαβε να βγάλει, δεν πρόλαβε να κάνει, δεν πρόλαβε να πει, δεν ξέρει, δε σκαμπάζει), εντελώς τίποτα: «κατάλαβες τι είπε ο τάδε; -Ούτε γρυ || σου είπε τίποτα ο τάδε, όταν συναντηθήκατε; -Ούτε γρυ || πρόλαβε να πει τίποτα, πριν πεθάνει; -Ούτε γρυ».

δήμαρχος

δήμαρχος, ο, η κ. θηλ. δημαρχίνα, η, ουσ. [<αρχ. δήμαρχος <δῆμος + ἄρχω], ο δήμαρχος. Χάριν αστεϊσμού το θηλ. και ως η δημαρχέσα, όπου το -χέσα παρετυμολογεί το ρ. χέζω·
- από δήμαρχος κλητήρας, λέγεται ειρωνικά για κάποιον που καταστράφηκε οικονομικά ή ξέπεσε κοινωνικά: «όσο ήταν μεγάλος και τρανός, όλοι τον έκαναν παρέα, αλλά, απ’ τη μέρα που έγινε από δήμαρχος κλητήρας, όλοι τον αποφεύγουν». Συνών. από καβάλα σ’ άλογο, κάθισε σε γαϊδούρι·
- ας με λένε δημαρχίνα κι ας πεθαίνω απ’ την πείνα ή ας με λένε δημαρχίνα κι ας ψοφώ από την πείνα, βλ. συνηθέστ. ας με λένε βοϊβοδίνα κι ας πεθαίνω απ’ την πείνα, λ. βοϊβοδίνα·
- πίνει ο δήμαρχος, πίνει για κέφι, πίνει ο σκουπιδιάρης, είναι αλκοολικός, βλ. λ. πίνω·
- ο (ακολουθεί όνομα ή επώνυμο) βγάζει δήμαρχο, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει κοινωνική ισχύ, δύναμη, έχει πολλές διασυνδέσεις, μεγάλο κύκλο γνωριμιών: «είναι απ’ τους πιο γνωστούς παράγοντες της πόλης μας, γιατί, αν θες να ξέρεις, ο Νίκος, βγάζει δήμαρχο»·
- τα παράπονά σου στο δήμαρχο, βλ. λ. παράπονο.

δημοσιογράφος

δημοσιογράφος, ο, η, ουσ. [<νεότ. δημοσιογράφος <δημόσιο- + γράφος], ο δημοσιογράφος·
- αλήτες, ρουφιάνοι δημοσιογράφοι, υβριστικό σύνθημα κατά των δημοσιογράφων, ιδίως των τηλεοπτικών συνεργείων, από αναρχικούς ή άλλες περιθωριακές ομάδες, τη στιγμή που αυτοί απαθανατίζουν με το φακό τους τα έκτροπα, τις βιαιότητες και τις καταστροφές που προκαλούν·
- ο δημοσιογράφος, πιο πολλά βγάζει απ’ αυτά που δε γράφει παρά απ’ αυτά που γράφει, από τη γνώμη που έχει ο κόσμος πως πολλοί δημοσιογράφοι είναι διαπλεκόμενοι ή εξασκούν το επάγγελμά τους με βρόμικο, με εκβιαστικό τρόπο.

δοντάκι

δοντάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. δόντι], το δοντάκι·
- βάζω το χρυσό δοντάκι ή βάζω χρυσό δοντάκι, μεταλαβαίνω τη θεία κοινωνία, κοινωνώ. Αυτή την εντύπωση καλλιεργούσαν οι μεγάλοι στα πολύ μικρά παιδιά, ότι δηλ., μαζί με τη θεία κοινωνία, έβαζαν στην  οδοντοστοιχία τους κι ένα χρυσό δοντάκι, κάτι, που τα έκανε να ανοίγουν πιο εύκολα το στόμα τους ή να καταπνίγουν το φόβο που ένιωθαν από την επιβλητική φιγούρα του παπά·
- βγάζω το χρυσό δοντάκι ή βγάζω χρυσό δοντάκι, βλ. φρ. βάζω το χρυσό δοντάκι·
- παίρνω το χρυσό δοντάκι ή παίρνω χρυσό δοντάκι, βλ. συνηθέστ. βάζω το χρυσό δοντάκι·
- πονάει το δοντάκι μου, (και για τα δυο φύλα) είμαι ερωτευμένος: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, πονάει το δοντάκι μου για πάρτη της». (Τραγούδι: αχ, φούντου φουντουκάκι μου, πονάει το δοντάκι μου για σένα αγοράκι μου ).

δόντι

δόντι, το, ουσ. [<μσν. δόντι(ον) <ὀδόντιον, υποκορ. του ουσ. ὀδούς], το δόντι. 1. άτομο που ασκεί επιρροή, που έχει δύναμη πολιτική, κοινωνική, οικονομική ή στρατιωτική, το μέσο: «χωρίς δόντι σήμερα δε γίνεται γρήγορα η δουλειά σου». 2. οποιαδήποτε προεξοχή που, από το σχήμα της, μπορούμε να την παρομοιάσουμε με δόντι: «τα δόντια της χτένας». Οι στρατιώτες, ιδίως τον τελευταίο μήνα της απόλυσής τους, χρησιμοποιούν τη χτένα ως αριθμητήριο και αφαιρούν ένα δόντι της για κάθε μέρα που περνά και τους φέρνει πιο κοντά στη μέρα της απόλυσής τους. Πρβλ.: αχ να μέτραγα στη χτένα πότε θα ’ρθει η βραδιά που θα μ’ έφερναν τα τρένα στη γλυκειά σου αγκαλιά (Λαϊκό τραγούδι). Υποκορ. δοντάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. δοντάρα, η. (Ακολουθούν 62 φρ.)·
- ακονίζω τα δόντια μου, προετοιμάζομαι να φάω με μεγάλη όρεξη: «πήρα θέση στο τραπέζι κι ακόνιζα τα δόντια μου, μέχρι να φέρει η μητέρα το φαγητό»· βλ. και φρ. τροχίζω τα δόντια μου·
- αλλάζει δόντια, (για παιδιά) πέφτουν τα δόντια της πρώτης οδοντοφυΐας του και βγαίνουν της δεύτερης: «το παιδί έφτασε σε τέτοια ηλικία, που άρχισε ν’ αλλάζει δόντια». Υπήρχε η παράδοση το πρώτο δόντι που έπεφτε, να το πετάνε πάνω στα κεραμίδια του σπιτιού με την εξής φράση: το πετάω κοκαλένιο για να μου ’ρθει σιδερένιο, ευχή δηλαδή ή παράκληση τα νέα δόντια που θα βγουν να είναι γερά·
- αυτό είναι για το κούφιο δόντι, λέγεται στην περίπτωση που το ποτό, ιδίως η τροφή που μας δίνει κάποιος, είναι σε πολύ ελάχιστη ποσότητα: «πώς να χορτάσω μ’ αυτό που μου ’βαλες, αφού αυτό είναι για το κούφιο δόντι». Από το ότι η λιγοστή τροφή μπορεί να μπει στην κουφάλα του χαλασμένου μας δοντιού, οπότε εμείς δε θα ευχαριστηθούμε ή δε θα χορτάσουμε ούτε στο ελάχιστο· 
- βάζω δόντι, χρησιμοποιώτις οικονομικές, πολιτικές, στρατιωτικές ή πνευματικές γνωριμίες μου, κάθε φορά που επείγομαι να πραγματοποιήσω κάποιο σκοπό μου ή να διεκπεραιώσω κάποια υπόθεσή μου, ιδίως σε σχέση με το δημόσιο: «αν δεν έβαζα δόντι, θα έτρεχα ακόμα να τελειώσω τη δουλειά μου || έβαλα δόντι για να πάρω άδεια τις γιορτές». Συνών. βάζω βύσμα / βάζω γλείψιμο / βάζω μέσο·
- βαστώ με τα δόντια (κάτι), βλ. φρ. κρατώ με τα δόντια (κάτι)·
- βγάζει δόντια, (για βρέφη) φυτρώνουν τα πρώτα του δόντια: «το μωρό κλαίει όλη τη νύχτα, γιατί βγάζει δόντια και πονάει»· βλ. και φρ. βγάζω δόντια·
- βγάζω δόντια, έχω τα νεύρα μου, γκρινιάζω συνέχεια: «δεν είναι ώρα να του μιλήσεις, γιατί απ’ το πρωί βγάζει δόντια». Από παρομοίωση του εκνευρισμένου ατόμου με το μωρό, που, όταν βγάζει δόντια, είναι αναστατωμένο από τον πόνο που νιώθει και κλαίει συνέχεια· βλ. και φρ. του βγάζω τα δόντια ·
- βρίζω μέσ’ απ’ τα δόντια μου, βρίζω μουρμουριστά για να μη γίνω αντιληπτός, είτε γιατί φοβάμαι είτε γιατί υπάρχει κάποιος άλλος λόγος: «καθόταν στη γωνία και κάθε τόσο έβριζε μεσ’ απ’ τα δόντια του»·
- γλίτωσα απ’ του λύκου τα δόντια, βλ. λ. λύκος·
- γλίτωσα απ’ του χάρου τα δόντια, βλ. λ. χάρος·
- γλυκαίνω το δόντι μου, τρώω κάποιο φαγώσιμο που μου αρέσει ή που έχω να το φάω πολύ καιρό: «άφησέ μου να πάρω μια κουταλιά στιφάδο να γλυκάνω το δόντι μου»·
- δείχνω τα δόντια μου, κάνω δυναμική την παρουσία μου, αγριεύω: «όταν βλέπεις πως δε σου συμπεριφέρονται σωστά, δείξε κι εσύ τα δόντια σου!». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν αγριεύει, δείχνει τα δόντια του· βλ. και φρ. του δείχνω τα δόντια μου ·
- δεν είναι για τα δόντια σου, α. (για δουλειές) είναι πάρα πολύ δύσκολη σχετικά με τις γνώσεις ή τις ικανότητές σου ή είναι πάρα πολύ μεγάλη σχετικά με την οικονομική σου κατάσταση: «μην μπλεχτείς μ’ αυτή τη δουλειά, γιατί δεν είναι για τα δόντια σου». β. (για γυναίκες) είναι πολύ πιο όμορφη, ιδίως είναι πολύ ανώτερη κοινωνικά ή οικονομικά, από σένα, οπότε, είναι πολύ δύσκολο να συνάψεις ερωτικό δεσμό μαζί της: «δεν είναι για τα δόντια σου αυτή η γυναίκα, γιατί είναι κόρη εφοπλιστή κι εσύ είσαι γιος εργάτη»·
- δεν έχει να ξύσει το δόντι του, είναι πάμφτωχος: «πήγε να γραφεί στην Πρόνοια, γιατί δεν έχει να ξύσει το δόντι του». Από την εικόνα του ατόμου που λόγω φτώχειας δεν έχει να φάει, οπότε δεν υπάρχει λόγος να ξύσει με οδοντογλυφίδα κάποιο δόντι του για να αφαιρέσει τυχόν τροφές·
- δόντια μαργαριτάρια ή δόντια σαν μαργαριτάρια, δόντια ολόασπρα και γυαλιστερά: «όταν χαμογελάει, φαίνονται τα δόντια της σαν μαργαριτάρια»·
- είναι αρματωμένος (οπλισμένος) ίσαμε τα δόντια ή είναι αρματωμένος (οπλισμένος) μέχρι τα δόντια, είναι τρομερά εξοπλισμένος, είναι πάνοπλος: «ο εχθρός ήταν αρματωμένος ίσαμε τα δόντια»·
- έπεσαν τα δόντια του, έχασε τη δύναμή του, την ισχύ του σε ένα χώρο: «όσο ήταν στο κόμμα, ήταν υπολογίσιμος, απ’ τη μέρα όμως που τον διέγραψαν, έπεσαν τα δόντια του». Από την εικόνα του ατόμου που χάνει τα δόντια του λόγω προχωρημένης ηλικίας. (Λαϊκό τραγούδι: στάχτη γενήκαν τα θεριά. Πέσαν τα δόντια του Βοριά. Γέμισ’ η πλάση με παιδιά και νιόπαντρα ζευγάρια. Χαρά στα παλικάρια)· 
- έχω γερό δόντι, διαθέτω ισχυρή γνωριμία, που ασκεί επιρροή, διαθέτω ισχυρό μέσο: «όλα του τα δάνεια τα παίρνει στο πι και φι, γιατί έχει γερό δόντι στην τράπεζα»·
- έχω δόντι, διαθέτω γνωριμία, που τη χρησιμοποιώ κάθε φορά που επείγομαι να πραγματοποιήσω κάποιο σκοπό μου ή να διεκπεραιώσω κάποια υπόθεσή μου, ιδίως σε σχέση με το δημόσιο: «αν δεν έχεις σήμερα δόντι, δεν τελειώνεις εύκολα τη δουλειά σου || αν έχεις δόντι, είσαι κορόιδο που υπηρετείς ακόμη στα σύνορα». Συνών. έχω βύσμα / έχω γλείψιμο / έχω μέσο (α)·
- έχω μεγάλο δόντι, βλ. φρ. έχω γερό δόντι·
- ήλιος με δόντια, βλ. λ. ήλιος·
- κάποιου του χάριζαν γάιδαρο και τον κοιτούσε στα δόντια (να δει πόσο χρονών είναι), βλ. λ. γάιδαρος·
- κόβουν τα δόντια του, διαθέτει ισχυρά μέσα, τα οποία μπορεί και να χρησιμοποιήσει: «μην του πηγαίνεις κόντρα, όταν υπάρχουν κι άλλοι εργάτες μπροστά, γιατί κόβουν τα δόντια του και θα σε στείλει από κει που ήρθες». Συνών. κόβει το σπαθί του·
- κούφιο δόντι, α. που έχει κάνει κοιλότητα, κουφάλα από την τερηδόνα: «πρέπει να πάω στον οδοντογιατρό μου, γιατί πίσω πίσω έχω ένα κούφιο δόντι». β. η γνωριμία, το μέσο που χρησιμοποίησε κάποιος και αποδείχτηκε πως δεν είχε ισχύ: «πήγε πίσω όλη η δουλειά, γιατί το μέσο που έβαλε αποδείχτηκε κούφιο δόντι»·
- κρατώ με τα δόντια (κάποιον ή κάτι), κρατώ, συγκρατώ κάποιον ή κάτι με μεγάλη δυσκολία, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια: «κρατώ με τα δόντια το φίλο μου να μη σε δείρει || κρατώ με τα δόντια αυτή τη δουλειά»·
- λέω μεσ’ απ’ τα δόντια μου, μουρμουρίζω για να μη γίνω αντιληπτός, είτε γιατί φοβάμαι είτε γιατί υπάρχει κάποιος άλλος λόγος: «καθόταν μονάχος στη γωνιά και κανείς δεν καταλάβαινε τι έλεγε μεσ’ απ’ τα δόντια του»·
- μ’ έστειλαν στου λύκου τα δόντια, βλ. λ. λύκος·
- μαύρα δόντια, εκείνα που είναι χαλασμένα, σάπια: «το στόμα του ήταν γεμάτο από μαύρα δόντια»·
- με νύχια και με δόντια, βλ. λ. νύχι·
- με την ψυχή στα δόντια, βλ. λ. ψυχή·
- μην του δείχνεις άσπρο δόντι, μην του συμπεριφέρεσαι με φιλική διάθεση, μην του δίνεις θάρρος: «είναι ύπουλος άνθρωπος, γι’ αυτό μην του δείχνεις άσπρο δόντι». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν συμπεριφέρεται φιλικά σε κάποιον, του χαμογελά, οπότε φαίνονται τα δόντια του·
- μιλώ έξω απ’ τα δόντια, βλ. φρ. τα λέω έξω απ’ τα δόντια·
- μιλώ μέσ’ απ’ τα δόντια μου, βλ. φρ. λέω μέσ’ απ’ τα δόντια μου·
- μου πέφτουν τα δόντια, φεύγουν από τη θέση τους λόγω κάποιας ασθένειας, ιδίως ουλίτιδας: «εδώ και μερικές μέρες μου πέφτουν τα δόντια και πηγαίνω κάθε μέρα στον οδοντογιατρό μου για θεραπεία»·
- μουνί με δόντια, βλ. λ. μουνί·
- ξέφυγα απ’ του χάρου τα δόντια, βλ. λ. χάρος·
- ο καιρός έδειξε τα δόντια του ή έδειξε τα δόντια του ο καιρός, βλ. λ. καιρός·
- πάστα για τα δόντια ή πάστα δοντιών, βλ. λ. πάστα·
- πέρασα από του λύκου τα δόντια, βλ. λ. λύκος·
- πήγε η ψυχή μου στα δόντια μου, βλ. λ. ψυχή·
- πονάει δόντι, βγάζει μάτι, λέγεται ειρωνικά για γιατρό, ιδίως οδοντίατρο που είναι άσχετος με το λειτούργημά του, που είναι αλμπάνης: «μην πας να σ’ εξετάσει ο τάδε γιατρός, γιατί πονάει δόντι, βγάζει μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κυρά μου, όπου κι αν πονάς, στη λεωφόρο Αθηνάς θα βρεις το Δόκτωρ Ακαμάτη πονάει δόντι, βγάζει μάτι
- πονάει δόντι, κόβει κεφάλι, λέγεται στην περίπτωση που, αντί να αντιμετωπίσει κάποιος ένα πρόβλημα εντοπίζοντας και εξουδετερώνοντας τα αίτια που το προκάλεσαν, καταφεύγει σε παράλογες ή παρανοϊκές λύσεις, που τις θεωρεί ριζικές: «πρέπει να βρούμε αυτόν που σαμποτάρισε τη δουλειά κι όχι να διώξουμε όλους τους εργάτες μας, γιατί, με το πονάει δόντι, κόβει κεφάλι, δε θα τελειώσει ποτέ αυτή η δουλειά»· 
- πονάει το δόντι μου, βλ. συνηθέστ. πονάει το δοντάκι μου, λ. δοντάκι·
- σκάζουν τα δόντια του, (για βρέφη), βλ. φρ. βγάζει δόντια·   
- στο δόντι μου στάθηκε, (για φαγητά), ήταν πάρα πολύ λίγο, δε χόρτασα, δεν το ευχαριστήθηκα: «μας έβαλε να φάμε μια κουτσουλιά και μου στάθηκε στο δόντι»·
- σφίγγω τα δόντια ή σφίγγω τα δόντια μου, α. κάνω κουράγιο, υπομονή, υπομένω: «σφίξε ακόμα λίγο τα δόντια σου, γιατί σε λίγο καιρό θα διορθωθούν τα πράγματα». β. ανέχομαι το κακό φέρσιμο ή τις προσβολές κάποιου: «όση ώρα με κατηγορούσε χωρίς λόγο, έσφιγγα τα δόντια μου κι έδινα τόπο στην οργή»·
- σώθηκα απ’ του λύκου τα δόντια, βλ. λ. λύκος·
- σώθηκα απ’ του χάρου τα δόντια, βλ. λ. χάρος
- τα λέω έξω απ’ τα δόντια, μιλώ απερίφραστα, χωρίς υπεκφυγές: «αυτός δεν έχει την ανάγκη κανενός, γι’ αυτό και τα λέει έξω απ’ τα δόντια»·
- τα σύκα είναι μαλακά, μα χαλούν τα δόντια, είναι ευχάριστες οι υλικές απολαύσεις, όμως στο τέλος βλάπτουν την υγεία μας: «είναι καιρός ν’ αποσυρθώ απ’ τις νυχτερινές διασκεδάσεις, γιατί τα σύκα είναι γλυκά, μα χαλούν τα δόντια»·
- τον βαστώ με τα δόντια, βλ. φρ. τον κρατώ με τα δόντια·
- τον κοιτάζω στα δόντια, τον εξετάζω προσεχτικά αν είναι ικανός, δυνατός για κάποια εργασία: «δεν κάνω αστεία με τη δουλειά μου κι όταν πρόκειται να προσλάβω κάποιον καινούριο εργάτη, τον κοιτάζω στα δόντια». Από το ότι, τουλάχιστο παλιότερα, στις ζωοπανηγύρεις ο αγοραστής έλεγχε τα δόντια του ζώου που αγόραζε (γαϊδούρι, μουλάρι, άλογο), από την υγεία των οποίων διαπίστωνε την ηλικία του, άρα και την αποδοτικότητά του για την εργασία για την οποία το ήθελε. Με παρόμοιο τρόπο (!!!), ιδίως Αμερικάνοι και Άγγλοι αγοραστές  έλεγχαν την ηλικία και την υγεία των μαύρων δούλων τους, που προέρχονταν κυρίως από την Αφρική, όταν τους αγόραζαν από τους δουλεμπόρους για εργασίες στις διάφορες φυτείες τους·   
- τον κρατώ με τα δόντια, τον συγκρατώ παρά τη θέληση του και με μεγάλη προσπάθεια, με μεγάλο κόπο: «μόλις τον είδε, ήθελε να ορμήσει πάνω του, αλλά τον κρατούσα με τα δόντια, μέχρι να εξαφανιστεί ο άλλος»·
- του βγάζω τα δόντια ή (σε περίπτωση διαδοχικής αποδυνάμωσης) του βγάζω τα δόντια ένα ένα, του αφαιρώ κάθε επιχείρημα ή δυνατότητα που θα μπορούσε να με βλάψει: «απ’ τη στιγμή που έχω τη δήλωσή του στα χέρια μου πως αυτός έβαλε χέρι στο ταμείο, είμαι σίγουρος πως του ’βγαλα τα δόντια, γι’ αυτό κοιμάμαι ήσυχος || ο μάρτυρας κατέθεσε όλα τα γεγονότα με τη σειρά και του ’βγαλε τα δόντια ένα ένα». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν δεν έχει δόντια, είναι ακίνδυνος· βλ. και φρ. βγάζω δόντια ·
- του βγάζω τα δόντια μου, βλ. συνηθέστ. του δείχνω τα δόντια μου·
- του δείχνω τα δόντια μου, τον φοβερίζω προειδοποιητικά: «κάθε φορά που του δείχνω τα δόντια μου, κάνει την οσία Μαρία». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν έρθει σε επαφή με κάποιον άγνωστο, του δείχνει τα δόντια του για να τον φοβίσει·
- του ’δωσα τα δόντια του να τα φάει για καραμέλες, του έριξα τόσο δυνατή γροθιά στο στόμα, που του έσπασα τα δόντια του: «κάποια στιγμή, όπως μαλώναμε, του ’ριξα τέτοια γροθιά στο στόμα, που του ’δωσα τα δόντια του να τα φάει για καραμέλες»·
- του ’πεσαν τα δόντια, έχασε τα ισχυρά επιχειρήματα που είχε, απελπίστηκε εντελώς: «μόλις του δείξανε πως κι αυτός είχε υπογράψει την κατηγορία, του ’πεσαν τα δόντια»·
- του τα ’πα έξω απ’ τα δόντια, του μίλησα αυστηρά, επιτιμητικά και χωρίς να νοιάζομαι αν θα του κακοφανεί ή αν θα τον πικράνω: «με τις παλιοπαρέες που έχει μπλέξει, πηγαίνει απ’ το κακό στο χειρότερο, γι’ αυτό τον έπιασα μια μέρα και του τα ’πα έξω απ’ τα δόντια»·
- του ’τριξα τα δόντια (μου), α. τον φοβέρισα έντονα, του έδειξα προειδοποιητικά τις άγριες διαθέσεις μου: «μόλις του ’τριξα τα δόντια μου, σηκώθηκε κι έφυγε». Από την εικόνα του ατόμου που, για να μην ξεσπάσει από την οργή ή το θυμό που τον κατέχει, προσπαθεί να εκτονωθεί τρίζοντας τα δόντια του, πράγμα που δημιουργεί φόβο σε αυτόν που τα ακούει να τρίζουν. β. τον επέπληξα αυστηρά: «μόλις ήρθε η σειρά του, του ’τριξα κι εκείνου τα δόντια, κι ας ήταν αδερφός μου»· βλ. και φρ. τρίζω τα δόντια μου·
- τρίζω τα δόντια μου, κάνω δυναμική την παρουσία μου, αγριεύω, διεκδικώ τα δικαιώματά μου, υπερασπίζομαι το δίκιο μου: «όταν βλέπεις πως δε σου συμπεριφέρονται σωστά, τρίξε κι εσύ τα δόντια σου». Από την εικόνα του ατόμου που, για να κάνει αισθητή την οργή του, τρίζει τα δόντια του· βλ. και φρ. του ’τριξα τα δόντια μου·
- τροχίζω τα δόντια μου, προετοιμάζομαι για δυναμική αναμέτρηση: «μόλις κατάλαβε πως η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο, άρχισε να τροχίζει τα δόντια του»· βλ. και φρ. ακονίζω τα δόντια μου·
- χτυπάνε τα δόντια μου, κρυώνω υπερβολικά, τόσο, που τα δόντια μου χτυπάνε μεταξύ τους: «όση ώρα σε περίμενα μέσα στο κρύο, χτυπούσαν τα δόντια μου».

δουλειά

δουλειά, η, ουσ. [<μσν. δουλειά <αρχ. δουλεία (= σκλαβιά) <δουλεύω ]. 1α. η έμμισθη εργασία, το επάγγελμα: «η δουλειά του είναι μηχανικός αυτοκινήτων». (Λαϊκά τραγούδια: πάντα με χαμόγελο πρωί πρωί ξυπνάμε και ξεκινάμε για τη δουλειά // μη βροντοχτυπάς τις χάντρες, η δουλειά κάνει τους άντρες, το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί). β. ο χώρος όπου δουλεύει κανείς: «πηγαίνω στη δουλειά μου». 2. η ασχολία, η υποχρέωση: «σήμερα έχω πολλές δουλειές, γιατί πρέπει να πάω να πληρώσω τη Δ.Ε.Η., τον Ο.Τ.Ε., να δω ένα φίλο μου, που νοσηλεύεται στο νοσοκομείο, κι ύστερα να περάσω απ’ το ράφτη μου για πρόβα». 3. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση, γενικά η επιχείρηση: «είναι υπάλληλος στη δουλειά του τάδε || τον τελευταίο χρόνο έκανε μια καλή δουλειά κι έβγαλε πολλά φράγκα». 4. η απασχόληση: «όταν δεν έχει κάποια δουλειά να περνάει την ώρα του, ασχολείται με τις υποθέσεις των άλλων». Υποκορ. δουλίτσα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 925 φρ.)·
- αβανταδόρικη δουλειά ή αβανταδόρικες δουλειές, α. επάγγελμα που παρέχει σε αυτόν που το ασκεί διάφορα πλεονεκτήματα για κοινωνική προβολή: «ο πολιτικός μηχανικός, όσο να πεις, είναι αβανταδόρικη δουλειά». β. δουλειά από την οποία μπορεί κανείς να αποκομίσει οικονομικά οφέλη: «ασχολείται μόνο με αβανταδόρικες δουλειές»·
- αβασάνιστη δουλειά, που προγραμματίστηκε, που σχεδιάστηκε, που εκτελέστηκε χωρίς έλεγχο, χωρίς πολύ σκέψη, και, ως εκ τούτου, δουλειά τη διακρίνει προχειρότητα, τσαπατσουλιά: «έκανε αβασάνιστη δουλειά και την πάτησε»·
- αβάσταχτη δουλειά, α. που είναι πάρα πολύ κουραστική, που δεν μπορεί κανείς να την αντέξει: «το να ’σαι χαμάλης στο λιμάνι είναι αβάσταχτη δουλειά». β. δουλειά συνεχής και έντονη, που για το λόγο αυτό δεν μπορεί κανείς να την αντέξει για πολύ: «δεν ξέρω τι έκαναν οι άλλοι, πάντως εγώ στην περίοδο των γιορτών είχα αβάσταχτη δουλειά»·
- αβγάτισαν οι δουλειές του, αυξήθηκαν οι δουλειές του, μεγάλωσαν, του απέφεραν σημαντικά κέρδη: «έπεσε σε καλή περίοδο και με λίγη τύχη αβγάτισαν οι δουλειές του»·
- αβέρτα δουλειά, δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «όλον αυτόν το μήνα είχα αβέρτα δουλειά»·
- αεριτζίδικη δουλειά ή αεριτζίδικες δουλειές, α. ευκαιριακή δουλειά, δουλειά τέτοια ώστε, αυτός που την κάνει, δε διακινδυνεύει προσωπικά κεφάλαια: «κάθε φορά που μυρίζεται αεριτζίδικη δουλειά, κάνει πώς και πώς να πάρει κι αυτός μέρος» β. δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μόνιμης έδρας ή καταστήματος: «γυρίζει μέσ’ στην πιάτσα και κάνει αεριτζίδικες δουλειές»· βλ. και φρ. δουλειές του ποδαριού. γ.ψεύτικη εκδούλευση ή υπηρεσία: «εγώ για αεριτζίδικες δουλειές δε δίνω δεκάρα»·
- αθόρυβη δουλειά ή αθόρυβες δουλειές, α. τεχνική ιδίως εργασία, που δεν προκαλεί θόρυβο, που δεν ενοχλεί: «έχουμε δίπλα μας ένα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικών ειδών, αλλά ευτυχώς είναι αθόρυβη δουλειά». β. δουλειά που γίνεται με μυστικότητα και, κατ’ επέκταση, που μπορεί να είναι ύποπτη ή παράνομη: «δεν ξέρει κανείς με τι ασχολείται, γιατί κάνει αθόρυβες δουλειές»· βλ. και φρ. κάνω αθόρυβα τη δουλειά μου·
- άι στη δουλειά σου! βλ. φρ. άντε στη δουλειά σου!
- αλαλούμ δουλειά, βλ. φρ. αλαμπουρνέζικη δουλειά·
- αλαμπουρνέζικη δουλειά, α. επιχείρηση χωρίς σειρά και τάξη, που ο καθένας κάνει ό,τι θέλει: «πώς να μη χρεοκοπήσει με τέτοια αλαμπουρνέζικη δουλειά που είχε!». β. τεχνική ιδίως εργασία, που είναι πολύ κακή: «μου ’πατε πως είναι καλός μηχανικός, αλλά μου ’κανε αλαμπουρνέζικη δουλειά»·
- αλήτικη δουλειά ή αλήτικες δουλειές, συμπεριφορά ανάρμοστη και κατακριτέα: «άσε, επιτέλους, αυτές τις αλήτικες δουλειές και γίνε άνθρωπος!»·
- αλλάζει πολλές φανέλες στη δουλειά, δουλεύει εξαντλητικά: «όταν αποφασίζει να δουλέψει, αλλάζει πολλές φανέλες στη δουλειά». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν δουλεύει σκληρά, ιδρώνει πολύ και για το λόγο αυτό είναι αναγκασμένο να αλλάζει φανέλα·
- άλλη δουλειά δεν είχα! ή άλλη δουλειά δεν έχω! ή άλλη δουλειά δεν είχαμε! ή άλλη δουλειά δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις τη δουλειά που κάνεις, θα μεταφέρεις αυτό το εμπόρευμα στην αποθήκη. -Άλλη δουλειά δεν είχα! Εγώ καίγομαι να στείλω τις παραγγελίες || απόψε πρέπει να πάμε στο γάμο του τάδε. -Άλλη δουλειά δεν έχω!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «θα με βοηθήσεις στην μετακόμιση; -Άλλη δουλειά δεν έχω! || μην ξεχάσεις, όταν θα επιστρέφεις απ’ το Παρίσι, να μου φέρεις και το άρωμα που σου ζήτησα. -Άλλη δουλειά δεν είχαμε!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα βλ. λ. σκασίλα·
- άλλη δουλειά κι αυτή! έκφραση απορίας ή δυσφορίας για κάτι που μας λένε και το βρίσκουμε απαράδεκτο ή παράλογο: «θέλω οπωσδήποτε να ’ρθεις την Κυριακή να με βοηθήσεις στη μετακόμιση. -Άλλη δουλειά κι αυτή! Μα δε σου είπα πως θα πάω εκδρομή με την οικογένειά μου;»·
- αλμπάνικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και γούστο, που θεωρείται κακότεχνη: «δεν ξαναπάω σ’ αυτόν το μηχανικό που μου σύστησες, γιατί την προηγούμενη φορά μου έκανε πολύ αλμπάνικη δουλειά». Από το ότι, το να καρφώνει κανείς τα πέταλα στις οπλές των ζώων, που είναι η δουλειά του αλμπάνη, δεν απαιτεί καμιά επιδεξιότητα, καμιά τέχνη·
- άμε στη δουλειά σου! επιθετική έκφραση ή έκφραση δυσφορίας σε ενοχλητικό άτομο, με την έννοια να φύγει, να μας αφήσει ήσυχους: «άμε στη δουλειά σου, ρε παιδάκι μου, μη με βάλεις σε κανέναν μπελά!». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε γιατρέ τα γιατρικά και άμε στη δουλειά σου·τον πόνο που ’χω στην καρδιά δε γράφουν τα χαρτιά σου).Συνών. άμε στο καλό! ή άμε στο καλό σου(!)·
- αμοντάριστη δουλειά, α. (για μηχανήματα) που ακόμα δε συναρμολογήθηκε: «απ’ το πρωί έχω μοντάρει τρεις μηχανές, αλλά έχω και μια αμοντάριστη δουλειά και πρέπει να καθίσω να τη μοντάρω». β. (γενικά) δουλειά που βρίσκεται ακόμα στα σχέδια, στην επεξεργασία της, που ακόμα δεν είναι έτοιμη να αρχίσει η πραγματοποίησή της: «έχει μια αμοντάριστη δουλειά κι έχει τρελαθεί στο τρέξιμο»·
- αν δεν αρχίσει τη Δευτέρα η δουλειά, δεν τελειώνει το Σάββατο, λέγεται ειρωνικά ή συμβουλευτικά για άτομα που είναι αναβλητικά, γιατί, αν δεν αρχίσει έγκαιρα η δουλειά που έχουν αναλάβει, δε θα τελειώσει στην ώρα της: «άσε τις αναβλητικότητες, γιατί αν δεν αρχίσει τη Δευτέρα η δουλειά, δεν τελειώνει το Σαββάτο». Από το ότι παλιότερα αλλά σε πολλές περιπτώσεις και σήμερα το Σάββατο είναι ημέρα πληρωμών, οπότε πρέπει να έχει τελειώσει η δουλειά για να αρχίσουν το Σάββατο οι διάφορες πληρωμές·
- αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά, α. για να παραχθεί έργο, απαιτούνται χρόνος και κόπος: «συγκεντρώσου στη δουλειά σου και δούλεψε, γιατί, αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά». β. χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο όφελος: «πρέπει να κοπιάσεις για ν’ αποκτήσεις κι εσύ αυτά που έχουν οι άλλοι, γιατί, αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά». Συνών. αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια / αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια·
- αν ήταν η δουλειά γλυκιά, θα τη λέγαν μπακλαβά ή αν ήταν η δουλειά καλή, θα δουλεύαν κι οι παπάδες ή αν ήταν η δουλειά καλή, δε θα σε πλήρωναν για να την κάνεις, έκφραση που θέλει να τονίσει τις δυσκολίες και τις πίκρες της δουλειάς, την καταναγκαστική φύση της, το ότι συχνά γίνεται από ανάγκη και όχι από επιλογή·
- ανέβηκε η δουλειά ή ανέβηκαν οι δουλειές, μετά από περίοδο κάμψης παρατηρείται στην αγορά εμπορική κίνηση: «κατά τη διάρκεια των γιορτών ανέβηκε η δουλειά»·
- άνετη δουλειά, εργασία, ιδίως γραφείου, που διεκπεραιώνεται χωρίς κούραση: «δουλεύει σε μια άνετη δουλειά και μας έρχεται πάντοτε ξεκούραστος και ορεξάτος»·
- ανθίζομαι τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- άνθρωπος για όλες τις δουλειές, (ειρωνικά) αυτός που αναλαμβάνει ή που του φορτώνουν πολλές και διάφορες δουλειές ή ευθύνες: «όταν θέλουμε ν’ απαλλαγούμε από κάποια δουλειά τη φορτώνουμε στον τάδε, που είναι άνθρωπος για όλες τις δουλειές || για περισσότερα θα σε κατατοπίσει ο τάδε, που είναι άνθρωπος για όλες τις δουλειές»·
- άνθρωπος της δουλειάς, α. αυτός που είναι εργατικός, που του αρέσει η δουλειά: «ό,τι και να του αναθέσω να κάνει, δε λέει ποτέ όχι, γιατί είναι άνθρωπος της δουλειάς». β. αυτός που έχει πείρα σε μια συγκεκριμένη εργασία: «πρέπει να ρωτήσουμε και τον τάδε αν φταίνε τα μπουζί που δεν παίρνει μπρος τ’ αυτοκίνητο, γιατί είναι άνθρωπος της δουλειάς»·
- ανιαρή δουλειά, δουλειά που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον ως προς τη διαδικασία της, που επαναλαμβάνεται με τον ίδιο μονότονο και νωθρό τρόπο, και για το λόγο αυτό γίνεται χωρίς όρεξη, χωρίς κέφι: «δουλεύει σε μια τόσο ανιαρή δουλειά, που δε βλέπει την ώρα να σηκωθεί να φύγει»·
- ανοίγω δουλειά, α. ξεκινώ μια επιχείρηση, ιδίως εμπορική: «άνοιξε δουλειά με είδη προικός». Συνών. ανοίγω μαγαζί / ανοίγω κατάστημα. β. αρχίζω να συναλλάσσομαι, αρχίζω να εμπορεύομαι: «άνοιξα δουλειά με το εξωτερικό»· βλ. και φρ. ανοίγω δουλειές ·
- ανοίγω δουλειές, α. αρχίζω να ασχολούμαι με κάτι, ιδίως στο σπίτι μου, με κύριο σκοπό να γεμίσω τις ελεύθερες ώρες μου: «κάθε τόσο, όταν έχω ελεύθερο χρόνο, ανοίγω διάφορες δουλειές στο σπίτι, για να περνάει η ώρα μου». β. από άστοχη ενέργειά μου δημιουργώ σκοτούρες, μπελάδες σε μένα τον ίδιο: «άνοιξα δουλειές απ’ τη μέρα που μπλέχτηκα μ’ αυτόν τον απατεώνα»·
- ανοίγω τη δουλειά μου, αρχίζω να δουλεύω στην επιχείρησή μου, στο κατάστημά μου, ιδίως σύμφωνα με το καθιερωμένο ωράριο της αγοράς: «κάθε πρωί ανοίγω τη δουλειά μου στις οχτώ»·
- ανοίγω τη δουλειά μου ή ανοίγω τις δουλειές μου, επεκτείνω τον κύκλο των εργασιών μου: «έχω σκοπό ν’ ανοίξω τις δουλειές μου και στο χώρο του ιματισμού»·
- άνοιξε δουλειές με φούντες, (ειρωνικά) δημιούργησε διάφορες ενοχλητικές υποθέσεις ή καταστάσεις με πιθανότητα κακών συνεπειών: «τον έμπλεξε ένας απατεώνας σε μια παλιοδουλειά κι άνοιξε δουλείες με φούντες, γιατί κάθε τόσο τον καλούν στην αστυνομία για ανάκριση»·
- άνοιξε η δουλειά ή άνοιξαν οι δουλειές, ύστερα από περίοδο κάμψης στην αγορά, παρατηρείται ικανοποιητική εμπορική κίνηση, γίνεται αλισβερίσι: «την περίοδο των γιορτών άνοιξαν οι δουλειές»·
- άντε στη δουλειά σου! απειλητική έκφραση με την έννοια φύγε από δω, ξεκουμπίσου, δίνε του: «άντε στη δουλειά σου, μην έχουμε μαλώματα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε παιδί μου ή το ρε παιδάκι μου·
- απ’ τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά, δεν ενδιαφέρεται για τίποτα άλλο στη ζωή του εκτός από την εργασία και την οικογένειά του. (Λαϊκό τραγούδι: ζήσε, τη ζωή σου ζήσε, και κορόιδο σαν τους άλλους να μην είσαι, που περνάνε τη ζωή τους δίχως να χαρούν σταλιά από τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά)· 
- απατεωνίστικη δουλειά ή απατεωνίστικες δουλειές, ενέργεια που δεν είναι τίμια, που δεν είναι έντιμη, που γίνεται προς εξαπάτηση: «ένα ρεμάλι μόνο απατεωνίστικες δουλειές μπορεί να σκαρώνει»·
- απίθανη δουλειά, δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολύ τέχνη και μεράκι: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε απίθανη δουλειά»·  
- απίθανη δουλειά ή απίθανες δουλειές, δουλειά εντελώς ιδιόρρυθμη, ιδιότυπη, που δεν τη συναντάει κανείς εύκολα ή συχνά: «δουλεύει σε μια απίθανη δουλειά, που δεν ξέρω να σου πω τι ακριβώς είναι || υπάρχουν διάφορες απίθανες δουλειές, που ούτε καν μπορεί να τις βάλει ο νους του ανθρώπου»·
- από δουλειά άλλο τίποτα, α. υπάρχειδουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «οι άλλοι παραπονιούνται πως έχουν κεσάτια, αλλά εγώ από δουλειά άλλο τίποτα». β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει το μυαλό του συνεχώς στη δουλειά, εργάζεται σκληρά, εντατικά: «απ’ τη μέρα που απολύθηκε απ’ το στρατό, από δουλειά άλλο τίποτα αυτό το παιδί»·
- από δουλειά να φαν’ κι οι κότες, υπάρχει πάρα πολλή δουλειά: «όλοι παραπονιούνται πως έχουν αναδουλειές, εγώ όμως, δόξα σοι ο Θεός, από δουλειά να φαν’ κι οι κότες»·
- από δουλειά ούτε λόγος, υπάρχει δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «έχω διάφορα προβλήματα στην προσωπική μου ζωή μου αλλά, ευτυχώς, από δουλειά ούτε λόγος»·
- από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται, α. υπάρχει αναμφισβήτητα πολλή δουλειά: «κατά την περίοδο των γιορτών από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται». β. δεν υπάρχει η παραμικρή διάθεση κάποιου για δουλειά: «τρελαίνεται για γλέντια και διασκεδάσεις, αλλά από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται»·
- απτάλικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και γούστο, που θεωρείται κακότεχνη: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε πολύ απτάλικη δουλειά». Λόγω γλωσσικής ευκολίας ακούγεται απντάλικη δουλειά·
- αρπακολλατζίδικη δουλειά ή αρπακολλατζίδικες δουλειές, α. εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που έγινε βιαστικά, επιπόλαια, με προχειρότητα: «μη διανοηθείς να μου κάνεις αρπακολλατζίδικη δουλειά, γιατί δε θα πάρεις δραχμή». β. υπόθεση ή συμφωνία που κλείνεται αμέσως, επιπόλαια, απρόσεκτα: «θα μ’ αφήσεις ένα διάστημα να εξετάσω καλά αυτό που μου προτείνεις, γιατί δε μ’ αρέσουν οι αρπακολλατζίδικες δουλειές»·
-αρπακολλίστικη δουλειά ή αρπακολλίστικες δουλειές, βλ. φρ. αρπακολλατζίδικη δουλειά·
- άσ’ απάνω μου τη δουλειά ή άσ’ τη δουλειά απάνω μου, καθησυχαστική έκφραση σε κάποιον, πως θα αναλάβουμε ή θα διεκπεραιώσουμε εμείς μια δουλειά ή υπόθεσή του, που για διάφορους λόγους δεν μπορεί ή δεν τολμάει να αναλάβει αυτός: «εσύ κάνε αυτό που σου λέω και για τα υπόλοιπα άσ’ τη δουλειά απάνω μου»·
- ασταμάτητη δουλειά, δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «την περίοδο του καλοκαιριού άνοιξα ένα μπαράκι στην παραλία κι είχα ασταμάτητη δουλειά απ’ τη νεολαία και τους τουρίστες»·
- αστεία δουλειά, α. δουλειά ή ενέργεια που δεν παρουσιάζει την παραμικρή δυσκολία, που είναι πανεύκολη: «αυτό που μου ανάθεσες να κάνω είναι αστεία δουλειά για μένα». β. δουλειά, επιχείρηση, χωρίς καμιά σοβαρότητα, που δεν παρουσιάζει καμιά προοπτική εξέλιξης ή κέρδους: «απασχολείται σε μια αστεία δουλειά, κι επειδή φοβάται πως θα κλείσει, ψάχνει να βρει κάποια άλλη»·
- ασυντόνιστη δουλειά, δουλειά που γίνεται βιαστικά, πρόχειρα, που δεν κινείται πάνω σε προδιαγεγραμμένο σχέδιο ή δεν υπάρχει κάποιος υπεύθυνος ή έμπειρος να τη συντονίζει, να τη διευθύνει: «πώς να μην πέσει έξω με τέτοια ασυντόνιστη δουλειά που είχε!»·
- άσχετη δουλειά ή άσχετες δουλειές, δουλειά, επιχείρηση, απασχόληση, ενέργεια ή λόγος, που δεν ανταποκρίνεται στις παρούσες ανάγκες: «φτιάχνει λουλούδια από χαρτί και τα μοσχοπουλάει. -Υπάρχουν ακόμα τέτοιες άσχετες δουλειές; || θα πάμε να τον βρούμε όλοι μαζί για να του εκθέσουμε το πρόβλημα. -Άσχετη δουλειά, γιατί ο καθένας έχει διαφορετικό πρόβλημα || εγώ λέω να ενεργήσουμε με αυτόν τον τρόπο. -Άσχετη δουλειά, γιατί εσύ μπορείς να λες ό,τι θες»·
- άσχημη δουλειά ή άσχημες δουλειές, κατάσταση ενοχλητική ή επιζήμια: «έπαθε άσχημη δουλειά με την υποτίμηση της δραχμής». (Λαϊκό τραγούδι: άγουρα δαμάσκηνα και πικρές ελιές, τα ερωτοχτυπήματα άσχημες δουλειές
- ατζαμίδικη δουλειά ή ατζαμίδικες δουλειές, α.εργασία τεχνική ή κατασκευαστική που έγινε από αδέξιο τεχνίτη, από αδέξιο μάστορα: «δεν ξαναπάω τ’ αυτοκίνητό μου σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί μου ’κανε πολύ ατζαμίδικη δουλειά || του παρήγγειλα να μου φτιάξει μια βιβλιοθήκη και μου ’κανε ατζαμίδικη δουλειά, γιατί είχε στραβά ράφια». β. αδέξιος χειρισμός μιας υπόθεσης: «έπρεπε να τον καλοπιάσεις και να του μιλήσεις με ευγένεια για να προωθήσει την υπόθεσή σου, γιατί με τις φωνές και με παρόμοιες ατζαμίδικες δουλειές, φέρνει κανείς το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα»·
- άτιμη δουλειά, που είναι δύσκολη, που δυσκολεύει κατά την εκτέλεσή της: «έχω μπλεχτεί με μια άτιμη δουλειά, που βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που την ανέλαβα»·
- ατράνταχτη δουλειά, επιχείρηση με απόλυτη σοβαρότητα και μεγάλη οικονομική επιφάνεια, που κανείς ή τίποτα δεν μπορεί να την απειλήσει: «ο πατέρας του του έχει αφήσει μια ατράνταχτη δουλειά, που θεωρείται απ’ τις μεγαλύτερες του τόπου μας»·
- αυτή είναι δουλειά! α. έκφραση ικανοποίησης για δουλειά που παρουσιάζει σοβαρότητα ή οικονομικό ενδιαφέρον: «αυτή είναι δουλειά κι όχι εκείνη η ψιλικατζίδικη που μου ’λεγες την άλλη φορά!». β. έκφραση ικανοποίησης για εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με τέχνη και μεράκι: «αυτή είναι δουλειά κι όχι εκείνη που μου ’κανε ο προηγούμενος μηχανικός!»·
- αυτή (αυτό) είναι η δουλειά, βλ. συνηθέστ. εδώ είναι η δουλειά·
- αυτή ( αυτό) κι αν δεν είναι δουλειά! ή αυτή (αυτό) κι αν είναι δουλειά! α. έκφραση απόλυτης ικανοποίησης ή μεγάλου ενθουσιασμού για εργασία που μας παρουσιάζεται με απόλυτη σοβαρότητα ή που παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον: «αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με εμπόριο χρυσού. -Αυτή κι αν δεν είναι δουλειά!». β. έκφραση απόλυτης ικανοποίησης ή μεγάλου ενθουσιασμού για εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή τέχνη, πολλή ευαισθησία και πολύ μεράκι: «ταλαιπωρήθηκα πολύ μέχρι να τελειώσω αυτή τη μακέτα, αλλά στο τέλος τα κατάφερα. -Μπράβο σου, ρε φίλε, αυτή κι αν είναι δουλειά!»·
- αυτή η δουλειά είναι παιχνιδάκι για μένα, η συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση, που μου αναθέτει κάποιος να τελειώσω ή να διεκπεραιώσω, είναι πάρα πολύ εύκολη για μένα: «θα σου τελειώσει τη δουλειά στο άψε σβήσε, γιατί αυτή η δουλειά είναι παιχνιδάκι για μένα»·
- αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια, η δουλειά ή η ενέργεια για την οποία γίνεται λόγος, απαιτεί κάποιον πολύ ικανό ή τολμηρό: «δεν μπορεί ο καθένας να γίνει οδηγός αγωνιστικών αυτοκινήτων, γιατί αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια || δεν μπορεί ο καθένας να δουλεύει στα λατομεία, γιατί αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια»·
- αυτή η δουλειά θέλει κώλο, βλ. φρ. αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια·
- αυτή η δουλειά μου φαίνεται βουνό, η συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση που μου προτείνει κάποιος έχω την εντύπωση πως είναι πολύ δύσκολο για μένα να την τελειώσω, να τη διεκπεραιώσω και για το λόγο αυτό, τις πιο πολλές φορές δεν την αναλαμβάνω: «αυτή η δουλειά μου φαίνεται βουνό, γι’ αυτό θα σε συμβούλευα να την αναθέσεις σε κάποιον άλλον»·
- (αυτό) είναι δική μου δουλειά, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνον εμένα: «το αν χωρίσω ή όχι με τη γυναίκα μου, είναι δική μου δουλειά». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου θέμα / (αυτό) είναι δικό μου καπέλο / (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα / (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- (αυτό) είναι προσωπική μου δουλειά, βλ. φρ. (αυτό) είναι δική μου δουλειά·
- αυτός είναι η δουλειά, σε αυτόν τον συγκεκριμένο άνθρωπο πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί από αυτόν εξαρτάται και η επιτυχία του όλου εγχειρήματός μας: «πρέπει να πλευρίσουμε το διευθυντή για να πάρουμε την ανάθεση του έργου, γιατί αυτός είναι η δουλειά». Συνήθως για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το όλη·
- αφήνουμε τη δουλειά μας και πάμε καλειά μας, καταστρέφομαι, καταστρεφόμαστε οικονομικά: «εντατικοποιήστε τις δυνάμεις σας παιδιά, γιατί αφήνουμε τη δουλειά μας και πάμε καλειά μας». Η χρήση της φρ. πολλή σπάνια και μόνο από τους παλιούς ανθρώπους της πιάτσας και τους ηλικιωμένους·
- άχαρη δουλειά ή άχαρες δουλειές, α. δουλειά μονότονη, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, και για το λόγο αυτό γίνεται χωρίς όρεξη, χωρίς κέφι: «κάνει τόσο άχαρη δουλειά, που πολλές φορές τον παίρνει ο ύπνος». β. δουλειά που λόγω της ιδιορρυθμίας της δεν είναι διατεθειμένος να την κάνει ο καθένας: «η δουλειά του είναι να κατεβαίνει και να καθαρίζει τους δημόσιους βόθρους. -Άχαρη δουλειά, μωρ’ αδερφάκι μου!». γ. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έχει γίνει χωρίς τέχνη και μεράκι: «μετά από πολλά μου ’φερε τη μακέτα που του ζήτησα, αλλά μου ’κανε πολύ άχαρη δουλειά»·
- αχμάκικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και μεράκι, χωρίς φαντασία: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε πολύ αχμάκικη δουλειά»·
- βαβουρατζίδικη δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι θορυβώδης: «έχω δίπλα στο σπίτι μου ένα μηχανουργείο, που είναι πολύ βαβουρατζίδικη δουλειά, και κάθε μεσημέρι δεν μπορώ να κλείσω μάτι». β. επιχείρηση εμπορική ή βιοτεχνική στην οποία απασχολούνται πολλά άτομα: «το σούπερ μάρκετ του Βασιλόπουλου, που βρίσκεται στη γειτονιά μου, είναι βαβουρατζίδικη δουλειά και δίνει ψωμί σε πενήντα άτομα». γ. δουλειά, ιδίως εμπορική, που συναλλάσσεται με πολύ κόσμο: «κάθε βράδυ τα νεύρα του είναι τεντωμένα, γιατί δουλεύει στο σούπερ μάρκετ του Βασιλόπουλου που είναι βαβουρατζίδικη δουλειά γιατί έχει πολλή πελατεία»·
- βάζω σε δουλειά ή βάζω σε δουλειές (κάποιον), επιβαρύνω με πρόσθετη εργασία κάποιον, απασχολώ κάποιον παρά τη θέλησή του: «μου έχεις γίνει φόβος και τρόμος, γιατί, κάθε φορά που σε βλέπω, με βάζεις σε δουλειές»·
- βάλτωσαν οι δουλειές, δεν παρατηρείται στην αγορά η παραμικρή εμπορική συναλλαγή, το παραμικρό αλισβερίσι: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες και τις καταλήψεις των δρόμων βάλτωσαν οι δουλειές»· βλ. και φρ. βάλτωσε η δουλειά·
- βάλτωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση περιήλθε σε στασιμότητα, σε αδιέξοδο, δεν προχωράει παραπέρα, δεν εξελίσσεται: «έμεινα από μετρητά κι έτσι βάλτωσε η δουλειά || αρρώστησε σοβαρά ο δικηγόρος μου κι έτσι βάλτωσε η δουλειά που του είχα αναθέσει»· βλ. και φρ. βάλτωσαν οι δουλειές·
- βαρβάτη δουλειά, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και πολύ αποδοτική, πολύ κερδοφόρα: «ο πατέρας του του άφησε μια βαρβάτη δουλειά κι έχει λύσει το πρόβλημα της ζωής του». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε τέλεια και μας ικανοποιεί απόλυτα: «ο μηχανικός μου ’κανε βαρβάτη δουλειά»·
- βαρετή δουλειά, βλ. συνηθέστ. ανιαρή δουλειά·
- βαριά δουλειά! πολύ δύσκολη υπόθεση, περίπτωση που θέλει μεγάλη ψυχική δύναμη, μεγάλη ψυχική αντοχή: «σ’ ένα τροχαίο έχασε τη μάνα του, τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά. -Βαριά δουλειά!»·
- βαριά δουλειά, χειρονακτική ιδίως εργασία που απαιτεί από τον εργαζόμενο μυϊκή δύναμη ή σωματική αντοχή, δουλειά που είναι πολύ κουραστική ή πολύ ανθυγιεινή: «δουλεύει σε κείνον τον τομέα που έχουν βάλει τις πιο βαριές δουλειές του εργοστασίου». Για τέτοιες δουλειές, που ανήκουν στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, υπάρχει ξεχωριστή μισθολογική ή συνταξιοδοτική μεταχείριση. Πρβλ.: η αγάπη θέλει προϋπηρεσία, μεροκάματο, ξενύχτι και νταλκά, θέλει Ι.Κ.Α., μια ζωή στην ανεργία, στα βαρέα ένσημα και στ’ ανθυγιεινά (Τραγούδι)·
- βαριά δουλειά (είναι) η καλογερική, α. είναι δύσκολη η εργένικη ζωή: «καλή είναι η εργένικη ζωή, δε λέω, αλλά το βράδυ, που γυρίζεις στο σπίτι και μένεις ολομόναχος, καταλαβαίνεις πόσο βαριά δουλειά είναι η καλογερική || αρρώστησε και δεν έχει έναν άνθρωπο να τον φροντίσει, γιατί είναι γεροντοπαλίκαρο. -Βαριά δουλειά η καλογερική». Από το ότι είναι δύσκολη υπόθεση ο μοναχικός βίος και, κατ’ επέκταση, είναι δύσκολη η άγαμη ζωή. β. είναι βαρύ το έργο ή το καθήκον που απαιτεί κόπους, θυσίες, στερήσεις και στενοχώριες: «στριμώχτηκε τον τελευταίο καιρό για να πάρει το πτυχίο του, και διαβάζει μέρα νύχτα, χωρίς να βγαίνει ούτε για μια βόλτα απ’ το σπίτι του. -Βαριά δουλειά η καλογερική». γ. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε κάποιον που, ενώ είναι μαθημένος στην άνεση και στην καλοπέραση, υποχρεώνεται ξαφνικά να εργαστεί σκληρά και να ζει λιτά, χωρίς εξόδους και γλέντια, πράγμα που του προξενεί στενοχώρια, δυσφορία: «απ’ τη μέρα που έχασε την περιουσία του κι αναγκάστηκε να βγάλει μονάχος του το ψωμί του, κατάλαβε πόσο βαριά δουλειά είναι η καλογερική»·
- βασιλιά βασιλιά, τι δουλειά; -Τεμπελιά, ρίμα από παλιό παιδικό παιχνίδι·
- βγάζω δουλειά, παράγω ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «όταν δουλεύω με όρεξη βγάζω δουλειά || είναι απ’ τους λίγους εργάτες σ’ αυτό το εργοστάσιο που βγάζει δουλειά χωρίς να τον πιέζει κανένας»·
- βγάζω τη δουλειά, τη διεκπεραιώνω: «μόλις βγάλεις τη δουλειά, είσαι ελεύθερος να φύγεις»·
- βγαίνει δουλειά, παράγεται ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «και να λείψω απ’ το εργοστάσιο, βγαίνει δουλειά, γιατί τους έχω όλους οργανωμένους μια χαρά»· βλ. και φρ. βγαίνει η δουλειά·
- βγαίνει (έτσι) δουλειά! βλ. συνηθέστ. γίνεται (έτσι) δουλειά(!)·
- βγαίνει ή δε βγαίνει η δουλειά; βλ. συνηθέστ. γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά(;)·
- βγαίνει η δουλειά, βλ. συνηθέστ. γίνεται η δουλειά·
- βγαίνει η δουλειά μου, βλ. συνηθέστ. γίνεται η δουλειά μου·
- βιρτουόζικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με μεγάλη  δεξιοτεχνία, φαντασία και μεράκι: «ο τάδε μηχανικός κάνει πάντα βιρτουόζικη δουλειά || ο τάδε ζωγράφος έκανε βιρτουόζικη δουλειά»·
- βλέπω τη δουλειά, την επιβλέπω: «όσο θα λείπω, θέλω να βλέπεις τη δουλειά»·
- βλέπω τη δουλειά μου, είμαι προσηλωμένος στη δουλειά μου, στην εργασία μου και δεν ασχολούμαι με τίποτε άλλο ή δε με ενδιαφέρει τίποτε από όσα γίνονται ή διαδραματίζονται γύρω μου: «σεισμός να γίνεται, βομβαρδισμός να γίνεται, ό,τι και να γίνεται, εγώ βλέπω τη δουλειά μου»·
- βραχυκύκλωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση συνάντησε απρόσμενη δυσκολία, απρόσμενο εμπόδιο και σταμάτησε να εξελίσσεται προσωρινά ή και οριστικά: «κι εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά βραχυκύκλωσε η δουλειά και μας έδεσε τα χέρια»·
- βρήκε στημένη δουλειά ή βρήκε δουλειά στημένη, βρήκε από κάποιον έτοιμη δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική: «αυτός είναι πολύ τυχερός, γιατί βρήκε στημένη δουλειά απ’ τον πατέρα του || κι εσύ, αν έβρισκες δουλειά στημένη, δε θα κουραζόσουν τόσο πολύ στη ζωή σου για να δημιουργήσεις αυτά που δημιούργησες»·
- βρήκε στρωμένη δουλειά ή βρήκε δουλειά στρωμένη, ανέλαβε κάποια επιχείρηση, ιδίως εμπορική εν ενεργεία, που εξελίσσεται ομαλά και από άποψη λειτουργίας και από άποψη κέρδους: «είναι τυχερός, γιατί βρήκε στρωμένη δουλειά απ’ την οικογένειά του || όποιος βρίσκει δουλειά στρωμένη, χωρίς να κοπιάσει ο ίδιος, μπορεί κι εύκολα να την καταστρέψει»·
- βρόμα η δουλειά! αρχίζουν να διαφαίνονται σοβαρές δυσκολίες, σοβαροί κίνδυνοι σε μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση με τον τρόπο που ατή διαμορφώνεται: «αν αρχίσουν, όπως λένε, την ένορκη διοικητική εξέταση για να εντοπίσουν αυτόν που έβαλε χέρι στο ταμείο της επιχείρησης, βρόμα η δουλειά! || λένε πως θα γίνει πάλι υποτίμηση της δραχμής. -Βρόμα η δουλειά!»· βλ. και φρ. είναι βρόμα η δουλειά ·
- βρομά η δουλειά, η δουλειά, συνήθως ευκαιριακή, δεν είναι τίμια, δεν είναι νόμιμη, είναι παράνομη: «εγώ δεν παίρνω μέρος, γιατί βλέπω πως βρωμά η δουλειά»·
- βρόμικη δουλειά ή βρόμικες δουλειές, α. εργασία που διεκπεραιώνεται σε βρόμικο, σε ανθυγιεινό περιβάλλον: «το να ’σαι υπάλληλος καθαριότητας του δήμου είναι βρόμικη δουλειά». β. δουλειά, συνήθως ευκαιριακή, που δεν είναι τίμια, που δεν είναι νόμιμη, που είναι παράνομη: «εμένα βγάλε με απ’ έξω, γιατί δε μπλέκομαι σε βρόμικες δουλειές». γ. (στη γλώσσα της αργκό) η δολοφονία: «ξέρει έναν χάλια μάγκα που αναλαμβάνει τις βρόμικες δουλειές της πιάτσας»·
- βρόμισε η δουλειά, α. δουλειά που, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται με αυτήν όλο και περισσότεροι, οπότε έχασε το οικονομικό ενδιαφέρον που είχε πρώτα: «τώρα που βρόμισε η δουλειά, τώρα πήγε κι αυτός ν’ ανοίξει βιντεοκλάμπ». β. δουλειά ή ενέργεια που, ενώ γινόταν στα κρυφά, με μυστικότητα, διέρρευσε, ιδίως σε αυτόν ή σε αυτούς, που δεν ήθελα ή που δεν έπρεπε να τη μάθουν: «απ’ τη στιγμή που βρόμισε η δουλειά στον ανταγωνιστή μου, θα την παρατήσω και θ’ ασχοληθώ με άλλη». γ. δουλειά ή υπόθεση που, ενώ εξελισσόταν ομαλά, έπαψε να συμφέρουσα και επιτυχημένη: «απ’ τη στιγμή που βρόμισε η δουλειά που είχε, προσανατολίζεται ν’ ασχοληθεί με κάτι άλλο»·
- βρόμισε τη δουλειά, δουλειά ή ενέργεια που, ενώ γινόταν στα κρυφά, με μυστικότητα, κάποιος την πρόδωσε, ιδίως σε αυτόν ή σε αυτούς, που δεν ήθελα ή που δεν έπρεπε να τη μάθουν: «δεν ξέρω ποιος βρόμισε τη δουλειά στον ανταγωνιστή μου!»·
- γαμημένη δουλειά, α. δουλειά ή υπόθεση που έχει ή που παρουσιάζει συνέχεια μεγάλες δυσκολίες: «μπλέχτηκα πριν από καιρό με μια γαμημένη δουλειά και δεν μπορώ να ξεμπλέξω ακόμα». β. δουλειά που δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, είτε γιατί ασκείται από πολλούς είτε γιατί έχει εξαντλήσει ή δεν προσελκύει άλλο το ενδιαφέρον του καταναλωτικού κοινού: «μην ανοίξεις βιντεοκλάμπ, γιατί απ’ τον καιρό που δημιουργήθηκαν οι ιδιωτικές τηλεοράσεις είναι γαμημένη δουλειά, αφού ο κόσμος δεν ξέρει πια ποιο πρόγραμμα να πρωτοδιαλέξει»·
- γαμήσι δουλειά, βλ. φρ. είναι γαμήσι η δουλειά·
- γίνεται δουλειά, παρατηρείται σοβαρή, μεθοδευμένη προσπάθεια σε κάποιο χώρο με καλά αποτελέσματα: «τα τελευταία χρόνια, γίνεται δουλειά στο χώρο του κλασικού αθλητισμού || αυτό που θέλω να μου πεις είναι αν γίνεται σήμερα δουλειά στα ελληνικά πανεπιστήμια»· βλ. και φρ. γίνεται η δουλειά·
- γίνεται (έτσι) δουλειά! σοβαρή αμφισβήτηση για το αν μπορεί να πραγματοποιηθεί πρόοδος ή εξέλιξη με το συγκεκριμένο τρόπο ενέργειας, δράσης ή νοοτροπίας που ακολουθείται, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «τη μια ο ένας την κάνει κοπάνα, την άλλη ο άλλος παίρνει άδεια απ’ τη σημαία, άλλος δεν έρχεται καθόλου κι άλλος ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει φεύγει, ε, πες μου, σε παρακαλώ, γίνεται έτσι δουλειά! || μ’ όλο αυτό το απεργιακό κύμα που σαρώνει τον τελευταίο καιρό τον τόπο μας, πες μου, σε παρακαλώ, γίνεται δουλειά!»·
- γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά; κατηγορηματική ερώτηση που απαιτεί κατηγορηματική απάντηση, για το αν μπορεί να πραγματοποιηθεί ή να διεκπεραιωθεί μια δουλειά ή μια υπόθεση: «θέλω να δεις καλά τα σχέδια και να μου πεις, γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά; || θέλω να μ’ απαντήσεις ντόμπρα και σταράτα, γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά να προωθήσεις την αίτηση που έκανα για τη δανειοδότησή μου;»·
- γίνεται η δουλειά, μπορεί να πραγματοποιηθεί ή να διεκπεραιωθεί μια δουλειά ή μια υπόθεση: «απ’ ό,τι βλέπω στα σχέδια, γίνεται η δουλειά || απ’ ότι ξέρω, γίνεται η δουλειά να βάλεις την αίτησή μου στο σωστό δρόμο»·
- γίνεται η δουλειά μου, η δουλειά μου, η εργασία μου, εξελίσσεται ομαλά, εξελίσσεται κανονικά: «έχω τόσο ευσυνείδητο προσωπικό, που, όσο καιρό και να λείψω απ’ το εργοστάσιο, γίνεται η δουλειά μου»·
- γκαγκάν δουλειά ή δουλειά γκαγκάν, βλ. φρ. η δουλειά είναι γκαγκάν·
- γκαντέμιασε η δουλειά, ενώ μια δουλειά ή μια υπόθεση εξελισσόταν ομαλά, άρχισαν να παρουσιάζονται αλλεπάλληλες ατυχίες και κινδυνεύει να περιέλθει σε αδιέξοδο ή και να αποτύχει οριστικά: «εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά κι είπα ν’ ανασάνω λίγο, ξαφνικά γκαντέμιασε η δουλειά κι έχασα την ηρεμία μου»·
- γκαντέμικη δουλειά, δουλειά ή υπόθεση που παρουσιάζει συνεχείς ατυχίες, συνεχείς δυσκολίες, και για το λόγο αυτό μας προξενεί ψυχική δυσφορία: «έμπλεξα με μια γκαντέμικη δουλειά, που μ’ έχει σπάσει τα νεύρα»·
- γκαραντί δουλειά, α. δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση που έχει εξασφαλισμένη επιτυχία, που είναι οργανωμένη πάνω σε στέρεες, σε εγγυημένες βάσεις: «βρήκε απ’ τον πατέρα του μια γκαραντί δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο του στραβά». β. εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι εγγυημένη: «κάνει γκαραντί δουλειά αυτός ο μηχανικός»·
- γούρνιασε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση, ενώ προχωρούσε ομαλά, έπαψε πια να εξελίσσεται, περιήλθε σε στασιμότητα: «ενώ όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά γούρνιασε η δουλειά κι έχω στα καλά καθούμενα σοβαρά προβλήματα». Από την εικόνα των τρεχούμενων νερών, που, όταν συγκεντρώνονται στη γούρνα, παραμένουν στάσιμα·
- γραφική δουλειά, βλ. συνηθέστ. δουλειά γραφείου·
- γρουσούζικη δουλειά, δουλειά ή υπόθεση που συναντάει συνέχεια ατυχίες, δυσκολίες, προβλήματα: «έμπλεξα με μια γρουσούζικη δουλειά και δεν ξέρω πότε θα ξεμπλέξω»·
- δε γίνεται έτσι δουλειά, κατηγορηματική διαπίστωση πως με το συγκεκριμένο τρόπο ενέργειας, δράσης ή νοοτροπίας που ακολουθείται, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πρόοδος ή εξέλιξη: «εδώ μέσα κάνει ο καθένας του κεφαλιού του κι ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει φεύγει. Ε, λοιπόν, σε πληροφορώ, πως δε γίνεται έτσι δουλειά»·
- δε γίνεται έτσι η δουλειά, είναι λανθασμένος ο τρόπος που ακολουθείται για να εξελιχθεί ή να περατωθεί κάποια δουλειά ή κάποια υπόθεση: «αν θέλεις να τελειώσεις αυτό που άρχισες, άλλαξε τακτική, γιατί δε γίνεται έτσι η δουλειά»·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά, α. έχω συνεχή, ασταμάτητη δουλειά: «απ’ το πρωί δε σήκωσα κεφάλι απ’ τη δουλειά». β. έχω το μυαλό μου συνέχεια στη δουλειά, δουλεύω εντατικά: «όταν αποφασίσει να δουλέψει, δε σηκώνει κεφάλι απ’ τη δουλειά»·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά μου, είμαι απόλυτα προσηλωμένος στη δουλειά μου, στην εργασία μου και δεν ασχολούμαι με τίποτε άλλο ή δε με ενδιαφέρει τίποτε άλλο: «ο κόσμος να χαλάει, αυτός δε σηκώνει κεφάλι απ’ τη δουλειά του»·
- δε σταυρώνει σε δουλειά ή δε σταυρώνει σε μια δουλειά, αλλάζει συνεχώς θέση εργασίας, δεν μπορεί να εδραιωθεί σε μια θέση εργασίας: «είναι πολύ ανάποδος άνθρωπος, γι’ αυτό δε σταυρώνει σε μια δουλειά»·
- δε σταυρώνω δουλειά, δεν μπορώ να βρω, να αναλάβω κάποια εργασία, ιδίως ως τεχνίτης: «όλοι παίρνουν ένα σωρό δουλειές κι εγώ δε σταυρώνω δουλειά!»·
- δε στεριώνει σε δουλειά ή δε στεριώνει σε μια δουλειά, για διάφορους λόγους δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί, να μείνει για πολύ καιρό σε μια θέση εργασίας: «είναι τόσο άτυχος άνθρωπος, που δε στεριώνει σε δουλειά || είναι τόσο νευρικός άνθρωπος, που δε στεριώνει σε μια δουλειά»·
- δε χαμπαρίζει από δουλειά, βλ. φρ. είναι άσχετος από δουλειά·
- δε χαμπαρίζει στη δουλειά, δε λογαριάζει, δεν υπολογίζει τίποτα όταν κάποιος ή κάτι απειλεί τη δουλειά του: «μπορεί να είσαι φίλος του, αλλά, αν κάνεις πως πας να τον ανταγωνιστείς, θα σε λιώσει, γιατί δε χαμπαρίζει στη δουλειά»·
- δεν έγινε έτσι η δουλειά, βλ. φρ. δεν είναι έτσι η δουλειά·
- δεν είναι (η) δουλειά σου αυτό (αυτή) ή δεν είναι αυτό (αυτή) (η) δουλειά σου, να μη σε ενδιαφέρει, να μη σε απασχολεί το συγκεκριμένο θέμα, γιατί υπάρχουν άλλοι που ενδιαφέρονται ή που ασχολούνται με αυτό, γιατί είναι έξω από τις αρμοδιότητές σου: «μη σε απασχολεί η μεταφορά των εμπορευμάτων, γιατί δεν είναι δουλειά σου αυτή»·
- δεν είναι για δουλειά, λέγεται για άνθρωπο τεμπέλη, που δεν έχει καμιά διάθεση να εργαστεί: «του έχω δώσει ένα σωρό ευκαιρίες, αλλά δεν είναι για δουλειά ο άνθρωπος»·
- δεν είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «δεν είναι δική μου δουλειά να ελέγχω ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο». β. δε με ενδιαφέρει η συγκεκριμένη υπόθεση ή περίπτωση, αδιαφορώ: «απ’ τη στιγμή που χωρίσαμε, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, δεν είναι δική μου δουλειά». Συνών. δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου / δεν είναι δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου / δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου / δεν είναι δικό μου καπέλο ή δεν είναι καπέλο μου / δεν είναι δικό μου πρόβλημα ή δεν είναι πρόβλημά μου / δεν είναι δικός μου λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου·
- δεν είναι δουλειά αυτή! ή δεν είναι αυτή δουλειά! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που την επαναλαμβάνει συστηματικά: «δεν είναι δουλειά αυτή να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || δεν είναι δουλειά αυτή να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις σουρλουλούδες στα μπουζούκια! || δεν είναι δουλειά αυτή, κάθε μεσημέρι την ώρα που πάω να κοιμηθώ, να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α· βλ. και φρ. δουλειά είν’ αυτή(!)·
- δεν είναι δουλειά αυτή ή δεν είναι αυτή δουλειά, κατηγορηματική διαπίστωση της ασυδοσίας ή νοοτροπίας που επικρατεί σε κάποιο εργασιακό ιδίως χώρο και, κατ’ επέκταση, κατηγορηματική δήλωση για την έλλειψη σοβαρότητας ή κύρους της επιχείρησης. Συνήθως, μια τέτοια επιχείρηση χαρακτηρίζεται καφενείο, από το ότι πηγαίνει και φεύγει ο καθένας ό,τι ώρα θέλει, μπουρδέλο ή κωλοχανείο, για να καταδείξει την έλλειψη σοβαρότητας ή κύρους, ή και σκορποχώρι, για να δώσει την εικόνα της διάλυσης: «απ’ τη μέρα που πάτησα το πόδι μου σ’ αυτό το εργοστάσιο, παρατήρησα πως ο καθένας ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει φεύγει. Ε, λοιπόν, σε πληροφορώ, δεν είναι δουλειά αυτή, αυτή ’ναι καφενείο (μπουρδέλο, κωλοχανείο, σκορποχώρι)». Πρβλ. λ.: όταν μπαίνουν στην καρδιά σου περισσότεροι από δύο, δεν είναι καρδιά είναι καφενείο (Λαϊκό τραγούδι)·
- δεν είναι δουλειά σου να..., α. δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει στην επαγγελματική, οικονομική ή κοινωνική θέση σου να...: «δεν είναι δουλειά σου, κοτζάμ διευθυντής ν’ ασχολείσαι με τέτοιες μικροϋποθέσεις || δεν είναι δουλειά σου, κοτζάμ γιατρός να συναναστρέφεσαι με τους παρακατιανούς». β. δεν υπάρχει λόγος να ...: «δεν είναι δουλειά σου να ενδιαφέρεσαι γι’ αυτό το άτομο». γ. δεν είναι της αρμοδιότητάς σου να ...: «δεν είναι δουλειά σου ν’ ασχολείσαι μ’ αυτό το θέμα»·
- δεν είναι εντάξει η δουλειά, η δουλειά, ιδίως κατασκευαστική, δεν έγινε, δε φτιάχτηκε σωστά, έχει ή παρουσιάζει προβλήματα: «δεν έγινε εντάξει η δουλειά, γιατί με την πρώτη βροχή πλημμυρίζουμε»·
- δεν είναι έτσι η δουλειά, η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, δεν έγινε ή δεν εξελίχθηκε με τον συγκεκριμένο τρόπο που αναφέρεται: «βέβαια, μπορείς να λες την άποψή σου, αλλά δεν είναι έτσι η δουλειά». Συνών. δεν είναι έτσι τα πράγματα·
- δεν είναι της δουλειάς, δε γνωρίζει το αντικείμενο της συγκεκριμένης δουλειάς, είναι άσχετος με την υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος: «μην τον λαμβάνεις υπόψη σου, γιατί δεν είναι της δουλειάς ο άνθρωπος και δεν μπορεί να βοηθήσει || μη δίνεις βάση στα λόγια του, γιατί δεν είναι της δουλειάς»·
- δεν είναι τούτη δουλειά! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- δεν είναι τούτη δουλειά, βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή·
- δεν είχε δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει, λέγεται για άτομο που ασχολείται επί πολύ καιρό με κάτι εντελώς αναποτελεσματικά: «τι έγινε με τον τάδε; Έστησε επιτέλους εκείνη την επιχείρηση που ονειρευόταν; -Δεν είχε  δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει». Από την εικόνα του ατόμου που κατεργάζεται το μαλλί για κλώσιμο, ασχολία δύσκολη και χρονοβόρα·
- δεν έχει καμιά δουλειά, το συγκεκριμένο άτομο ή η συγκεκριμένη υπόθεση δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που κουβεντιάζουμε: «μην μπερδεύεις και τον τάδε, γιατί δεν έχει καμιά δουλειά μ’ αυτή την υπόθεση || δεν έχει καμιά δουλειά η τιμιότητα όταν απειλείται το συμφέρον του». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έχουνε μάθει να πονώ γι’ αυτό η καρδιά μου αντέχει, κι αν φύγεις ή μ’ απαρνηθείς, στη μάνα σου μην ορκιστείς, η μάνα στην αγάπη μας καμιά δουλειά δεν έχει
- δεν έχεις (καμιά) δουλειά εδώ, α. ο συγκεκριμένος χώρος δεν είναι η θέση στην οποία πρέπει να βρίσκεσαι, δεν είναι ο χώρος, όπου μπορείς να ασκείς τις αρμοδιότητές σου: «ό,τι και να πεις, δε θα σ’ ακούσει κανένας, γιατί δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ». β. βρίσκεσαι σε περιβάλλον άσχετο με το επαγγελματικό, οικονομικό ή κοινωνικό σου επίπεδο: «δεν έχεις δουλειά εδώ, γιατί αυτό το κλαμπ είναι μόνο για τους βιομηχάνους»·
- δεν έχεις καμιά δουλειά να..., η συγκεκριμένη υπόθεση δεν είναι στη δικαιοδοσία σου, στην αρμοδιότητά σου: «δεν έχεις καμιά δουλειά ν’ ασχολείσαι μ’ αυτή την υπόθεση, αφού ξέρεις πως την έχει αναλάβει άλλος»· βλ. και φρ. δεν είναι δουλειά σου να(…)·
- δεν έχω δουλειά, είμαι άνεργος: «είναι πέντε μήνες τώρα που δεν έχω δουλειά»·
- δεν έχω καμιά δουλειά εγώ, α. είμαι τελείως αναρμόδιος: «δεν μπορώ να σας πω τη γνώμη μου, γιατί δεν έχω καμιά δουλειά εγώ με το θέμα που συζητάτε». β. δεν έχω καμιά σχέση με αυτό που συζητείται ή παρουσιάζεται, το αγνοώ τελείως: «δεν έχω καμιά δουλειά εγώ με τη ληστεία || δεν έχω καμιά δουλειά εγώ μ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δεν κάνεις καμιά δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά(!)·
- δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά! η υπόθεση ή η κατάσταση όπως έγινε ή όπως διαμορφώθηκε, δεν έχει προηγούμενο, δεν ξανάγινε ποτέ στο παρελθόν, είναι πρωτόγνωρη, δεν μπορεί να τη συλλάβει ανθρώπου νους: «έστειλε το γιο του στο νοσοκομείο απ’ το ξύλο, γιατί πήγε σινεμά χωρίς να τον ρωτήσει. -Δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά! || τον έστειλε φυλακή, επειδή του χρωστούσε είκοσι χιλιάδες και δεν είχε να του τις δώσει. -Δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε ή το ε όχι·
- δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά! α. έκφραση δυσφορίας σε άτομο που μας έχει γίνει φορτικό ή ενοχλητικό και έχει την έννοια επιτέλους άφησέ με ήσυχο, μη με ενοχλείς, μη με σκοτίζεις περισσότερο. β. επιθετική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει απίθανα πράγματα ή που αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας εξαπατήσει: «θέλω να μου δώσεις τ’ αυτοκίνητό σου για ένα μήνα, γιατί το δικό μου το ’χω στο γκαράζ. -Δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά! || αν μου δώσεις σήμερα εκατό χιλιάδες, θα σου δώσω σε μια βδομάδα πεντακόσιες. -Δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε, το μωρέ ή το ρε και κλείνει με το λέω ’γω, ενώ είναι και φορές που μετά το λέω ’γω ακούγεται και το να ησυχάσουμε ή το να τελειώνουμε. Η δουλειά που υπονοούμε να πάει να κάνει αυτός που μας ενοχλεί, είναι να υποστεί τη σεξουαλική πράξη·
- δεν πιάνεται στη δουλειά, είναι πολύ εργατικός: «όταν αρχίσει να δουλεύει δεν πιάνεται στη δουλειά»·βλ. και φρ. είναι άπιαστος στη δουλειά·
- δεν πιάνεται στη δουλειά του, είναι ασύγκριτος σε αυτό που καταγίνεται: «δεν τον αλλάζω με τίποτε αυτόν το μηχανικό, γιατί δεν πιάνεται στη δουλειά του»· βλ. και φρ. είναι άπιαστος στη δουλειά του·
- δεν τη βλέπω εντάξει τη δουλειά, βλ. φρ. δεν την καλοβλέπω τη δουλειά·
- δεν τη βρίσκω εντάξει τη δουλειά, βλ. φρ. δεν τη βλέπω εντάξει τη δουλειά·
- δεν την καλοβλέπω τη δουλειά, α. θεωρώ πως κάτι είναι ύποπτο ή επικίνδυνο σε μια δουλειά: «απ’ τη στιγμή που έκανε την εμφάνισή της η αστυνομία, δεν την καλοβλέπω τη δουλειά». β. έχω την εντύπωση πως κάποια δουλειά είναι ύποπτη ή παράνομη: «εγώ δεν παίρνω μέρος, γιατί δεν την καλοβλέπω τη δουλειά». γ. έχω την εντύπωση πως μια δουλειά ή επιχείρηση δεν εξελίσσεται ομαλά, πως υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει, να χρεοκοπήσει: «αν δεν βρεις κάποιον χρηματοδότη, δεν την καλοβλέπω τη δουλειά»·
- δική σου δουλειά, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί, αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, είναι προσωπικό σου ζήτημα, προσωπική σου υπόθεση: «ποιον απ’ τους δυο προτείνεις να πάρω στο γραφείο μου; -Δική σου δουλειά || ποιο κόμμα να ψηφίσω στις εκλογές; -Δική σου δουλειά». Συνών. δική σου υπόθεση / δικό σου ζήτημα / δικό σου θέμα / δικό σου καπέλο / δικό σου πρόβλημα / δικός σου λογαριασμός·
- δουλειά για γέλια, α. που είναι πάρα πολύ εύκολη, που είναι πανεύκολη: «μου ανέθεσε να κάνω μια δουλειά που είναι για γέλια». β. εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι πολύ πρόχειρη, πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη: «λέγατε πως είναι καλός μπογιατζής, όμως μου ’κανε μια δουλειά για γέλια»·
- δουλειά για κλάματα, εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι εντελώς πρόχειρη, κακόγουστη, κακότεχνη: «ήταν τόσο ανεύθυνος υδραυλικός, που μου ’κανε μια δουλειά για κλάματα»·
- δουλειά γραφείου, που διεκπεραιώνεται μέσα σε γραφείο και που συνήθως είναι γραφική: «δουλεύει σε μια εμπορική επιχείρηση και κάνει δουλειά γραφείου»·
- δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας, α. λέγεται στην περίπτωση που από δική μας υπαιτιότητα δημιουργούμε προβλήματα σε μας τους ίδιους. β. λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος μας υποχρεώνει να κάνουμε κάτι ανεπιθύμητο ή εντελώς ανώφελο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δουλειά δεν είχαμε και δουλειά βρήκαμε, λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος μας υποχρεώνει να κάνουμε κάτι ανεπιθύμητο ή εντελώς ανώφελο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε, γαμούσε τα παιδιά του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, γαμάει τα παιδιά του, όταν κάποιος δεν έχει να κάνει κάτι συγκεκριμένο, κάτι ουσιαστικό και ωφέλιμο, τότε ασχολείται με διάφορες ανοησίες μόνο και μόνο για να περάσει την ώρα του, ή συμπεριφέρεται ανάρμοστα, απερίσκεπτα. Πρβλ.: αργία μήτηρ πάσης κακίας·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, δουλειά βρήκε να κάνει, βλ. φρ. δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. φρ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του , βλ. φρ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο καλόγηρος και με τις μύγες πάλευε, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο τεμπέλης και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο τεμπέλης κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δε έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε το μουνί και μάθαινε τσαγκάρης, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά είν’ αυτή! α. έντονη αμφισβήτηση για τη σοβαρότητα ή το κύρος κάποιας επιχείρησης: «απ’ τη μέρα που ήρθα σ’ αυτό το εργοστάσιο, παρατήρησα πως ο καθένας κάνει του κεφαλιού του. Δουλειά είν’ αυτή!». β. υποτιμητική έκφραση για κάποια δουλειά που τη θεωρούμε ανάξια λόγου, ασήμαντη: «γιατί δε θέλεις να προσληφθείς σ’ αυτό το εργοστάσιο; -Δουλειά είν’ αυτή!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε μωρέ. γ.έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που την επαναλαμβάνει συστηματικά: «δουλειά είν’ αυτή, να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || δουλειά είν’ αυτή, να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια! || δουλειά είν’ αυτή, να μη μ’ αφήνεις κάθε μεσημέρι να κοιμηθώ!». Πολλές φορές, πριν, και συνηθέστερα μετά τη φρ. ακούγεται και το όχι πες μου σε παρακαλώ·βλ. και φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- δουλειά είν’ αυτή ή βάσανο! η δουλειά, η εργασία ή η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, παρουσιάζει συνέχεια προβλήματα, δεν εξελίσσεται ομαλά, και για το λόγο αυτό πρέπει να βρισκόμαστε διαρκώς σε επαγρύπνηση: «τη μια μου λείπουν οι πρώτες ύλες,, την άλλη δεν επαρκούν οι εργάτες, πλάκωσαν κι από πάνω οι απεργίες, δουλειά είν’ αυτή ή βάσανο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε μωρέ ή το ε όχι πες μου ή το ε πες μου ή το ε πες μου σε παρακαλώ·
- δουλειά κι άγιος ο Θεός, βλ. φρ. από δουλειά άλλο τίποτα·
- δουλειά κι αυτή! α. δουλειά ή απασχόληση, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, που είναι ανιαρή, βαρετή: «η δουλειά του είναι να συνοδεύει κάθε πρωί απ’ το σπίτι στο σχολείο τα παιδιά του τάδε, κι όταν σχολνούν, να τα συνοδεύει πάλι μέχρι το σπίτι. -Δουλειά κι αυτή!». β. εργασία που παρουσιάζει ιδιαίτερες ή σπάνιες δυσκολίες και που δεν μπορεί ή δεν είναι διατεθειμένος να την κάνει ο καθένας: «η δουλειά του είναι να κατεβαίνει και να καθαρίζει τους βόθρους του δήμου. -Δουλειά κι αυτή!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε ή το μωρέ και πιο σπάνια το ρε·
- δουλειά με το κομμάτι, εργασία που αμείβεται ανάλογα με τον αριθμό παραγωγής του προϊόντος το οποίο παραδίδεται από τον εργαζόμενο στον εργοδότη: «δουλεύει σ’ ένα εργοστάσιο που δίνουν δουλειά με το κομμάτι». Το είδος αυτό της δουλειάς έγινε γνωστό από τους Έλληνες μετανάστες της Γερμανίας·
- δουλειά μια φορά! έκφραση θαυμασμού για επιχείρηση ή εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «είδες τι σύγχρονο εργοστάσιο; -Δουλειά μια φορά! || βλέπεις με πόση τέχνη είναι καμωμένο αυτό το δαχτυλίδι; -Δουλειά μια φορά!»· βλ. και φρ. δουλειά κι αυτή(!)·
- δουλειά μπασκλάς ή μπασκλάς δουλειά, δουλειά εμπορική ή τεχνική ανάξια λόγου, τιποτένια, κατωτέρας ποιότητας: «για να μη λέει με τι ασχολείται, σκέψου τι δουλειά μπασκλάς θα έχει || δε ξαναπάω σε κείνον τον μηχανικό, γιατί μου ’κανε πολύ μπασκλάς δουλειά»·
- δουλειά να ’ναι κι ό,τι να ’ναι, έκφραση απελπισμένου άνεργου, που δεν ενδιαφέρεται για το είδος ή την ποιότητα της δουλειάς, αρκεί να δουλέψει: «θα μπορείς να κατεβαίνεις και να καθαρίζεις τους βόθρους; -Δουλειά να ’ναι κι ό,τι να ’ναι». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- δουλειά ρουτίνας, α. εργασία ή απασχόληση που επαναλαμβάνεται μονότονα, μηχανικά, δουλειά πληκτική, ανιαρή: «δεν μπορεί ν’ απασχοληθεί με δουλειά ρουτίνας, γιατί τον πιάνουν τα νεύρα». β. δουλειά που από άποψη διεκπεραίωσης ή συναλλαγής δεν παρουσιάζει εξάρσεις, αλλά ακολουθεί την καθημερινή πορεία της: «σήμερα η μέρα πέρασε ξεκούραστα, γιατί είχαμε δουλειά ρουτίνας»·
- δουλειά σου! βλ. φρ. κάνε δουλειά σου(!)·
- δουλειά σου και δουλειά μου! έκφραση δυσαρέσκειας για την ανάμιξη κάποιου σε θέματα που δεν ανήκουν στην αρμοδιότητά του: «επιτέλους, πάψε να ενδιαφέρεσαι για το τι κάνω. Δουλειά σου και δουλειά μου!»·
- δουλειά στο γόνα, βλ. φρ. δουλειά στο γόνατο·
- δουλειά στο γόνατο, δουλειά, ιδίως τεχνική, χειροτεχνική ή πνευματική, που έγινε βιαστικά, πρόχειρα, η προχειροδουλειά: «πώς να μη σου βάλει τις φωνές, αφού κάνει μπαμ από μακριά πως είναι δουλειά στο γόνατο». Από το ότι, οτιδήποτε παράγεται ή γράφεται πάνω στο γόνατο, υποδηλώνει προχειρότητα ή βιασύνη· βλ. και φρ. η δουλειά πάει γόνατο·
- δουλειά στο πόδι, βλ. φρ. δουλειά στο γόνατο·
- δουλειά τέλος, κατηγορηματική έκφραση με την οποία αναγγέλλει κάποιος εργοδότης πως όλες οι κενές θέσεις εργασίας συμπληρώθηκαν, κι επομένως δεν υπάρχει λόγος να περιμένουν άλλο·
- δουλειά τζάμι ή τζάμι δουλειά, τεχνική ιδίως εργασία, που είναι καθαρή, παστρική και που εντυπωσιάζει με την τελειότητά της: «επειδή μου ’φερε δουλειά τζάμι, τον πλήρωσα κι εγώ κάτι παραπάνω»·
- δουλειά της νύχτας ή δουλειές της νύχτας, α. ύποπτη, παράνομη δραστηριότητα: «δεν τον έχουν και σε πολύ εκτίμηση μέσα στη γειτονιά, γιατί ξέρουν πως είναι μπλεγμένος με δουλειές της νύχτας». β. επίσης ως δουλειά της νύχτας αναφέρεται και η απασχόληση σε διάφορα νυχτερινά κέντρα, μπαρ, παμπ, η απασχόληση κάποιου σε θέση νυχτοφύλακα, γενικά η μόνιμη απασχόληση κάποιου κατά τη διάρκεια της νύχτας. γ. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς υπευθυνότητα, που έγινε βιαστικά, όπως όπως (ενν. πως αυτός που την έκανε, δούλευε μέσα στο σκοτάδι και δεν έβλεπε: «σου το ’πα χίλιες φορές πως, αν μου ξαναφέρεις δουλειά της νύχτας, δε θα τη δεχτώ». Πρβλ.: της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά·
- δουλειά της πλάκας ή της πλάκας δουλειά, α. εργασία που είναι πολύ εύκολη: «μου ανέθεσε μια δουλειά και την τέλειωσα μέσα σε μισή ώρα, γιατί ήταν δουλειά της πλάκας». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση ανάξια λόγου, ασήμαντη, επειδή δεν παρουσιάζει κανένα οικονομικό ενδιαφέρον, επειδή είναι ανοργάνωτη: «γιατί να ρίξω λεφτά σε μια δουλειά της πλάκας, αφού υπάρχουν άλλες που μπορώ να τα κονομήσω; || έχει μια δουλειά της πλάκας και μας παριστάνει το βιομήχανο». γ. (γενικά) πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη τεχνική εργασία: «πάνω στη βιασύνη του να τελειώσει γρήγορα, μου ’φερε της πλάκας δουλειά»·
- δουλειά το λέμε τώρα! ή δουλειά το λένε τώρα! ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας λέει ότι πρέπει να φύγει ή ότι δεν μπορεί να έρθει κάπου, γιατί έχει δουλειά. Το υπονοούμενο της φρ. είναι, ότι η δουλειά που προβάλλει ως δικαιολογία είναι ερωτική. Συνών. καφέ το λέμε τώρα(!)·
- δουλειά του διαβόλου ή δουλειές του διαβόλου, ενέργειες που επιφέρουν διχόνοιες, έριδες, που είναι καταστροφικές: «αφήστε τις γκρίνιες και τα μαλώματα, γιατί αυτά είναι δουλειές του διαβόλου»·
- δουλειά του καφενείου ή δουλειές του καφενείου, δουλειές που προγραμματίζονται ή που συμφωνούνται πάνω σε στιγμές ευφορίας ή ενθουσιασμού ή χάριν εντυπωσιασμού, που όμως δεν υπάρχει περίπτωση να πραγματοποιηθούν: «πώς να του ’χω εμπιστοσύνη, αφού είναι μόνο για δουλειές του καφενείου». Από την εικόνα των θαμώνων του καφενείου, που μιλούν με τις ώρες για χίλια δυο πράγματα και που τα ξεχνούν, από τη στιγμή που φεύγουν·
- δουλειά του κεφαλιού ή δουλειές του κεφαλιού, δουλειά ή ενέργεια απερίσκεπτη, επιπόλαιη, βιαστική και χωρίς προγραμματισμό: «δεν προκόβει κανείς στη ζωή του με βιασύνη και με δουλειές του κεφαλιού»·
- δουλειά του κώλου ή του κώλου δουλειά, α. δουλειά, επιχείρηση, ιδίως εμπορική, που δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον και από άποψη σοβαρότητας και από άποψη κέρδους, που είναι εντελώς ανάξια λόγου, τιποτένια: «δεν μπλέκεται ποτέ με δουλειές του κώλου». β. γενικά πολύ πρόχειρη, πολύ κακόγουστη τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία: «πάνω στη βιασύνη του να προλάβει τις προθεσμίες, μας έφερε του κώλου δουλειά»·
- δουλειά του ποδαριού ή δουλειές του ποδαριού, δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μόνιμης έδρας ή καταστήματος. Τέτοια δουλειά μπορεί να θεωρηθεί η δουλειά του μεσάζοντα, του πλανόδιου μικροπωλητή, του πλανόδιου λαχειοπώλη και διάφορες άλλες ευκαιριακές δουλειές: «πέρασε η εποχή που μπορούσε κανείς με δουλειές του ποδαριού να ζήσει οικογένεια»· βλ. και φρ. δουλειά στο πόδι ·
- δουλειές του σπιτιού, α. τα οικιακά: «αυτός έχει ένα εμπορικό και η γυναίκα του ασχολείται με τις δουλειές του σπιτιού». β. (γενικά) κάθε απασχόληση σχετική με το νοικοκυριό: «επειδή δουλεύουν και οι δυο, βοηθάει και ο άντρας στις δουλειές του σπιτιού, όταν γυρίζει απ’ τη δουλειά του»·
- δουλεύω μια δουλειά, τη σχεδιάζω, βρίσκομαι στο στάδιο της έρευνας ή της επεξεργασίας της: «είναι καιρός τώρα που δουλεύω μια δουλειά, αλλά δεν είμαι ακόμα έτοιμος να σας την ανακοινώσω»·
- δύσκολη δουλειά είναι! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο να συμβεί αυτό που λες: «βγαίνεις το πρωί μια χαρά απ’ το σπίτι σου και, μέχρι να πας στη στάση, έρχεται και σε κόβει ένα αυτοκίνητο. -Δύσκολη δουλειά είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ, ενώ είναι και φορές που άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί το νομίζεις ·
- έγινε η δουλειά, επέβαλα τη σεξουαλική πράξη: «τι έγινε με την τάδε, την κατάφερες; -Έγινε η δουλειά»·
- έγινε κώλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε κώλος, α. η υπόθεση ή η εμπορική επιχείρηση παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες από κακό υπολογισμό ή κακή διαχείριση, και υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει: «απ’ τη στιγμή που άρχισαν ν’ ανακατεύονται στο εργοστάσιο όλοι οι συγγενείς, έγινε κώλος η δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που είναι κακόγουστη, κακότεχνη: «βιάστηκε ο μηχανικός να μου παραδώσει τα σχέδια κι έγινε κώλος η δουλειά»·
- έγινε λάσπη η δουλειά ή η δουλειά έγινε λάσπη, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε μαϊμού η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαϊμού, την ανέλαβε κάποιος με μυστικές ή μη διαφανείς διαδικασίες, την ανέθεσαν σε κάποιον χωρίς να προηγηθεί δημόσιος διαγωνισμός, χατιρικά, γιατί είχε κάποιον γνωστό ή άλλη πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων: «πάψε να ενδιαφέρεσαι, φίλε μου, γιατί έγινε μαϊμού η δουλειά απ’ τον τάδε || μην προσπαθήσεις να πάρεις καμιά κρατική ανάθεση, γιατί όλες οι δουλειές γίνονται μαϊμού»·
- έγινε μαμούκαλα η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαμούκαλα, βλ. συνηθέστ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε μαντάρα η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαντάρα, βλ. φρ. έγινε μπάχαλο η δουλειά·
- έγινε μουνί η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε μουνί καλλιγραφίας η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καλλιγραφίας, βλ. φρ. έγινε μουνί καπέλο η δουλειά·
- έγινε μουνί καπέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καπέλο, α. η υπόθεση ή η εργασία παρουσιάζει πολύ σοβαρές δυσκολίες, είτε από κακό υπολογισμό είτε από κακή διαχείριση, και υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να αποτύχει εντελώς: «απ’ τη μέρα που άρχισαν να μπερδεύονται με το εργοστάσιο όλοι οι κληρονόμοι, έγινε μουνί καπέλο η δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη: «βιαζόταν να προλάβει τις προθεσμίες που είχε δώσει κι η δουλειά έγινε μουνί καπέλο»·
- έγινε μπάχαλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μπάχαλο, η δουλειά, η επιχείρηση ή η υπόθεση αποδιοργανώθηκε εντελώς, παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα και βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας ή της αποτυχίας, χρεοκόπησε, απέτυχε οριστικά: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες έγινε μπάχαλο η δουλειά || λίγο έλειψα από τη θέση μου κι η δουλειά έγινε μπάχαλο!»·
- έγινε μπουρδέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μπουρδέλο, βλ. φρ. έγινε μπάχαλο η δουλειά·
- έγινε μύλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε μύλος, η δουλειά, η επιχείρηση ή η υπόθεση παρουσιάζει τέτοιο μπέρδεμα, που δεν μπορεί πια κανείς να βρει άκρη: «δεν υπήρχε κάποιος στην επιχείρηση να πάρει μια σωστή απόφαση κι έγινε μύλος η δουλειά || ο ένας ο  μάρτυρας έλεγε το μακρύ του, ο άλλος κατέθετε το κοντό του και στο τέλος η δουλειά έγινε μύλος»·
- έγινε νιανιά η δουλειά ή η δουλειά έγινε νιανιά, η δουλειά ή η υπόθεση ανακατεύτηκε τόσο πολύ, που παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο αποτυχίας και δεν προσελκύει πια το ενδιαφέρον κανενός: «από καθαρά κακή διαχείριση έγινε νιανιά η δουλειά || έχουμε ανταλλάξει τόσο βαριές κουβέντες, που καλύτερα να χωρίσουμε, γιατί η δουλειά έγινε νιανιά κι είναι κρίμα να ταλαιπωρούμαστε». Από την εικόνα της βρεφικής τροφής, που είναι λιωμένη, ή από το φαγητό, που κάποιος το ανακάτωσε τόσο πολύ, που το έκανε σαν πολτό και δεν τρώγεται·
- έγινε πετρέλαιο η δουλειά ή η δουλειά έγινε πετρέλαιο, απέτυχε, χρεοκόπησε: «απ’ τη μέρα που άρχισαν οι απεργίες και οι καταλήψεις των δρόμων, έγινε πετρέλαιο η δουλειά, γιατί δεν μπορούσα ν’ αντέξω άλλο || δεν ενδιαφέρομαι περισσότερο, γιατί η δουλειά έγινε πετρέλαιο»·
- έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τα μούτρα σου, η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, έγινε κακόγουστη, κακότεχνη: «απ’ τη στιγμή που βιαζόσουν, έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά || τώρα που η δουλειά έγινε σαν τα μούτρα σου, παράτα την και ξεκίνα καμιά άλλη»·
- έγινε σαν τον κώλο σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τον κώλο σου, βλ. φρ. έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά·
- έγινε σκατά η δουλειά ή η δουλειά έγινε σκατά, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε σούπα η δουλειά ή η δουλειά έγινε σούπα, α. διαδόθηκε πάρα πολύ, επήλθε κορεσμός και δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, γιατί ασχολούνται με αυτή πάρα πολλοί: «τώρα που έγινε σούπα η δουλειά, τώρα του ’ρθε η φαεινή ν’ ανοίξει βιντεοκλάμπ». Από το ότι η σούπα είναι ένα πάρα πολύ διαδομένο φαγητό. β. η δουλειά ή η υπόθεση αποδιοργανώθηκε εντελώς και, κατ’ επέκταση, απέτυχε: «είχε το μυαλό του συνέχεια στα γλέντια και τις διασκεδάσεις κι έγινε σούπα η δουλειά». Από το ότι η σούπα είναι ρευστή ως φαγητό·
- έγινε τουρλού η δουλειά ή η δουλειά έγινε τουρλού, η δουλειά ή η υπόθεση ανακατεύτηκε, μπερδεύτηκε τόσο πολύ, που παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο αποτυχίας: «χίλιοι δυο μπερδεύτηκαν, ο ένας με το μακρύ του κι ο άλλος με το κοντό του, ώσπου έγινε τουρλού η δουλειά». Από την εικόνα του ομώνυμου φαγητού, που αποτελείται από μικρά κομμάτια διάφορων λαχανικών·
- έγινε τουρσί η δουλειά ή η δουλειά έγινε τουρσί, βλ. φρ. έγινε τουρλού η δουλειά·
- εδώ γίνεται η δουλειά, βλ. φρ. εδώ κολλάει η δουλειά·
- εδώ είναι δουλειά, επιθετική έκφραση σε άτομο που απασχολεί κάποιον υπάλληλο ή εργάτη στο χώρο της εργασίας του εν ώρα δουλειάς, να τον αφήσει απερίσπαστο στη δουλειά του: «αν έχετε να πείτε κάτι, να περιμένεις να τελειώσει τη βάρδια του και πάτε όπου θέλετε να μιλήσετε, γιατί εδώ είναι δουλειά». Πολλές φορές, ακολουθούν βρισιές όπως το, δεν είναι της μάνας σου το μουνί ή το δεν είναι της αδερφής σου ο κώλος ή το δεν είναι της γιαγιάς σου το καφεκούτι·
- εδώ είναι η δουλειά! ή εδώ είναι όλη η δουλειά! βλ. συνηθέστ. εδώ κολλάει η δουλειά(!)·
- εδώ είναι η δουλειά ή εδώ είναι όλη η δουλειά, σε αυτό ειδικά το συγκεκριμένο σημείο βρίσκεται η ουσία της δουλειάς, σε αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί από αυτό εξαρτάται και η επιτυχία του όλου εγχειρήματός μας: «πρέπει να βρεθεί η εγγύηση για να πάρουμε το έργο, γιατί εδώ είναι όλη η δουλειά»· βλ. και φρ. εδώ κολλάει η δουλειά·
- εδώ κολλάει η δουλειά! ή εδώ κολλάει όλη η δουλειά! αυτό που μου λες δεν είναι σοβαρό εμπόδιο, ούτε είναι κάτι που δεν μπορεί να ξεπεραστεί, ώστε συνεχιστεί η δουλειά ή η υπόθεση: «απ’ τη μέρα που ήρθε ο νέος διευθυντής, καθυστερεί να υπογράψει την έγκριση του δανείου. -Σιγά το πράγμα, εδώ κολλάει η δουλειά!»·
- εδώ κολλάει η δουλειά ή εδώ κολλάει όλη η δουλειά, αυτό το συγκεκριμένο σημείο, αυτό το συγκεκριμένο άτομο, αυτός ο συγκεκριμένος λόγος είναι που εμποδίζει την εξέλιξη της υπόθεσης ή της εργασίας: «πρέπει να πείσουμε τον διευθυντή να εγκρίνει την επιχορήγηση, αν θέλουμε να συνεχίσουμε, γιατί εδώ κολλάει η δουλειά || πρέπει ν’ αλλάξεις μπουζί, γιατί εδώ κολλάει η δουλειά και δεν παίρνει μπρος τ’ αυτοκίνητο»· βλ. και φρ. εδώ είναι η δουλειά·
- είμαι κάργα από δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά· 
- είμαι πηγμένος στη δουλειά, βλ. φρ. είμαι πνιγμένος στη δουλειά·
- είμαι πνιγμένος στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, έχω πάρα πολλές υποθέσεις να διεκπεραιώσω: «δε θα μπορέσω να ’ρθω μαζί σας στην εκδρομή, γιατί είμαι πνιγμένος στη δουλειά»·
- είμαι τίγκα από δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά·
- είμαι φίσκα από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «την περίοδο των γιορτών ήμουν φίσκα από δουλειά»·
- είμαι φορτωμένος από δουλειά ή είμαι φορτωμένος με δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική, που πρέπει να την τελειώσω και να την παραδώσω, ή έχω να διεκπεραιώσω πολλή δουλειά, ιδίως γραφική: «χάθηκε απ’ την παρέα μας, γιατί είναι φορτωμένος από δουλειά και πρέπει να την παραδώσει || είμαι φορτωμένος με δουλειά και πρέπει να κάνω υπερωρίες στο γραφείο για να φύγει απ’ τα χέρια μου»·
- είμαστε τώρα για τέτοιες δουλειές; λέγεται για κάτι με το οποίο δεν μπορούμε να ασχοληθούμε τη στιγμή που μας το αναφέρουν, γιατί προέχει κάτι άλλο που είναι πιο σοβαρό ή επείγον: «πρέπει να κάνεις οπωσδήποτε επέκταση του εργοστασίου σου. -Είμαστε τώρα για τέτοιες δουλειές; Εδώ ψάχνω λεφτά για να πληρώσω το προσωπικό!»·
- είναι αετός στη δουλειά του, είναι ικανότατος, ιδίως στην τέχνη που ασκεί ως επάγγελμα: «δεν αλλάζω μηχανικό, γιατί σ’ αυτόν που πηγαίνω τ’ αυτοκίνητό μου είναι αετός στη δουλειά του»·
- είναι άπιαστος στη δουλειά, είναι ασυναγώνιστος στην εργατικότητα: «όταν αρχίζει να δουλεύει, είναι άπιαστος στη δουλειά»· βλ. και φρ. δεν πιάνεται στη δουλειά·
- είναι άπιαστος στη δουλειά του, είναι ασυναγώνιστος, ικανότατος σε μια δουλειά ή μια τέχνη που την ασκεί ως επάγγελμα: «είναι τόσο καλός μηχανικός, που είναι άπιαστος στη δουλειά του»·
- είναι άσος στη δουλειά του, είναι άριστος σε μια τέχνη που την ασκεί ως επάγγελμα: «βρήκα έναν ηλεκτρολόγο, που είναι άσος στη δουλειά του»· 
- είναι άσχετος από δουλειά, δεν έχει καλή σχέση με την εργασία, είναι τεμπέλης: «βρήκε έτοιμη περιουσία απ’ τον πατέρα του, γι’ αυτό είναι άσχετος από δουλειά»·
- είναι άσχετος με τη δουλειά, α. δεν έχει καμιά πείρα με τη συγκεκριμένη δουλειά που κουβεντιάζουμε: «δεν υπάρχει λόγος να πάρουμε τη γνώμη του, γιατί είναι άσχετος με τη δουλειά». β. δεν έχει καμιά ανάμειξη με την υπόθεση, ιδίως παράνομη, που έγινε ή που κουβεντιάζουμε: «δεν υπάρχει λόγος να τον κατηγορούμε άδικα, γιατί είναι άσχετος με τη δουλειά»·
- είναι βλαστήμια η δουλειά ή η δουλειά είναι βλαστήμια, η εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, είναι πάρα πολύ δύσκολη, πάρα πολύ κουραστική (που, όταν δηλ. την κάνει αυτός που την έχει αναλάβει, βλαστημάει συνέχεια από τις δυσκολίες που παρουσιάζει ή από την κούραση που υφίσταται): «τη θεώρησα εύκολη, όταν την ανέλαβα, αλλά στην πορεία της ανακάλυψα πως είναι βλαστήμια η δουλειά»·
- είναι βρόμα η δουλειά ή η δουλειά είναι βρόμα, δεν είναι τίμια, είναι παράνομη, και ως εκ τούτου επιφέρει ποινικές κυρώσεις: «εγώ δεν παίρνω μέρος γιατί, απ’ ότι φαίνεται, η δουλειά είναι βρόμα»·
- είναι γαμήσι η δουλειά ή η δουλειά είναι γαμήσι, η εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, είναι μπερδεμένη και δύσκολη, με πολλά και συνεχιζόμενα: «όταν την ανέλαβα, είχα την εντύπωση πως ήταν εύκολη, αλλά στην πορεία αποδείχθηκε πως είναι γαμήσι η δουλειά»·
- είναι για πέταμα η δουλειά ή η δουλειά είναι για πέταμα, η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, δεν είναι αποδεκτή, είναι απαράδεκτη: «ήταν μέσα στην προθεσμία που συμφωνήσαμε, αλλά είναι για πέταμα η δουλειά που μου έφερε»·
- είναι για τα σκουπίδια η δουλειά ή η δουλειά είναι για τα σκουπίδια, βλ. φρ. είναι για πέταμα η δουλειά·
- είναι διάβολος στη δουλειά του, είναι ικανότατος στη δουλειά του: «όχι μόνο είναι πολύ εργατικό παιδί, αλλά είναι και διάβολος στη δουλειά του»·
- είναι δική μου δουλειά, α. είναι της αρμοδιότητάς μου, είναι μέσα στα καθήκοντά μου: «ο έλεγχος της κάθε βάρδιας είναι δική μου δουλειά». β. είναι προσωπική μου υπόθεση: «είναι δική μου δουλειά πώς θα ενεργήσω για να βγω απ’ την κρίση». (Τραγούδι: και δουλειά δικιά μου και πολύ μαγκιά μου κι ας με τρώει χρόνια αυτός ο φόβος. Στου σκοινιού τη μέση κι όλοι λεν, θα πέσει μα ποτέ δεν πέφτει αυτός, ο Γιώργος).Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ., ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά·
- είναι δουλειά αυτή! βλ. φρ. δουλειά είναι αυτή(!)·
- είναι δουλειά (του τάδε), α. η πράξη για την οποία γίνεται λόγος, και που είναι κακή, επιβλαβής ή παράνομη, έγινε από τον τάδε: «η πρόκληση της πυρκαγιάς είναι δουλειά των εμπρηστών || η ληστεία είναι σίγουρα δουλειά του τάδε». β. η επιχείρηση για την οποία γίνεται λόγος, ανήκει στον τάδε: «όλο αυτό το συγκρότημα που βλέπεις, είναι δουλειά του τάδε». γ. είναι υποχρέωση ή καθήκον του τάδε: «οι παραγγελίες του εργοστασίου είναι δουλειά του τάδε»·
- είναι εξπέρ στη δουλειά του, είναι πολύ ειδικός, ιδίως στην τέχνη που εξασκεί ή στο επάγγελμά του: «στα υδραυλικά ο τάδε είναι εξπέρ στη δουλειά του || όσον αφορά στα μηχανολογικά, είναι εξπέρ στη δουλειά του»·
- είναι η καλύτερη δουλειά, έκφραση επιδοκιμασίας γι’ αυτό με το οποίο ασχολείται κάποιος και που τον συμφέρει ή του αρέσει: «να εισπράττεις κάθε μήνα τα νοίκια, είναι η καλύτερη δουλειά || να πηγαίνεις το πρωί να πίνεις τον καφέ σου σ’ ένα απ’ τα μπαράκια της παραλίας, είναι η καλύτερη δουλειά». (Τραγούδι: δώσ’ μου πολλά φιλιά, αμέτρητα τρελά κι εγώ βασίλισσα θα σ’ έχω στην καρδιά μου μην τσιγκουνεύεσαι, μόνο να σκέφτεσαι πως τα φιλιά είν’ η καλύτερη δουλειά)· 
- είναι καζίκι η δουλειά ή η δουλειά είναι καζίκι, βλ. φρ. είναι μανίκι η δουλειά·
- είναι κάλμα η δουλειά ή είναι κάλμα οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
- είναι καλμαρισμένη η δουλειά ή είναι καλμαρισμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
- είναι λαμόγια η δουλειά ή η δουλειά είναι λαμόγια, είναι ύποπτη, παράνομη: «πρόσεχε να μην μπλέξεις, γιατί είναι λαμόγια η δουλειά || μόλις κατάλαβε πως η δουλειά είναι λαμόγια, διέλυσε το συνεταιρισμό»·
- είναι λεοντάρι στη δουλειά, δουλεύει σκληρά και ακούραστα. (Λαϊκό τραγούδι: είμ’ εργάτης τιμημένος , όπως όλ’ η εργατιά, και τεχνίτης ξακουσμένος, λεοντάρι στη δουλειά
- είναι λούκι η δουλειά ή η δουλειά είναι λούκι, η δουλειά ή η υπόθεση είναι τόσο δύσκολη, που, αν μπλέξει κανείς, δε θα μπορέσει να ξεμπλέξει εύκολα: «μην πάρεις μέρος, γιατί είναι λούκι η δουλειά»·
- είναι μανίκι η δουλειά ή η δουλειά είναι μανίκι, είναι πολύ δύσκολη, παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες: «νόμιζα πως ήταν εύκολη, όταν την ανέλαβα, αλλά στην πορεία κατάλαβα πως η δουλειά είναι μανίκι»·
- είναι οικογενειακή μας δουλειά, η υπόθεση ή η διένεξη είναι αποκλειστικά θέμα της οικογένειάς μας: «δε θέλω να μπερδεύεσαι, γιατί αυτό που μας απασχολεί είναι οικογενειακή μας δουλειά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καθαρά· βλ. και φρ. οικογενειακή δουλειά·
- είναι παιχνιδάκι (παιχνίδι) η δουλειά, ή η δουλειά είναι παιχνιδάκι (παιχνίδι), η δουλειά ή η υπόθεση γίνεται με μεγάλη ευκολία, είναι πανεύκολη: «θα σου την τελειώσω πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι σου υποσχέθηκα, γιατί είναι παιχνιδάκι η δουλειά || μόλις κατάλαβε πως η δουλειά είναι παιχνιδάκι, έκανε πώς και πώς για να την αναλάβει»·
- είναι παραμύθι η δουλειά ή η δουλειά είναι παραμύθι, α. αυτό που αναφέρεται ή προτείνεται είναι εντελώς ψέμα: «μην πιστεύεις πως θα σε βοηθήσει, γιατί είναι παραμύθι η δουλειά». β. η ενέργεια που γίνεται, έχει ως κύριο σκοπό την παραπλάνηση ή την εξαπάτηση κάποιου ή κάποιων: «μου ζητούσε να συνεταιριστούμε για να κάνουμε εισαγωγές, αλλά κατάλαβα πως όλη η δουλειά είναι παραμύθι και πως το μόνο που ήθελε ήταν να μου φάει τα λεφτά»·
- είναι πεθαμένη η δουλειά ή είναι πεθαμένες οι δουλειές, παρατηρείται ανυπαρξία εμπορικών συναλλαγών, υπάρχει πλήρης στασιμότητα στην αγορά, δε γίνεται καθόλου αλισβερίσι: «απ’ τη στιγμή που η μια απεργία διαδέχεται την άλλη, πώς να μην είναι πεθαμένες οι δουλειές!»·
- είναι πεθαμός η δουλειά ή η δουλειά είναι πεθαμός, είναι πολύ κουραστική, είναι εξαντλητική: «μόνο όποιος έχει δουλέψει στις οικοδομές, ξέρει πως είναι πεθαμός η δουλειά»·
- είναι πεσμένη η δουλειά ή είναι πεσμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
- είναι σατανάς στη δουλειά του, βλ. φρ. είναι διάβολος στη δουλειά του·
- είναι σιγουρεμένη η δουλειά ή η δουλειά είναι σιγουρεμένη, α. η δουλειά ή η υπόθεση έχει εξασφαλισμένη επιτυχία: «είναι σιγουρεμένη η δουλειά, γι’ αυτό θα την αναλάβω || απ’ τη στιγμή που ανέλαβε ο τάδε δικηγόρος, είναι σιγουρεμένη η δουλειά». β. είναι σίγουρο ότι θα μας ανατεθεί: «δεν έχω καμιά ανησυχία, γιατί είναι σιγουρεμένη η δουλειά»·
- είναι σίγουρη δουλειά ή η δουλειά είναι σίγουρη, είναι δουλειά που δεν υπάρχει περίπτωση να αποτύχει και που θα αποδώσει οπωσδήποτε κέρδη: «ρίξε όσα λεφτά θέλεις σ’ αυτή τη δουλειά, γιατί είναι σίγουρη δουλειά || απ’ τη στιγμή που κατάλαβε πως είναι σίγουρη η δουλειά, δε δίστασε να βάλει τα λεφτά του»·
- είναι σκοτωμένη η δουλειά ή είναι σκοτωμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι πεθαμένη η δουλειά·
- είναι σκυλί στη δουλειά,, δουλεύει ακούραστα: «ό,τι δουλειά και να του δώσεις δε λέει ποτέ όχι, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά || δεν τον είδα ποτέ να κουράζεται, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά»·
- είναι σκυλί στη δουλειά του, προσέχει πάρα πολύ τη δουλειά του, είναι πολύ αυστηρός σε θέματα που έχουν σχέση με η δουλειά του: «όταν έχει δουλειά, δε θέλει να τον ενοχλούν, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά του». Από την εικόνα του σκυλιού-φύλακα·
- είναι σπασμένη η δουλειά ή είναι σπασμένες οι δουλειές, δεν παρουσιάζει ικανοποιητική εισπρακτική κίνηση, δε γίνονται πολλές συναλλαγές, αρκετό αλισβερίσι: «κάθε καλοκαίρι είναι σπασμένη η δουλειά || όταν είναι σπασμένες οι δουλειές, βρίσκει την ευκαιρία να κάνει κανένα ταξιδάκι»·
- είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του, είναι πολύ εξειδικευμένος στη δουλειά που κάνει, και για το λόγο αυτό φέρνει πάντα το σωστό αποτέλεσμα: «το αυτοκίνητό μου το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, γιατί είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του || αν θέλεις να βγάλεις το διαζύγιό σου με τις μικρότερες απώλειες, να προτιμήσεις τον τάδε δικηγόρο, γιατί είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του»·
- είναι στάνταρ δουλειά ή είναι δουλειά στάνταρ, η δουλειά για την οποία γίνεται λόγος, είναι σίγουρη, σταθερή: «μια θέση στο δημόσιο είναι στάνταρ δουλειά»·
- είναι στάνταρ η δουλειά ή η δουλειά είναι στάνταρ, είναι δουλειά που δεν έχει φόβο αποτυχίας, που σίγουρα θα αποφέρει κέρδος: «πρέπει να πάρεις κι εσύ μέρος στο συνεταιρισμό που σου πρότειναν, γιατί είναι στάνταρ η δουλειά || όταν καταλάβει πως η δουλειά είναι στάνταρ, δεν την αφήνει με τίποτα να του ξεφύγει»· βλ. και φρ. είναι στάνταρ δουλειά·
- είναι στημένη δουλειά ή είναι δουλειά στημένη, η δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική, είναι εν λειτουργία: «θα ρίξουμε λίγα λεφτουδάκια και θα πάρουμε πόντους, γιατί είναι στημένη δουλειά || μόνο αν είναι δουλειά στημένη, ενδιαφέρεται να πάρει κάποια μετοχή»· βλ. και φρ. είναι στημένη η δουλειά·
- είναι στημένη η δουλειά ή είναι η δουλειά στημένη, είναι προσχεδιασμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε να εκτεθεί, να αποτύχει ή να πάθει κακό κάποιος: «μην πάρεις μετοχές της τάδε εταιρείας, γιατί είναι στημένη η δουλειά και θα χάσεις τα λεφτά σου || μόλις κατάλαβε πως ήταν η δουλειά στημένη, τα μάζεψε και την κοπάνησε»· βλ. και φρ. είναι στημένη δουλειά·
- είναι στρωμένη δουλειά ή είναι δουλειά στρωμένη, η δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική, είναι εν λειτουργία και εξελίσσεται ομαλά και από άποψη λειτουργίας και από άποψη κέρδους: «θα πάρω μερικές μετοχές, γιατί είναι στρωμένη δουλειά και δεν έχω να φοβάμαι τίποτα || απ’ τη στιγμή που είναι δουλειά στρωμένη, σου συνιστώ ανεπιφύλακτα να πάρεις κι εσύ μερικές μετοχές»·    
- είναι τζόγος η δουλειά ή η δουλειά είναι τζόγος, δουλειά ή υπόθεση που η επιτυχία της εξαρτάται από την τύχη: «εγώ δε θα πάρω μέρος σ’ αυτό το συνεταιρισμό, γιατί βλέπω πως είναι τζόγος η δουλειά || όταν καταλάβει πως η δουλειά είναι τζόγος, τα μαζεύει και φεύγει»·
- είναι της δουλειάς, α. συμμετέχει στη δουλειά που πραγματοποιείται ή συζητείται, συνήθως ύποπτη ή παράνομη ή ανήκει στον ίδιο παράνομο κύκλο: «μίλα ελεύθερα μπροστά του, γιατί ο τύπος είναι της δουλειάς». β. είναι γνώστης ή κατέχει τη δουλειά ή την τέχνη που συζητείται: «αν θέλεις, να ρωτήσουμε και τον τάδε που είναι της δουλειάς»·
- είναι της δουλειάς μου, ανήκει στη δούλεψή μου, στην επιχείρησή μου, στο εργατικό ή υπαλληλικό μου προσωπικό: «όποιος είναι της δουλειάς μου, μπορεί να περάσει χωρίς ιδιαίτερες διατυπώσεις»·
- είναι τρέλα δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή τέχνη και πολύ μεράκι και που ικανοποιεί απόλυτα: «είναι τρέλα δουλειά αυτή που μου ’κανε ο μηχανικός που μου σύστησες»· βλ. και φρ. είναι τρέλα η δουλειά·
- είναι τρέλα η δουλειά ή η δουλειά είναι τρέλα, α. εγχείρημα παράτολμο, επικίνδυνο: «μην επιχειρήσεις να κάνεις αυτό που σκέφτεσαι, γιατί είναι τρέλα η δουλειά». β. επικρατεί μεγάλη φασαρία, ιδίως από αθρόα προσέλευση πελατών: «κάθε Σάββατο στο σούπερ μάρκετ που δουλεύω η δουλειά είναι τρέλα»· βλ. και φρ. είναι τρέλα δουλειά·
- είναι τσακάλι στη δουλειά, δουλεύει ακούραστα: «αυτός ο άνθρωπος δε θα πεινάσει ποτέ, γιατί είναι τσακάλι στη δουλειά»·
- είναι τσακάλι στη δουλειά του, είναι ικανότατος στη δουλειά που κάνει: «σε μηχανολογικά θέματα δεν μπορεί κανείς να τον ξεγελάσει, γιατί είναι τσακάλι στη δουλειά του»·  
- είναι τσιβί η δουλειά ή η δουλειά είναι τσιβί, βλ. φρ. είναι καζίκι η δουλειά·
- είναι τυφλοσούρτης η δουλειά ή η δουλειά είναι τυφλοσούρτης, εργασία, ιδίως τεχνική, που γίνεται μηχανικά και χωρίς κόπο: «τελείωσα στο άψε σβήσε αυτό που μου ανέθεσε να κάνω, γιατί η δουλειά ήταν τυφλοσούρτης || όταν η δουλειά είναι τυφλοσούρτης, τελειώνει στο τάκα τάκα»·
- είναι ψώνιο δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή τέχνη και πολύ μεράκι και που ικανοποιεί απόλυτα: «στην τάδε γκαλερί παρουσιάζει τα τελευταία του έργα, που είναι ψώνιο δουλειά»·
- είναι ψώνιο με τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά·
- είναι ψώνιο με τη δουλειά του, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά του·
- έκανα κώλο τη δουλειά, α. η δουλειά από κακό υπολογισμό ή από κακή διαχείρισή μου, παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες και υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει: «ακολούθησα τις συμβουλές του τάδε κι έκανα κώλο τη δουλειά». β. έκανα κακόγουστη, κακότεχνη δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιάστηκα να τελειώσω τα σχέδια της οικοδομής κι έκανα  κώλο τη δουλειά»·
- έκανα λάσπη τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα μαϊμού τη δουλειά, την ανέλαβα με μυστικές ή μη διαφανείς διαδικασίες, μου την ανέθεσαν, χωρίς να προηγηθεί δημόσιος διαγωνισμός ή χατιρικά, γιατί είχα κάποιον γνωστό ή κάποια άλλη πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων: «είχα ένα γνωστό βουλευτή κι έκανα μαϊμού τη δουλειά»·
- έκανα μαμούκαλα τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα μαντάρα τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα μπάχαλο τη δουλειά·
- έκανα μουνί καλλιγραφίας τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά·
- έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά, α. από κακό υπολογισμό ή από κακή διαχείρισή μου, παρουσιάζει πολύ σοβαρές δυσκολίες και υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει εντελώς: «κάποια στιγμή το ’ριξα στα γλέντια και στις διασκεδάσεις κι έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά». β. έκανα πολύ κακότεχνη, πολύ κακόγουστη δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιαζόμουν να τελειώσω τα σχέδια της οικοδομής κι έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά»·
- έκανα μουνί τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα μπάχαλο τη δουλειά, αποδιοργάνωσα τελείως μια δουλειά ή μια υπόθεση, την μπέρδεψα τόσο, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να αποτύχει, ή τη χρεοκόπησα: «είχα το μυαλό μου όλο στα γλέντια κι έκανα μπάχαλο τη δουλειά»·
- έκανα μπουρδέλο τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα μπάχαλο τη δουλειά·
- έκανα μύλο τη δουλειά, αναστάτωσα, μπέρδεψα μια δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπορεί πια κανείς να βρει άκρη: «τον τελευταίο καιρό είχα συνέχεια το νου μου στα γλέντια και τις διασκεδάσεις κι έκανα μύλο τη δουλειά || θέλησα να μεσολαβήσω για να συμβιβαστούν, αλλά από κακό χειρισμό έκανα μύλο τη δουλειά και τώρα βρίσκονται στα δικαστήρια»·
- έκανα νιανιά τη δουλειά, την έφερα σε τέτοια κατάσταση, που δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον, που να είναι πια άχρηστη, αποτυχημένη: «θέλησα να χρησιμοποιήσω νέες μεθόδους κι έκανα νιανιά τη δουλειά»·
- έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά, έκανα κακόγουστη, κακότεχνη δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιάστηκα να παραδώσω τα σχέδια στον πελάτη μου κι έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά»·
- έκανα σαν τον κώλο μου τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά·
- έκανα σκατά τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα σούπα τη δουλειά, την αποδιοργάνωσα τόσο, που δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον και, κατ’ επέκταση, τη χάλασα, την κατέστρεψα: «θέλησα να εφαρμόσω νέες μέθοδες στην επιχείρηση κι έκανα σούπα τη δουλειά·
- έκανα τουρλού τη δουλειά, μπέρδεψα τόσο πολύ μια δουλειά ή μια υπόθεση, που κινδυνεύει ν’ αποτύχει: «δεν ξαναπιάστηκα με παρόμοια κατασκευή κι έκανα τουρλού τη δουλειά || δεν ήμουν γνώστης της υπόθεσης κι έκανα τουρλού τη δουλειά»·
- έκανα τουρσί τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα τουρλού τη δουλειά·
- έκατσε η δουλειά ή έκατσαν οι δουλειές, βλ. φρ. κάθισε η δουλειά·
- έκλεισαν οι δουλειές ή έκλεισε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά η εμπορική κίνηση, για κάποιο λόγο παρουσιάζει κάμψη ή πλήρη στασιμότητα: «τον τελευταίο καιρό, με τις αλλεπάλληλες απεργίες που γίνονται, έκλεισαν οι δουλειές»·
- έκλεισε η δουλειά, α. συμφωνήθηκε: «μετά από πολύωρες διαπραγματεύσεις έκλεισε η δουλειά». β. χρεοκόπησε ή για διάφορους λόγους έπαψε να υπάρχει: «πράγματι, υπήρχε στη γωνιά ένα εμπορικό, αλλά είναι μήνες τώρα που έκλεισε η δουλειά, γιατί αυτός που την είχε, ήθελε να κάνει μεγάλη ζωή || όντως, υπήρχε ένα ψιλικατζίδικο απέναντι απ’ το περίπτερο, αλλά έκλεισε η δουλειά, γιατί αυτός που την είχε, βγήκε στη σύνταξη»·
- έκοψαν οι δουλειές ή έκοψε η δουλειά, βλ. φρ. έσπασαν οι δουλειές·
- έμεινε πίσω η δουλειά ή η δουλειά έμεινε πίσω, α. η δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική, για διάφορους λόγους καθυστέρησε να προχωρήσει με ικανοποιητικό ρυθμό: «έκαναν απεργία οι εργάτες του κι έμεινε πίσω η δουλειά || καθυστέρησαν να του στείλουν τα υλικά που παράγγειλε κι έμεινε πίσω η δουλειά». β. για διάφορους λόγους η υπόθεση καθυστέρησε να διεκπεραιωθεί: «έλειπε ο διευθυντής, που ήταν να υπογράψει την έγκριση του δανείου μου, κι έμεινε πίσω η δουλειά»·
- ενός λεπτού δουλειά, χίλια χρόνια ανεμελιά, λέγεται στην περίπτωση που, ενώ μπορούμε να επιδιορθώσουμε ή να επισκευάσουμε κάτι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και να ξεγνοιάσουμε μια και καλή από αυτό, εντούτοις, το αφήνουμε και μας ταλαιπωρεί, χωρίς να επεμβαίνουμε: «είχα μήνες το καζανάκι στο μπάνιο με διαρροή και μας εκνεύριζε με το θόρυβο που έκανε, ώσπου φώναξα έναν υδραυλικό και μέσα σε δυο τρία λεπτά το επιδιόρθωσε κι ησύχασα. -Ενός λεπτού δουλειά, χίλια χρόνια ανεμελιά»· 
- εξωτερικές δουλειές ή εξωτερική δουλειά, απασχόληση εκτός του χώρου της επιχείρησης, ιδίως εκτός του χώρου κάποιου γραφείου: «έχω προσλάβει στο γραφείο κι έναν νεαρό για τις εξωτερικές δουλειές»·
- έπαθα μια δουλειά που ήταν όλη δική μου, μου συνέβη κάτι πολύ επιζήμιο·
- έπεσαν οι δουλειές ή έπεσε η δουλειά, βλ. συνηθέστ. έσπασαν οι δουλειές·
- έπεσε δουλειά, παρατηρείται αυξημένη εμπορική κίνηση ή άλλη εμπορική συναλλαγή, γίνεται ικανοποιητικό αλισβερίσι: «το καλοκαίρι με τους τουρίστες έπεσε δουλειά»·
- έπεσε δουλειά με το τσουβάλι, παρατηρείται πολύ έντονη και συνεχής εμπορική κίνηση ή άλλη εμπορική συναλλαγή, γίνεται πολύ ικανοποιητικό αλισβερίσι: «κατά τη διάρκεια των γιορτών έπεσε δουλειά με το τσουβάλι»·
- έπεσε έξω η δουλειά ή η δουλειά έπεσε έξω, χρεοκόπησε είτε από έλλειψη συναλλαγών είτε από κακή οργάνωση είτε από κακό χειρισμό: «έπεσε έξω η δουλειά, γιατί, μόλις την ξεκίνησε, άρχισαν οι απεργίες και οι καταλήψεις των δρόμων || η δουλειά έπεσε έξω, γιατί ο καθένας απ’ τους συνεταίρους, έκανε του κεφαλιού του!»·
- έσπασαν οι δουλειές ή έσπασε η δουλειά, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης ή άλλης εμπορικής συναλλαγής: «τον τελευταίο καιρό, με όλη αυτή την κοινωνική αναταραχή που υπάρχει, έσπασε η δουλειά»·
- έτσι την είδα τη δουλειά ή έτσι την έχω δει τη δουλειά, βλ. φρ. έτσι την έκοψα τη δουλειά·
- έτσι την έκοψα τη δουλειά ή έτσι την έχω κόψει τη δουλειά, έτσι υπολογίζω, υποθέτω πως πρέπει να είναι η υπόθεση ή η κατάσταση για την οποία γίνεται λόγος: «πολλά μαλώματα, πολλές γκρίνιες, να δεις πως θα πάνε για χωρισμό, γιατί έτσι την έχω κόψει τη δουλειά». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ ή το εγώ πάντως·
- ευκαιριακή δουλειά, απασχόληση ή δουλειά που δεν είναι μόνιμη, συστηματική, αλλά που γίνεται, όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία: «του ’τυχε μια ευκαιριακή δουλειά και τρέχει να την τελειώσει»·
- εύκολη δουλειά είναι! λέγεται με ειρωνική διάθεση και δηλώνει ότι η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, δεν είναι καθόλου εύκολη: «για να συνεχιστεί η δουλειά, χρειάζονται επειγόντως δέκα εκατομμύρια. -Εύκολη δουλειά είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ και άλλοτε η φρ. κλείνει με το νομίζεις, ενώ υπάρχουν και φορές που της φρ. προτάσσεται το εμ και κλείνει ταυτόχρονα με το νομίζεις·
- έφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή έφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση δε βρίσκεται πια υπό τον έλεγχό μου, δε βρίσκεται πια στη δικαιοδοσία μου: «πρέπει ν’ αποταθείτε στο τάδε γραφείο, γιατί έφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά»·
- έχει ακόμα δουλειά ή έχει δουλειά ακόμα, α. εξακολουθεί να μη διαθέτει ελεύθερο χρόνο, εξακολουθεί να είναι απασχολημένος: «δε θα ’ρθει μαζί μας, γιατί έχει ακόμα δουλειά». β. (ιδίως για τεχνικό ή καλλιτεχνικό έργο) βλ. φρ. θέλει ακόμα δουλειά·
- έχει δουλειές με λοφίο, βλ. συνηθέστ. έχει δουλειές με φούντες·
- έχει δουλειές με φούντες, α. έχει συνεχή, ασταμάτητη δουλειά: «άνοιξε ένα φαστφουντάδικο στην καρδιά της αγοράς κι έχει δουλειές με φούντες». β. (ειρωνικά) δημιούργησε διάφορες ενοχλητικές υποθέσεις ή καταστάσεις με κακές συνέπειες σε βάρος του: «τον έμπλεξε ένας απατεώνας σε μια βρομοδουλειά κι έχει τώρα δουλειές με φούντες, γιατί κάθε τόσο τον καλούν στην αστυνομία». γ. έχει διάφορες πιεστικές υποθέσεις, που πρέπει οπωσδήποτε να τακτοποιηθούν: «παντρεύει σε δυο μήνες την κόρη του κι έχει δουλειές με φούντες για να προλάβει να στήσει το σπιτικό της»·
- έχει καλή δουλειά, έχει δουλειά που αποδίδει, που αφήνει κέρδος: «ζει άνετα με την οικογένειά του, γιατί έχει καλή δουλειά»·
- έχει κόζι η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) υπάρχει σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας, έχει προϋποθέσεις που, αν τις εκμεταλλευτούμε σωστά, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας: «εγώ θα πάρω μέρος, γιατί βλέπω πως έχει κόζι η δουλειά»·
- έχει μέλλον ακόμα αυτή η δουλειά, μπορεί για μεγάλο ακόμα χρονικό διάστημα να αποφέρει κέρδη: «χαζός είμαι να την κλείσω, αφού έχει μέλλον ακόμα αυτή η δουλειά»·
- έχει μέλλον ακόμα η δουλειά, πρέπει να περάσει ακόμα καιρός για να περατωθεί ή για να δώσει καρπούς: «μη σκέφτεσαι από τώρα κέρδη, γιατί έχει μέλλον ακόμα η δουλειά»·
- έχει μέλλον η δουλειά ή η δουλειά έχει μέλλον, μπορεί να μην αποδίδει αρκετά τώρα, που βρίσκεται ακόμη στο αρχικό της στάδιο, αλλά μελλοντικά προβλέπεται να είναι πολύ κερδοφόρα: «θα στείλω το γιο μου να μάθει κομπιούτερ, γιατί έχει μέλλον η δουλειά || μόλις καταλάβει πως η δουλειά έχει μέλλον, δε διστάζει να ρίξει ένα ποσό, γιατί έχει την υπομονή να περιμένει»·
- έχει ρίσκο η δουλειά ή η δουλειά έχει ρίσκο, δεν είναι βέβαιη η επιτυχία της, μπορεί να πετύχει, αλλά μπορεί και να αποτύχει: «σε προειδοποιώ πως έχει ρίσκο η δουλειά που σκέφτεσαι να κάνεις και να μη λες ύστερα πως δε σε προειδοποίησα || παρόλο που η συγκεκριμένη δουλειά έχει ρίσκο, αποφάσισε να την κάνει»·
- έχει σιγουρεμένη δουλειά ή έχει δουλειά σιγουρεμένη, έχει σταθερή θέση εργασίας ή σταθερή πελατεία: «κατάφερε ο πατέρας του και τον έβαλε στο δημόσιο κι έτσι έχει σιγουρεμένη δουλειά || βρήκε έτοιμο μαγαζί απ’ τον πατέρα του κι έχει δουλειά σιγουρεμένη»·
- έχει σίγουρη δουλειά ή έχει δουλειά σίγουρη, έχει μόνιμη θέση εργασίας: «απ’ τη στιγμή που είναι στο δημόσιο, έχει σίγουρη δουλειά»·
- έχει σκαμπανεβάσματα η δουλειά ή η δουλειά έχει σκαμπανεβάσματα, α. η δουλειά, ιδίως εμπορική, δεν έχει μια σταθερή κίνηση, γιατί άλλοτε παρατηρείται πολλή δουλειά, άλλοτε λίγη και άλλοτε καθόλου: «δεν ξέρει πόσο προσωπικό να κρατήσει, γιατί έχει σκαμπανεβάσματα η δουλειά». β. η δουλειά, ιδίως εμπορική, έχει επιτυχίες και αποτυχίες, παρουσιάζει κέρδη και ζημίες: «όταν η δουλειά έχει σκαμπανεβάσματα, πρέπει να ’χεις πάντα ένα χρηματικό απόθεμα για κάποια δύσκολη στιγμή»· βλ. και φρ. σκαμπανεβάζει η δουλειά·
- έχει σταθερή δουλειά ή έχει δουλειά σταθερή, έχει μόνιμη θέση εργασίας και δεν υπάρχει φόβος να απολυθεί ή έχει συνεχή δουλειά, συνεχή πελατεία, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος να τη χάσει: «ο κάθε δημόσιος υπάλληλος έχει σταθερή δουλειά και δε φοβάται τι θα ξημερώσει αύριο || έστησε ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς κι έχει δουλειά σταθερή»·
- έχει στάνταρ δουλειά ή έχει δουλειά στάνταρ, α. έχει σίγουρη, σταθερή θέση εργασίας: «απ’ τη στιγμή που είναι στο δημόσιο έχει στάνταρ δουλειά». β. έχει σταθερή δουλειά από άποψη πελατείας: «κάθε μήνα κόβει καλά λεφτά, γιατί έχει δουλειά στάνταρ»·
- έχει στημένη δουλειά ή έχει δουλειά στημένη, έχει κάποια εμπορική ή τεχνική επιχείρηση που βρίσκεται από καιρό εν ενεργεία: «είναι χαρούμενος, γιατί η κόρη του βρήκε ένα καλό παιδί, που έχει και στημένη δουλειά || απ’ τη στιγμή που έχει δουλειά στημένη, μπορεί ν’ αρχίσει να σκέφτεται και το γάμο»·
- έχει στρωμένη δουλειά ή έχει δουλειά στρωμένη, έχει κάποια εμπορική ή τεχνική επιχείρηση που εξελίσσεται ομαλά, χωρίς δυσκολίες ή δυσλειτουργίες: «αυτόν να μην τον λυπάσαι, γιατί έχει στρωμένη δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο του στραβά || είναι ο πιο ήρεμος της παρέας μας, γιατί έχει δουλειά στρωμένη κι όλα πηγαίνουν μια χαρά»·
- έχει τρέλα δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο δουλειά·
- έχει τρέλα με τη δουλειά ή έχει με τη δουλειά τρέλα, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά·
- έχει τρέλα με τη δουλειά του ή έχει με τη δουλειά του τρέλα, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά του·
- έχει φαΐ η δουλειά, βλ. φρ. έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψαχνό η δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψητό η δουλειά, βλ. φρ. έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψωμί η δουλειά, η δουλειά παρουσιάζει έντονο οικονομικό ενδιαφέρον, είναι πολύ κερδοφόρα: «θέλω να πάρω κι εγώ μέρος σ’ αυτόν το συνεταιρισμό, γιατί βλέπω πως έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψώνιο δουλειά, α. έχει υπερβολική δουλειά: «έχει ένα μπαράκι σ’ ένα νησί και κάθε καλοκαίρι έχει ψώνιο δουλειά». β. ασκεί επάγγελμα που θεωρείται προνομιούχο, που λόγω του ενδιαφέροντός του, ιδίως του οικονομικού, επιθυμεί ο καθένας: «ο τάδε έχει ψώνιο δουλειά κι όχι σαν κι εσένα, που σέρνεσαι όλη μέρα μέσ’ στο δρόμο για ένα ξεροκόμματο!»·
- έχει ψώνιο με τη δουλειά ή έχει με τη δουλειά ψώνιο, είναι πολύ εργατικός, είναι λάτρης της εργασίας: «είναι το πέμπτο καλοκαίρι που δεν παίρνει άδεια, γιατί έχει ψώνιο με τη δουλειά και δε θέλει να κάθεται || βρήκα έναν υπάλληλο, που έχει με τη δουλειά ψώνιο και δουλεύει για δέκα»·
- έχει ψώνιο με τη δουλειά του ή έχει με τη δουλειά του ψώνιο, είναι πολύ αφοσιωμένος στη δουλειά του, αγαπάει πολύ τη δουλειά με την οποία ασχολείται: «κάθεται μέχρι αργά στο μαγαζί του κι όλο κάτι κάνει, γιατί έχει ψώνιο με τη δουλειά του || ανοίγει το μαγαζί του πρωί πρωί και το κλείνει αργά το βράδυ, γιατί έχει με τη δουλειά του ψώνιο»·
- έχω δουλειά, δεν έχω λεύτερο χρόνο, δεν έχω διαθέσιμο καιρό, είμαι απασχολημένος: «δεν μπορώ να ’ρθω να σε βοηθήσω, γιατί έχω δουλειά»·
- έχω δουλειά με το τσουβάλι, έχω συνεχή, υπερβολική δουλειά: «την περίοδο των γιορτών είχα δουλειά με το τσουβάλι»·
- έχω δουλειά του σκοτωμού, έχω εξαντλητική, εξοντωτική δουλειά: «όλα τα μαγαζιά κάθονταν κι εγώ είχα δουλειά του σκοτωμού»·
- έχω κάργα δουλειά, βλ. φρ. είμαι κάργα από δουλειά·
- έχω νορμάλ δουλειά, α. έχω δουλειά κανονική, φυσιολογική, χωρίς εξάρσεις ή σκαμπανεβάσματα: «δεν ξέρω αν οι άλλοι δουλεύουν πολύ ή λίγο, εγώ πάντως έχω νορμάλ δουλειά». β. ασχολούμαι με κάποια δουλειά που δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες: «είμαι στο λογιστήριο μιας επιχείρησης κι έχω νορμάλ δουλειά»·
- έχω σερί δουλειά, έχω συνεχή δουλειά, χωρίς διακοπές: «μετά τη διαφήμιση που έκανα στην τηλεόραση, έχω σερί δουλειά»·
- έχω στα σκαριά μια δουλειά, σχεδιάζω, καταστρώνω, προετοιμάζω μια δουλειά: «έχω στα σκαριά μια δουλειά και θα σου την αποκαλύψω μόλις την ετοιμάσω»·
- έχω τίγκα δουλειά, βλ. φρ. είμαι τίγκα από δουλειά·
- έχω τρελή δουλειά ή έχω τρελές δουλειές, έχω πάρα πολύ δουλειά: «νοίκιασα ένα μπαράκι στο τάδε νησί και κάθε καλοκαίρι έχω τρελή δουλειά»·
- έχω τρομερή δουλειά, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- έχω φίσκα δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά·
- έχω φοβερή δουλειά, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- ζάβωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση έπαψε να εξελίσσεται ομαλά, έχει προβλήματα: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται καθημερινά, ζάβωσε η δουλειά || άλλα συμβούλεψαν το μάρτυρα να πει στη δίκη, άλλα είπε αυτός κι έτσι ζάβωσε η δουλειά»·
- ζορίζομαι απ’ τη δουλειά, έχω τόσο πολλή δουλειά, που δυσκολεύομαι να τη φέρω σε πέρας: «πήρε κι άλλους υπαλλήλους, γιατί ζορίζεται απ’ τη δουλειά»·
- ζορίζομαι στη δουλειά (μου), αντιμετωπίζω οικονομικές ή άλλες δυσκολίες: «δεν  μπορώ να σου δώσω ούτε δραχμή, γιατί τον τελευταίο καιρό ζορίζομαι στη δουλειά μου»·
- ζόρικη δουλειά, α. δουλειά που παρουσιάζει δυσκολίες κατά την εξέλιξη ή τη διεκπεραίωσή της: «μπλέχτηκα σε μια ζόρικη δουλειά και δεν μπορώ να ξεμπλέξω». β. δουλειά που παρουσιάζει έντονο οικονομικό ενδιαφέρον, που θεωρείται προνομιούχα ή που μας ταιριάζει πολύ: «μπλέχτηκα σε μια ζόρικη δουλειά και νομίζω πως θα τα κονομήσω καλά || αυτές είναι ζόρικες δουλειές, κι όχι σαν τη δική σου, που τραβιέσαι απ’ τ’ άγρια χαράματα μέσα στους δρόμους»·
- ζουμερή δουλειά, δουλειά ή υπόθεση με σημαντικό κέρδος ή όφελος: «είχε καιρό ν’ ασχοληθεί με παρόμοια ζουμερή δουλειά κι έπεσε με τα μούτρα να την τελειώσει»·
- ζυγιάζω τη δουλειά, μελετώ προσεκτικά τα υπέρ και τα κατά μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης, πριν την αναλάβω: «δεν κάνει ποτέ καμιά ενέργεια, αν δε ζυγιάσει πρώτα καλά τη δουλειά»·
- η δουλειά γίνεται για να..., η συγκεκριμένη ενέργεια έχει ως κύριο στόχο, στοχεύει σε...: «όλη η δουλειά γίνεται για να ευαισθητοποιήσουμε τις πλατιές μάζες»·
- η δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο, όταν γνωρίζουμε την τεχνική με την οποία μπορούμε να φέρουμε σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση, τότε δεν κοπιάζουμε πολύ και κερδίζουμε περισσότερα: «πάψε να ταλαιπωρείσαι και βρες το κουμπί της δουλειάς για να την τελειώσεις γρήγορα, γιατί η δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο»·
- η δουλειά δεν είναι ντροπή ή η δουλειά ντροπή δεν έχει, καμιά τίμια δουλειά δε θίγει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου: «δεν ντρέπομαι να κάνω καμιά τίμια δουλειά, γιατί η δουλειά ντροπή δεν έχει»·
- η δουλειά έγινε αβαβά ή έγινε αβαβά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση ξέφυγε από τη σοβαρότητα που παρουσίαζε και εξελίχθηκε σε ατέλειωτο κουβεντολόι, είναι μόνο για να γίνεται κουβέντα και όχι πράξη: «απ’ τη στιγμή που μπερδεύτηκαν ένα σωρό άνθρωποι, ο καθένας με το μακρύ του και το κοντό του, η δουλειά έγινε αβαβά || απ’ τη στιγμή που έγινε αβαβά η δουλειά, εγώ καλύτερα να φεύγω, γιατί έχω κι άλλες ασχολίες»·
- η δουλειά είναι αβαβά ή είναι αβαβά η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά έγινε αβαβά·
- η δουλειά είναι για τα πανηγύρια ή είναι για τα πανηγύρια η δουλειά, η δουλειά, ιδίως κατασκευαστική ή τεχνική, είναι πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη:  «η δουλειά είναι για τα πανηγύρια, γι’ αυτό αρνούμαι να την παραλάβω || δεν ξαναπάω σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί είναι για τα πανηγύρια η δουλειά που μου παρέδωσε»· βλ. και φρ. πανηγυρ(ι)τζίδικη δουλειά·
- η δουλειά είναι γκαγκάν ή είναι γκαγκάν η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, είναι εξαιρετική: «είμαι πολύ ευχαριστημένος μαζί σου, γιατί η δουλειά που μου ’φερες, είναι γκαγκάν || απ’ τη στιγμή που είναι γκαγκάν η δουλειά που μου παρέδωσες, θα σε πληρώσω και κάτι παραπάνω απ’ αυτά που συμφωνήσαμε»· βλ. και λ. γκαγκάν·
- η δουλειά είναι να..., ο κύριος στόχος μιας ενέργειάς μας αποβλέπει σε…: «η δουλειά είναι να τα κονομήσουμε, γι’ αυτό άσε τις μεγάλες ιδέες || η δουλειά είναι να βάλουμε και τον τάδε στο κόλπο, γιατί ξέρει όλα τα κατατόπια»·
- η δουλειά είναι οκέι ή είναι οκέι η δουλειά, α. η δουλειά ή η υπόθεση, εξελίχθηκε με επιτυχία, έφτασε σε αίσιο τέλος: «δε θέλω να στενοχωριέσαι άλλο, γιατί η δουλειά είναι οκέι || είναι οκέι η δουλειά ή θα ’χουμε πάλι φασαρίες!». β. η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, έγινε πάνω στις σωστές προδιαγραφές: «όταν η δουλειά που μου φέρνουν είναι οκέι, τότε κι εγώ πληρώνω κάτι παραπάνω || για έλεγξε, είναι οκέι η δουλειά ή μήπως θα ’χουμε τίποτα παρατράγουδα;». γ. η δουλειά ή η υπόθεση δεν παρουσιάζει κανένα πρόβλημα από άποψη νομιμότητας: «μπορείς να συνεταιριστείς μαζί του, γιατί η δουλεία είναι όκει || μόνο αν είναι οκέι η δουλειά, θα μπω συνεταίρος, γιατί δε θέλω μπλεξίματα με τις αστυνομίες»·
- η δουλειά είναι παλούκι ή είναι παλούκι η δουλειά, η δουλειά, ιδίως κατασκευαστική ή τεχνική, παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες: «στην αρχή μου φάνηκε εύκολη, αλλά στην πορεία κατάλαβα πως η δουλειά είναι παλούκι || όταν είναι παλούκι η δουλειά, βάζει όλες του τις δυνάμεις για να ξεπεράσει κάθε δυσκολία»·
- η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο, απαιτεί αφοσίωση στο έργο και εργατικότητα: «έχεις αναλάβει μεγάλη ευθύνη, γιατί αυτή η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο»·
- η δουλειά κάνει νερά ή κάνει νερά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση αρχίζει να μην πηγαίνει καλά, η εξέλιξή της δεν είναι πια ομαλή, εμφανίζονται απειλητικά εμπόδια ή προβλήματα και υπάρχει φόβος να αποτύχει: «πολύ φοβάμαι τον τελευταίο καιρό, γιατί μ’ όλες αυτές τις απεργίες η δουλειά κάνει νερά || όταν κάνει νερά η δουλειά, συγκεντρώνεται απάνω της για να βρει τρόπο να τη διορθώσει». Από την εικόνα της βάρκας που, όταν έχει ρωγμές, βάζει νερά και κινδυνεύει να βουλιάξει·
- η δουλειά μου ’ρχεται δεξιά ή οι δουλειές μου ’ρχονται δεξιά, γενικά οι επαγγελματικές μου υποθέσεις μου έρχονται ευνοϊκά: «τον τελευταίο καιρό, χτύπα ξύλο, οι δουλειές μου ’ρχονται δεξιά»·
- η δουλειά να σου ’ρθει δεξιά ή οι δουλειές να σου ’ρθουν δεξιά, ευχή για την ευόδωση των εργασιών ή των υποθέσεων κάποιου·
- η δουλειά πάει άσφαλτο ή πάει άσφαλτο η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται εύκολα, γρήγορα και με επιτυχία: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε τη διεύθυνση του εργοστασίου ο τάδε διευθυντής, η δουλειά πάει άσφαλτο || όταν έχεις τέτοιον διευθυντή στο τιμόνι του εργοστασίου, πάει άσφαλτο η δουλειά». Από την εικόνα του αυτοκινήτου, που κινείται με σιγουριά και άνεση σε ασφαλτοστρωμένο δρόμο από ό,τι σε χωματόδρομο·
- η δουλειά πάει για φούντο ή πάει για φούντο η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται πολύ άσχημα, προδιαγράφεται ο καταποντισμός της, η χρεοκοπία της: «αν εξακολουθήσει να δουλεύει με τον ίδιο τρόπο, με μαθηματική ακρίβεια η δουλειά πάει για φούντο || με τέτοια μεγάλη ζωή που κάνει, πάει για φούντο η δουλειά»·
- η δουλειά πάει γόνα ή πάει γόνα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει γόνατο·
- η δουλειά πάει γόνατο ή πάει γόνατο η δουλειά, η δουλειά είναι ασταμάτητη και προοδεύει, εξελίσσεται συνεχώς: «απ’ τη μέρα που άνοιξε το μαγαζί του, η δουλειά πάει γόνατο || είναι μέσα στη χαρά του, γιατί τον τελευταίο καιρό πάει γόνατο η δουλειά». Από την εικόνα του ατόμου που, καθώς εξυπηρετεί συνεχώς πολλούς πελάτες, το είδος που εμπορεύεται τελειώνει αμέσως και, καθώς μεταφέρει αδιάκοπα νέο εμπόρευμα από την αποθήκη του, βαρυφορτώνεται τόσο, που κατά τη μεταφορά χρησιμοποιεί και τα γόνατά του για να μην του πέσει· βλ. και φρ. δουλειά στο γόνατο·
- η δουλειά πάει κατά διαβόλου ή πάει κατά διαβόλου η δουλειά, η δουλειά βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας ή χρεοκόπησε ήδη: «είναι μέσα στη στενοχώρια του, γιατί μ’ αυτή την πετρελαϊκή κρίση η δουλειά πάει κατά διαβόλου || έπρεπε να προσέξεις, πριν συμβεί το κακό, αλλά από τη στιγμή που πάει κατά διαβόλου η δουλειά, κοίτα να βρεις ν’ ασχοληθείς με κάτι άλλο»·
- η δουλειά πάει κορδέλα ή πάει κορδέλα η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται χωρίς εμπόδια και με ασταμάτητο ρυθμό: «στην αρχή είχα μερικά προβλήματα, αλλά τώρα η δουλειά πάει κορδέλα || κάθε φορά που πάει κορδέλα η δουλειά, γελάνε και τα μουστάκια του». Από την εικόνα της βιομηχανικής κορδέλας που δουλεύει ασταμάτητα·
- η δουλειά πάει κορδόνι ή πάει κορδόνι η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει κορδέλα·
- η δουλειά πάει κουπί ή πάει κουπί η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση έχει ομαλή και απρόσκοπτη εξέλιξη: «απ’ την ημέρα που ανέλαβε ο γιος του τη διεύθυνση του εργοστασίου, η δουλειά πάει κουπί || μην τυχόν, τώρα που πάει κουπί η δουλειά, μου αρχίσεις κι εσύ τη μεγάλη ζωή, γιατί όσο δύσκολο είναι να χτίσεις, τόσο εύκολο είναι να γκρεμίσεις». Από την εικόνα των κωπηλατών αθλητικής λέμβου, που κωπηλατούν ρυθμικά·
- η δουλειά πάει με τα τέσσερα ή πάει με τα τέσσερα η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση δεν εξελίσσεται κανονικά, ομαλά, φυσιολογικά, παρουσιάζει σοβαρές καθυστερήσεις: «μου ’τυχαν χίλιες δυο απρόβλεπτες δυσκολίες, γι’ αυτό η δουλειά πάει με τα τέσσερα || κάθε φορά που πάει με τα τέσσερα η δουλειά, δε μιλιέται». Από την εικόνα του νηπίου που, καθώς μπουσουλάει, προχωράει αργά και προβληματικά·
- η δουλειά πάει μια χαρά ή πάει μια χαρά η δουλειά, η δουλειά, εμπορική, τεχνική ή κατασκευαστική, εξελίσσεται ικανοποιητικά και ομαλά: «δόξα τω Θεώ, τον τελευταίο καιρό η δουλειά πάει μια χαρά || έχει βρει έναν σπουδαίο μηχανικό και πάει μια χαρά η δουλειά»·
- η δουλειά πάει μπροστά ή πάει μπροστά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται ικανοποιητικά, ευνοϊκά: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε την επιχείρηση, η δουλειά πάει μπροστά || αν πάει μπροστά η δουλειά, θα έχετε όλοι σας και το ανάλογο πριμ»·
- η δουλειά πάει νορμάλ ή πάει νορμάλ η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά, φυσιολογικά: «δεν έχω κανένα πρόβλημα, γιατί η δουλειά πάει νορμάλ || μια και πάει νορμάλ η δουλειά, εγώ θα μπορέσω να κάνω ένα ταξιδάκι»·
- η δουλειά πάει πρίμα ή πάει πρίμα η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται γρήγορα και ευνοϊκά: «στην αρχή είχα κάτι δυσκολίες, αλλά τώρα η δουλειά πάει πρίμα || σύμφωνα με τα νέα στοιχεία που προέκυψαν, έχω την εντύπωση πως στο εφετείο πάει πρίμα η δουλειά». Από την εικόνα του ιστιοφόρου, που έχει πρίμα τον άνεμο και κινείται γρήγορα·
- η δουλειά πάει ραβάνι ή πάει ραβάνι η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται σύμφωνα με την επιθυμία μου: «δεν έχω κανένα παράπονο, γιατί η δουλειά πάει ραβάνι || γιατί να μην είναι χαρούμενος, απ’ τη στιγμή που πάει ραβάνι η δουλειά!»·
- η δουλειά πάει ρολόι ή πάει ρολόι η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται ικανοποιητικά, χωρίς εμπόδια: «όταν υπάρχει κοινωνική ησυχία, η δουλειά πάει ρολόι || πώς να πάει ρολόι η δουλειά, ρε παιδάκι μου, μ’ όλη αυτή την κοινωνική αναταραχή που υπάρχει;»·
- η δουλειά πάει σαν τη χελώνα ή πάει σαν τη χελώνα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα ή πάει σαν τον κάβουρα η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστερεί υπερβολικά ή εξελίσσεται πάρα πολύ αργά: «είχες πει πως θα τελείωνες την άλλη εβδομάδα, αλλά εγώ βλέπω πως η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα και θα τον φάμε κι αυτόν το μήνα || είναι μέσα στα νεύρα του, γιατί πάει σαν τον κάβουρα η δουλειά και δε θα προλάβει να την παραδώσει στην ημερομηνία που υποσχέθηκε». Από την εικόνα του κάβουρα, που είναι πολύ αργοκίνητος·
- η δουλειά πάει σε μάκρος ή πάει σε μάκρος η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση παρατείνεται, χρονοτριβεί υπερβολικά ή αποκαλύπτεται πιο δύσκολη ή πιο περίπλοκη από ό,τι στην αρχή φανταζόμασταν: «πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί η δουλειά πάει σε μάκρος και θα πληρώσουμε ποινική ρήτρα || απ’ ότι βλέπω, πάει σε μάκρος η δουλειά και δεν προβλέπεται να ξεμπερδέψουμε εύκολα»·
- η δουλειά πάει σερί ή πάει σερί η δουλειά, η εργασία, τεχνική ή παραγωγική, συνεχίζεται, εξελίσσεται ομαλά και χωρίς διαλείμματα: «όταν η δουλειά πάει σερί, είναι μέσ’ στη χαρά του || έχω βρει μια πατέντα και πάει σερί η δουλειά»·
- η δουλειά πάει σημειωτόν ή πάει σημειωτόν η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση παρουσιάζει στασιμότητα ή, αν εξελίσσεται, εξελίσσεται πάρα πολύ αργά: «απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχουν νέα κονδύλια, η δουλειά πάει σημειωτόν || δεν ήρθαν ακόμη να καταθέσουν τρεις μάρτυρες και πάει σημειωτόν η δουλειά»·
- η δουλειά πάει στρωτά ή πάει στρωτά η δουλειά, η δουλειά, εμπορική ή κατασκευαστική, εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «δεν είχαμε προβλήματα, γιατί η δουλειά πάει στρωτά || απ’ τη στιγμή που πάει στρωτά η δουλειά, μη φοβάσαι τίποτα»·
- η δουλειά πήγε αμόντε ή πήγε αμόντε η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η επιχείρηση απέτυχε, χάλασε, δεν ευοδώθηκε η προσπάθεια που καταβλήθηκε: «σκοτώθηκε να στήσει αυτή την επιχείρηση, αλλά από έναν κακό χειρισμό η δουλειά πήγε αμόντε || τον πούλησε ο χρηματοδότης του και πήγε αμόντε η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε πίσω ή πήγε πίσω η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστερεί για κάποιο λόγο και δεν εξελίσσεται, παρουσιάζει στασιμότητα: «πέσαμε πάνω στις απεργίες κι η δουλειά πήγε πίσω || για ένα διάστημα δεν είχα μόνιμους εργάτες, γι’ αυτό πήγε πίσω η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε στραβά ή πήγε στραβά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση δεν εξελίχθηκε ομαλά, όπως αναμενόταν: «από ένα κακό χειρισμό η δουλειά πήγε στραβά και τώρα τραβάει τα μαλλιά του || δεν μπορώ να καταλάβω τι έφταιξε και πήγε στραβά η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε στράφι ή πήγε στράφι η δουλειά, απότυχε εντελώς, καταστράφηκε: «απ’ τη στιγμή που είχε το μυαλό του συνέχεια στα γλέντια και τα ξενύχτια, η δουλειά πήγε στράφι || τη μέρα που τελείωνα άρχισαν οι πλημμύρες και πήγε στράφι η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε τζάμπα (και βερεσέ) ή πήγε τζάμπα (και βερεσέ) η δουλειά, α. η εργασία δεν απέδωσε κανένα κέρδος, κανένα όφελος, έγινε μάταια: «η δουλειά πήγε τζάμπα και βερεσέ, γιατί ο τύπος που μου την είχε αναθέσει την κοπάνησε στο εξωτερικό || τόση προσπάθεια να τελειώσω στην ώρα μου και πήγε τζάμπα και βερεσέ η δουλειά». β. (γενικά) η προσπάθεια δεν απέδωσε: «όλοι θελήσαμε να τον συμβουλέψουμε, αλλά πήγε τζάμπα και βερεσέ η δουλειά, γιατί αυτός έκανε πάλι του κεφαλιού του»·
- η δουλειά πήρε το δρόμο της ή πήρε το δρόμο της η δουλειά, μετά τις αρχικές δυσκολίες ή προσπάθειες η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά: «στην αρχή δυσκολεύτηκα μέχρι να τη στρώσω, αλλά τώρα η δουλειά πήρε το δρόμο της || απ’ τη στιγμή που πήρε το δρόμο της η δουλειά, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα»·
- η δουλειά προχωράει σαν τη χελώνα ή προχωράει σαν τη χελώνα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η δουλειά προχωράει σαν τον κάβουρα ή προχωράει σαν τον κάβουρα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η δουλειά σηκώνει νερό ή σηκώνει νερό η δουλειά, α. η δουλειά ή η υπόθεση μπορεί να αποβεί περισσότερο κερδοφόρα από ό,τι περιμέναμε: «η προσωπική μου γνώμη είναι να μην τα παρατήσουμε τώρα, γιατί, όπως βλέπω, η δουλειά σηκώνει νερό || μόλις αντιλήφθηκε πως σηκώνει νερό η δουλειά, έκανε σαν τρελός να πάρει κι αυτός μέρος». Από την εικόνα του οινοπαραγωγού, που βάζει νερό στο κρασί ή σε άλλο ποτό για να αυξήσει την ποσότητά του και να κερδίσει περισσότερα χρήματα. β. η δουλειά  ή η υπόθεση χρειάζεται περισσότερη σκέψη, περισσότερη συζήτηση για τη λήψη μιας απόφασης: «νομίζω πως πρέπει να ξανακουβεντιάσουμε όλα τα δεδομένα, γιατί η δουλειά σηκώνει νερό || πρέπει να εξαντλήσουμε όλες τις περιπτώσεις, γιατί, απ’ ό,τι βλέπω, σηκώνει νερό η δουλειά». γ. η υπόθεση έφτασε σε επικίνδυνο στάδιο, σε επικίνδυνο σημείο, η υπόθεση πρέπει να ξεκαθαρίσει με δυναμικό τρόπο: «απ’ τη στιγμή που σου ’βρισε τη μάνα, σηκώνει νερό η δουλειά». Από την εικόνα του πελάτη που κατάλαβε πως πίνει νερωμένο κρασί και αντιδρά δυναμικά·
- η δουλειά τέλος, η εργασία περατώθηκε: «αφεντικό, ώρα να με πληρώσεις, γιατί η δουλειά τέλος»· βλ. και φρ. δουλειά τέλος·
- η δουλειά τρέχει απ’ τα μπατζάκια του ή τρέχει απ’ τα μπατζάκια του η δουλειά, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει υπερβολική, ασταμάτητη δουλειά: «χάθηκε απ’ την πιάτσα, γιατί τον τελευταίο καιρό η δουλειά τρέχει απ’ τα μπατζάκια του». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση, εννοώντας το εντελώς αντίθετο: «ο τάδε έχει πολύ δουλειά. -Δε βλέπεις, τρέχει απ’ τα μπατζάκια του η δουλειά, γι’ αυτό είναι όλη μέρα στο καφενείο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μμμ! ή το ναι μωρέ·
- η καλή δουλειά αργεί να γίνει, συνήθως ως έκφραση δικαιολογίας κάποιου, που καθυστερεί να τελειώσει την εργασία που του έχουμε αναθέσει: «μην παραπονιέσαι που καθυστερώ, γιατί η καλή δουλειά αργεί να γίνει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α·
- η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη, παρατήρηση που απευθύνεται σε άτομο που δουλεύει εξοντωτικά, και έχει την έννοια πως αυτό, μπορεί να αποβεί σε βάρος της υγείας του: «έτσι όπως δουλεύεις δεν κάνεις καλά, γιατί η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη»·
- η πρώτη μου δουλειά είναι να…, η πρώτη μου επιδίωξη, η πρώτη μου φροντίδα, η προτεραιότητα που δίνω είναι να…: «μόλις παίρνω το μισθό μου, η πρώτη μου δουλειά είναι να πληρώσω τα χρέη μου || όταν πάω σε μια μεγάλη πόλη, η πρώτη μου δουλειά είναι να επισκεφθώ το μουσείο της»·
- θα πάει μακριά η δουλειά; θα συνεχιστεί για πολύ ακόμη αυτή η αφόρητη κατάσταση; αυτή η ενοχλητική υπόθεση(;): «θα πάει μακριά η δουλειά μ’ αυτή την γκρίνια σου;». Συνών. θα πάει μακριά η βαλίτσα; / θα πάει πολύ μακριά(;) ·
- θα τη βρούμε τη δουλειά, θα βρούμε τρόπο να συνεννοηθούμε, να συμφωνήσουμε στο θέμα που μας απασχολεί: «αν υπάρχει καλή πρόθεση, θα τη βρούμε τη δουλειά, αλλιώς, όσο και να κουβεντιάζουμε, δε θα βγάλουμε άκρη». (Λαϊκό τραγούδι: τη δουλειά θα τη βρούμε, τη δουλειά θα τη βρούμε και ξανά δε θα πούμε πώς πετούν τα πουλιά
- θανατερή δουλειά, βλ. φρ. θανατηφόρα δουλειά·
- θανατηφόρα δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που είναι εξαιρετική: «μου παρέδωσε μια τόσο θανατηφόρα δουλειά, που φιλοτιμήθηκα και του ’δωσα παραπάνω απ’ όσα συμφωνήσαμε»·
- θέλει ακόμα δουλειά ή θέλει δουλειά ακόμα, η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, χρειάζεται επιπλέον επεξεργασία: «δεν μπορώ να σου παραδώσω τη μακέτα, γιατί θέλει ακόμα δουλειά || δεν μπορώ να παρουσιάσω τον πίνακα, γιατί θέλει ακόμα δουλειά». Πρβλ.: για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ (από το Άξιον εστί του Οδ. Ελύτη)·
- θέλει τέμπο η δουλειά ή η δουλειά θέλει τέμπο, η δουλειά για να έχει επιτυχία, αίσιο τέλος, πρέπει να γίνεται με ρυθμό, με σύστημα: «για να γίνει καλή η δουλειά, θέλει τέμπο»·
- θέλει τσακαλίκι η δουλειά ή η δουλειά θέλει τσακαλίκι, για να πετύχει μια δουλειά, απαιτείται επίμονο κυνηγητό και συνεχής εγρήγορση: «δεν πρέπει να επαναπαύεσαι στιγμή, γιατί μέχρι το τέλος θέλει τσακαλίκι η δουλειά για να πετύχει»·
- καβάφικη δουλειά ή καβάφικες δουλειές, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική που είναι κακότεχνη, κακοφτιαγμένη: «πήγα τ’ αυτοκίνητό μου στον τάδε μηχανικό, αλλά δε θα το ξαναπάω, γιατί μου ’κανε καβάφικη δουλειά || για να γίνει καλή η δουλειά θα μου δώσεις τα λεφτά που σου ζητάω, γιατί εγώ δε θέλω να ’χω σχέση με καβάφικες δουλειές»·
- καζάντισε απ’ τη δουλειά, αποκόμισε σοβαρά κέρδη από τη δουλειά του, από την εργασία του, πλούτισε, έκανε μεγάλη περιουσία: «τόσα χρόνια στα ξένα, καζάντισε απ’ τη δουλειά»·
- καθαρή δουλειά ή καθαρές δουλειές, βλ. συνηθέστ. παστρική δουλειά·
- καθαρίζω απ’ τη δουλειά (μου), α. κερδίζω από τη δουλειά μου, από την εργασία μου: «εγώ καθαρίζω απ’ τη δουλειά μου μέχρι και πεντακόσιες χιλιάδες το μήνα». β. τελειώνω, σχολνώ από τη δουλειά μου: «δεν μπορώ να σε συναντήσω πιο νωρίς απ’ τις τρεις, γιατί εκείνη την ώρα καθαρίζω απ’ τη δουλειά»·
- καθαρίζω τη δουλειά, α. τη φέρω σε πέρας, την ολοκληρώνω: «μπορώ να καθαρίσω τη δουλειά μέσα σε δυο μήνες». β. αναλαμβάνω ως ειδικός ή ως μεσάζοντας να τη φέρω σε πέρας, να τη διεκπεραιώσω: «μόνο ο τάδε μπορεί να σου καθαρίσει τη δουλειά»·
- καθάρισε η δουλειά, α. η δουλειά, ιδίως εμπορική, απέτυχε, χρεοκόπησε: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες καθάρισε η δουλειά». β. η υπόθεση που εκκρεμούσε τακτοποιήθηκε: «τώρα που καθάρισε η δουλειά και δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, μπορούμε να ξαναγίνουμε φίλοι»·
- κάθε δουλειά θέλει το κολάι της, κάθε δουλειά ή υπόθεση έχει τον ιδιαίτερο τρόπο για να γίνει εύκολα, γρήγορα και σωστά: «πώς τα κατάφερες, ρε θηρίο, και τέλειωσες μια τόση περίπλοκη δουλειά; -Κάθε δουλειά θέλει το κολάι της»·
- κάθισε η δουλειά ή κάθισαν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης: «μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων κάθισαν οι δουλειές»·
- καθιστική δουλειά, που ο εργαζόμενος είναι αναγκασμένος να τη διεκπεραιώνει καθιστός και ως τέτοια αναφέρεται συνήθως η δουλειά που διεκπεραιώνεται σε γραφείο: «επειδή κάνει καθιστική δουλειά, αποφάσισε να περπατάει κάθε απόγευμα δυο χιλιόμετρα για άσκηση»·
- και γαμώ τη δουλειά! α. έκφραση θαυμασμού για τη σοβαρότητα ή την οικονομική ευρωστία που παρουσιάζει μια δουλειά ή μια επιχείρηση: «βρήκε μια θέση στο τάδε εργοστάσιο, που είναι και γαμώ τη δουλειά!». β. έκφραση θαυμασμού για την αρτιότητα ή την πληρότητα που παρουσιάζει μια τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία: «μου παρέδωσε τα σχέδια της οικοδομής, που ήταν και γαμώ τη δουλειά!»·
- καϊμάκι δουλειά, βλ. συνηθέστ. καϊμακλίδικη δουλειά·
- καϊμακλίδικη δουλειά ή καϊμακλίδικες δουλειές, α. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολύ τέχνη και μεράκι: «βέβαια, καθυστέρησε λίγο, αλλά στο τέλος μου ’φερε καϊμακλίδικη δουλειά». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που αποφέρει σπουδαίο κέρδος: «βρήκε απ’ τον πατέρα του μια καϊμακλίδικη δουλειά και δεν έχει κανένα πρόβλημα στη ζωή του»·
- καλαμπουρτζίδικη δουλειά, βλ. συνηθέστ. αστεία δουλειά·
- καλή δουλειά! ή καλές δουλειές! ευχή για πετυχημένη και κερδοφόρα εξέλιξη των εργασιών νεοσύστατης επιχείρησης ή εμπορικού καταστήματος·
- καλή δουλειά βρήκαμε! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- καλή δουλειά κι αυτή! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- καλλιτεχνική δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με μεράκι και ευαισθησία: «ο εργολάβος μου παρέδωσε καλλιτεχνική δουλειά». β. κατασκευή, ιδίως χειροποίητη, που διακρίνεται για την πολύ λεπτή και καλαίσθητη εργασία της: «της έκανε δώρο μια χρυσή καρφίτσα, που είχε πολύ καλλιτεχνική δουλειά επάνω της». γ. δουλειά, εργασία, που είναι σχετική με τις καλές τέχνες (γραφιστική || διακοσμητική || χορευτική || εικαστική || θεατρική || κινηματογραφική || λογοτεχνική || μουσική || τυπογραφική δουλειά)·
- κάνε δουλειά σου! α. (συμβουλευτικά, προτρεπτικά ή απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου: «πάμε να δούμε, ρε παιδιά, γιατί μαζεύτηκε εκεί τόσος κόσμος; -Κάνε δουλειά σου! || ποιοι μαλώνουν, ρε φίλε, εκεί κάτω; -Κάνε δουλειά σου!». Συνών. πάνε δουλειά σου! ή πάνε στη δουλειά σου(!). β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας πάτησε ή μας έσπρωξε βίαια, χωρίς βέβαια να το θέλει, και μας ζητά συγνώμη Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε ή το μωρέ· βλ. και φρ. κάνε τη δουλειά σου(!)·
- κάνε καμιά δουλειά, (ειρωνικά ή προκλητικά) φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου, μη με ενοχλείς. Η δουλειά που υπονοείται να κάνει αυτός στον οποίο απευθυνόμαστε είναι να υποστεί τη σεξουαλική πράξη. Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε και πιο σπάνια το μωρέ·
- κάνε τη δουλειά σου! προτρεπτική έκφραση σε άτομο που το πετυχαίνουμε να ασχολείται με κάτι, ιδίως  επιλήψιμο, να μη διακόψει να κάνει αυτό με το οποίο ασχολείται και να συνεχίσει ανεπηρέαστο. (Λαϊκό τραγούδι: οι μπάτσοι μας μπλοκάρανε, ρε Μάνθο, μας τη σκάσανε. Κάντε μάγκες τη δουλειά σας μη χαλάτε την καρδιά σας).Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και πιο  σπάνια κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε ή το μωρέ· βλ. και φρ. κάνε δουλειά σου(!)·
- κάνει δουλειά, α. είναι ικανός με αυτό που ασχολείται: «πηγαίνω τ’ αυτοκίνητό μου πάντα στον ίδιο μηχανικό, γιατί κάνει δουλειά». β. παράγει ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «είναι απ’ τους λίγους εργάτες του εργοστασίου σ’ αυτόν τον τομέα, που κάνει δουλειά χωρίς να τον ζορίζει κανείς». γ. (για πράγματα, εργαλεία ή μηχανήματα) βλ. φρ. κάνει τη δουλειά του και κάνω δουλειά·
- κάνει δουλειά μπασκλάς ή κάνει μπασκλάς δουλειά, δεν είναι καθόλου καλός στη δουλειά που κάνει, κάνει δουλειά κατώτερης ποιότητας: «δεν εμπιστεύεται κανένας αυτόν το μηχανικό, γιατί κάνει δουλειά μπασκλάς || μην του εμπιστευτείς το παραμικρό, γιατί κάνει μπασκλάς δουλειά»·
- κάνει δουλειά ρουτίνας, απασχολείται σε εργασία μονότονη, μηχανική, πληκτική, που δεν παρουσιάζει εξάρσεις, αλλά ακολουθεί την καθημερινή πορεία της: «θέλει ν’ αλλάξει δουλειά, γιατί εκεί όπου εργάζεται κάνει δουλειά ρουτίνας κι έχουν σπάσει τα νεύρα του»·
- κάνει δουλειά στο γόνατο, δεν είναι καλός τεχνίτης ή καλλιτέχνης και κάνει δουλειά βιαστική και πρόχειρη, προχειροδουλειά: «δεν τον εμπιστεύεται κανένας, γιατί κάνει δουλειά στο γόνατο || αν εξακολουθήσεις να κάνεις δουλειά στο γόνατο, στο τέλος δε θα σε υπολήπτεται κανείς ως συγγραφέα». Από το ότι, οτιδήποτε παράγεται ή γράφεται στο γόνατο, δηλώνει προχειρότητα ή βιασύνη·
- κάνει δουλειά στο πόδι, βλ. φρ. κάνει δουλειά στο γόνατο·
- κάνει δουλειά της πλάκας ή κάνει της πλάκας δουλειά, κάνει δουλειά πρόχειρη και κακότεχνη: «δεν πιστεύω να σπούδασε πουθενά την ηλεκτρολογία, γιατί κάνει δουλειά της πλάκας || απ’ τη στιγμή που κάνει της πλάκας δουλειά, δεν είναι καθόλου περίεργο που έμεινε άνεργος»·
- κάνει δουλειά του κώλου ή κάνει του κώλου δουλειά, α. ασχολείται με δουλειά που δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον από άποψη σοβαρότητας ή κέρδους, ασχολείται με δουλειά εντελώς ανάξια λόγου: «δεν έχει πει ποτέ σε κανέναν το αντικείμενο της εργασίας του κι όλοι υποθέτουμε πως κάνει δουλειά του κώλου». β. είναι κακός τεχνίτης, κακός καλλιτέχνης: «δεν ξαναπαίρνω τον τάδε υδραυλικό, γιατί κάνει δουλειά του κώλου || θέλησε να πρωτοτυπήσει πάνω στην πίστα κι έκανε του κώλου δουλειά»·
- κάνει δουλειά του ποδαριού ή κάνει δουλειές του ποδαριού, ασχολείται με δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μιας μόνιμης έδρας ή καταστήματος: «μπορεί να μην έμαθε κάποια τέχνη, αλλά κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού και τα κονομάει μια χαρά». Τέτοια δουλειά μπορεί να θεωρηθεί η δουλειά του μεσάζοντα, του πλανόδιου μικροπωλητή, του πλανόδιου λαχειοπώλη, καθώς και διάφορες άλλες ευκαιριακές δουλειές· βλ. και φρ. κάνει δουλειά στο πόδι·
- κάνει μισές δουλειές, αφήνει συνήθως στη μέση τις δουλειές με τις οποίες καταπιάνεται ή κάνει μια δουλειά με βιασύνη, και για το λόγο αυτό δεν την κάνει καλά, δεν την κάνει όπως πρέπει να γίνει: «δε σου συνιστώ αυτόν το μηχανικό, γιατί κάνει μισές δουλειές κι ύστερα θα ’χεις τρεξίματα»·
- κάνει τη δουλειά του (της), α. (για πράγματα εργαλεία ή μηχανήματα) εξυπηρετεί αυτόν που το χειρίζεται: «έχω ένα παλιό αυτοκίνητο, αλλά κάνει τη δουλειά του, γιατί με πηγαίνει όπου θέλω || έχω μια ξυριστική μηχανή που δεν είναι γνωστής φίρμας, αλλά κάνει τη δουλειά της, γιατί ξυρίζομαι μια χαρά || δεν είναι κανένα σπουδαίο πολύφωτο, αλλά κάνει τη δουλειά του». β. εξυπηρετεί αυτόν που το χρειάζεται για κάποιο συγκεκριμένο λόγο και ας μην είναι το ιδανικό μέσο: «βολεύεσαι μ’ αυτή την τανάλια να καρφώσεις το καρφί στον τοίχο; -Κάνει τη δουλειά της»· βλ. και φρ. κάνω τη δουλειά μου·
- κάνει σκυλίσια δουλειά, βλ. συνηθέστ. ρίχνει σκυλίσια δουλειά·
- κάνει τη δουλειά μου ή μου κάνει τη δουλειά, (για πρόσωπα, εργαλεία ή μηχανήματα) είναι κατάλληλος για το λόγο που τον θέλω: «δεν είναι πολύ έξυπνος υπάλληλος, αλλά κάνει τη δουλειά μου || σε βολεύει αυτό το κατσαβίδι για να ξεβιδώσεις τη βίδα; -Κάνει τη δουλειά μου»· 
- κάνω αθόρυβα τη δουλειά μου ή κάνω αθόρυβα τις δουλειές μου, βλ. συνηθέστ. κάνω κρυφά τη δουλειά μου·
- κάνω αμάν για δουλειά ή κάνω αμάν αμάν για δουλειά ή κάνω αμάν κι αμάν για δουλειά, βλ. συνηθέστ. κάνω κρα για δουλειά·
- κάνω δουλειά ή κάνω δουλειές, α. συναλλάσσομαι: «κάθε μέρα κάνω δουλειά μ’ ένα σωρό κόσμο». β. συνεργάζομαι: «μ’ αυτόν τον άνθρωπο κάνω δουλειές εδώ και δυο χρόνια». γ. έχω αρκετά έσοδα, κέρδη από τη δουλειά που κάνω: «δεν ξέρω τι κάνετε εσείς, πάντως εγώ κάνω δουλειά όλο το χρόνο κι έτσι ζω άνετα»· βλ. και φρ. κάνει δουλειά·
- κάνω δουλειά του κεφαλιού μου ή κάνω δουλειές του κεφαλιού μου, ενεργώ χωρίς να συμβουλεύομαι κανέναν, ενεργώ απερίσκεπτα, επιπόλαια, βιαστικά και χωρίς προγραμματισμό: «ρώτα πρώτα και κανέναν που ξέρει, ρε παιδάκι μου, και μην κάνεις δουλειές του κεφαλιού σου!»·
- κάνω κρα για δουλειά, ποθώ, λαχταρώ, επιδιώκω μετά μανίας να βρω εργασία: «δυο μήνες τώρα κάνω κρα για δουλειά, αλλά, όποια πόρτα κι αν χτύπησα, έμεινε κλειστή»·
- κάνω κρυφά τη δουλειά μου ή κάνω κρυφά τις δουλειές μου, α. ενεργώ με μυστικότητα: «δεν ξέρει κανείς με τι ασχολείται, γιατί κάνει κρυφά τις δουλειές του». β. δε γνωρίζει κανένας τις ερωτικές μου δραστηριότητες: «όταν πρόκειται για γυναικοδουλειά, κάνω κρυφά τη δουλειά μου, γιατί είμαι και παντρεμένος άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: μπάρμπα Θωμά, μπάρμπα Θωμά, που κάνεις τις δουλειές κρυφά
- κάνω μια χαρά τη δουλειά μου, α. δουλεύω με ευχαρίστηση, με προθυμία τη δουλειά που κάνω: «βρίσκομαι σε ευχάριστο εργασιακό περιβάλλον κι έτσι κάνω μια χαρά τη δουλειά μου». β. (για εργαλεία ή μηχανήματα) με εξυπηρετεί απόλυτα: «μ’ αυτόν τον κόφτη κάνω μια χαρά τη δουλειά μου»·
- κάνω μουλωχτά τη δουλειά μου ή κάνω μουλωχτά τις δουλειές μου, βλ. συνηθέστ. κάνω κρυφά τη δουλειά μου·
- κάνω να για δουλειά, βλ. συνηθέστ. κάνω κρα για δουλειά·
- κάνω τη βρόμικη δουλειά (για λογαριασμό κάποιου), αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας για λογαριασμό κάποιου κάποια παράνομη δουλειά ή υπόθεση, ιδίως να σκοτώσω κάποιον: «έχει έναν αδίστακτο παλιάνθρωπο για να κάνει τις βρόμικες δουλειές του»·
- κάνω τη δουλειά μου, α. βρίσκω τον τρόπο ή το μέσο να προωθήσω ή να διεκπεραιώσω μια υπόθεσή μου, βρίσκω τον τρόπο ή το μέσο να εξυπηρετηθώ: «όταν χρειάζεται, πάντα βρίσκω  τρόπο να κάνω τη δουλειά μου». β. δεν ενδιαφέρομαι για τίποτα εκτός από τη δουλειά μου: «ο κόσμος να χαλάει, εγώ κάνω τη δουλειά μου». γ. επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «της υποσχόταν χίλια δυο και μόλις έκανε τη δουλειά του την παράτησε τη φουκαριάρα». δ. αφοδεύω, χέζω: «πάω λίγο μέχρι την τουαλέτα να κάνω τη δουλειά μου»· βλ. και φρ. κάνει τη δουλειά του·
- κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω, α. είμαι γραφειοκράτης στην υπηρεσία μου: «ό,τι και να μου υποσχεθείτε, θα κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω». β. δεν αποδέχομαι εύκολα αλλαγές, νεωτερισμούς στον τρόπο εργασίας μου, ακολουθώ το δικό μου, συνήθως παραδοσιακό, τρόπο, δεν ανέχομαι παρεμβάσεις στο αντικείμενο της εργασίας μου: «θα κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω, κι αν δε σ’ αρέσει, όταν τελειώσω, να πας σε άλλο μάστορα». Πολλές φορές, μετά το όπως ακούγεται το εγώ·
- κάνω τρελή δουλειά ή κάνω τρελές δουλειές, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- κάνω χρυσή δουλειά ή κάνω χρυσές δουλειές, αποκομίζω πολλά κέρδη από κάποια δουλειά ή δραστηριότητά μου: «έχει ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς και κάνει χρυσές δουλειές || είναι μεσάζων σε διάφορες αγοραπωλησίες και κάνει χρυσές δουλειές»·
- καπακλίδικη δουλειά ή καπακλίδικες δουλειές, βλ. φρ. καϊμακλίδικη δουλειά·
- κατεβαίνω στη δουλειά (μου), πηγαίνω να εργαστώ στο χώρο εργασίας μου (κατάστημα, γραφείο) κάποια καθορισμένη ώρα: «κάθε μέρα κατεβαίνω στη δουλειά μου στις οχτώ». Το ρ. κατεβαίνω, επειδή τα πιο πολλά γραφεία και καταστήματα βρίσκονται συνήθως στο κέντρο της πόλης και οι κατοικίες περιμετρικά του·
- κερατένια δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, ή υπόθεση που παρουσιάζει πολλές δυσκολίες ή που διεκπεραιώνεται με μεγάλη δυσκολία: «μπλέχτηκα με μια κερατένια δουλειά και τόσον καιρό δεν μπορώ να ξεμπλέξω»·
- κλείνω δουλειές, είμαι μεσάζοντας, ιδίως σε θέματα αγοραπωλησίας: «είναι μάνα να κλείνει δουλειές»·
- κλείνω (μια, τη) δουλειά, διαπραγματεύομαι, προσπαθώ να συμφωνήσω μια δουλειά, μια εργασία, προσπαθώ να πετύχω μια συμφωνία: «απ’ το πρωί είναι κλεισμένος στο γραφείο του και κλείνει μια δουλειά με κάποιον»·
- κλείνω τη δουλειά μου, α. θεωρώ ασύμφορη την επιχείρησή μου και αναστέλλω τη λειτουργία της: «αφού δεν υπήρχε προοπτική εξέλιξης, έκλεισα κι εγώ τη δουλειά μου». β. χρεοκοπώ την επιχείρησή μου: «με τόσα έξοδα που έκανε, πώς να μην κλείσει τη δουλειά του!». γ. διακόπτω στο κατάστημα μου την ημερήσια συναλλαγή με το καταναλωτικό κοινό, ιδίως σύμφωνα με το καθιερωμένο ωράριο της αγοράς: «κάθε μέρα κλείνω τη δουλειά μου στις πέντε τ’ απόγευμα»·
- κόβομαι στη δουλειά, εργάζομαι πολύ σκληρά, έχω πάρα πολλή δουλειά και κουράζομαι υπερβολικά: «δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι, εγώ πάντως όλο το χρόνο κόβομαι στη δουλειά, γι’ αυτό κι έχω μεγάλη ανάγκη από διακοπές»·
- κοίτα δουλειά σου! ή κοίτα τη δουλειά σου! βλ. συνηθέστ. κάνε δουλειά σου! (Λαϊκό τραγούδι: τη δουλειά σας να κοιτάτε και για τ’ άλλα μη ρωτάτε
- κοιτάζω τη δουλειά μου, α. δεν ενδιαφέρομαι, δεν ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις: «δε με νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι, γιατί εγώ κοιτάζω τη δουλειά μου». β. είμαι προσηλωμένος σε αυτό που κάνω: «ο κόσμος να χαλάει, αυτός κοιτάζει τη δουλειά του». γ. είμαι γραφειοκρατικός στην εργασία μου, ενεργώ σύμφωνα με τους κανονισμούς: «δεν του αλλάζεις μυαλά, αυτός κοιτάζει τη δουλειά του, ό,τι και να του τάξεις»·
- κόλλησε η δουλειά, η υπόθεση ή η εργασία αντιμετωπίζει κάποιο σοβαρό εμπόδιο ή δυσκολία, που δεν επιτρέπει την εξέλιξή της: «κόλλησε η δουλειά, γιατί λείπει ο διευθυντής για να υπογράψει τις προσλήψεις || απ’ τη στιγμή που έκαναν κατάληψη το εργοστάσιο, κόλλησε η δουλειά»·
- κόλλησε η δουλειά ή κόλλησαν οι δουλειές, παρατηρείται εμπορική απραξία στην αγορά: «απ’ τη στιγμή που δεν κυκλοφορεί χρήμα, κόλλησαν οι δουλειές»·
- κολομπαρεμένη δουλειά ή κολομπαρεμένες δουλειές, δουλειά που έχασε το οικονομικό ενδιαφέρον που είχε προηγουμένως, γιατί, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται όλο και περισσότεροι με αυτή: «μη μπλέκεσαι με τα μπαράκια, γιατί είναι κολομπαρεμένη δουλειά»·
- κολομπαρίστικη δουλειά ή κολομπαρίστικες δουλειές, επιχείρηση χωρίς καμιά σοβαρότητα ή κύρος, ασήμαντη, τιποτένια: «έχει μια κολομπαρίστικη δουλειά και περνιέται για βιομήχανος»·
- κομπιναδόρικη δουλειά ή κομπιναδόρικες δουλειές, δουλειά ή επιχείρηση παράνομη και με μικρή χρονική διάρκεια: «είναι τίμιος άνθρωπος και δεν ασχολείται με κομπιναδόρικες δουλειές || όσοι μπλέχτηκαν με κομπιναδόρικες δουλειές, αργά ή γρήγορα έπεσαν στα χέρια της αστυνομίας»·
- κονομημένη δουλειά, εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που βρίσκεται σε άριστη οικονομική κατάσταση: «δεν έχει την ανάγκη κανενός, γιατί ο πατέρας του, πριν πεθάνει, του άφησε μια κονομημένη δουλειά»·
- κοντρολαρισμένη δουλειά, που ελέγχεται απόλυτα και, κατά συνέπεια, που εξελίσσεται ικανοποιητικά: «αν σου προτείνει συνεταιρισμό καν’ τον με  κλειστά τα μάτια, γιατί έχει κοντρολαρισμένη δουλειά»·
- κόπηκε η δουλειά ή κόπηκαν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης ή άλλης εμπορικής συναλλαγής: «μόλις πέρασαν οι γιορτές, κόπηκαν οι δουλειές»·
- κουκούτσι δουλειά, πλήρης εμπορική απραξία: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες κουκούτσι δουλειά την τελευταία βδομάδα»·
- κουραστική δουλειά, α. εργασία που δημιουργεί σωματική ή πνευματική κούραση: «είναι κουραστική δουλειά να ’σαι οικοδόμος || είναι κουραστική δουλειά η συγγραφή ενός βιβλίου». β. ενοχλητική πράξη που επαναλαμβάνεται συστηματικά: «σα να ’γινε κουραστική δουλειά, κάθε λίγο και λιγάκι να ’ρχεσαι και να μου ζητάς δανεικά. Δε νομίζεις; || κατάντησε κουραστική δουλειά, κάθε μεσημέρι να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών και να μη μ’ αφήνεις να κοιμηθώ»·
- κουτσαίνει η δουλειά, παρουσιάζει προβλήματα, η εξέλιξή της δεν είναι ομαλή: «μόλις τέλειωσαν τα χρήματα, άρχισε να κουτσαίνει η δουλειά»·
- κυλάει η δουλειά, εξελίσσεται ομαλά: «όταν όλα δουλεύουν ρολόι, πώς να μην κυλάει η δουλειά;»·
- λάσκαρε η δουλειά ή λάσκαραν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης η άλλης εμπορικής συναλλαγής: «μόλις έφυγαν οι τουρίστες απ’ το νησί, λάσκαρε η δουλειά»·
- λασκάρω απ’ τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- λάσπη η δουλειά, βλ. συνηθέστ. λάσπωσε η δουλειά·
- λάσπωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση περιήλθε σε πλήρη στασιμότητα και κινδυνεύει να αποτύχει, να χρεοκοπήσει: «με τόσες απεργίες που γίνονται κάθε μέρα, λάσπωσε η δουλειά». Από την εικόνα της λάσπης που λόγω της σύνθεσής της βρίσκεται σε πλήρη ακινησία·
- λαστιχάρει η δουλειά, παίρνει διάρκεια για κάποιο λόγο: «κάθε φορά που λείπω απ’ το εργοτάξιο, λαστιχάρει η δουλειά || είχαμε ένα σοβαρό πρόβλημα, γι’ αυτό εδώ και μερικές μέρες λαστιχάρει η δουλειά»·
- λοβιτουρατζίδικη δουλειά ή λοβιτουρατζίδικες δουλειές, δουλειά που δεν είναι τίμια, που δεν είναι έντιμη, που γίνεται με αθέμιτα μέσα, ή ενέργεια που γίνεται παρασκηνιακά με σκοπό το κέρδος: «μόλις ανέλαβε τις προμήθειες του εργοστασίου, άρχισε τις λοβιτουρατζίδικες δουλειές || ό,τι θα γίνεται ή θα λέγεται, θα ’ναι φανερά, γιατί δε μ’ αρέσουν οι λοβιτουρατζίδικες δουλειές»·
- μάγκικη δουλειά ή μάγκικες δουλειές, βλ. φρ. μαγκιόρικη δουλειά·
- μαγκιόρικη δουλειά ή μαγκιόρικες δουλειές, α. επιχείρηση πάνω σε σωστές προδιαγραφές και σε ευχάριστο περιβάλλον: «είναι πολύ χαρούμενος, γιατί βρήκε θέση σε μια μαγκιόρικη δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη και μεράκι: «ο μηχανικός μου ’κανε πολύ μαγκιόρικη δουλειά»·
- μαθαίνω τα μυστικά της δουλειάς, με τη συνεχή ενασχόληση και την πάροδο του χρόνου αποκτώ τις ιδιαίτερες γνώσεις που χρειάζονται για τη σωστή και επωφελή άσκηση της δουλειάς μου, της τέχνης μου, του επαγγέλματός μου: «αν δε μάθω πρώτα καλά τα μυστικά της δουλειάς, δεν έχω σκοπό ν’ αναλάβω το παραμικρό»·
- μαλακισμένη δουλειά ή μαλακισμένες δουλειές, α. δουλειά εμπορική ή βιομηχανική χωρίς την παραμικρή σοβαρότητα, χωρίς το παραμικρό οικονομικό ενδιαφέρον: «έχει μια μαλακισμένη δουλειά και νομίζει πως είναι ο Ωνάσης || δεν έχω διάθεση να χάνω τον καιρό μου σε μαλακισμένες δουλειές». β. τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη, απαράδεκτη: «έχεις την εντύπωση πως θα παραλάβω μια τόσο μαλακισμένη δουλειά;». γ. υπόθεση που προκαλεί έντονη θλίψη ή αγανάκτηση: «σαν δεν ντρέπεστε λίγο, δυο αδέρφια και να μαλώνετε σαν τα προγόνια! Για αφήστε αυτές τις μαλακισμένες δουλειές και δώστε τα χέρια να μονοιάσετε!»·
- μαμούκαλα δουλειά! βλ. συνηθέστ. σκατά δουλειά(!)·
- μανουρατζίδικη δουλειά ή μανουρατζίδικες δουλειές, α. τεχνική ιδίως εργασία που προκαλεί θόρυβο, φασαρία: «έχω δίπλα στο σπίτι μου ένα συνεργείο αυτοκινήτων και δε σου λέω τίποτα, πολύ μανουρατζίδικη δουλειά!». β. εμπορική δουλειά που έχει σχέση με πολύ κόσμο: «κάθε βράδυ έχω ένα κεφάλι καζάνι, γιατί δουλεύω σ’ ένα σούπερ μάρκετ και δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μανουρατζίδικη δουλειά είναι!». γ. χειροτεχνική ιδίως εργασία που είναι πολύ δύσκολη, γιατί απαιτούνται πολύ λεπτοί χειρισμοί: «η δουλειά του ρολογά είναι πολύ μανουρατζίδικη δουλειά»·
- μανούριασε η δουλειά, α. στη δουλειά ή στην υπόθεση παρατηρείται έντονη διχόνοια ή γκρίνια: «σκέφτομαι να πάρω το ποσοστό μου και να φύγω, γιατί μανούριασε η δουλειά || δεν πατάω το πόδι μου στην παρέα, γιατί τον τελευταίο καιρό μανούριασε η δουλειά κι ο ένας βρίζει τον άλλον». β. στη δουλειά παρατηρούνται μεγάλα εμπόδια, μεγάλες δυσκολίες: «ενώ μέχρι τώρα πήγαινε μια χαρά, δεν ξέρω γιατί, ξαφνικά, μανούριασε η δουλειά»·
- μάπα δουλειά, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη, που είναι για πέταμα: «τον είχα προειδοποιήσει πως, αν μου ξανάφερνε μάπα δουλειά, δε θα την παραλάμβανα»·
- ματζίριασε η δουλειά ή ματζίριασαν οι δουλειές, παρατηρείται πολύ φτωχική εμπορική κίνηση: «με τόσες απεργίες που γίνονται τον τελευταίο καιρό, ματζίριασε η δουλειά || μετά τις γιορτές ματζίριασαν οι δουλειές»·
- ματζίρικη δουλειά ή ματζίρικες δουλειές, α. τεχνική εργασία χωρίς διόλου φαντασία και με έντονη φτωχική κατασκευή: «του ’δωσα όλα τα στοιχεία κι όλες τις δυνατότητες για μια σωστή εργασία κι αυτός είτε από άγνοια είτε από τσιγκουνιά, μου ’κανε την πιο ματζίρικη δουλειά». β. επιχείρηση που από άποψη υποδομής ή οικονομικής προοπτικής δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον, που φυτοζωεί: «αν είναι να στήσουμε μια μοντέρνα επιχείρηση, τότε ευχαρίστως να συνεταιριστούμε, αλλιώς, δεν έχω διάθεση να μπερδευτώ με ματζίρικες δουλειές»·
- μαφιόζικη δουλειά ή μαφιόζικες δουλειές, δουλειά που γίνεται με ύποπτο, παράνομο τρόπο, παράνομη δουλειά: «δεν μπλέκομαι σε μαφιόζικες δουλειές κι έτσι έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- με καβάλησε η δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, που δεν προλαβαίνω να τη διεκπεραιώσω: «δεν μπορώ να πάρω άλλες παραγγελίες, γιατί ήδη με καβάλησε η δουλειά και δουλεύω και τα βράδια»·
- με πήρε από κάτω η δουλειά, α. έχω τόσο πολλή δουλειά, που δεν προλαβαίνω να τη διεκπεραιώσω: «έχω τόσες πολλές παραγγελίες, που με πήρε από κάτω η δουλειά». β. πελάγωσα, τα έχασα, δεν ήξερα τι να πω και τι να κάνω: «μόλις την πλησίασα και ήταν να της μιλήσω, με πήρε από κάτω η δουλειά και δεν μπορούσα ν’ ανοίξω το στόμα μου»·
- με πλάκωσε η δουλειά, βλ. συνηθέστ. με καβάλησε η δουλειά·
- με πορδές δε γίνονται δουλειές ή με πορδές δουλειές δε γίνονται ή με πορδές δε γίνονται οι δουλειές ή με πορδές οι δουλειές δε γίνονται, α. όταν λείπουν τα οικονομικά μέσα, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με επιτυχία κάποιο έργο: «θέλησε να στήσει ολόκληρη εξαγωγική εταιρεία χωρίς δραχμή και βέβαια απέτυχε, σαν να μην ήξερε ο χαζός πως με πορδές δε γίνονται δουλειές». β. για να φτάσει κανείς στην επιτυχία, απαιτείται συνεχής προσπάθεια και κόπος: «δεν άνοιξε βιβλίο και κόπηκε πάλι στις εξετάσεις, γιατί με πορδές δουλειές δε γίνονται». Συνών. με πορδές δε βάφονται αβγά·
- με σταμάτησαν απ’ τη δουλειά, με απέλυσαν: «επειδή είχε πρόβλημα η επιχείρηση, με σταμάτησαν απ’ τη δουλειά»·
- μεγάλη δουλειά είναι! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο να συμβεί αυτό που λες: «όπως έγινε σήμερα η ζωή, βγαίνεις για να πας στη δουλειά σου και με το πρώτο βήμα που κάνεις σκάει μια μπόμπα δίπλα σου και σε κάνει κομμάτια. -Μεγάλη δουλειά είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ, ενώ είναι και φορές που άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί της φρ. το νομίζεις ·
- μεγάλη δουλειά! α. αμφισβήτηση με ειρωνική διάθεση για τη δυσκολία ή την ιδιαιτερότητα που ισχυρίζεται κάποιος πως παρουσιάζει μια εργασία ή μια υπόθεση: «ξέρεις πόσο δύσκολο πράγμα είναι να μεταφέρεις αυτό το μπαούλο στον έκτο όροφο! -Μεγάλη δουλειά! || ξέρεις πόσο δύσκολο πράγμα είναι να διοργανώσεις μια εκδρομή! -Μεγάλη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι, μωρέ ή το σιγά, μωρέ και άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ. β.πολύ δύσκολη υπόθεση, πολύ δύσκολη περίπτωση: «μέσα σε μια βδομάδα έχασε όλη του την περιουσία που τη μάζευε ολόκληρη ζωή. -Μεγάλη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το πω πω·
- μεγάλη δουλειά, α. περιστασιακή, πρόσκαιρη επιχείρηση, ιδίως παράνομη, με μεγάλα κέρδη: «ετοιμάζει από καιρό μια μεγάλη δουλειά, που, αν πετύχει, θα τρελαθεί στο τάλιρο». Συνών. μεγάλο κόλπο. β.εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση με ευρύ κύκλο εμπορικών ή άλλων συναλλαγών: «είναι τόσο μεγάλη δουλειά, που επηρεάζει σημαντικά όλη την αγορά»·
- μεγαλώνω τη δουλειά μου, την επεκτείνω: «ψάχνει να βρει συνεταίρο για να μεγαλώσει τη δουλειά του»·
- μεγάλωσε η δουλειά του! ή μεγάλωσαν οι δουλειές του! λέγεται ειρωνικά για κάποιον που μετά από κάποια πρόσκαιρη επιτυχία του συμπεριφέρεται σαν να είναι σπουδαίος, που μεγαλοπιάνεται: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, μεγάλωσε η δουλειά του και δε μας χαιρετάει! || απ’ τη μέρα που τον έδειξαν στην τηλεόραση, μεγάλωσαν οι δουλειές του και δε μας μιλάει!»·
- μερακλίδικη δουλειά ή μερακλίδικες δουλειές, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία με γούστο και μεράκι: «πήγα τ’ αυτοκίνητο στο τάδε συνεργείο και μου ’καναν πολύ μερακλίδικη δουλειά || πολύ χαίρομαι όταν παραλαμβάνω μερακλίδικες δουλειές»·
- μεσοβέζικη δουλειά ή μεσοβέζικες δουλειές, υπόθεση που παρουσιάζεται μια με τον έναν τρόπο και μια με άλλον διαφορετικό, υπόθεση που δεν παρουσιάζεται με ειλικρίνεια: «ξεκαθάρισε επιτέλους τη θέση σου και άσε αυτές τις μεσοβέζικες δουλειές»·
- μετράω τη δουλειά, τη μελετώ, την υπολογίζω με προσοχή: «αν δε μετρήσει πρώτα καλά τη δουλειά, δεν αποφασίζει να την αναλάβει»·
- μην την ψάχνεις τη δουλειά, α. μην τη σκέφτεσαι, μην την εξετάζεις, γιατί η δουλειά ή η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, είναι αυτονόητη: «απ’ τη στιγμή που υπάρχουν αυτές οι διαβεβαιώσεις απ’ την τράπεζα, έλα να υπογράψουμε και μην την ψάχνεις τη δουλειά», δηλ. είναι σίγουρο πως θα πετύχει η δουλειά. β. μην ασχολείσαι, μην εξετάζεις κάτι για το οποίο δε θα μπορέσεις να βγάλεις νόημα ή άκρη: «όλοι προεκλογικά υπόσχονται τα μύρια όσα κι όταν έρχονται στην εξουσία, κάνουν εντελώς τ’ αντίθετα, γι’ αυτό σου λέω, μην την ψάχνεις τη δουλειά»·
- μην την ψειρίζεις τη δουλειά, (για τεχνικές, καλλιτεχνικές ή κατασκευαστικές εργασίες) μην την καθυστερείς λεπτολογώντας την: «παράδωσέ μου, επιτέλους, αυτό το βιβλίο και μην την ψειρίζεις τη δουλειά || έλα, ρε παιδάκι μου, τελείωνε μ’ αυτή την κατασκευή και μην την ψειρίζεις τη δουλειά». Συνήθως, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το άλλο ή το περισσότερο· βλ. και φρ. μην την ψάχνεις τη δουλειά·    
- μίζερη δουλειά ή μίζερες δουλειές, α. φτωχή εμπορική δουλειά χωρίς προοπτική εξέλιξης: «έχει μια μίζερη δουλειά, που όπου να ’ναι, θα κλείσει». β. κατασκευή που έγινε με πολύ ευτελή υλικά: «από καθαρή τσιγκουνιά έκανε μίζερη δουλειά»·
- μιζέριασε η δουλειά, έχασε το εμπορικό της ενδιαφέρον, γιατί δεν υπάρχει αγοραστική κίνηση: «με τις συνεχιζόμενες απεργίες των τραπεζών μιζέριασε η δουλειά, γιατί ο κόσμος δεν έχει μετρητά»·
- μονταρισμένη δουλειά, επιχείρηση που δουλεύει απρόσκοπτα, γιατί είναι στημένη πάνω σε σωστές προδιαγραφές, πάνω σε γερές βάσεις: «έχει τόσο μονταρισμένη δουλειά, που, και να λείψει ένα διάστημα, όλα δουλεύουν ρολόι»·
- μοντάρω μια δουλειά, α. οργανώνω μια δουλειά, μια επιχείρηση: «ξέρω ότι εδώ και καιρό μοντάρει μια δουλειά, αλλά τι ακριβώς, θα σε γελάσω». β. οργανώνω ευκαιριακή επιχείρηση, ιδίως παράνομη: «μοντάρει καιρό μια καινούρια δουλειά, που, αν πετύχει, θα τρελαθεί στο τάλιρο»· βλ. και φρ. μοντάρω τη δουλειά ·
- μοντάρω τη δουλειά, συναρμολογώ κάποιο μηχάνημα που το είχα διαλύσει στα επιμέρους του τμήματα: «αφού πρώτα διέλυσα τη μηχανή και διόρθωσα τη βλάβη, θ’ αρχίσω αύριο να μοντάρω πάλι τη δουλειά»· βλ κ. φρ. μοντάρω μια δουλειά·
- μου άνοιξε δουλειά ή μου άνοιξε δουλειές, μου δημιούργησε δύσκολο πρόβλημα, δυσάρεστη κατάσταση: «του ξέφυγε το μυστικό που του εμπιστεύτηκα για τον τάδε και μου άνοιξε δουλειές ο ηλίθιος»·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου άρπαξε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- μου πήρε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου πήρε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- μου την έκανε τη δουλειά, α. μου προξένησε ζημιά, ιδίως χωρίς να το περιμένω, με  ξεγέλασε, με εξαπάτησε: «του είχα απόλυτη εμπιστοσύνη, αλλά μου την έκανε τη δουλειά και μ’ άδειασε το ταμείο». β. (και για τα δυο φύλα) με απάτησε, με κεράτωσε: «εγώ της είχα απόλυτη εμπιστοσύνη κι αυτή μου την έκανε τη δουλειά μ’ ένα φίλο μου»·
- μου την έφτιαξε τη δουλειά, βλ. φρ. μου την έκανε τη δουλειά·
- μου την έχουν στημένη τη δουλειά ή μου την έχουν τη δουλειά στημένη, τα έχουν προσχεδιασμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να εκτεθώ ή να αποτύχω: «δε θα πάρω μέρος στο μειοδοτικό διαγωνισμό, γιατί ξέρω πως μου την έχουν στημένη τη δουλειά || απ’ τη στιγμή που κατάλαβες πως σου την έχουν τη δουλειά στημένη, είναι καλύτερα να μην πας στο μειοδοτικό διαγωνισμό»·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, ενήργησε με τέτοιο τρόπο, ιδίως αθέμιτο, που ενώ ήταν σίγουρο πως θα αναλάμβανα εγώ τη δουλειά, την ανέλαβε αυτός: «τα ’κανε πλακάκια με τον διευθυντή και μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια»·
- μου χάλασε τη δουλειά, έγινε αίτιος αποτυχίας σε κάποια επαγγελματική μου διαπραγμάτευση, σε κάποια ερωτική μου επιδίωξη ή σχέση: «πήγε και μαρτύρησε στον υποψήφιο συνεταίρο μου πως έχω λερωμένο ποινικό μητρώο και μου χάλασε τη δουλειά || πήγε και κάρφωσε στην γκόμενά μου πως είμαι παντρεμένος και μου χάλασε τη δουλειά, γιατί μετά απ’ αυτό με διαβολόστειλε η γυναίκα»·
- μου(ν)τζούρικη δουλειά, εργασία μηχανουργείου ή συνεργείου αυτοκινήτων, επειδή, όσοι εργάζονται εκεί, λόγω της μουτζούρας λερώνουν τα ρούχα και τα χέρια τους: «αν δε μάθεις γράμματα, θα σε στείλω να μάθεις καμιά μουτζούρικη δουλειά»·
- μουλωχτή δουλειά ή μουλωχτές δουλειές, δουλειά που γίνεται αθόρυβα ή στα κρυφά,  ιδίως σε στενό κύκλο ανθρώπων: «είναι υπάλληλος σ’ ένα κατάστημα, αλλά ασχολείται και μ’ άλλες μουλωχτές δουλειές»· βλ. και φρ. κάνω μουλωχτά τη δουλειά μου ·
- μούχλιασε η δουλειά, α. εμπορική επιχείρηση που βρίσκεται σε πλήρη στασιμότητα μεγάλο χρονικό διάστημα και είναι στα πρόθυρα της χρεοκοπίας: «δεν τον νοιάζει κι αν μούχλιασε η δουλειά, γιατί έχει ένα σωρό ακίνητα». β. η υπόθεση έχασε πια εντελώς το ενδιαφέρον της: «τώρα που ξύπνησες, μούχλιασε η δουλειά, γιατί αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με κάτι άλλο»·
- μπάζει η δουλειά, η δουλειά παρουσιάζει έντονα προβλήματα: «πρέπει να βρούμε κάποιον να μας χρηματοδοτήσει, γιατί μπάζει η δουλειά». Από την εικόνα της βάρκας που μπάζει νερά και κινδυνεύει να βουλιάξει ή από την εικόνα του παραθύρου που μπάζει αέρα και δημιουργεί προβλήματα·
- μπαίνω στα μυστικά της δουλειάς, βλ. φρ. μαθαίνω τα μυστικά της δουλειάς·
- μπαμπάτσικη δουλειά ή μπαμπάτσικες δουλειές, επιχείρηση πολύ κερδοφόρα, επιχείρηση με ευρύ κύκλο εργασιών: «η χαρά του είναι που θ’ αφήσει στα παιδιά του μια μπαμπάτσικη δουλειά»·
- μπαμπέσικη δουλειά ή μπαμπέσικες δουλειές, ενέργεια ύπουλη, χτύπημα πισώπλατο: «έπρεπε να το φανταστώ ποιος ενέργησε μ’ αυτόν τον ύπουλο τρόπο, γιατί αυτός είναι μαθημένος στις μπαμπέσικες δουλειές»·
- μπάνικη δουλειά ή μπάνικες δουλειές, α. επιχείρηση εντυπωσιακή σε υποδομή και κέρδη: «βρήκε απ’ τον πατέρα του μπάνικη δουλειά και δεν έχει ανάγκη από κανέναν || ασχολείται μόνο με μπάνικες δουλειές». β. τεχνική, κατασκευαστική ή καλλιτεχνική εργασία που έγινε με τέχνη: «ο μηχανικός έκανε μπάνικη δουλειά || ο ζωγράφος έκανε μπάνικη δουλειά»·
- μπασταρδεμένη δουλειά ή μπασταρδεμένες δουλειές, α. μπερδεμένη υπόθεση, νόθα κατάσταση: «ήταν τόσο μπασταρδεμένη δουλειά, που έπεσαν δέκα δικηγόροι να την ξεδιαλύνουν». β. δουλειά που έχασε το οικονομικό ενδιαφέρον που είχε προηγουμένως, γιατί, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται όλο και περισσότεροι με αυτήν: «ξέχνα το μπαράκι, είναι μπασταρδεμένη δουλειά, δε βλέπεις που σε κάθε γειτονιά υπάρχουν από κάνα δυο τρία;»·
- μπαστάρδεψε η δουλειά ή μπαστάρδεψαν οι δουλειές, δεν παρουσιάζει πια κανένα οικονομικό ενδιαφέρον, ψεύτισε, στην αγορά παρατηρείται εμπορική απραξία: «τώρα που μπαστάρδεψε η δουλειά, τώρα ενδιαφέρθηκε κι αυτός ν’ ασχοληθεί με τα βιντεοκλάμπ || τον τελευταίο καιρό μπαστάρδεψαν οι δουλειές, γιατί, με την ακρίβεια που παρατηρείται, δεν υπάρχει αγοραστικό ενδιαφέρον»·
- μπαστάρδικη δουλειά ή μπαστάρδικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. μπασταρδεμένη δουλειά·
- μπατάκικη δουλειά ή μπατάκικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. μπαταξίδικη δουλειά·
- μπατάλικη δουλειά ή μπατάλικες δουλειές, εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι χοντροκομμένη, χωρίς γούστο και χάρη: «του ’δωσα την ευκαιρία να προβληθεί με τη δουλειά που του ανέθεσα κι αυτός έκανε μπατάλικη δουλειά»·
- μπαταξίδικη δουλειά ή μπαταξίδικες δουλειές, εμπορική επιχείρηση χωρίς καμιά φερεγγυότητα: «δεν τον πιστώνει κανείς μέσα στην αγορά, γιατί έχει μπαταξίδικη δουλειά και κάθε τόσο μας δημιουργεί προβλήματα»·
- μπατάρισε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε εντελώς, χρεοκόπησε: «μετά από τόση γκρίνια που έπεσε στους συνεταίρους, μπατάρισε η δουλειά». Από την εικόνα της βάρκας που, όταν βάζει νερό ή είναι φορτωμένη, γέρνει, μπατάρει·
- μπατιρημένη δουλειά, που δεν αποδίδει το παραμικρό οικονομικό κέρδος: «πήγε και μπήκε συνέταιρος ο βλάκας σε μια μπατιρημένη δουλειά κι έχασε τα λεφτά του». Πρβλ.: μπατιρημένο κουρείο Σάββατο βράδυ χωρίς δουλειά (Ντ. Χριστιανόπουλος)·
- μπατίρισε η δουλειά, χρεοκόπησε: «έκανε στάση πληρωμών, γιατί μπατίρισε η δουλειά που είχε»·
- μπελαλίδικη δουλειά ή μπελαλίδικες δουλειές, δουλειά που παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες, μεγάλους μπελάδες, ως προς την πραγματοποίηση ή τη διεκπεραίωσή της και, για το λόγο αυτό, δυσάρεστη: «επειδή δε μιλάω, όλες τις μπελαλίδικες δουλειές τις φορτώνουν επάνω μου»·
- μπερδεμένη δουλειά ή μπερδεμένες δουλειές, α. δουλειά ή η υπόθεση που είναι περιπλεγμένη, που παρουσιάζει δυσκολίες λόγω κακών χειρισμών, ή είναι γενικά πολυσύνθετη: «είναι τόσο μπερδεμένη δουλειά, που πρέπει να προσλάβει τρεις λογιστές για να βγάλουν άκρη». β. δουλειά ή επιχείρηση ύποπτη, που δεν παρουσιάζει διαφάνεια στους χειρισμούς της: «δεν παίρνω μέρος σε μπερδεμένες δουλειές, γι’ αυτό έχω το κούτελό μου καθαρό στην αγορά»·
- μπερδεύω τη δουλειά, δημιουργώ λανθασμένη εντύπωση για κάποιον ή για κάτι: «πώς μπέρδεψες τη δουλειά, ρε παιδάκι μου, και δεν κατάλαβες ότι έδιωχνες τον καλύτερό σου υπάλληλο;»· βλ. και φρ. μπουρδουκλώνω τη δουλειά·
- μπερεκετλίδικη δουλειά ή μπερεκετλίδικες δουλειές, επιχείρηση που αποφέρει ικανοποιητικό κέρδος: «έχει μια μπερεκετλίδικη δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο του στραβά»·
- μπερμπάντικη δουλειά ή μπερμπάντικες δουλειές, η ενασχόληση με τα ερωτικά, το μπλέξιμο σε γυναικοδουλειές, η μπερμπαντοδουλειά: «αν και είναι παντρεμένος, μπερδεύεται κάθε τόσο σε μπερμπάντικες δουλειές»·
- μπιτ δουλειά, βλ. συνηθέστ. κουκούτσι δουλειά·
- μπλόκαρε η δουλειά ή μπλοκάρισε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ή διεκπεραιωνόταν ομαλά, ξαφνικά, για απρόβλεπτους λόγους ή αιτίες, περιήλθε σε πλήρη στασιμότητα: «μπλόκαρε η δουλειά, γιατί έχουμε διακοπή ρεύματος || μπλοκάρισε η δουλειά, γιατί οι απεργοί έκαναν κατάληψη στο εργοστάσιο»·
- μπορεί να γίνει έτσι δουλειά! βλ. συνηθέστ. γίνεται (έτσι) δουλειά(!)·
- μπουρδουκλώνω τη δουλειά, α. δημιουργώ επίτηδες σύγχυση σε μια δουλειά ή σε μια υπόθεση για προσωπικό μου όφελος: «από εδώ είχε, από εκεί είχε, την μπουρδούκλωσε τη δουλειά και βγήκε λάδι». β. καλύπτω κρυφά μια αταξία ή παρατυπία: «αν θέλεις εσύ, μπορείς να μπουρδουκλώσεις τη δουλειά για να μη μάθει τίποτα ο διευθυντής»·
- μπουρδούκλωσε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά η δουλειά, συνάντησε ξαφνικά εμπόδια και έπαψε να εξελίσσεται: «του ’φυγαν απροειδοποίητα πέντε εργάτες και μπουρδούκλωσε η δουλειά, γιατί του έλειπαν χέρια για να τη συνεχίσει»·
- μυγιάζομαι τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. ψυλλιάζομαι τη δουλειά·
- μυρίζομαι τη δουλειά, βλ. φρ. ψυλλιάζομαι τη δουλειά·
- μυστήρια δουλειά! α. έκφραση απορίας για τις επιπλοκές που παρουσιάζει μια δουλειά ή μια υπόθεση, τις οποίες παρά τις έντονες προσπάθειές μας, δεν μπορούμε να εντοπίσουμε: «εδώ και δυο βδομάδες έφαγα τα λυσσιακά μου να βρω πού υπάρχει το πρόβλημα και δεν μπορώ να βρω τίποτα. -Μυστήρια δουλειά!». β. έκφραση απορίας για το είδος εργασιών κάποιας επιχείρησης ή για τη φύση μιας υπόθεσης που παραμένουν άγνωστες: «έχει πέντε γραφεία μ’ ένα σωρό υπαλλήλους, αλλά κανείς δεν ξέρει με τι ακριβώς ασχολείται. -Μυστήρια δουλειά!»·
- μυστήρια δουλειά ή μυστήριες δουλειές, α. δουλειά ύποπτη, σκοτεινή, παράνομη: «έχει μια μυστήρια δουλειά και κανείς δεν μπορεί να καταλάβει με τι ασχολείται || δεν μπλέκεται με μυστήριες δουλειές, γιατί λατρεύει τη διαφάνεια». β. δουλειά εντελώς ασυνήθιστη, που δεν μπορεί κανείς εύκολα να τη χαρακτηρίσει ή να την κατατάξει σε ένα κύκλο: «κάνει μια μυστήρια δουλειά, που δεν μπορώ να στην εξηγήσω, ξέρω όμως ότι κερδίζει πολλά»·
- να δουλειά! κοροϊδευτική έκφραση σε κάποιον που, ενώ του είχαμε υποσχεθεί κάποια θέση εργασίας ή την ανάθεση κάποιας δουλειάς, στο τέλος για κάποιο λόγο αθετήσαμε την υπόσχεσή μας: «αφού με κατηγόρησες, να δουλειά!». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία κατά την οποία επιδεικνύουμε τον αντίχειρά μας ανάμεσα στο δείκτη και το μεγάλο δάχτυλο προς το πρόσωπο του συνομιλητή μας ή από χειρονομία κατά την οποία η χούφτα πιάνει τα αρχίδια μας και τα προβάλλει προς το μέρος του συνομιλητή μας·
- να κοιτάς τη δουλειά σου! προτρεπτική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον που αναμειγνύεται απρόσκλητος σε μια υπόθεση: «να μη σ’ ενδιαφέρει τι θα κάνουμε και να κοιτάς τη δουλειά σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εσύ και είναι φορές που κλείνει με το ορίστε μας(!)·
- νααα, δουλειά! έκφραση θαυμασμού για την ύπαρξη έντονης εμπορικής κίνησης ή συναλλαγής: «εσείς δεν ξέρω τι κάνετε, αλλά αυτός, νααα δουλειά!». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία τα δάχτυλα του χεριού ενώνονται επανειλημμένα στις άκρες τους προς το πρόσωπο του συνομιλητή μας·
 - νάκα δουλειά ή νάκατα δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) δεν έχει, δεν υπάρχει δουλειά: «αφού άργησες να ’ρθεις, νάκα δουλειά, γιατί πρόλαβαν και την πήραν άλλοι»·
- ναυάγησε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε τελείως, ματαιώθηκε: «ήταν να συνεργαστούμε, αλλά την τελευταία στιγμή ναυάγησε η δουλειά, γιατί δεν τα βρήκαμε στα ποσοστά»·
- ναυαγώ τη δουλειά, γίνομαι αίτιος της αποτυχίας ή της καταστροφής μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης: «όσες φορές του έχουν αναθέσει κάτι, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα ναυαγεί τη δουλειά»·
- νέκρωσε η δουλειά ή νέκρωσαν οι δουλειές, υπάρχει πλήρης στασιμότητα εμπορικών συναλλαγών: «υπάρχει τέτοια ακρίβεια στην αγορά, που νέκρωσαν οι δουλειές»·
- νεταρισμένη δουλειά, που είναι τελειωμένη, διεκπεραιωμένη: «η δουλειά είναι νεταρισμένη και μπορείς να την παραλάβεις ό,τι ώρα θέλεις»·
- νετάρω απ’ τη δουλειά, τελειώνω, σχολνώ: «τι ώρα νετάρεις απ’ τη δουλειά για να περάσω να σε πάρω;»·
- νετάρω μια δουλειά ή νετάρω τη δουλειά, α. διεκπεραιώνω μια υπόθεση ως μεσάζων: «μόλις νετάρω τη δουλειά ενός φίλου μου, θ’ ασχοληθώ και με τη δική σου υπόθεση». β. φέρω σε πέρας μια εργασία: «σε μια βδομάδα νετάρω μια δουλειά που την είχα αρχίσει πριν από πολύ καιρό»·
- νοικοκυρεμένη δουλειά ή νοικοκυρεμένες δουλειές, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που διακρίνεται από τάξη και συνέπεια: «έχει μια νοικοκυρεμένη δουλειά, που τη ζηλεύουν πολλοί». β. ενέργεια που τη διακρίνει τιμιότητα, σύνεση, διαφάνεια: «θα κουβεντιάσουμε όλες τις λεπτομέρειες πριν αποφασίσουμε, γιατί μ’ αρέσουν νοικοκυρεμένες δουλειές»·
- νοικοκυρίστικη δουλειά ή νοικοκυρίστικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. νοικοκυρεμένη δουλειά·
- νταραβερτζίδικη δουλειά ή νταραβερτζίδικες δουλειές, δουλειά ή υπόθεση που παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, που βάζει σε μπελάδες, σε τρεξίματα αυτόν ή αυτούς που ασχολούνται με αυτή: «έχω μπλέξει σε μια νταραβερτζίδικη δουλειά και γυρνάω κάθε βράδυ στο σπίτι μου μ’ ένα κεφάλι καζάνι || αποφεύγει τις νταραβερτζίδικες δουλειές, όπως ο διάβολος το λιβάνι»·
- ντιπ δουλειά, βλ. συνηθέστ. κουκούτσι δουλειά·
- ξαμολιέμαι για δουλειά (ενν. να βρω), αρχίζω συστηματικά να ψάχνω να βρω εργασία: «απ’ τη μέρα που έκλεισε το εργοστάσιο όπου δούλευε, ξαμολήθηκε για δουλειά»·
- ξεζούμισε η δουλειά, εξάντλησε κάθε οικονομικό ενδιαφέρον που είχε: «απ’ τη στιγμή που ξεζούμισε η δουλειά που έκανε, προσανατολίζεται ν’ ασχοληθεί με κάτι άλλο»·
- ξεζούμισε τη δουλειά, την εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο, ώσπου έφτασε στο σημείο να μην αποδίδει άλλο: «απ’ τη στιγμή που ξεζούμισε τη δουλειά που είχε, βρήκε ένα κορόιδο και του την πάσαρε»·
- ξεζουμίζομαι στη δουλειά, βλ. φρ. ξελιγώνομαι στη δουλειά·
- ξεθεώνομαι στη δουλειά, βλ. φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεκαθαρίζω μια δουλειά ή ξεκαθαρίζω τη δουλειά, εξιχνιάζω μια σκοτεινή ή παράνομη υπόθεση: «η αστυνομία δεν ξεκαθάρισε ακόμα τη δουλειά σχετικά με τη ληστεία της τράπεζας»·
- ξεκούρντιστη δουλειά, εμπορική ιδίως επιχείρηση που αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα λόγω κακού συντονισμού: «λογικό να γίνεται αλαλούμ σε μια τόσο ξεκούρντιστη δουλειά!»·
- ξεκωλώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι, εξαντλούμαι από υπερβολική ή πολύ κοπιαστική εργασία: «όλη τη μέρα σήμερα ξεκωλώθηκα στη δουλειά»·
- ξελασκάρω απ’ τη δουλειά, χαλαρώνω, παύω να έχω εντατική δουλειά και, κατ’ επέκταση, ελευθερώνομαι, τελειώνω από τη δουλειά μου: «μόλις ξελασκάρω απ’ τη δουλειά που έχω, θα πιάσω τη δική σου παραγγελία || λογαριάζω να ξελασκάρω απ’ τη δουλειά κατά τις πέντε το απόγευμα και θα περάσω τότε να τα πούμε»·
- ξελιγώνομαι στη δουλειά, εξαντλούμαι τελείως από τη δουλειά με την οποία ασχολούμαι: «έχω βάλει σκοπό να μαζέψω κάτι λεφτά και ξελιγώνομαι στη δουλειά»·
- ξεμπερδεύω απ’ τη δουλειά, βλ. φρ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- ξεμπλέκω απ’ τη δουλειά, βλ. φρ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- ξεμπλόκαρε η δουλειά ή ξεμπλοκάρισε η δουλειά, μετά από προσωρινή στασιμότητα, που προήλθε από απρόβλεπτους ιδίως λόγους ή παράγοντες, άρχισε πάλι να εξελίσσεται ομαλά: «αφού λύθηκε η κατάληψη του εργοστασίου, ξεμπλοκάρισε η δουλειά κι άρχισε κανονικά η αποστολή των εμπορευμάτων»·
- ξεπατώνομαι στη δουλειά, βλ. φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεσκεπάζω τη δουλειά, αποκαλύπτω κάποια δουλειά ή υπόθεση, ιδίως παράνομη: «μετά από έρευνες που έκανε, ξεσκέπασε τη δουλειά με τα πλαστά τιμολόγια»·
- ξεσκίζομαι στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «όταν έρχονται οι γιορτές των Χριστουγέννων, ξεσκίζομαι στη δουλειά»· βλ. και φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεσκίζω στη δουλειά, βλ. φρ. ξεσκίζομαι στη δουλειά·
- ξεφορτώνομαι τη δουλειά, α. εγκαταλείπω ανειλημμένη εργασία ή υποχρέωση για διάφορους λόγους: «πρέπει να ξεφορτωθώ αυτή τη δουλειά, γιατί βλέπω πως δεν μπορώ πια να τη φέρω σε πέρας». β. αρχίζω σταδιακά να τη διεκπεραιώνω: «απ’ τη στιγμή που έβαλε το κεφάλι του κάτω, άρχισε σιγά σιγά να ξεφορτώνεται τη δουλειά»·
- ξεφουρνίζω τη δουλειά, αποκαλύπτω εργασία που γινόταν κρυφά, προδίδω κάτι που ήταν μυστικό: «για να μάθουν τόσο γρήγορα με τι ασχολούμαστε, σίγουρα κάποιος από μας τους ξεφούρνισε τη δουλειά || είχα μια γκόμενα κι αυτός ο ηλίθιος πήγε και ξεφούρνισε τη δουλειά στη γυναίκα μου»·
- ξεφούσκωσε η δουλειά, α. μετά από περίοδο έντονης εμπορικής κίνησης επήλθε φυσιολογική κάμψη: «αμέσως μετά από τις γιορτές των Χριστουγέννων ξεφούσκωσε η δουλειά». β. υπόθεση που είχε συζητηθεί ή διαφημιστεί έντονα, αποδείχτηκε χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο: «μετά από τόσο ντόρο που έγινε απ’ την κυβέρνηση για την αύξηση των μισθών και των συντάξεων, στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή ξεφούσκωσε η δουλειά, γιατί οι αυξήσεις που δόθηκαν μόλις που πλησιάζουν το ένα τοις εκατό»·
- ξέφτισε η δουλειά, βλ. συνηθέστ. ξεφούσκωσε η δουλειά·
- ξέφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή ξέφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, για κάποιο λόγο δεν μπορώ να την ελέγξω: «ενώ δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, ξαφνικά ξέφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου, χωρίς να το καταλάβω!»·
- ο γάιδαρος κάνει όλη τη δουλειά κι ο αγωγιάτης παίρνει τα λεφτά, λέγεται στην περίπτωση που άλλος κουράζεται για την επίτευξη ενός έργου και άλλος επωφελείται·
- ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του βιβλία ή ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του κιτάπια ή ο  Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του τεφτέρια ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του βιβλία ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του κιτάπια ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του τεφτέρια, λέγεται στην περίπτωση που, όταν κάποιος έχει αναδουλειές, επανέρχεται σε παλιούς οικονομικούς λογαριασμούς, που δεν έχουν ακόμα τακτοποιηθεί ή που μπορεί και να έχουν ξεχαστεί. Συνών. ο Εβραίος σαν φτωχάνει (φτωχύνει), τα παλιά τεφτέρια πιάνει / ο μουφλούζης αν μουφλουζέψει, τα παλιά τεφτέρια ανοίγει·
- ο καθένας στη δουλειά του και ο βλάχος στα τυριά του, ο καθένας πρέπει να ασχολείται με αυτό που ξέρει να κάνει: «από μικρός ασχολούμαι μόνο με πράγματα που ξέρω, γιατί ο καθένας στη δουλειά του και ο βλάχος στα τυριά του». Από το ότι ο βλάχος ως κτηνοτρόφος είναι δεινός στην παρασκευή τυριού·
- ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του, πετυχαίνει στη δουλειά του αυτός που έχει μάθει να την κάνει μόνος του: «δεν επιδίωξε ποτέ συνεταιρισμό με κανέναν, γιατί ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του»·
- οι δουλειές μου πάνε άσχημα ή πάνε άσχημα οι δουλειές μου, οι δουλειές μου ή οι υποθέσεις μου εξελίσσονται αρνητικά: «είμαι πολύ στενοχωρημένος, γιατί οι δουλειές μου πάνε άσχημα κι οι υποχρεώσεις τρέχουν || τον τελευταίο καιρό γενικά πάνε άσχημα οι δουλειές μου»·
- οικογενειακή δουλειά, επιχείρηση που είναι κατανεμημένη στα μέλη κάποιας οικογένειας, δουλειά που διεκπεραιώνεται από τα μέλη κάποιας οικογένειας: «δε θέλουν κανέναν συνέταιρο, γιατί θέλουν να την κρατήσουν οικογενειακή δουλειά»· βλ. και φρ. είναι οικογενειακή μας δουλειά·
- όμορφη δουλειά, εργασία κατασκευαστική, ιδίως χειροποίητη που έγινε με τέχνη και μεράκι: «για δες πόση όμορφη δουλειά έχει αυτή το δαχτυλίδι!»·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, είναι επικίνδυνο να αφήνει κάποιος στη μέση τη δουλειά με την οποία καταπιάνεται και να ψάχνει για νέες δουλειές: «τέλειωσε πρώτα τη δουλειά που έχεις αρχίσει κι ύστερα ψάξε γι’ άλλη, γιατί όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει». Από το ότι, τα φασόλια, επειδή είναι βαρύ φαγητό, δημιουργεί σε πολλούς ανθρώπους προβλήματα·
- όποιος κοιτάζει τη δουλειά του, καλοζεί τη φαμελιά του, η οικογένεια του εργατικού ανθρώπου ζει χωρίς άγχος και στερήσεις: «απ’ τη στιγμή που απόκτησες οικογένεια, να ’χεις το νου σου συνέχεια στη δουλειά, γιατί, όποιος κοιτάζει τη δουλειά του, καλοζεί τη φαμελιά του»·
- πάγαινε στη δουλειά σου! (ειρωνικά ή απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε, ξεκουμπίσου, απομακρύνσου: «τι έγινε δω, ρε φίλε, κι είναι τόσος κόσμος μαζεμένος; -Πάγαινε στη δουλειά σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ρε άι·
- πάει η δουλειά, α. η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά: «αφού δεν έχω συναντήσει μέχρι τώρα κανένα πρόβλημα, πώς να μην πάει η δουλειά;». β. απέτυχε, καταστράφηκε, χρεοκόπησε: «από ένα κακό χειρισμό πάει η δουλειά»·
- πάει μακριά η δουλειά, λέγεται με δυσφορία για δουλειά ή υπόθεση, που συνεχίζεται αδικαιολόγητα για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πάει μακριά η δουλειά, ρε παιδιά, μ’ αυτόν το θόρυβο και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε». Συνών. πάει μακριά η βαλίτσα / πάει πολύ μακριά·
- παζαρτζίδικη δουλειά ή παζαρτζίδικες δουλειές, α. δουλειά ασήμαντη, χωρίς σοβαρότητα, ανάξια λόγου: «ξεκίνησε από μια παζαρτζίδικη δουλειά και τώρα έγινε μεγάλος και τρανός». Αναφορά στο μικροπωλητή που γυρίζει στα παζάρια για να πουλήσει το εμπόρευμά του. β. (γενικά) ατελείωτες διαπραγματεύσεις για την αγοραπωλησία, για την επίτευξη κάποιας συμφωνίας: «θα διαβάσουμε το συμφωνητικό και θα το υπογράψουμε την ίδια ώρα, γιατί δε μ’ αρέσουν οι παζαρτζίδικες δουλειές»·
- παιδί για όλες τις δουλειές, μικρός ή ανεξαρτήτου ηλικίας άτομο που σε ένα εργασιακό χώρο ή σε μια παρέα χρησιμοποιείται από τους άλλους για διάφορα θελήματα: «αν σου τέλειωσαν τα τσιγάρα, έχουμε στο γραφείο ένα παιδί για όλες τις δουλειές και μπορεί να πάει να σου πάρει»·
- παίρνει μάκρος η δουλειά ή παίρνει σε μάκρος η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σε μάκρος·
- παίρνω απάνω μου τη δουλειά ή παίρνω τη δουλειά απάνω μου, α. αναλαμβάνω να την επιβλέπω, να τη συνεχίσω ή να τη φέρω σε πέρας: «όσο καιρό θα λείπεις, θα πάρω απάνω μου τη δουλειά». β. επωμίζομαι τις ευθύνες ή τις κυρώσεις μιας υπόθεσης: «πες του να μη φοβάται, γιατί παίρνω τη δουλειά απάνω μου»·
- παίρνω δουλειά στο σπίτι, α. λόγω φόρτου εργασίας ή πίεσης χρόνου τμήμα της δουλειάς μου, ιδίως γραφικής, τη μεταφέρω και τη διεκπεραιώνω στο σπίτι: «έχει πέσει πολλή δουλειά στο γραφείο και για να προλάβω, παίρνω πολλές φορές δουλειά στο σπίτι». β. (ειρωνικά) λέγεται και στην περίπτωση που κάποιος μεταφέρει στο σπίτι του τα προβλήματα της δουλειάς του και με τη στάση του τα μεταδίδει και στην οικογένειά του: «μα τι έχεις και μου μιλάς απότομα; -Έχω διάφορα προβλήματα με τη δουλειά μου. -Μα εσύ, μέχρι τώρα, δεν έπαιρνες δουλειά στο σπίτι!»·
- παίρνω κάβο τη δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- παίρνω πρέφα τη δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) αντιλαμβάνομαι, εννοώ, κατανοώ κάποια υπόθεση, ιδίως πριν αυτή αποβεί σε βάρος μου: «ήθελαν να μου φάνε τα λεφτά με διάφορες υποσχέσεις, αλλά ευτυχώς την τελευταία στιγμή πήρα πρέφα τη δουλειά και τους διαβολόστειλα»·
- παίρνω στραβά τη δουλειά, α. την ξεκινώ πάνω σε λανθασμένες βάσεις ή προδιαγραφές: «θα πρέπει να πήρα στραβά τη δουλειά για να σκαλώσει έτσι απότομα». β. παρεξηγώ τις καλές προθέσεις ή ενέργειες κάποιου: «ό,τι κι αν είπα κι ό,τι κι αν έκανα, ήταν μόνο και μόνο για το καλό σου, εσύ όμως πήρες στραβά τη δουλειά»·
- παίρνω τη δουλειά στα χέρια μου, αναλαμβάνω να διευθύνω ή να διεκπεραιώσω μια δουλειά ή μια υπόθεση: «απ’ τη μέρα που πήρε τη δουλειά στα χέρια του ο τάδε, όλα μέσα στο εργοστάσιο δουλεύουν ρολόι || μόλις πήρα τη δουλειά στα χέρια μου, τακτοποίησα κάθε εκκρεμότητα»·   
- παλεύεται η δουλειά, υπάρχει ακόμη προοπτική για ένα καλό αποτέλεσμα σε μια δουλειά ή υπόθεση, δε χάθηκε οριστικά: «μην απογοητεύεσαι από τη ζημιά που έγινε, γιατί παλεύεται η δουλειά»·
- παλεύω τη δουλειά, αγωνίζομαι, προσπαθώ να τη φέρω σε πέρας: «έχω διάφορα προβλήματα, αλλά παλεύω τη δουλειά και θα σου την παραδώσω τη μέρα που σου υποσχέθηκα»·
- πάνε δουλειά σου! ή πάνε στη δουλειά σου! (συμβουλευτικά, προτρεπτικά ή απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου: «άσε με στην ησυχία μου και πάνε στη δουλειά σου!»(Λαϊκό τραγούδι: και του δώσαν τα πανιά του για να πάει στη δουλειά του, με το ξένο του το σόι τον περίδρομο να τρώει). Συνών. κάνε δουλειά σου! (α)·
- πανηγυρ(ι)τζίδικη δουλειά ή πανηγυρ(ι)τζίδικες δουλειές, δουλειά ασήμαντη, ανάξια λόγου, τιποτένια, ιδίως δουλειά πρόχειρη και ευκαιριακή: «ένας άνθρωπος του δικού του οικονομικού επιπέδου δεν μπερδεύεται ποτέ σε πανηγυρτζίδικες δουλειές». Από την εικόνα του μικροπωλητή, που γυρίζει σε διάφορα πανηγύρια για να πουλήσει το εμπόρευμά του· βλ. και φρ. η δουλειά είναι για τα πανηγύρια·
- πάνω στο φόρτε της δουλειάς, κατά τη στιγμή ή κατά την περίοδο που μια δουλειά ή μια υπόθεση βρίσκεται στο κρίσιμο για την ολοκλήρωσή της σημείο ή στο πιο αποδοτικό σημείο της, τότε που υπάρχει μεγάλη ένταση, κίνηση, πάρε δώσε: «πέρασε κατά τις δώδεκα απ’ το μαγαζί, αλλά ήμουν πάνω στο φόρτε της δουλειάς και του ’πα να ’ρθει το βράδυ απ’ το σπίτι να τα πούμε σαν άνθρωποι»·
- παπατζίδικη δουλειά ή παπατζίδικες δουλειές, δουλειά ύποπτη, παράνομη: «ένας έντιμος άνθρωπος δεν μπλέκεται ποτέ με παπατζίδικες δουλειές»· βλ. και λ. παπατζής·
- παράγινε η δουλειά! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, ή που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του: «παράγινε η δουλειά να καλύπτω τις κοπάνες σου! || παράγινε η δουλειά να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ·
- παραμιλώ απ’ τη δουλειά, έχω τόσο πολλή δουλειά, που τα έχω χάσει, που δεν ξέρω τι μου γίνεται: «σ’ όλη την περίοδο των γιορτών παραμιλούσα απ’ τη δουλειά»·
- πασαλίδικη δουλειά ή πασαλίδικες δουλειές, δουλειά που γίνεται ή διεκπεραιώνεται πολύ ξεκούραστα και μέσα σε ευχάριστο περιβάλλον: «τον βλέπεις πάντα ευδιάθετο και ξεκούραστο, γιατί δουλεύει σε μια πασαλίδικη δουλειά». Αναφορά στην άνετη ζωή του πασά·
- πασάρω τη δουλειά, α. μεταβιβάζω μια δουλειά ή μια υπόθεση, την παραχωρώ για διάφορους λόγους σε κάποιον άλλον: «όταν τα βρίσκει μπαστούνια, πασάρει τη δουλειά σ’ άλλον || όταν είναι πολύ απασχολημένος, πασάρει τη δουλειά σ’ άλλον». β. αναθέτω εργασία σε κάποιον με όχι διαφανείς διαδικασίες, αναθέτω εργασία χατιρικά σε κάποιον: «είχε κάποιο φίλο βουλευτή που του πάσαρε τη δουλειά»·
- παστρική δουλειά ή παστρικές δουλειές, α. δουλειά ή υπόθεση που συζητιέται ή συμφωνείται με ειλικρίνεια και υπευθυνότητα και δεν παρουσιάζει δυσάρεστες εκπλήξεις ή υπαναχωρήσεις κατά την εξέλιξή της, καθαρή δουλειά: «αυτό που μ’ αρέσει σ’ αυτόν τον άνθρωπο, είναι που θέλει να κάνει πάντα παστρικές δουλειές». (Λαϊκό τραγούδι: παστρικές δουλειές δεν φτιάνεις, άλλα μου λες κι άλλα μου κάνεις, μου τη σκας κι αλλού γυρίζεις κι αποδώ δε χαμπαρίζεις). β. επιχείρηση  που παρουσιάζεται καθαρή και νοικοκυρεμένη: «δουλεύει σε μια παστρική δουλειά». γ. δουλειά που είναι τίμια: «δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα, γιατί είναι παστρική δουλειά». δ. δουλειά που διεκπεραιώνεται σε άνετο, υγιεινό και ευπρεπισμένο περιβάλλον: «οι τραπεζικοί έχουν απ’ τις πιο παστρικές δουλειές». ε. τεχνική εργασία που προτείνεται ή παραδίδεται σε κάποιον με μεθοδικότητα και με όλες τις σωστές προδιαγραφές: «χρόνια είχαν να μου παρουσιάσουν τόσο παστρική δουλειά»·
- πατώ δουλειά ή πατώ σκληρή δουλειά, εργάζομαι πολύ εντατικά, πολύ σκληρά: «όλη τη μέρα πατάει σκληρή δουλειά, γιατί έχει να θρέψει πέντε στόματα»·
- πάτωσε η δουλειά, η δουλειά, εμπορική ή τεχνική, δεν παρουσιάζει καμιά εξέλιξη, βρίσκεται σε στασιμότητα: «απ’ τη μια οι απεργίες, απ’ την άλλη οι καταλήψεις, ήρθε και πάτωσε η δουλειά»·
- πεθαίνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- πεθαμενατζίδικη δουλειά ή πεθαμενατζίδικες δουλειές, α. δουλειά που είναι επιφορτισμένη με την ταφή των νεκρών, το γραφείο κηδειών ή το γραφείο τελετών, όπως καθιερώθηκε να λέγεται από τη δεκαετία του 1960: «έχει μια πεθαμενατζίδικη δουλειά, κι εδώ ταιριάζει απόλυτα αυτό που λένε, ο θάνατός σου η ζωή μου». β. επιχείρηση χωρίς διόλου προοπτική κέρδους ή εξέλιξης, που βρίσκεται σε πλήρη απραξία, στα πρόθυρα της χρεοκοπίας: «έχει μια πεθαμενατζίδικη δουλειά κι έχει ταράξει τον κόσμο στα δανεικά». γ. βαρετή δουλειά, που δεν απαιτεί ενεργητικότητα, ευελιξία: «τι περιμένεις από άνθρωπο που έκανε τόσα χρόνια πεθαμενατζίδικη δουλειά, μπορεί να προκόψει στην αγορά;»·
- περπατά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «όταν υπάρχει εργασιακή και κοινωνική ηρεμία περπατά η δουλειά»·
- πεταμένη δουλειά, α. εργασία που έγινε άσκοπα ή που έγινε πολύ κακότεχνη: «τόση κούραση για πεταμένη δουλειά || τι πεταμένη δουλειά είναι αυτή που μου ’κανες;». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση εντελώς ασήμαντη, εντελώς ανάξια λόγου: «έχει μια πεταμένη δουλειά και μας κάνει το βιομήχανο»·
- πέφτει σκληρή δουλειά, βλ. φρ. πέφτει σκυλίσια δουλειά·
- πέφτει σκυλίσια δουλειά, συνήθως η εργασία είναι πολύ σκληρή, γίνεται μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες: «δε μένει κανείς για πολύ καιρό σ’ αυτό το εργοστάσιο, γιατί πέφτει σκυλίσια δουλειά»·
- πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά, αρχίζω να δουλεύω εντατικά, αφοσιώνομαι στη δουλειά: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά για να ξεκουράσει τον πατέρα του»·
- πέφτω με το κεφάλι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- πέφτω μονός διπλός στη δουλειά, επιστρατεύω όλες μου τις δυνάμεις για να τελειώσω μια δουλειά: «είχε μια ποινική ρήτρα κι έπεσε μονός διπλός στη δουλειά για να την παραδώσει στην ημερομηνία που έπρεπε»·
- πήγε αμόντε η δουλειά, έγινε άδικα, ανώφελα: «τόσος κόπος για να την τελειώσω και πήγε αμόντε η δουλειά»·
- πηδιέμαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- πήζω απ’ τη δουλειά ή πήζω στη δουλειά, δουλεύω τόσο πολύ, έχω τόσο πολλή δουλειά, που μου προκαλεί ψυχική δυσφορία: «έχω τέτοια δουλειά, που το μισό χρόνο κάθομαι, αλλά τον άλλο μισό πήζω στη δουλειά»·
- πιάνω δουλειά, α. βρίσκω θέση εργασίας, αρχίζω να εργάζομαι: «είχε ένα γνωστό στο υπουργείο κι έπιασε δουλειά ως δασοφύλακας». β. ξεκινάω την ημερήσια εργασία μου: «κάθε μέρα πιάνω δουλειά στις εφτά το πρωί»·
- πιασάδικη δουλειά ή πιασάδικες δουλειές, βλ. φρ. πιασάρικη δουλειά·
- πιασάρικη δουλειά ή πιασάρικες δουλειές, α. δουλειά που σίγουρα θα αποφέρει κέρδος: «ασχολείται μόνο με πιασάρικες δουλειές». β. δουλειά, ιδίως θέση εργασίας στο δημόσιο, όπου αυτός που την κατέχει είναι εκτεθειμένος στη δωροδοκία: «είναι σε μια πιασάρικη δουλειά στο υπουργείο συγκοινωνιών και μέσα σε δυο χρόνια έχει χτίσει ολόκληρη βίλα»·
- πλακώνομαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- πλακώνω τη δουλειά, ασχολούμαι μαζί της εντατικά: «μόλις πλάκωσα τη δουλειά, μέσα σε λίγες ώρες την είχα τελειώσει»·
- πλάκωσε δουλειά, α. παρατηρείται ιδιαίτερα αυξημένη εμπορική κίνηση: «σε μια περίοδο που κανονικά θα ’πρεπε να χτυπάμε μύγες, πλάκωσε δουλειά». β. παρατηρείται αιφνίδια αυξημένη προσέλευση πελατών σ’ ένα εμπορικό κατάστημα; «όλο το πρωί δεν είχε πατήσει άνθρωπος στο μαγαζί, προς το μεσημέρι όμως πλάκωσε δουλειά»·
- πληκτική δουλειά, βλ. φρ. ανιαρή δουλειά·
- πνίγεται στη δουλειά! ή πνίγηκε στη δουλειά! βλ. συνηθέστ. σκοτώνεται στη δουλειά(!)·
- πνίγομαι στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «κάθε καλοκαίρι που έρχονται οι τουρίστες στο νησί, πνίγομαι στη δουλειά»·
- ποδαράτη δουλειά ή ποδαράτες δουλειές, βλ. φρ. δουλειά στο πόδι·
- πού γίνεται η δουλειά! ποιο είναι το συγκεκριμένο σημείο στο οποίο παρουσιάζεται η δυσκολία, το εμπόδιο στη δουλειά ή στην υπόθεση που μου αναφέρεις: «μου μιλάς τόση ώρα για δυσκολίες και προβλήματα και δε μου ’πες ακόμα πού συγκεκριμένα γίνεται η δουλειά!»·
- πού θα πάει αυτή η δουλειά; έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που επαναλαμβάνεται από κάποιον συστηματικά: «πού θα πάει αυτή η δουλειά, να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά; || πού θα πάει αυτή η δουλειά, να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τριγυρνάς με τις παρδαλές στα μπουζούκια; || πού θα πάει αυτή η δουλειά, κάθε μεσημέρι, την ώρα που θέλω να κοιμηθώ, να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το δε μου λες. Συνών. πού θα πάει αυτή η κατάσταση; / πού θα πάει αυτός ο χαβάς; / πού θα πάει η βαλίτσα(;)·        
- πού την πας τη δουλειά! ποιος είναι ο σκοπός σου, τι επιδιώκεις, μέχρι πού είσαι διατεθειμένος να φτάσεις: «πού την πας τη δουλειά και συμπεριφέρεσαι ξαφνικά με τόσο απαράδεκτο τρόπο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί το μπορείς να μου πεις·
- πούστικη δουλειά ή πούστικες δουλειές, α. εργασία ή υπόθεση που παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες και για το λόγο αυτό, δεν είναι επιθυμητή από κανέναν: «μπλέχτηκα χωρίς να το καταλάβω με μια πούστικη δουλειά και τόσο καιρό δεν μπορώ να ξεμπλέξω». β. δουλειά ή υπόθεση που δε διακρίνεται για τη διαφάνειά της: «αν θέλεις να κάνουμε συνεταιρισμό, θα τα βάλουμε όλα επί τάπητος, γιατί δε μ’ αρέσουν οι πούστικες δουλειές». γ. υπόθεση ή κατάσταση που ενδέχεται να είναι επικίνδυνη, να εκθέσει δημοσίως αυτόν που συμμετέχει: «δεν μπλέκομαι σε πούστικες δουλειές, γιατί θέλω να ’χω το κεφάλι μου ήσυχο || δεν μπερδεύομαι με πούστικες δουλειές, γιατί έχω κακιά πείρα». δ. ύπουλη συμπεριφορά: «είμαστε χρόνια φίλοι και δεν περίμενα από σένα τέτοια πούστικη δουλειά»·
- πουτανιάρικη δουλειά ή πουτανιάρικες δουλειές, δουλειά που είναι στημένη με έξυπνο, με εντυπωσιακό τρόπο, που προκαλεί το ενδιαφέρον του κοινού, άσχετα αν αξίζει ή όχι: «είναι μάνα στο να στήνει πουτανιάρικες δουλειές»·
- πουτανίστικη δουλειά ή πουτανίστικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. πούστικη δουλειά·
- πρόκοψε η δουλειά, εξελίχθηκε με επιτυχία, πέτυχε απόλυτα και αποδίδει οικονομικά: «έβαλε όλα τα δυνατά του κι όλες τις γνώσεις του, ώσπου στο τέλος πρόκοψε η δουλειά»· βλ. και φρ. την πρόκοψε τη δουλειά(!)·
- πρόκοψε στη δουλειά, πέτυχε οικονομικά ή επαγγελματικά: «απ’ τη στιγμή που άφησε τις κακές παρέες, πρόκοψε στη δουλειά»·
- πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά, πρόλαβα λίγο πριν πραγματοποιηθεί κάτι τελεσίδικα, ιδίως κάτι κακό: «του την είχαν στημένη να υπογράψει ένα συμβόλαιο που δεν τον συνέφερε καθόλου, αλλά ευτυχώς πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά και γλίτωσε ο άνθρωπος»·
- πρόλαβα στο τσαφ τη δουλειά, βλ. φρ. πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά·
- προσεγμένη δουλειά ή προσεγμένες δουλειές, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία που έγινε με φροντίδα, προσοχή και υπευθυνότητα: «κάθε φορά που έχω πρόβλημα στ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό γιατί κάνει προσεγμένη δουλειά»·
- πρόσεχε μην πάθεις τη δουλειά ή πρόσεχε μην πάθεις καμιά δουλειά ή πρόσεχε μην την πάθεις τη δουλειά, προτροπή σε κάποιον να είναι προσεκτικός σε κάποια ενέργειά του, για να μην πάθει κάποια σοβαρή ζημιά: «τον τελευταίο καιρό βλέπω πως κάνεις παρέα με κάτι αλήτες, γι’ αυτό, πρόσεχε μην πάθεις καμιά δουλειά». Το υπονοούμενο στην προκειμένη περίπτωση είναι να προσέχει να ην υποστεί τη σεξουαλική πράξη·
- προσωπική δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση που ανήκει σε ένα μόνο άτομο ή αναφέρεται στην ιδιωτική του ζωή: «όλο αυτό το συγκρότημα είναι προσωπική δουλειά του τάδε || έχει μάθει να μη μπλέκεται στις προσωπικές δουλειές των άλλων»·
- προσωπική σου δουλειά, βλ. λ. δική σου δουλειά·
- πρόχειρη δουλειά ή πρόχειρες δουλειές, α. τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία που γίνεται βιαστικά και χωρίς σκέψη, η προχειροδουλειά: «διέκοψα κάθε συνεργασία μαζί του, γιατί μου παρέδιδε συνέχεια πρόχειρες δουλειές». β. δουλειά εμπορική ή τεχνική, που δεν αποσκοπεί στο κέρδος, αλλά στην προσωπική απασχόληση: «απ’ τον καιρό που βγήκε στη σύνταξη έστησε μια πρόχειρη δουλειά για να περνάει την ώρα του»·
- προχωράει η δουλειά, εξελίσσεται ομαλά, εξελίσσεται κανονικά, οδεύει προς το τέρμα της: «παρά τους δύσκολους καιρούς που περνάμε, προχωράει η δουλειά || παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζω με τους εργάτες, προχωράει η δουλειά»·
- προχωρώ τη δουλειά, τη διεκπεραιώνω ομαλά, κανονικά: «παρά τη χρηματική στενότητα που αντιμετωπίζω, προχωρώ τη δουλειά, μη στενοχωριέσαι»·
- πώς πάει η δουλειά; ή πώς πάν’ οι δουλειές; ερώτηση ενδιαφέροντος από κάποιον για την πορεία της δουλειάς μας, των εργασιών μας. (Λαϊκό τραγούδι: γεια σας φίλοι, τι χαμπάρια, δε μου λέτε πώς περνάτε, πώς πηγαίνουν οι δουλειές σας, με τη φτώχεια πώς τα πάτε;
- πώς τη βλέπεις τη δουλειά; λέγεται με επιθετική διάθεση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται προκλητικά: «πώς τη βλέπεις τη δουλειά; Αν θέλεις να πλακωθούμε στο ξύλο, πολύ ευχαρίστως»·
- πώς την είδες τη δουλειά; α. τι νομίζεις, τι φαντάζεσαι, ποια είναι η γνώμη σου για τον συγκεκριμένο άνθρωπο ή για τη συγκεκριμένη υπόθεση(;): «για πες μου εσύ που τον ξέρεις, απ’ αυτά που είπε πώς την είδες τη δουλειά, θα με βοηθήσει; || εσύ που τους ξέρεις καλά, πώς την είδες τη δουλειά; Θα ξαναγαπήσουν ή το πηγαίνουν για χωρισμό;». β. λέγεται και με απειλητική διάθεση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται επιθετικά: «πώς την είδες τη δουλειά, νομίζεις πως σε φοβάμαι;»·
- πώς την ψάχνεις τη δουλειά; βλ. φρ. πώς τη βλέπεις τη δουλειά(;)·  
- ράβε ξύλωνε, δουλειά να μη σου λείπει, λέγεται γι’ αυτούς που επανέρχονται μάταια στην ίδια ασχολία·
- ραχατλίδικη δουλειά ή ραχατλίδικες δουλειές, δουλειά που γίνεται με απεριόριστη άνεση, που διεκπεραιώνεται χωρίς καθόλου βιασύνη ή χωρίς καθόλου πίεση: «κάθε βράδυ μας έρχεται ξεκούραστος, γιατί δουλεύει σε μια ραχατλίδικη δουλειά»·
- ρέβω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- ρεγουλαρισμένη δουλειά, επιχείρηση που λειτουργεί ομαλά, χωρίς προβλήματα, που λειτουργεί απρόσκοπτα, ή εργασία σχεδιασμένη πάνω σε σωστές βάσεις και γι’ αυτό αποτελεσματική, αποδοτική, σταθερή: «όποτε θέλει, ταξιδεύει στο εξωτερικό, γιατί έχει μια ρεγουλαρισμένη δουλειά και δε φοβάται μήπως του δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα»·
- ρισκάρω τη δουλειά, τη διακινδυνεύω με κάποιο παράτολμο εγχείρημά μου: «οι  καιροί είναι δύσκολοι, γι’ αυτό δε ρισκάρω τη δουλειά με νέα ανοίγματα στην αγορά»·
- ρίχνει σκυλίσια δουλειά, δουλεύει πολύ σκληρά, δουλεύει μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες: «όλη τη μέρα ρίχνει σκυλίσια δουλειά στα λατομεία για να θρέψει την οικογένειά του»·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- ρίχνω δουλειά ή ρίχνω σκληρή δουλειά, βλ. φρ. πατώ δουλειά·
- ρίχνω έξω τη δουλειά ή ρίχνω τη δουλειά έξω, τη χρεοκοπώ: «είχε συνέχεια το μυαλό του στα γλέντια και στις διασκεδάσεις κι έριξε έξω τη δουλειά»·
- ρίχνω λεφτά στη δουλειά, επενδύω χρήματα σε μια εργασία ή επιχείρηση: «αν δεν έριχνε λεφτά στη δουλειά ο φίλος του, θα χρεοκοπούσε»·
- ρίχνω όλο το βάρος μου στη δουλειά, ενεργοποιούμαι συστηματικά και εντατικά στη δουλειά: «πρέπει να μαζέψω ορισμένα χρήματα για το γάμο της κόρης μου, γι’ αυτό έριξα όλο το βάρος μου στη δουλειά»·
- ρίχνω πίσω τη δουλειά, την αναβάλλω, την καθυστερώ: «επειδή δεν του πλήρωσαν την προκαταβολή που συμφώνησαν, έριξε πίσω τη δουλειά»·
- ρολάρει η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται αργά, αλλά ομαλά: «στην αρχή είχε πολλά προβλήματα, αλλά τώρα άρχισε να ρολάρει η δουλειά»·
- ρουτινιάρικη δουλειά ή ρουτινιάρικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. δουλειά ρουτίνας·
- ρουφιάνα δουλειά, βλ. συνηθέστ. πούστικη δουλειά·
- σακατεύομαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- σακουλεύομαι τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- σαματατζίδικη δουλειά ή σαματατζίδικες δουλειές, α. δουλειά ή εργασία που κατά την εκτέλεσή της προκαλεί μεγάλο θόρυβο ή φασαρία: «έχω δίπλα στο σπίτι μου ένα μηχανουργείο και δεν μπορείς να φανταστείς τι τραβάω, γιατί δεν υπάρχει πιο σαματατζίδικη δουλειά!». β. δουλειά, ιδίως εμπορική, που έχει να κάνει με πολύ κόσμο: «αν δουλέψεις κι εσύ σε σούπερ μάρκετ, θα καταλάβεις πόσο σαματατζίδικη δουλειά είναι, ιδίως το Σάββατο»·
- σε δουλειά να βρισκόμαστε, α. ανώφελη απασχόληση, που δεν είναι αναγκαία, αλλά που γίνεται μόνο και μόνο να σκοτώνει κανείς την ώρα του: «άρχισα να βάφω πάλι τα κάγκελα της αυλής μου, σε δουλειά να βρισκόμαστε». β. λόγια, κουβεντολόι χωρίς ουσία, χωρίς ιδιαίτερη σημασία, που γίνεται μόνο και μόνο για να περνάει η ώρα: «απορείς κι εσύ τι λέμε τόση ώρα, σε δουλειά να βρισκόμαστε». γ. λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος υποχρεώνεται να κάνει κάτι που του είναι ανεπιθύμητο ή που το κρίνει ανώφελο: «μ’ έβαλε να ελέγξω για τρίτη φορά τα τιμολόγια, σε δουλειά να βρισκόμαστε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το να ή το έτσι ή το μόνο και μόνο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! βλ. φρ. σπουδαία δουλειά(!)·
- σιγουρεύω τη δουλειά, εξασφαλίζω μια δουλειά ή μια υπόθεση από τυχόν κινδύνους: «πριν υπογράψω το συμβόλαιο, το δίνω πρώτα στο δικηγόρο μου να το ελέγξει για να σιγουρέψω τη δουλειά»·
- σκάλωσε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά, συνάντησε κάποιο εμπόδιο ή κάποια δυσκολία κι έπαψε να εξελίσσεται προσωρινά: «με τις συνεχιζόμενες απεργίες μου λείπουν πολλοί εργάτες, γι’ αυτό σκάλωσε η δουλειά»·
- σκαμπανεβάζει η δουλειά, η δουλειά, ιδίως εμπορική, δεν έχει σταθερή εμπορική κίνηση, άλλοτε παρατηρείται αυξημένη εμπορική κίνηση και άλλοτε όχι: «δεν μπορώ να υπολογίσω σωστά τις παραγγελίες που πρέπει να κάνω, γιατί τον τελευταίο καιρό σκαμπανεβάζει η δουλειά»·
- σκάρτη δουλειά, εργασία τεχνική ή κατασκευαστική που έγινε με προχειρότητα και για το λόγο αυτό είναι ελαττωματική: «αν έβλεπες τα σχέδια, ακόμη κι εσύ που είσαι άσχετος θα καταλάβαινες πόσο σκάρτη δουλειά είχε κάνει»·
- σκαρφίζομαι μια δουλειά, επινοώ, εφευρίσκω μια δουλειά: «κάθε τόσο σκαρφίζεται  και μια δουλειά για να τα κονομήσει»·
- σκαρώνω μια δουλειά, οργανώνω μια ευκαιριακή επιχείρηση, ιδίως παράνομη: «έμαθα πως ο τάδε σκαρώνει μια δουλειά, που έχει καλή κονόμα».(Λαϊκό τραγούδι: δυο κουτσαβάκια πιάσανε στο καπηλειό του Ντάλα, γιατί σκαρώσανε δουλειές αχ, και πράματα μεγάλα)· βλ. και φρ. του σκαρώνω μια δουλειά ·
- σκατά δουλειά! ήταν ψέμα πως υπάρχει δουλειά, πως υπάρχει εργασία, ήταν ψεύτικη η υπόσχεση ή η διάδοση πως θα δοθούν θέσεις εργασίας: «η κυβέρνηση υποσχέθηκε νέες θέσεις εργασίας, αλλά μέχρι τώρα σκατά  δουλειά! || ήθελε να τα φτιάξει με την αδερφή μου και μου υποσχόταν μια θέση στο εργοστάσιό του, αλλά, όταν έφαγε απ’ αυτή τη χυλόπιτα, εγώ σκατά δουλειά!»·
- σκατατζίδικη δουλειά, δουλειά σχετική με τις εκκενώσεις βόθρων: «αφού γέμισε ο βόθρος του σπιτιού σου, θα βρεις κάποιον που έχει σκατατζίδικη δουλειά για να στον αδειάσει»·
- σκατένια δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με ευτελή υλικά και, κατ’ επέκταση, πρόχειρα: «αν μου ξαναφέρεις τέτοια σκατένια δουλειά, θα στη φέρω στη μάπα». β. δουλειά, ιδίως τεχνική, που μας δημιουργεί πολλά δυσάρεστα προβλήματα: «έχει μπλέξει με μια σκατένια δουλειά και τραβάει τα μαλλιά του»·
- σκατιάρικη δουλειά, επιχείρηση ασήμαντη, ανάξια λόγου, τιποτένια: «έχει κι αυτός μια σκατιάρικη δουλειά και φαντάζεται πως είναι βιομήχανος»·
- σκάτωσε η δουλειά, περιήλθε σε στασιμότητα και κατ’ επέκταση, απέτυχε: «δεν είχε το νου του στην επιχείρηση, γι’ αυτό σκάτωσε η δουλειά»·
- σκεπάζω τη δουλειά, αποσιωπώ, συγκαλύπτω ένοχη, επιλήψιμη ή παράνομη πράξη: «είναι τελευταία φορά που σκεπάζω τη δουλειά, γιατί στο εξής θα αναφέρω στη διεύθυνση κάθε παράβασή σου»·
- σκίζομαι στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «έχω ένα μπαράκι στο τάδε νησί και κάθε καλοκαίρι σκίζομαι στη δουλειά»·
- σκιτζίδικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη, που έγινε με προχειρότητα, με αδεξιότητα: «δεν ξαναπατάω σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί μου κάνει συνέχεια σκιτζίδικη δουλειά»·
- σκληρή δουλειά, εργασία κοπιαστική, επίπονη: «είναι πολύ σκληρή δουλειά να δουλεύεις στα νταμάρια»·
- σκόνταψε η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, συνάντησε κάποιο εμπόδιο, κάποια δυσκολία κι έπαψε προσωρινά  να εξελίσσεται: «θα ξεκινούσα αύριο με τα συνεργεία, αλλά σκόνταψε η δουλειά στην πολεοδομία»·
- σκόρπισε η δουλειά, η δουλειά, ιδίως εμπορική, απέτυχε εντελώς, διαλύθηκε, χρεοκόπησε: «απ’ τη στιγμή που είχε το μυαλό του όλο στα γλέντια, σκόρπισε η δουλειά»·
- σκοτεινή δουλειά ή σκοτεινές δουλειές, εργασία ή υπόθεση ύποπτη, παράνομη: «κάνει σκοτεινές δουλειές και κανένας δεν ενδιαφέρεται να μάθει τι || απ’ τη στιγμή που έχει επέμβει ο εισαγγελέας, θα πρέπει να είναι πολύ σκοτεινή δουλειά»·
- σκοτώνεται στη δουλειά! ή σκοτώθηκε στη δουλειά! ειρωνική έκφραση αμφισβήτησης σε άτομο που υποστηρίζει πως, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει πολύ δουλειά ή εργάζεται πάρα πολύ σκληρά: «ο τάδε δουλεύει απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. -Σκοτώνεται στη δουλειά! Εγώ, πάντως, τον βλέπω συνέχεια αραχτό στο μπαράκι». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ ή το ναι ρε ή το σιγά ρε·
- σκοτωμένη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που ανέλαβε να τη φέρει κάποιος σε πέρας έναντι μηδαμινής αμοιβής, έναντι ελάχιστου κέρδους: «πήρα μια σκοτωμένη δουλειά, μόνο και μόνο για να μην κάθεται το προσωπικό μου»·
- σκοτώνομαι στη δουλειά, κουράζομαι υπερβολικά στην τεχνική ή εμπορική δουλειά που κάνω, καταβάλλομαι, καταπονούμαι, είτε γιατί είναι πολύ κοπιαστική είτε γιατί υπάρχει τόση κίνηση, που εργάζομαι συνεχώς, γενικά εργάζομαι εξαντλητικά: «δουλεύει σ’ ένα σούπερ μάρκετ κι όλη τη βδομάδα σκοτώνεται στη δουλειά || απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ σκοτώνεται στη δουλειά, γιατί θέλει να ξεχρεώσει ένα διαμερισματάκι που αγόρασε»·
- σκυλίσια δουλειά, πολύ σκληρή δουλειά, που γίνεται μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες: «όποιος δε δούλεψε λιμενεργάτης, δεν μπορεί να καταλάβει τι πάει να πει σκυλίσια δουλειά»·
- σουτάρισε η δουλειά, απέτυχε, χρεοκόπησε: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται, σουτάρισε η δουλειά»·
- σπάτσα η δουλειά, τέλειωσε η δουλειά, διεκπεραιώθηκε η υπόθεση: «τι έγινε με κείνο που σου ’χα αναθέσει; -Σπάτσα η δουλειά». Το σπάτσα, συγκοπή του ρ. σπατσάρω·
- σπατσάρω απ’ τη δουλειά, τελειώνω από τη δουλειά όπου εργάζομαι, σχολνώ: «θα ’ρθω να σε βρω κατά τις τέσσερις που σπατσάρω απ’ τη δουλειά»·
- σπατσάρω τη δουλειά, τελειώνω, περατώνω, διεκπεραιώνω μια εργασία ή μια υπόθεση: «σε δυο βδομάδες υπολογίζω να σπατσάρω τη δουλειά»·
- σπάω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- σπέσιαλ δουλειά, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση οργανωμένη πάνω σε σωστές προδιαγραφές, η οποία αμείβει ικανοποιητικά όλους όσοι απασχολούνται σε αυτή: «είμαι πολύ ευχαριστημένος, γιατί δουλεύω σε μια σπέσιαλ δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική, που εντυπωσιάζει με την πληρότητα ή την αρτιότητά της, που είναι γενικά αποδεκτή: «μου παρέδωσε μια πολύ σπέσιαλ δουλειά»·
- σπιτικές δουλειές, βλ. φρ. δουλειές του σπιτιού·
- σπουδαία δουλειά! λέγεται στην περίπτωση που θεωρούμε κάτι εντελώς ασήμαντο ή που αμφισβητούμε τη σπουδαιότητα ή τη δυσκολία που μας αναφέρει κάποιος πως παρουσιάζει κάποια δουλειά ή κάποια υπόθεση: «αγόρασε κι αυτός αυτοκίνητο και σπουδαία δουλειά! || ξέρεις τι δύσκολη δουλειά που είναι να κουμαντάρεις ολόκληρο περίπτερο; -Σπουδαία δουλειά! || ξέρεις τι δύσκολη δουλειά που ήταν να τους τα συμβιβάσω; -Σπουδαία δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι, μωρέ ή το σιγά, μωρέ κι άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ ή με το ρε. Συνών. σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! / σιγά στο πράγμα! ή σιγά το πράγμα! / σιγά τ’ αβγά! (α) / σιγά τα λάχανα! / σιγά τα ωά! / σιγά τον πολυέλαιο! / σπουδαία τα λάχανα / σπουδαίο πράγμα! ή σπουδαίο το πράγμα(!)·
- σπουδαία δουλειά, βλ. συνηθέστ. σπέσιαλ δουλειά·
- σταμάτησε η δουλειά, έπαψε να προοδεύει, να εξελίσσεται, βρίσκεται σε στασιμότητα για διάφορους λόγους: «απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχουν λεφτά σταμάτησε η δουλειά || μετά την κατάληψη του εργοστασίου απ’ τους εργάτες, σταμάτησε η δουλειά»·
- σταματώ απ’ τη δουλειά, διακόπτω την εργασία μου μετά από τη συμπλήρωση του εργασιακού ωραρίου: «κάθε μέρα σταματώ απ’ τη δουλειά μου στις τέσσερις τ’ απόγευμα»·
- σταματώ τη δουλειά, για διάφορους λόγους διακόπτω προσωρινά την εργασία που έχω αναλάβει: «επειδή δε μου ’δινε λεφτά ν’ αγοράσω τα υλικά, σταμάτησα τη δουλειά και θα τη συνεχίσω αργότερα»·
- σταντάρω τη δουλειά, α. επιβεβαιώνω τους όρους συμφωνίας της, τη σιγουρεύω: «αν δε σταντάρω πρώτα τη δουλειά, δεν αρχίζω καμιά εργασία». β. υπολογίζω προσεχτικά τις δυσκολίες ή τις ιδιαιτερότητες που τυχόν έχει: «έχει μαζέψει τους συμβούλους του και σταντάρει τη δουλειά που του έχουν προτείνει»·
- στενάχωρη δουλειά, δουλειά ή εργασία που προκαλεί στενοχώρια: «οπωσδήποτε η δουλειά σ’ ένα γραφείο κηδειών είναι στενάχωρη δουλειά»·
- στήνω μια δουλειά, βλ. φρ. μοντάρω μια δουλειά· βλ. και φρ. του στήνω μια δουλειά·
- στραβώνομαι απ’ τη δουλειά ή στραβώνομαι στη δουλειά, ασχολούμαι με εργασία, ιδίως χειροτεχνική, που απαιτεί πολύ λεπτούς χειρισμούς, ή ασχολούμαι με εργασία κάτω από όχι ικανοποιητικό φωτισμό, πράγμα που δημιουργεί σοβαρή κούραση στα μάτια μου: «είναι μοδίστρα και όλη μέρα στραβώνεται στη δουλειά || στραβώθηκα απ’ τη δουλειά που κάνω, γιατί στο τούνελ που δουλεύω χρησιμοποιούμε για φωτισμό γκαζόλαμπες»·
- στράβωσε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά, συνάντησε κάποιο εμπόδιο και άρχισε να παρουσιάζει προβλήματα: «πώς να μη στραβώσει η δουλειά μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται κάθε μέρα!»·
- στριμώχνομαι στη δουλειά, αναγκάζομαι να δουλέψω εντατικά ή δουλεύω εντατικά: «επειδή είχε πολλές παραγγελίες, στριμώχτηκε στη δουλειά για να προλάβει να τις παραδώσει όλες || δουλεύει σ’ ένα σούπερ μάρκετ και ειδικά κάθε Σάββατο στριμώχνεται στη δουλειά»·
- στριμώχνομαι στη δουλειά μου, αντιμετωπίζω προβλήματα, ιδίως οικονομικά: «μην του ζητήσεις δανεικά, γιατί, απ’ ότι ξέρω, τον τελευταίο καιρό στριμώχνεται στη δουλειά του»·
- στρωμένη δουλειά, βλ. φρ. βρήκε στρωμένη δουλειά·
- στρώνομαι στη δουλειά, αρχίζω να δουλεύω ή να ασχολούμαι με κάτι συστηματικά και μεθοδικά: «στρώθηκε στη δουλειά για να ξεχρεώσει τ’ αυτοκίνητο που πήρε || μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, στρώθηκε στη δουλειά για ν’ αγοράσει αυτοκίνητο»·
- στρώνω τη δουλειά, κάνω τις ενδεδειγμένες ενέργειες για να φέρω μια δουλειά ή μια επιχείρηση σε ομαλή εξέλιξη ή λειτουργία: «επειδή είναι ειδικός στην οργάνωση επιχειρήσεων, του ανέθεσαν να στρώσει τη δουλειά»·
- στρώνω τον κώλο μου στη δουλειά, βλ. φρ. στρώνομαι στη δουλειά·
- στρωτή δουλειά, εμπορική κυρίως επιχείρηση που εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «αλίμονο από μας, γιατί αυτός έχει στρωτή δουλειά και δεν έχει σκοτούρες στο κεφάλι του»·
- συγκεντρώνομαι στη δουλειά, αφοσιώνομαι απερίσπαστος στη δουλειά που κάνω: «όταν συγκεντρώνεται στη δουλειά, δε σηκώνει κεφάλι, ο κόσμος να χαλάσει!»·
- συμμαζεμένη δουλειά, βλ. φρ. νοικοκυρεμένη δουλειά·
- σωστή δουλειά ή σωστές δουλειές, α. επιχείρηση ή εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με τις σωστές προδιαγραφές: «μπορεί να μην είναι μεγάλη επιχείρηση, αλλά είναι σωστή δουλειά || τώρα μάλιστα, μου ’κανες σωστή δουλειά, κι όχι όπως την άλλη φορά, που ήταν για πέταμα ». β. δουλειά ή υπόθεση που συζητήθηκε ή συμφωνήθηκε με ειλικρίνεια και με διαφανείς διαδικασίες: «αν θέλεις να συνεργαστούμε, θα κάνουμε σωστές δουλειές για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο»·
- τα καταφέρνω στη δουλειά, καταφέρνω και αντεπεξέρχομαι στις απαιτήσεις της δουλειάς με την οποία ασχολούμαι: «παρόλο που είναι καινούριος, τα καταφέρνει στη δουλειά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. ακολουθεί το μια χαρά και πιο σπάνια η φρ. κλείνει με το μια χαρά ·
- τα μυστικά της δουλειάς, η γνώση γύρω από μια δουλειά, τέχνη ή επάγγελμα, που δεν πρέπει να γίνεται γνωστή, ιδίως στους ανταγωνιστές: «δε θα σου πω πώς ακριβώς το κάνω, γιατί είναι τα μυστικά της δουλειάς»·
- τα ρούχα της δουλειάς, τα ρούχα που φορούν οι εργάτες, οι μηχανικοί αυτοκινήτων και άλλοι που ασχολούνται σε χειρονακτικές εργασίες: «τα ρούχα της δουλειάς του ήταν γεμάτα λάσπες || τα ρούχα της δουλειάς του ήταν γεμάτα λάδια». (Λαϊκό τραγούδι: δε θαμπώνομαι, χρυσάφια κι αν φοράς, κι ας με βλέπεις με τα ρούχα της δουλειάς, ας είν’ καλά τα μπράτσα μου, η λεβεντιά, τα νιάτα μου
- τα στάνταρ της δουλειάς, τα σταθερά, τα σίγουρα, τα συνηθισμένα που χρειάζονται σε μια δουλειά ή εργασία: «δεν μπορώ να σου βγάλω κοστολόγιο, αν δεν έχω τα στάνταρ της δουλειάς»·
- τα τυχερά της δουλειάς, διάφορα επιπλέον ωφελήματα κάποιου από τη δουλειά του, το επάγγελμά του, ιδίως αυτά που έχουν σχέση με τη γυναίκα ή τα ερωτικά: «δουλεύει σ’ ένα ξενοδοχείο και κάθε τόσο βγάζει καινούρια γκόμενα. Τα τυχερά της δουλειάς, βλέπεις». Συνών. τα τυχερά του επαγγέλματος·
- τέλεια δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη, όρεξη και μεράκι: «αυτός ο μηχανικός σου παραδίδει πάντοτε τέλεια δουλειά»·
- τελειωμένη δουλειά, υπόθεση που συμφωνήθηκε, που διεκπεραιώθηκε ή που είναι σίγουρο πως θα ολοκληρωθεί: «αφού είναι τελειωμένη δουλειά, ας δώσουμε τα χέρια || απ’ αυτή τη στιγμή δε θέλω να στενοχωριέσαι και πες πως είναι τελειωμένη δουλειά αυτό που σ’ ενδιαφέρει»·
- τελμάτωσε η δουλειά, περιήλθε σε αδιέξοδο, σε στασιμότητα: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες τελμάτωσε η δουλειά»·
- τεμπέλικη δουλειά, δουλειά ξεκούραστη και χωρίς ευθύνες: «ένα κομματόσκυλο του κερατά ήταν και το κόμμα τον έβαλε σ’ αυτή την τεμπέλικη δουλειά, για να εξαργυρώσει τις αφίσες που είχε κολλήσει μέχρι τώρα»·
- τεχνητή δουλειά, υπόθεση που διαμορφώθηκε επιτήδεια, έξυπνα, με σκοπό να εξαπατήσει κάποιον: «όλος αυτός ο θόρυβος για την υποτίμηση δήθεν της δραχμής είναι τεχνητή δουλειά των κερδοσκόπων»·
- τεχνική δουλειά, α. εργασία, ιδίως κατασκευαστική ή επιδιορθωτική, που έγινε με μεράκι και τέχνη: «ο μηχανικός έκανε τεχνική δουλειά στο τρακαρισμένο αυτοκίνητο». β. δουλειά που διεκπεραιώνεται από τεχνικό γραφείο: «ανέθεσε την τεχνική δουλειά σ’ ένα αρχιτεκτονικό γραφείο κι αυτός ανέλαβε όλες τις άλλες»·
- τζάμπα δουλειά, που έγινε χωρίς να αποφέρει κάποιο κέρδος ή όφελος, που έγινε μάταια ή που έγινε δωρεάν: «εγώ δεν κάνω ποτέ τζάμπα δουλειά»·
- τζαμπατζίδικη δουλειά ή τζαμπατζίδικες δουλειές, βλ. φρ. τζάμπα δουλειά·
- τζαναμπέτικη δουλειά ή τζαναμπέτικες δουλειές, εργασία, τεχνική ή κατασκευαστική, ή υπόθεση που έχει ή δημιουργεί πολλά προβλήματα, πολλές δυσκολίες: «έμπλεξα με μια τζαναμπέτικη δουλειά και δεν ξέρω πώς και πότε θα την τελειώσω»·
- τζίφος η δουλειά, (γενικά) η υπόθεση ή η δουλειά απέτυχε: «μας είχε υποσχεθεί πως θα έβαζε την υπογραφή του για να πάρουμε το δάνειο, αλλά την τελευταία στιγμή μετάνιωσε και τζίφος η δουλειά»·
- τη βρήκαμε τη δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- τη μάθαμε τη δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- τη σκαπούλαρε απ’ τη δουλειά ή τη σκαπουλάρισε απ’ τη δουλειά, έφυγε χωρίς άδεια από τη δουλειά του: «έχει προβλήματα με τ’ αφεντικό του, γιατί χτες τη σκαπούλαρε απ’ τη δουλειά και τον πήρε χαμπάρι»·
- τη σκαπούλαρε τη δουλειά ή τη σκαπουλάρισε τη δουλειά, α. γλίτωσε από κάποιο κίνδυνο: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του σ’ ένα χαντάκι, αλλά τη σκαπούλαρε τη δουλειά με μερικές γρατζουνιές». β. γλίτωσε από κάποια ανεπιθύμητη εργασία που ήθελε να του αναθέσει κάποιος: «ήθελε ο διευθυντής να του δώσει να ενημερώσει το βιβλίο ταμείου, αλλά τη σκαπούλαρε τη δουλειά, γιατί αναβλήθηκε ο έλεγχος»·
- τη σκάτωσα τη δουλειά, την οδήγησα σε αποτυχία, σε χρεοκοπία: «επιχείρησα να εφαρμόσω νέες μεθόδους και τη σκάτωσα τη δουλειά»·
- την έκανα λαμόγια απ’ τη δουλειά, δεν πήγα, την έκανα κοπάνα: «την Κυριακή το βράδυ έγινα τύφλα στο μεθύσι, γι’ αυτό τη Δευτέρα την έκανα λαμόγια απ’ τη  δουλειά»·
- την έκανα λαμόγια τη δουλειά, ανέλαβα μια εργασία με όχι διαφανείς διαδικασίες: «είχα ένα φίλο βουλευτή και την έκανα λαμόγια τη δουλειά»·
- (την) έκλεισα τη δουλειά, α. τη συμφώνησα: «μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις την έκλεισα τη δουλειά». β. τη χρεοκόπησα: «είχα πολύ κακή διαχείριση, γι’ αυτό την έκλεισα τη δουλειά». γ. έθεσα εκτός λειτουργίας μια επιχείρηση, ανέστειλα οριστικά τη λειτουργία μιας επιχείρησης: «απ’ τη στιγμή που δεν παρουσίαζε το παραμικρό κέρδος, την έκλεισα τη δουλειά»·
- την έπαθε τη δουλειά, α. εξαπατήθηκε, ξεγελάστηκε: «δεν άκουγε τις συμβουλές μου να μη συνεταιριστεί μ’ αυτόν τον απατεώνα και την έπαθε τη δουλειά». β. (για γυναίκες) υπέστη τη σεξουαλική πράξη: «πίστεψε πως την αγαπούσε κι ένα βράδυ την έπαθε τη δουλειά»·
- την έψησα τη δουλειά, πέτυχα να την αναλάβω: «έκανα σκληρές διαπραγματεύσεις αλλά στο τέλος την έψησα τη δουλειά»·
- την έψησαν τη δουλειά, συμφώνησαν μια δουλειά ή μια υπόθεση στα κρυφά, χωρίς διαφανείς διαδικασίες: «μην ενδιαφέρεσαι άλλο για κείνη την εργολαβία, γιατί την έψησαν τη δουλειά οι κομματικοί παρατρεχάμενοι»·
- την κάνει τη δουλειά, (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «απ’ ό,τι ξέρω, την κάνει τη δουλειά από μικρό παιδί»·
- την κάνει τη δουλειά του (της), βλ. φρ. κάνει τη δουλειά του (της)·
- την κάνει τη δουλειά χαμαλίκι, κάνει μια δουλειά παρά τη θέλησή του, χωρίς όρεξη, σαν να κάνει αγγαρεία: «όταν του βάζουν να κάνει κάτι με το ζόρι, την κάνει τη δουλειά χαμαλίκι»·
- την πήδηξα τη δουλειά, γλίτωσα από κάποιον κίνδυνο που είχε διαγραφεί: «το φορτηγό ερχόταν ίσια επάνω μου, αλλά ευτυχώς την τελευταία στιγμή έκανα ένα ζιγκ ζαγκ και την πήδηξα τη δουλειά»·
- την πρόκοψε τη δουλειά! (ειρωνικά) την οδήγησε σε αποτυχία, σε χρεοκοπία: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε τη διεύθυνση του εργοστασίου, την πρόκοψε τη δουλειά! || μια φορά είπα κι εγώ να του αναθέσω μια υπόθεση και την πρόκοψε τη δουλειά!»·
- την τρέχω τη δουλειά, δουλεύω εντατικά για να τελειώσω: «επειδή πλησιάζει η προθεσμία παράδοσης, την τρέχω τη δουλειά»·
- την τσίτωσε τη δουλειά, πέθανε, σκοτώθηκε: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητο του πάνω σ’ ένα τοίχο και την τσίτωσε τη δουλειά»·
- την τσόλιασε τη δουλειά, κουκούλωσε, σκέπασε μια δουλειά ή μια υπόθεση που ήταν παράνομη: «τον έπιασαν επ’ αυτοφώρω να κλέβει, αλλά την τσόλιασε τη δουλειά ο θείος του ο βουλευτής και τη γλίτωσε»·
- της τη σκάρωσα τη δουλειά, (για γυναίκες) βλ. συνηθέστ. της την έκανα τη δουλειά·
- της την έκανα τη δουλειά, (για γυναίκες) την ξεγέλασα και κατάφερα να της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «από δω την είχα, από κει την είχα, στο τέλος της την έκανα τη δουλειά»·
- της την έφτιαξα τη δουλειά, (για γυναίκες) βλ. συνηθέστ. της την έκανα τη δουλειά·
- τι δουλειά είν’ αυτή! ή τι δουλειά κι αυτή! βλ. συνηθέστ. δουλειά είν’ αυτή(!)·
- τι δουλειά έχει! ή τι δουλειά έχει να κάνει! δεν υπάρχει απολύτως καμιά σχέση: «τι δουλειά έχει να κάνει αυτό που λέω ’γω μ’ αυτό που λες εσύ!»·
- τι δουλειά έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; ή τι δουλειά έχει να κάνει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; λέγεται στην περίπτωση που πάμε να συγκρίνουμε μεταξύ τους δυο εντελώς ανόμοια πράγματα·
- τι δουλειά έχεις εδώ; ποιος είναι ο λόγος της παρουσίας σου σε αυτό το χώρο που βρισκόμαστε; Όταν λέγεται υπό τύπον ελέγχου, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για πες μου·
- τι δουλειά έχεις μ’ αυτόν; τι είδους δοσοληψίες έχεις μαζί του, ποιος είναι ο λόγος που τον συναναστρέφεσαι; Λέγεται συνήθως με επιθετική ή επιτιμητική διάθεση: «τι δουλειά έχεις μ’ αυτόν που δεν έχει ούτε κοινωνική ούτε επαγγελματική σχέση μαζί σου;»·
- τι δουλειά έχεις να..., βλ. φρ. δεν είναι δουλειά σου να(...)·
- τι δουλειά έχω εγώ, βλ. συνηθέστ. δεν έχω καμιά δουλειά εγώ·
- τι δουλειά κάνεις; ποιες είναι οι επαγγελματικές σου δραστηριότητες, ποιο είναι το επάγγελμα που ασκείς(;): «εγώ είμαι δικηγόρος, εσύ τι δουλειά κάνεις;»·
- τι δουλειά κι αυτή! βλ. συνηθέστ. δουλειά κι αυτή(!)·
- τινάζω τη δουλειά στον αέρα, α. χρεοκοπώ μια επιχείρηση: «με τα ανοίγματα που έκανε, τίναξε τη δουλειά στον αέρα». β. φέρνω σε αδιέξοδο μια υπόθεση, γίνομαι αιτία να διαλυθεί μια συμφωνία: «είχε παράλογες απαιτήσεις και τίναξε τη δουλειά στον αέρα»·
- το ρίχνω στη δουλειά, ασχολούμαι εντατικά με τη δουλειά, με την εργασία: «αποφάσισε ν’ αγοράσει αυτοκίνητο και το ’ριξε στη δουλειά»· βλ. και φρ. τον ρίχνω στη δουλειά ·
- το στρώνω στη δουλειά, βλ. φρ. το ρίχνω στη δουλειά·
- τον αλαλιάζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον βάζω σε μια δουλειά, μεσολαβώ για να βρει εργασία ή τον διορίζω σε κάποια θέση εργασίας: «μόλις απολυθεί ο γιος σου απ’ το στρατό, έχω τον τρόπο να τον βάλω σε μια δουλειά»·
- τον έχω πνιγμένο στη δουλειά, βλ. φρ. τον πνίγω στη δουλειά·
- τον ζουρλαίνω στη δουλειά,, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ζώνω στη δουλειά, τον εξαναγκάζω, τον υποχρεώνω να εργαστεί: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον έζωσε στη δουλειά»·
- τον κόβω απ’ τη δουλειά, τον απολύω: «επειδή όλη μέρα έκανε κοπάνα, τον έκοψα κι εγώ απ’ τη δουλειά»· βλ. και φρ. του κόβω τη δουλειά·
- τον κόβω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ματώνω στη δουλειά,  βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεθεώνω στη δουλειά,, βλ. φρ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεκάνω στη δουλειά,  βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεσκίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·    
- τον ξετινάζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·   
- τον πεθαίνω στη δουλειά, τον υποχρεώνω να εργάζεται πολύ σκληρά, εξοντωτικά: «απ’ τη μέρα που απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον πέθανε στη δουλειά»·
- τον πήδηξα στη δουλειά, του ανέθεσα τόσο δύσκολη ή τόσο κοπιαστική εργασία, που τον εξάντλησα: «σε σένα μπορεί να μην είχε όρεξη να δουλέψει, αλλά μόλις ήρθε στο πόστο μου, τον πήδηξα στη δουλειά»·
- τον πλακώνω στη δουλειά, βλ. φρ. τον πνίγω στη δουλειά·
- τον πνίγω στη δουλειά, του δίνω πάρα πολλή δουλειά είτε ως φίλος ή πελάτης είτε ως εργοδότης: «επειδή παραπονιόταν πως είχε κεσάτια, τον έπνιξα στη δουλειά || τον έπνιξε στη δουλειά τ’ αφεντικό και δεν μπορούσε να φύγει, αν δε την τελείωνε»·
- τον ρίχνω στη δουλειά, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ, ιδίως σε κάποια συμφωνία: «πήγε μεθυσμένος να υπογράψει τα συμβόλαια κι ο άλλος τον έριξε στη δουλειά»· βλ. και φρ. το ρίχνω στη δουλειά·
- τον σακατεύω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ.  τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον σαπίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ.  τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον σκοτώνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον σταματώ απ’ τη δουλειά μου, τον παύω, τον απολύω: «έκανε συνέχεια κοπάνα, γι’ αυτό τον σταμάτησα απ’ τη δουλειά»·
- τον στέλνω στη δουλειά του, (ειρωνικά) τον διώχνω, τον απομακρύνω, αφού προηγουμένως τον έχω ξεγελάσει, τον εξαπάτησα: «του ’φαγαν όλα τα λεφτά στα ζάρια κι ύστερα τον έστειλαν στη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, του καημένου του Σωτήρη άιντε, του τη σκάσαν στο γεφύρι, και του πήραν τα λεφτά του και τον στείλαν στη δουλειά του
- τον στριμώχνω στη δουλειά, τον αναγκάζω, τον υποχρεώνω να δουλέψει: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον στρίμωξε στη δουλειά»·
- τον στρώνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον στριμώχνω στη δουλειά·
- τον ταράζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον τεζάρω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον τρελαίνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον τρόμαξε  η δουλειά, είναι εξαιρετικά εργατικός, είναι πολύ δουλευταράς: «απ’ τη στιγμή που αποφάσισε να δουλέψει, τον τρόμαξε η δουλειά»·
- τον τσακίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ.  τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον φοβήθηκε η δουλειά, βλ. φρ. τον τρόμαξε  η δουλειά·
- τον φορτώνω με δουλειά ή του φορτώνω δουλειά, δίνω σε κάποιον να διεκπεραιώσει πολλή εργασία, ιδίως τεχνική είτε ως πελάτης είτε ως εργοδότης: «επειδή κλαιγόταν πως δεν είχε δουλειά, τον φόρτωσα με δουλειά για δυο μήνες»· βλ. και φρ. του φορτώνω τη δουλειά·
- του αλλάζω τα πετρέλαια στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τα πρέκια στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τα ράμματα στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά, τον υποχρεώνω να εργάζεται πολύ σκληρά, τον εξουθενώνω στη δουλειά: «απ’ τη μέρα που τον πήρα βοηθό μου, του άλλαξα τα φώτα στη δουλειά»·
- του αλλάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του άρπαξα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του άρπαξα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- του βγάζω την Παναγία στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω την ψυχή στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω το Χριστό στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τη μάνα στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ την πίστη στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον Ανανία στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του ’κανα τη δουλειά ή του την έκανα τη δουλειά, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα: «αφού πήγαινε να μου κάνει τον πονηρό, του την έκανα κι εγώ τη δουλειά και θα με θυμάται χρόνια»· βλ. και φρ. της την έκανα τη δουλειά·
- του καταφέρνω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του κόβω τη δουλειά, α. του αφαιρώ, του παίρνω μέρος από τη δουλειά του, ιδίως ως ανταγωνιστής: «απ’ τη μέρα που έριξε κι ο άλλος παρόμοιο είδος στην αγορά, του ’κοψε τη δουλειά». β. εμποδίζω την ομαλή εξέλιξη της εργασίας κάποιου: «κάθε φορά που βάζει το καροτσάκι του μπροστά στη βιτρίνα του τάδε, οι πελάτες δεν μπορούν να δουν το εμπόρευμα και του κόβει τη δουλειά»·
- του παίζω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του πατώ μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του πάω πίσω τη δουλειά, βλ. φρ. του ρίχνω πίσω τη δουλειά·
- του πήρα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του πήρα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- του ρίχνω πίσω τη δουλειά, καθυστερώ τη δουλειά που μου είχε παραγγείλει κάποιος: «επειδή δε μου πλήρωσε τη δεύτερη δόση, του ’ριξα πίσω τη δουλειά»·
- του σκαρώνω μια δουλειά, δημιουργώ φάρσα ή δυσάρεστη κατάσταση σε βάρος του: «του σκάρωσαν μια δουλειά, που γέλασε μαζί του και το παρδαλό κατσίκι»·
- του σκάρωσα τη δουλειά ή του τη σκάρωσα τη δουλειά, τον κορόιδεψα, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα: «αφού ήθελε να μου κάνει τον έξυπνο, του τη σκάρωσα τη δουλειά με τον τρόπο μου και τώρα το φυσάει και δεν κρυώνει»·
- του στήνω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του τελειώνω τη δουλειά, μεσολαβώ για να διεκπεραιωθεί κάποια υπόθεσή του: «μόλις του τελειώσω τη δουλειά που του υποσχέθηκα, θ’ ασχοληθώ και με το δικό σου πρόβλημα»·
- του την έκανα τη δουλειά, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα, του δημιούργησα πρόβλημα: «ήθελε να περνιέται πιο μάγκας από μένα, μέχρι που του την έκανα τη δουλειά και τώρα, όταν με βλέπει, αλλάζει δρόμο || αφού πάντα με κατηγορεί, του την έκανα τη δουλειά και τον κάρφωσα στο διευθυντή για τις κοπάνες που κάνει»·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του ’φαγα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, ενώ ήταν εντελώς σίγουρος πως θα την αναλάβει την, ανέλαβα εγώ: «την τελευταία στιγμή κι ενώ δεν το περίμενε, μειοδότησα και του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά»·
- του ’φαγα τη δουλειά, ενώ ήταν να την αναλάβει, την ανέλαβα εγώ: «ήμουν πιο συγκροτημένος απ’ τον ανταγωνιστή μου, γι’ αυτό και του ’φαγα τη δουλειά»·
- του ’φτιαξα τη δουλειά ή του την έφτιαξα τη δουλειά, βλ. φρ. του ’κανα τη δουλειά·
- του φορτώνω τη δουλειά, α. τον ενοχοποιώ για παράνομη πράξη, χωρίς να είναι ο ίδιος υπεύθυνος: «έπρεπε να καλύψουν στα γρήγορα τη ζημιά, γι’ αυτό βρήκαν τον κακομοίρη τον υπάλληλο και του φόρτωσαν τη δουλειά, κι έτσι βγήκαν αυτοί λάδι». β. αναθέτω σε κάποιον να διεκπεραιώσει τη δουλειά που έχω: «το ’χει βρει ο δικός σου το κόλπο, φορτώνει τη δουλειά στη γυναίκα του κι αυτός γυρνάει και το παίζει γκόμενος»·
- του φτιάχνω μια δουλειά, βλ. φρ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- τράβα δουλειά σου! ή τράβα στη δουλειά σου! (απειλητικά) φύγε από δω, ξεκουμπίσου.(Λαϊκό τραγούδι: άντε, τράβα στη δουλειά σου, να μην έβρεις τον μπελά σου, και αν είσαι παλικάρι, τράβα κάνε μου τη χάρη
- τραβάει σε μάκρος η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σε μάκρος·
- τραβάει σκυλίσια δουλειά, βλ. φρ. ρίχνει σκυλίσια δουλειά·
- τραβιέμαι απ’ τη δουλειά, α. παύω να συμμετέχω, αποχωρώ: «εμένα μη με υπολογίζετε, γιατί τραβιέμαι απ’ τη δουλειά». β. (γενικά) βγαίνω στη σύνταξη: «είναι δυο χρόνια τώρα που τραβήχτηκε απ’ τη δουλειά»·
- τραβιέμαι με μια δουλειά, αγωνίζομαι να φέρω σε πέρας μια εργασία ή μια υπόθεση, που μου παρουσιάζει συνεχώς προβλήματα ή δυσκολίες: «εδώ και τρεις μήνες τραβιέμαι με μια δουλειά και δεν μπορώ ακόμα να την τελειώσω»·
- τραβώ για τη δουλειά μου ή τραβώ στη δουλειά μου, πηγαίνω στη δουλειά μου: «σηκώθηκε πολύ πρωί και τράβηξε για τη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: παιχνιδιάρα μου, τρελαίνομαι, ζαλίζομαι, με τα νάζια σου, ξανθιά, πώς ξεμυαλίζομαι σαν τραβώ για τη δουλειά μου κάνουν στράκες τα μυαλά μου
- τρελαίνομαι με τη δουλειά, είμαι πολύ εργατικός, δε λέω ποτέ όχι, όταν πρόκειται για δουλειά: «ότι δουλειά και να κάνω, δεν κουράζομαι καθόλου, γιατί τρελαίνομαι με τη δουλειά»·
- τρελαίνομαι στη δουλειά, έχω ασταμάτητη δουλειά, τόσο, που δεν ξέρω τι μου γίνεται: «κάθε καλοκαίρι στο νησί, με τους τουρίστες που έρχονται, τρελαίνομαι στη δουλειά»·
- τρέναρε η δουλειά ή τρενάρισε η δουλειά, η δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστέρησε για κάποιο λόγο ανεξάρτητο από τη θέλησή μας: «είχα δυο τρεις απανωτές απεργίες, γι’ αυτό τρενάρισε η δουλειά»·
- τρενάρω τη δουλειά, την καθυστερώ σκόπιμα: «αφού δε με πληρώνει τις δόσεις που συμφωνήσαμε, τρενάρω κι εγώ τη δουλειά»·
- τρέχει η δουλειά, α. εξελίσσεται γρήγορα χωρίς προβλήματα ή εμπόδια: «παρά την κοινωνική αναταραχή που υπήρξε τους τελευταίους μήνες, έτρεξε η δουλειά και την τελείωσα στην ώρα της». β. υπάρχει ικανοποιητική δουλειά, γίνεται ικανοποιητικό αλισβερίσι: «μετά από μια προσωρινή κάμψη άρχισε πάλι να τρέχει η δουλειά»·
- τρίφτηκε στη δουλειά, γνωρίζει τα μυστικά μιας εργασίας, γιατί ασχολείται με αυτή πολύ καιρό: «του έχω μεγάλη εμπιστοσύνη και του αναθέτω συνέχεια τα δύσκολα, γιατί τρίφτηκε στη δουλειά από μικρός»·
- τρομερή δουλειά, βλ. φρ. φοβερή δουλειά·
- τρυπώνω σε μια δουλειά, βρίσκω τον τρόπο να βρω θέση εργασίας, βολεύομαι σε μια δουλειά: «μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε και τρύπωσε σε μια δουλειά»·
- τσακίζομαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- τσάκισε η δουλειά, ενώ μια δουλειά ή μια υπόθεση εξελισσόταν ομαλά, αντιμετωπίζει στη συνέχεια τόσο σοβαρές δυσκολίες, που κινδυνεύει να αποτύχει: «ενώ ήταν έτοιμος να υπογράψει το συμβόλαιο, κάποιος του σφύριξε για τις παγίδες που έκρυβε, κι έτσι τσάκισε η δουλειά, γιατί θέλησε να το ξανασκεφτεί»·
- τσακίσου στη δουλειά! (προτρεπτικά ή απειλητικά) πήγαινε να δουλέψεις, γύρνα στη θέση εργασίας σου. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπρος κι άλλες φορές μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το γρήγορα·
- τσαπατσούλικη δουλειά ή τσαπατσούλικες δουλειές, α. τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία που έγινε πολύ βιαστικά, με μεγάλη προχειρότητα: «πάνω στη βιασύνη του να τελειώσει, μου ’κανε πολύ τσαπατσούλικη δουλειά». β. ενέργεια που χαρακτηρίζεται από βιασύνη και προχειρότητα: «πάνω στον ενθουσιασμό του κάνει τσαπατσούλικες δουλειές»·
- τσιρικιτζίδικη δουλειά ή τσιρικιτζίδικες δουλειές, ψιλοδουλειές, μικροδουλειές νόμιμες ή παράνομες: «είναι σοβαρός επιχειρηματίας και δεν καταπιάνεται με τσιρικιτζίδικες δουλειές»·
- τσίφτικη δουλειά ή τσίφτικες δουλειές, εργασία, ιδίως κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη και μεράκι, ή εμπορική επιχείρηση που αποδίδει ικανοποιητικά: «έχω γνωρίσει ένα μηχανικό που κάνει πολύ τσίφτικη δουλειά»·
- τσορμπατζίδικη δουλειά ή τσορμπατζίδικες δουλειές, εμπορική επιχείρηση ή εμπορική συναλλαγή που αποφέρει μεγάλο κέρδος: «ασχολείται μόνο με τσορμπατζίδικες δουλειές»·
- τσουλάει η δουλειά, η δουλειά, εμπορική, τεχνική ή κατασκευαστική εξελίσσεται, αργά αλλά ομαλά: «πιο καλά να τσουλάει η δουλειά παρά να μην ξέρεις τι σου γίνεται»·
- φάβα η δουλειά, εργασία που δε μας δόθηκε, ενώ μας την είχε υποσχεθεί κάποιος: «είχα έτοιμο συνεργείο για ν’ αρχίσει να δουλεύει, όμως την τελευταία στιγμή αποδείχθηκε φάβα η δουλειά»·
- φαλίρισε η δουλειά, χρεοκόπησε: «με τις απανωτές απεργίες τον τελευταίο καιρό, φαλίρισε η δουλειά»·
- φαλίρω τη δουλειά, τη χρεοκοπώ: «είχε το μυαλό του συνέχεια στις διασκεδάσεις και φαλίρισε τη δουλειά»·
- φασαριόζικη δουλειά ή φασαριόζικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. φασαρτζίδικη δουλειά·
- φασαρτζίδικη δουλειά ή φασαρτζίδικες δουλειές, που κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής της δημιουργεί φασαρία ή θόρυβο ή που εξαιτίας της δημιουργείται θόρυβος ή παρατηρείται αναστάτωση: «δουλεύει σ’ ένα μηχανουργείο και κάθε μέρα είναι με πονοκέφαλο, γιατί είναι πολύ φασαρτζίδικη δουλειά»·
- φιάσκο η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε παταγωδώς, χρεοκόπησε: «ξεκίνησα με τις καλύτερες προϋποθέσεις, αλλά στην πορεία συνάντησα τόσο απρόσμενες δυσκολίες, που στο τέλος φιάσκο η δουλειά»·
- φλομώνω στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, ζαλίζομαι από την πολλή δουλειά: «στην περίοδο των γιορτών, φλόμωσα στη δουλειά»·
- φλούδα η δουλειά, η προσπάθεια ή η υπόθεση δεν είχε αίσιο τέλος: «θέλησα να μεσολαβήσω για να τους μονοιάσω, αλλά φλούδα η δουλειά, γιατί κι οι δυο τους είναι αγύριστα κεφάλια || είπα να μαζέψω όλους τους παλιόφιλους να θυμηθούμε τα παλιά, αλλά φλούδα η δουλειά, γιατί ο καθένας είχε τα προβλήματά του»·
- φοβερή δουλειά, εργασία τεχνική ή κατασκευαστική, δουλειά εμπορική ή άλλη επιχείρηση που είναι μεγάλη και ισχυρή τόσο από άποψη υποδομής όσο και από άποψη κέρδους: «του άφησε ο πατέρας του μια φοβερή δουλειά, που, ό,τι και να γίνει, δεν πρόκειται να χρεοκοπήσει»·
- φόρτσα δουλειά, δουλειά εντατική και κουραστική: «όλη τη βδομάδα είχαμε φόρτσα δουλειά»·
- φορτσάρω τη δουλειά, αρχίζω να την προχωρώ εντατικά: «αναγκάστηκε να φορτσάρει τη δουλειά τελευταία στιγμή, γιατί το ’χε ρίξει πολύ έξω και θα καθυστερούσε»·
- φορτώνομαι δουλειά ή φορτώνομαι με δουλειά, αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας πολλές διαφορετικές εργασίες, ιδίως τεχνικές: «δε φορτώνομαι άλλη δουλειά, γιατί θέλω να τελειώσω πρώτα αυτές που έχω αναλάβει»·
- φορτώνομαι τη δουλειά, α. αναλαμβάνω να τη φέρω σε πέρας: «κάθε φορά που σταυρώνει τα χέρια, φορτώνομαι τη δουλειά για να μην εκτεθεί». β. ενοχοποιούμαι ή δέχομαι να ενοχοποιηθώ: «για να μην τον διώξουν απ’ το εργοστάσιο για το λάθος που έκανε, φορτώθηκα τη δουλειά, μια κι είχα τη συμπάθεια του διευθυντή μας»·
- φορτώνω τη δουλειά στον κόκορα, δεν ασχολούμαι με τη δουλειά που έχω αναλάβει να φέρω σε πέρας, τεμπελιάζω: «δεν ξέρω τι να υποθέσω μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί τη μια φορτώνει τη δουλειά στον κόκορα και την άλλη πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά»·
- φουλάρω από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «το καλοκαίρι που έρχονται οι τουρίστες στο νησί, φουλάρω από δουλειά»·
- φουντάρω τη δουλειά, ρίχνω έξω μια επιχείρηση, τη χρεοκοπώ: «φουντάρισε τη δουλειά, γιατί είχε συνέχεια το μυαλό του στα γλέντια και τις διασκεδάσεις»·
- φουριόζικη δουλειά ή φουριόζικες δουλειές, οτιδήποτε γίνεται με φούρια, με πίεση, με βιασύνη: «όλες οι φουριόζικες δουλειές παρουσιάζουν προβλήματα»·
- φράκαρα από δουλειά ή φρακάρισα από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, που δυσκολεύομαι να τη διεκπεραιώσω: «τις γιορτές είχε τέτοια κίνηση, που φράκαρα από δουλειά»·
- φράκαρε η δουλειά ή φρακάρισε η δουλειά, σταμάτησε να εξελίσσεται λόγω κάποιου εμποδίου: «μου έφυγαν απροειδοποίητα πέντε εργάτες και φράκαρε η δουλειά μέχρι να βρω αντικαταστάτες»·
- φρέναρε η δουλειά ή φρενάρισε η δουλειά, σταμάτησε να υπάρχει δουλειά ή να εξελίσσεται, ή άρχισε να επιβραδύνει: «μετά τις γιορτές φρενάρισε η δουλειά || οι εργάτες έκαναν επίσχεση εργασίας και φρενάρισε η δουλειά»·
- φτουράει η δουλειά, εξελίσσεται γοργά, έχει επιτυχία: «έχω οικογενειακά προβλήματα, αλλά ευτυχώς που φτουράει η δουλειά και ξεχνιέμαι»·
- χαβαλέ δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαβαλετζίδικη δουλειά·
- χαβαλεδίστικη δουλειά ή χαβαλεδίστικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. χαβαλετζίδικη δουλειά·
- χαβαλετζίδικη δουλειά ή χαβαλετζίδικες δουλειές, α. εργασία που δεν ευχαριστεί αυτόν που την κάνει, γιατί δεν αποφέρει σπουδαίο κέρδος, και για το λόγο αυτό την κάνει χωρίς όρεξη, ή τη διακόπτει με την πρώτη ευκαιρία: «είμαι μπλεγμένος με μια χαβαλετζίδικη δουλειά, που μετάνιωσα την ώρα και τη στιγμή που την ανέλαβα». β. εργασία που γίνεται από κάποιον μόνο και μόνο για να περνάει την ώρα του: «όταν δεν έχω κάτι σπουδαίο να κάνω, έχω μια χαβαλετζίδικη δουλειά για να περνάω την ώρα μου»·
- χαζοβιόλικη δουλειά ή χαζοβιόλικες δουλειές, δουλειά ή εργασία ανάξια λόγου, ιδίως  τεχνική, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, που έγινε όπως όπως: «έχει μια χαζοβιόλικη δουλειά και παριστάνει το βιομήχανο || μου ’κανε μια χαζοβιόλικη δουλειά, που του την έφερα στο κεφάλι»·
- χαιρέτα μας τη δουλειά ή χαιρέτα την τη δουλειά, τώρα που ενδιαφέρθηκες να ασχοληθείς με αυτή την εργασία ή με αυτή την υπόθεση, είναι πλέον αργά, γιατί ή την έχουν αναθέσει σε άλλον ή έχει χάσει πια το ενδιαφέρον που είχε πρώτα: «τώρα που ξύπνησες, χαιρέτα μας τη δουλειά, γιατί την πήρε άλλος»·
- χαϊρλίδικη δουλειά ή χαϊρλίδικες δουλειές, α. επιχείρηση που παρέχει τη δυνατότητα για κέρδος: «άμα τη δουλέψεις σωστά, θα βγάλεις καλά λεφτά, γιατί είναι χαϊρλίδικη δουλειά». β. λέγεται και σαν ευχή για την ευόδωση των εργασιών κάποιας νεοσύστατης επιχείρησης. Στη δεύτερη περίπτωση πολλές φορές, προτάσσεται της φρ. το άντε ή το άιντε·
- χάλασε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση που βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις, απέτυχε να φτάσει σε αίσιο τέλος: «την τελευταία στιγμή αναίρεσε όλες τις υποσχέσεις του και χάλασε η δουλειά»·
- χαλώ τη δουλειά μου, την αποδιοργανώνω, τη χρεοκοπώ: «το ’ριξε στα γλέντια και τις διασκεδάσεις και χάλασε τη δουλειά του»·
- χαμαλίδικη δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαμαλίστικη δουλειά·
- χαμάλικη δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαμαλίστικη δουλειά·
- χαμαλίστικη δουλειά, α. εργασία, ιδίως χειρονακτική, που λόγω της φύσεώς της δεν είναι επιθυμητή από κανέναν: «επειδή δε μιλάω, μου αναθέτουν όλες τις χαμαλίστικες δουλειές». β. υπόθεση που, για να διεκπεραιωθεί, απαιτείται συνεχής απασχόληση, χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, βαρετή και κοπιαστική δουλειά: «μου ανέθεσε μια χαμαλίστικη δουλειά κι έχω τρελαθεί στο τρέξιμο για να του την τελειώσω»·
- χάνομαι στη δουλειά, έχω πάρα πολύ δουλειά, δεν ξέρω με ποια εργασία από αυτές που έχω αναλάβει πρέπει να πρωτοασχοληθώ: «τον τελευταίο καιρό έκοψε απ’ την παρέα, γιατί χάνεται στη δουλειά»·
- χαντούμικη δουλειά ή χαντούμικες δουλειές, που δεν αποφέρει το παραμικρό κέρδος, επιχείρηση εντελώς ανάξια λόγου, τιποτένια: «έχει μια χαντούμικη δουλειά κι είναι αποφασισμένος να την κλείσει || δεν μπλέκεται με χαντούμικες δουλειές, γιατί δε θέλει να χάνει τον καιρό του»·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά ή χάνω τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια μου, α. ενώ ήταν σίγουρο πως θα αναλάμβανα μια εργασία, για κάποιο λόγο την ανέθεσαν σε άλλον: «καθυστέρησα δέκα λεπτά να συναντήσω τον διευθυντή κι έχασα μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά». β. ενώ ήμουν ο κύριος μέτοχος σε κάποια επιχείρηση, για διάφορους λόγους έχασα το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών ή και ολόκληρη την επιχείρηση: «έπαιρνε συνέχεια δανεικά, κι όταν έφτασε καιρός να τα γυρίσει πίσω, έχασε μέσ’ απ’ τα χέρια του τη δουλειά για να τους ξοφλήσει»·
- χάνω τη δουλειά μου, απολύομαι: «επέβαλαν πολιτική λιτότητας στο εργοστάσιο που δούλευα κι έχασα τη δουλειά μου με τις απολύσεις που έκαναν»·
- χαράμι δουλειά ή χαράμικη δουλειά, εργασία που δεν απέδωσε οικονομικό όφελος, που έγινε μάταια, που πήγε στο βρόντο: «κάθε φορά που κάνει χαράμικη δουλειά, τα βάζει μ’ όλο τον κόσμο»·
- χαραμτζίδικη δουλειά ή χαραμτζίδικες δουλειές, υπόθεση που δε συζητείται με ειλικρίνεια, που κρύβει δολιότητα, που περιέχει κίνδυνο απάτης: «θα τα μιλήσουμε, θα τα συμφωνήσουμε και θα τα υπογράψουμε, γιατί δε μ’ αρέσουν χαραμτζίδικες δουλειές»·
- χάρμα δουλειά, εργασία, α. δουλειά τεχνική ή καλλιτεχνική που έγινε με φαντασία και μεράκι, που γενικά γίνεται αποδεκτή με θαυμασμό: «τον προτιμάει πολύς κόσμος, γιατί κάνει χάρμα δουλειά». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που χαρακτηρίζεται για την εύρυθμη λειτουργία της, την τιμιότητα και τη συνέπειά της: «είναι πολύ τυχερός, γιατί ο πατέρας του του άφησε μια χάρμα δουλειά || ήταν καιρό άνεργος, αλλά τελικά, ο τυχερός, βρήκε θέση σε μια χάρμα δουλειά»·
- χασομέρι δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που λόγω της ιδιορρυθμίας της δεν εξελίσσεται με γοργό ρυθμό: «αμάν, Θεούλη μου, τι χασομέρι δουλειά είναι αυτή με την οποία μπλέχτηκα!»·
- χέζομαι στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «δεν προλαβαίνει να ’ρθει  στην παρέα μας, γιατί τον τελευταίο καιρό χέζεται στη δουλειά»·
- χέστηκε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση, που βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις, απέτυχε να συμφωνηθεί: «τη στιγμή που ήταν να υπογράψουμε τα συμβόλαια, έθεσε καινούριους όρους και χέστηκε η δουλειά || τη μέρα που πήγε να περάσουν βέρες, ζήτησε προίκα ακόμα ένα διαμέρισμα και χέστηκε η δουλειά»·
- χοντρή δουλειά, δουλειά νόμιμη ή παράνομη που αποφέρει πολλά κέρδη: «έμπλεξε με μια χοντρή δουλειά και χέστηκε στο τάλιρο || ετοιμάζει μια χοντρή δουλειά»·
- χτυπημένη δουλειά, δουλειά ή επάγγελμα που δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, γιατί χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από άλλους ή γιατί υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός: «μην ανοίγεις βιντεοκλάπ, γιατί είναι χτυπημένη δουλειά»·
- χωλαίνει η δουλειά, α. η εργασία, ιδίως τεχνική, δεν προχωράει, δεν εξελίσσεται κανονικά: «με τόσες απανωτές απεργίες άρχισε να χωλαίνει η δουλειά». β. εμπορική επιχείρηση που δε λειτουργεί κανονικά, που υπολειτουργεί: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε την επιχείρηση, χωλαίνει η δουλειά». Από την εικόνα του χωλού ανθρώπου, που κουτσαίνει·
- ψεύτικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με ευτελή υλικά ή που έγινε με μεγάλη προχειρότητα και δεν παρουσιάζει καμιά στερεότητα: «μου ’κανε ψεύτικη δουλειά ο υδραυλικός και μέσα σ’ ένα χρόνο έβαλα πάλι μαστόρους»·
- ψεύτισε η δουλειά, δεν παρουσιάζει οικονομικό ενδιαφέρον: «κάποτε είχε βιντεοκλάμπ και κέρδιζε καλά λεφτά, αλλά τον τελευταίο καιρό ψεύτισε η δουλειά»·
- ψήνω τη δουλειά ή ψήνω μια δουλειά ή την ψήνω τη δουλειά, α. προσπαθώ να πείσω κάποιον για κάτι με σκοπό να τον εξαπατήσω: «να δεις πως την ψήνει τη δουλειά και πως στο τέλος θα τον βάλει στο χέρι». β. προετοιμάζω κάποια δουλειά: «ψήνει μια δουλειά, αλλά κανείς δεν ξέρει τι». γ. (και για τα δυο φύλα) με διάφορες ενέργειες προσπαθώ να δημιουργήσω ερωτικό δεσμό: «ξέρει να ψήνει τη δουλειά και να δεις πως στο τέλος θα τα φτιάξει μαζί της»·
- ψιλή δουλειά, κατασκευή, ιδίως χειροποίητη, που διακρίνεται για την υπομονετική και καλαίσθητη εργασία της και που πολλές φορές παρουσιάζει καλλιτεχνικό ενδιαφέρον ή και καλλιτεχνική αξία: «αγόρασα ακριβά το δαχτυλίδι, αλλά έχει επάνω του πολύ ψιλή δουλειά»·
- ψιλικατζίδικη δουλειά ή ψιλικατζίδικες δουλειές, δουλειά που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, δουλειά ανάξια λόγου, ασήμαντη: «ένας μεγαλοεργολάβος δεν μπερδεύεται με ψιλικατζίδικες δουλειές». Από το επάγγελμα του ψιλικατζή που εμπορεύεται πράγματα ασήμαντης αξίας, τα ψιλικά·
- ψοφάει στη δουλειά, έχει πάρα πολύ δουλειά και για το λόγο αυτό κουράζεται πάρα πολύ: «τις τελευταίες μέρες ξέκοψε απ’ την παρέα, γιατί ψοφάει στη δουλειά»·
- ψυλλιάζομαι τη δουλειά, α. προαισθάνομαι, προβλέπω, υποπτεύομαι ιδίως κάτι που υπάρχει κίνδυνος να αποβεί σε βάρος μου: «καλά που ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως είναι απατεώνας και δε συνεταιρίστηκα μαζί του || ευτυχώς ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως θα γίνει φασαρία και την κοπανήσαμε». β. ανακαλύπτω, καταλαβαίνω: «καλά που ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως είναι καρφί κι έτσι, κάθε φορά που έρχεται στην παρέα μας, αλλάζουμε κουβέντα»·
- ψώνιο δουλειά! έκφραση θαυμασμού για τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία, που έγινε με μεγάλη τέχνη, ευαισθησία και μεράκι, και είναι γενικά αποδεκτή από όλους: «μπορεί ν’ άργησε να τελειώσει, αλλά έκανε ψώνιο δουλειά!»·
- ωραία δουλειά! έκφραση με την οποία αμφισβητούμε το θαυμασμό που δείχνει κάποιος για μια δουλειά ή μια υπόθεση: «δεν υπάρχει πιο ωραίο απ’ το να κάθεσαι και να ελέγχεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο. -Ωραία δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σιγά μωρέ ή το σιγά ρε και άλλες φορές, η φρ. κλείνει με το μωρέ ή το ρε.

δρόμος

δρόμος, ο, ουσ. [<αρχ. δρόμος (= τρέξιμο) <δραμεῖν, απαρέμφ. αόρ. β΄ του ρ. τρέχω], ο δρόμος. 1. η διάρκεια μιας πορείας: «στο δρόμο για το σπίτι του είπε όλα τα καθέκαστα». 2. η διαδρομή ανάμεσα σε δυο σημεία, η μετάβαση και η επιστροφή: «έκανα πολλούς δρόμους μέχρι να ολοκληρώσω τη μετακόμιση || μου ’μειναν ακόμη δυο δρόμοι για να μεταφέρω όλο το εμπόρευμα». 3. η διαδρομή που ακολουθεί κάποιος για να φτάσει στον προορισμό του: «μπέρδεψα το δρόμο κι άργησα να ’ρθω || δεν μπορώ να βρω το δρόμο για να ’ρθω στο σπίτι σου». 4. το τρέξιμο: «θέλησα να ’ρθω γρήγορα και λαχάνιασα απ’ το δρόμο». 5. ως επιφών. δρόμο! φύγε, φύγετε αμέσως, φύγε, φύγετε γρήγορα. 6. (για μουσική) μελωδικός τρόπος πάνω στον οποίο χτίζεται ένα κομμάτι.. Συνών. μακάμι. 7. (στη ναυτική γλώσσα) η ταχύτητα του πλοίου: «ο πλοίαρχος έδωσε εντολή για μισό δρόμο», δηλ. για ελάττωση της ταχύτητας. 8. (στη γλώσσα της αργκό) αυτός που διακινεί τα λαθραία: «είχα ένα κάρο πράμα στην καβάτζα, αλλά δεν πέρασε ο δρόμος να τα πάρει». Υποκορ. δρομάκος, ο κ. δρομάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 199 φρ.)·
- αγώνας δρόμου, βλ. λ. αγώνας·
- αλλάζουν οι δρόμοι μας, α. παίρνουμε διαφορετικές κατευθύνσεις: «μέχρι εδώ ήρθαμε μαζί, από δω και πέρα όμως αλλάζουν οι δρόμοι μας». β. χωρίζουμε, διαλύουμε τον ερωτικό ή το φιλικό δεσμό μας, ακολουθούμε διαφορετική πορεία στη ζωή μας: «μια και δεν μπορέσαμε να κάνουμε χωριό, αλλάζουν οι δρόμοι μας». (Λαϊκό τραγούδι: άκου πώς κλαίει ο μπαγλαμάς, δεν ήταν η χαρά για μας. Δάκρυ τα τέλια στάζουνε, οι δρόμοι μας αλλάζουνε
- αλλάζω δρόμο, α. ενεργώ, συμπεριφέρομαι διαφορετικά απ’ ό,τι προηγουμένως προς το καλό ή προς το κακό: «αν δεν αλλάξεις δρόμο, θα καταστραφείς». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί το δρόμο σου ν’ αλλάξεις για δυο στολίδια, άμυαλη, τρελή; Και το στεφάνι σου να το πετάξεις, να γίνεις στη ζωή αμαρτωλή;). Συνών. αλλάζω βιολί / αλλάζω σκοπό / αλλάζω τακτική. β.ενώ βαδίζω πάνω σε μια οδό, ξαφνικά, αλλάζω κατεύθυνση, επειδή είδα κάποιον, και, κατ’ επέκταση, αποφεύγω συστηματικά να συναντήσω κάποιο άτομο: «μόλις τον βλέπει, αλλάζει δρόμο, γιατί του χρωστάει ένα κάρο λεφτά»· βλ. και φρ. αλλάζω το δρόμο μου·
- αλλάζω το δρόμο μου, παρεκτρέπομαι ηθικά: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με κάτι παλιοπαρέες, άλλαξε το δρόμο του αυτό το παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί το δρόμο σου ν’ αλλάξεις για δυο στολίδια, άμυαλη, τρελή, και το στεφάνι σου να το πετάξεις, να γίνεις στη ζωή αμαρτωλή
- αν δε φυσάει, δεν παίρνει δρόμο, δεν ασχολείται με κάτι, αν δεν έχει οικονομικά κίνητρα, οικονομικά οφέλη: «τις μεγάλες ιδέες τις αφήνει για τους ιδεολόγους, γιατί αυτός, αν δε φυσάει, δεν παίρνει δρόμο». Από την εικόνα του ιστιοφόρου, που δεν κινείται, όταν δεν πνέει αέρας· 
- αν έχασες το δρόμο σου, ή ρώτα ή γύρνα πίσω, αν αποτύχεις σε μια δουλειά, ή ζήτα τη συνδρομή κάποιου έμπειρου ή παράτησέ την για να έχεις λιγότερη ζημιά: «στις δουλειές σου πρέπει να είσαι αποφασιστικός κι αν έχασες το δρόμο σου, ή ρώτα ή γύρνα πίσω»·
- αν με φέρει ο δρόμος (μου), αν περάσω συμπτωματικά από κάποιο σημείο, από κάποιο μέρος: «αν με φέρει ο δρόμος απ’ τη γειτονιά σου, θα ’ρθω απ’ το σπίτι σου να σε δω»· 
- ανάμεσα στον ανήφορο και στον κατήφορο υπάρχει και ο ίσιος δρόμος, βλ. φρ. ο μέσος δρόμος·
- άνθρωπος του δρόμου, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγω δρόμο, α. παραμερίζω δεξιά αριστερά το πλήθος, τα εμπόδια με τα χέρια μου και προχωρώ: «άνοιγε δρόμο μέσα στο συνωστισμό και προχωρούσε με κόπο || άνοιγε δρόμο ανάμεσα απ’ την πυκνή βλάστηση || άνοιγε δρόμο ανάμεσα απ’ τους εχθρούς και προχωρούσε». (Επαναστατικό τραγούδι: με το ντουφέκι μου στον ώμο σε πόλεις, κάμπους και βουνά, της λευτεριάς ανοίγω δρόμο, της στρώνω βάγια και περνά).β. δημιουργώ πέρασμα σε δύσβατη περιοχή: «μ’ ένα μεγάλο μαχαίρι άνοιγε δρόμο ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση». γ. αναπτύσσω ταχύτητα, ιδίως με το αυτοκίνητο ή τη μοτοσικλέτα μου: «έξω απ’ την Κατερίνη άνοιξα δρόμο και σε λίγο ήμουν στη Θεσσαλονίκη»· βλ. και φρ. ανοίγω το δρόμο και του ανοίγω το δρόμο·
- ανοίγω νέους δρόμους, α. πρωτοτυπώ, πρωτοπορώ: «στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης υπήρξαν πολλοί άξιοι δάσκαλοι, που άνοιξαν νέους δρόμους στην Παιδεία». β. δημιουργώ νέες προοπτικές για πολλούς: «η συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στα δυο κράτη άνοιξε νέους δρόμους στο εμπόριο»·
- ανοίγω το δρόμο, α. καθαρίζω το δρόμο από τα εμπόδια που είχε και τον παραδίδω πάλι στην κυκλοφορία: «τα νομαρχιακά μηχανήματα άνοιξαν το δρόμο απ’ τα χιόνια και η συγκοινωνία διεξάγεται ομαλά». β. (για πρόσωπα) είμαι πρωτοπόρος σε έναν τομέα, συμβάλλω στην πρόοδο, στην εξέλιξη, εγκαινιάζω μια νέα συμπεριφορά ή ανακαλύπτω πρώτος κάτι: «πολλοί άξιοι επιστήμονες άνοιξαν το δρόμο στο χώρο της ιατρικής επ’ ωφελεία του ανθρώπου». γ. ξεκαθαρίζω ένα πρόβλημα ή μια κατάσταση νωρίτερα από κάποιον άλλον, με αποτέλεσμα να επωφεληθεί αργότερα και αυτός: «ευτυχώς είχα μια μεγαλύτερη αδερφή, που έβγαινε τα βράδια μέχρι αργά, κι έτσι μου άνοιξε το δρόμο να ξενυχτώ κι εγώ || η αποδέσμευση του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων άνοιξε το δρόμο σε πολλούς ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων, να κρατούν ανοιχτά τα μαγαζιά τους μέχρι τις πρωινές ώρες»·
- άνοιξε ο δρόμος, α. ελευθερώθηκε από την κυκλοφορία των οχημάτων, παρατηρείται αισθητά ομαλή κυκλοφορία των οχημάτων: «το πρωί που κατέβαινα στη δουλειά, στο δρόμο υπήρχε μποτιλιάρισμα, αλλά κατά τις δέκα, όπως μου είπαν, άνοιξε ο δρόμος». β. καθαρίστηκε από τα εμπόδια που είχαν προκύψει και παραδόθηκε πάλι στην κυκλοφορία: «τα νομαρχιακά μηχανήματα καθάρισαν τους βράχους που έπεσαν απ’ τη διπλανή πλαγιά κι έτσι άνοιξε ο δρόμος»·
- απόμεινε στους πέντε δρόμους, βλ. φρ. έμεινε στους πέντε δρόμους·
- απομένω στους πέντε δρόμους, βλ. φρ. είμαι στους πέντε δρόμους·
- αφήνω δρόμο, παραμερίζω: «τον είδα που ερχόταν βιαστικά, γι’ αυτό άφησα δρόμο να περάσει»·
- αφήνω στο δρόμο (κάποιον), εγκαταλείπω κάποιον αβοήθητο στο δρόμο: «άφησε στο δρόμο χτυπημένο άνθρωπο κι έφυγε»· βλ. και φρ. πετώ στο δρόμο·
- αφήνω στους πέντε δρόμους, εγκαταλείπω κάποιον, ιδίως την οικογένειά μου, χωρίς να έχει οικονομικούς πόρους, στέγη και προστασία: «άφησε την οικογένειά του στους πέντε δρόμους κι εξαφανίστηκε με μια γκόμενα». (Λαϊκό τραγούδι: έφυγες και με άφησες οχ, μέσα στους πέντε δρόμους· μάρτυρες έχω τους γειτόνους
- αφήνω τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους ή αφήνω τα πράγματα να τραβήξουν το δρόμο τους, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- βαδίζω στο δρόμο του Θεού ή βαδίζω το δρόμο του Θεού, ακολουθώ τη χριστιανική διδασκαλία: «είναι καλός και δίκαιος άνθρωπος κι από μικρός βαδίζει το δρόμο του Θεού»·
- βαδίζω στον ίσιο δρόμο ή βαδίζω τον ίσιο δρόμο, βλ. φρ. βαδίζω στον καλό δρόμο·
- βαδίζω στον κακό δρόμο ή βαδίζω τον κακό δρόμο ή βαδίζω στο δρόμο τον κακό ή βαδίζω το δρόμο τον κακό, ζω στην αλητεία, στην παρανομία, στη διαφθορά: «όποιος βαδίζει στο δρόμο τον κακό, δεν έχει καλό τέλος»·
- βαδίζω στον καλό δρόμο ή βαδίζω τον καλό δρόμο ή βαδίζω στο δρόμο τον καλό ή βαδίζω το δρόμο τον καλό, ζω σύμφωνα με τους κοινωνικούς κανόνες, είμαι νομοταγής: «ποτέ κανένας δε μ’ ενόχλησε, γιατί βαδίζω στο δρόμο τον καλό»·
- βγάζω στο δρόμο, βλ. συνηθέστ. βγάζω στο κλαρί, λ. κλαρί·
- βγάζω τ’ άπλυτά του στο δρόμο, βλ. λ. άπλυτα·
- βγαίνω απ’ το δρόμο, (για οδηγούς) εκτρέπομαι από την ομαλή πορεία μου: «κάποια στιγμή αφαιρέθηκα έτσι όπως οδηγούσα, και βγήκα απ’ το δρόμο»·
- βγαίνω απ’ το δρόμο μου, εκτρέπομαι από το πρόγραμμά μου: «απ’ τη μέρα που βγήκες απ’ το δρόμο σου, αντιμετωπίζεις συνέχεια προβλήματα»·
- βγαίνω απ’ το δρόμο του Θεού, βλ. φρ. φεύγω απ’ το δρόμο του Θεού·
- βγαίνω απ’ τον ίσιο δρόμο, παρεκτρέπομαι ηθικά ή παύω να είμαι νομοταγής: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με κάτι αλήτες, βγήκε απ’ τον ίσιο δρόμο»·
- βγαίνω στο δρόμο ή βγαίνω στους δρόμους, διαδηλώνω δυναμικά για κάποιο αίτημά μου ή διαδηλώνω την αντίθεσή μου σε κάτι: «η σκληρή οικονομική πολιτική της κυβέρνησης έβγαλε στο δρόμο τους συνταξιούχους, που ζητούν αύξηση των συντάξεών τους || οι εγκληματικοί βομβαρδισμοί του Ν.Α.Τ.Ο. εναντίον των αμάχων στη Σερβία έβγαλαν στους δρόμους τον κόσμο, αξιώνοντας την κατάπαυση των αεροπορικών επιδρομών». (Επαναστατικό τραγούδι: παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους, γυναίκες και άντρες με όπλα στους ώμους
- βγαίνω στους δρόμους, περιπλανιέμαι στην πόλη. (Λαϊκό τραγούδι: πάλι μες τους δρόμους βγήκα για καινούρια γκόμενα, πάλι μόνο μου με βλέπω για τα βράδια τα επόμενα)· βλ. και φρ. βγαίνω στο δρόμο·
- βρίσκεται σε σωστό δρόμο ή βρίσκεται στο σωστό δρόμο, α. ακολουθεί σωστή τακτική, προκειμένου να δώσει λύση σε κάτι, να ανακαλύψει κάτι ή να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση: «ο ανακριτής βρίσκεται σε σωστό δρόμο, όσον αφορά την εξιχνίαση του εγκλήματος || ο αρχιτέκτονας με διαβεβαίωσε πως τα σχέδια βρίσκονται στο σωστό δρόμο». β. (για δουλειές ή υποθέσεις) εξελίσσεται σύμφωνα με το προδιαγεγραμμένο σχέδιο: «οι εργασίες βρίσκονται σε σωστό δρόμο»·
- βρίσκεται στο δρόμο, βλ. φρ. είναι στο δρόμο·
- βρίσκεται στο δρόμο για…, βλ. φρ. είναι στο δρόμο για(…)·
- βρίσκω δρόμο, βρίσκω διέξοδο: «αν δεν έβρισκα δρόμο ανάμεσα στους θάμνους, θα περιπλανιόμασταν ακόμα μέσα στο δάσος»·
- βρίσκω το δρόμο, προσανατολίζομαι, βρίσκω τη σωστή κατεύθυνση: «δεν μπορούσα να βρω το δρόμο μέσα στη νύχτα»·
- βρίσκω το δρόμο μου, α. μετά από ένα διάστημα στην αλητεία ή στην παρανομία, επανέρχομαι στο σωστό δρόμο, ομαλοποιώ τη ζωή μου: «απ’ τη μέρα που ξέκοψε από κείνη την παρέα, βρήκε πάλι το δρόμο του». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό, μη νοιάζεσαι τι κάνω. Εκεί που έφτασες δε φτάνω Κλειδώσου πίσω από την πόρτα κι εγώ το δρόμο μου θα βρω). β. κατασταλάζω επαγγελματικά: «μη στενοχωριέσαι για το γιο σου, νέος είναι ακόμα, θα βρει το δρόμο του»· βλ. και φρ. παίρνω το δρόμο μου·
- για το δρόμο, οτιδήποτε παίρνει κάποιος για να το χρησιμοποιήσει στη διάρκεια μιας διαδρομής, μιας πορείας: «η μητέρα του του ετοίμασε κάνα δυο σάντουιτς για το δρόμο». (Τραγούδι: το δισάκι του στον ώμο για το δρόμο για το δρόμο). Για τους ανθρώπους της νύχτας και ειδικά για τους μπαρόβιους, είναι γνωστό πως την ώρα που έφευγαν από τα μπαρ έπαιρναν μαζί τους και ένα ποτήρι με ουίσκι για να το πιουν κατά την πορεία τους για κάπου, ιδίως για το σπίτι τους·
- γυναίκα του δρόμου, βλ. λ. γυναίκα·
- γυρίζω στους δρόμους, περιπλανιέμαι άσκοπα εδώ κι εκεί και, κατ’ επέκταση, αλητεύω: «αντί να γυρίζεις όλη μέρα στους δρόμους, στρώσε τον κώλο σου κάτω να περάσεις κανένα μάθημα στο Πανεπιστήμιο!». (Λαϊκό τραγούδι: έρωτα φύγε από δω, με πλήγωσες και σου ζητώ ελεημοσύνη, ζητιάνος τώρα αληθινός γυρνώ στους δρόμους σαν τρελός και σαν χαμίνι
- γυρίζω στους πέντε δρόμους, είμαι εγκαταλελειμμένος από όλους, είμαι πάμφτωχος, χωρίς στέγη και προστασία: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, τον ξέχασαν όλοι και γυρίζει στους πέντε δρόμους». (Λαϊκό τραγούδι: μάνα μου, γιατί να με γεννήσεις, βάσανα να νιώσω και στερήσεις, στην ψευτιά αυτού του κόσμου να ’μαι πάντα μοναχός μου, μέσ’ στους πέντε δρόμους να γυρνώ
- δε βρίσκονται τα λεφτά στο δρόμο ή δε βρίσκονται στο δρόμο τα λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- δε βρίσκονται τα χρήματα στο δρόμο ή δε βρίσκονται στο δρόμο τα χρήματα, βλ. λ. χρήματα·
- δείχνω το δρόμο (σε κάποιον), α. πληροφορώ, κατατοπίζω κάποιον ποια διεύθυνση να ακολουθήσει για να φτάσει στον προορισμό του: «με σταμάτησε κάποιος άγνωστος και με παρακάλεσε να του δείξω το δρόμο για το σιδηροδρομικό σταθμό». β. επιχειρώ πρώτος κάτι καλό και δίνω το παράδειγμα σε άλλους που ακολουθούν να το επαναλάβουν: «η εθνική νέων με τη νίκη της, έδειξε το δρόμο στην εθνική ανδρών»· βλ. και φρ. χαράζω το δρόμο·
- δεν υπάρχει άλλος δρόμος, αναγκαστική εφαρμογή ή δράση λόγω έλλειψης εναλλακτικής λύσης: «πρέπει να καταλάβετε πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος, γιατί σύμφωνα με τη διαθήκη του πατέρα σας ή μονοιάζετε και μοιράζεστε την περιουσία του ή, αν δε γίνει αυτό, την αφήνει σε κάποιο ίδρυμα. Διαλέγετε και παίρνετε». (Λαϊκό τραγούδι: δεν υπάρχει ευτυχία που να κόβεται στα τρία, στην περίπτωσή μας όμως δεν υπάρχει άλλος δρόμος). Συνών. δεν υπάρχει άλλος τρόπος·
- δεν υπάρχει ψυχή στο δρόμο, βλ. λ. ψυχή·
- δουλεύει ο δρόμος, βρίσκεται στην κυκλοφορία: «τα νομαρχιακά μηχανήματα καθάρισαν τις πέτρες από τις κατολισθήσεις κι απ’ το μεσημέρι δουλεύει πάλι ο δρόμος»·
- δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, λέγεται για άτομο που βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση, σε συνεχή πορεία. (Λαϊκό τραγούδι: δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω σε βουνά και σε γκρεμνό. Κι όμως ζω και τυραννιέμαι στον δικό της τον καημό). Συνήθως χρησιμοποιείται κατά τη διήγηση παραμυθιού, και μάλιστα πολλές φορές, επαναλαμβανόμενο·
- δρόμος μετ’ εμποδίων, προσπάθεια ή επιδίωξη που αντιμετωπίζει ή που αντιμετώπισε πολλά προβλήματα, πολλά εμπόδια: «κατάφερα να χτίσω κι εγώ ένα σπιτάκι, αλλά ήταν για μένα δρόμος μετ’ εμποδίων». Από το ομώνυμο άθλημα, κατά το οποίο οι δρομείς διατρέχουν μια απόσταση υπερπηδώντας παράλληλα και κάποια εμπόδια·
- δρόμος χωρίς επιστροφή, κατάσταση που οδηγεί στη σίγουρη καταστροφή: «ο δρόμος των ναρκωτικών είναι ένας δρόμος χωρίς επιστροφή»·
- δρόμος χωρίς τέλος, κατάσταση που διαιωνίζεται αρνητικά: «η χαρτοπαιξία είναι ένας δρόμος χωρίς τέλος»·
- δώσ’ το δρόμο! (για πράγματα) πέταξέ το, αχρήστευσέ το: «δώσ’ το δρόμο αυτό το ρολόι, που είναι απ’ τον καιρό του Νώε!»·
- δώσ’ τον (την) δρόμο! (για πρόσωπα) διώξ’ τον, διώξ’ την: «αφού είναι μεθύστακας, δώσ’ τον δρόμο! || αφού δεν ταιριάζετε δώσ’ την δρόμο!»·
- δώσ’ του δρόμο! φύγε, απομακρύνσου γρήγορα: «δώσ’ του δρόμο, γιατί έρχονται να σε πιάσουν!»·
- είμαι στο δρόμο, α. βρίσκομαι σε κίνηση, σε πορεία, βαδίζω σε κάποιον δρόμο, και, κατ’ επέκταση, έρχομαι, πηγαίνω: «δεν μπορούσα να σε ειδοποιήσω, γιατί ήμουν στο δρόμο || θα τα πούμε άλλη φορά, γιατί τώρα είμαι στο δρόμο για τη δουλειά». β. δεν έχω δουλειά, δεν έχω θέση εργασίας: «απ’ τη μέρα που έκλεισε το εργοστάσιο, είμαι στο δρόμο». γ. δεν έχω σπίτι να μείνω μόνιμα: «μετά απ’ τους σεισμούς είμαι στο δρόμο, γιατί το σπίτι μου κρίθηκε κόκκινο και κοιμάμαι πότε στον έναν και πότε στον άλλον»·
- είμαι σε σωστό δρόμο ή είμαι στο σωστό δρόμο, βρίσκομαι στη σωστή πορεία για την πραγματοποίηση κάποιου σκοπού: «στην αρχή δυσκολεύτηκα λίγο, αλλά τώρα είμαι στο σωστό δρόμο και η υπόθεσή μου εξελίσσεται κανονικά»·
- είμαι στους πέντε δρόμους, είμαι εγκαταλελειμμένος από όλους και πάμφτωχος, είμαι χωρίς στέγη και προστασία: «έπεσαν έξω οι δουλειές μου, με χώρισε η γυναίκα μου, με ξέχασαν οι φίλοι μου και τώρα είμαι στους πέντε δρόμους»·
- είναι ανοιχτός ο δρόμος, α. δεν έχει εμπόδια, μπορεί κανείς να τον περάσει ελεύθερα, μπορεί κανείς να τον διαβεί άφοβα: «μόλις έστριψαν τη γωνία, το ’βαλαν στα πόδια, γιατί ήταν ανοιχτός ο δρόμος || τ’ αυτοκίνητα κινούνται ομαλά, γιατί είναι ανοιχτός ο δρόμος». β. υπάρχουν ευοίωνες προοπτικές, προβλέπεται καλή εξέλιξη: «τέλειωσε εσύ τις σπουδές και μην ανησυχείς, γιατί μετά είναι ανοιχτός ο δρόμος»·
- είναι από δρόμο, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, μόλις έχει επιστρέψει από κάπου μακριά, από κάποιο ταξίδι: «αφήστε τον άνθρωπο λίγο να ξεκουραστεί, γιατί είναι από δρόμο»·
- είναι για δρόμο, α.(για πρόσωπα) είναι έτοιμος να αναχωρήσει για κάπου: «είναι στο δωμάτιό του κι ετοιμάζει τη βαλίτσα του, γιατί είναι για δρόμο». β. έχω την πρόθεση να διώξω από κοντά μου το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «απ’ όλη την παρέα μας είναι για δρόμο ο τάδε, γιατί μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά»· βλ. και φρ. το ’χω για δρόμο·
- είναι γυαλί ο δρόμος ή ο δρόμος είναι γυαλί, βλ. λ. γυαλί·
- είναι ένας του δρόμου, (για άντρες) δεν μπορεί να μείνει για μεγάλο διάστημα στο σπίτι του, του αρέσει να γυρίζει μέσα στους δρόμους, και, κατ’ επέκταση, είναι αλήτης: «τον τελευταίο καιρό τον βλέπω σπάνια, γιατί κάνει παρέα με τον τάδε, που είναι ένας του δρόμου»·
- είναι καθρέφτης ο δρόμος ή ο δρόμος είναι καθρέφτης, βλ. λ. καθρέφτης·
- είναι μια του δρόμου, (για γυναίκες) είναι πόρνη: «άφησε την τάδε, που είναι κορίτσι, από σπίτι και τα ’φτιαξε με κείνη την άλλη, που είναι μια του δρόμου»·
- είναι ο μόνος δρόμος, δεν υπάρχει άλλος τρόπος ενέργειας για την επίτευξη κάποιου σκοπού, αποτελεί μονόδρομο: «απεργία είναι ο μόνος δρόμος για την ικανοποίηση των δίκαιων αιτημάτων μας». Πρβλ.: εμπρός λαέ, μη σκύβεις το κεφάλι, ο μόνος δρόμος είναι, αντίσταση και πάλη (Εργατικό ή πολιτικό σύνθημα)·
- είναι στο δρόμο, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έρχεται ή πηγαίνει κάπου: «θ’ αργήσει να ’ρθει ο τάδε; -Είναι στο δρόμο || θα πρέπει να φτάσει όπου να ’ναι, γιατί είναι στο δρόμο»·
- είναι στο δρόμο για…, πηγαίνει, κινείται προς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση: «έφυγε πριν από ώρα απ’ το σπίτι και τώρα σίγουρα θα είναι στο δρόμο για τη Θεσσαλονίκη»·
- είναι τζάμι ο δρόμος ή ο δρόμος είναι τζάμι, βλ. λ. τζάμι·
- έμεινα στο δρόμο, (για οδηγούς αυτοκινήτων) σταμάτησα την πορεία μου υποχρεωτικά από μηχανική βλάβη του αυτοκινήτου μου ή από άλλη αιτία: «όπως ερχόμουνα απ’ τα Μουδανιά, έμεινα στο δρόμο από σαζμάν || έμεινα στο δρόμο από βενζίνα»·
- έμεινε στο δρόμο, (για αυτοκίνητα) έπαθε μηχανική βλάβη και ακινητοποιήθηκε: «μετά την πρώτη στροφή των Μουδανιών τ’ αμάξι μου έμεινε στο δρόμο από διαφορικό»·
- έμεινε στους πέντε δρόμους, έμεινε ολομόναχος, πάμφτωχος, χωρίς στέγη και προστασία: «κάποτε είχε λεφτά με ουρά, αλλά τα ’χασε όλα στα χαρτιά κι έμεινε στους πέντε δρόμους». (Λαϊκό τραγούδι: το βλέπει να γκρεμίζεται και η καρδιά του σκίζεται! Από φίλους παρανόμους, έμεινε στους πέντε δρόμους!)· βλ. και φρ. είμαι στους πέντε δρόμους·
- ένα τσιγάρο δρόμος, η απόσταση που διανύει κανείς, ιδίως με τα πόδια, και που διαρκεί όσο και το κάπνισμα ενός τσιγάρου: «δεν είναι μακριά, μπορώ να σου πω ότι είναι ένα τσιγάρο δρόμος»·
- ένας δρόμος μας χωρίζει ή μας χωρίζει ένας δρόμος, κατοικούμε στην ίδια γειτονιά, είμαστε γείτονες, τα σπίτια μας είναι αντικριστά: «μα και βέβαια τον ξέρω τον άνθρωπο, αφού μας χωρίζει ένας δρόμος»·
- έχω πολύ δρόμο ακόμα, βρίσκομαι ακόμα πολύ μακριά από τον προορισμό μου, χρειάζεται να καταβάλω μεγάλη προσπάθεια ακόμα για την επίτευξη κάποιου σκοπού μου: «έχουμε πολύ δρόμο ακόμα για να φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη || μέχρι τώρα τα πράγματα πάνε καλά, αλλά έχω πολύ δρόμο ακόμα για να πάρω το πτυχίο μου»·
- η δουλειά πήρε το δρόμο της, βλ. λ. δουλειά·
- κάθεται η πομπή στο δρόμο και γελά τον κόσμο όλο, βλ. λ. πομπή·
- και πάρε και δρόμο! επιτείνει την έκφραση πάρε δρόμο! (βλ. φρ.). (Λαϊκό τραγούδι: δε σε θέλω, δε σε θέλω πια δε σ’ αγαπώ· δε σε θέλω, και πάρε και δρόμο,και τράβα στο καλό
- και στο δρόμο να τα βρεις, μέτρα τα ή και στο δρόμο να τα βρεις, μέτρησέ τα (ενν. τα λεφτά), (συμβουλευτικά) δεν πρέπει να φεύγεις χωρίς να μετρήσεις μπροστά του τα χρήματα που σου έδωσε κάποιος από κάποια συναλλαγή σας, γιατί, ως γνωστό, εκ της απομακρύνσεως εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται· βλ. και λ. ταμείο. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- καινούριος δρόμος, το νέο ξεκίνημα, η νέα αρχή, ο νέος προσανατολισμός: «κατάλαβε πως με τις αλητείες δεν είχε προκοπή, γι’ αυτό ξεκίνησε έναν καινούριο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: το παρελθόν το πονηρό το βλέπω με τρόμο, θέλω να ζήσω να χαρώ σ’ έναν καινούριο δρόμο
- καλό δρόμο! ευχή σε κάποιον που αποχωρεί από κάπου για να πάει στο σπίτι του ή ευχή σε κάποιον που ξεκινάει για ταξίδι. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε ή άντε και·
- κατεβαίνω στο δρόμο ή κατεβαίνω στους δρόμους, βλ. φρ. βγαίνω στο δρόμο·
- κλείνω το δρόμο, τοποθετώ εμπόδιο ή παρεμβάλλομαι ως εμπόδιο στο δρόμο που βαδίζει κάποιος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τον διαβεί: «με τις κατολισθήσεις έπεσαν πολλά βράχια κι έκλεισαν το δρόμο για τρεις μέρες || έχουν κλείσει οι αστυνόμοι τους κεντρικούς δρόμους, γιατί περιμένουν επισήμους || οι στρατιώτες μας έκλεισαν το δρόμο στον εχθρό και σταμάτησαν την προέλασή του»· βλ. και φρ. του κλείνω το δρόμο·
- κόβω δρόμο, ακολουθώ συντομότερη πορεία για να φτάσω στον προορισμό μου: «άφησε τη δημοσιά κι έκοψε δρόμο μεσ’ απ’ το δάσος»·
- κόβω το δρόμο, βλ. φρ. κλείνω το δρόμο·
- μ’ άφησε δρόμους, με προσπέρασε και προηγείται κατά πολύ: «με τέτοια αυτοκινητάρα που έχει, πώς να μη μ’ αφήσει δρόμους!»·
- μ’ άφησε στο δρόμο, α. (για αυτοκίνητα) έπαθε μηχανική βλάβη, ακινητοποιήθηκε: «θα πάω τ’ αυτοκίνητο για σέρβις, γιατί προχτές, όπως γυρνούσα απ’ τα Μουδανιά, μ’ άφησε στο δρόμο». β. (για πρόσωπα) με εγκατέλειψε αβοήθητο: «έλεγε πως μ’ αγαπούσε, αλλά με την πρώτη δυσκολία μ’ άφησε στο δρόμο»· βλ. και φρ. αφήνω στο δρόμο (κάποιον)·
- μ’ έριξε στο δρόμο, με εγκατέλειψε και με άφησε αβοήθητο και άστεγο: «μόλις μου ’φαγε τα λεφτά μ’ έριξε στο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ κι αν καταστράφηκα, θα ξαναγίνω πάλι. Κι αν τη ζωή μου χάλασα και μ’ έριξες στο δρόμο, σαν παλικάρι θα σταθώ στου χωρισμού τον πόνο
- μ’ έφαγαν οι δρόμοι, κουράστηκα υπερβολικά περπατώντας, ιδίως ψάχνοντας, να βρω κάποιον ή κάτι: «μ’ έφαγαν οι δρόμοι μέχρι να σε βρω || μ’ έφαγαν οι δρόμοι μέχρι να βρω τη διεύθυνσή σου». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθα προχτές με το Μηνά για να σ’ αλλάξω γνώμη, μα δεν σε βρήκα πουθενά και μ’ έφαγαν οι δρόμοι)· βλ. και φρ. με τρώνε οι δρόμοι·
- μ’ έφαγαν οι πέντε δρόμοι, επιτείνει της έννοια της παραπάνω φρ.: «μ’ έφαγαν οι πέντε δρόμοι, μέχρι να σε βρω». (Λαϊκό τραγούδι: έκανα λάθος και σου ζήτησα συγνώμη. Έκανα λάθος και μετάνιωσα πολύ. Γιατί μ’ αφήνεις να με φάν’ οι πέντε δρόμοι μη με κρατάς μακριά απ’ το φιλί
- μαζεύω απ’ το δρόμο (κάποιον ή κάτι), α. παρέχω σε κάποιον προστασία, στέγη και τα μέσα της διαβίωσής του: «αν δεν τον μάζευε ο φίλος του απ’ το δρόμο, όταν χρεοκόπησε, θα πέθαινε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι». (για γονείς) βρίσκω το παιδί μου που παίζει στο δρόμο και το φέρνω στο σπίτι: «επειδή βράδιασε, βγήκε να μαζέψει απ’ το δρόμο το γιο της». (Τραγούδι: ευτυχώς που ξέχασα να μεγαλώσω κι αν με γυρέψεις, είμαι ακόμα στην αλάνα, ευτυχώς που ξέχασα να μεγαλώσω, μη με μαζεύεις απ’ το δρόμο ακόμη μάνα).β. βρίσκω τυχαία κάτι στο δρόμο και το παίρνω: «όπως ερχόμουν, μάζεψα απ’ το δρόμο έναν αναπτήρα»·
- με πέταξαν στο δρόμο, με έδιωξαν απροκάλυπτα από τη δουλειά μου, από τη θέση εργασίας που κατείχα: «επειδή δεν πήγαιναν καλά οι δουλειές του εργοστασίου, με πέταξαν στο δρόμο μαζί με δέκα άλλους»·
- με πέταξε στο δρόμο, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού ή του καταστήματος που είχα με ενοίκιο, με έκανε εκβιαστικά έξωση: «απ’ τη στιγμή που δεν είχα να του δώσω την αύξηση που μου ζητούσε στο νοίκι, με πέταξε στο δρόμο»·
- με τρώνε οι δρόμοι, χάνω πολύτιμο χρόνο από κάτι, επειδή αναγκάζομαι να διανύω μεγάλες αποστάσεις: «η δουλειά μου βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση απ’ το σπίτι μου και, κάθε μέρα δουλειά σπίτι, με τρώνε οι δρόμοι»· βλ. και φρ. τον έφαγαν οι δρόμοι·
- με φέρνει ο δρόμος, περνώ συμπτωματικά, τυχαία από κάποιο σημείο, από κάποιο μέρος: «δε θέλω να ’χεις παράπονο, γιατί κάθε φορά που με φέρνει ο δρόμος απ’ τη γειτονιά σου, έρχομαι και σε βλέπω»·
- μεγαλώνω στους δρόμους, ζω χωρίς οικογενειακή φροντίδα και προστασία: «από μικρό παιδί μεγάλωσε στους δρόμους κι όμως έγινε μεγάλος και τρανός»·
- μένω στο δρόμο, α. βρίσκομαι χωρίς εργασία, χωρίς δουλειά: «πολύ θα μείνουν στο δρόμο με την οικονομική κρίση που έρχεται». β. δεν έχω μόνιμη κατοικία, μόνιμη στέγη: «μετά απ’ τους σεισμούς, μένω στο δρόμο, γιατί γκρεμίστηκε το σπίτι μου και κοιμάμαι πότε στη μάνα μου και πότε στον αδερφό μου»· βλ. και φρ. μ’ άφησε στο δρόμο·
- μένω στους δρόμους, βλ. φρ. μένω στους πέντε δρόμους·
- μένω στους πέντε δρόμους, μένω πάμφτωχος, χωρίς στέγη και προστασία: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, μένει στους πέντε δρόμους». (Λαϊκό τραγούδι: στους πέντε δρόμους έμεινα και σπίτι δε γνωρίζω. Μάνα μου που σε πίκρανα και σ’ είχα φαρμακώσει, τ’ ήσουν για μένα στη ζωή αργά το έχω νιώσει
- μην κόβεις το δάχτυλο που σου δείχνει το δρόμο, βλ. λ. δάχτυλο·
- μια τσιγάρα δρόμος, βλ. συνηθέστ. ένα τσιγάρο δρόμος·
- μπαίνω στο δρόμου μου, βλ. φρ. παίρνω το δρόμο μου·
- μπαμπάκι ο δρόμος σου! βλ. λ. μπαμπάκι·
- μπήκε σε σωστό δρόμο ή μπήκε στο σωστό δρόμο, βλ. φρ. βρίσκεται σε σωστό δρόμο·
- μπήκε στο δρόμο της, (για δουλειές ή υποθέσεις) μετά από ένα διάστημα δυσκολιών εξελίσσεται κανονικά, εξελίσσεται ομαλά: «στην αρχή είχα κάποια προβλήματα με τη δουλειά μου, αλλά τώρα μπήκε στο δρόμο της»·
- ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα, ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον, που για κάποιο λόγο μας ανακοινώνει με εκβιαστική διάθεση πως θα αποχωρήσει από την ομήγυρη, από τον τόπο ή από το χώρο στον οποίο βρισκόμαστε, και έχει την έννοια μπορείς να φύγεις ό,τι ώρα θέλεις, δε σε κρατάει κανείς με το ζόρι, μας είναι αδιάφορη η φυγή σου, η αποχώρησή σου·
- ο δρόμος που γελάει, χαρακτηρισμός παγωμένου δρόμου: «να φοβάσαι το δρόμο που γελάει και οδηγείς με μεγάλη προσοχή»·
- ο δρόμος της αγάπης, βλ. φρ. ο δρόμος του Θεού·
- ο δρόμος της αμαρτίας, η πορεία του ανθρώπου στη ζωή που δε συμβαδίζει με τις επιταγές της χριστιανικής θρησκείας: «ο δρόμος της αμαρτίας οδηγεί στο πυρ το εξώτερο»·
- ο δρόμος της απωλείας, βλ. φρ. ο δρόμος της αμαρτίας·
- ο δρόμος της αρετής, η ηθική ως επιλογή ζωής: «πολλοί τον αναφέρουν, αλλά λίγοι είναι αυτοί που περπατούν το δρόμο της αρετής»·
- ο δρόμος της αρετής και της κακίας, ο δρόμος της ηθικής και της διαφθοράς ως δίλημμα στη ζωή του ανθρώπου. Από την ελληνική μυθολογία. Πρβλ.: μες στη ζωή δρόμοι ανοίγονται σωρό, κι όποιον γουστάρεις τον τραβάς κι όπου σε βγάλει (Λαϊκό τραγούδι)·
- ο δρόμος της ζωής, η πορεία του ανθρώπου στη ζωή: «ο δρόμος της ζωής έχει πολλές δυσκολίες». (Λαϊκό τραγούδι: χαράματα γεννήθηκα, χαράματα πεθαίνω. Εδώ τελειώνει φαίνεται ο δρόμος της ζωής μου, ο στεναγμός, τα δάκρυα, το δράμα της ψυχής μου
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι πάντα στρωμένος με δάφνες, στη ζωή του κανείς δε γνωρίζει μόνο επιτυχίες: «πρέπει να φιλοσοφήσεις αυτή την αποτυχία σου, γιατί ο δρόμος της ζωής δεν είναι πάντα στρωμένος με δάφνες»·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με άνθη, βλ. φρ. ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ρόδα, βλ. φρ. ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, στη ζωή του αντιμετωπίζει κανείς δυσκολίες, στενοχώριες: «πρέπει να ’σαι συγκεντρωμένος κι έτοιμος ν’ αντιμετωπίσεις τα χειρότερα, γιατί ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα»·
- ο δρόμος της κακίας, η ανηθικότητα ως επιλογή ζωής: «όσοι ακολουθούν το δρόμο της κακίας, δεν έχουν καλό τέλος»·
- ο δρόμος της καμήλας, βλ. λ. καμήλα·
- ο δρόμος της παρανομίας, η παρεκτροπή από τη νομιμότητα: «όσοι ακολουθούν το δρόμο της παρανομίας συνήθως δεν έχουν καλό τέλος»·
- ο δρόμος του Θεού, η πορεία του ανθρώπου στη ζωή σύμφωνα με τις επιταγές της χριστιανικής θρησκείας: «ο δρόμος του Θεού, οδηγεί στην αιώνια ζωή»·
- ο δρόμος του κακού, η κακία ως επιλογή ζωής: «ο δρόμος του κακού είναι η κόλαση της επίγειας ζωής»·
- ο δρόμος του καλού, η καλοσύνη ως επιλογή ζωής: «ο δρόμος του καλού προσφέρει ευτυχία και γαλήνη σ’ αυτόν που τον ακολουθεί»·
- ο δύσκολος δρόμος, η πορεία του ανθρώπου στη ζωή με προβλήματα, με δυσχέρειες: «όταν βρισκόμουν στο δύσκολο δρόμο, κανείς δεν ήρθε να με βοηθήσει». (Λαϊκό τραγούδι: κάνε υπομονή και κράτα και στο δύσκολο το δρόμο με χαμόγελο περπάτα
- ο ίσιος δρόμος, ο τίμιος δρόμος της ζωής: «άφησε τις κακές παρέες του και ξαναμπήκε στον ίσιο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: είναι της μάνας τ’ όνομα αγάπη και λατρεία, ο ίσιος δρόμος στη ζωή, η ζεστασιά στα κρύα
- ο κακός δρόμος, η πορεία του ανθρώπου μέσα στην αλητεία, την παρανομία: «ο κακός δρόμος έχει καταστρέψει πολλούς ανθρώπους». (Λαϊκό τραγούδι: υπήρξα πάντα φίλος σου και πάντα σ’ αγαπούσα και στον κακό το δρόμο σου σε παρακολουθούσα
- ο καλός δρόμος, βλ. φρ. ο ίσιος δρόμος. (Λαϊκό τραγούδι: να γίνεις άντρας στο κορμί και στο μυαλό για να ’σαι πάντα μες στο δρόμο τον καλό)·
- ο μεγάλος δρόμος, η κεντρική λεωφόρος ή η εθνική οδός: «στο τρίτο στενό, όπως πας, θα στρίψεις αριστερά και θα βγεις στο μεγάλο δρόμο || στο μεγάλο δρόμο τ’ αυτοκίνητα αναπτύσσουν μεγάλες ταχύτητες». (Λαϊκό τραγούδι: βλέπω τις κούρσες να περνούν απ’ το μεγάλο δρόμο και συ το ξέρω πως γελάς με το δικό μου πόνο
- ο μέσος δρόμος, τακτική, δράση που αποφεύγει τις ακραίες καταστάσεις: «για να μην έχουμε συγκρούσεις, ενδείκνυται ο μέσος δρόμος»·
- ο παράνομος δρόμος, βλ. φρ. ο δρόμος της παρανομίας. (Λαϊκό τραγούδι: στους δρόμους τους παράνομους μαύρη μοίρα μ’ έριξε. Ως κι η μάνα μου ακόμα, που με τάιζε στο στόμα, απ’ το σπίτι μ’ έδιωξε
- ο στραβός δρόμος, α. η παρεκτροπή από τη νομιμότητα, η παρανομία, η αλητεία ως επιλογή ζωής: «στην κατάσταση που βρίσκεται, δεν μπορεί να καταλάβει πως είναι στο στραβό δρόμο, αργότερα θα χτυπάει το κεφάλι του». β. ο λανθασμένος τρόπος αντιμετώπισης ενός προβλήματος, η λανθασμένη στάση: «ξανασκέψου το θέμα κι άφησε το στραβό δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: πόσες φορές δεν μ’ έκανε το πείσμα σου να κλάψω, μα το στραβό το δρόμο σου δεν μπόρεσα ν’ αλλάξω
- ο τίμιος δρόμος, ο ενστερνισμός της τιμιότητας και της δικαιοσύνης στην πορεία της ζωής: «ο τίμιος δρόμος ανοίγει την πόρτα του Παραδείσου»·
- ο τρίτος δρόμος, α. (ιδίως στην πολιτική) η εναλλακτική λύση, μια άλλη πολιτική επιλογή προς το σοσιαλισμό: «ο τρίτος δρόμος είναι η πιο σωστή επιλογή για την ομαλή μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό». β. (γενικά) η εναλλακτική λύση: «σίγουρα θα υπάρχει κάποιος τρίτος δρόμος για να λύσετε τις διαφορές σας»·
- όλοι οι δρόμοι οδηγούν (στη Ρώμη), λέγεται στην περίπτωση που, όποια διαδικασία και αν χρησιμοποιήσει κάποιος, θα καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα: «επειδή δυσκόλεψαν τα πράγματα, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην περικοπή των εξόδων || δεν έχουμε επιλογή ενέργειας, γιατί όπως βλέπετε, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη». (Λαϊκό τραγούδι: πού να πάω, πού να πάω, πού να πάω, όλοι οι δρόμοι οδηγούν σε σένα π’ αγαπάω). Αναφορά στην εποχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όταν η Ρώμη ήταν πρωτεύουσα του τότε γνωστού κόσμου·
- όποιος δε θέλει να παντρευτεί, λέει ότι η νύφη είναι του δρόμου, βλ. λ. νύφη·
- παιδί του δρόμου, το αλητόπαιδο: «σου το ’πα χίλιες φορές πως δε θέλω να κάνεις παρέα με παιδιά του δρόμου»·
- παίρνω άσχημο δρόμο ή παίρνω τον άσχημο δρόμο ή παίρνω τον άσχημο το δρόμο, βλ. συνηθέστ. παίρνω κακό δρόμο. (Λαϊκό τραγούδι: πήρες τον άσχημο το δρόμο τώρα πια, πήρες το δρόμο τον κακό τον κολασμένο. Της αμαρτίας πήρες την κατηφοριά που θα σε κάνει ένα κορμί δυστυχισμένο)·
- παίρνω δρόμο, φεύγω, α. αποχωρώ από ένα χώρο ή από μια συντροφιά: «παιδιά, εγώ παίρνω δρόμο, γιατί άργησα». (Λαϊκό τραγούδι: παίρνω δρόμο και δρομάκι κλαίγοντας στο γυρισμό κι έγινε πικρό φαρμάκι το κρασί τ’ αποψινό). β. φεύγω γρήγορα, το βάζω στα πόδια: «μόλις είδε να ’ρχονται οι αστυνομικοί, πήρε δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αγαπώ -της λέω- και γελά, παίρνει δρόμο και δε μου μιλά).γ. απολύομαι, εκδιώκομαι από την εργασία μου: «σε προειδοποιώ πως, αν ξανακάνεις κοπάνα, θα πάρεις δρόμο». δ. (για ερωτική σχέση) διαλύω τον ερωτικό μου δεσμό, φεύγω ή με διώχνει το ερωτικό μου ταίρι: «απ’ τη στιγμή που άρχισε να μου αντιμιλάει, πήρα δρόμο || ερωτεύτηκε κάποιον άλλον και πήρα δρόμο»·
- παίρνω ίσιο δρόμο ή παίρνω τον ίσιο δρόμο ή παίρνω τον ίσιο το δρόμο, βλ. φρ. παίρνω καλό δρόμο·
- παίρνω κακό δρόμο ή παίρνω τον κακό δρόμο ή παίρνω τον κακό το δρόμο ή παίρνω το δρόμο τον κακό, καταλήγω να ζω στην αλητεία, στην παρανομία, στη διαφθορά: «έμπλεξε με τους αλήτες και πήρε τον κακό δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου ζητάς να φύγω χωρίς να το σκεφτώ, γιατί μπορεί να πάρω το δρόμο τον κακό
- παίρνω καλό δρόμο ή παίρνω τον καλό δρόμο ή παίρνω τον καλό το δρόμο ή παίρνω το δρόμο τον καλό, επιλέγω να ζήσω σύμφωνα με τους κοινωνικούς κανόνες, να είμαι νομοταγής: «όποιος παίρνει τον καλό δρόμο, δεν έχει να φοβάται τίποτα»·
- παίρνω το δρόμο, κατευθύνομαι προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση: «μόλις βγήκα απ’ το μπαράκι, πήρα το δρόμο για το σπίτι μου». (Λαϊκό τραγούδι: παίρνω το δρόμο δε σταματώ δε με χωράει πια πουθενά, στο ταβερνάκι για να καθίσω και η καρέκλα ζητάει λεφτά). Πολλές φορές, ιδίως σε διηγήσεις παραμυθιών, όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε μια μεγάλη πορεία που ξεκινάει ο ήρωας για να φτάσει κάπου, υπάρχει και ο εξής τύπος; Παίρνω το δρόμο το δρομί, δρομί το μονοπάτι·
- παίρνω το δρόμο μου, κατασταλάζω σε αυτό με το οποίο θέλω πραγματικά να ασχοληθώ επαγγελματικά στη ζωή μου και το θέτω σε ενέργεια: «τώρα που έμαθε τη δουλειά και πήρε το δρόμο του, είμαι ήσυχος γι’ αυτό το παιδί»·
- παίρνω το δρόμο πίσω, επιστρέφω: «μετά από πολλά χρόνια στην ξενιτιά, πήρε το δρόμο πίσω για την πατρίδα». (Λαϊκό τραγούδι: στο τζάκι της αγάπης μας, σκάλισε πριν να σβήσω, κι αν βρεις μια σπίθα μόνο μια, να καίει για μένα στη γωνιά, πάρε το δρόμο πίσω
- παίρνω τους δρόμους, α. περιπλανιέμαι μέσα στους δρόμους, ιδίως για να βρω κάποιον: «μόλις έφτασε στην πόλη του, πήρε τους δρόμους να βρει τους φίλους του». (Λαϊκό τραγούδι: πήρα τους δρόμους μια βραδιά και τους γνωστούς ρωτούσα για το κορίτσι μου που αγαπούσα στην Ελευσίνα μια φορά ). β. ξεκινώ μια περιπλάνηση, μια αναζήτηση χωρίς να ξέρω πού πάω ή τι ψάχνω, φεύγω από κάπου: «το δήλωσα καθαρά, θα πάρω τους δρόμους κι όπου με βγάλει η τύχη μου». γ. τρελαίνομαι: «μόλις έπιασε τη γυναίκα του στην αγκαλιά του καλύτερού του φίλου, πήρε τους δρόμους»·
- πάνω στο δρόμο, εντελώς στην άκρη, πλάι στο δρόμο, πολύ κοντά στο δρόμο: «το σπίτι του βρίσκεται πάνω στο δρόμο και δεν μπορεί να κοιμηθεί απ’ τη φασαρία». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ακριβώς και παρατηρείται χειρονομία με την οποία, η παλάμη, κινείται με την κόψη της προς τα κάτω, δείχνοντας, υποτίθεται, το ακριβές σημείο·
- παράλληλοι δρόμοι, επαγγελματική, πολιτική ή άλλη πορεία που συμβαδίζει με τα ενδιαφέροντα κάποιου άλλου: « εμείς οι δυο πρέπει να συνεννοούμαστε και να υποστηριζόμαστε, γιατί βαδίζουμε σε παράλληλους δρόμους»· 
- πάρε δρόμο! (απειλητικά) φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου: «πάρε δρόμο, γιατί θα φας μπάτσες!»·
- πατάει και τρέμει ο δρόμος, από όπου περνάει προκαλεί το δέος, γιατί είναι πολύ γενναίος: «αυτός, αγόρι μου, να φοβηθεί! Αυτός πατάει και τρέμει ο δρόμος». (Λαϊκό τραγούδι: μες τα Βουρλά κατσιρματζής, αντάμης και κοντραμπατζής και της Τουρκιάς ο τρόμος, καβάλα σε λιγνό φαρί το μάτι του θολό βαρύ πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος
- περαστικός δρόμος, δρόμος πολυσύχναστος: «το σπίτι μου είναι σ’ έναν περαστικό δρόμο και δεν μπορώ να βρω ησυχία»·
- πετώ στο δρόμο (κάποιον), α. κάνω σε κάποιον εκβιαστικά έξωση: «είναι τόσο σκληρός άνθρωπος, που, αν του καθυστερήσεις ένα μήνα το νοίκι, δεν το ’χει σε τίποτα να σε πετάξει στο δρόμο». β. αφήνω κάποιον χωρίς στέγη και οικονομική βοήθεια: «για μια πεταλουδίτσα της νύχτας, πέταξε στο δρόμο γυναίκα και παιδιά». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα κουρέλι πια σωστό, αφού με έχεις κάνει, στους πέντε δρόμους με πετάς κι άλλης κοιτάς φουστάνι).γ. (για χρήματα) τα κατασπαταλώ: «βρήκε λεφτά απ’ τον πατέρα του και τα πετάει στο δρόμο». δ. (για αντικείμενα ή μηχανήματα) το αχρηστεύω: «πέταξα στο δρόμο το ψυγείο μας κι αγόρασα καινούριο»·
- πήγε σαν το σκυλί στο δρόμο, βλ.λ. σκυλί·
- πήρε η γλώσσα του δρόμο, βλ. λ. γλώσσα·
- πήρε στραβό δρόμο ή πήρε το στραβό δρόμο ή πήρε το στραβό το δρόμο, α. λέγεται για άνθρωπο που μπήκε στην παρανομία, που ζει στην αλητεία, στη διαφθορά: «από τη μέρα που έμπλεξε μ’ αυτόν τον άνθρωπο, πήρε το στραβό δρόμο». β. (για υποθέσεις, δουλειές, επιχειρήσεις) πήρε δυσάρεστη τροπή, εξελίχθηκε άσχημα χωρίς να το περιμένουμε: «η υπόθεση ξεκίνησε σαν αστείο, αλλά πήρε στραβό δρόμο και τώρα θα λύσουμε τις διαφορές μας στα δικαστήρια || απ’ την αρχή φάνηκε πως η δουλειά πήρε το στραβό δρόμο και τώρα που ξυπνήσαμε δε γίνεται τίποτα»·
- πήρε το δρόμο της η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πιάνω τους δρόμους, περιπλανιέμαι ψάχνοντας να βρω κάποιον ή κάτι: «άργησε να γυρίσει η κόρη του στο σπίτι κι έπιασε τους δρόμους να τη βρει || έπιασα τους δρόμους να βρω ένα ανταλλακτικό για τ’ αυτοκίνητό μου, αλλά δεν το βρήκα πουθενά». (Λαϊκό τραγούδι: έφυγε έφυγε, έφυγε την έχω χάσει και γυρνώ και ρωτώ και τους δρόμους έχω πιάσει
- ποιος δρόμος σ’ έφερε…, έκφραση που δηλώνει πικρία ή απογοήτευση για τη συνάντηση που είχαμε κάποτε με το συνομιλητή μας, γιατί αυτή δεν είχε καλό αποτέλεσμα, καλή κατάληξη γι’ αυτόν: «μωρέ, φουκαρά μου, ποιος δρόμος σ’ έφερε στη ζωή μου και σε κατάστρεψα με τις οικονομικές συμβουλές μου». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος δρόμος σ’ έφερε στην αγκαλιά μου να κλάψεις και να πληγωθείς, μέσα στην άπονη, σκληρή καρδιά μου μονάχα δάκρυα θα βρεις).Συνών. ποιος αέρας σ’ έφερε(…)· 
- ποιος καλός δρόμος σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός δρόμος σε φέρνει εδώ; ποιος είναι ο λόγος που ήρθες; για ποιο λόγο ήρθες; Απευθύνεται σε άτομο που μας επισκέπτεται ξαφνικά και ύστερα από πολύ καιρό. Ο επιθ. προσδιορισμός καλός για να προκαταλάβουμε τον επισκέπτη μας πως η επίσκεψή του έχει καλό σκοπό. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται διπλό και πιο σπάνια τριπλό μπα. Συνών. ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός αέρας σε φέρνει εδώ(;)·    
- σέρνομαι στους δρόμους, κυκλοφορώ εξαθλιωμένος: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, σέρνεται στους δρόμους σαν τον τελευταίο αλήτη || κάθε βράδυ γίνεται τύφλα και σέρνεται στους δρόμους, μέχρι να βρει το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: ψιλή βροχή, ψιλή βροχή κι εσύ κοιμάσαι μοναχή κι εγώ στους δρόμους σέρνομαι κι από τ’ αγιάζει δέρνομαι
- σπέρνει παιδιά στο δρόμο, βλ. λ. σπέρνω·
- στα μισά του δρόμου ή στου δρόμου τα μισά, στη μέση μιας διαδρομής ή μιας προσπάθειας: «ξεκίνησα για τη Χαλκιδική, αλλά στα μισά του δρόμου έμεινα από βενζίνη || η δουλειά ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς, αλλά στα μισά του δρόμου άρχισαν τα προβλήματα». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό ξεκινήσαμε κι οι δυο μας, μα στου δρόμου τα μισά σβήσαν τ’ άστρα τα χρυσά ξαφνικά από τον ουρανό μας
- στη μέση του δρόμου, σε ανοιχτό, σε υπαίθριο χώρο και μπροστά σε κόσμο: «τον έπιασε στη μέση του δρόμου και τον έκανε ρεζίλι των σκυλιών»·
- στο δρόμο, καθώς πηγαίνω ή έρχομαι από κάπου: «γύρισα στο σπίτι, γιατί στο δρόμο για το γραφείο μου αντιλήφθηκα πως δεν είχα πάρει μαζί μου το πορτοφόλι». (Λαϊκό τραγούδι: έλα πιάσε με απ’ τον ώμο κι όπα πρώτα το δεξί, κι αν μου κουραστείς στο δρόμο θα σε βάλω σε ταξί
- τα λεφτά δε βρίσκονται στο δρόμο, βλ. λ. λεφτά·
- τα χρήματα δε βρίσκονται στο δρόμο, βλ. λ. χρήματα·
- την (τον) δίνω δρόμο, διακόπτω τον ερωτικό δεσμό που είχα μαζί της (του), την (τον) διώχνω: «αφού δεν έλεγε ν’ αφήσει την γκρίνια της, την έδωσα δρόμο κι ησύχασα || αφού δεν εννοούσε να κόψει το ποτό, τον έδωσα δρόμο και βρήκα την υγειά μου»·
- της δίνω δρόμο (ενν. της μοτοσικλέτας), αναπτύσσω ταχύτητα: «κάθε φορά που βγαίνω στην εθνική, της δίνω δρόμο»·
- το δίνω δρόμο, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) το αχρηστεύω, το πετώ, το πουλώ: «ήταν παλιό το ψυγείο μας και το ’δωσα δρόμο || ήταν τόσο παλιό τ’ αυτοκίνητό μου, που το ’δωσα δρόμο»·
- το παίρνει ο δρόμος, (για κτίσματα ή οικόπεδα) περνάει από αυτό η χάραξη κάποιου νέου δρόμου οπότε απαλλοτριώνεται: «είχα ένα σπιτάκι σε κείνη την περιοχή, αλλά το πήρε ο δρόμος». (Τραγούδι: τρεις φωνές στο σύρμα μου κι ένας τροχονόμος, κι ό,τι είχα κτήμα μου μου το παίρνει ο δρόμος)· 
- το ’χω για δρόμο, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) έχω την πρόθεση να το αχρηστεύσω, να το πετάξω ή να το πουλήσω: «αν θες μπορείς να πάρεις αυτό το κομοδίνο, γιατί το ’χω για δρόμο»·
- τον αφήνω δρόμους, τον ξεπερνώ κατά πολύ σε μια αναμέτρηση ταχύτητας είτε με τα πόδια είτε με το αυτοκίνητο: «θέλησε να παραβγούμε στο τρέξιμο και τον άφησα δρόμους || παραβγήκαμε με τ’ αυτοκίνητά μας και τον άφησα δρόμους»·
- τον βάζω στον ίσιο δρόμο, τον οδηγώ στον ηθικό, στον τίμιο δρόμο της ζωής, τον βγάζω από την παρανομία όπου ζει: «εσένα σε υπολογίζει, γι’ αυτό είσαι ο μόνος που μπορείς να τον τραβήξεις απ’ την αλητεία και να τον βάλεις στον ίσιο δρόμο»·
- τον βγάζω απ’ τον ίσιο δρόμο, τον κάνω να παρεκτραπεί ηθικά, τον οδηγώ στην παρανομία: «έμπλεξε με κάτι αλήτες και τον έβγαλαν απ’ τον ίσιο δρόμο»·
- τον βγάζω στο δρόμο, του κάνω έξωση από το διαμέρισμα ή το κατάστημα που του νοικιάζω: «επειδή ήταν κακοπληρωτής, τον έβγαλα στο δρόμο»·
- τον βρήκες το δρόμο; ειρωνική έκφραση σε άτομο, που μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα επιστρέφει στο σπίτι του·
- τον έφαγαν οι δρόμοι, καταστράφηκε, ιδίως από την άστατη ζωή που έκανε: «έμπλεξε στην αλητεία και τον έφαγαν οι δρόμοι». (Λαϊκό τραγούδι: να φύγεις πριν καταστραφείς, είναι νωρίς ακόμη, προτού να γίνεις θύμα μου, προτού σε φαν’ οι δρόμοι)· βλ. και φρ. τον τρώνε οι δρόμοι·
- τον πέταξε σαν σκυλί στο δρόμο ή τον πέταξε σαν το σκυλί στο δρόμο, βλ. λ. σκυλί·
- τον πετώ στο δρόμο, α. τον διώχνω, τον απολύω από την επιχείρησή μου, από τη δουλειά μου: «μόλις δει πως κάποιος εργάτης δεν του κάνει, τον πετάει στο δρόμο». β. του κάνω εκβιαστικά έξωση από το διαμέρισμα ή το κατάστημα που του νοικιάζω: «δεν του έδινε την αύξηση που του ζητούσε και τον πέταξε στο δρόμο»·
- τον τρώνε οι δρόμοι, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, μετακινείται συνεχώς για λόγους δουλειάς, πράγμα που τον καταπονεί: «είναι πλασιέ και όλη τη μέρα τον τρώνε οι δρόμοι, για να μπορέσει να θρέψει την οικογένειά του»· βλ. και φρ. τον έφαγαν οι δρόμοι·
- τον φέρνω στον ίσιο δρόμο, τον βγάζω από την παρανομία και τον οδηγώ στον τίμιο δρόμο της ζωής: «χάλασε πολύ αυτό το παιδί και κανείς δεν μπορεί να τον φέρει στον ίσιο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί πονάς και βασανίζεσαι, κουτή, και προσπαθείς στον ίσιο δρόμο να με φέρεις,της αμαρτίας έχω πάρει το στρατί, γι’ αυτό για μένα άδικα μην υποφέρεις
- του ανοίγω το δρόμο, α. του προετοιμάζω το έδαφος για να επιτύχει κάτι: «ο πεθερός του του ανοίγει το δρόμο για να γίνει βουλευτής» β. τον βοηθάω να ξεπεράσει ένα πρόβλημα, τον βγάζω από τις δυσκολίες του: «αν δεν του άνοιγα εγώ το δρόμο να ξεφύγει, θα ήταν ακόμα στην πρέζα»·
- του αφήνω (το) δρόμο, παραμερίζω, πηγαίνω στην άκρη για να περάσει αυτός που με ακολουθεί, ιδίως με το αυτοκίνητό του: «μου αναβόσβηνε συνέχεια τα φώτα του για να περάσει, γι’ αυτό κι εγώ του άφησα το δρόμο»·
- του βγάζω τ’ άπλυτα στο δρόμο, βλ. λ. άπλυτα·
- του δίνω δρόμο (ενν. του αυτοκινήτου), αναπτύσσω ταχύτητα: «κάθε φορά που βγαίνω στην εθνική του δίνω δρόμο»·
- του δίνω δρόμο, φεύγω από κάπου με ταχύτητα: «μόλις είδα να ’ρχονται οι αστυνομικοί, του ’δωσα δρόμο»· - του κάνω δρόμο, παραμερίζω το πλήθος δεξιά αριστερά με τα χέρια μου για να περάσει κάποιος: «μπήκε μπροστά και του άνοιγε το δρόμο μέσ’ στο συνωστισμό»· βλ. και φρ. του αφήνω (το) δρόμο·
- του κλείνω το δρόμο, α. τον εμποδίζω, διακόπτω με το σώμα μου ή με κάποιο άλλο μέσο την πορεία του: «όταν οι αστυνομικοί έμαθαν πως ο δραπέτης κινούνταν με κλεμμένο αυτοκίνητο προς τη Θεσσαλονίκη, τοποθέτησαν μια νταλίκα πάνω στο οδόστρωμα και του ’κλεισαν το δρόμο || οι αγρότες, μόλις πληροφορήθηκαν πως κατέφθαναν οι αστυνομικοί με τις κλούβες, τοποθέτησαν πάνω στο οδόστρωμα κορμούς δέντρων και τους έκλεισαν το δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: κι ελόγου τους κι ελόγου μου μου κλείσανε το δρόμο μου και μου αντισταθήκαν, μα όμως δε ρωτήξανε το Σταύρακα πως θίξανε και στραπατσαριστήκαν). β. ενεργώ, επεμβαίνω ανασταλτικά στην εξέλιξη κάποιου, τον μπλοκάρω: «αυτό το πάθος του για τα χαρτιά, θα του κλείσει το δρόμο για το βουλευτιλίκι»·
- του κόβω το δρόμο, βλ. φρ. του κλείνω το δρόμο·
- τους βγάζω στο δρόμο, (ιδίως για οικογένεια) τους κάνω υποχρεωτικά έξωση:  «επειδή χρειαζόμουν το διαμέρισμα για την κόρη μου που παντρεύτηκε, τους έβγαλα στο δρόμο»·
- τους πετώ στο δρόμο, (ιδίως για οικογένεια) τους κάνω εκβιαστικά έξωση από το διαμέρισμα που τους νοικιάζω: «επειδή είχαν δυο σκυλιά μέσ’ στο διαμέρισμα και ξεσήκωναν όλη την πολυκατοικία με τα γαβγίσματά τους, τους πέταξα στο δρόμο»·
- τραβώ το δρόμο μου, α. ακολουθώ το δικό μου τρόπο ζωής. (Λαϊκό τραγούδι: μα εγώ το δρόμο μου τραβώ μ’ ένα παράπονο πικρό και λέω δεν πειράζει ). β. φεύγω από κάπου ή από κάποιον, διακόπτω μια σχέση, αρχίζω νέα ζωή: «διαρκώς την απειλούσε πως θα τραβήξει το δρόμο του || χώρισαν κι ο καθένας τράβηξε το δρόμο του». (Λαϊκό τραγούδι: έχεις αλλάξει και μ’ έχεις κάψει· την προσβολή σου δε θα τη δεχτώ· δεν αντέχω, κυρά μου, δε βαστώ και το δρόμο μου τραβώ). γ. ασχολούμαι με την πρόοδο της δουλειάς μου ή των διάφορων υποθέσεών μου: «απ’ τη μέρα που ξέκοψε απ’ τις παλιοπαρέες, τραβάει το δρόμο του και προκόβει μια χαρά»·
- τρέχω στους δρόμους, βρίσκομαι σε διαρκές τρέξιμο αναζητώντας κάποιον ή κάτι: «απ’ το πρωί τρέχει ο καημένος στους δρόμους να βρει λεφτά για να καλύψει την επιταγή του || μόλις έμαθε πως ήρθε ο φίλος του στην πόλη μας, τρέχει στους δρόμους να τον βρει». (Λαϊκό τραγούδι: με πνίγει απόψε η μοναξιά και παίρνω σβάρνα τα καπηλειά· τρέχω στους δρόμους, εδώ κι εκεί, κανείς δεν ξέρει πού να ’σαι εσύ
- τριγυρνώ στους δρόμους, περιφέρομαι άσκοπα στους δρόμους: «επειδή δεν έχει δουλειά, όλη τη μέρα τριγυρνάει στους δρόμους». (Λαϊκό τραγούδι: νύχτες ξενυχτώ χωρίς ελπίδα, έρημος στους δρόμους τριγυρνώ,μπρος στου παραθύρου σου τη γρίλια τις θλιμμένες ώρες μου περνώ
- υπάρχει κι άλλος δρόμος, α. μπορούμε να ενεργήσουμε ή να δράσουμε με άλλο σύστημα, υπάρχει εναλλακτική λύση: «απ’ τη στιγμή που δεν τα συμφωνήσαμε, υπάρχει κι άλλος δρόμος να βρω το δίκιο μου». β. πολλές φορές, λέγεται με απειλητική διάθεση ή υπονοεί πως θα ενεργήσουμε με παράνομα ή αθέμιτα μέσα: «αν δε μου δώσεις τα λεφτά που μου χρωστάς, σου λέω να φυλάγεσαι, γιατί υπάρχει κι άλλος δρόμος». Συνών. υπάρχει κι άλλος τρόπος·
- φεύγω απ’ το δρόμο, (για οδηγούς), βλ. φρ. βγαίνω απ’ το δρόμο·
- φεύγω απ’ το δρόμο του Θεού, απομακρύνομαι από τη χριστιανική διδασκαλία: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε μ’ εκείνον τον αλήτη, έφυγε απ’ το δρόμο του Θεού»·
- φεύγω απ’ τον ίσιο δρόμο, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τον ίσιο δρόμο. (Λαϊκό τραγούδι: ξέφυγα, ξέφυγα από τον ίσιο δρόμο,σου ’δωσα μανούλα μου τον πιο μεγάλο πόνο)·
- χάνω το δρόμο (μου), α. αποπροσανατολίζομαι: «μπλέχτηκα μέσα σε κάτι στενάκια κι έχασα το δρόμο μου». β. βγαίνω από τη σωστή πορεία της ζωής μου: «με τόσα προβλήματα που είχε, πώς να μη χάσει το δρόμο του ο άνθρωπος!». (Λαϊκό τραγούδι: πού πας χωρίς αγάπη στη νύχτα στη βροχή, το δρόμο θα το χάσεις,καρδιά μου μοναχή
- χαράζω νέους δρόμους, βλ. φρ. ανοίγω νέους δρόμους·
- χαράζω το δρόμο, επιχειρώ πρώτος κάτι νέο, ενδιαφέρον, πρωτότυπο ή ριζοσπαστικό και με μιμούνται οι άλλοι, πρωτοπορώ: «εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Νοέμβρης»·
- χαράζω το δρόμο μου, προδιαγράφω ή αποφασίζω κάποια πορεία μου, ιδίως επαγγελματική: «απ’ τη στιγμή που μπήκε στην ιατρική σχολή, χάραξε το δρόμο του αυτό το παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: μα η βαριά μου η ειρκτή πολλά μ’ έχει διδάξει, έμαθα πώς να συγχωρώ, γι’ αυτό και δεν την τιμωρώ, ας φύγει και το δρόμο της μονάχη ας χαράξει
- χωρίζουν οι δρόμοι μας, α. ακολουθούμε διαφορετική πορεία στη ζωή μας, χωρίζουμε: «ένα διάστημα ζούσαμε χωρίς προβλήματα, αλλά απ’ τη μέρα που άρχισαν οι γκρίνιες χώρισαν οι δρόμοι μας». (Λαϊκό τραγούδι: με πλήγωσε ο χωρισμός κι ο πόνος έγινε καημός, οι δρόμοι μας χωρίσαν, τα μάτια μου δακρύσαν). β.διακόπτουμε αναγκαστικά μια φιλία ή μια συνεργασία: «κάποτε κάναμε πολλή παρέα, αλλά απ’ τη μέρα που εγκαταστάθηκε σ’ άλλη πόλη, χώρισαν οι δρόμοι μας». γ. ακολουθούμε ξεχωριστή οδική πορεία, γιατί έχουμε διαφορετικό προορισμό: «εγώ θέλω να πάω στη Νομαρχία, αλλά, αφού εσύ θέλεις να πας στο Δημαρχείο που είναι στην αντίθετη πλευρά χωρίζουν οι δρόμοι μας»·
- ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί! α. ευχή που δίνουμε σε κάποιον που ξεκινάει για ταξίδι ή που ξεκινάει κάποια δουλειά, με την έννοια να μη συναντήσει κανένα εμπόδιο στην πορεία του, να του έρθουν όλα εύκολα, όλα ευνοϊκά: «την Κυριακή λέω να πάω μέχρι το χωριό να δω τους συγγενείς μου. -Ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί! || τον άλλο μήνα ξεκινάω μια καινούρια δουλειά. -Ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί». β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας απειλεί πως θα αποχωρήσει από το χώρο στον οποίο βρισκόμαστε ή από κάποια κοινή προσπάθεια, όταν μας είναι αδιάφορη η αποχώρησή του. Από το ότι το γυαλί έχει λεία επιφάνεια και δε συναντά κανένα εμπόδιο ή καμιά δυσκολία το άτομο που πορεύεται σε παρόμοιο δρόμο. Συνών. μπαμπάκι ο δρόμος σου!   

δωδεκάρι

δωδεκάρι, το, ουσ. [αριθμητ. δώδεκα], το δωδεκάρι· η δεύτερη κατά σειρά επιτυχίας πρόβλεψη στο προπό, μετά το δεκατριάρι·
- βγάζω δωδεκάρι, βλ. φρ. πιάνω δωδεκάρι·
- πιάνω δωδεκάρι, κάνω λάθος στην πρόβλεψη του αποτελέσματος ενός αγώνα και χάνω το δεκατριάρι, με αποτέλεσμα να κερδίσω μεν, λιγότερα όμως χρήματα: «ο τάδε έπιασε δωδεκάρι».

είδηση

είδηση, η, ουσ. [<αρχ. εἴδησις], η είδηση· στον πλ. οι ειδήσεις, η παρουσίαση από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο των πρόσφατων γεγονότων ή συμβάντων ή των επίσημων πολιτικών ή άλλων ανακοινώσεων της ημέρας: «πάντοτε ενδιαφέρεται ν’ ακούει τις ειδήσεις της ημέρας». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- βγάζω είδηση, (ιδίως για δημοσιογράφους) αποσπώ από κάποιο σπουδαίο πρόσωπο κάποια πληροφορία και την ανακοινώνω πρώτος στο κοινό μέσω του τύπου, του ραδιοφώνου ή της τηλεόρασης: «κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που είχε με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, έβγαλε δυο ειδήσεις για τις επικείμενες αλλαγές στην κυβέρνηση»·
- δελτίο ειδήσεων, (για πρόσωπα) βλ. λ. δελτίο·
- (δεν) παίρνω είδηση, α. (δεν) μαθαίνω τίποτε για κάποιον ή για κάτι, δεν ξέρω τίποτα: «κάποτε μ’ έστελνε τακτικά γράμματα, αλλά εδώ και καιρό δεν παίρνω είδηση απ’ τον τάδε || τον τελευταίο καιρό είμαι κλεισμένος στο σπίτι μου και δεν παίρνω είδηση από κανέναν». β. (δεν) αντιλαμβάνομαι, (δεν) καταλαβαίνω: «ευτυχώς που την τελευταία στιγμή πήρα είδηση πως ήθελαν να με βάλουν στο χέρι, και διέλυσα το συνεταιρισμό»·
- έχω (την) είδηση, έχω (την) πληροφορία: «έχω την είδηση από έγκυρη πηγή πως τον άλλο μήνα θα γίνει ανασχηματισμός»·
- θα σε βγάλω στις ειδήσεις, θα σε κάνω ρεζίλι στον κόσμο, θα σε διασύρω: «αν ξαναχτυπήσεις τους γονείς σου, θα σε βγάλω στις ειδήσεις, παλιόπαιδο». Από το ότι στις τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές ειδήσεις της ημέρας παρουσιάζονται ιδιαίτερες ενέργειες ή συμπεριφορές των πολιτών. Συνών. θα σε βγάλω στην τηλεόραση·
- με πήραν είδηση, με αντιλήφθηκαν: «προσπάθησα να μπω στη συναυλία χωρίς εισιτήριο, αλλά με πήραν είδηση και μ’ έδιωξαν». Συνών. με πήραν πρέφα·
- με πήρε είδηση, αντιλήφθηκε τι ήθελε να πω ή να κάνω: «θέλησα να καλύψω το συνάδελφό μου, αλλά με πήρε είδηση ο διευθυντής μου και ξέσπασε απάνω μου». Συνών. με πήρε πρέφα·
- πρακτορείο ειδήσεων, (για πρόσωπα) το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πολύ καλά πληροφορημένο για όλους και για όλα: «οτιδήποτε θες να μαθαίνεις, να ρωτάς τον τάδε, που είναι πρακτορείο ειδήσεων». Αναφορά στο οργανισμό που συγκεντρώνει ειδήσεις·
- στέλνω είδηση, πληροφορώ κάποιον προφορικά ή γραπτά: «έστειλα είδηση στον τάδε με τον υπάλληλό μου να έρθει να μας συναντήσει το βράδυ στο στέκι μας»·
- τον βλέπω για τις ειδήσεις, έχω την εντύπωση ότι λόγω της αλλοπρόσαλλης συμπεριφοράς του θα γίνει ρεζίλι στον κόσμο, θα διασυρθεί: «μου φαίνεται πως τα ’παιξε ο τάδε κι αν συνεχίσει να συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο, τον βλέπω για τις ειδήσεις». Από το ότι τις αλλοπρόσαλλες ενέργειες ή συμπεριφορές των πολιτών τις παρουσιάζουν οι ειδήσεις. Συνών. τον βλέπω για την τηλεόραση· 
- φέρνω είδηση, φέρνω σε κάποιον ή από κάποιον πληροφορίες προφορικές ή γραπτές για κάποιον ή για κάτι: «σας φέρνω ειδήσεις για το γιο σας || σας φέρνω ειδήσεις απ’ το γιο σας».

έξω

έξω κ. όξω, επίρρ. [<αρχ. ἔξω], έξω. 1α. που βρίσκεται εκτός του χώρου που θεωρούμε ως σημείο αναφοράς, που τοποθετείται σε άλλο εξωτερικό σημείο: «για κοίτα έξω απ’ το παράθυρο, ποιος είναι αυτός που φωνάζει; || το βράδυ θα φάμε με τη γυναίκα μου έξω || πού θα πάτε εκδρομή; -Δεν ξέρω, κάπου έξω». β. μακριά: «έξω απ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι μεγάλος απατεώνας». (Λαϊκό τραγούδι: έξω απ’ άδικο κι από κακιά γυναίκα, αυτά τα δυο μου καταστρέψαν τη ζωή κι έχω καεί, αχ έχω καεί). 2. (γενικά) η ξένη χώρα, το εξωτερικό: «σπουδάζει έξω». Θυμηθείτε τη φρ. του Κωνσταντίνου Καραμανλή: έξω πάμε καλά. 3. ως πρόθ., εκτός, χώρια: «όλοι ήρθαν στο πάρτι έξω από σένα». 4.με άρθρ. ουδ. στον εν. το έξω, ο χώρος έξω από το σπίτι σε σχέση με το εσωτερικό του σπιτιού: «δε λέει να συμμαζευτεί νωρίς στο σπίτι, γιατί δεν μπορεί να το χορτάσει αυτό το έξω». 5. με άρθρ. αρσ. στον πλ. οι έξω, αυτοί που βρίσκονται εκτός ενός χώρου: «οι έξω φωνάζουν, γιατί θέλουν να μπουν κι αυτοί μέσα». 6. με άρθρ. ουδ. στον πλ. τα έξω, οι εξωτερικές δουλειές: «έχω πάρει έναν πιτσιρικά για τα έξω του γραφείου»· βλ. και φρ. απέξω. (Ακολουθούν 99 φρ.)·
- αν δεν πέφτω έξω, αν κρίνω σωστά, αν δεν κάνω λάθος: «θα πρέπει να υπηρετούσαμε μαζί στο ναυτικό αν δεν πέφτω έξω || αν δεν πέφτω έξω, θα πρέπει να είναι πολύ ακριβός αυτός ο πίνακας», Συνών. αν δε γελιέμαι·
- απ’ έξω, α. εξωτερικά: «απ’ έξω φαίνεται καλό σπίτι, αλλά δεν ξέρουμε πώς είναι από μέσα». β. λέγεται για οτιδήποτε κατέχουμε πολύ καλά ή είμαστε άριστοι γνώστες του: «τ’ αποτελέσματα των αγώνων τα ξέρει απ’ έξω, για ρώτα τον όμως τίποτε άλλο, να δεις τι κοτσάνες θα σου αμολήσει! || όλους τους τραγουδιστές τους ξέρει απ’ έξω». Συνήθως της φρ. ακολουθεί το κι ανακατωτά (βλ. λ.)·
- απ’ έξω κι ανακατωτά, βλ. λ. ανακατωτά·
- απ’ έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα, βλ. λ. κούκλα·
- απ’ έξω μπέλα μπέλα κι από μέσα κατσιβέλα, βλ. λ. κατσίβελος·
- απ’ έξω φιγούρα κι από μέσα λιγούρα, βλ. λ. φιγούρα·
- από μέσα κοιμάσαι ή απ’ έξω; βλ. λ. κοιμάμαι·
- βγάζω έξω, βλ. φρ. στέλνω έξω· βλ. και φρ. τον βγάζω έξω·
- βγαίνω έξω, βγαίνω έξω από το σπίτι με σκοπό την αναψυχή ή για να πάω να διασκεδάσω: «κάθε Σάββατο βράδυ βγαίνω έξω με την οικογένειά μου»·
- βρίσκεται έξω απ’ την πόρτα μου, (σου, του κ.λπ.), βλ. λ. πόρτα·
- γίνομαι έξω φρενών, βλ. λ. φρένες·
- γυρίζω το μέσα έξω (για ρούχα), βλ. λ. μέσα·
- δοκάρι κι έξω (ενν. πάει η μπάλα), βλ. λ. δοκάρι·
- είμαι απ’ έξω, βλ. φρ. είμαι απέξω, λ. απέξω·
- είμαι έξω απ’ τα νερά μου, βλ. λ. νερό·
- είμαι έξω απ’ το παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- είμαι έξω φρενών, βλ. λ. φρένες·
- είμαι σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, βλ. λ. ψάρι·
- είναι έξω απ’ την πόρτα μου, (σου, του, κ.λπ.), βλ. λ. πόρτα· 
- είναι έξω καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- είναι στα μέσα και στα έξω, βλ. λ. μέσα·
- έμαθε το μάθημα απ’ έξω, βλ. λ. μάθημα·
- έμαθε το ποίημα απ’ έξω, βλ. λ. ποίημα·
- έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια λένε, βλ. λ. χορός·
- έξω από δω! (ενν. από αυτό το χώρο που βρισκόμαστε) ή έξω από μας! (ενν. που είμαστε τώρα συγκεντρωμένοι εδώ), ευχή να μη συμβεί ποτέ σε μας αυτό το κακό για το οποίο κουβεντιάζουμε τώρα: «έπιασε φωτιά το σπίτι του κι έγινε στάχτη, έξω από δω || κόλλησε μια πολύ σπάνια αρρώστια, έξω από μας». Συνών. μακριά από δω! // μακριά από μας! // Θεός φυλάξοι!·
- έξω από κάθε αμφιβολία, βλ. λ. αμφιβολία·
- έξω από μας, βλ. φρ. μακριά από μας, λ. μακριά·
- έξω έξω, στο χείλος, εντελώς στην άκρη: «τ’ άφησε έξω έξω στο παράθυρό του και με το πρώτο αεράκι έπεσε στο δρόμο»·
- έξω κάνει φαρμάκι, βλ. λ. φαρμάκι·
- έξω ντέρτια! βλ. λ. ντέρτι·
- έξω ντέρτια και καημοί! βλ. λ. ντέρτι·
- έξω φτώχεια! βλ. λ. φτώχεια·
- έξω φτώχεια και καημοί! βλ. λ. φτώχεια·
- έξω φτώχεια και καλή καρδιά! βλ. λ. φτώχεια·
- έξω τα καλοκαίρια, βλ. λ. καλοκαίρι·
- έπεσαν έξω τα καράβια σου; ή έπεσαν τα καράβια σου έξω; βλ. λ. καράβι·
- έπεσε έξω, απέτυχε στη δουλειά του, χρεοκόπησε: «μπλέχτηκε με μια δουλειά που δεν την ήξερε κι έπεσε έξω»·
- έπεσε έξω η δουλειά ή έπεσε η δουλειά έξω, βλ. λ. δουλειά·
- έπεσε έξω το καράβι ή έπεσε το καράβι έξω, βλ. λ. καράβι·
- έρχομαι απ’ έξω, βλ. λ. απέξω·
- ζω έξω, είμαι κάτοικος εξωτερικού: «το καλοκαίρι έρχομαι στην Ελλάδα για διακοπές κι όλο τον υπόλοιπο χρόνο ζω έξω»·
- θα του το πω (απ’) έξω (απ’) έξω, βλ. φρ. θα του το πω απέξω απέξω, λ. απέξω·
- θα του το φέρω (απ’) έξω (απ’) έξω, βλ. φρ. θα του το φέρω απέξω απέξω, βλ. λ. απέξω·
- κλειδώθηκα έξω, βλ. φρ. κλείστηκα έξω·
- κλείστηκα έξω, δεν πήρα φεύγοντας από το σπίτι μου τα κλειδιά της εξώπορτας ή τα έχασα κάπου και δεν μπορώ να μπω μέσα: «έχασα τα κλειδιά μου και κλείστηκα έξω, γι’ αυτό ειδοποίησα έναν κλειδαρά να ’ρθει να μου ανοίξει την πόρτα»·
- μ’ αφήνουν έξω απ’ το χορό, βλ. λ. χορός·
- μ’ έβγαλε έξω, βλ. φρ. με πέταξε έξω·
- μ’ έριξε έξω, ήταν υπεύθυνος για την οικονομική μου αποτυχία: «μ’ έριξε έξω με τις απίθανες συμβουλές του». (Λαϊκό τραγούδι: κι εγώ δεν σακουλεύτηκα, σα μάγκας, να προσέξω, πως είσαι παραδόπιστη και θα με ρίξεις έξω)· 
- μαθαίνω απ’ έξω (κάτι), αποστηθίζω: «μαθαίνω απ’ έξω το μάθημά μου || έμαθα απ’ έξω το ποίημα || έμαθε απ’ έξω αυτά που του πρότειναν να καταθέσει στο δικαστήριο»·
- με πέταξε έξω, α. (για δουλειές, επιχειρήσεις) δεν κατάφερα να τη χειριστώ κατάλληλα και με χρεοκόπησε: «δεν την ήξερα καλά τη δουλειά και με πέταξε έξω». β. (για στροφές ή αυτοκίνητα) με έβγαλε από την κανονική πορεία μου, με έβγαλε από το δρόμο: «ήταν τόσο κλειστή η στροφή, που με πέταξε έξω || πάτησα απότομα δυνατό φρένο και με πέταξε έξω»·
- μένω έξω, βλ. φρ. ζω έξω·
- μένω έξω απ’ το χορό, βλ. λ. χορός·
 μέσα έξω, βλ. λ. μέσα·
- μια κι έξω, α. με την πρώτη φορά, με την πρώτη προσπάθεια: «μ’ αρέσει να συνεργάζομαι μαζί του, γιατί του λες μια κουβέντα και την πιάνει μια κι έξω». β. για πρώτη και τελευταία φορά, οριστικά: «στο λέω μια κι έξω, αν δεν είσαι εντάξει, μην ξανάρθεις αύριο στη δουλειά». γ. (για παιχνίδια ή άλλες αθλητικές αναμετρήσεις) σε μια και μοναδική αναμέτρηση από την οποία αναδεικνύεται και ο νικητής: «παίξαμε ένα τάβλι μια κι έξω και με νίκησε || η ποδοσφαιρική συνάντηση της Κυριακής για το κύπελλο είναι μια κι έξω για τις δυο ομάδες»· βλ. και φρ. μια και καλή, λ. καλός·
- μιλώ έξω απ’ τα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- μιλώ έξω απ’ το στόμα, βλ. λ. στόμα·
- μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. κώλος·
- μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. πάτος·
- μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. μάτι·
- μου έδωσε της ελιάς τα μέσα και του καρυδιού τ’ απ’ έξω, βλ. λ. ελιά·
- μου πέταξε βυζί έξω, βλ. λ. βυζί·
- μου πέταξε μπούτι έξω, βλ. λ. μπούτι·
- να πας στον έξω από δω! βλ. φρ. να πας στον εξαποδώ! λ. εξαποδώ·
- νιώθω σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, βλ. λ. ψάρι·
- ξέρει το μάθημα απ’ έξω, βλ. λ. μάθημα·
- ο έξω από δω, βλ. λ. εξαποδώ·
- ο έξω ελληνισμός, οι Έλληνες που είναι διασκορπισμένοι ανά την υφήλιο: «ο έξω ελληνισμός έχει πάντα στραμμένο το βλέμμα του στη μητέρα πατρίδα»·
- ο έξω κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- πάω έξω, βλ. φρ. φεύγω έξω·
- πέφτω έξω, α. κάνω λάθος σε μια πρόβλεψη, σε έναν υπολογισμό μου, υπολογίζω λάθος κάποιον ή κάτι: «ξανοίχτηκα στη δουλειά, γιατί υπολόγιζα πως θα με βοηθήσουν οι φίλοι μου, αλλά έπεσα έξω, γιατί, όταν τους ζήτησα βοήθεια, κανείς δε με βοήθησε». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι ζητούσε ήταν δικό της, σε κάθε πόνο εγώ γιατρός της, με μια γυναίκα είπα να μπλέξω κι έπεσα έξω, έπεσα έξω // για κοίταξε, βρε πλάση, και τώρα δώσε βάση, αν έχω στο κορίτσι όξω πέσει· είναι στις χίλιες πρώτη, και ρώτα και το Χιώτη· θαρρείς και το λαχείο μου ’χει πέσει). β. κάνω λάθος κινήσεις και οδηγώ μια υπόθεση, μια δουλειά ή μια επιχείρηση σε άσχημο δρόμο, στην αποτυχία: «από τότε που έπεσε έξω με το νέο είδος που έριξε στην αγορά, έχει πάρει την κατηφόρα και βάζει το ένα χρέος πάνω στο άλλο». (Λαϊκό τραγούδι: έπεσα έξω, έπεσα έξω και συλλογιέμαι πώς θα ξεμπλέξω). γ. (για πλοία) προσκρούω στην ακτή, ναυαγώ στην ακτή: «λόγω της σφοδρής θαλασσοταραχής, το πλοίο  έπεσε έξω»·
- πέφτω έξω στους λογαριασμούς μου, βλ. λ. λογαριασμός·
- πληρώνω μια κι έξω, πληρώνω τοις μετρητοίς: «ό,τι αγοράζω, το πληρώνω μια κι έξω κι ησυχάζω»·
- ρίχνω έξω τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ρίχνω έξω το καράβι, βλ. λ. καράβι·
- στέλνω έξω, εξάγω: «εδώ και χρόνια στέλνει έξω φρούτα || είναι η πρώτη χρονιά που στέλνει έξω φρούτα»·
- στέλνω έξω (κάποιον), στέλνω στο εξωτερικό κάποιον: «έστειλε έξω το γιο του να σπουδάσει»·
- τα λέω έξω απ’ τα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- τα λέω έξω απ’ το στόμα, βλ. λ. στόμα·
- της πέταξα τα μάτια απ’ έξω, βλ. λ. μάτι·
- της (του) πέταξα τα παπούτσια έξω απ’ την πόρτα, βλ. λ. παπούτσι·
- το ξέρω (το γνωρίζω, το ’μαθα) απ’ έξω κι ανακατωτά, βλ. λ. ανακατωτά·
- το πήγα μια κι έξω, τελείωσα μια εργασία ή έφτασα στο τέλος μιας πορείας χωρίς να κάνω καμιά διακοπή: «άρχισα το σκάλισμα του κήπου το πρωί και λίγο πριν το μεσημέρι είχα τελειώσει, γιατί το πήρα μια κι έξω || Αθήνα Θεσσαλονίκη το ’κανα σε τέσσερις ώρες, γιατί το πήγα μια κι έξω»·
- το πήρα μια κι έξω, (για αγορά προϊόντων) το πλήρωσα τοις μετρητοίς: «αγόρασα ένα πλυντήριο και το πήρα μια κι έξω»· βλ. και φρ. το πήγα μια κι έξω·
- το ρίχνω έξω, παύω να ενδιαφέρομαι για σοβαρά πράγματα ή για τη δουλειά μου, αποβάλλω κάθε κακή σκέψη που με βασανίζει και επιδίδομαι στις διασκεδάσεις: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο συνεργάτης του στα καλά καθούμενα από καρδιακό, πανικοβλήθηκε ο καημένος, γι’ αυτό το ’ριξε έξω και δε στενοχωριέται για τίποτα». (Τραγούδι: όταν ακούς τα ταμ τα μέσ’ στο μπαγιό να χτυπούν οι στενοχώριες σου όλες φεύγουν και περνούν. Έρως κρασί και χορός αυτά είν’ όλη η ζωή, γι’ αυτό ας το ρίξουμε έξω μέχρι το πρωί
- τον βγάζω έξω, α. του κάνω έξωση: «αυτό το μήνα τον βγάζει έξω, γιατί θα χρειαστεί το διαμέρισμα για την κόρη του που παντρεύεται». β. τον αποβάλλω, ιδίως από έναν κλειστό χώρο: «επειδή έκανε φασαρία, ο καθηγητής τον έβγαλε έξω απ’ την τάξη». γ. (γενικά) αποβάλλω κάποιον από μια ομάδα, δεν υπολογίζω στη συμμετοχή του, τον αποκλείω: «επειδή ήταν ντεφορμέ, ο προπονητής τον έβγαλε έξω απ’ την αποστολή». δ. τον αποφυλακίζω: «πότε τον έβγαλαν έξω;»·
- τον βγάζω έξω απ’ το παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- τον έχω στα μέσα και στα έξω, βλ. λ. μέσα·
- τον κάνω έξω φρενών, βλ. λ. φρένες·
- τον ξέρω (τον γνωρίζω, τον έμαθα) απ’ έξω κι ανακατωτά, βλ. λ. ανακατωτά·
- τον πετώ έξω, του κάνω βίαια έξωση και γενικά τον διώχνω βίαια από ένα κλειστό χώρο: «επειδή του χρωστούσε οχτώ νοίκια, τον πέταξε έξω || επειδή έκανε φασαρία, ο καθηγητής τον έπιασε απ’ τ’ αφτί και τον πέταξε έξω»·
- τον ρίχνω έξω, τον καταστρέφω οικονομικά, τον χρεοκοπώ: «ο διαχειριστής που είχε προσλάβει, βγήκε μεγάλη μάρκα και τον έριξε έξω τον άνθρωπο»·
- του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. κώλος·
- του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. πάτος·
- του τα ’πα έξω απ’ τα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- τους βγάζω έξω, (για οικογένειες) δε δέχομαι την ανανέωση του μισθωτηρίου συμβολαίου για το σπίτι που τους νοικιάζω: «τους βγάζω έξω απ’ το διαμέρισμα, γιατί παντρεύω την κόρη μου και θα μείνει η ίδια με τον άντρα της»·
- τους πετώ έξω, (για οικογένειες) με κάποιο ένδικο μέσο διακόπτω το μισθωτήριο συμβόλαιο για το σπίτι που τους νοικιάζω: «είχαν να με πληρώσουν νοίκια πέντε μηνών, οπότε κι εγώ τους πέταξα έξω»·
- τρώω έξω, τρώω στο εστιατόριο: «επειδή είμαι εργένης τρώω έξω»·
- φεύγω έξω, πηγαίνω στο εξωτερικό: «δεν πρέπει να ξεχάσω το διαβατήριο μου, γιατί το βράδυ φεύγω έξω με τ’ αεροπλάνο»·
- φτύσ’ τα έξω; βλ. λ. φτύνω.

επιούσιος

επιούσιος, ο, ουσ. [<μτγν. ἐπιούσιος], το καθημερινό ψωμί και, κατ’ επέκταση, η εντελώς απαραίτητη τροφή για τη διαβίωση του ανθρώπου: «δουλεύει σαν σκυλί για τον επιούσιο». (Λαϊκό τραγούδι: δε ζητάω Παναγιά μου να με κάνεις πλούσιο, να ’χω μόνο την υγειά μου και τον επιούσιο
- βγάζω τον άρτον τον επιούσιον, βλ. λ. άρτος·
- βγάζω τον επιούσιο, βλ. φρ. βγαίνει ο επιούσιος·
- βγαίνει ο άρτος ο επιούσιος, βλ. λ. άρτος·
- βγαίνει ο επιούσιος, εξοικονομώ τα απαραίτητα που χρειάζομαι για να ζήσω, εξοικονομώ την καθημερινή μου τροφή: «δε με νοιάζουν τα πλούτη, αρκεί να ’μαι γερός και να βγαίνει ο επιούσιο». Για συνών. βλ. φρ. βγαίνει το καρβέλι, λ. καρβέλι·
- ο άρτος ο επιούσιος, βλ. λ. άρτος· 
- τρέχω για τον επιούσιο, αγωνίζομαι για το καθημερινό φαγητό μου και, κατ’ επέκταση, ζω φτωχικά: «έχει ολόκληρη οικογένεια και κάθε μέρα τρέχει για τον επιούσιο». Για συνών. βλ. φρ. τρέχω για το καρβέλι, λ. καρβέλι.

εργοστάσιο

εργοστάσιο, το, ουσ. [<έργο + κατάλ. -στάσιο], το εργοστάσιο· λέγεται αρνητικά, ιδίως στην πολιτική, για σύστημα ή οργανισμό που παράγει μαζικά κάτι χωρίς σοβαρή επεξεργασία: «η Βουλή έχει γίνει εργοστάσιο νόμων και τροπολογιών». Υποκορ. εργοστασιάκι, το (βλ. λ.)·
- έναν (μία) έβγαλε το εργοστάσιο κι έκλεισε, (για πρόσωπα ή πράγματα) είναι μοναδικός σε ομορφιά ή ικανότητα να κάνει κάτι, ή είναι μοναδικό ως κατασκευή: «έχει έναν γιο, που έναν έβγαλε το εργοστάσιο κι έκλεισε || είναι σπουδαίος μηχανικός, έναν έβγαλε το εργοστάσιο κι έκλεισε ||  είναι τέτοια αυτοκινητάρα, που μία έβγαλε το εργοστάσιο κι έκλεισε». Λέγεται και με αρνητική διάθεση. Συνών. μόλις βγήκε, ο Θεός έσπασε το καλούπι. 

έρμος

έρμος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. έρημος]. 1. που είναι μόνος, εγκαταλελειμμένος: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, ζει έρμος, γιατί δεν είχαν παιδιά». (Λαϊκό τραγούδι: στου γιαλού τα βοτσαλάκια κάθονται δυο καβουράκια, έρμα παραπονεμένα κι όλο κλαίνε τα καημένα). 2. εκφράζει συμπάθεια για πονεμένο, για δυστυχισμένο άτομο ή για κάτι που προξενεί πόνο: «βρε, τον έρμο, είχε τα βάσανα και του ’ρθαν κι άλλα!»· βλ. και λ. έρημος·
- ο φόβος φυλάει τα έρμα, βλ. λ. φόβος·
- τι έχουν τα έρμα και ψοφάν; Με τον ήλιο τα βγάζω με τον ήλιο τα μπάζω, βλ. λ. ήλιος.

εσώψυχα

εσώψυχα, τα, ουσ. [πλ. ουδ. του επιθ. εσώψυχος], ιδίως εύχρ. στη φρ. βγάζω τα εσώψυχά μου, εκδηλώνω, ιδίως με λόγια, όλα όσα κρατούσα θαμμένα, θετικά ή αρνητικά, βαθιά στην ψυχή μου: «της εκμυστηρεύτηκα τον έρωτά μου, και μπρος στα έκπληκτα μάτια της έβγαλα τα εσώψυχά μου, που τόσο καιρό ήθελα να της εκμυστηρευτώ || του ’χα τέτοιο μίσος του παλιοκερατά, που, μόλις τον συνάντησα, έβγαλα τα εσώψυχά μου και ηρέμησα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το όλα.

ζευγάρωμα

ζευγάρωμα, το, ουσ. [<ζευγαρώνω], το ζευγάρωμα. 1α. το συνταίριασμα, το σμίξιμο  ενός άντρα και μιας γυναίκας, ώστε να αποτελέσουν ζευγάρι: «όλοι χαρήκαμε με το ζευγάρωμα αυτών των δυο παιδιών». β. η ερωτική σχέση του ζευγαριού: «απ’ τη μέρα που τα ’φτιαξε με την τάδε, έχει το μυαλό του συνέχεια στο ζευγάρωμα». 2. (για ζώα) η πράξη για την αναπαραγωγή τους: «έχει πάει τη σκυλίτσα του για ζευγάρωμα»·
- βιαστικό ζευγάρωμα τρελό παιδί θα βγάλει, οτιδήποτε γίνεται βιαστικά, βγαίνει ελαττωματικό, με προβλήματα: «μην κάνεις βιαστική δουλειά, γιατί βιαστικό ζευγάρωμα τρελό παιδί θα βγάλει». Συνών. η σκύλα από τη βιάση της στραβά κουτάβια κάνει / όποιος βιάζεται, σκοντάφτει / όσο βιάζεται η γριά, τόσο κόβεται η κλωστή.

ζωή

ζωή, η, ουσ. [<αρχ. ζωή], η ζωή. 1. το σύνολο των γεγονότων που συμβαίνουν από τη γέννηση ως το θάνατο, ο τρόπος με τον οποίο περνάμε το βίο μας: «περνάει η ζωή και δεν το παίρνεις χαμπάρι || ήταν δύσκολη η ζωή στα χρόνια των παππούδων μας || με τη ζωή που έκανε, πάλι καλά που άντεξε και τόσο πολύ». 2. το περιβάλλον, οι εξωτερικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζει ο άνθρωπος ή ένας ζωντανός οργανισμός: «η ζωή στην Αθήνα έχει γίνει αφόρητη || προτιμώ τη ζωή στο χωριό || η ζωή του λυκόσκυλου σε διαμέρισμα είναι πολύ δύσκολη». 3. η ζωντάνια, η ζωτικότητα: «αυτός ο άνθρωπος είναι όλος ζωή και δύναμη». 4. η διάρκεια ενός αντικειμένου, ενός γεγονότος, μιας κατάστασης, η οντότητα μιας αφηρημένης έννοιας: «η λογοτεχνική ζωή του τόπου || η ζωή της επιχείρησης εξαρτάται από τη σωστή διαχείριση του κεφαλαίου». Υποκορ. ζωίτσα κ. ζωούλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 229 φρ.)·
- αγάπες και λουλούδια, ζωή παραμυθένια, βλ. λ. αγάπη·
- άδεια ζωή, ζωή χωρίς σκοπό, χωρίς ενδιαφέροντα: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, είναι άδεια η ζωή του»·
- ακούω τα μπινελίκια της ζωής μου, βλ. λ. μπινελίκι·
- ακούω τα πουστριλίκια της ζωής μου, βλ. λ. πουστριλίκι·
- αλλάζω ζωή, μεταβάλλω τη ζωή μου προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο: «ήταν πολύ αλήτης, αλλά, απ’ τη μέρα που γνώρισε αυτή τη γυναίκα, άλλαξε ζωή και συμμαζεύτηκε || ήταν απ’ τα καλύτερα παιδιά, αλλά, απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα ναρκωτικά, άλλαξε ζωή και καταστράφηκε». (Τραγούδι: με τι χαρά με τι πνοή τι πόθους και τι πάθος πήραμε τη ζωή μας. λάθος. Κι αλλάξαμε ζωή // αυτός που μου ’χε υποσχεθεί πως θα μ’ αλλάξει τη ζωή κι αυτός δεν είχε μες στα στήθια του ψυχή (Λαϊκό τραγούδι))·
- αν δεν παντρέψεις κόρη κι αν δε χτίσεις σπίτι, δεν ξέρεις τη ζωή, από το ότι και στις δυο αυτές περιπτώσεις βγαίνουν τόσα απρόβλεπτα έξοδα, που πολλές φορές, φέρνουν σε μεγάλη απόγνωση αυτόν που τις έχει αναλάβει·
- αρπάζω τη ζωή απ’ τα μαλλιά, αντιμετωπίζω δυναμικά, αποφασιστικά τη ζωή μου, ιδίως όταν αντιμετωπίζω δυσκολίες: «αν δεν άρπαζε τη ζωή απ’ τα μαλλιά μετά τη χρεοκοπία του, τώρα θα ήταν στα θυμαράκια»·
- άστατη ζωή, ζωή με ασυλλόγιστες νυχτερινές διασκεδάσεις ή με ασταθείς ερωτικούς δεσμούς: «η άστατη ζωή έχει ως αποτέλεσμα την καταστροφή του ατόμου». (Λαϊκό τραγούδι: είν’ η ζωή μου άστατη,μ’ αρέσει η ελευθερία, σαν τους τσιγγάνους που δε ζουν στην ίδια πολιτεία
- αυτά έχει η ζωή, δηλώνει την άσχημη πλευρά της ζωής, τις αδικίες που γίνονται στη ζωή, χωρίς να μπορεί κανείς να επέμβει: «τόσο όμορφο παλικάρι και να είναι κουτσό! -Αυτά έχει η ζωή || ο ένας χέζεται στο τάλιρο κι ο άλλος δίπλα του δεν έχει να φάει! -Αυτά έχει η ζωή!». (Λαϊκό τραγούδι: στην ερημιά μου, φτωχή καρδιά μου, κράτα γερά κι εσύ με αναμνήσεις τώρα θα ζήσεις, αυτά έχει η ζωή)· βλ. και φρ. έτσι είναι η ζωή·
- αφαιρώ τη ζωή (κάποιου), τον σκοτώνω: «δεν έχει κανείς το δικαίωμα να αφαιρεί τη ζωή του άλλου || η αφαίρεση της ζωής κάποιου είναι κακουργηματική πράξη»·
- αφήνω τη ζωή, πεθαίνω: «άφησε τη ζωή σε βαθιά γεράματα». (Λαϊκό τραγούδι: έφτασε η κακιά στιγμή, για πάντα να σωπάσω, μα πριν ν’ αφήσω τη ζωή,μπουζούκι θα σε σπάσω
- βάζω στοίχημα τη ζωή μου ή βάζω στοίχημα την ίδια μου τη ζωή, βλ. φρ. στοιχηματίζω τη ζωή μου·
- βάζω τη ζωή μου ή βάζω την ίδια μου τη ζωή, είμαι τόσο σίγουρος για κάτι, που στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή: «βάζω τη ζωή μου πως αυτός μας κάρφωσε στην Ασφάλεια»·
- βαρέθηκα τη ζωή μου! έκφραση απηυδισμένου ατόμου από την κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του: «απ’ το ένα στραβό στ’ άλλο, απ’ τη μια ατυχία στην άλλη, βαρέθηκα τη ζωή μου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το μα το Θεό·
- βγαίνω στη ζωή, μπαίνω στη βιοπάλη: «έμεινε ορφανός στην παιδική ηλικία, γι’ αυτό βγήκε νωρίς στη ζωή»·
- βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, είναι ετοιμοθάνατος ή είναι στα πρόθυρα μεγάλης οικονομικής καταστροφής:  «είναι μια βδομάδα τώρα που βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο οι γιατροί || μην πας να του ζητήσεις δανεικά, γιατί βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου»·
- βρίσκεται στο τέλος της ζωής του ή βρίσκεται στα τέλη της ζωής του, βλ. φρ. είναι στο τέλος της ζωής του·
- βρίσκεται στο τέρμα της ζωής του, βλ. φρ. είναι στο τέλος της ζωής του·
- βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- βρίσκω τον άντρα της ζωής μου, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- γαϊδουρινό πρόσωπο, ζωή χαρισάμενη, βλ. λ. πρόσωπο·
- γαμώ τη ζωή μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου: «γαμώ τη ζωή μου, τίποτα δεν πάει καλά στη δουλειά μου!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το ρ. γαμώ, π.χ. γαμώ τη ζωή μου γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- για ζωή και για θάνατο, βλ. συνηθέστ. για μια ζωή·
- για μια ζωή, λέγεται για αντικείμενο ή για κατάσταση που προβλέπεται να έχει μεγάλη διάρκεια, που δε θα χρειαστεί να το αλλάξουμε ή να το αναθεωρήσουμε ή που δε θα διαφοροποιηθεί όσο ζούμε: «το αγοράζεις τώρα ακριβό, αλλά θα το έχεις για μια ζωή || έχει τόσα λεφτά, που μπορεί να κάθεται χωρίς να δουλεύει για μια ζωή || η αγάπη μου για σένα θα είναι για μια ζωή»·
- για ολόκληρη ζωή, βλ. φρ. για μια ζωή·
- γλεντώ τη ζωή μου, την περνώ με γλέντια και διασκεδάσεις: «ό,τι βγάζει, τα τρώει, γιατί έχει μάθει να γλεντάει τη ζωή του. (Λαϊκό τραγούδι: άντε σαν πεθάνω τι θα πούνε, πέθανε κάποιο παιδί, πέθανε ένας λεβέντης που γλεντούσε τη ζωή
- γλυκιά ζωή, η περίφημη ντόλτσε βίτα  (βλ. λ.). (Λαϊκό τραγούδι: σε πλάνεψε η ντόλτσε βίτα, αυτή που λεν’ ζωή γλυκιά και κάθε μέρα κατεβαίνεις της κοινωνίας τα σκαλιά
- γνωρίζω τη γυναίκα της ζωής μου, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- γνωρίζω τον άντρα της ζωής μου, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- δε δείχνει σημεία ζωής ή δε δείχνει σημείο ζωής, βλ. λ. σημείο·
- δε δίνει σημεία ζωής ή δε δίνει σημείο ζωής, βλ. λ. σημείο·
- δε φτάνει μια ζωή, χρειάζεται αφάνταστα μεγάλο χρονικό διάστημα: «για να μπορέσει να ορθοποδήσει αυτή η επιχείρηση δε φτάνει μια ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: όλα τα σ’ αγαπώ, που έχουν ειπωθεί, θέλω να σου τα πω, όμως δε φτάνει μια ζωή
- δεν είναι αυτή ζωή! ή δεν είναι ζωή αυτή! έκφραση απογοήτευσης κάποιου για την κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα το Θεό·
- δεν έχει ζωή, α. (για πρόσωπα) πρόκειται να πεθάνει, είναι ετοιμοθάνατος: «οι γιατροί αποφάσισαν πως δεν έχει ζωή». β. (για μηχανήματα) είναι εντελώς φθαρμένο, οπότε θεωρείται χωρίς μέλλον: «σκέφτομαι ν’ αγοράσω καινούριο αυτοκίνητο, γιατί αυτό που έχω δεν έχει ζωή». γ. (για καταστάσεις) δεν έχει μεγάλη διάρκεια, βαδίζει προς το τέλος της: «έτσι όπως πάνε, δεν έχει ζωή η σχέση τους και σύντομα θα το διαλύσουν»·
- δεν έχει ζωή μέσα του, είναι πολύ μαλθακός, πολύ αδύναμος ή πολύ δειλός: «αφού δεν έχει ζωή μέσα του, πώς να μαλώσω μαζί του! || τρέξε, πήδησε κι εσύ μαζί με τ’ άλλα παιδιά, δεν έχεις ζωή μέσα σου;»·
- δίνω ζωή, α. δημιουργώ ζωντάνια, κέφι σε μια ομάδα ανθρώπων: «σε λίγο θα μας έπαιρνε ο ύπνος, αν δεν ερχόταν ο τάδε να δώσει ζωή στο πάρτι μας». β. (για γιατρούς) κάνω διάγνωση για παράταση ζωής σε ασθενή: «μετά την εξέταση που του ’κανε, του ’δωσε ένα χρόνο ζωή ακόμα». (Λαϊκό τραγούδι: με μια ματιά δίνεις ζωή, με μια ματιά σκοτώνεις, αν θες με ρίχνεις στη φωτιά, αν θέλεις με γλιτώνεις!
- δίνω και τη ζωή μου ή δίνω τη ζωή μου (για κάποιον ή για κάτι), α. αγαπώ υπερβολικά κάποιον: «δίνω τη ζωή μου γι’ αυτόν τον άνθρωπο». β. κουράζομαι υπερβολικά, δυσκολεύομαι υπερβολικά για να αποκτήσω κάτι: «έδωσα τη ζωή μου για να χτίσω κι εγώ ένα σπιτάκι». γ. λαχταρώ υπερβολικά να αποκτήσω κάτι: «δίνω και τη ζωή μου για να πάρω αυτό τ’ αυτοκίνητο». δ. δίνω τα πάντα, θυσιάζω, θυσιάζομαι: «δίνω τη ζωή μου για την πατρίδα». (Λαϊκό τραγούδι: θα ’δινα και τη ζωή μου ακόμα, για να σε φίλαγα, νεράιδα μου, στο στόμα
- δίνω μάχη για τη ζωή ή δίνω τη μάχη για τη ζωή, βλ. λ. μάχη·
- δίνω τη ζωή μου για την πατρίδα, θυσιάζομαι για την πατρίδα: «στο έπος της Αλβανίας πολλοί Έλληνες έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα»·
- διπλή ζωή, η εκτός από τη συνηθισμένη, από την καθημερινή και κοινωνικά αποδεκτή, που έχει κρυφές δραστηριότητες, ιδίως παράνομες ή εξωσυζυγικές: «η διπλή ζωή του ανθρώπου αργά ή γρήγορα αποκαλύπτεται». (Λαϊκό τραγούδι: μες στη ζωή μου τη διπλή ζητώ μια λύση, γιατί ’ναι άβυσσος ο δρόμος που τραβώ, είναι μαρτύριο να σ’ αγκαλιάζει άλλος και γω για άλλονε, για άλλον, λαχταρώ)· 
- δυο πόρτες έχει η ζωή, βλ. λ. πόρτα·
- έβαλε τέλος στη ζωή του, αυτοκτόνησε: επειδή δεν μπορούσε ν’ αντέξει άλλο την ντροπή, έβαλε τέλος στη ζωή του»·
- έβαλε τέρμα στη ζωή του, βλ. φρ. έβαλε τέλος στη ζωή του. (Λαϊκό τραγούδι: σε παρακαλώ απόψε την ψυχή μου βρες και κόψε, πάρε την αναπνοή μου βάλε τέρμα στη ζωή μου
- έγινε η ζωή μου κόλαση, βλ. φρ. έγινε η ζωή μου μαύρη·
- έγινε η ζωή μου μαρτύριο, βλ. φρ. έγινε η ζωή μου μαύρη·
- έγινε η ζωή μου μαύρη, υποφέρω τα πάνδεινα: «απ’ τη μέρα που έπεσαν έξω οι δουλειές μου, έγινε η ζωή μου μαύρη»·
- έδωσε τέλος στη ζωή του, βλ. φρ. έβαλε τέλος στη ζωή του·
- έδωσε τέρμα στη ζωή του, βλ. φρ. έβαλε τέλος στη ζωή του·
- είδα τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου, διέτρεξα στιγμιαία θανάσιμο κίνδυνο: «ήταν τόσο σφοδρή η τράκα, που είδα τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου». Από το ότι έχει αναφερθεί πως, όταν κάποιος αντιμετωπίζει στιγμιαία θανάσιμο κίνδυνο, βλέπει να ξετυλίγεται με κινηματογραφική ταχύτητα μπροστά στα μάτια του όλη του η ζωή·
- είδα το φως της ζωής, βλ. λ. φως·
- είναι γεμάτος ζωή, έχει ζωντάνια, δύναμη, ενεργητικότητα: «παρόλη την ηλικία του είναι γεμάτος ζωή»·
- είναι για δέκα ζωές (κάτι), α. είναι άφθονο, υπάρχει άφθονο: «το χρήμα που έχει αυτός ο άνθρωπος, είναι για δέκα ζωές». β. (για πράγματα ή μηχανήματα) είναι πάρα πολύ ανθεκτικό, είναι κατάγερο: «έκανα μια βιβλιοθήκη από μαόνι για δέκα ζωές || αγόρασα ένα μοτέρ για να τραβάει νερό, που είναι για δέκα ζωές»·
- είναι έργο ζωής, βλ. λ. έργο·
- είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου ή είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, βλ. λ. ζήτημα·
- είναι η ζωή μου (κάποιος ή κάτι), αποτελεί ό,τι το πολυτιμότερο έχω: «αυτή η γυναίκα είναι η ζωή μου || αυτή η επιχείρηση είναι η ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι η ζωή μου,η αναπνοή μου, μ’ άναψες φωτιά μέσα στην καρδιά, δεν αντέχω πια
- είναι μεταξύ ζωής και θανάτου, βλ. φρ. βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου·
- είναι όλος ζωή, βλ. φρ. είναι γεμάτος ζωή·
- είναι στο τέλος της ζωής του ή είναι στα τέλη της ζωής του, είναι ετοιμοθάνατος: «οι γιατροί πληροφόρησαν τους συγγενείς του αρρώστου πως είναι στο τέλος της ζωής του»·
- είναι στο τέρμα της ζωής του, βλ. φρ. είναι στο τέλος της ζωής του·
- εμείς γι’ αλλού πηγαίναμε κι αλλού η ζωή μας πάει, τα πράγματα στη ζωή μας δεν έρχονται πάντα όπως τα σχεδιάζουμε, όπως τα υπολογίζουμε: «όταν μπλέχτηκα με το εμπόριο είχα μεγάλα όνειρα, αλλά εμείς γι’ αλλού πηγαίναμε κι αλλού η ζωή μας πάει, γιατί δεν κατάφερα να προκόψω»·
- έπιασε το νόημα της ζωής, βλ. λ. νόημα·
- έρχομαι στη ζωή, γεννιέμαι: «κάθε λεπτό που περνάει, έρχεται στη ζωή κι ένα παιδί»·
- έτσι είναι η ζωή, αυτή είναι συνήθως η κατάσταση, αυτή είναι συνήθως η πραγματικότητα και δεν μπορούμε να την αλλάξουμε: «απ’ τη στιγμή που έτσι είναι η ζωή, δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι είν’ η ζωή και πως να την αλλάξεις, άλλος κλαίει κι άλλος γελάει δηλαδή)· βλ. και φρ. αυτά έχει η ζωή·
- εφ’ όρου ζωής, βλ. φρ. για μια ζωή· βλ. και λ. όρος·
- έφαγε τη ζωή με το κουτάλι, α. είναι πολύπειρος λόγω των πολλών δοκιμασιών που πέρασε στη ζωή του: «βρίσκει πάντα τον τρόπο να ξεπερνάει τις δυσκολίες που του τυχαίνουν, γιατί είναι άνθρωπος που έφαγε τη ζωή με το κουτάλι». β. γνώρισε όλες τις απολαύσεις της ζωής, ιδίως τις υλικές: «είναι μπουχτισμένος από γλέντια και διασκεδάσεις, γιατί έφαγε τη ζωή με το κουτάλι»·
- έφαγε τη ζωή του, α. την ανάλωσε για κάποιο σκοπό: «έφαγε τη ζωή του για να σπουδάσει αυτά τα παιδιά». β. την έζησε τζάμπα, ανώφελα, την κατάστρεψε: «έφαγε τη ζωή της κοντά του, γιατί αποδείχτηκε μεγάλο κάθαρμα»· 
- έφαγε το ξύλο της ζωής του, βλ. λ. ξύλο·
- έφεραν στη ζωή, (για ζευγάρια) δημιούργησαν ζωή, γέννησαν: «λίγο καιρό μετά το γάμο τους έφεραν στη ζωή ένα όμορφο κοριτσάκι». (Λαϊκό τραγούδι: κι όμως κανέναν δε μισώ για ό,τι κι αν μου κάνουν, άλλοι με φέραν στη ζωή κι άλλοι θα με πεθάνουν)· βλ. και φρ. φέρνω στη ζωή·  
- έχασε τη ζωή του, πέθανε, ιδίως σκοτώθηκε: «έχασε τη ζωή του σ’ ένα τροχαίο δυστύχημα || έχασε τη ζωή του στον πόλεμο»·
- έχει διπλή ζωή, βλ. φρ. κάνει διπλή ζωή·
- έχει η ζωή γυρίσματα, α. τίποτα δε διαρκεί μόνιμα, τα δεδομένα μιας κατάστασης διαφοροποιούνται κατά τη διάρκεια της ζωής: «τώρα που είσαι πλούσιος να ρίχνεις κι από καμιά ματιά στους φτωχούς, γιατί έχει η ζωή γυρίσματα». β. λέγεται και ως απειλή από άτομο που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση και δεν μπορεί να ενεργήσει δυναμικά εναντίον κάποιου, αλλά τον προειδοποιεί πως μόλις αποκτήσει τη δύναμη, τη δυνατότητα, θα του συμπεριφερθεί ανάλογα». (Λαϊκό τραγούδι: έχει η ζωή γυρίσματα, έχει και μονοπάτια, γκρεμίζουν φτωχοκάλυβα και χτίζονται παλάτια!). Συνών. έχει ο καιρός γυρίσματα·
- έχω πείρα της ζωής, βλ. λ. πείρα·
- ζει διπλή ζωή, βλ. φρ. κάνει διπλή ζωή·
- ζει σκυλίσια ζωή, βλ. φρ. κάνει σκυλίσια ζωή·
- ζει τη ζωή του ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- ζω ζωή ανθρωπινή, βλ. φρ. κάνω ζωή ανθρωπινή·
- ζω ζωή παραμυθένια, ζω μέσα σε πλούτο που ξεπερνά την πραγματικότητα: «είναι από πολύ πλούσιο σόι κι από μικρός ζει ζωή παραμυθένια»·
- ζω ζωή χαρισάμενη, βλ. φρ. περνώ ζωή χαρισάμενη·
- ζω ζωή χρυσή, ζω πάρα πολύ ευχάριστα και πλούσια, ζω μέσα στην ευτυχία: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, ζει ζωή χρυσή». (Τραγούδι: καθ’ ένας το ξέρει σε κείνα τα μέρη πως τρεις καμπαλέρος ζωή ζουν χρυσή
- ζω τη ζωή μου, την περνώ με γλέντια και διασκεδάσεις χωρίς να υπολογίζω τα έξοδα: «κάποτε δούλευε σαν το σκυλί, αλλά απ’ τη μέρα που τα κονόμησε, ζει τη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: ζήσε τη ζωή σου ζήσε και κορόιδο σαν τους άλλους να μην είσαι
- ζωή ανθρωπινή, αυτή που ζει κανείς καλά και χωρίς οικονομικές ή άλλες δυσκολίες: «χωρίς παράδες, δεν μπορεί να ζήσει κανείς ζωή ανθρωπινή»·
- ζωή είν’ αυτή! βλ. φρ. ζωή κι αυτή! (α)·
- ζωή είν’ αυτή Ζωίτσα μου ή θάνατος Θανάση μου! επιφωνηματική έκφραση που δηλώνει μεγάλη απελπισία για τις δυσκολίες που παρουσιάζει η ζωή, όπου παράλληλα γίνεται και λογοπαίγνιο ανάμεσα στις λ. ζωή και Ζωίτσα (υποκορ. του κυρίου ονόματος Ζωή) και στις λ. θάνατος και Θανάσης (κύριο όνομα)·
- ζωή κι αυτή! α. επιφωνηματική έκφραση που δηλώνει την απογοήτευσή μας για τη ζωή, γιατί μας παρουσιάζεται συνεχώς με δυσκολίες: «απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ σκοτώνεται στη δουλειά. -Ζωή κι αυτή!». β. λέγεται και με θαυμαστική διάθεση και με κάποια διάθεση ζήλιας για τη ζωή κάποιου που είναι γεμάτη από ανέσεις και πλούτη: «γεννήθηκε και μεγάλωσε στα πούπουλα. -Ζωή κι αυτή!»·
- ζωή μου! χαϊδευτική προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο που δηλώνει αγάπη, στοργή, τρυφερότητα ή πόθο: «τι έχεις, ζωή μου, κι είσαι στενοχωρημένο! || πού θέλεις να σε πάω, ζωή μου, διακοπές το καλοκαίρι!»·
- ζωή να ’χεις! α. δίνεται ως ευχή σε άτομο που μας βοήθησε ή μας εξυπηρέτησε. β. λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που περιμένει να του δοθεί κάτι ή να εξυπηρετηθεί από κάποιον, ιδίως κρατικό οργανισμό, και έχει την έννοια πως θα περιμένει πάρα πολύ: «περιμένω τη νομιμοποίηση του αυθαίρετου που έχω στη Χαλκιδική. -Ζωή να ’χεις!»·
- ζωή παραμυθένια, που η ευτυχία και ο πλούτος της ξεπερνούν την πραγματικότητα: «από μικρός λαχταρούσε μια ζωή παραμυθένια, αλλά πέθανε φτωχός και δυστυχισμένος»·
- ζωή σε λόγου μας! ευχή για μακροημέρευση που ανταλλάσσουν μεταξύ τους όσοι παρευρίσκονται σε μια κηδεία. (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, ζωή σε λόγου μας, πάει κι ο Θοδωρής, είναι γιατί το έκοψε κι απ’ την ταβέρνα ξέκοψε, τον χάσαμε νωρίς
- ζωή σε λόγου σας! ευχή για μακροημέρευση σε στενούς συγγενείς εκλιπόντος·
- ζωή σε μας! βλ. φρ. ζωή σε λόγου μας(!)·
- ζωή σε σας! βλ. φρ. ζωή σε λόγου σας(!)·
- ζωή στα κατσικομούλαρά μας! λέγεται ειρωνικά για κάτι που συνέβη και δε μας προκαλεί την παραμικρή έκπληξη ή για κάτι που συνέβη και πιστεύουμε πως καλώς συνέβη. (Λαϊκό τραγούδι: ζωή στα κατσικομούλαρά μας,πέθανε ο Θύμιος, συμφορά μας. Μας άφησε γεια το δειλινό εκατόν δώδεκα χρονώ).
- ζωή της ζωής μου! προσφώνηση με την οποία δείχνουμε την απέραντη αγάπη, την απέραντη λατρεία στον ερωτικό μας σύντροφο. (Λαϊκό τραγούδι: φιλί μου, κορμί μου, ψυχή μου, φωτιά μου κι αγρύπνια μου, ζωή της ζωής μου, καρδιά μου, τρελά καρδιοχτύπια μου
- ζωή χαρισάμενη, ζωή ευχάριστη, χαρούμενη, χωρίς έγνοιες και σκοτούρες: «από μικρός λαχταρούσα μια ζωή χαρισάμενη, αλλά αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς μας ήρθανε». Από την καταληκτική φρ. του Αναστάσιμου Ύμνου ζωή χαρισάμενος, που ο απλός λαός, συσχέτισε με τη χαρά·
- ζωή χρυσή, ζωή πλούσια, ευτυχισμένη: «όλοι λαχταρούν μια χρυσή ζωή, πόσοι όμως μπορούν και τη ζουν!». (Λαϊκό τραγούδι: με ζουρνάδες και νταούλια και καλό κρασί κι όμορφα κορίτσια θέλω, να ζωή χρυσή)· 
- ζωή χωρίς χιούμορ, θάλασσα χωρίς αλάτι, είναι απαραίτητο να βλέπουμε και την ευχάριστη πλευρά της ζωής: «ελάτε να το ρίξουμε έξω, ελάτε να γελάσουμε, γιατί ζωή χωρίς χιούμορ, θάλασσα χωρίς αλάτι». Πρβλ.: βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος
- η αιώνια ζωή, η μεταθανάτιος ζωή, ιδίως στον Παράδεισο, ως απολαβή των ενάρετων ανθρώπων: «όσο ζούσε, όλη του η προσπάθεια ήταν να κερδίσει την αιώνια ζωή»·
- η άλλη ζωή, α. η μετά θάνατον ζωή, ο θάνατος. (Λαϊκό τραγούδι: στου κάτω κόσμου τα σκαλιά και στη ζωή την άλλη, θα σε γυρεύω να σε βρω να σ’ αγαπήσω πάλι). β. σύμφωνα με τις θεωρίες περί μετεμψύχωσης, το προηγούμενο στάδιο ζωής, όπου η ψυχή μας κατοικούσε σε άλλο σώμα ή και βρισκόταν σε άλλη έμβρυα κατάσταση: «εγώ στην άλλη ζωή θα πρέπει να ήμουν πρόβατο, γι’ αυτό είμαι τόσο θύμα»·
- η άνοιξη της ζωής, βλ. λ. άνοιξη·
- η αρένα της ζωής, βλ. λ. αρένα·
- η γραμμή της ζωής, βλ. λ. γραμμή·
- η εδώ ζωή, η ζωή που τώρα ζούμε, η επίγεια ζωή: «όλες οι αδικίες πληρώνονται στην εδώ ζωή»·
- η ζωή δεν είναι όνειρο, η ζωή είναι σκληρή, δύσκολη: «πρέπει να δουλέψεις σκληρά για να προκόψεις, γιατί η ζωή δεν είναι όνειρο». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είναι όνειρο η ζωή, δεν είναι πανηγύρι. Απόψε που χωρίζουμε, είναι πικρό ποτήρι
- η ζωή είναι αλλού, α. άλλο είναι το νόημα της ζωής, αλλού βρίσκεται η ομορφιά της ζωής: «σκοτώνεσαι βλάκα μέρα νύχτα στη δουλειά, ενώ η ζωή είναι αλλού: γλέντια, ξενύχτια, γυναίκες, έι, ξύπνα!». β. το νόημα της ζωής βρίσκεται σε κάτι άλλο σοβαρότερο, ουσιαστικότερο: «άσε τα γλέντια και τα ξενύχτια, γιατί η ζωή είναι αλλού: η δημιουργία, η προσφορά στην κοινωνία, η οικογένεια!»·
- η ζωή είναι ένα αγγούρι. Άλλος το τρώει και ζορίζεται κι άλλος το τρώει και δροσίζεται, η ζωή για άλλους είναι δύσκολη και για άλλους εύκολη, άλλος υποφέρει και άλλος βρίσκει τον τρόπο να περνάει ευχάριστα. Η λέξη αγγούρι με την οποία παραλληλίζεται η ζωή επιδέχεται δυο ερμηνείες. Σύμφωνα με την πρώτη, το αγγούρι εκλαμβάνεται με την πρώτη του έννοια, ως κηπευτικό, που άλλοι, όταν το τρώνε, νιώθουν δυσφορία στο στομάχι και άλλοι νιώθουν ευχαρίστηση από τη δροσιά του· με τη δεύτερη ερμηνεία, αγγούρι θεωρείται το πέος, και σημαίνει πως άλλοι, όταν υφίστανται τη σεξουαλική πράξη, υποφέρουν από τον πόνο και άλλοι την ευχαριστιούνται. Βέβαια, κάποιος άλλος μπορεί να δώσει άλλες ερμηνείες· βλ. και φρ. ο κόσμος είναι μια σκάλα. Άλλοι την ανεβαίνουν κι άλλοι την κατεβαίνουν, λ. κόσμος·
- η ζωή κυλάει σαν νεράκι ή η ζωή κυλάει σαν το νεράκι, η ζωή φεύγει πολύ γρήγορα, χωρίς να το καταλάβουμε: «προσπάθησε να δημιουργήσεις κάτι τώρα που είσαι νέος, γιατί η ζωή κυλάει σαν νεράκι και κάποια μέρα θα ξυπνήσεις γέρος χωρίς να το καταλάβεις». (Λαϊκό τραγούδι: η ζωή κυλάει σαν το νεράκι όπου μπαίνει μες τ’ αυλάκι. Και κυλάει, και κυλάει πίσω δεν ξαναγυρνάει)· 
- η ζωή μου κρέμεται από μια κλωστή ή η ζωή μου κρέμεται σε μια κλωστή, κινδυνεύει άμεσα: «αν δεν κάνω την εγχείρηση που μου υπέδειξαν οι γιατροί, η ζωή μου κρέμεται από μια κλωστή»·
- η ζωή μου κρέμεται από μια τρίχα ή η ζωή μου κρέμεται σε μια τρίχα, βλ. φρ. η ζωή μου κρέμεται από μια κλωστή·
- η ζωή μου χαμογελάει ή μου χαμογελάει η ζωή, οι δουλειές μου, οι υποθέσεις στη ζωή μου, μου έρχονται ευνοϊκά: «τον τελευταίο καιρό είμαι πολύ ικανοποιημένος, γιατί η ζωή μου χαμογελάει»·
- η ζωή να περνά, έκφραση που δηλώνει παθητικότητα ή αδιαφορία για τον τρόπο με την οποίο ζει κανείς τη ζωή του, έκφραση που δηλώνει παθητικότητα για την καθημερινότητά κάποιου. (Λαϊκό τραγούδι: αυτά, κατά τ’ άλλα καλά, αυτά, η ζωή να περνά
- η ζωή σου ο θάνατός μου ή ο θάνατός σου η ζωή μου, έκφραση που δηλώνει τη σκληρή ανταγωνιστική στάση ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας, δεν υπάρχει μεσαία λύση, ο ένας πρέπει να κερδίσει και ο άλλος να χάσει, η δική μου επιτυχία προϋποθέτει ή συνεπάγεται τη δική σου αποτυχία: «στις εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο δεν αντιγράφει κανείς, γιατί εκεί είναι ο θάνατος σου η ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: η ζωή σου ο θάνατός μου, μέσα στην ψευτιά του κόσμου // ο θάνατός σου η ζωή μου συναντούσα, βασανιζόμουνα, εδάκρυζα, πονούσα, γιατί οι άνθρωποι σαν λύκοι καρτερούν
- η μεγάλη ζωή, η πλούσια σε υλικές απολαύσεις: «πολλοί λαχταρούν τη μεγάλη ζωή, λίγοι όμως μπορούν να τη ζήσουν»·
- η μέλλουσα ζωή, βλ. φρ. η άλλη ζωή·
- θα πάθεις την πλάκα της ζωής σου, βλ. λ. πλάκα·
- θερίζω ζωές, α. μακελεύω, εξολοθρεύω: «ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος θέρισε πολλές ζωές». β. (για επιδημικές νόσους) εξοντώνω μαζικά: «ο λοιμός θέρισε πολλές ζωές»·
- θυσιάζω τη ζωή μου, προσφέρω τη ζωή μου, σκοτώνομαι, ιδίως για κάποιο σκοπό, για κάποια ιδέα: «πολλά παλικάρια θυσίασαν τη ζωή τους για την πατρίδα»·
- καλή ζωή, κακιά διαθήκη, λέγεται σαν υπενθύμιση σε αυτούς που ξοδεύουν τα λεφτά τους σε γλέντια και διασκεδάσεις, χωρίς να νοιάζονται για τα γεράματά τους, ή για το αν θα αφήσουν κάποια περιουσία στους απογόνους τους·
- κάνει διπλή ζωή, εκτός από τη συνηθισμένη, την καθημερινή ζωή που είναι κοινωνικά αποδεκτή, έχει και κρυφές δραστηριότητες, ιδίως παράνομες ή εξωσυζυγικές: «ήταν ένας άνθρωπος αξιοσέβαστος και πέσαμε όλοι απ’ τα σύννεφα, όταν μάθαμε πως κάνει διπλή ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: αφού σου άρεσε διπλή ζωή να κάνεις, να καείς, να γίνεις στάχτη, να πεθάνεις!
- κάνει κλειστή ζωή, ζει αποτραβηγμένος από την κοινωνία, από την επικαιρότητα: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, κάνει κλειστή ζωή»·
- κάνει τρελή ζωή, ζει πολύ άστατα: «απ’ τη μέρα που χώρισε, κάνει τρελή ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: αν πεθάνω, από σένα θα πεθάνω κι αν θα σβήσω απ’ τον καημό μου θα χαθώ! Γιατί άρχισα τρελή ζωή να κάνω και στο δρόμο μου στραβά να περπατώ!
- κάνω άστατη ζωή, ζω με ασυλλόγιστες νυχτερινές διασκεδάσεις ή με ασταθείς ερωτικούς δεσμούς: «δεν τον θέλει κανένας για γαμπρό του, γιατί κάνει άστατη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν κάνω άστατη ζωή, δικός μου είναι λογαριασμός
- κάνω ζωή ανθρωπινή, βλ. φρ. ζω ανθρωπινά·
- κάνω ζωή παραμυθένια, βλ. φρ. περνώ ζωή παραμυθένια·
- κάνω ζωή χαρισάμενη, βλ. φρ. περνώ ζωή χαρισάμενη·
- κάνω ζωή χρυσή, βλ. φρ. περνώ ζωή χρυσή·
- κάνω μαύρη ζωή, ζω με μεγάλα βάσανα, δυσκολίες, πίκρες, ταλαιπωρίες, φτώχεια και δυστυχία: «με πιάνει το παράπονο, γιατί όλοι χαίρονται τη ζωή τους και μόνο εγώ κάνω μαύρη ζωή». (Δημοτικό τραγούδι: μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες! Ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε ολημερίς στον πόλεμο τη νύχτα καραούλι
- κάνω σκυλίσια ζωή, ζω σε απάνθρωπες συνθήκες, ζω με στερήσεις και βάσανα, υποφέρω αφάνταστα: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, κάνει σκυλίσια ζωή». Από την εικόνα του σκύλου, που δεν έχει αφεντικό και ως εκ τούτου δεν έχει μόνιμη κατοικία και εξασφαλισμένη τροφή και περιφέρεται χειμώνα καλοκαίρι στους δρόμους·
- κάνω τη ζωή μου, βλ. φρ. ζω τη ζωή μου·
- κάνω τη μεγάλη ζωή, ζω μέσα σε πλούτο και σε υλικές απολαύσεις: «κάποτε έκανε τη μεγάλη ζωή, ώσπου ξεκοκάλισε την περιουσία που βρήκε απ’ τον πατέρα του, και τώρα κάνει τράκες απ’ τον έναν και τον άλλον»·
- κερδίζω τη ζωή μου, πορίζομαι τα μέσα για τη συντήρησή μου: «έχω μάθει να κερδίζω τη ζωή μου κάνοντας ένα σωρό δουλειές»·
- κι ύστερα σου λένε σκυλίσια ζωή! στερεότυπη έκφραση, όταν βλέπουμε ή ακούμε ότι κάποιος φροντίζει υπέρμετρα το σκυλί του: «έχει το σκυλί του με τα μπιφτέκια του, με τις μπριζόλες του, με τα φρίσκις του, με τους γιατρούς του, κι ύστερα σου λένε σκυλίσια ζωή!». Το υπονοούμενο της φρ. είναι πως εμείς ως άνθρωποι ζούμε πολύ χειρότερα από το συγκεκριμένο σκυλί·  
- κόπηκε το νήμα της ζωής του, βλ. λ. νήμα·
- κόστος ζωής, βλ. λ. κόστος·
- λέει την ιστορία της ζωής του, βλ. λ. ιστορία·
- λύνω το πρόβλημα της ζωής μου, βλ. λ. πρόβλημα·
- μαύρη ζωή, ζωή γεμάτη δυσκολίες, πίκρες, κακουχίες, φτώχεια, δυστυχία: «κοντά σου πέρασα μαύρη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: στην ξενιτιά, στην ξενιτιά με σπαραγμό σε νοσταλγώ κάθε βραδιά. Βράδυ πρωί μαύρη ζωή μακριά σου ζω Μανταλένα, Μανταλένα δε σε ξεχνώ
- μαύρη σελίδα της ζωής, βλ. λ. σελίδα·
- μαύρισε η ζωή μου, βλ. φρ. κάνω μαύρη ζωή. (Λαϊκό τραγούδι: σε πήραν απ’ τα χέρια μου, κοντεύει κι άλλος χρόνος και τη ζωή μου μαύρισε της μοναξιάς ο πόνος)·
- μια ζωή, διαρκώς, συστηματικά, από πάντα: «μια ζωή χάνει τα λεφτά του στα χαρτιά». (Λαϊκό τραγούδι: δε με θέλεις, μου το είπες, μια ζωή το ίδιο λες και γυρνώ σαν τους αλήτες, που δεν ξέρουνε γιορτές)· βλ. και φρ. για μια ζωή·
- μια ζωή την έχουμε, τυπικό δείγμα της λαϊκής νεοελληνικής ιδεολογίας, μέσω της οποίας δικαιολογεί κάποιος την τάση που έχει να γευτεί τις χαρές της ζωής, να ζήσει ανέμελα. (Λαϊκό τραγούδι: μια ζωή την έχουμε κι αν δεν τη γλεντήσουμε, τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντήσουμε
- μου ’κανε τη ζωή κόλαση ή μου ’κανε κόλαση τη ζωή, βλ. φρ. μου μαύρισε τη ζωή. (Λαϊκό τραγούδι: μου ’χεις κάνει τη ζωή μου κόλαση, θα σου φύγω και θα φταις για όλα εσύ)·
- μου ’κανε τη ζωή μαύρη ή μου ’κανε μαύρη τη ζωή, βλ. φρ. μου μαύρισε τη ζωή. (Λαϊκό τραγούδι: νόμιζα κοντά σου πως θα βρω στοργή, πως θα μου γιατρέψεις κάθε μου πληγή, μα εσύ μου κάνεις μαύρη τη ζωή και αντί για μάννα με κερνάς χολή)·
- μου μαύρισε τη ζωή, με τη στάση του ή τη συμπεριφορά του απέναντί μου μου προξένησε πολλά βάσανα, πολλές ταλαιπωρίες, πολλές πίκρες και δυστυχίες: «μου μαύρισε τη ζωή αυτό το παιδί μέχρι να το σπουδάσω»·
- μου σμπαράλιασε τη ζωή, κατάστρεψε ανεπανόρθωτα τη ζωή μου: «εγώ τον είχα για τον καλύτερο φίλο μου κι αυτός μου σμπαράλιασε τη ζωή, γιατί πήγε και τα ’φτιαξε με τη γυναίκα μου»·
- μου ’τυχε στο ζάρι της ζωής, βλ. λ. ζάρι·
- μου ’φαγε τη ζωή ή μου ’χει φάει τη ζωή, μου κατέστρεψε, έφθειρε, εξάντλησε τη ζωή μου με τη στάση ή τη συμπεριφορά του απέναντί μου: «μου ’φαγε τη ζωή αυτό το παιδί μέχρι να το φέρω στον ίσιο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: πρόσεξε και συμμορφώσου, σου το λέω για καλό, μου ’χεις φάει τη ζωή μου, θα μου στρίψει το μυαλό
- μπαίνω στη ζωή, αρχίζω να δουλεύω για να εξασφαλίσω τα αναγκαία για τη συντήρησή μου, μπαίνω στη βιοπάλη: «τώρα τα βρίσκεις όλα έτοιμα απ’ τους γονείς σου, όταν μπεις όμως κι εσύ στη ζωή, τότε θα καταλάβεις τι εστί βερίκοκο!»·
- μπαίνω στη ζωή (κάποιου, κάποιας), α. συνδέομαι, ιδίως ερωτικά, με κάποιον (κάποια): «απ’ τη μέρα που μπήκε η τάδε στη ζωή του,έγινε το πιο φρόνιμο παιδί της παρέας μας || μπήκε στη ζωή του η τάδε και κινδυνεύει να τινάξει το σπίτι του στον αέρα». β. αναμειγνύομαι στις υποθέσεις κάποιου ατόμου: «απ’ τη μέρα που μπήκε στη ζωή μου, μου δημιουργεί συνέχεια προβλήματα»·
- να μη χαρώ τη ζωή μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «αν σου λέω ψέματα, να μη χαρώ τη ζωή μου!». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα μάτια μου! / να μη χαρώ τα νιάτα μου! / να μη χαρώ τα παιδιά μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ τη μανούλα μου! / να μη χαρώ το στεφάνι μου(!) ·
- να πάθεις την πλάκα της ζωής σου, βλ. λ. πλάκα·
- να χαρείς τη ζωή σου! παρακλητική έκφραση σε κάποιον για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «δώσε μου σε παρακαλώ αυτά τα λεφτά που μου χρειάζονται, να χαρείς τη ζωή σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!) / να χαρείς τα νιάτα σου και τη λεβεντιά σου! (και την ομορφιά σου!) / να χαρείς τα παιδιά σου! / να χαρείς τη μάνα σου! / να χαρείς τη μανούλα σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·
- ξέρω τη ζωή, έχω μεγάλη πείρα ιδίως των δυσκολιών που έχει η ζωή: «πριν κάνεις οτιδήποτε θέλω να με συμβουλεύεσαι, γιατί ξέρω τη ζωή καλύτερα απ’ τον καθένα»·
- ο δρόμος της ζωής, βλ. λ. δρόμος·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι πάντα στρωμένος με δάφνες, βλ. λ. δρόμος·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ρόδα, βλ. λ. δρόμος·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, βλ. λ. δρόμος·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με άνθη, βλ. λ. δρόμος·
- ο (η) σύντροφος της ζωής, βλ. λ. σύντροφος·
- ο χειμώνας της ζωής, βλ. λ. χειμώνας·
- οι γκίνιες της ζωής, βλ. λ. γκίνια·
- οι κόποι μιας ζωής, βλ. λ. κόπος·
- οι ξέμπαρκοι της ζωής, βλ. λ. ξέμπαρκος·
- οι χαρές της ζωής, βλ. λ. χαρά·
- όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτή τη ζωή, κάποτε όλοι πεθαίνουμε, είμαστε εφήμεροι, δεν είμαστε αθάνατοι: «όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτή τη ζωή, γι’ αυτό δε χρειάζονται τα μίση και τα πάθη». Λέγεται για να υπογραμμίσει τη ματαιότητα της ζωής, αλλά είναι και φορές που λέγεται σε αντιδιαστολή με την άλλη ζωή, που είναι αιώνια. Συνών. όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο·
- όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του, βλ. λ. σπίτι·
- όπως τα φέρει η ζωή, όπως έρθουν οι περιστάσεις, όπως τα φέρει η τύχη: «αποφάσισε κι αυτός να παντρευτεί κι όπως τα φέρει η ζωή»·
- παθαίνω την πλάκα της ζωής μου, βλ. λ. πλάκα·
- παίζεται η ζωή μου, βλ. φρ. παίζω τη ζωή μου·
- παίζω τη ζωή μου, την εκθέτω σε μεγάλο κίνδυνο, την διακινδυνεύω, τη ρισκάρω: «ένας εργάτης οικοδομών παίζει κάθε μέρα τη ζωή του εκεί ψηλά στις σκαλωσιές». (Λαϊκό τραγούδι: τη ζωή μου έπαιξα με σένα, τη ζημιά σου πλήρωσα με αίμα
- παίζω τη ζωή μου κορόνα γράμματα, βλ. φρ. παίζω τη ζωή μου. Αναφορά στο τυχερό παιχνίδι κορόνα γράμματα· βλ. και λ. κορόνα·
- παίρνω τη ζωή (κάποιου), τον σκοτώνω, τον δολοφονώ: «έβγαλε το μαχαίρι του και μ’ ένα χτύπημα στην καρδιά του πήρε τη ζωή»·
- παίρνω τη ζωή μου (έτσι) όπως (μου) έρχεται, αντιμετωπίζω τις δύσκολες καταστάσεις που προκύπτουν με στωικότητα: «ο γιατρός με συμβούλεψε να μην έχω άγχος, γι’ αυτό παίρνω τη ζωή μου έτσι όπως έρχεται»·
- παίρνω τη ζωή μου λάθος, κάνω λανθασμένη, εσφαλμένη επιλογή, ακολουθώ λανθασμένο, εσφαλμένο δρόμο για να πετύχω στη ζωή μου: «όποιος παίρνει τη ζωή του λάθος, έρχεται δυστυχώς κάποια στιγμή που το πληρώνει ακριβά». (Τραγούδι: με τι καρδιά, με τι πνοή, τι πόθους και τι πάθος πήραμε τη ζωή μας· λάθος! κι αλλάξαμε ζωή
- πεζή ζωή, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, που καθημερινά επαναλαμβάνεται μονότονα: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, ζει μια ήσυχη πεζή ζωή και είναι ευτυχισμένος». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα την πάθω όπως την έχουν πάθει όλοι, γιατί οι γυναίκες όλες είσαστε διαβόλοι, που μας τα κάνετ’ όλα ρόιδο στην πεζή μας τη ζωή, δε θα με γράψεις για κορόιδο την αυγή
- περνάει τη ζωή του ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- περνώ απ’ τη ζωή (κάποιου), γνωρίζω κάποιον και διαδραματίζω σοβαρό ρόλο στη ζωή του: «αν δεν περνούσε απ’ τη ζωή μου αυτή η γυναίκα, δε θα είχα γνωρίσει τον πραγματικό έρωτα». (Λαϊκό τραγούδι: να σ’ αγαπώ κουράστηκα, βαριά σε καταράστηκα· απ’ τη ζωή μου πέρασες, με τσάκισες με γέρασες
- περνώ ζωή ανθρωπινή, βλ. φρ. ζω ανθρωπινά, λ. ανθρωπινός·
- περνώ ζωή και κότα ή την περνώ ζωή και κότα, ζω ξέγνοιαστα, πλουσιοπάροχα, χωρίς έγνοιες και φροντίδες: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, περνάει ζωή και κότα». Από το ότι παλιά το να τρώει κανείς συχνά κότα ήταν δείγμα πλούτου και καλοπέρασης. (Λαϊκό τραγούδι: κι έτσι δε θα ’χουμε ανάγκη από φώτα, θα την περνούμε μια χαρά ζωή και κότα, βρε θα κοιμόμαστε κι οι δυο απ’ τις εννιά να μη μας πιάνει ξεροβόρι παγωνιά
- περνώ ζωή παραμυθένια, ζω τόσο ευτυχισμένα και πλούσια, που η ζωή μου κυλά σαν να ζω σε παραμύθι: «οι δουλειές μου πηγαίνουν πάρα πολύ καλά, παντρεύτηκα και μια καλή γυναίκα, με την οποία έκανα και δυο παιδιά κι έτσι περνώ ζωή παραμυθένια»·
- περνώ ζωή πασαλίδικη, βλ. συνηθέστ. περνώ ζωή χρυσή·
- περνώ ζωή χαρισάμενη, ζω ζωή ευχάριστη, ξέγνοιαστη και ευτυχισμένη: «τον αγαπάει τόσο πολύ η γυναίκα του, που περνάει ζωή χαρισάμενη κοντά της»· βλ. και φρ. ζωή χαρισάμενη·
- περνώ ζωή χρυσή, ζω πλούσια και ευτυχισμένα. (Λαϊκό τραγούδι: ζωή χρυσή περνούσαμε τις νύχτες με φεγγάρι στης Σαλονίκης τις δροσιές μέσα στο Μπεξινάρι
- πικρή ζωή, ζωή με θλίψεις και στενοχώριες: «δε μπορώ ν’ αντέξω άλλο τέτοια πικρή ζωή»·
- πληρώνω με τη ζωή μου ή πληρώνω με την ίδια μου τη ζωή, θυσιάζομαι κυριολεκτικά ή μεταφορικά: «πλήρωσε με τη ζωή του για να σώσει τα παιδιά του μέσα απ’ το φλεγόμενο σπίτι || πλήρωσε με τη ζωή του για να σπουδάσει τα παιδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: κλαίω τα βράδια στη θύμησή σου κι είναι το δάκρυ κατακλυσμός που ’χεις πληρώσει με τη ζωή σου να μην περάσει ο φασισμός
- σ’ αυτή τη ζωή ό,τι δίνεις, παίρνεις, ανάλογα με τις πράξεις σου, τις ενέργειές σου είναι και οι απολαβές σου: «μην παραπονιέσαι που ζεις φτωχικά, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, ποτέ δε θέλησες να δουλέψεις σκληρά στη ζωή σου και σ’ αυτή τη ζωή ό,τι δίνεις, παίρνεις»·
- σημαδεύω τη ζωή μου, πέφτω σε μεγάλο παράπτωμα που επενεργεί αρνητικά στην υπόλοιπη ζωή μου, συνδέω την ύπαρξη μου με κάτι συνήθως πολύ αρνητικό: «σημάδεψε τη ζωή του με την κατάχρηση που έκανε και τώρα δεν μπορεί να βρει πουθενά δουλειά»·
- σκόρπισε η ζωή μου, διαλύθηκε, καταστράφηκε: «απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου έχω την εντύπωση πως σκόρπισε η ζωή μου». (Τραγούδι: σκόρπισε η ζωή μου χάμου σαν το βότσαλο της άμμου
- σκυλίσια ζωή, πολύ σκληρή ζωή, μέσα σε κακουχίες, στερήσεις και απάνθρωπες συνθήκες: «όποιος δε γνώρισε τη σκυλίσια ζωή, δεν έμαθε τι εστί μεγάλος πόνος»·
- σμπαράλιασε η ζωή μου, καταστράφηκε ανεπανόρθωτα: «απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου, σμπαράλιασε η ζωή μου»·
- στη ζωή και στο θάνατο, αιώνια, για πάντα, σε οποιαδήποτε περίσταση: «θα ’μαστε μαζί στη ζωή και στο θάνατο». Συνήθως δίνεται ως όρκος μεταξύ ερωτευμένων ή νεόνυμφων. (Λαϊκό τραγούδι: πες το ότι θα ’μαστε μαζί και στο θάνατο και στη ζωή
- στη ζωή μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «στη ζωή μου, ακριβώς έτσι όπως στα λέω έγιναν τα πράγματα»·
- στη ζωή της πεθεράς μου! όρκος που δίνεται χάριν αστεϊσμού, αλλά και για να παραδεχτεί ο συνομιλητής μας ότι λέει ψέματα. Από το ότι πολλοί άντρες δε διατηρούν καλές σχέσεις με τις πεθερές τους·
- στη ζωή των παιδιών μου! ισχυρότερος όρκος από τον παραπάνω·
- στο τέλος της ζωής του ή στα τέλη της ζωής του, λίγο πριν πεθάνει: «πέθανε ευτυχισμένος, γιατί στο τέλος της ζωής του, είδε όλα του τα παιδιά να είναι μονοιασμένα»·
- στοιχηματίζω τη ζωή μου ή στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή, είμαι εντελώς σίγουρος για κάτι: «στοιχηματίζω τη ζωή μου πως θα ’ρθει να σου ζητήσει συγνώμη»·   
- τ’ αστροπελέκια της ζωής, βλ. λ. αστροπελέκι·
- τα λεφτά σου ή τη ζωή σου, βλ. λ. λεφτά·
- τα ναυάγια της ζωής, βλ. λ. ναυάγιο·
- τα χαστούκια της ζωής ή της ζωής τα χαστούκια, βλ. λ. χαστούκι·
- τερμάτισε τη ζωή του, α. αυτοκτόνησε: «επειδή δεν μπορούσε ν’ αντέξει άλλο την κατακραυγή του κόσμου, τερμάτισε τη ζωή του πέφτοντας απ’ τη ταράτσα του σπιτιού του». β. (πιο σπάνια) πέθανε: «τερμάτισε τη ζωή του ανάμεσα στην οικογένειά του»·
- το τέλος της ζωής, βλ. λ. τέλος·
- το τέρμα της ζωής, βλ. λ. τέρμα·
- το σχολείο της ζωής, βλ. λ. σχολείο·
- το φθινόπωρο της ζωής, βλ. λ. φθινόπωρο·
- το φιλί της ζωής, βλ. λ. φιλί·
- τον έβγαλα απ’ τη ζωή μου, έπαψα να τον σκέφτομαι, έπαψα να ενδιαφέρομαι γι’ αυτόν: «απ’ τη στιγμή που υπήρξε αχάριστος σε μένα, που τον βοήθησα αμέτρητες φορές, τον έβγαλα απ’ τη ζωή μου»·
- τον έφαγε η μεγάλη ζωή, τον κατάστρεψε οικονομικά η τάση που είχε να ζει σε πλούσιες υλικές απολαύσεις: «κάποτε ήταν πολύ πλούσιος, αλλά τον έφαγε η μεγάλη ζωή και τώρα ζει με δανεικά»·
- του αφαίρεσε τη ζωή, βλ. φρ. του πήρε τη ζωή·
- του θέρισε τη ζωή, τον σκότωσε, ιδίως σε τροχαίο δυστύχημα: «καθώς περνούσε κανονικά από τις διαβάσεις, έπεσε απάνω του ένας μεθυσμένος οδηγός και του θέρισε τη ζωή»·
- του ’κανα τη ζωή κόλαση, βλ. φρ. του ’κανα τη ζωή μαύρη. (Λαϊκό τραγούδι: έχεις κάνει τη ζωή μου κόλαση, θα σου φύγω και θα φταις για όλα εσύ)·
- του ’κανα τη ζωή μαρτύριο, βλ. φρ. του ’κανα τη ζωή μαύρη. (Λαϊκό τραγούδι: μονά ζυγά τα θες όλα δικά σου και με πληγώνεις με τα πείσματά σου, άλλα λες το βράδυ κι άλλα το πρωί, μαρτύριο μου έχεις κάνει τη ζωή
- του ’κανα τη ζωή μαύρη, τον βασάνισα, τον ταλαιπώρησα πάρα πολύ, του δυσκόλεψα τόσο πολύ τη ζωή, ώστε του έγινε αφόρητη: «επειδή ήταν τεμπέλης, τον πήρα στη δουλειά μου και του ’κανα τη ζωή μαύρη, μέχρι να μάθει να δουλεύει || είναι τόσο ζηλιάρα η γυναίκα του, που του ’κανε τη ζωή μαύρη με τις ζήλιες της». (Λαϊκό τραγούδι: όταν σε βλέπω βροχερή στιγμή δεν ησυχάζω· μαύρη μου κάνεις τη ζωή και βαριαναστενάζω
- του ’κανα τη ζωή παϊτόνι, βλ. συνηθέστ. του ’κανα τη ζωή ποδήλατο·
- του ’κανα τη ζωή πατίνι, βλ. φρ. του ’κανα ζωή ποδήλατο·
- του ’κανα τη ζωή ποδήλατο, τον βασάνισα, τον ταλαιπώρησα πάρα πολύ: «του ’κανε τη ζωή ποδήλατο η γυναίκα του με την γκρίνια της». Από την εικόνα του ατόμου που νιώθει υπερβολική κούραση μετά από πολύωρη βόλτα με το ποδήλατό του·
- του ’κανα τη ζωή δύσκολη, του δημιούργησα απανωτά προβλήματα, ιδίως για λόγους εκδίκησης: «πολύ το ευχαριστήθηκα που του ’κανα τη ζωή δύσκολη, γιατί είναι καρφί της Ασφάλειας»·
- του κόβω το νήμα της ζωής, βλ. λ. νήμα·
- του κόστισε τη ζωή, είχε ως συνέπεια το θάνατό του: «το πάθος του για τα ναρκωτικά του κόστισε τη ζωή»·
- του πήρε τη ζωή, τον δολοφόνησε, τον σκότωσε, τον θανάτωσε: «τον βρήκε μέσα στο μπαράκι κι εκεί μπροστά στον κόσμο έβγαλε το πιστόλι του και με τρεις πιστολιές του πήρε τη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: φαίνεται μαραζώσανε το άμοιρο κορμί μου κι ο χάρος είν’ στα πρόθυρα να πάρει τη ζωή μου
- του ρίχνω τα μπινελίκια της ζωής του, βλ. λ. μπινελίκι·
- του ρίχνω τα πουστριλίκια της ζωής του, βλ. λ. πουστριλίκια·
- του στοίχισε τη ζωή, βλ. φρ. του κόστισε τη ζωή·
- του χάρισαν τη ζωή, (για θανατοποινίτες) δεν τον εκτέλεσαν, του έδωσαν χάρη: «λίγο καιρό πριν τον οδηγήσουν στο απόσπασμα, του χάρισαν τη ζωή». Ο πλ., επειδή η χάρη που δίνεται σε ένα θανατοποινίτη δεν εξαρτάται από ένα άτομο. Στη χώρα μας έχει καταργηθεί η ποινή του θανάτου·
- του χάρισε τη ζωή, δεν τον σκότωσε, ενώ θα μπορούσε: «την τελευταία στιγμή πέταξε μακριά το μαχαίρι που κρατούσε στο χέρι του και του χάρισε τη ζωή»·
- του χρωστώ τη ζωή μου, τον αναγνωρίζω ως σωτήρα μου, γιατί με έσωσε από βέβαιο θάνατο: «αυτόν το γιατρό που βλέπεις του χρωστώ τη ζωή μου»·
- τρίφτηκε στη ζωή, απόκτησε πείρα από τη συνεχή βιοπάλη: «από μικρός στην πιάτσα τρίφτηκε στη ζωή και τώρα δε τον ξεγελάει κανείς»·
- τρώω τα μπινελίκια της ζωής μου, βλ. λ. μπινελίκι·
- τρώω τα πουστριλίκια της ζωής μου, βλ. λ. πουστριλίκι·
- τρώω τη ζωή μου, φθείρομαι: «δεν το καταλαβαίνεις πως τρως τη ζωή σου μ’ αυτές τις ανοησίες που ασχολείσαι; || είναι πανέξυπνο παιδί κι απορώ πώς τρώει τη ζωή του μ’ αυτές τις παλιοπαρέες που έχει μπλέξει!»·
- φέρνω στη ζωή, (για γυναίκες) γεννώ: «αυτή η κοντούλα και μικροκαμωμένη που βλέπεις, έφερε στη ζωή εφτά παιδιά!»· βλ. και φρ. έφεραν στη ζωή·
- φεύγω απ’ τη ζωή, πεθαίνω: «έφυγε ευτυχισμένος απ’ τη ζωή του, γιατί είδε τα παιδιά του να προκόβουν». (Λαϊκό τραγούδι: κι όσοι με πίκραναν πολύ τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή όλους τους συγχωράω
- χαίρομαι τη ζωή (μου), την περνώ με γλέντια και διασκεδάσεις ή με αυτά που με ευχαριστούν ιδιαίτερα: «δε βάζω ούτε δραχμή στην τράπεζα, γιατί με τα λεφτά που βγάζω χαίρομαι τη ζωή μου || όταν έχω λεύτερο καιρό χαίρομαι τη ζωή μου στο ύπαιθρο». (Τραγούδι: στη ζωή μας μια γυναίκα δε μας φτάνει, καπετάνιε τη ζωή για να χαρείς, ρίξε άγκυρα στο πρώτο το λιμάνι και καινούρια αγάπη κοίταξε να βρεις
- χαλώ τη ζωή μου, ενεργώ με τέτοιο τρόπο, που οδηγούμαι σε δύσκολες καταστάσεις, που οδηγούμαι στην καταστροφή μου: «δεν κατηγορώ κανένα, γιατί με τα ξενύχτια και τα μεθύσια μου χάλασα μονάχος τη ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα μπορέσουν οι γονείς μας να μας χαλάσουν τη ζωή μας, θέλουν δε θέλουν θα μας βάλουν βέρα
- χάνω τη ζωή μου, πεθαίνω, σκοτώνομαι: «από την τάδε επιδημία έχασαν τη ζωή τους πολλοί άνθρωποι || στον τελευταίο σεισμό έχασαν τη ζωή τους πολλά άτομα». (Λαϊκό τραγούδι: μη με πληγώνεις και πονώ, άσε με για να γειάνω, καθημερινώς αισθάνομαι πως τη ζωή μου χάνω
- χάνω τη μάχη για τη ζωή, βλ. φρ. μάχη·
- χαραμίζω τη ζωή μου, ζω χωρίς να κάνω κάτι ουσιαστικό, κάτι εποικοδομητικό, ζω ανώφελα και, κατ’ επέκταση, καταστρέφομαι: «οι φίλοι μου σπούδαζαν ή έστηναν δουλειές κι εγώ χαράμιζα τη ζωή μου σε γλέντια και ξενύχτια». (Λαϊκό τραγούδι: αραμπάς περνά με τη βλάμισσα που χαράμισα τη ζωή μου, με ρεστάρισε, στραπατσάρισε το τσαρδί μου).  

Θεός

Θεός, ο, ουσ. [<αρχ. θεός], ο Θεός. 1. κάθε πρόσωπο που λατρεύουμε ή που σεβόμαστε υπερβολικά: «έχει τον πατέρα του σαν Θεό». (Τραγούδι: ποιος σε πήρε και μου ’φυγες, αγαπούλα μου, φως μου, δε σκεφτόσουν πως ήσουνα μόνο εσύ ο Θεός μου). 2. αυτός που γνωρίζει τα πάντα, ο παντογνώστης: «ποιος είσαι, ρε παιδάκι μου, Θεός είσαι που ξέρεις πώς έγιναν τα πράγματα έτσι;». 3. θαυμαστικός χαρακτηρισμός του Κ. Καραμανλή από τους πολιτικούς φίλους του και ειρωνικός από τους πολιτικούς αντιπάλους του: «όλοι περιμένουν με αγωνία τι θα δηλώσει ο Θεός για την πολιτική κατάσταση». 4. αυτός που είναι πολύ ικανός σε αυτό με το οποίο ασχολείται: «ο Ν. Γκάλης υπήρξε ο Θεός του μπάσκετ», εξ ου και οι θαυμαστικές ιαχές των οπαδών της ομάδας του Άρη Θεσσαλονίκης, όπου έπαιζε παλιότερα ο Γκάλης: είσαι Θεός, είσαι Θεός, είσαι Θεός μοναδικός. Υποκορ. Θεούλης, ο και Θεουλάκης, ο· βλ. και λ. θεός. (Ακολουθούν 257 φρ.)·
- αδικία απ’ το Θεό, βλ. λ. αδικία·
- άι στην ευχή του Θεού! βλ. λ. ευχή·
- άκρη Θεού, βλ. λ. άκρη·
- άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει, άλλα θέλουν, επιθυμούν οι άνθρωποι και άλλα ο Θεός αποφασίζει: «είχα αποφασίσει να πάω με την οικογένειά μου διακοπές, όμως αρρώστησε η γυναίκα μου, γιατί, βλέπεις, άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει». Πρβλ. ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει·  
- αν θέλει ο Θεός, βλ. φρ. Θεού θέλοντος·
- αν μιλάς στο Θεό, προσεύχεσαι, αν σου μιλάει ο Θεός, έχεις σχιζοφρένεια, ο άνθρωπος θεωρεί φυσικό να απορρίπτει ό,τι δεν μπορεί να κατανοήσει·
- Ανάσταση Θεέ μου! (Θεούλη μου!), βλ. λ. Ανάσταση·
- ανθρωπάκι του Θεού, βλ. λ. ανθρωπάκι·
- άνθρωπος του Θεού, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνοιξε ο Θεός τα ουράνια, βλ. λ. ουράνια·
- άντε στην ευχή του Θεού! βλ. λ. ευχή·
- απ’ τη νύχτα του Θεού, από τα άγρια μεσάνυχτα: «σηκώθηκε απ’ τη νύχτα του Θεού να πάει στη δουλειά του»·
- απ’ το Θεό να το ’βρεις! α. ευχή σε κάποιον να του ανταποδώσει ο Θεός το καλό που μας έκανε. «απ’ το Θεό να το ’βρεις, παιδάκι μου, για το καλό που μου ’κανες!» β. πιο συχνά ως κατάρα σε κάποιον να τιμωρηθεί από το Θεό για το κακό που μας έκανε. (Δημοτικό τραγούδι: ο πόλεμος αρχίνησε στο τέλος του Οχτώβρη κι ο κερατάς ο Μουσουλή (= Μουσολίνης) απ’ το Θεό να το ’βρει
- απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί! λέγεται ευχετικά, όταν μας λέει κάποιος κάτι που μας συμφέρει, μας εξυπηρετεί ή μας ικανοποιεί, να το ακούσει ο Θεός για να το πραγματοποιήσει: «ε ρε και να σου τύχαινε, λέει, το λαχείο! -Απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί!». Είναι και φορές που λέγεται και με παικτική διάθεση στον τύπο απ’ το στόμα σου και στου Θεού το ους(!)·
- από Θεού, βλ. συνηθέστ. εκ Θεού·
- αρνάκι του Θεού, βλ. λ. αρνάκι·
- αρνί που βλέπει ο Θεός, ο λύκος δεν το τρώει, βλ. λ. αρνί·
- ας μην (το) δώσει ο Θεός, έκφραση με την οποία απευχόμαστε να συμβεί το κακό για το οποίο γίνεται λόγος: «ας μην το δώσει ο Θεός να πάθεις κι εσύ το κακό που έπαθα εγώ». (Λαϊκό τραγούδι: είναι σαράκι φοβερό το πάθος το δικό μου κι ας μην το δώσει ο Θεός ούτε και στον εχθρό μου
- ας τον κρίνει ο Θεός, έκφραση με την οποία αφήνουμε κάποιον στην κρίση του Θεού επειδή αδυνατούμε να τον κρίνουμε ή αδυνατούμε να κατανοήσουμε το μέγεθος της αμαρτίας του: «αφού χτυπάει τους γέρους γονείς του, ας τον κρίνει ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: με ντρόπιασε στους φίλους μου, πήγε να με πεθάνει· ας τηνε κρίνει ο Θεός, γι’ αυτά που μου ’χει κάνει
- αυτό που θέλει η γυναίκα το φοβάται κι ο Θεός, βλ. λ. γυναίκα·
- βαδίζω στο δρόμο του Θεού ή βαδίζω το δρόμο του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- βγαίνω απ’ το δρόμο του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- βρίσκομαι στο έλεος του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- γαμώ το Θεό μου! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ατόμου: «όλα τα λάθη, γαμώ το Θεό μου, εγώ θα τα κάνω!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ το Θεό σου! ή σου γαμώ το Θεό! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «πάψε, γαμώ το Θεό σου, αυτή την γκρίνια!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως παραπάνω κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- γι’ αύριο έχει ο Θεός, βλ. λ. αύριο·
- για (τ’) όνομα του Θεού! α. παρακλητική έκφραση σε κάποιον για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «για όνομα του Θεού, κάνε κάτι να βοηθήσουμε το παιδί!». β. παρακλητική έκφραση για την αποτροπή κάποιου κακού ή δυσκολίας: «για όνομα του Θεού, μη μας συμβεί κανένα ατύχημα, γιατί στην ερημιά που βρισκόμαστε, χαθήκαμε». γ. έκφραση αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας για κάτι κακό ή ενοχλητικό που επαναλαμβάνεται από κάποιον: «για τ’ όνομα του Θεού, κόψε επιτέλους αυτό το πιοτό, γιατί θα σε καταστρέψει! || για όνομα του Θεού, μην έχεις κάθε μεσημέρι το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών, γιατί θέλουμε να κοιμηθούμε!». δ. έκφραση έκπληξης ή αμφισβήτησης για κάτι που βλέπουμε ή που μας λένε: «για όνομα του Θεού, είναι σόι πράγματα να μαλώνουν τ’ αδέρφια! || για όνομα του Θεού, γίνονται σήμερα αυτά που λες!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα και κλείνει με το και της Παναγίας·
- για την ορφανή, την ξένη, έχει ο Θεός ψωλή κρυμμένη, βλ. συνηθέστ. το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει, λ. πουλί·
- για της ορφανής τον κώλο έχει ο Θεός μεγάλο ψώλο, βλ. συνηθέστ. το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει·
- για το Θεό! βλ. φρ. προς Θεού(!)·
- δε βλέπω Θεού πρόσωπο, α. αντιμετωπίζω συνεχώς στη ζωή μου μεγάλες δυσκολίες και μεγάλα προβλήματα, δεν έχω προκοπή: «απ’ τη μέρα που γεννήθηκε, δε βλέπει Θεού πρόσωπο». β. είμαι πολύ άτυχος: «σε μένα θα τύχει το λαχείο που δε βλέπω Θεού πρόσωπο!». γ. ζω σε σκοτεινό, σε υπόγειο χώρο, όπου δε φτάνει ο ήλιος: «μένει σ’ ένα υπόγειο διαμερισματάκι και δε βλέπει Θεού πρόσωπο»· βλ. και φρ. δεν υπάρχει Θεού πρόσωπο·
- δε με σώζει ούτε (ο) Θεός ή δε με σώνει κι ο Θεός, δεν υπάρχει από πουθενά σωτηρία, η καταδίκη μου είναι τελεσίδικη: «απ’ τη στιγμή που έμπλεξα με τα ναρκωτικά, δε με σώζει ούτε Θεός || έχω τόσα πολλά χρέη, που δε με σώζει ούτε ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: όπως έχω καταντήσει δε με σώνει κι ο Θεός·έχω γίνει μέσ’ στον κόσμο, αχ, ένας ζωντανός νεκρός
- δε φοβάται (ούτε) Θεό, δε σέβεται το Θεό και, κατ’ επέκταση, είναι εντελώς αδίστακτος: «μπορεί για εκατό ευρώ να σε κλείσει φυλακή, γιατί δε φοβάται ούτε Θεό αυτός ο άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: αναστενάζω δε γροικάς, κλαίω δε με λυπάσαι, δεν είσαι μάνας γέννημα ούτε Θεό φοβάσαι
- δε χάνει κανέναν ο Θεός ή κανέναν δε χάνει ο Θεός ή ο Θεός δε χάνει κανέναν, έκφραση αισιοδοξίας και συμπαράστασης σε δυστυχισμένο άτομο, που του υπενθυμίζουμε τη μεγαλοσύνη και το αμέριστο ενδιαφέρον του Θεού προς τον άνθρωπο: «βέβαια, σου ’τυχαν πολλές ατυχίες μαζί, αλλά κάνε κουράγιο, γιατί δε χάνει κανέναν ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: ας λένε πως δε χάνει κανέναν ο Θεός,μ’ αδίκησε ο κόσμος, με ξέχασε κι αυτός
- δεν έπρεπε ο Θεός να μου τα κονομήσει έτσι, έκφραση παράπονου από κάποιον, που έχει περιπέσει σε μεγάλη δυσκολία, σε αδιέξοδο·
- δεν έχει Θεό ή δεν έχει το Θεό του, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι αχαρακτήριστο, αλλοπρόσαλλο, αναξιόπιστο: «μπροστά σ’ όλους τους επισήμους σκάλιζε με το δάχτυλο τη μύτη του. -Δεν έχει το Θεό του!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε. β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι αδίστακτο: «μην ξανοίγεσαι πολύ σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δεν έχει το Θεό του». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε βραδάκι με γελάς, γιατί Θεό δεν έχεις·σε περιμένω για να ’ρθεις, μα συ με άλλον τρέχεις
- δεν μπορεί κανένας να τα βάλει με το Θεό, στερεότυπη μοιρολατρική έκφραση, όταν αντιμετωπίζουμε μεγάλες φυσικές καταστροφές ή μεγάλες ατυχίες στη ζωή μας·
- δεν ξέρω σε τι Θεό πιστεύει, δεν ξέρω πώς ακριβώς συμπεριφέρεται, δε γνωρίζω το χαρακτήρα του: «φαίνεται για καλός άνθρωπος, αλλά δεν ξέρω σε τι Θεό πιστεύει»·
- δεν υπάρχει Θεού πρόσωπο, επικρατεί απόλυτη ερημιά, δεν υπάρχει κανένας: «σ’ όλη τη διαδρομή δεν υπήρχε Θεού πρόσωπο»·
- δόξα να ’χει ο Θεός ή δόξα τω Θεώ ή δόξα σοι ο Θεός, δοξαστική επίκληση στο Θεό, όταν είμαστε ευχαριστημένοι από την πορεία των πραγμάτων στη ζωή μας ή ως απάντηση ικανοποίησης στην ερώτηση κάποιου τι γίνεσαι ή τι γίνεται ή τι κάνεις ή πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα κέφια ή πώς πάνε τα πράγματα. (Λαϊκό τραγούδι: πέτρα την πέτρα ολημερίς χτίζω και δε σε φτάνω, ήλιε μου πόσο είσαι πάνω και δόξα τω Θεώ).Συνών. δόξα ο γιαραμπής ή δόξα τω γιαραμπή·
- δόσιμο, του Θεού το δόσιμο· τ’ ανθρώπου τίποτα δεν είναι, μόνο αυτά που μας δίνει ο Θεός έχουν αξία, όπως υγεία, τύχη, μακροζωία κ.ά., ενώ των ανθρώπων που είναι υλικές προσφορές δεν αξίζουν τίποτα: «δε με νοιάζει για τα πλούτη σου, γιατί, δόσιμο, του Θεού το δόσιμο· τ’ ανθρώπου, τίποτα δεν είναι»·
- δουλειά κι άγιος ο Θεός, βλ. λ. δουλειά·
- δώρο Θεού, βλ. λ. δώρο·
- ε μα το Θεό! έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας: «ε μα το Θεό, σταμάτα αυτές τις αγριοφωνάρες σου!». Συνών. ε μα την αλήθεια (α) / ε μα την πίστη μου! / ε μα το ναι! / ε μα τον άγιο(!)·
- ε ρε τι κάνει ο Θεός, όταν έχει κέφια! θαυμαστική έκφραση για όμορφη γυναίκα που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·
 - έδωσε ο Θεός και…, ευδόκησε: «έδωσε ο Θεός κι έγινε καλά ο άνθρωπος || έδωσε ο Θεός και κατάλαβε το λάθος του»· βλ. και φρ. έκανε ο Θεός και(…)·
- είμαι Θεός, είμαι ο πρώτος και καλύτερος, ξεχωρίζω από τους υπόλοιπους ή έχω αυτή την εντύπωση: «όταν ήμουν νέος, μέσα στην παρέα μας ήμουν Θεός κι όλοι έκαναν αυτό που τους έλεγα». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που ήμουνα Θεός, θα φύγω τώρα σαν τρελός, θα φύγω σαν κυνηγημένος
- είμαι στο έλεος του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- είναι αμαρτία απ’ το Θεό, βλ. λ. αμαρτία·
- είναι βαρεμένος απ’ το Θεό, είναι ανόητος, βλάκας ή τρελός εκ γενετής: «τι να τον βαρέσεις, δε βλέπεις που είναι βαρεμένος απ’ το Θεό!»·
- είναι ευλογία Θεού, βλ. λ. ευλογία·
- είναι, Θεέ μου, φύλαγε, α. είναι πολύ επικίνδυνος: «είναι ένας απατεώνας, ο Θεός να σε φυλάει». β. έχει ένα ελάττωμα σε μεγάλο βαθμό: «είναι ένας μπεκρής, ο Θεός να σε φυλάει». γ. η ασθένεια για την οποία γίνεται λόγος, είναι πολύ επικίνδυνη: «απ’ τη στιγμή που δεν έχει βρεθεί ακόμα το φάρμακο για το έιτζ, είναι Θεέ μου φύλαγε»·
- είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά, λέγεται για κείνους που δρουν ή συμπεριφέρονται ανεξέλεγκτα, απάνθρωπα, και έχει την έννοια πως θα τιμωρηθούν από το Θεό (ὃς τὰ πάνθ’ ὁρᾶ): «με βρήκες αδύναμο και μ’ εκμεταλλεύεσαι, όμως θέλω να ξέρεις πως είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν τσαλαπάτημα είμαι καθενός και μες στο βούρκο που με πέταξες κυλιέμαι, μα είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά και με τη σκέψη πια αυτή παρηγοριέμαι
- είναι κρίμα απ’ το Θεό, βλ. λ. κρίμα·
- είναι ξεχασμένος απ’ το Θεό, είναι εγκαταλελειμμένος από όλους και βρίσκεται σε άθλια κατάσταση, χωρίς να ενδιαφέρεται κανείς γι’ αυτόν: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, είναι ξεχασμένος απ’ το Θεό»· βλ. και φρ. τον ξέχασε ο Θεός·
- είναι ο Θεός να σε φυλάει, βλ. φρ. είναι, Θεέ μου, φύλαγε·
- είναι στα χέρια του Θεού ή είναι στο χέρι του Θεού, βλ. λ. χέρι·
- είναι σταλμένος απ’ το Θεό, είναι ουρανοκατέβατος, απροσδόκητος, δραστικότατος για καλό ή για κακό: «στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου με βοήθησε ένας παλιόφιλος, λες κι ήταν σταλμένος απ’ το Θεό || τούτη η βροχή είναι σταλμένη απ’ το Θεό || τέτοιο κακό, να ξέρεις, είναι σταλμένο απ’ το Θεό, μήπως και βάλουμε λίγο μυαλό»·
- είναι χαρά Θεού, βλ. λ. χαρά·
- είχε Θεό, υπήρξε πολύ τυχερός, ιδίως στην περίπτωση κάποιου ατυχήματος: «τράκαρε μετωπικά με μια νταλίκα, αλλά είχε Θεό ο άνθρωπος, και τη γλίτωσε με μερικές γρατζουνιές»·
- εκ Θεού, που προέρχεται από το Θεό: «αυτή η βροχή ήταν δώρο εκ Θεού || αυτός ο σεισμός ήταν τιμωρία εκ Θεού»·
- εκ Θεού άρξασθαι, σε κάθε ενέργεια ή σε κάθε καινούρια αρχή να επιδιώκεις την ευλογία του Θεού: «αύριο κάνει αγιασμό στο καινούριο του μαγαζί, γιατί εκ Θεού άρξασθαι». Κατάλοιπο του αρχ. ἐκ Διὸς ἄρξασθε· βλ. και φρ. όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει·
- έκανε ο Θεός και…, έκφραση ανακούφισης, επιτέλους: «έκανε ο Θεός κι επέστρεψε κάποια ώρα στο σπίτι ο γιος του, κι έτσι ησύχασε ο άνθρωπος || προς τ’ απόγευμα, έκανε ο Θεός και σταμάτησε ο Βαρδάρης»· βλ. και φρ. έδωσε ο Θεός και(…)·
- εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε βόηθα Παναγιά ή εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε Παναγία βοήθα, λίγο πριν απαλλαγούμε από κάποια δυσκολία, από κάποια στενοχώρια και θα ανακουφιζόμασταν, εμφανίστηκε άλλη·
- ένας Θεός ξέρει ή ένας Θεός το ξέρει, λέγεται στην περίπτωση που είναι αδύνατο να γνωρίζει κανείς κάτι (εκτός από το Θεό): «ένας Θεός ξέρει τι στενοχώριες περνάει αυτός ο άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έφαγες ως το κόκαλο, σκέψου πού μ’ έχεις φέρει και πού θα καταλήξουμε ένας Θεός το ξέρει). Συνών. Κύριος οίδε(!)·
- ένας Θεός ξέρει αν... ή ένας Θεός ξέρει πότε... ή ένας Θεός ξέρει πού... ή ένας Θεός ξέρει πώς..., δηλώνει αδυναμία για υπεύθυνη και σαφή πληροφόρηση: «ένας Θεός ξέρει αν αποφασίσει να ’ρθει || ένας Θεός ξέρει πότε θα ’ρθει || ένας Θεός ξέρει πού βρίσκεται τώρα || ένας Θεός ξέρει πώς θα ’ρθει με τέτοιον παλιόκαιρο»·
- ενώπιον Θεού και ανθρώπων, έκφραση που δηλώνει ηθική δέσμευση: «υπόσχομαι ενώπιον Θεού και ανθρώπων πως ποτέ δε θα σ’ αφήσω αβοήθητο»·
- ερημιά Θεού, βλ. λ. ερημιά·
- έφεξε ο Θεός τη μέρα, ξημέρωσε: «μόλις έφεξε ο Θεός τη μέρα, ξεκίνησαν όλοι για τη δουλειά»·
- έφτασαν στο Θεό, (για τιμές καταναλωτικών αγαπών) έχουν πολύ μεγάλη, εξωφρενική άνοδο: «αν βγεις στη λαϊκή με τριάντα ευρώ, δεν μπορείς ν’ αγοράσεις σχεδόν τίποτα, γιατί οι τιμές έφτασαν στο Θεό»·
- έχει ο Θεός! α. έκφραση αισιοδοξίας ή έκφραση με την οποία προσπαθούμε να παρηγορήσουμε κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση, ιδίως οικονομική, με την έννοια ότι ο Θεός δεν θα τον αφήσει έτσι. (Λαϊκό τραγούδι: Παναγιώτα μου, νταγιάντα κι έχει ο Θεός). β. μοιρολατρική έκφραση για κάποια δυσκολία που μας προέκυψε και εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στο Θεό, προσδοκώντας τη βοήθειά του: «αν συνεχιστεί αυτή η αναδουλειά θα χρεοκοπήσουμε. -Έχει ο Θεός!»·
- έχει όλα τα καλά του Θεού, βλ. φρ. έχει όλα τα καλά του κόσμου, λ. κόσμος·
- ζει κρυφά απ’ το Θεό, είναι εξαφανισμένος από την πιάτσα, ζει σε πλήρη αφάνεια: «απ’ τη μέρα που μαθεύτηκε πως ήταν καταχραστής, ζει κρυφά απ’ το Θεό || έχει σιχαθεί τόσο πολύ τους ανθρώπους, που ζει κρυφά απ’ το Θεό»·
- ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει μαζί δυο σπίτια, βλ. λ. σπίτι·
- η βασιλεία του Θεού, βλ. λ. βασιλεία·
- η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό, βλ. λ. κότα·
- ήμαρτον Θεέ μου! επιφώνημα έκπληξης ή αγανάκτησης: «ήμαρτον Θεέ μου, γίνονται αυτά τα πράγματα! || ήμαρτον Θεέ μου, πόσες φορές πρέπει να στο πω για να το καταλάβεις!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει την πρόταση με την οποία αναφερθήκαμε άσχημα σε κάποιον ή τον κατηγορήσαμε, σαν να ζητάμε τη συγγνώμη του Θεού για αυτή μας την ενέργεια: «είναι τόσο κακός, που κάθε βράδυ γυρίζει σουρωμένος και δέρνει τη γυναίκα του, ήμαρτον Θεέ μου!» και συνήθως ακολουθεί σταυροκόπημα·
- θα μας δει ο Θεός, επιτιμητική έκφραση σε άτομο που δε συμπεριφέρεται σωστά στους συνανθρώπους του ή που ζει επιδεικτικά, σπάταλα σε μια γενικά δύσκολη εποχή και έχει την έννοια πως θα τον τιμωρήσει ο Θεός: «δεν είναι σωστό, με τόση φτώχεια που υπάρχει γύρω σου να κάνεις εσύ τόσο προκλητική ζωή, θα μας δει ο Θεός». Ο πλ. και όταν ο ομιλητής απευθύνεται μόνο σε ένα άτομο·
- θα μας κάψει ο Θεός, επιτιμητική παρατήρηση που ακούγεται ιδίως από ηλικιωμένους για νεαρούς που προκαλούν δημόσια με τη συμπεριφορά τους·
- θα σε κάψει ο Θεός, επιτιμητική παρατήρηση σε κάποιον που αδικεί απροκάλυπτα κάποιον, επιτιμητική έκφραση σε κάποιον με την οποία του υπενθυμίζουμε τη θεία δίκη: «δεν είναι σωστό να φέρεσαι μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο στους γονείς σου, γιατί θα σε κάψει ο Θεός»·
- θα σε τιμωρήσει ο Θεός, τελικά δε θα γλιτώσεις την τιμωρία: «μπορεί να τη γλίτωσες στο δικαστήριο με τους ψευδομάρτυρες που κουβάλησες, όμως στο τέλος δε θα τη γλιτώσεις, γιατί θα σε τιμωρήσει ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’χεις καταστρέψει το ζωή μου, μ’ έκανες κουρέλι εντελώς, κι αν θα τη γλιτώσεις από μένα, θα σε τιμωρήσει ο Θεός)· 
- Θεέ και Κύριε! έκφραση απορίας, έκπληξης ή αγανάκτησης, για κάτι που βλέπουμε ή ακούμε·
- Θεέ βόηθα! ή βόηθα Θεέ μου! ή Θεέ βοήθα! ή βοήθα Θεέ μου! επίκληση στο Θεό για βοήθεια: «Θεέ βόηθα να γίνει το παιδί μου καλά! || βόηθα Θεέ μου, να πετύχω στη δουλειά μου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν. Συνών. Βαγγελίστρα βόηθα! ή βόηθα Βαγγελίστρα μου! ή Βαγγελίστρα βοήθα! ή βοήθα Βαγγελίστρα μου! / Παναγιά βόηθα! ή Παναγία βοήθα! ή βόηθα Παναγιά μου! ή βοήθα Παναγιά μου! / Χριστέ βόηθα! ή βόηθα Χριστέ μου! ή Χριστέ βοήθα! ή βοήθα Χριστέ μου(!)·
- Θεέ μου! κ. Θε μου! ή Θεέ μου Μεγαλοδύναμε! ή Θε μου Μεγαλοδύναμε! έκφραση απορίας, έκπληξης, θαυμασμού, φόβου, τρόμου ή παράκλησης: «Θεέ μου, πώς δεν κατάλαβα ότι ήταν παλιάνθρωπος! || Θεέ μου, πάλι κέρδισε το λαχείο! || Θεέ μου, τι γυναικάρα είναι αυτή! || Θεέ μου, θα σκοτωθούμε! || Θεέ μου Μεγαλοδύναμε, κάνε να γίνει καλά το παιδί μου!». (Λαϊκό τραγούδι: μα τι λέω στ’ αλήθεια, Θεέ μου, δεν μπορώ να σε χάσω ποτέ μου // κι ύστερα με πιάσαν, Θε μου,κάτι κλάματα, που με βρήκανε κουρέλι τα χαράματα // Θεέ μου Μεγαλοδύναμε που είσαι ψηλά εκεί πάνω, ρίξε μου λίγο τουμπεκί στον αργιλέ μου απάνω).Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το πω πω. Συνών. Βαγγελίστρα μου! / Παναγιά μου! ή Παναγία μου! / Χριστέ μου(!)·
- Θεέ μου (Θεούλη μου), βάλε το χέρι σου! (το χεράκι σου!), παράκληση στο Θεό να επέμβει υπέρ ημών σε κάποια δύσκολη στιγμή που περνάμε ή να επέμβει γενικά για να διορθώσει κάποια κακή κατάσταση που επικρατεί. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το αχ·
- Θεέ μου, (Θεούλη μου) κάνε να…, παρακλητική έκφραση στο Θεό για βοήθεια: «Θεέ μου, κάνε να βρει ο άντρας μου δουλειά || Θεούλη μου, κάνε να περάσει ο γιος μου στο πανεπιστήμιο»·
- Θεέ μου, Θεέ μου, που δε σ’ είδα ποτέ μου, έκφραση απηυδισμένου ατόμου από τη συνεχιζόμενη κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ·
- Θεέ μου, πώς βαστάς τα κεραμίδια ξεκάρφωτα! λέγεται με αγανάκτηση ή έκπληξη στο άκουσμα παράδοξων πληροφοριών, μεγάλης ανοησίας ή ασύστολης ψευδολογίας που μας λέει κάποιος, ή για παράξενα ή παράδοξα πράγματα που βλέπουμε·
- Θεέ μου σχώρα με, έκφραση με την οποία ζητάμε τη συγχώρεση του Θεού, όταν ανακοινώνουμε σε κάποιον τα ελαττώματα ή τις αδυναμίες κάποιου, ή ακόμα, όταν αναφερόμαστε στις δικές μας: «είναι μπεκρής, χαρτοπαίχτης, παιδεραστής, Θεέ μου σχώρα με». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν στον έρωτα λυγίσω, Θεέ μου σχώρα με,κι άμα πιω κι άμα μεθύσω, παρηγόρα με).Παρατηρείται σταυροκόπημα, ενώ, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ·
- Θεέ μου φύλαγε! επίκληση στο Θεός για προστασία: «Θεέ μου φύλαγε το παιδί από κάθε κακό!». Συνών. παναγιά μου φύλαγε! ή Παναγία μου φύλαγε! / Χριστέ μου φύλαγε(!)· βλ. φρ. Θεός φυλάξοι(!)·
- Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει, οι ενέργειες του Θεού ή κάποιου ισχυρού ατόμου είναι ανεξέλεγκτες, δεν μπορούμε να τις αλλάξουμε ή να τις σχολιάζουμε: «άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει, Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει || με τόσο χρήμα που διαθέτει, άνθρωπέ μου, Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει»·
- Θεός να φυλάει βλ. φρ. Θεός φυλάξοι(!)·
- Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα σου, ευχετική έκφραση σε κάποιον, να συγχωρεθούν όλοι όσοι έχουν πεθάνει στην οικογένειά του, αλλά να συγχωρεθεί και αυτός ο ίδιος, όταν πεθάνει. Λέγεται ιδίως από τους ζητιάνους στο δρόμο ή έξω από τις εκκλησίες και τα νεκροταφεία μετά την ελεημοσύνη που τους δίνουμε ή και πριν από αυτή, όταν μας τη ζητούν με τη στερεότυπη φρ. μια βοήθεια χριστιανοί, Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα σας·
- Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα του, ευχετική αναφορά σε εκλιπόντα που κάποτε μας βοήθησε ή μας εξυπηρέτησε σοβαρά, να συγχωρεθεί για ό,τι κακό μπορεί να έχει κάνει στη ζωή του: «καλά που ήταν και ο τάδε, Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα του, που με βοήθησε και γλίτωσα τη φυλακή»·
- Θεός σχωρέσ’ το, (ειρωνικά για πράγματα) χάθηκε ή καταστράφηκε ή σίγουρα θα καταστραφεί: «ακόμα για κείνο τ’ αυτοκίνητο που είχα μιλάς, πάει, Θεός σχωρέσ’ το || αφού έδωσες τ’ αυτοκίνητό σου σ’ αυτόν τον ατζαμή, Θεός σχωρέσ’ το»·
- Θεός σχωρέσ’ τον, α. ευχή για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του εκλιπόντος. β. δηλώνει πως κάποιος βρίσκεται στα τελευταία του, πως σίγουρα θα πεθάνει: «αφού έχει καθολικό καρκίνο ο άνθρωπος, Θεός σχωρέσ’ τον»·
- Θεός φυλάξοι! ευχή να μη συμβεί ποτέ σε μας αυτό το κακό για το οποίο κουβεντιάζουμε τώρα: «έπιασε φωτιά το σπίτι του τάδε κι έγινε στάχτη. -Θεός φυλάξοι! || κόλλησε μια σπάνια αρρώστια, Θεός φυλάξοι!». Συνήθως ακολουθεί σταυροκόπημα. Συνών. έξω από δω! / έξω από μας! / μακριά από δω! / μακριά από μας(!)· βλ. και φρ. Θεέ μου φύλαγε(!)·
- Θεού θέλοντος, αν θέλει ο Θεός, θα γίνει κάτι που επιθυμώ: «Θεού θέλοντος, όλα θα πάνε καλά»·βλ. και φρ. με το θέλημα του Θεού, λ. θέλημα·
- Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος, με τη βοήθεια του Θεού, αλλά και αν ευνοεί η γενική κατάσταση που επικρατεί για να γίνει κάτι που θέλω: «Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος όλα θα πάνε καλά»·
- Θεού θέλοντος, καιρού επιτρέποντος και υγείας ούσης, με τη βοήθεια του Θεού, τη γενική κατάσταση που επικρατεί, αλλά και την καλή πορεία της υγείας μου για να γίνει κάτι που θέλω: «Θεού θέλοντος, καιρού επιτρέποντος και υγείας ούσης, θα πάω φέτος να κάνω κι εγώ διακοπές στην πολυδιαφημισμένη Χαλκιδική»·   
- κάμε του φτωχού καλό, θα το βρεις απ’ το Θεό, βλ. λ. φτωχός·
- κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός, ενήργησε όπως σε καθοδηγήσει ο Θεός ή, εντέλει, όπως εσύ νομίζεις καλύτερα: «εγώ σου είπα πώς έχει η κατάσταση, από δω και πέρα κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός»·
- κανέναν δε χάνει ο Θεός ή ο Θεός δε χάνει κανέναν, για όλους μεριμνεί ο Θεός: «μη στενοχωριέσαι και όλα θα περάσουν, γιατί κανέναν δε χάνει ο Θεός»·
- … κι άγιος ο Θεός, έκφραση που δηλώνει πως κάτι καλό ή κακόεπαναλαμβάνεται κι έχει διάρκεια: «δουλειά κι άγιος ο Θεός || τεμπελιά κι άγιος ο Θεός»·
- κι ο Θεός βοηθός, ευχετική επίκληση για θεϊκή βοήθεια, ιδίως με την έναρξη κάποιας εργασίας ή προσπάθειας που είναι αμφιβόλου αποτελέσματος: «εγώ θα ξεκινήσω τη δουλειά κι ο Θεός βοηθός»· βλ. και φρ. ο Θεός βοηθός(!)·
- μα το Θεό! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτό που λέμε σε κάποιον: «μα το Θεό, δε σου λέω ψέματα!». (Λαϊκό τραγούδι: είναι τώρα λίγος καιρός όπου την αγαπάω και σκέφτομαι, μα το Θεό,στη μάνα της να πάω). Πολλές φορές, ο όρκος δίνεται μετά την απαίτηση του συνομιλητή μας με το ορκίσου και είναι φορές που συνοδεύεται και από σταυροκόπημα. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω· βλ. και φρ. να με κάψει ο Θεός(!)·
- μακριά απ’ του Θεού το βλέμμα ή μακριά απ’ το βλέμμα του Θεού, λέγεται για τόπο πολύ απομονωμένο, απομακρυσμένο, ή για άνθρωπο που ζει απομονωμένος: «εδώ που ήρθα, ζω μακριά απ’ του Θεού το βλέμμα, και να πεθάνω, κανείς δε θα το μάθει»·
- μαλάκας άνθρωπος, χαρά Θεού, βλ. λ. μαλάκας·
- μάρτυς μου ο Θεός, έκφραση για να βεβαιώσουμε κάποιον πως του λέμε αλήθεια: «μάρτυς μου ο Θεός, όλα έγιναν ακριβώς έτσι όπως στα λέω»·
- μας ξέχασε ο Θεός, λέγεται στην περίπτωση που γενικά συμβαίνουν πολλά δεινά μαζεμένα:  «απ’ τη μια οι σεισμοί, απ’ την άλλη οι πυρκαγιές, οι πλημμύρες από δω, τα δυστυχήματα από κει, μας ξέχασε ο Θεός»· βλ. και φρ. τον ξέχασε ο Θεός·
- με πήρε ο Θεός τα μυαλά, ξαφνικά συμπεριφέρθηκα ανόητα, άστοχα, απερίσκεπτα, επιπόλαια, τρελά, όπως ποτέ δε συμπεριφερόμουν: «κάποια στιγμή με πήρε ο Θεός τα μυαλά και τους έκανα άνω κάτω με τις αγριοφωνάρες μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το λες και·
- με στράβωσε ο Θεός, βλ. φρ. με πήρε ο Θεός τα μυαλά·
- με το ευλογητός ο Θεός ημών, με την αρχή, με το ξεκίνημα μιας δουλειάς, υπόθεσης ή κάποιας διαδικασίας: «τον πήρα για μια δουλειά που είχα κλείσει και με το ευλογητός ο Θεός ημών ήθελε να τον πληρώσω! || με το ευλογητός ο Θεός ημών της ακροαματικής διαδικασίας, φάνηκε αμέσως ποιος ήταν ο αθώος και ποιος ο ένοχος». Αναφορά στην εκκλησιαστική φρ. εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε νῦν καὶ ἀεὶ καὶ  εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, με την οποία αρχίζει η κάθε ακολουθία·    
- με το θέλημα του Θεού, βλ. λ. θέλημα·
- με του Θεού τη χάρη, με τη βοήθεια, με την ευσπλαχνία του Θεού: «με του Θεού τη χάρη πέρασα όλες τις δυσκολίες που μου έτυχαν στη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: μα με του Θεού τη χάρη, βγήκα πάλι παλικάρι
- μένω στο έλεος του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- μετά φόβου Θεού, βλ. λ. φόβος·
- μέχρι κι ο Θεός τα ’βαλε μαζί μου, δε βρήκα από κανέναν και από πουθενά βοήθεια, κυνηγήθηκα από τους πάντες: «ένα διάστημα δεν είχα πού την κεφαλήν κλίνη· μέχρι κι ο Θεός τα ’βαλε μαζί μου». (Λαϊκό τραγούδι: φύσηξ’ ο βοριάς της παρηγοριάς πάνω στο κορμί μου, άλλαξ’ ο καιρός μέχρι κι ο Θεός τα ’βαλε μαζί μου). Συνήθως λέγεται με παράπονο ή με ένα αίσθημα εγκατάλειψης·
- μη για όνομα του Θεού! παρακλητική έκφραση με την οποία προσπαθούμε να παρεμποδίσουμε ή να αποτρέψουμε κάποιον να κάνει κάτι, ιδίως παράτολμο ή κακό: «θα πατήσω το πεντάλ και θα πιάσουμε διακόσια χιλιόμετρα την ώρα. -Μη για όνομα του Θεού! || θα τον κλείσω στη φυλακή τον άτιμο. -Μη για όνομα του Θεού!». Τις περισσότερες φορές, δικαιολογούμε και το λόγο για τον οποίο αποτρέπουμε το συνομιλητή μας να προβεί στην πράξη που δηλώνει: «θα πατήσω το πεντάλ και θα πιάσουμε διακόσια χιλιόμετρα την ώρα. -Μη για όνομα του Θεού, γιατί θα σκοτωθούμε! || θα τον κλείσω στη φυλακή τον άτιμο. -Μη για όνομα του Θεού, γιατί έχει μικρά παιδιά να θρέψει!»·
- μη για το Θεό! βλ. φρ. μη για όνομα του Θεού(!)·
- μια χαρά Θεού ή μια χαρά Θεού είναι…, βλ. λ. χαρά·
- μόλις βγήκε, ο Θεός έσπασε το καλούπι, βλ. λ. καλούπι·
- μου βγαίνει ο Θεός, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο Θεός κάθε μέρα στη δουλειά». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία / μου βγαίνει η πίστη / μου βγαίνει η ψυχή / μου βγαίνει ο κώλος / μου βγαίνει ο πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
- μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα, καταβασανίζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα κάθε μέρα για να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα / μου βγαίνει η πίστη ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα / μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα·
- μου ’ρχεται, μα το Θεό να… ή μα το Θεό, μου ’ρχεται να…, λέγεται στην περίπτωση που ενσυνείδητα ή υποσυνείδητα νιώθουμε έντονη και ισχυρή την τάση να κάνουμε κάτι συγκεκριμένο: «κάθε φορά που βλέπω αυτόν τον παλιάνθρωπο, μου ’ρχεται, μα το Θεό, να τον σπάσω στο ξύλο || κάθε φορά που βλέπω αυτόν το φουκαρά, μου ’ρχεται, μα το Θεό, να βάλω τα κλάματα». (Λαϊκό τραγούδι: είναι τώρα λίγος καιρός όπου την αγαπάω και μου ’ρχεται, μα το Θεό, στη μάνα της να πάω). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·
- να έχεις την ευλογία του Θεού, βλ. λ. ευλογία·
- να έχεις την ευχή του Θεού, βλ. λ. ευχή·
- να με κάψει ο Θεός! ή ο Θεός να με κάψει! είδος όρκου για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον, αναφορά στη θεϊκή τιμωρία για να τονίσουμε τις καλές μας προθέσεις: «αν δεν είναι τα πράγματα έτσι όπως στα λέω, να με κάψει ο Θεός! || αν κάνω εγώ αυτό το πράγμα, να με κάψει ο Θεός!»·
- να μη σου δώσει ο Θεός όσα μπορείς ν’ αντέξεις, λέγεται ως ευχή σε κάποιον, γιατί ο άνθρωπος σε μια δύσκολη στιγμή έχει απεριόριστη αντοχή, οπότε το υπονοούμενο είναι πως, αν του δώσει ο Θεός όσα μπορεί να αντέξει, τότε θα του δώσει πάρα πολλές δυσκολίες· 
- να μη φτάσεις να δεις Θεού πρόσωπο, είδος κατάρας με την έννοια, να μην αξιωθείς, να μην προλάβεις να καλυτερεύσεις τη ζωή σου, να αντιμετωπίζεις συνέχεια μεγάλες δυσκολίες και προβλήματα: «για το κακό που μου ’κανες, να μη φτάσεις να δεις Θεού πρόσωπο»·
- να μην (το) δώσει ο Θεός, βλ. φρ. ας μην (το) δώσει ο Θεός·
- να σε κάψει ο Θεός! ή ο Θεός να σε κάψει! είδος κατάρας που απευθύνουμε εναντίον κάποιου·
- νεράκι του Θεού, βλ. λ. νεράκι·
- ξαναβλέπω Θεού πρόσωπο, μετά από περίοδο δυσκολιών, άρχισε να βελτιώνεται η κατάσταση μου, άρχισα πάλι να ευημερώ: «μετά τη βοήθεια που δέχθηκα απ’ το φίλο μου, ξαναβλέπω Θεού πρόσωπο»·
- ξέρει ο Θεός ποιο δέντρο μαραίνει, ο Θεός δεν τιμωρεί τυχαία τους ανθρώπους: «ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει, και νομίζει πως ο Θεός ρίχνει την τιμωρία και σ’ όποιον πάει, όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα, γιατί ξέρει ο Θεός ποιο δέντρο μαραίνει»·
- ο δούλος (η δούλη) του Θεού, βλ. λ. δούλος·
- ο δρόμος του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αγαπάει όμως και το νοικοκύρη, δεν υπάρχει περίπτωση να αδικήσει κανείς κάποιον και να μην το πληρώσει αργά ή γρήγορα·
- ο Θεός άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει, ηπιότερη έκφραση του ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε (βλ. φρ.)·
- ο Θεός αλλού πλάθει κι αλλού κλάνει, βλ. συνηθέστ. ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε·
- ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε ή ο Θεός άλλους τους έπλασε κι άλλους τους έκλασε, χαρακτηριστική έκφραση απογοητευμένου ανθρώπου για την κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του, καθώς βλέπει άλλους να πορεύονται με επιτυχία και προκοπή·
- ο Θεός αργεί, μα δε λησμονεί, ο Θεός μπορεί να αργεί πολλές φορές να επέμβει για βοήθεια ή για τιμωρία, αλλά σίγουρα κάποτε επεμβαίνει: «κάποια μέρα θα τιμωρηθείς από τη θεία δικαιοσύνη για το κακό που μου έχεις κάνει, γιατί ο Θεός αργεί, μα δε λησμονεί»·
- ο Θεός ας με συχωρέσει ή ο Θεός να με συχωρέσει, βλ. φρ. Θεέ μου σχώρα με·
- ο Θεός βοηθός! παράκληση ατόμου που έχει εμπλακεί σε δυσκολίες να επέμβει ο Θεός να το βοηθήσει· βλ. και φρ. κι ο Θεός βοηθός·
- ο Θεός είναι μεγάλος! α. παρηγορητική υπενθύμιση της μακροθυμίας του Θεού σε περίπτωση απογοήτευσης ή υπενθύμιση της σωτήριας βοήθειας του Θεού σε περίπτωση μεγάλης δυστυχίας: «κάνε λίγο υπομονή και να δεις που όλα θα περάσουν, γιατί ο Θεός είναι μεγάλος». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν σε πήρε κάποιος άλλος, ο Θεός είναι μεγάλος). β. δηλώνει πίστη πως τα πράγματα θα διορθωθούν: «μπορεί να περνάω δύσκολες μέρες, αλά ο Θεός είναι μεγάλος κι όλα θα φτιάξουν!»·
- ο Θεός κι η ψυχή μου το ξέρουν! μόνο ο Θεός κι εγώ γνωρίζουμε τι βάσανα και τι δυσκολίες πέρασα για να πετύχω κάτι: «ο Θεός κι η ψυχή μου το ξέρουν τι πέρασα για ν’ αγοράσω αυτό το σπιτάκι! || ο Θεός κι η ψυχή μου το ξέρουν τι τράβηξα για να σπουδάσω τα παιδιά μου!»·
- ο Θεός κι η ψυχή του, έκφραση με την οποία αφήνουμε κάποιον εντελώς ελεύθερο να αποφασίσει για θέμα που μας αφορά ή και που αφορά τον ίδιο και που έχει μια διάθεση δυσπιστίας για το αν ενεργήσει σωστά, όπως πρέπει: «εγώ πάντως του ζήτησα συγνώμη. Από εκεί και πέρα ο Θεός κι η ψυχή του || εγώ, ό,τι συμβουλή ήταν να του δώσω, του την έδωσα, τώρα το τι θα κάνει, ο Θεός κι η ψυχή του»·
- ο Θεός κι ο λόγος σου! λέγεται ευχετικά, όταν μας λέει κάποιος κάτι που μας συμφέρει, μας εξυπηρετεί ή μας ικανοποιεί, να το ακούσει ο Θεός για να το πραγματοποιήσει: «δεν ξέρεις πόσο θέλω να γίνει καλά ο πατέρας σου! -Ο Θεός κι ο λόγος σου! || ε ρε και να σου τύχει το λαχείο που αγόρασες! -Ο Θεός κι ο λόγος σου!»·
- ο Θεός μαζί σου, ευχετική έκφραση σε κάποιον που αναχωρεί για κάπου ή που βρίσκεται στο ξεκίνημα μιας ενέργειάς του·
- ο Θεός μονάχα ξέρει, βλ. φρ. ένας Θεός ξέρει. (Λαϊκό τραγούδι: χαραμίστηκε η ζωή μου μες στα χέρια τα δικά σου, ο Θεός μονάχα ξέρει πόσα τράβηξα κοντά σου
- ο Θεός μονάχα ξέρει αν… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πότε… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πού… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πώς…, βλ. φρ. ένας Θεός ξέρει αν… (Λαϊκό τραγούδι: κάποιο τρένο θα περάσει απ’ τη ζωή μας βιαστικό, τη βαλίτσα μας στο χέρι κι ο Θεός μονάχα ξέρει πού θα κάνουμε σταθμό
- ο Θεός ν’ αναπαύσει την ψυχή του, ευχή σε κάποιον που πέθανε·
- ο Θεός να βάλει το χέρι του! (το χεράκι του!), παράκληση κάποιου που έχει εμπλακεί σε δυσκολίες να επέμβει ο Θεός να τον βοηθήσει·
- ο Θεός να δώσει! λέγεται ευχετικά, όταν μας λέει κάποιος κάτι που μας συμφέρει, μας εξυπηρετεί ή μας ικανοποιεί, να το ακούσει ο Θεός για να το πραγματοποιήσει: «πολύ θα χαρώ, αν περάσει ο γιος σου στο πανεπιστήμιο! -Ο Θεός να δώσει»·
- ο Θεός να ευδοκήσει! βλ. φρ. ο Θεός να δώσει(!)·
- ο Θεός να κάνει το θαύμα του! βλ. φρ. ο Θεός να βάλει το χέρι του! (το χεράκι του!)·
- ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, ευχή να μη συμβεί το κακό στο οποίο αναφέρομαι ή να μην είναι έτσι το κακό που λέω για κάποιον, μακάρι να διαψευστώ: «άκουσα πως ο τάδε έβαλε χέρι στο ταμείο, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη || ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, αλλά έμαθα πως η τάδε του τα φοράει του φίλου μας»·
- ο Θεός να μη μας το χρωστάει αυτό το κακό ή ο Θεός να μη μας το χρωστάει τέτοιο κακό, λέγεται στην περίπτωση που απευχόμαστε να συμβεί και σε μας το κακό για το οποίο κουβεντιάζουμε: «έμεινε ολομόναχος στη ζωή, γιατί έχασε όλη του την οικογένεια σ’ ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. -Ο Θεός να μη μας το χρωστάει τέτοιο κακό»·
- ο Θεός να μη το δώσει, ευχή για να μη συμβεί το κακό στο οποίο αναφερόμαστε·
- ο Θεός να μου κόβει μέρες και να σου δίνει χρόνια, έκφραση με την οποία δείχνουμε την υπέρμετρη αγάπη μας σε πολυαγαπημένο μας πρόσωπο·
- ο Θεός να σ’ ευλογεί, ευχή που δίνουμε σε κάποιον να έχει την ευλογία του Θεού: «ο Θεός να σ’ ευλογεί, φίλε μου, που με βοήθησες»·
- ο Θεός να σε καλοδρομίζει, ευχή σε κάποιον που πρόκειται να ταξιδέψει·
- ο Θεός να σε πληρώσει ή ο Θεός να στο πληρώσει, ευχή ατόμου, που βοηθήσαμε, να αποζημιωθούμε από το Θεό ή κατάρα ατόμου, που του κάναμε κάποιο κακό, να τιμωρηθούμε από το Θεό·
- ο Θεός να σε φυλάει, ευχή σε κάποιον να έχει την προστασία του Θεού: «ο Θεός να σε φυλάει απ’ τους κακούς ανθρώπους». (Λαϊκό τραγούδι: Σακραμέντο και Νοτάη ο Θεός να σε φυλάει. Πέρασα κι από το Φρίσκο όλο μπελαλήδες βρίσκω
- ο Θεός να σε φωτίσει ή να σε φωτίσει ο Θεός ευχή σε κάποιον να τον καθοδηγήσει ο Θεός, ώστε να μπορέσει να ενεργήσει με τον ορθό, το σωστό, τον ενδεδειγμένο τρόπο, να τον βοηθήσει να πάρει τη σωστή απόφαση: «τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα, γι’ αυτό εύχομαι να σε φωτίσει ο Θεός να κάνεις το σωστό»·
- ο Θεός να σου δίνει φώτιση, ευχή που δίνουμε σε κάποιον να τον καθοδηγεί ο Θεός, ώστε να ενεργεί ορθά, σωστά, ώστε να παίρνει τις σωστές αποφάσεις: «εκεί που θα πας, παιδάκι μου, ο Θεός να σου δίνει φώτιση». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλή·
- ο Θεός να στα φέρει δεξιά ή ο Θεός να τα φέρει δεξιά, ευχή σε κάποιον, που βασανίζεται από κάποιο πρόβλημα, να βρεθεί ευνοϊκή λύση, να έχει αίσια κατάληξη·
- ο Θεός να στα φέρνει (πάντα) δεξιά, ευχή σε κάποιον, που μας πληροφορεί πως γενικά όλα τα πράγματα στη ζωή του πηγαίνουν ευνοϊκά, να συνεχίσουν να πηγαίνουν ευνοϊκά, ή ευχή σε κάποιον, που μας βοήθησε, να είναι ευτυχισμένος, χωρίς προβλήματα·
- ο Θεός να το κάνει…, ειρωνική έκφραση, που δηλώνει πως το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει καμιά χρηστικότητα είτε λόγω παλαιότητας είτε λόγω ακαταλληλότητας ή, και αν την έχει, είναι μηδαμινή ή και επικίνδυνη:  «αγόρασε ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, αλλά ο Θεός να το κάνει αυτοκίνητο, γιατί φοβάσαι και να μπεις μέσα || αγόρασε ένα διαμέρισμα, αλλά ο Θεός να το κάνει διαμέρισμα, γιατί είναι στο υπόγειο μιας παλιάς οικοδομής»·
- ο Θεός να τον κάνει…, ειρωνική έκφραση, που δηλώνει πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος δεν έχει καμιά από τις ιδιότητες που το αποδίδουν ή, και αν τις έχει, είναι μηδαμινές: «θα πάω στο γιατρό μου για μια εξέταση. -Ο Θεός να τον κάνει γιατρό αυτόν τον κομπογιαννίτη || έδωσα την υπόθεσή μου σ’ έναν δικηγόρο, αλλά ο Θεός να τον κάνει δικηγόρο, γιατί είναι απ’ τους μεγαλύτερους χασοδίκες»·
- ο Θεός να φυλάει! βλ. φρ. Θεός φυλάξοι(!)·
- ο Θεός ο ίδιος να… ή ο ίδιος ο Θεός να…, δηλώνει εμμονή σε κάποια απόφασή μας: «ο Θεός ο ίδιος να μου το πει, εγώ δεν αποσύρω τη μήνυση που του ’κανα || ο Θεός ο ίδιος να με παρακαλέσει να μην πάω, εγώ θα πάω για να του μπω στο μάτι»·
- ο Θεός πάντα το καλό, ευχετική προσφώνηση ανάμεσα σε πότες, την ώρα που σηκώνουν το ποτήρι τους να πιουν. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και (κι)·
- ο Θεός σκάλες ανεβάζει και σκάλες κατεβάζει, έκφραση που δηλώνει πως η τύχη είναι ευμετάβλητη και συνήθως απευθύνεται προειδοποιητικά σε κείνους που παινεύονται για την καλή τους τύχη: «μην κοκορεύεσαι για την καλή σου τύχη, γιατί ο Θεός σκάλες ανεβάζει και σκάλες κατεβάζει»· βλ. και φρ. ο Θεός άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει·
- ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι, ο Θεός στέλνει τις μεγάλες στενοχώριες, τις μεγάλες συμφορές, τα μεγάλα βάρη, σε κείνους που μπορούν να τα αντέξουν: «ό,τι κακό και να σου τύχει εσένα, δε σε φοβάμαι, γιατί ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι»·
- ο Θεός της Ελλάδας, βλ. λ. Ελλάδα·
- ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά, παράλληλα με τη φροντίδα του Θεού, πρέπει και εμείς να φροντίζουμε για τα προς το ζην: «εσύ την άραξες στο σπίτι σου και τα περιμένεις όλα απ’ το Θεό. Βέβαια, ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά». Πρβλ.: σύν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει·
- ο καλόγερος κοιμάται κι ο Θεός του μαγειρεύει, λέγεται για άτομο που, χωρίς να κοπιάζει διόλου, του έρχονται όλα ευνοϊκά, ή λέγεται για άτομο του οποίου για την προκοπή του ενδιαφέρεται ενεργά κάποιος άλλος: «γι’ αυτόν δεν πρέπει ν’ ανησυχείς, γιατί ο καλόγερος κοιμάται κι ο Θεός του μαγειρεύει». Συνών. αυτός κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει·
- ο κουβαλητής θυμάται το Θεό, μόνο όταν έχει το φορτίο στον ώμο του, βλ. λ. κουβαλητής·
- ο Λόγος του Θεού, βλ. λ. λόγος·
- ο Νόμος του Θεού, βλ. λ. νόμος·
- οίκος (του) Θεού, βλ. λ. οίκος·
- όλες οι μέρες είναι του Θεού, βλ. λ. μέρα·
- όποιον αγαπά ο Θεός παιδεύει, όποιον αγαπά ο Θεός τον υποβάλλει σε δοκιμασίες: «η στενοχωριέσαι με τις δυσκολίες που σου τυχαίνουν, γιατί όποιον αγαπά ο Θεός παιδεύει». Πρβλ.:
ν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται. (Παύλου Προς Εβραίους, ιβ΄ 6]·
- όποιος δίνει σε φτωχό, δανείζει στο Θεό, όποιος ελεεί φτωχό, ο Θεός θα του το ανταποδώσει. Η φρ. υπάρχει γραμμένη σε πολλές εκκλησίες·
- όποιος λέει την αλήθεια, έχει το Θεό βοήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- όπου δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάβολος ανίψια, βλ. λ. ανίψι·
- όπως ορίζει ο Θεός ή όπως ορίσει ο Θεός, σύμφωνα με την επιθυμία του Θεού: «δεν μπορείς ν’ αλλάξεις τίποτα στη ζωή, γιατί όλα γίνονται όπως ορίσει ο Θεός»·
- οργή Θεού, βλ. λ. οργή·
- όσο θέλεις δούλευε κι όσα θέλει ο Θεός θα σου δώσει, παρ’ όλη την εργατικότητα του ανθρώπου αν δεν υπάρχει και η θεϊκή βούληση, τότε δε θα μπορέσει να προκόψει·
- όταν γαμείς, λεν το φτωχό, να κοιτάς και το Θεό, βλ. λ. φτωχός·
- όταν δίνει ο Θεός τ’ αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί, είναι και φορές που η ατυχία μας εμποδίζει να απολαύσουμε τα οφέλη από τις προσπάθειές μας, τα αγαθά τον κόπων μας: «καμιά φορά έρχονται έτσι τα πράγματα στη ζωή, που, όταν δίνει ο Θεός τ’ αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί»·   
- όταν θέλει να χαλάσει ο Θεός τον μέρμηγκα, του βάζει φτερά και πετάει, βλ. λ. μυρμήγκι·
- όταν ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών, όταν έχουμε την προστασία του Θεού, δεν πρέπει να φοβόμαστε κανένα κακό από οποιονδήποτε·
- όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός κοιμόταν ή όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός είπε όχι ευχαριστώ ή όταν ο Θεός πετούσε μυαλά, αυτός κρατούσε ομπρέλα, λέγεται ειρωνικά για άτομο που δεν έχει καθόλου μυαλό, που είναι πολύ κουτός, ανόητος, βλάκας: «μην τον συνερίζεσαι γι’ αυτά που λέει και κάνει, γιατί, όταν ο Θεός πετούσε μυαλά, αυτός κρατούσε ομπρέλα»·
- όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει, από το ότι, τα πάντα στη ζωή του ανθρώπου είναι ρευστά, απρόβλεπτα και εξαρτιόνται από τη βούληση του Θεού: «πάνε ν’ ανάψεις κανένα κεράκι τώρα που ξεκινάς καινούρια δουλειά, γιατί δεν πρέπει να σου διαφεύγει πως όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει»·    
- (ούτε) το Θεό μπάρμπα να ’χει, με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση δε θα πραγματοποιήσουμε ή δε θα αφήσουμε να πραγματοποιηθεί κάτι που τον συμφέρει ή που τον ωφελεί: «δε θα τον πάρω στη δουλειά μου, ούτε το Θεό μπάρμπα να ’χει || δε θα του δώσω την άδεια που θέλει, ούτε το Θεό μπάρμπα  να ’χει»·
- παιδιά ενός κατώτερου Θεού, βλ. λ. παιδί·
- παιδιά του Θεού, βλ. λ. παιδί·
- πήγαινε στην ευχή του Θεού! βλ. λ. ευχή·
- πήγαινε στο έλεος του Θεού! βλ. λ. έλεος·
- πήγε στο Θεό, πέθανε και σίγουρα η ψυχή του πήγε στον Παράδεισο: «ήταν πολύ καλός άνθρωπος ο σχωρεμένος και σίγουρα η ψυχή του πήγε στο Θεό». Συνηθισμένη δικαιολογία σε μικρό παιδί για το θάνατο ατόμου της οικογενείας του·
- πλάσμα του Θεού, βλ. λ. πλάσμα·
- πλούσια, Θεέ μου, τα ελέη σου! ή πλούσια τα ελέη του Θεού! αναφώνηση ευχαριστίας προς το Θεό για την αφθονία αγαθών, ιδίως τροφών που υπάρχουν σε ένα τραπέζι·
- ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε! ξέσπασε με τέτοια οργή και μανία, που προξενούσε φόβο: «μόλις μας είδε να τεμπελιάζουμε, άρχισε να φωνάζει σαν μανιακός και ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε!»·
- προβατάκι του Θεού, βλ. λ. προβατάκι·
- προς Θεού! παρακλητική έκφραση με την οποία προσπαθούμε να παρεμποδίσουμε ή να αποτρέψουμε κάποιον να κάνει κάτι, ιδίως κακό, ή έκφραση που επιτείνει την άρνησή μας για κάτι κακό που μας προσάπτει κάποιος: «προς Θεού, πρέπει να προσέχουμε καλά μη μας συμβεί κανένα κακό! || μα τι λες, προς Θεού, ούτε που το σκέφτηκα να σε κατηγορήσω!»·
- πρώτα ο Θεός, βλ. φρ. Θεού θέλοντος·
- πρώτη βοήθεια του Θεού, δεύτερη του γειτόνου, έκφραση με την οποία θέλουμε να υπογραμμίσουμε την αξία του καλού γείτονα: «ο καλός γείτονας είναι μεγάλη τύχη για κάποιον, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πρώτη βοήθεια του Θεού, δεύτερη του γειτόνου»·
- πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! ή πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει! α. έχω εξαντληθεί σωματικά ή οικονομικά: «ήταν τόσο κουραστική σήμερα η δουλειά, που πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει! || έπεσε τέτοια αναδουλειά στο μαγαζί και το πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει!». β. μετά βίας συγκρατώ τα νεύρα μου, μετά βίας συγκρατιέμαι να μην ενεργήσω βίαια εναντίον κάποιου: «λέει τέτοιες ανοησίες και πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει!». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το μόνο ή το μονάχα, ενώ πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άρθρο το·
- πώς κρατιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! ή πώς κρατώ, ένας Θεός το ξέρει! βλ. φρ. πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει(!)·
- σε τι Θεό πιστεύεις; λέγεται σε άτομο που συμπεριφέρεται με μεγάλη σκληρότητα και δηλώνει συνήθως παράκληση να συμπεριφερθεί πιο ήπια ή με επιείκεια: «μην τον κλείσεις φυλακή για μια κωλοεπιταγή, που δεν είχε να σου πληρώσει, σε τι Θεό πιστεύεις;»·
- σημαδεμένος απ’ το Θεό, αυτός που είναι ανάπηρος, σακάτης εκ γενετής: «τον τρώει ένα σαράκι, γιατί έχει ένα παιδί σημαδεμένο απ’ το Θεό»·
- στην ευχή του Θεού, βλ. λ. ευχή·
- στο Θεό σου! βλ. φρ. για (τ’) όνομα του Θεού! (Λαϊκό τραγούδι: Έλλη, στο Θεό σου, τι έχεις στο μυαλό σου;)·
- στο φαΐ και στο γαμήσι ο Θεός δεν κάνει κρίση, κανένας δεν μπορεί να κατακρίνει κάποιον, με οποιονδήποτε τρόπο κι αν ενεργεί, για την απόκτηση ζωτικών αναγκών στη ζωή του·
- συν Θεώ, με τη βοήθεια του Θεού: «συν Θεώ όλα θα πάνε καλά»·
- τ’ αγαθά του Θεού, βλ. λ. αγαθό·
- τα ελέη του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- τα καλά του Θεού, αφθονία υλικών αγαθών: «τα καλά του Θεού έχουμε, δε μας λείπει τίποτα»·
- τέλος και τω Θεώ δόξα, βλ. λ. τέλος·
- τέρμα Θεού, βλ. λ. τέρμα·
- τέρμα και τω Θεώ δόξα, βλ. λ. τέρμα·
- τι Θεό λατρεύει, βλ. φρ. σε τι Θεό πιστεύει·
- τι Θεό λατρεύεις; βλ. φρ. σε τι Θεό πιστεύεις(;)·
- τι κάνει ο Θεός, όταν έχει κέφια! θαυμαστικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. Πολλές φορές, τη φρ. προτάσσεται το πω πω ή το ε ρε·
- τι να σε βαρέσω, που ’σαι βαρεμένος απ’ το Θεό, βλ. φρ. τι να σε χτυπήσω, που ’σαι χτυπημένος απ’ το Θεό·
- τι να σε χτυπήσω, που ’σαι χτυπημένος απ’ το Θεό, υποτιμητική έκφραση σε άτομο που δεν καταδεχόμαστε ούτε να το χτυπήσουμε, γιατί η μεγάλη βλακεία του, η μεγάλη ανοησία του θεωρούμε πως είναι χτύπημα από το Θεό· 
- το γκαβό πουλί ο Θεός δυο φορές το βλέπει, βλ. λ. πουλί·
- το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει, βλ. λ. πουλί·
- το Θεό, ειρωνική έκφραση ή έκφραση φιλοφροσύνης στο ευχαριστώ που μας λέει κάποιος για κάποια εξυπηρέτηση ή άλλη διευκόλυνση που του κάναμε·
- το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο Θεός, βλ. φρ. το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς, λ. παπάς·
- το ’χω Θεό (μου) ή το ’χω για Θεό (μου) ή το ’χω σαν Θεό (μου), το λατρεύω, το αγαπώ πάρα πολύ, ιδίως το χρήμα: «όλοι στην οικογένειά μου ήταν τσιγκούνηδες άνθρωποι κι έτσι έμαθα κι εγώ να ’χω σαν Θεό το χρήμα». (Λαϊκό τραγούδι: την έσπασες στα γρήγορα, γι’ άλλο κορόιδο τρέχεις, γιατί το χρήμα αγαπάς και για Θεό το έχεις!
- τον αγαπάει σαν Θεό, τον υπεραγαπά: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν τον αγαπάει σαν Θεό». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος το ’πε πως εγώ σε ξεχνώ, εγώ για σένα λιώνω νύχτα μέρα στο κόσμο σαν Θεό σ’ αγαπώ
- τον βλέπει σαν Θεό, τον υπεραγαπά, τον λατρεύει: «ο άντρας της δε της χαλάει χατίρι κι αυτή τον βλέπει σαν Θεό»·
- τον βλέπει στα μάτια σαν Θεό ή τον βλέπει σαν Θεό στα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- τον έκανα Θεό ή τον έχω κάνει Θεό, τον θερμοπαρακάλεσα: «τον έκανα Θεό να με βοηθήσει, αλλά αυτός τίποτα || τον έκανα Θεό ν’ αποσύρει τη μήνυση κι ευτυχώς που τον έπεισα». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ έχω κάνει Θεό μια φορά να σε δω, να σου πω σ’ αγαπώ γύρνα πίσω
- τον ευλόγησε ο Θεός με τα δυο τα χέρια, πρόκειται για πολύ τυχερό, για πολύ ευτυχισμένο άνθρωπο: «με ό,τι καταπιαστεί, βγάζει ένα σωρό λεφτά, λες και τον ευλόγησε ο Θεός με τα δυο τα χέρια»·  
- τον έχω Θεό (μου) ή τον έχω για Θεό μου ή τον έχω σαν Θεό (μου), τον λατρεύω, τον αγαπώ πάρα πολύ: «μην πεις κουβέντα για τον πατέρα του, γιατί τον έχει Θεό του». (Λαϊκό τραγούδι: σε είχα σαν Θεό μου σε λάτρευα πολύ, μα εσύ αντί για μάννα μου έδωσες χολή
- τον κοιτάζω σαν Θεό, τον λατρεύω, τον αγαπώ πάρα πολύ και παράλληλα τον σέβομαι υπερβολικά: «τους γονείς του τους κοιτάζει σαν Θεό». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, σαν Θεό μου σε κοιτώ, αχ, σε λατρεύω σ’ αγαπώ· μα εσύ αδιαφορείς, δε γυρίζεις να με δεις
- τον ξέχασε ο Θεός, είναι υπέργηρος: «μη ρωτάς πόσο χρονών είναι, τον ξέχασε ο Θεός»· βλ. και φρ. μας ξέχασε ο Θεός·
- τον πήρε ο Θεός, πέθανε: «είναι μήνες τώρα που τον πήρε ο Θεός». Πρβλ. Άγιε μου Γιώργη γείτονα, να μ’ έπαιρνες να γλίτωνα (Λαϊκό τραγούδι)·
- τον τιμώρησε ο Θεός, τελικά δε γλίτωσε την τιμωρία: «μπορεί να ξέφυγε απ’ τους ανθρώπους, αλλά στο τέλος τον τιμώρησε ο Θεός»·
- του βγάζω το Θεό, τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ, τον τυραννώ: «του ’βγαλε το Θεό μέχρι να του επιστρέψει τα δανεικά που του είχε πάρει». Συνών. του βγάζω την Παναγία / του βγάζω την πίστη / του βγάζω την ψυχή / του βγάζω το λάδι / του βγάζω το Χριστό / του βγάζω τον κώλο / του βγάζω τον πάτο·
- του βγάζω το Θεό ανάποδα, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ, τον κατατυραννώ: «μπορεί να του βγάζω το Θεό ανάποδα κάθε μέρα, επειδή του ανέθεσα δύσκολη δουλειά, αλλά τον πληρώνω διπλάσια». Συνών. του βγάζω την Παναγία ανάποδα / του βγάζω την πίστη ανάποδα / του βγάζω την ψυχή ανάποδα / του βγάζω την ψυχή απ’ το στόμα / του βγάζω το Χριστό ανάποδα / του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω) / του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω)·
- του γαμώ το Θεό, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον είδε που ενοχλούσε έγκυο γυναίκα κι εκεί μπροστά στον κόσμο του γάμησε το Θεό». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις κατάλαβε ο πατέρας του πως ήταν πάλι πιωμένος του γάμησε το Θεό || τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε το Θεό». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά.Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του ’δωσε ο Θεός πετσάκι κι αυτός άνοιξε βυρσοδεψείο, βλ. λ. πετσάκι·
- του Θεού το χρόνια δε σώνονται, α. λέγεται για τους βιαστικούς και ανυπόμονους ανθρώπους: «σιγά, ρε άνθρωπέ μου, μη βιάζεσαι, του Θεού τα χρόνια δε σώνονται». β. λέγεται από αυτούς που δε βιάζονται, που αφήνουν για το μέλλον αυτά που μπορούν να κάνουν σήμερα, που αναβάλλουν συνεχώς: «έλα μωρέ, γιατί να βιαστώ, του Θεού τα χρόνια δε σώνονται»· 
- του τα δίνει ο Θεός με τη σέσουλα, βλ. φρ. του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι·
- του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι, λέγεται για την αφθονία υλικών αγαθών που έχει κάποιος, και που συνεχώς προστίθενται και άλλα: «πώς να μην είναι ευτυχισμένος, απ’ τη στιγμή που του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι;»·
- του τα δίνει ο Θεός με το τσουβάλι, βλ. συνηθέστ. του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι·
- του χρωστάει ο Θεός, λέγεται για άτομο που, με ό,τι καταπιάνεται, κερδίζει με ευκολία πάρα πολλά λεφτά: «μην απορείς για το χρήμα που βγάζει αυτός ο άνθρωπος, γιατί του χρωστάει ο Θεός»·
- Ύψιστε Θεέ! ή Ύψιστε Θεέ μου! βλ. λ. ύψιστος·
- υψώνω τα χέρια μου στο Θεό, βλ. λ. χέρι·
- φεύγω απ’ το δρόμο του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- φωνή λαού, οργή Θεού, βλ. λ. φωνή·
- χάλασε ο Θεός τον κόσμο, προκλήθηκε μεγάλη, ανυπολόγιστη καταστροφή από φυσικά κυρίως αίτια ή στοιχεία: «ήταν τόσο δυνατός ο σεισμός, που χάλασε ο Θεός τον κόσμο || έγιναν τέτοιες πλημμύρες, που χάλασε ο Θεός τον κόσμο»·
- ψωλή καυλωμένη Θεό δεν ονομάζει, βλ. λ. ψωλή.

καθαρός

καθαρός, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. καθαρός (= καθαρισμένος)], καθαρός. 1. που δεν έχει νοθευτεί, που είναι αμιγής, που του έχουν αφαιρεθεί οι ξένες ουσίες ή τα άχρηστα μέρη: «το δαχτυλίδι είναι από καθαρό χρυσό || καθαρό λάδι». 2. που είναι σαφής, ξεκάθαρος, που έχει διευκρινιστεί ή που δεν έχει ανάγκη να διευκρινιστεί, ο κατηγορηματικός: «μ’ αρέσουν πάντα οι καθαρές συζητήσεις». 3. που είναι γνήσιος, τίμιος, ντόμπρος, που είναι ηθικά άψογος, ο αγνός, ο έντιμος: «να του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί είναι καθαρός άνθρωπος || πρόσεχε μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί δε μου φαίνεται καθαρός άνθρωπος». 4. που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: «η ανατροπή του παίχτη μέσα στη μικρή περιοχή, ήταν καθαρό πέναλτι». 5α. το αρσ. ως ουσ. ο καθαρός, (στη γλώσσα των ναρκωτικών) αυτός που έχει αποτοξινωθεί: «έκανε ένα χρόνο στην Ιθάκη και τώρα είναι καθαρός». β. (στη γλώσσα της αργκό) αυτός που δεν έχει καθόλου χρήματα, ο απένταρος, ο άφραγκος, ιδίως αυτός που έχασε όλα τα λεφτά του σε κάποιο τυχερό παιχνίδι: «παίζαμε όλο το βράδυ πόκα και το πρωί ήμουν καθαρός». Συνών. στεγνός (3α). γ. αυτός που δεν κουβαλάει μαζί του όπλο, που είναι άοπλος: «άφησέ τον να περάσει, γιατί τον έψαξα και είναι καθαρός». δ. που δεν είναι σεσημασμένος, που δεν έχει φάκελο στην Ασφάλεια: «λέω να ’χουμε για μόστρα τον τάδε, γιατί είναι καθαρός». ε. που για αρκετό χρονικό διάστημα δεν έχει πιει κρασί ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό: «κάνω μια θεραπεία για το στομάχι μου κι είμαι καθαρός αρκετό καιρό || έκανε αποτοξίνωση κι εδώ κι ένα χρόνο είναι καθαρός». Συνών. στεγνός (3β). 6α. το θηλ. ως ουσ. η καθαρή, α. γυναίκα που δεν έχει τα έμμηνά της, την περίοδό της, τα ρούχα της: «δεν κάναμε έρωτα το βράδυ, γιατί δεν ήταν καθαρή». β. γυναίκα που δεν έχει κάποιο αφροδίσιο νόσημα: «κόλλησε βλεννόρροια, γιατί μ’ αυτή που πήγε δεν ήταν καθαρή». γ. γυναίκα που ασχολείται πάρα πολύ με την καθαριότητα του σπιτιού της ή του σώματός της: «χαίρεσαι να πηγαίνεις στο σπίτι της, γιατί είναι πολύ καθαρή ||  χαίρεσαι να την κάνεις παρέα, γιατί είναι πολύ καθαρή και μοσχομυρίζει αρώματα». δ. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) η ανόθευτη ηρωίνη: «σε πεθαίνει που σε πεθαίνει κάθε μέρα, αν είναι και καθαρή, πας μια ώρα αρχύτερα». 7α. το ουδ. ως ουσ. το καθαρό, το καθαρογραμμένο αντίγραφο προχειρογραμμένου πρωτότυπου: «καθαρόγραψε το συμβόλαιο και φέρε μου το καθαρό για τις υπογραφές». β. το επίσημο τετράδιο εργασιών μαθητή: «έκανα πρώτα τις ασκήσεις στο πρόχειρο και τώρα θα τις περάσω στο καθαρό». Συνών. το καλό (10γ, δ). γ. σερβίτσιο (πιάτο, μαχαιροπίρουνο, ποτήρι) που δεν χρησιμοποιήθηκε: «φέρε ένα καθαρό κι ένα μπουκάλι ακόμα κρασί». δ. (για όπλα) αυτό που δεν έχει χρησιμοποιηθεί σε κάποια παράνομη ή εγκληματική ενέργεια: «ανάμεσα στα στοιχεία που διαθέτει η αστυνομία είναι κι ένα όπλο το οποίο όμως όπως ανακοινώθηκε από τον αρμόδιο αστυνομικό είναι καθαρό». 8. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα καθαρά, το καθαρό κέρδος από δοσοληψία ή άλλη εμπορική πράξη: «δε θέλω να μου πεις τι τζίρο κάνεις το μήνα, αλλά τα καθαρά που μπαίνουν στην τσέπη σου». Υποκορ. καθαρούτσικος, -η κ. -ια, -ο. Επίρρ. καθαρά. (Ακολουθούν 50 φρ.)·
- βγαίνω καθαρός, αποδεικνύεται πως δεν είμαι ένοχος, αθωώνομαι: «στη δίκη που επακολούθησε, βγήκε καθαρός»·
- για να πω την καθαρή αλήθεια ή για να πούμε την καθαρή αλήθεια, βλ. λ.αλήθεια·
- γράφω στο καθαρό, βλ. συνηθέστ. περνώ στο καθαρό·
- δεν είναι καθαρός άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν τη βγάζω καθαρή, α. δεν καταφέρνω να περνώ άνετα τη ζωή μου: «όλοι στην παρέα μου είναι μια χαρά και μόνο εγώ δεν τη βγάζω καθαρή». β. δεν πληρώνω τις οικονομικές μου υποχρεώσεις, δεν τα βγάζω πέρα: «με την τελευταία αναδουλειά που έχει πέσει στην αγορά, δεν τη βγάζω καθαρή και είμαι εκτεθειμένος». γ. δεν αποφεύγω τις συνέπειες μιας παράνομης υπόθεσης στην οποία είμαι αναμεμειγμένος, δε γλιτώνω: «αν καταθέσει και ο τάδε στη δίκη, δεν τη βγάζω καθαρή». δ. βρίσκομαι από άποψη υγείας σε τόσο άσχημη κατάσταση, που θεωρείται βέβαιο πως θα πεθάνω: «οι γιατροί είπαν πως ο παππούς, δεν τη βγάζει καθαρή»· βλ. και φρ. τη βγάζω καθαρή·
- δεν υπάρχει αλεύρι, όσο ψιλό κι αν είναι, που να μην έχει πίτουρα, δεν υπάρχει κρασί, όσο καθαρό κι αν είναι, που να μην έχει κατακάθι, βλ. λ. υπάρχω·
- είδα τον ήλιο καθαρό, βλ. λ. ήλιος·
- είναι καθαρός και ξάστερος, είναι ειλικρινής, σαφής, ντόμπρος: «να πιστεύεις πάντα αυτά που σου λέει, γιατί είναι καθαρός και ξάστερος αυτός ο άνθρωπος»·
- είναι καθαρός ο ορίζοντας, βλ. λ. ορίζοντας·
- επιχείρηση καθαρά χέρια, βλ. λ. επιχείρηση·
- έχει καθαρή καρδιά ή έχει καρδιά καθαρή, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καθαρή σκέψη ή έχει σκέψη καθαρή, βλ. λ. σκέψη·
- έχει καθαρό μυαλό ή έχει μυαλό καθαρό, βλ. λ. μυαλό·
- έχω καθαρά χέρια ή έχω τα χέρια μου καθαρά, βλ. λ. χέρι·
- έχω καθαρό κούτελο ή έχω το κούτελό μου καθαρό, βλ. λ. κούτελο·
- έχω καθαρό μέτωπο ή έχω το μέτωπό μου καθαρό, βλ. λ. μέτωπο·
- έχω καθαρή τη συνείδηση μου ή έχω τη συνείδησή μου καθαρή, βλ. λ.συνείδηση·
- καθαρά γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
- καθαρά λόγια, βλ. λ. λόγια·
- καθαρά πράγματα, βλ. λ. πράγμα·
- καθαρά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- καθαρές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- καθαρή βρομάδα, βλ. λ. βδομάδα·
- Καθαρή (Καθαρά) Δευτέρα, βλ. λ. Δευτέρα·
- καθαρή δουλειά ή καθαρές δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- καθαρή σκέψη, βλ. λ. σκέψη·
- καθαρό κέρδος, βλ. λ. κέρδος·
- καθαρό κούτελο, βλ. λ. κούτελο·
- καθαρό μέτωπο, βλ. λ. μέτωπο·
- καθαρό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- καθαρό νερό, βλ. λ. νερό·
- καθαρός ουρανός, βλ. λ. ουρανός·
- καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται, βλ. λ. ουρανός·
- λέω την καθαρή αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- μας έπαιξαν καθαρά, α. (ιδίως για παίχτες ποδοσφαιρικού παιχνιδιού) οι αντίπαλοι παίχτες μας αντιμετώπισαν με αθλητικό πνεύμα: «δεν έχουμε παράπονο που χάσαμε, γιατί μας έπαιξαν καθαρά». β. (ιδίως για διαιτητές μπάσκετ) ήταν αμερόληπτοι: «δε δημιουργήθηκε ούτ’ ένα παρατράγουδο, γιατί οι διαιτητές μας έπαιξαν καθαρά». Αντίθ. μας έπαιξαν βρόμικα·
- μας έπαιξε καθαρά, (ιδίως για διαιτητή ποδοσφαίρου) ήταν αμερόληπτος: «δεν έχουμε παράπονο απ’ το αποτέλεσμα, γιατί ο διαιτητής μας έπαιξε καθαρά». Αντίθ. μας έπαιξε βρόμικα·
- με καθαρή σκέψη ή με σκέψη καθαρή ή με καθαρή τη σκέψη ή με τη σκέψη καθαρή, βλ. λ. σκέψη·
- με καθαρή συνείδηση ή με συνείδηση καθαρή ή με καθαρή τη συνείδηση ή με τη συνείδηση καθαρή, βλ. λ. συνείδηση·
- με καθαρό κούτελο ή με κούτελο καθαρό ή με καθαρό το κούτελο ή με το κούτελο καθαρό, βλ. λ. κούτελο·
- με καθαρό μέτωπο ή με μέτωπο καθαρό ή με καθαρό το μέτωπο ή με το μέτωπο καθαρό, βλ. λ. μέτωπο·
- με καθαρό μυαλό ή με μυαλό καθαρό ή με καθαρό το μυαλό ή με το μυαλό καθαρό, βλ. λ. μυαλό·
- μιλώ καθαρά και ξάστερα, βλ. φρ. τα λέω καθαρά και ξάστερα·
- παίζω καθαρά, χωρίς να κάνω παγαποντιές, τίμια: «δεν τον παίζουν χαρτιά, γιατί δεν παίζει καθαρά»·
- περνώ στο καθαρό, α. καθαρογράφω προχειρογραμμένο πρωτότυπο: «μόλις το περάσεις στο καθαρό, φέρε το να το υπογράψω». β. (για μαθητές) καθαρογράφω μια εργασία μου στο επίσημο τετράδιο εργασιών: «μόλις περάσω στο καθαρό τις ασκήσεις που έλυσα, θα ’ρθω να σας βρω»·
- πες το καθαρά, μίλησε χωρίς περιστροφές, χωρίς υπεκφυγές, μίλησε με ειλικρίνεια: «λένε πως ήσουν κι εσύ στην κομπίνα. Πες το καθαρά, ήσουν ή δεν ήσουν». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι και σε δει η νοικοκυρά μου και ρωτήσει το θες στην κάμαρά μου, πες της καθαρά πως είσαι η κυρά μου)· 
- στο λέω καθαρά, α. (απειλητικά) σου το διαβεβαιώνω, σε προειδοποιώ χωρίς περιστροφές, χωρίς υπεκφυγές: «αν δεν τακτοποιήσεις τις εκκρεμότητες που έχεις μαζί μου, θα ’χουμε κακά ξεμπερδέματα, στο λέω καθαρά». β. ομολογώ κάτι με ειλικρίνεια: «στο λέω καθαρά πως θέλω να χωρίσουμε». (Λαϊκό τραγούδι: μπορεί να στενοχωρηθώ που σ’ έχω συνηθίσει, μα σου το λέω καθαρά πως είναι όλα τυχερά μέσα σ’ αυτή τη ζήση)· βλ. και φρ. το λέω καθαρά· 
- στον καθαρό αέρα, βλ. λ. αέρας·
- τα λέω καθαρά και ξάστερα, μιλώ χωρίς περιστροφές, μιλώ χωρίς υπεκφυγές, μιλώ με ειλικρίνεια, τα λέω ντόμπρα, σταράτα: «δεν αφήνω σε κανέναν καμιά αμφιβολία, γιατί πάντα τα λέω καθαρά και ξάστερα»·
- τη βγάζω καθαρή, αποφεύγω τις δυσάρεστες συνέπειες κάποιας παρατυπίας ή παρανομίας μου ή περνώ ανώδυνα κάποιον κίνδυνο που διέτρεξα: «μίλησε το δικαστή ένας φίλος βουλευτής του πατέρα μου και την έβγαλα καθαρή στη δίκη || τη στιγμή που σηκώθηκαν να με δείρουν, ήρθε ένας φίλος μου παλαιστής κι έτσι την έβγαλα καθαρή, γιατί, μόλις τον είδαν, έκατσαν στ’ αβγά τους»· βλ. και φρ. τη βγάζω κοτσάνι, λ. κοτσάνι·
- το λέω καθαρά, λέω, διαβεβαιώνω σε κάποιον κάτι χωρίς περιστροφές, χωρίς υπεκφυγές: «το λέω καθαρά πως θα σε βοηθήσω, αν παραστεί ανάγκη»· βλ. και φρ. στο λέω καθαρά.

καλντερίμι

καλντερίμι κ. καλντιρίμι, το, ουσ. [<τουρκ. kaldirim]. 1. λιθόστρωτο δρομάκι από ακατέργαστες μικρές πέτρες: «η παλιά πόλη της Θεσσαλονίκης είναι γεμάτη από καλντερίμια». 2. (για γυναίκες) ο χώρος δραστηριότητας πόρνης για αναζήτηση ερωτικού πελάτη: «το καλντερίμι είναι ο χειρότερος ξεπεσμός της γυναίκας». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρο καλντερίμι κόκκινο φουστάνι, σου ’φαγε τα φράγκα κείνο το τσογλάνι)·
- ανοιχτό καλντερίμι, (στη γλώσσα της αργκό) α. δρόμος χωρίς εμπόδια, που μπορεί κανείς να τον διαβεί εύκολα, άφοβα: «έστριψαν στη γωνιά και χάθηκαν, γιατί βρήκαν ανοιχτό καλντερίμι». β. πορεία μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης που εξελίσσεται χωρίς δυσκολίες ή απρόοπτα: «μέσα σε λίγο καιρό τέλειωσα τη δουλειά, γιατί είχα ανοιχτό καλντερίμι»·
- βγαίνω στο καλντερίμι, (για γυναίκες) βλ. φρ. κάνω καλντερίμι·  
- κάνω καλντερίμι, (για γυναίκες) αναζητώ πελάτη στο δρόμο για να του προσφέρω έρωτα επί χρήμασι, είμαι πόρνη: «απ’ τη μέρα που έφυγε απ’ το σπίτι της, κάνει καλντερίμι». Συνών. κάνω πεζοδρόμιο·
- τη βγάζω στο καλντερίμι, (για γυναίκες) οδηγώ γυναίκα στην πορνεία: «στην αρχή έκανε τον ερωτευμένο μαζί της μετά όμως την έβγαλε στο καλντερίμι». Συνών. τη βγάζω στο πεζοδρόμιο.

κάλος

κάλος, ο, ουσ. [<βενετ. callo <λατιν. callus], ρόζος του δέρματος, ιδίως στη μέσα πλευρά των δαχτύλων ή της παλάμης, που δημιουργείται από τη σκληρή χειρονακτική εργασία ή στα δάχτυλα των ποδιών, που δημιουργείται από την πίεση των στενών παπουτσιών·
- έβγαλε ο κώλος μου κάλο ή έβγαλε κάλο ο κώλος μου (ενν. από το καθισιό, από το κάθισμα, από την καρέκλα), βλ. λ. κώλος·
- έχει κάλο στο μυαλό, δεν έχει καθόλου μυαλό, είναι ανόητος, κουτός, βλάκας: «όσο κι αν προσπαθήσεις, δε θα μπορέσεις να συνεννοηθείς μαζί του, γιατί έχει κάλο στο μυαλό». Πολλές φορές, παρατηρείται χειρονομία με την οποία η άκρη του δείκτη έρχεται και χτυπάει ελαφρά στον κρόταφο. Συνών. έχει κάλο στον εγκέφαλο / έχει πίτουρα στο μυαλό / έχει πριονίδια στο μυαλό / έχει ρόζο στο μυαλό / έχει ροκανίδια στο μυαλό / έχει σκατά στο μυαλό / έχει στόκο στο μυαλό·
- έχει κάλο στον εγκέφαλο, βλ. φρ. έχει κάλο στο μυαλό·
- η παλάμη του έχει βγάλει κάλο ή η παλάμη του έχει βγάλει κάλους, βλ. φρ. η χούφτα του έχει βγάλει κάλο·
- η χούφτα του έχει βγάλει κάλο ή η χούφτα του έχει βγάλει κάλους (ενν. από τη μαλακία), αυνανίζεται μανιωδώς και, κατ’ επέκταση, είναι πολύ ανόητος, πολύ ηλίθιος, πολύ βλάκας: «εδώ η χούφτα του έχει βγάλει κάλο και θέλει να περνιέται για μάγκας!»·
- μη μου πατάς στον κάλο ή μη μου  πατάς τον κάλο συμβουλευτική προτροπή ή απειλή σε κάποιον, να μη μας ενοχλεί, να μη μας εκνευρίζει, να μην αγγίζει το αδύνατο, το ευαίσθητο σημείο μας, γιατί θα υπάρξουν κακά επακόλουθα γι’ αυτόν: «χίλιες φορές στο ’χω πει, μη μου πατάς τον κάλο, γιατί θα στις βρέξω!»·
- μου πάτησε στον κάλο ή μου πάτησε τον κάλο, με τα λόγια ή τις πράξεις του με ενόχλησε, με εκνεύρισε, και πιο συγκεκριμένα μου άγγιξε το αδύνατο, το ευαίσθητο σημείο, ιδίως από κακή πρόθεση: «κάποια στιγμή τον διαολόστειλα, γιατί μου πάτησε τον κάλο». (Λαϊκό τραγούδι: σαν δω πως μου πατάς πολύ τον κάλο κι αν έχω κάποιο ντέρτι θα το βγάλω κι αλλού τον έρωτα θα κυνηγώ και θα σου δείξω αλεπού ποιος είμαι εγώ). Από την εικόνα του ατόμου που εξαγριώνεται από τον πόνο που νιώθει τη στιγμή που κάποιος του πάτησε τον κάλο· 
- το χέρι του έχει βγάλει κάλο ή το χέρι του έχει βγάλει κάλους, βλ. συνηθέστ. η χούφτα του έχει βγάλει κάλο·
- του πατώ τον κάλο, με λόγια ή με πράξεις αγγίζω το αδύνατο, το ευαίσθητο σημείο του, ιδίως από κακή πρόθεση: «μόλις του πάτησε τον κάλο, έκανε σαν τρελός!».

καρβέλι

καρβέλι, το, ουσ. [<μσν. γαρβέλιν <ίσως ιταλ. caravella ή σλαβ. karvalj <korvalj], το καρβέλι. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- βγάζω το καρβέλι, βλ. φρ. βγαίνει το καρβέλι·
- βγαίνει το καρβέλι, εξοικονομώ τα απολύτως απαραίτητα για τη συντήρησή μου: «με την αναδουλειά που πλάκωσε τον τελευταίο καιρό, μόλις που βγαίνει το καρβέλι». Συνών. βγαίνει η κουραμάνα / βγαίνει η μαμαλίγκα / βγαίνει η μαρμίτα / βγαίνει η φασουλάδα / βγαίνει ο άρτος ο επιούσιος / βγαίνει ο επιούσιος / βγαίνει ο τραχανάς / βγαίνει το καθημερινό / βγαίνει το ξεροκόμματο / βγαίνει το ψωμί / βγαίνει το ψωμοτύρι / βγαίνουν τα ραφτικά / βγαίνουν τα ψαλτικά·
- για ένα καρβέλι ψωμί, βλ. συνηθέστ. για ένα κομμάτι ψωμί, λ. κομμάτι·
- δουλεύει για το καρβέλι, δουλεύει για να εξοικονομήσει τα απαραίτητα για τη συντήρησή του: «κάποτε είχε μεγάλα όνειρα στη ζωή του, αλλά κατάντησε να δουλεύει για το καρβέλι». (Λαϊκό τραγούδι: η συνοικία μου δεν είναι πλούσια· δουλεύει ο κόσμος της για το καρβέλι κι όταν έρχονται τα κυριακάτικα τα μεροκάματα γλεντάνε όπου θέλει)·   
- είναι λίγα τα καρβέλια του ή λίγα είναι τα καρβέλια του, βλ. φρ. τα ’φαγε τα καρβέλια του·
- έφαγε τα καρβέλια του, βλ. φρ. τα ’φαγε τα καρβέλια του·
- έχω να φάω ακόμα καρβέλια ή έχω να φάω πολλά καρβέλια ακόμα, βλ. φρ. έχω να φάω ακόμα ψωμιά, λ. ψωμί·
- θα φάει πολλά καρβέλια ακόμα, για να…, θα αργήσει πολύ ακόμα για να πετύχει κάτι, γιατί πρέπει να κάνει ή να μάθει ακόμα πολλά: «πες του πως θα φάει πολλά καρβέλια ακόμα, για να γίνει ο επιστήμονας που ονειρεύεται». Συνών. θα φάει πολλά ψωμιά ακόμα, για να(…)·
- ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται, α. ο καθένας σκέφτεται, ποθεί να γίνει ή να αποκτήσει αυτό που επιθυμεί πάρα πολύ: «ε ρε, και να μπορούσα ν’ αγόραζα κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο! -Ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται». β. λέγεται και στην περίπτωση που επιθυμούμε πολύ μια γυναίκα που μας είναι αδύνατο να την κατακτήσουμε. Συνών. η αλεπού με το νου της κοκόρια μαγειρεύει / η αλεπού στον ύπνο της κοτόπουλα ονειρεύεται / όποιος διψάει, πηγάδια βλέπει·
- ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται, βλ. φρ. ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται·
- όλα τα στραβά καρβέλια απ’ τη νύφη καμωμένα, βλ. λ. νύφη·
- όλα τα στραβά καρβέλια η στραβή πινακωτή τα κάνει, βλ. λ. πινακωτή·
- όποιος πεινάει, καρβέλια ονειρεύεται, βλ. φρ. ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται·
- σώθηκαν τα καρβέλια του, βλ. φρ. τα ’φαγε τα καρβέλια του·
- τα ’φαγε τα καρβέλια του, α. (για πρόσωπα) βρίσκεται στα τελευταία της ζωής του, είναι ετοιμοθάνατο: «τα ’φαγε τα καρβέλια του ο παππούς μας κι όπου να ’ναι παραδίνει». β. (για μηχανήματα) βρίσκεται στα τελευταία της λειτουργίας του, λόγω της πολυχρησίας που του έγινε: «σκέφτομαι ν’ αλλάξω αυτοκίνητο, γιατί αυτό που έχω τα ’φαγε τα καρβέλια του»·
- τρέχω για το καρβέλι, αγωνίζομαι για το καθημερινό φαγητό μου και, κατ’ επέκταση, ζω φτωχικά: «άλλοι μπορούν να κάνουν έξοδα, εγώ όμως δεν μπορώ να κάνω, γιατί τρέχω για το καρβέλι». Συνών. τρέχω για τη μαμαλίγκα / τρέχω για τη μαρμίτα / τρέχω για τη φασουλάδα / τρέχω για την κουραμάνα / τρέχω για το καθημερινό / τρέχω για το ξεροκόμματο / τρέχω για το ψωμί / τρέχω για το ψωμοτύρι / τρέχω για τον άρτον τον επιούσιον / τρέχω για τον επιούσιο.

καροτσάκι

καροτσάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. καρότσα]. 1. αμαξάκι για μωρά: «έβαλε το μωρό στο καροτσάκι και το πήγε βόλτα». 2. μικρό αμαξάκι για μεταφορές που το σπρώχνουν με τα χέρια: «ο αχθοφόρος φόρτωσε τα δέματα στο καροτσάκι του και τα μετέφερε μέχρι το φορτηγό»·
- τον έβγαλα καροτσάκι, τον έβγαλα από έναν χώρο, αφού προηγουμένως τον άρπαξα από το σβέρκο και σπρώχνοντάς τον τον πέταξα έξω κακήν κακώς: «επειδή δεν έβγαινε με το καλό, τον έβγαλα καροτσάκι»·
- τον έκανα καροτσάκι (με ράδιο), τονέδιωξα, τον απομάκρυνα βάναυσα από έναν χώρο, σπρώχνοντάς τον με δύναμη, αφού προηγουμένως τον άρπαξα από το σβέρκο και από τον κώλο: «αφού δεν καταλάβαινε πως έπρεπε να φύγει με το καλό, τον έκανα κι εγώ καροτσάκι με ράδιο κι ησυχάσαμε». Από την εικόνα του μεταφορέα, που εκτελεί με το καροτσάκι του μεταφορές μέσα στον κύκλο της πιάτσας και σπρώχνοντάς το τρέχει, για να προλάβει να εκτελέσει όσες περισσότερες μεταφορές γίνεται. Η αναφορά στο ράδιο, ίσως για να διακωμωδηθεί η κατάσταση, ίσως όμως και αναφορά στο ξύλο μετά μουσικής·
- τον πήγα καροτσάκι, α. τον ανάγκασα να κινείται αργά πίσω μου με το αυτοκίνητό του σε αυτοκινητόδρομο: «επειδή έχει τη μανία να τρέχει κι είχε πολύ κίνηση ο δρόμος, μπήκα μπροστά του κι απ’ την Καβάλα, τον πήγα καροτσάκι μέχρι την Ξάνθη». Από το ότι, αυτός που σπρώχνει το καροτσάκι του, δεν μπορεί να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα. β. τον μετέφερα σχεδόν σέρνοντας, γιατί ήταν αναίσθητος ή πολύ μεθυσμένος: «εκεί που περπατούσαμε, έπεσε ξαφνικά στο δρόμο κι επειδή ήταν πολύ βαρύς, τον πήγα καροτσάκι μέχρι το διπλανό φαρμακείο || ήταν τόσο μεθυσμένος, που τον πήγα καροτσάκι μέχρι το σπίτι του».

κάρτα

κάρτα, η, ουσ. [<ιταλ. carta <ελλ. χάρτης], η κάρτα. Υποκορ. καρτούλα, η·
- ανοίγω κάρτα (σε κάποιον), (στη γλώσσα της αργκό) επιδιώκω να εκδικηθώ κάποιον για κάτι κακό που μου έκανε, δημιουργώ βεντέτα με κάποιον: «απ’ τη στιγμή που έμαθα πως εσύ ήσουν αυτός που με κάρφωσες, σ’ άνοιξα κάρτα, φίλε μου, και δε θα μου τη γλιτώσεις». Από την εικόνα του ατόμου που σημειώνει σε μια κάρτα τα ατομικά στοιχεία κάποιου προσώπου·
- βγήκα κάρτα, αποκαλύφθηκα: «όπως κουβεντιάζαμε, μου ξέφυγε πως είχα ραντεβού με την αδερφή του και βγήκα κάρτα χωρίς να το καταλάβω». Από την εικόνα του διαιτητή που βγάζει κόκκινη κάρτα σε κάποιον ποδοσφαιριστή· 
- έρχομαι φάτσα κάρτα, βλ. λ. φάτσα·
- του βγάζω κίτρινη κάρτα, α. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τον προειδοποιώ ως διαιτητής, επιδεικνύοντάς του μια κίτρινη κάρτα, πως θα τον αποβάλω από το παιχνίδι. αν συνεχίσει να παίζει επικίνδυνα ή να συμπεριφέρεται ανάρμοστα: «επειδή έσπρωξε τον αντίπαλό του, καθώς περνούσε από δίπλα του, ο διαιτητής τον κάλεσε μπροστά του και του ’βγαλε κίτρινη κάρτα». β. (γενικά) τον προειδοποιώ με απειλητική διάθεση για κάποιο ατόπημά του ή για κάποια ενέργειά του σε βάρος μου, με την έννοια πως, αν το ξανακάνει, θα τον τιμωρήσω κατάλληλα: «του ’βγαλα κίτρινη κάρτα για τη βλακεία που έκανε κι αν την ξανακάνει, μαύρο φίδι που τον έφαγε!»·
- του βγάζω κόκκινη κάρτα, α. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τον αποβάλλω ως διαιτητής από το παιχνίδι, επιδεικνύοντάς του κόκκινη κάρτα, είτε επειδή επαναλαμβάνει το επικίνδυνο παίξιμό του είτε επειδή συνεχίζει την ανάρμοστη συμπεριφορά του, παραπτώματα που τις περισσότερες φορές του τα υπέδειξε αρχικά με αυστηρή παρατήρηση κι ύστερα με την κίτρινη κάρτα ως τελευταία προειδοποίηση: «μόλις ξαναχτύπησε τον αντίπαλο παίχτη, ο διαιτητής του ’βγαλε κόκκινη κάρτα || μόλις αντιλήφθηκε ο διαιτητής πως ο τάδε παίχτης εξακολουθούσε να φτύνει με κάθε ευκαιρία τον αντίπαλό του, του ’βγαλε κόκκινη κάρτα». β. (γενικά) τον διώχνω από τον κύκλο μου, από την παρέα μου: «επειδή έκανε όλο φασαρίες, του βγάλαμε κόκκινη κάρτα || μόλις μάθαμε πως μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά, του βγάλαμε κόκκινη κάρτα»·
- του δείχνω κίτρινη κάρτα, βλ. φρ. του βγάζω κίτρινη κάρτα·
- του δείχνω κόκκινη κάρτα, βλ. φρ. του βγάζω κόκκινη κάρτα·
- φάτσα κάρτα, βλ. λ. φάτσα·
- χτυπώ κάρτα, α. αναφέρω την ώρα προσέλευσής μου στο χώρο της εργασίας μου, ιδίως σε εργοστάσιο και, κατ’ επέκταση, εργάζομαι σε εργοστάσιο: «είναι χρόνια τώρα που χτυπάει κάρτα σε μια βιομηχανία». (Τραγούδι: όσοι χτυπάνε, μάγκα μου, κάρτα στις εφτά, ξέρουν καλά τι πάει να πει ορθά κοφτά πόσο κοστίζει η ανθρώπινη ζωή, ένα δυάρι με κουζίνα το πολύ). β. (στη γλώσσα της αργκό) αποφυλακίζομαι με τον όρο να παρουσιάζομαι σε τακτά χρονικά διαστήματα στο οικείο αστυνομικό τμήμα: «κάθε μήνα χτυπάει κάρτα στον αστυνόμο της περιοχής του». γ. συχνάζω ανελλιπώς σε κάποιο μαγαζί: «κάθε μέρα χτυπώ κάρτα στο τάδε μπαράκι». Από την εικόνα του βιομηχανικού εργάτη, που ενημερώνει την κάρτα εργασίας του κατά την καθημερινή του προσέλευση στο εργοστάσιο στο οποίο εργάζεται.

καρφί

καρφί, το, ουσ. [<μσν. καρφίν <μτγν. καρφίον, υποκορ. του αρχ. κάρφος], το καρφί. 1. (στη γλώσσα της αργκό) ο προδότης, ο σπιούνος, ο καταδότης, ο χαφιές της Ασφάλειας: «αν μάθω ποιος είναι το καρφί, να ξέρει πως θα ’χει κακά ξεμπερδέματα μαζί μου». (Λαϊκό τραγούδι: της ζήτησαν να γίνει του Τσάκαλου καρφί, μα κείνη λέει όχι με βροντερή φωνή). Συνών. καρφής / πρόκα (1) / πρόκας / σπιούνος (1) / χαφιές (1). 2. ο πούτσος, το πέος, ιδίως όταν βρίσκεται σε στύση. Στη βρισιά κάποιου γαμώ την αδερφή σου η στερεότυπη απάντηση ήταν: εγώ δεν έχω αδερφή, έχω όμως ένα καρφί, που γαμάει τη δικιά σου την αδερφή. 3. χοντροκομμένος και προσβλητικός υπαινιγμός, προσβλητικό υπονοούμενο, καθώς και το άτομο που χρησιμοποιεί τέτοιον υπαινιγμό ή τέτοιο υπονοούμενο: «εμένα τα καρφιά δε μ’ αρέσουν κι αν έχεις κάτι εναντίον μου, να μου το πεις στα ίσα || ο τάδε είναι το μεγαλύτερο καρφί της παρέας μας». Συνών. πρόκα (2). 4. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) το χασίσι: «μόλις πήρε το καρφί του, την έκανε για το γρένι του». 5. (για βόλεϊ) δυνατή και σχεδόν κατακόρυφη βολή της μπάλας στην αντίπαλη περιοχή: «το αμυντικό μπλοκ των παιχτών μας εξουδετέρωσε το καρφί των αντιπάλων». Υποκορ. καρφάκι κ. καρφούδι, το. (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- βγάζει καρφί, (για δρόμους) οδηγεί κατευθείαν, ίσια, χωρίς καμιά παρέκκλιση: «απ’ το την πλατεία Βαρδαρίου η Εγνατία οδός βγάζει καρφί στο χώρο της Έκθεσης Θεσσαλονίκης»· βλ. και φρ. πάει καρφί·
- για το καρφί χάνει το πέταλο, λέγεται για άτομο, ιδίως φιλάργυρο, που για να μην υποβληθεί σε μια μικρή δαπάνη, παθαίνει αργότερα πολύ μεγαλύτερη ζημιά, οπότε αναγκάζεται να πληρώσει πολλά περισσότερα: «δεν επισκεύαζε τ’ αυτοκίνητό του, όταν είχε μικροπροβλήματα, για να μη δώσει πέντε φράγκα. Αλλά έτσι είναι αυτός ο άνθρωπος, γιατί απ’ την τσιγκουνιά του για το καρφί χάνει το πέταλο και τώρα τραβάει τα μαλλιά του, γιατί θέλει άλλαγμα η μηχανή». Συνών. για το δέντρο χάνει το δάσος·
- γύφτικα καρφιά, που είναι κοντά, τριγωνικά και με πυραμοειδές κεφάλι: «ό,τι καρφώνεται με γύφτικα καρφιά, αντέχει μια ζωή»·
- δε μου καίγεται καρφί (καρφάκι) ή καρφί (καρφάκι) δε μου καίγεται, δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει διόλου, αδιαφορώ τελείως για κάποιον ή για κάτι: «δε μου καίγεται καρφί τι θα κάνεις || καρφάκι δε μου καίγεται για το αν μπορέσεις να τα βγάλεις πέρα με τη δουλειά σου || καρφί δε μου καίγεται που δεν έχω κι εγώ αυτοκίνητο». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα στη ζωή σου να προσέχεις, για γυναίκα μη σου καίγεται καρφί κι αν με κάποια θα τα μπλέξεις, να σκεφτείς πώς θα ξεμπλέξεις μη σε στείλει καμιά μέρα φυλακή
- είμαι καρφί στο μάτι (κάποιου), βλ. φρ. μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- είμαι στα καρφιά, βλ. φρ. κάθομαι στα καρφιά·
- έπεσε καρφί, συντελέστηκε προδοσία: «από κάποιον έπεσε καρφί και τους μπαγλάρωσαν την ώρα που παραλάμβαναν τα λαθραία»·
- έχει καρφιά η καρέκλα του, δεν μπορεί να καθίσει για πολλή ώρα ήσυχος σε μια θέση, κινείται διαρκώς: «συνεχώς σηκώνεται και πηγαίνει πέρα δώθε, λες κι έχει καρφιά η καρέκλα του». Ίσως από την ικανότητα του φακίρη να κάθεται ή να ξαπλώνει γυμνός πάνω σε καρφιά, ικανότητα που δεν έχει ο περί ου ο λόγος. Συνών. έχει αγκάθια ο κώλος του / έχει σκουλήκια ο κώλος του·
- έχει καρφιά ο κώλος του, βλ. συνηθέστ. έχει καρφιά η καρέκλα του·
- έχω ένα καρφί στην καρδιά, νιώθω συνεχώς μια πίκρα, ένα ψυχικό πόνο για κάτι: «έχω ένα καρφί στην καρδιά, γιατί ο γιος μου απέτυχε στη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: κι η θύμησή σου τη νύχτα αυτή μες την καρδιά μου είναι καρφί
- κάθομαι στα καρφιά, ανυπομονώ έντονα: «έμαθε πως έρχεται ο γιος του απ’ το στρατό με άδεια και κάθεται στα καρφιά, μέχρι να τον συναντήσει». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το πάνω·
- καρφιά έχει η καρέκλα σου; έκφραση απορίας ή δυσφορίας σε άτομο που δεν μπορεί να καθίσει για πολλή ώρα ήσυχο σε μια θέση, που κινείται διαρκώς: «τι έχεις και πας κάθε τόσο πέρα δώθε, ρε παιδάκι μου, καρφιά έχ’ η καρέκλα σου;». Συνών. αγκάθια έχει ο κώλος σου; / σκουλήκια έχει ο κώλος σου (;)·
- καρφιά έχει η καρέκλα του, βλ. φρ. έχει καρφιά η καρέκλα του·
- καρφιά έχει ο κώλος σου; βλ. συνηθέστ. καρφιά έχ’ η καρέκλα σου(;)·
- καρφιά έχει ο κώλος του, βλ. συνηθέστ. καρφιά έχ’ η καρέκλα του·
- κόβω καρφιά, τουρτουρίζω από το κρύο, ιδίως από τον παγωμένο αέρα που με χτυπάει: «σε περίμενα μια ώρα στη γωνία κι έκοβα καρφιά»·
- μια στο καρφί και μια στο πέταλο, κατηγόριες και παινέματα διαδοχικά ή λέγοντας άλλα τη μια φορά κι άλλα την άλλη για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «και για να μην πάρει κανείς αέρα, ήταν συνέχεια μια στο καρφί και μια στο πέταλο»·
- μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου), προκαλώ τη ζήλια του: «απ’ τη μέρα που αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο, μπαίνω καρφί στο μάτι καθενός». (Λαϊκό τραγούδι: μα πεθάνεις, να πεθάνεις, να πεθάνεις με τα νάζια και τα κόλπα που μου κάνεις. Δεν πεθαίνω, δεν πεθαίνω, δεν πεθαίνω, και στο μάτι σου γυαλί - καρφί θα μπαίνω). Από την επί του όρους ομιλία του Χριστού: κάρφος ὀφθαλμῶν τοῦ ἀδελφοῦ σου, όπου όμως γίνεται παρανόηση, γιατί κάρφος σημαίνει αχυράκι κι όχι καρφί. Συνών. μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου) / μπαίνω στο μάτι (κάποιου)·
- ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή, βλ. λ. σπίτι·
- πάει καρφί, (για πρόσωπα) πάει κατευθείαν: «μόλις του ζητάει κάτι η γυναίκα του, πάει καρφί και της το αγοράζει»· βλ. και φρ. βγάζει καρφί·
- πετώ καρφί ή πετώ καρφιά ή πετώ τα καρφιά μου, α. κάνω ενοχλητικές παρατηρήσεις σε κάποιον, ιδίως μπροστά σε κόσμο, του απευθύνω προσβλητικούς υπαινιγμούς, προσβλητικά υπονοούμενα: «σου είπα χίλιες φορές πως δε θέλω να μου πετάς καρφιά μπροστά στον κόσμο». β. μιλώ με υπονοούμενα σε κάποιον, αλλά με τέτοιο τρόπο, ώστε να καταλάβει ακριβώς τι εννοώ για να εκνευριστεί ή για να ανησυχήσει: «μόλις κατάλαβε το καρφί που του πέταξε, κατέβασε το κεφάλι του κι έφυγε»·
- ρίχνω καρφί ή ρίχνω καρφιά ή ρίχνω τα καρφιά μου, βλ. φρ. πετώ καρφί·
- τα κάνω γυαλιά καρφιά, βλ. λ. γυαλί·
- το τελευταίο καρφί στο φέρετρο, λέγεται για ό,τι ολοκληρώνει μια καταστροφή, το τελειωτικό χτύπημα: «από καιρό δεν πήγαινε καλά η δουλειά του και η τελευταία απεργία των υπαλλήλων του ήταν γι’ αυτόν το τελευταίο καρφί στο φέρετρο»·
- του φτωχού το εύρημα ή καρφί ή πέταλο, βλ. λ. φτωχός.

κάστανο

κάστανο, το, ουσ. [<αρχ. κάστανον], το κάστανο·
- έβαλαν τον τρελό να βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά, βλ. λ. τρελός·
- βγάζω τα κάστανα απ’ τη φωτιά, αναλαμβάνω να τακτοποιήσω δυσάρεστες ή επικίνδυνες καταστάσεις, που έχουν προκληθεί από άλλους: «κάνετε πρώτα του κόσμου τις βλακείες κι ύστερα φωνάζετε εμένα να βγάλω τα κάστανα απ’ τη φωτιά». Συνών. βγάζω το φίδι απ’ την τρύπα·
- δε χαρίζω κάστανα, δεν αστειεύομαι, δεν αφήνω ατιμώρητο αυτόν που ενήργησε εναντίον μου ή ενάντια στα συμφέροντά μου, δε δείχνω επιείκεια: «πρόσεχε πολύ πώς θα συμπεριφερθείς σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε χαρίζει κάστανα»·
- δεν τρέχει κάστανο, α. με κανέναν τρόπο, δεν υπάρχει περίπτωση, σε καμιά περίπτωση: «θα μου δανείσεις εκείνα τα λεφτά που σου ζήτησα; -Δεν τρέχει κάστανο || θα με βοηθήσεις αύριο στη μετακόμιση που θα κάνω; -Δεν τρέχει κάστανο». β. δε συμβαίνει, δε γίνεται τίποτα: «μην ανησυχείς, είναι τόσο μαλακός άνθρωπος, που, ό,τι και να του κάνεις, δεν τρέχει κάστανο». Συνών. δεν τρέχει τσάι·
- έγινε σαν κάστανο, (για ψητά κρέατα) έγινε πολύ τρυφερό και νόστιμο: «το αρνάκι που ψήσαμε στη σούβλα, έγινε σαν κάστανο»·
- καίνε τα κάστανα στα χέρια του, διαχειρίζεται ή αντιμετωπίζει μια πολύ σοβαρή υπόθεση: «μέχρι τώρα είχε εύκολες υποθέσεις, αλλά με τη νέα υπόθεση που ανέλαβε καίνε τα κάστανα στα χέρια του»·
- κάστανα σου καθαρίζουν; ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που χαίρεται, ιδίως που γελάει, χωρίς λόγο: «τι γελάς, ρε χάχα, κάστανα σου καθαρίζουν;». Συνών. αβγά σου καθαρίζουν(;)·
- τα κάστανα θέλουν κρασί και τα καρύδια μέλι, βλ. λ. μέλι.

κέρατο

κέρατο, το, ουσ. [<μσν. κέρατον, από τα κέρατα, πλ. του αρχ. ουσ. κέρας], το κέρατο. 1. η συζυγική απιστία, το κεράτωμα: «λένε πως στην υψηλή κοινωνία το κέρατο το ’χουν για σπορ! || στη λεγόμενη αριστοκρατία το κέρατο πάει σύννεφο». 2. άνθρωπος ανάποδος, ενοχλητικός, δύστροπος, πεισματάρης, στρυφνός, τυραννικός: «είναι τέτοιο κέρατο αυτός ο άνθρωπος, που σε βγάζει την πίστη ανάποδα, αν μπλέξεις μαζί του!». 3. (στη γλώσσα της αργκό) το μαχαίρι, η κάμα, αλλά και το περίστροφο, το πιστόλι: «έπεσε με το κέρατο πάνω του και του τρύπησε την καρδιά || κάποια στιγμή έβγαλε το κέρατο απ’ την τσέπη του και του την άναψε». 4. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) το χασίσι: «θα το κόψω το κέρατο, γιατί δεν το αντέχω άλλο». Υποκορ. κερατάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 31 φρ.)·
- αρπάζω τον ταύρο απ’ τα κέρατα, βλ. λ. ταύρος·
- βγάζει τα κέρατά του, κερδίζει πάρα πολλά χρήματα από τη δουλειά του: «έχει ένα φασφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς και βγάζει τα κέρατά του». Συνών. βγάζει άντερα ή βγάζει τ’ άντερά του / βγάζει λεφτά με ουρά / βγάζει λεφτά με τη σέσουλα / βγάζει λεφτά με το ζεμπίλι / βγάζει λεφτά με το τσουβάλι / βγάζει παρά με ουρά ή βγάζει παράδες με ουρά / βγάζει τα μαλλιά της κεφαλής του / βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του / βγάζει της Παναγιάς τα μάτια / βγάζει τρελά λεφτά / βγάζει χοντρά λεφτά / βγάζει χοντρό χρήμα / βγάζει χρήμα με ουρά·
- γαμώ το κέρατό μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου. (Τραγούδι: και το τρίτο είναι δικό μας, γαμώ το κέρατό μας, αγάπη μου γλυκιά). Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ το κέρατό σου! ή σου γαμώ το κέρατο! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «έλα δω, γαμώ το κέρατό σου, που σε ψάχνω και δε σε βρίσκω, όταν σε χρειάζομαι! || σου γαμώ το κέρατο αν ξαναφύγεις απ’ τη δουλειά χωρίς την άδειά μου!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- δε βλέπεις το κέρατό σου το δίφορο! ή δε βλέπεις τα κέρατά σου τα δίφορα! α. λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που, ενώ οι εργασίες του πηγαίνουν πολύ άσχημα, προσφέρεται να συμβουλέψει άλλους πώς να πάνε καλά οι εργασίες τους. β. λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που, ενώ η γυναίκα του τον απατά, αυτός προσφέρεται να συμβουλέψει άλλους πώς να φερθούν στις γυναίκες τους, για να φανούνε σκληροί και κυρίαρχοι στο γάμο τους ή στον ερωτικό τους δεσμό·
- δε βλέπεις το κέρατό σου το τράγειο! βλ. φρ. δε βλέπεις το κέρατό σου το δίφορο(!)·
- είναι διάβολος με κέρατα, βλ. λ. διάβολος·
- είναι ένα κέρατο αυτός! θαυμαστική έκφραση που επιτείνει τα προτερήματα ή τα ελαττώματα κάποιου: «τι λες, θα μπορέσει να μου τελειώσει τη δουλειά; -Είναι ένα κέρατο αυτός! || είναι ένα κέρατο αυτός, που, αν σου πάρει δανεικά, θα σου βγάλει την ψυχή μέχρι να σου τα επιστρέψει»·
- ήλιος με κέρατα, βλ. λ. ήλιος·
- θα σε βρω και στου βοδιού το κέρατο μέσα να κρυφτείς, βλ. λ. βόδι·
- κέρατα έχει (είχε) αυτός και…; τι περισσότερο διαθέτει (διέθετε) αυτός από εμένα και…: «και βέβαια μπορώ κι εγώ να το κάνω, τι δηλαδή, κέρατα είχε αυτός και το ’κανε;»·
- κέρατο βερνικωμένο, άνθρωπος ανυποχώρητος, ισχυρογνώμονας, σκληρός, τυραννικός: «εγώ σου λέω πως αυτός ο άνθρωπος είναι κέρατο βερνικωμένο, κι αφού έμπλεξες μαζί του, δε θα ξεμπλέξεις εύκολα»·
- όσο κάθεται ο κερατάς, το κέρατό του αυξάνει, βλ. λ. κερατάς·
- όσο ο καλός μου αργεί, το κέρατό του αυξαίνει, η μακροχρόνια απουσία του συζύγου από το σπίτι οδηγεί τη σύζυγο στη συζυγική απιστία: «άσε τα μεγάλα ταξίδια χωρίς τη γυναίκα σου, και να ’χεις πάντα κατά νου αυτό που έλεγαν οι πιο παλιοί, ότι δηλαδή, όσο ο καλός μου αργεί, το κέρατό του αυξαίνει»· 
- όταν ο σάλιαγκας ζητεί ν’ αλλάξει το καυκί του, πρώτα βγάζει τα κέρατα κι έπειτα το κορμί του, βλ. λ. σάλιαγκας·
- πιάνω τον ταύρο απ’ τα κέρατα, βλ. λ. ταύρος·
- τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, βλ. λ. άνθρωπος·
- … τα κέρατά μου (σου, του κ.λπ.), πάρα πολύ, σε υπερβολική ποσότητα: «πήγα στο μπαράκι κι ήπια πάλι τα κέρατά μου || τέλος του μηνός έχω πληρωμές και πρέπει να πληρώσω τα κέρατά μου || μπλέξαμε όλη η παρέα κι ήπιαμε τα κέρατά μας || είναι πολύ προβληματισμένος, γιατί χρωστάει τα κέρατά του»·
- το κέρατό μου (ενν. γαμώ), βλ. φρ. γαμώ το κέρατό μου·
- το κέρατό σου (ενν. γαμώ), βλ. φρ. γαμώ το κέρατό σου·
- το κέρατό σου το δίφορο! ή τα κέρατά σου τα δίφορα! (ενν. γαμώ) α. λέγεται από αγανακτισμένο ή εκνευρισμένο άτομο σε κάποιον, που δεν μπορεί ή που δεν εννοεί να καταλάβει αυτό που επίμονα του λέει: «τα κέρατά σου τα δίφορα, που σου ζήτησα να μου φέρεις αυτό το πράγμα!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά: «τα κέρατά σου τα δίφορα που σου είπα εγώ τέτοιο πράγμα!» Από την εικόνα εκείνου του άντρα που δεν εννοεί να πιστέψει κάποιον, που του λέει συνέχεια πως η γυναίκα του τον απατά συστηματικά, πράγμα που θα έπρεπε να το είχε καταλάβει προ πολλού, γιατί, κοντά στο κέρατο που του φύτεψε η γυναίκα του, καρποφόρησε και άλλο·
- το κέρατό σου το τράγειο! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου σε κάποιον, που δεν μπορεί ή που δεν εννοεί να καταλάβει αυτό που επίμονα του λέει: «το κέρατό σου το τράγειο, που σου ’πα να κάνεις αυτό το πράγμα!». Από την εικόνα του κέρατου του τραγιού, που είναι πολύ ενδεικτικό. Εκστομίζεται και ως βρισιά σε κερατά·
- του (της) βάζει (το) κέρατο ή του (της) βάζει (τα) κέρατα, βλ. φρ. του (της) φοράει (το) κέρατο·
- του γαμώ το κέρατο, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή ενοχλούσε γέρο άνθρωπο, σηκώθηκε απ’ την παρέα του κι εκεί μπροστά σ’ όλο τον κόσμο του γάμησε το κέρατο». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια, τον κατανικώ: «τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε το κέρατο». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του (της) περνάει (το) κέρατο ή του (της) περνάει (τα) κέρατα, βλ. φρ. του (της) φοράει (το) κέρατο·
- του (της) φοράει (το) κέρατο ή του (της) φοράει (τα) κέρατα, τον (την) απατά: «χρόνια του φοράει το κέρατο κι αυτός δεν έχει πάρει ακόμα μυρουδιά || αν μάθει πως της φοράει κέρατα, θα του βγάλει τα μάτια»·
- του (της) φυτεύει (το) κέρατο ή του (της) φυτεύει (τα) κέρατα, βλ. συνηθέστ. του (της) φοράει (το) κέρατο·
- του φτωχού το κέρατο στο κούτελο και τ’ άρχοντα στο γόνατο, οι πράξεις του φτωχού ανθρώπου, ιδίως οι παράνομες παίρνουν δημοσιότητα και σχολιάζονται ενώ του πλούσιου και ισχυρού αποσιωπούνται: «αν ήταν κανένας πλούσιος δε θα μαθαίναμε τίποτα γι’ αυτή τη λοβιτούρα αλλά, βλέπεις, του φτωχού το κέρατο στο κούτελο και τ’ άρχοντα στο γόνατο»· βλ. και φρ. τα δικά μας είναι καρύδια κι ακούγονται, τα δικά τους είναι σύκα και δεν ακούγονται, λ. καρύδι·
- τρώει κέρατο, κερατώνεται από το ερωτικό ή συζυγικό του ταίρι: «μόλις αντιλήφθηκε πως τρώει κέρατο, τη χώρισε χωρίς δεύτερη κουβέντα»·
- χωρίς κέρδος κέρατα! βλ. λ. κέρδος·
- χωρίς κέρδος κέρατα, χωρίς πομπές κουδούνια! βλ. λ. κέρδος.

κεφάλι

κεφάλι, το, ουσ. [<μσν. κεφάλιν <μτγν. κεφάλιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κεφαλή], το κεφάλι. 1. η ικανότητα για συνδυαστική σκέψη, η ευφυΐα: «αν είχα κι εγώ το κεφάλι του τάδε, θα ήμουν πλούσιος, αλλά, βλέπεις, εμένα δε με κόβει τόσο». 2. (στη γλώσσα της αργκό) το άκρο του πέους, η βάλανος: «πω πω, αδερφάκι μου, έχει ένα κεφάλι σαν μπουνιά μικρού παιδιού!». Συνών. καρύδι (3) / κόμπος (6). 3α. (για ζώα) μονάδα ενός συνόλου: «έχει ένα κοπάδι από εκατό κεφάλια». (Τραγούδι: ωωω! ολόγυρα βουβάλια, χιλιάδες κεφάλια στη μέση εσύ. Καθένας το ξέρει σε κείνα τα μέρη πως τρεις καμπαλέρος ζωή ζουν χρυσή).β. με το ουσιαστικό που ακολουθεί προσδιορίζει το είδος του κοπαδιού: «πενήντα κεφάλια πρόβατα || εκατό κεφάλια γίδια». 4. οτιδήποτε έχει σχήμα κεφαλιού: «ένα κεφάλι κασέρι || ένα κεφάλι σκόρδο». 5. το επάνω στρογγυλό και πλατύ μέρος κάποιου αντικειμένου: «το κεφάλι της καρφίτσας || το κεφάλι της πινέζας || το κεφάλι του καρφιού». 6. στον πλ. τα κεφάλια, αυτοί που κατέχουν την εξουσία: «τα κεφάλια του υπουργικού συμβουλίου αποφάσισαν περικοπή των συντάξεων». Υποκορ. κεφαλάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. κεφάλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 293 φρ.)·
- αγύριστο κεφάλι, άνθρωπος που δύσκολα αλλάζει γνώμη, που δεν αλλάζει γνώμη, ακόμη και όταν έχει άδικο, ο αμετάπειστος, ο ισχυρογνώμονας: «μην προσπαθείς να του αλλάξεις γνώμη, γιατί είναι αγύριστο κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάψεις να ’σ’ επίμονο κι αγύριστο κεφάλι,της ασωτίας το βιολί σε άκρη δε θα βγάλει). Συνών. αγύριστα μυαλά ή αγύριστο μυαλό·
- άδειο κεφάλι, άνθρωπος ανόητος, κουτός, μικρόνους: «μην επιμένεις να βρεις άκρη, γιατί δεν μπορείς να συνεννοηθείς με κάποιον που έχει άδειο κεφάλι»·
- ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου, βλ. φρ. μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι·
- άνοιξαν κεφάλια, σημειώθηκαν βίαιες, αιματηρές συγκρούσεις: «στις πρόσφατες εργατικές κινητοποιήσεις, άνοιξαν κεφάλια, όταν οι εργάτες επιχείρησαν να καταλάβουν ένα εργοστάσιο που το φρουρούσαν ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις»·
- άνοιξε το κεφάλι του, α. τραυματίστηκε, πληγώθηκε στο κεφάλι του που συνήθως αιμορραγεί: «χτύπησε στην άκρη της πόρτας κι άνοιξε το κεφάλι του». β. ανακουφίστηκε: «λούστηκα κι άνοιξε το κεφάλι μου»·
- άνοιξε το κεφάλι του στα δυο, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο, τραυματίστηκε στο κεφάλι του και προκλήθηκε μεγάλο τραύμα που συνήθως αιμορραγεί: «τον χτύπησε ένα μαδέρι, που έπεσε από ψηλά, κι άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο». Από την εικόνα του ανοιγμένου γαρίφαλου, που το κόκκινο χρώμα του παρομοιάζεται με το αίμα·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν καρπούζι, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν πεπόνι Αργείτικο, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν τριαντάφυλλο, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- αρβανίτικο κεφάλι, άνθρωπος του οποίου δεν μπορούμε να αλλάξουμε γνώμη, όσο κι αν προσπαθήσουμε, ο αμετάπειστος, ο ισχυρογνώμονας, ο πεισματάρης: «αν του μπει κάτι στο μυαλό, δεν αλλάζει με τίποτα γνώμη, γιατί είναι αρβανίτικο κεφάλι»·
- αρναούτικο κεφάλι, βλ. συνηθέστ. αρβανίτικο κεφάλι·
- άσπρα μαλλιά του κεφαλιού, κακά μαντάτα του μουνιού, βλ. λ. μαλλί·
- άσπρισε το κεφάλι μου, βλ. συνηθέστ. άσπρισαν τα μαλλιά μου, λ. μαλλί·
- βάζω έγνοιες στο κεφάλι μου, βλ. λ. έγνοια·
- βάζω κάτω το κεφάλι ή βάζω κάτω το κεφάλι μου, βλ. φρ. βάζω κάτω την κεφάλα, λ. κεφάλα·
- βάζω κεφάλι, βλ. συνηθέστ. βάζω μυαλό, λ. μυαλό·
- βάζω μπελά στο κεφάλι μου, βλ. λ. μπελάς·
- βάζω στοίχημα το κεφάλι μου ή βάζω στοίχημα το ίδιο μου το κεφάλι, βλ. φρ. στοιχηματίζω το κεφάλι μου·
- βάζω το κεφάλι μου ή βάζω το ίδιο μου το κεφάλι, α. ριψοκινδυνεύω την ίδια μου τη ζωή: «δεν μπορώ κάθε τόσο να βάζω το κεφάλι μου για να σας γλιτώνω!». β. στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή και, κατ’ επέκταση, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «εγώ βάζω το κεφάλι μου, αν δε γίνουν τα πράγματα έτσι όπως σου τα λέω»·
- βάζω το κεφάλι μου κάτω απ’ το κεραμίδι, αποκτώ δικό μου σπίτι, αγοράζω σπίτι: «μετά από θυσίες και κόπους έβαλα κι εγώ το κεφάλι μου κάτω απ’ το κεραμίδι»·
- βάζω το κεφάλι μου στη λαιμητόμο, βλ. φρ. βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά. Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με καρατόμηση·
- βάζω το κεφάλι μου στην καρμανιόλα, βλ. συνηθέστ. βάζω το κεφάλι μου στη λαιμητόμο. Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με καρατόμηση·
- βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, α. λέγεται σε περίπτωση που στοιχηματίζω για κάτι την ίδια μου τη ζωή και, κατ’ επέκταση, που στοιχηματίζω για κάτι με απόλυτη σιγουριά: «είμαι εντελώς σίγουρος γι’ αυτό που σου λέω και βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, αν δεν είναι έτσι τα πράγματα». β. ριψοκινδυνεύω την ίδια μου τη ζωή, αναλαμβάνω επικίνδυνη επιχείρηση ή αποστολή: «δεν μπορώ να βάζω το κεφάλι μου κάθε τόσο στο ντορβά για δικές σας βλακείες». (Λαϊκό τραγούδι: πρέπει να ξέρεις ψέματα, να ’σαι και κατεργάρης και το κακό κεφάλι σου μες το ντορβά να βάζεις). Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με απαγχονισμό και τη στιγμή της εκτέλεσής του βάζουν το κεφάλι του μέσα σε έναν ντορβά και πάνω από αυτόν περνούν τη θηλιά γύρω από το λαιμό του·
- βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά του χασάπη, βλ. συνηθέστ. βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά. Από την εικόνα του χασάπη που βάζει το κεφάλι του ζώου που αποκεφάλισε μέσα σε έναν ντορβά·
- βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου, ριψοκινδυνεύω την ίδια μου τη ζωή, αναλαμβάνω επικίνδυνη επιχείρηση ή αποστολή: «αν είναι σίγουρος για κάτι, δε διστάζει να βάλει το κεφάλι του στο στόμα του λύκου»·
- βάζω το κεφάλι μου στο τσουβάλι, βλ. συνηθέστ. βάζω το κεφάλι μου στο ντορβά. Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με απαγχονισμό και τη στιγμή της εκτέλεσής του βάζουν το κεφάλι του μέσα σε ένα τσουβάλι και πάνω από αυτό περνούν τη θηλιά γύρω από το λαιμό του·
- βαράει στο κεφάλι, (για ποτά), βλ. φρ. χτυπάει στο κεφάλι·
- βαράω το κεφάλι μου, βλ. φρ. χτυπώ το κεφάλι μου·
- βαράω το κεφάλι μου στον τοίχο, βλ. φρ. χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο·
- βάρυνε το κεφάλι μου, νιώθω άσχημα, νιώθω δυσφορία, είμαι κακοδιάθετος: «φαίνεται πως το ουίσκι ήταν μπόμπα, γιατί με δυο ποτηράκια βάρυνε το κεφάλι μου»·
- βγάζω απ’ το κεφάλι μου (κάτι), α. φαντάζομαι: «κάθε τόσο βγάζει απ’ το κεφάλι του πως τον κλέβω». β. επινοώ, μηχανεύομαι, σοφίζομαι: «έβγαλε απ’ το κεφάλι του χίλιες δυο δικαιολογίες για να μη δουλέψει». γ. παύω να ελπίζω, να περιμένω, ιδίως κάτι καλό: «αφού δεν έχω λεφτά, έβγαλα απ’ το κεφάλι μου τις φετινές διακοπές». Συνών. βγάζω απ’ το μυαλό μου (κάτι) / βγάζω απ’ το νου μου (κάτι)·
- βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου, α. δεν πρόκειται να ενεργήσω με τον τρόπο που μου προτείνεις, ιδίως δεν πρόκειται να σου δώσω αυτό που μου ζητάς: «αν έχεις την εντύπωση πως θα σου δώσω πάλι δανεικά, βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου». β. πάψε να σκέφτεσαι κάτι που σου είναι οδυνηρό, ξέχασέ το: «αν θέλεις να ηρεμήσεις, βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου πως σε κάρφωσε ο φίλος σου». Συνών. βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου / βγάλ’ το απ’ το νου σου·
- βουίζει το κεφάλι μου, βλ. φρ. γυρίζει το κεφάλι μου·
- βουρ στο κεφάλι! βλ. λ. βουρ(!)·
- βουργάρικο κεφάλι, βλ. φρ. αρβανίτικο κεφάλι·
- βρίσκομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του·
- γεμίζω το κεφάλι, (στη γλώσσα της αργκό) βρίσκομαι κάτω από την επήρεια ποτού ή ναρκωτικού. (Λαϊκό τραγούδι: ταβερνιάρη να μου ζήσεις, είσαι άνθρωπος ντερβίσης, φέρ’ από τα ίδια πάλι να γεμίσω το κεφάλι)· βλ. και φρ. του γεμίζω το κεφάλι·
- γέρνω το κεφάλι, με παίρνει ο ύπνος: «εκεί που καθόταν κι έβλεπε τηλεόραση, έγειρε το κεφάλι»· βλ. και φρ. σκύβω το κεφάλι·
- για κάνε έτσι το κεφάλι σου! ειρωνική άρνηση σε άτομο που μας ζητάει παράλογα πράγματα ή έχει παράλογες απαιτήσεις: «θέλω κάθε μήνα να μου πληρώνεις τη Δ.Ε.Η. και τα κοινόχρηστα. -Για κάνε έτσι το κεφάλι σου!». Συνοδεύεται από κίνηση του κεφαλιού δεξιά αριστερά·
- για κούνα το κεφάλι σου! βλ. φρ. για κάνε έτσι το κεφάλι σου(!)·
- γίνομαι κεφάλι, εξελίσσομαι πνευματικά, γίνομαι διάνοια: «κανένας μας δεν το πίστευε πως θα γινόταν κεφάλι αυτός ο άνθρωπος»·
- γλίτωσε το κεφάλι του, α. διέφυγε από σοβαρότατο κίνδυνο, γλίτωσε τη ζωή του: «τράκαρε μ’ ένα φορτηγό και παρά τρίχα γλίτωσε το κεφάλι του». β. διατήρησε την ανώτερη δημόσια ή ιδιωτική θέση που κατείχε: «ο μόνος που γλίτωσε το κεφάλι του απ’ τις απολύσεις ήταν ο τάδε»·
- γυρίζει το κεφάλι μου, είμαι πολύ ζαλισμένος είτε από τα πολλά προβλήματα που με απασχολούν είτε επειδή έχω καταναλώσει μεγάλη ποσότητα οινοπνευματώδους ποτού: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που γυρίζει το κεφάλι μου || ήπιαμε τόσο πολύ, που ακόμη γυρίζει το κεφάλι μου»·
- δε γυρίζει κεφάλι, βλ. φρ. δεν αλλάζει κεφάλι·
- δε γυρίζει κεφάλι να…, δεν καταδέχεται να…, σνομπάρει κάποιον ή κάτι: «απ’ τη μέρα που κέρδισε το λαχείο, δε γυρίζει κεφάλι να σε χαιρετήσει || παντρεύτηκε την κόρη ενός βιομηχάνου κι από τότε δε γυρίζει κεφάλι να μας δει || απ’ τη μέρα που αγόρασε Μερσεντές, δε γυρίζει κεφάλι να δει άλλο αυτοκίνητο»·
- δε θέλω κεχαγιά στο κεφάλι μου ή δε θέλουμε κεχαγιά στο κεφάλι μας, βλ. φρ. κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε(;)·
- δε σε βάλαμε κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου), βλ. φρ. κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε(;)·
- δε σηκώνω κεφάλι, είμαι απόλυτα προσηλωμένος σε αυτό που κάνω και δεν ασχολούμαι με τίποτα άλλο: «όταν καταπιάνομαι με κάτι, δε σηκώνω κεφάλι μέχρι να το τελειώσω»·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ το βιβλίο ή δε σηκώνω κεφάλι απ’ το διάβασμα, διαβάζω, μελετώ εντατικά: «επειδή στο τέλος του μήνα έχω εξετάσεις, εδώ και λίγο καιρό δε σηκώνω κεφάλι απ’ το βιβλίο»·
- δεν αλλάζει κεφάλι, εμμένει στην ίδια νοοτροπία ή στις ίδιες συνήθειες που είχε: «χίλιες φορές τον συμβούλεψα να κόψει τα ξενύχτια, αλλά δεν αλλάζει κεφάλι»·
- δεν είμαι μέσα στο κεφάλι του, βλ. φρ. δεν ξέρω τι έχει στο κεφάλι του·
- δεν έχει μυαλό στο κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν έχει νιονιό στο κεφάλι του, βλ. λ. νιονιό·
- δεν έχει τα μυαλά στο κεφάλι του ή δεν έχει το μυαλό στο κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν έχει πού να βάλει το κεφάλι του, είναι φτωχός και απροστάτευτος, δεν έχει πού την κεφαλήν κλίναι: «έχασε όλη την περιουσία του στα χαρτιά και τώρα δεν έχει πού να βάλει το κεφάλι του»·
- δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του, δεν έχει κάποιον που να του συμπαρασταθεί στον πόνο του, δεν έχει κάποιον να του εκμυστηρευτεί τον πόνο του: «είναι άγνωστος μεταξύ αγνώστων και δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του»· βλ. και φρ. δεν έχει πού να βάλει το κεφάλι του·
- δεν κατεβάζει το κεφάλι του, βλ. φρ. δεν κατεβάζει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- δεν κόβει το κεφάλι του ή δεν του κόβει το κεφάλι, βλ. συνηθέστ. δεν κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι, α. δεν μπορώ να καλυτερεύσω τα άσχημα οικονομικά μου, δεν μπορώ να ορθοποδήσω: «απ’ τη μέρα που έχασα ένα σοβαρό ποσό σε κάποια αποτυχημένη δουλειά, δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι». β. έχω συνεχώς ατυχίες, δυσκολίες, μου τυχαίνουν διάφορα προβλήματα, διάφορες αναποδιές: «με τις ατυχίες που με δέρνουν, δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι»·
- δεν ξέρω τι έχει στο κεφάλι του, δεν ξέρω τι σκέφτεται, πώς σκέφτεται να ενεργήσει: «έχω άγνοια για τις προθέσεις του, γιατί δεν ξέρω τι έχει στο κεφάλι του». Πολλές φορές, μετά το έχει ακολουθεί το μέσα·
- δεν παίρνουμε και κεφάλια! δεν είμαστε δα και τόσο αυστηροί ή τόσο σκληροί, όσο λέγεται ή νομίζεται από πολλούς: «έλεγαν πως είμαι σκληρός κι εκδικητικός, όμως παρόλο το βαρύ σου παράπτωμα, βλέπεις ότι, δεν παίρνουμε και κεφάλια!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. παίρνουν κεφάλια·
- δεν πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! βλ. φρ. κόψε το κεφάλι σου(!)
- δεν τα παίρνει το κεφάλι του (ενν. τα γράμματα), βλ. φρ. δεν τα παίρνει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- δεν του αλλάζεις εύκολα (το) κεφάλι, βλ. φρ. δεν του γυρίζεις εύκολα (το) κεφάλι·
- δεν του γυρίζεις εύκολα (το) κεφάλι, δεν αλλάζει την αρχική του γνώμη, είναι πολύ ισχυρογνώμονας, πολύ πεισματάρης: «ακόμη και λάθος να έχει, δεν του γυρίζεις εύκολα το κεφάλι για να το παραδεχθεί»·
- δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά του κεφαλιού ή δουλειές του κεφαλιού, βλ. λ. δουλειά·
- δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, α. δεν μπορεί να υπάρχουν δυο αρχηγοί σε μια ομάδα ανθρώπων: «θα κάνουμε ψηφοφορία ανάμεσα στους δυο σας για να βγάλουμε αρχηγό, γιατί δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε». β. δεν μπορεί κανείς να είναι ταυτόχρονα ερωτευμένος με δυο άτομα: «θα πρέπει να διαλέξεις με ποια θα πας και ποια θ’ αφήσεις, γιατί δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε». (Λαϊκό τραγούδι: δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε στις μεγάλες τις καρδιές που αγαπάνε). Συνών. δυο κώλοι σ’ ένα βρακί δε χωράνε / δυο κωλομέρια σ’ ένα βρακί δε χωράνε / ένα βρακί δυο κώλους δε χωράει·
- έγινε το κεφάλι μου καζάνι, ζαλίστηκα πολύ από κάποιο επίμονο θόρυβο ή από την πολυλογία, τη φλυαρία κάποιου: «χτίζουν μια οικοδομή δίπλα μας κι απ’ το θόρυβο έγινε το κεφάλι μου καζάνι || μιλούσε συνέχεια ώσπου έγινε το κεφάλι μου καζάνι»·
- έγινε το κεφάλι μου κουδούνι, βλ. φρ. έγινε το κεφάλι μου καζάνι·
- είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του, α. τον εποπτεύω, τον προσέχω δείχνοντας έτσι το ενδιαφέρον μου γι’ αυτόν: «επειδή τον συμπαθώ πάρα πολύ, απ’ τη μέρα που ανέλαβε τη δουλειά, είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του για να μην κάνει καμιά ανοησία». β. τον καταπιέζω, τον κάνω να νιώθει άσχημα με την παρουσία μου: «κάθε φορά που είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του, παθαίνει τρακ ο φουκαράς». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το συνεχώς·
- είναι γερό κεφάλι, είναι ευφυέστατος, πανέξυπνος: «απ’ όλη σας την παρέα μόνο ο τάδε είναι γερό κεφάλι, ενώ όλοι οι άλλοι είστε μπουμπούνες»· βλ. και φρ. είναι μεγάλο κεφάλι·
- είναι (για) να βαράς το κεφάλι σου στον τοίχο, βλ. φρ. είναι (για) να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο·
- είναι (για) να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο, λέγεται για πρόσωπο, υπόθεση ή κατάσταση που δεν μπορεί κανείς να ανεχτεί, να υποστεί περισσότερο: «είναι τόσο στραβόξυλο αυτός ο άνθρωπος, που είναι για να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο || στα παιδικά μου χρόνια πέρασα τέτοια φτώχεια, που ήταν να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο»·
- είναι δυνατό κεφάλι, βλ. φρ. είναι γερό κεφάλι· 
- είναι κεφάλι, είναι έξυπνος: «δεν μπορείς να τον στριμώξεις εύκολα, γιατί είναι κεφάλι ο τύπος»·
- είναι κεφάλι (κάπου), έχει ιδιαίτερα αναπτυγμένο τρόπο σκέψης σε κάποιο θέμα: «είναι κεφάλι στην έκθεση || είναι κεφάλι στα μαθηματικά»·
- είναι κούφιο κεφάλι, βλ. λ. κουφιοκέφαλος
- είναι μεγάλο κεφάλι, α. είναι πολύ αξιόλογος, πολύ σπουδαίος σε μια ειδικότητα ή τέχνη και γενικά στον τομέα του: «πηγαίνω πάντα τ’ αυτοκίνητό μου στον τάδε μηχανικό, γιατί είναι μεγάλο κεφάλι || ο τάδε είναι μεγάλο κεφάλι στο εμπόριο». β. είναι πολύ γνωστός σε κάποιο χώρο και γενικά στην κοινωνία: «αυτή κατάγεται από άσημη οικογένεια, αλλά παντρεύτηκε κάποιον που είναι μεγάλο κεφάλι»·
- είναι ξερό κεφάλι, είναι αμετάπειστος, πεισματάρης, ξεροκέφαλος: «όσο και να τον πιέσεις, δεν αλλάζει γνώμη, γιατί είναι ξερό κεφάλι», εξ ου και το παιδικό άλφα βήτα το ρορό, το κεφάλι σ’ το ξερό·
- είναι στραβό κεφάλι, βλ. λ. στραβοκέφαλος·
- είναι το κεφάλι μου καζάνι, βλ. φρ. έγινε το κεφάλι μου καζάνι·
- είναι το κεφάλι μου κουδούνι, βλ. φρ. έγινε το κεφάλι μου κουδούνι·
- έπεσαν κεφάλια, α. καταδικάστηκαν άνθρωποι, χάθηκαν ζωές: «στη δίκη για το σκάνδαλο των προμηθειών έπεσαν κεφάλια || έπεσαν πολλά κεφάλια κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου». β. καθαιρέθηκαν άνθρωποι από ηγετικές ή διευθυντικές θέσεις: «με την άνοδο της νέας κυβέρνησης στην εξουσία, έπεσαν κεφάλια σ’ όλους τους οργανισμούς»·
- έπεσε με το κεφάλι, α. αρρώστησε βαριά: «στην αρχή λέγαμε πως ήταν μια αθώα γριπούλα αλλά, μέσα σε λίγες μέρες, έπεσε με το κεφάλι και πήραμε σβάρνα τους γιατρούς». β.  είχε ραγδαία οικονομική πτώση: «ξανοίχτηκε τόσο πολύ στη δουλειά του που, με την πρώτη δυσκολία, έπεσε με το κεφάλι». Από την εικόνα του ατόμου που ρίχνεται στο κενό και η πτώση του είναι ραγδαία·
- έσπασα το κεφάλι (για) να…, βασανίστηκα πολύ για να βρω μια λύση σε κάποιο πρόβλημα: «έσπασα το κεφάλι μου για να βρω τρόπο να τα φέρω βόλτα»· βλ. και φρ. σπάω το κεφάλι μου·
- έσπασαν κεφάλια, βλ. φρ. άνοιξαν κεφάλια·
- έσπασε το κεφάλι του, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του·
- έφαγε το κεφάλι του, α. ζημιώθηκε από δική του υπαιτιότητα, από δική του ευθύνη: «έκανε δουλειά μ’ έναν παλιάνθρωπο κι έφαγε το κεφάλι του». (Λαϊκό τραγούδι: η γκρίνια που αρχίσαμε δεν ξέρω τι θα βγάλει· σαν πέφτει η γκρίνια ανάμεσα ο έρωτας δε ζει· το φταις και φταίω θα μας φάει το κεφάλι). β. έχασε τη ζωή του, σκοτώθηκε από δικό του λάθος ή απροσεξία, από δική του ευθύνη: «έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του κι έφαγε το κεφάλι του»·
- έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο, αποχώρησε από κάπου ντροπιασμένος, ηθικά μειωμένος: «όταν τον αντικατέστησαν στη διεύθυνση του εργοστασίου, έφυγε με κατεβασμένο το κεφάλι, γιατί είχαν γίνει γνωστές οι διάφορες λοβιτούρες του || μετά τον εξάψαλμο που άκουσε απ’ τον πατέρα του, έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο». Συνών. έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά κατεβασμένα·   
- έφυγε με κρεμασμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι κρεμασμένο, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με πεσμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι πεσμένο, βλ. φρ. έφυγε με κρεμασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με ριγμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι ριγμένο, βλ. συνηθέστ. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με το κεφάλι κάτω, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με το κεφάλι ψηλά, α. αποχώρησε από κάπου αγέρωχος, περήφανος, ιδίως γιατί εκτέλεσε σωστά το καθήκον του: «τους κοίταξε όλους κατάματα κι έφυγε απ’ την υπηρεσία του με το κεφάλι ψηλά». β. αποχώρησε από κάπου, χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος για να ντρέπεται  για κάτι: «όλοι ήταν μπλεγμένοι σε διάφορες λοβιτούρες, αλλά ο τάδε έφυγε με το κεφάλι ψηλά, γιατί τ’ όνομά του δεν ακούστηκε πουθενά». Σε αντίθεση με αυτόν που έχει κάνει κάτι επιλήψιμο και περπατάει με χαμηλωμένο κεφάλι για να περνάει απαρατήρητος·
- έχει άχυρα στο κεφάλι του, βλ. λ. άχυρο·
- έχει γερό κεφάλι, βλ. φρ. είναι γερό κεφάλι·
- έχει δυνατό κεφάλι, βλ. φρ. είναι γερό κεφάλι·
- έχει ένα κεφάλι σαν αεροδρόμιο, (ειρωνικά) έχει πολύ μεγάλο και κάπως πεπλατυσμένο κεφάλι: «μόλις τον δεις θα βάλεις τα γέλια, γιατί έχει ένα κεφάλι σαν αεροδρόμιο»·
- έχει ένα κεφάλι σαν καζάνι, βλ. φρ. έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι·
- έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι, (ειρωνικά) έχει μεγάλο και στρογγυλό κεφάλι: «ξεχωρίζει με το πρώτο ανάμεσα απ’ όλους, γιατί έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι»·
- έχει κεφάλι, βλ. λ. είναι κεφάλι·
- έχει κούφιο κεφάλι, βλ. λ. κουφιοκέφαλος·
- έχει ξερό κεφάλι, βλ. φρ. είναι ξερό κεφάλι·
- έχει πολλά στο κεφάλι του, έχει πολλές έγνοιες: «τον βλέπεις πάντα σκεφτικό, γιατί έχει πολλά στο κεφάλι του»· βλ. και φρ. έχει πολλά στο μυαλό του, λ. μυαλό·
- έχει τα μυαλά του πάνω απ’ το κεφάλι του ή έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- έχει τετράγωνο κεφάλι, βλ. συνηθέστ. έχει τετράγωνη λογική, λ. λογική·
- έχει το ίδιο κεφάλι (με κάποιον), μοιάζει απόλυτα με κάποιον: «αυτός ο νεαρός θα πρέπει να ’ναι ο γιος του τάδε, γιατί έχει το ίδιο κεφάλι με εκείνον»·
- έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- έχω βαρύ κεφάλι, έχω πονοκέφαλο: «χτες το βράδυ ήπια πάρα πολύ, γι’ αυτό απ’ το πρωί σήμερα έχω βαρύ κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: το σκαλοπάτι σου, να ξέρεις μου ’χει κάνει με τα ξενύχτια το κεφάλι μου βαρύ· ούτε το κρύο, που σε σκέφτομαι, με πιάνει και η βροχή να με λυγίσει δεν μπορεί
- έχω ήσυχο το κεφάλι μου ή έχω το κεφάλι μου ήσυχο, δεν έχω κάνει κάτι μεμπτό που να μου δημιουργεί προβλήματα ή κινδύνους: «δεν μπερδεύομαι σε ύποπτες δουλειές κι έτσι έχω ήσυχο το κεφάλι μου || απ’ τη στιγμή που δεν πήρα μέρος στην κομπίνα, έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- έχω κεφάλι, έχω πονοκέφαλο: «μη μου μιλάς, γιατί μόλις ξύπνησα έπειτα από μεγάλο μεθύσι κι έχω κεφάλι»·
- έχω σκοτούρα στο κεφάλι μου ή έχω σκοτούρες στο κεφάλι, βλ. λ. σκοτούρα·
- έχω τα νεύρα πάνω απ’ το κεφάλι μου ή έχω τα νεύρα μου πάνω απ’ το κεφάλι, βλ. λ. νεύρο·
- έχω το κεφάλι χαμηλά ή έχω χαμηλά το κεφάλι, βλ. φρ. κρατώ το κεφάλι χαμηλά·
- έχω το κεφάλι ψηλά ή έχω ψηλά το κεφάλι, διατηρώ την περηφάνια μου: «μπορεί να είμαι φτωχός, αλλά έχω το κεφάλι ψηλά»·
- έχω φουρτούνα στο κεφάλι μου ή έχω φουρτούνες στο κεφάλι, βλ. λ. φουρτούνα·
- η αγαμία τον βάρεσε στο κεφάλι ή η αγαμία τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. αγαμία·
- η μαλακία τον βάρεσε στο κεφάλι ή η μαλακία τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. μαλακία·
- ηρέμησε το κεφάλι μου, α. απαλλάχτηκα από τις σκοτούρες και τα προβλήματα που με απασχολούσαν: «μόλις μου ’τυχε το λαχείο, ηρέμησε το κεφάλι μου». β. απαλλάχτηκα από κάποιον έντονο θόρυβο που με ενοχλούσε: «τέλειωσαν τη δουλειά τους οι εργάτες με τα κομπρεσέρ που δούλευαν έξω απ’ το σπίτι μου και ηρέμησε το κεφάλι μου»·
- ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι κατεβασμένο, ήρθε σε κάποιο χώρο ντροπιασμένος, ταπεινωμένος: «τ’ αφεντικό του τον συγχώρησε για την κατάχρηση που είχε κάνει κι ήρθε πάλι στη δουλειά με το κεφάλι κατεβασμένο». Συνών. ήρθε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κατεβασμένα·  
- ήρθε με κρεμασμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι κρεμασμένο, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε με πεσμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι πεσμένο, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε με ριγμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι ριγμένο, βλ. συνηθέστ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε με το κεφάλι κάτω, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε το μυαλό στο κεφάλι του ή ήρθε το μυαλό του στο κεφάλι, βλ. λ. μυαλό·
- ησύχασε το κεφάλι μου, βλ. φρ. ηρέμησε το κεφάλι μου·
- θα κόψω το κεφάλι μου, θα κάνω τα πάντα για να πετύχω ή για να πραγματοποιήσω κάτι: «το συμπαθώ τόσο πολύ αυτό το παιδί, που θα κόψω το κεφάλι μου για να το βοηθήσω». Συνών. θα κόψω το λαιμό μου / θα κόψω το σβέρκο μου·
- θα μου φύγει το κεφάλι, βλ. φρ. θα μου στρίψει το κεφάλι·
- θα μου στρίψει το κεφάλι, βρίσκομαι σε πολύ μεγάλη ψυχική ή πνευματική πίεση και δεν ξέρω πώς να ενεργήσω, βρίσκομαι σε μεγάλη απόγνωση, κοντεύω να τρελαθώ: «θα μου στρίψει το κεφάλι με τόσα προβλήματα και μ’ όλες αυτές τις αναποδιές που μου συμβαίνουν!»· βλ. και φρ. θα μου στρίψει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα ξεσπάσει στο κεφάλι μου, λέγεται για κάτι που, αν γίνει, υπάρχει η βεβαιότητα πως θα υποστώ τις συνέπειες: «δε σ’ αφήνω να μπεις μέσα χωρίς άδεια γιατί, αν το μάθει ο υπεύθυνος, η πρωτοβουλία μου αυτή θα ξεσπάσει στο κεφάλι μου»· βλ. και φρ. ξέσπασε στο κεφάλι μου·
- θα σου κόψω το κεφάλι, βλ. φρ. θα σου πάρω το κεφάλι·
- θα σου πάρω το κεφάλι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως έχω την πρόθεση και τον τρόπο να τον τιμωρήσω παραδειγματικά, αν παραβεί αυτά που του λέω ή αν προσπαθήσει να με βλάψει ή να με κοροϊδέψει: «αν φύγεις χωρίς να το ξέρω, θα σου πάρω το κεφάλι || αν μάθω πως με κατηγόρησες ξανά, θα σου πάρω το κεφάλι». Συνών. θα σου πάρω το λαιμό / θα σου πάρω το σβέρκο·
- θα σου σπάσω το κεφάλι, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν σ’ ακούσω άλλη φορά να βρίζεις τα θεία, θα σου σπάσω το κεφάλι»·
- θα σου φύγει το κεφάλι, βλ. συνηθέστ. θα σου φύγει το καφάσι, λ. καφάσι·
- θα στο φέρω ταμπλά στο κεφάλι, βλ. λ. ταμπλάς1·
- θα (το) φας το κεφάλι σου (στο κεφαλάκι σου), ο τρόπος με τον οποίο ενεργείς θα αποβεί σε βάρος σου: «ξέκοψε, όσο είναι καιρός, απ’ αυτές τις παλιοπαρέες, γιατί θα το φας το κεφάλι σου || πάψε νε τρέχεις σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό σου, γιατί θα το φας το κεφάλι σου». (Λαϊκό τραγούδι: εκεί που πας μην ξαναπάς· το κεφαλάκι σου θα φας
- κάθομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του·
- κακό κεφάλι, άνθρωπος ανόητος, βλάκας. Κατά τον Πολ. Δημητρακόπουλο όμως: κακό κεφάλι + καλή τύχη = καλό κεφάλι (Σιδηρά Διαθήκη). Πρβλ.: πρέπει να ξέρεις ψέματα να ’σαι και κατεργάρης και το κακό κεφάλι σου μες το ντορβά να βάζεις (Λαϊκό τραγούδι)· βλ. και φρ. όταν η τύχη δε βοηθά, η γνώση δεν αξίζει, λ. τύχη·
- κακό του κεφαλιού σου! με τον τρόπο που ενεργείς εσύ θα βγεις χαμένος, εσύ θα βγεις ζημιωμένος: «εγώ δε θα ’ρθω το βράδυ μαζί σας στο πάρτι. -Κακό του κεφαλιού σου, γιατί θα περάσουμε υπέροχα! || παρ’ όλες τις αντιρρήσεις σας, εγώ θα συνεταιριστώ με τον τάδε. -Κακό του κεφαλιού σου, γιατί όπως σου είπα, είναι απατεώνας!». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που σου ’χα του χεριού μου για κακό του κεφαλιού μου μακριά από τέτοιο κάλλος ας καεί και κάνας άλλος
- καλό κεφάλι, άνθρωπος έξυπνος. Κατά τον Πολ. Δημητρακόπουλο όμως: καλό κεφάλι + κακή τύχη = κακό κεφάλι (Σιδηρά Διαθήκη)· βλ. και φρ. όταν η τύχη δε βοηθά, η γνώση δεν αξίζει, λ. τύχη·
- καλύτερα στο μάλλι μου (μαλλί μου = λεφτά μου), παρά στο κεφάλι μου, είναι προτιμότερο να χάσω τα λεφτά μου παρά την υγεία μου: «σαν την υγεία δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο, γι’ αυτό καλύτερα στο μάλλι μου παρά στο κεφάλι μου»·
- κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του, ενεργεί χωρίς να σκέφτεται, ενεργεί επιπόλαια, απερίσκεπτα: «εντέλει αυτό το παιδί δεν το βλέπω να προκόβει, γιατί πάντα κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του». Συνών. κάνει ό,τι κατεβάσει η γκλάβα του / κάνει ό,τι κατεβάσει η κεφάλα του / κάνει ό,τι κατεβάσει η κούτρα του / κάνει ό,τι κατεβάσει το ξερό του· 
- κάνει του κεφαλιού του, βλ. φρ. κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του·
- κάνω δουλειά του κεφαλιού μου ή κάνω δουλειές του κεφαλιού μου, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω κεφάλι, (στη γλώσσα της αργκό) βρίσκομαι κάτω από την επήρεια μέθης, έρχομαι στο κέφι μετά την κατανάλωση ποτού ή το κάπνισμα τσιγάρου με χασίσι. (Λαϊκό τραγούδι: παίξε Χρήστο άλλο ένα όμορφα και ταπεινά, κι όταν κάνουμε κεφάλι, γύρνα το στη ζεϊμπεκιά). Μερικές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τετράγωνο·
- κάνω του κεφαλιού μου, ενεργώ ανόητα, απερίσκεπτα, κάνω ό,τι μου κατέβει: «πρώτα κάνεις του κεφαλιού σου και μετά τρέχεις να τα μπαλώσεις». (Τραγούδι: τράβα μπρος κι όσα έρθουν κι όσα πάνε, τράβα μπρος και του κεφαλιού σου κάνε
- κατά το κεφάλι και το κούρεμα, βλ. λ. κούρεμα·
- κατεβάζει το κεφάλι του, βλ. φρ. κατεβάζει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- κατεβάζω το κεφάλι ή κατεβάζω το κεφάλι μου, α. παραδέχομαι σιωπηρά το λάθος μου, την ήττα μου ή την ανωτερότητα κάποιου: «όταν με δεις να κατεβάζω το κεφάλι μου, να καταλάβεις πως έχω χάσει το παιχνίδι». β. σκύβω το κεφάλι μου, ιδίως από ντροπή: «μόλις κάνεις πως τον μαλώνεις λίγο, κατεβάζει το κεφάλι του». γ. δεν μπορώ να αντισταθώ στις πιέσεις, υποχωρώ στις δυσκολίες, δε μάχομαι, υποκύπτω: «ό,τι και να σου συμβεί, μην κατεβάσεις το κεφάλι σου». Συνών. κατεβάζω την γκλάβα ή κατεβάζω την γκλάβα μου / κατεβάζω την κεφάλα ή κατεβάζω την κεφάλα μου·
- κεφάλι δίχως μέτρα θέλει χτύπημα στην πέτρα, όποιος κάνει κακές ή λανθασμένες κινήσεις ή επιλογές, υφίσταται και τις οδυνηρές συνέπειές τους: «δε σου φταίει κανείς γι’ αυτά που τραβάς τώρα, γιατί κεφάλι δίχως μέτρα θέλει χτύπημα στην πέτρα»·
- κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλανε; βλ. φρ. κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλαμε; λ. κεχαγιάς·  
- κλούβιο κεφάλι, άνθρωπος ανόητος, κουτός, βλάκας: «μήπως περίμενες καλύτερα αποτελέσματα από έναν με κλούβιο κεφάλι;». Αναφορά στο κλούβιο αβγό που είναι άχρηστο, για τα σκουπίδια·
- κόβει το κεφάλι του, βλ. συνηθέστ. κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- κόβω το κεφάλι μου, α. στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή, γι’ αυτό στοιχηματίζω με σιγουριά: «αν δε γίνουν τα πράγματα έτσι όπως στα λέω, εγώ κόβω το κεφάλι μου». β. είμαι εντελώς σίγουρος για κάτι: «κόβω το κεφάλι μου πως ήταν ο τάδε». Συνών. κόβω το λαιμό μου / κόβω το σβέρκο μου·
- κουδούνισε το κεφάλι μου, ζαλίστηκα, ιδίως έπειτα από χτύπημα στο κεφάλι: «χτύπησα καθώς άνοιγε ο άλλος την πόρτα και κουδούνισε το κεφάλι μου»·
- κούφιο κεφάλι, βλ. λ. κουφιοκεφαλάκης. (Λαϊκό τραγούδι: τι με κοιτάτε, φίλοι μου, έχω μεγάλο χάλι· θα πάρω πέτρα να χτυπώ το κούφιο μου κεφάλι
- κόψε το κεφάλι σου! α. δε με ενδιαφέρει διόλου πώς θα αντεπεξέλθεις στις δυσκολίες σου ή πώς θα επιτύχεις αυτό που επιδιώκεις: «και τι με νοιάζει εμένα πώς θα τα καταφέρεις, κόψε το κεφάλι σου!». β. έκφραση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι να κάνω: «τώρα τι να κάνω που δεν έχω λεφτά να καλύψω την επιταγή; -Κόψε το κεφάλι σου!». Συνών. κόψε το λαιμό σου! / κόψε το σβέρκο σου! / κόψε τον κώλο σου(!)· βλ. και φρ. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου(!)·
- κρατώ το κεφάλι χαμηλά ή κρατώ χαμηλά το κεφάλι, κρατώ σεμνή στάση, ιδίως έπειτα από κάποια πρόσφατη επιτυχία μου: «ο προπονητής του Π.Α.Ο.Κ., Αγ. Αναστασιάδης, προέτρεψε τους παίχτες του έπειτα από τη νίκη τους επί του Άρη, να κρατούν χαμηλά το κεφάλι και να ’χουν το μυαλό τους στο επόμενο παιχνίδι»·
- κρατώ το κεφάλι ψηλά ή κρατώ ψηλά το κεφάλι, α. διατηρώ την περηφάνια μου: «μπορεί να ’φαγε κατραπακιές στη ζωή του, αλλά κρατάει το κεφάλι ψηλά». (Λαϊκό τραγούδι: μου λες να κρατήσω ψηλά το κεφάλι, μου λες να γελάσω σαν πρώτα και πάλι). β. δε χάνω το θάρρος μου: «παρ’ όλες τις ατυχίες που του ’τυχαν, κρατάει ψηλά το κεφάλι». (Τραγούδι: μα με του Θεού τη χάρη, ψηλά κρατάω το κεφάλι
- λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του ή λαγός τη φτέρη κούναγε, κακό του κεφαλιού του, βλ. λ. λαγός·
- μ’ έπιασε το κεφάλι (μου), έχω πονοκέφαλο: «μου μιλούσε επί δυο ώρες συνέχεια και μ’ έπιασε το κεφάλι || έκαναν τέτοιο θόρυβο στο διπλανό διαμέρισμα, που μ’ έπιασε το κεφάλι μου»· βλ. και φρ. μου πήρε το κεφάλι·
- μαθαίνω στου κασίδη το κεφάλι, βλ. λ. κασίδης·
- μας ζάλισε το κεφάλι ή μας έχει ζαλίσει το κεφάλι ή μου ζάλισε το κεφάλι ή μου ’χει ζαλίσει το κεφάλι, μου έγινε πολύ ενοχλητικός από την επιμονή του πάνω σε ένα θέμα ή από την πολυλογία του. (Λαϊκό τραγούδι: η πεντάμορφη ξανθούλα μου ’χει κάψει την καρδούλα κι η μελαχρινή, η άλλη, μου ζαλίζει το κεφάλι //  μου ’χεις ζαλίσει το κεφάλι, άσε την γκρίνια τη μεγάλη). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μας πήρε (το) κεφάλι ή μας έχει πάρει (το) κεφάλι ή μου πήρε (το) κεφάλι ή μου ’χει πάρει (το) κεφάλι, με πονοκεφάλιασε με την ακατάσχετη φλυαρία του ή με το θόρυβο που προκαλούσε: «ήρθε πρωί πρωί στο γραφείο μου και με πήρε κεφάλι με τις ερωτικές του περιπέτειες κατά τη διάρκεια των διακοπών || προσπαθεί να μπήξει ένα πάσαλο στην αυλή του  και μας πήρε το κεφάλι με τα ντάκα ντούκα απ’ το πρωί». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- με βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι, βλ. λ. ήλιος·
- με βάρεσε στο κεφάλι, βλ. φρ. με χτύπησε στο κεφάλι·
- με ξύνει το κεφάλι μου, βλ. φρ. με τρώει το κεφάλι μου·
- με τα μυαλά που έχει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που έχει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- με την ευχή μου και πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. ευχή·
- με τρώει το κεφάλι, προσπαθεί επίμονα να με πείσει για κάτι: «απ’ το πρωί με τρώει το κεφάλι να πάρω κι εγώ μέρος στην εκδρομή που διοργανώνει»·
- με τρώει το κεφάλι μου, έχει φαγούρα: «κάθε φορά που λούζομαι μ’ αυτό το σαμπουάν, έπειτα με τρώει το κεφάλι μου»·
- με χτύπησε στο κεφάλι, α. επέδρασε αρνητικά επάνω μου, μου δημιούργησε πρόβλημα: «το πιοτό με χτύπησε στο κεφάλι». β. με νευρίασε υπερβολικά: «οι ψευτιές του με χτύπησαν στο κεφάλι»·
- μετράω κεφάλια, (για πρόσωπα ή ζώα) κάνω καταμέτρηση: «όπως έμπαιναν οι επιβάτες στο λεωφορείο, ο εισπράκτορας μετρούσε κεφάλια, για να εξακριβώσει αν όλοι οι επιβάτες ήταν παρόντες || καθώς έμπαιναν τα πρόβατα στο μαντρί, ο τσομπάνος μετρούσε κεφάλια, για να διαπιστώσει αν έλειπε κανένα αρνί»·
- μιλάει με άλλο κεφάλι, εκφέρει διαφορετική γνώμη που μας φαίνεται παράξενη ή παράλογη: «έζησε χρόνια στο εξωτερικό ο άνθρωπος και μιλάει με άλλο κεφάλι»· βλ. και φρ. τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι·   
- μου ανέβασε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- μου ανέβηκαν οι καπνοί στο κεφάλι, βλ. λ. καπνός1·
- μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- μου έφερε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- μου ’κανε το κεφάλι καζάνι, με πονοκεφάλιασε με την πολυλογία του, με τη φλυαρία του: «μ’ είχε μια ώρα στη γωνία και μπλα μπλα μπλα μου ’κανε το κεφάλι καζάνι»·
- μου ’κανε το κεφάλι κουδούνι, βλ. φρ. μου ’κανε το κεφάλι καζάνι·
- μου κατέβηκε στο κεφάλι, μου ήρθε ξαφνικά η ιδέα ή η επιθυμία να κάνω κάτι: «δεν είχα τι να κάνω και, κάποια στιγμή, μου κατέβηκε στο κεφάλι να βάλω μια τάξη στο υπόγειο του σπιτιού μου || έλεγα χτες βράδυ να πάω νωρίς στο σπίτι, αλλά, ξαφνικά, μου κατέβηκε στο κεφάλι να πάω στα μπουζούκια και το ξενύχτησα»·
- μου πήρε το κεφάλι ή μου ’χει πάρει το κεφάλι, α. με ενόχλησε υπερβολικά, ιδίως από παρατεταμένο θόρυβο που προκάλεσε: «μάρσαρε μια ώρα τ’ αυτοκίνητό του κάτω απ’ το παράθυρό μου και μου πήρε το κεφάλι». β. μου μίλησε επίμονα πάνω στο ίδιο θέμα, ιδίως συμβουλευτικά: «καλά να πάθω που την πάτησα, γιατί μου πήρε το κεφάλι ο φίλος μου να μην μπλεχτώ σ’ αυτή τη δουλειά, όμως δεν τον άκουσα και τώρα έχω προβλήματα». Συνών. μου πήρε τ’ αφτιά·
- μου ’ρθε κεραμίδα στο κεφάλι, βλ. λ. κεραμίδα·
- μου ’ρθε κεραυνός στο κεφάλι, βλ. λ. κεραυνός·
- μου ’ρθε στο κεφάλι, μου συνέβη αναπάντεχα κάτι πολύ βαρύ, ιδίως κακό: «πρωί πρωί μου ’ρθε στο κεφάλι ο έλεγχος της εφορίας». (Λαϊκό τραγούδι: κρυφός είναι ο πόνος μου κι η λύπη μου μεγάλη, βάσανα που δεν ήλπιζα μου ’ρθανε στο κεφάλι
- μου ’ρθε ταμπλάς στο κεφάλι, βλ. λ. ταμπλάς1·
- μου στρίβει το κεφάλι, τρελαίνομαι, παραφρονώ: «είχε τόσα πολλά προβλήματα, που στο τέλος του ’στριψε το κεφάλι»·
- μου τη βάρεσε στο κεφάλι, βλ. φρ. τα πήρα στο κεφάλι·
- μου την έδωσε στο κεφάλι, βλ. φρ. τα πήρα στο κεφάλι·
- μου ’φυγε το κεφάλι, βλ. συνηθέστ. μου ’φυγε το καφάσι, λ. καφάσι·
- μπελά δεν είχαμε, μπελά βάλαμε στο κεφάλι μας, βλ. λ. μπελάς·
- να κόψεις το κεφάλι σου! βλ. φρ. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου(!)
- να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! δε με ενδιαφέρει ποιον τρόπο ή ποια μέσα θα χρησιμοποιήσεις για να ικανοποιήσεις κάποια απαίτησή μου: «πού θα βρω μέσα σε τόσο λίγο καιρό τόσα πολλά λεφτά για να σε ξεχρεώσω; -Να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου!». Συνών. να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! / να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου! / να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου(!)· βλ. και φρ. κόψε το κεφάλι σου(!)·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί κι ο διάκος στο κεφάλι, βλ. λ. παπάς·
- να φας το κεφάλι σου! είδος κατάρας, με την έννοια να καταστραφείς, αλλά και να πεθάνεις. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το που·
- ξέσπασε στο κεφάλι μου, δέχτηκα την οργή κάποιου, χωρίς να είμαι υπεύθυνος για κάτι, ιδίως κακό: «επειδή δεν μπόρεσε να βρει ποιος ήταν αυτός που έστειλε τη λανθασμένη παραγγελία, ξέσπασε στο κεφάλι μου»· βλ. και φρ. θα ξεσπάσει στο κεφάλι μου·  
- ξύνει το κεφάλι του, βρίσκεται σε αμηχανία: «κάθε φορά που ξύνει το κεφάλι του, δεν ξέρει τι να πει και τι να κάνει». Συνών. ξύνει την γκλάβα του / ξύνει την κεφάλα του·
- ο φρόνιμος απ’ το κεφάλι του φαίνεται κι όχι απ’ τα χρόνια, βλ. λ. φρόνιμος·
- οι φτέρνες του χτυπούν στο κεφάλι του, βλ. λ. φτέρνα·
- ό,τι τραβάει το κορμί, τα φταίει το κεφάλι, όταν κάποιος δε μελετάει καλά κάποιες ενέργειές του ή όποιος ενεργεί απερίσκεπτα, τότε υποβάλλεται σε κόπους για να επανορθώσει τα λάθη στα οποία υπέπεσε: «όλο το καλοκαίρι έτρωγα σαν το ζώο και τώρα πρέπει να κάνω σκληρή δίαιτα για ν’ αδυνατίσω, γιατί βλέπεις ό,τι τραβάει το κορμί τα φταίει το κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: μου έδωσες το μάθημα για να μου λεν και άλλοι: ό,τι τραβάει το κορμί το φταίει το κεφάλι
- πάει να μου φύγει το κεφάλι, βλ. φρ. πάει να σπάσει το κεφάλι μου·
- πάει να σπάσει το κεφάλι μου, έχω δυνατό πονοκέφαλο: «δώσε μου κάποιο παυσίπονο, γιατί πάει να σπάσει το κεφάλι μου»·
- παίζεται το κεφάλι μου (κορόνα γράμματα), βλ. φρ. παίζω το κεφάλι μου (κορόνα γράμματα)·
- παίζω το κεφάλι μου (κορόνα γράμματα), εκθέτω τη ζωή μου ή τη θέση εργασίας που κατέχω σε μεγάλο κίνδυνο, τη διακινδυνεύω, τη ρισκάρω: «πρέπει να κάνω οπωσδήποτε διάφορες εξετάσεις, γιατί, όπως μου είπε ο γιατρός, παίζω το κεφάλι μου αν το αμελήσω || δεν μπορώ να κάνω αυτή την παρατυπία για να πάρεις το δάνειο, γιατί παίζω το κεφάλι μου κορόνα γράμματα»·
- παίρνει κεφάλια, είναι πολύ αυστηρός, πολύ σκληρός: «έχετε το νου σας, γιατί ο νέος διευθυντής της επιχείρησης παίρνει κεφάλια»· βλ. και φρ. παίρνω κεφάλια·
- παίρνουν κεφάλια, (για κέντρα διασκέδασης) είναι πάρα πολύ ακριβό: «έχουν καλό πρόγραμμα, δε λέω, αλλά παίρνουν κεφάλια»·
- παίρνω κεφάλι, αρχίζω να προπορεύομαι σε κάποια αναμέτρηση: «μετά την καταμέτρηση των μισών ψήφων, στην περιφέρειά μας πήρε κεφάλι ο τάδε βουλευτής || μετά τα πρώτα δυο χιλιάδες μέτρα, στην κούρσα πήρε κεφάλι ο τάδε δρομέας». Από την εικόνα των αλόγων στον ιππόδρομο που να φαίνεται σιγά σιγά το κεφάλι του αλόγου το οποίο αρχίζει να προπορεύεται· βλ. και φρ. μας πήρε (το) κεφάλι·
- παίρνω κεφάλια, τιμωρώ, καθαιρώ ανώτερους ή ανώτατους διοικητικούς υπαλλήλους από τις θέσεις που κατέχουν: «η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να πάρει κεφάλια»· βλ. και φρ. παίρνει κεφάλια·
- πάρ’ του το κεφάλι! προτροπή σε κάποιον να φερθεί σκληρά, παραδειγματικά στο άτομο εκείνο που εξακολουθητικά του συμπεριφέρεται προκλητικά ή προσβλητικά: «μην τον αφήνεις άλλο να ξεφτιλίζει· πάρ’ του το κεφάλι!». Πρβλ.: Νίκο Γκάλη πάρ’ τους το κεφάλι! από τις προτρεπτικές ιαχές των φιλάθλων μπάσκετ του Άρη στον παίχτη της ομάδας τους, να κατανικήσει την αντίπαλη ομάδα·
- περπατώ με το κεφάλι ψηλά, είμαι περήφανος, γιατί δεν υπάρχει κανένας λόγος να ντρέπομαι για κάτι: «έκανα χίλιες δυο δουλειές στη ζωή μου και τώρα που βγήκα στη σύνταξη περπατώ με το κεφάλι ψηλά»·
- πέφτουν κεφάλια, γίνονται εκκαθαρίσεις, καθαιρέσεις, απομακρύνονται από τις διοικητικές τους θέσεις ανώτεροι ή ανώτατοι υπάλληλοι: «στο τάδε υπουργείο πέφτουν κεφάλια»·
- πέφτω με το κεφάλι, η οικονομική μου πτώση επέρχεται ραγδαία: «με τα ανοίγματα που έκανε στη δουλειά του, όλοι το περιμέναμε πως κάποια στιγμή θα ’πεφτε με το κεφάλι»·
- πέφτω με το κεφάλι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πιάστηκε το κεφάλι μου, πονοκεφάλιασα: «πιάστηκε το κεφάλι μου μ’ όλες αυτές τις φωνές»·
- πονάει δόντι, κόβει κεφάλι, βλ. λ. δόντι·
- πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι, λέγεται στην περίπτωση που, αντί να αντιμετωπίσει κάποιος το πρόβλημα που του παρουσιάστηκε, το εξαλείφει με ανορθόδοξο και επικίνδυνο γι’ αυτόν τρόπο: «πρέπει να εντοπίσουμε πού χωλαίνει η επιχείρηση για να το διορθώσουμε κι όχι πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι, να την κλείσουμε, δηλαδή, για να μη χάσουμε άλλα λεφτά!»·
- πρόσεξε μην πέσει κανένας πολυέλαιος στο κεφάλι σου! βλ. λ. πολυέλαιος·
- ρίχνω κάτω το κεφάλι ή ρίχνω κάτω το κεφάλι μου ή ρίχνω το κεφάλι κάτω ή ρίχνω το κεφάλι μου κάτω, ντροπιάζομαι ταπεινώνομαι: «με την παραμικρή παρατήρηση που του κάνεις, ρίχνει το κεφάλι του κάτω κι είναι έτοιμος να βάλει τα κλάματα»·
- σηκωθήκανε τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι, βλ. λ. πόδι·
- σηκώνω κεφάλι, α. αντιδρώ βίαια, επαναστατώ: «δεν μπορούσε ν’ ανεχτεί άλλο τις αδικίες που γίνονταν μέσα στην επιχείρηση και σήκωσε κεφάλι». β. τα οικονομικά μου, μετά από κάποια περίοδο κάμψης, αρχίζουν να καλυτερεύουν, ξεπερνώ τις οικονομικές δυσκολίες μου: «είχα την εντύπωση πως θα χρεοκοπούσε, αλλά, μπράβο του, σήκωσε πάλι κεφάλι»·
- σκληρό κεφάλι, βλ. φρ. χοντρό κεφάλι·
- σκύβω το κεφάλι (επάνω σε κάποιον ή σε κάτι), δείχνω αμέριστο ενδιαφέρον, αμέριστη φροντίδα, ιδίως στα προβλήματα που απασχολούν κάποιον ή κάποια υπόθεση: «η κυβέρνηση πρέπει να σκύψει το κεφάλι στα προβλήματα που ταλαιπωρούν την αγροτιά || η κυβέρνηση πρέπει να σκύψει το κεφάλι για να βρει τρόπο να εξαλείψει τη μάστιγα των ναρκωτικών»·
- σκύβω το κεφάλι, α. παραδέχομαι σιωπηρά το λάθος μου, την ήττα μου ή την ανωτερότητα κάποιου: «όταν τον δεις να σκύβει το κεφάλι, πάει να πει πως έχει λάθος». β. υποτάσσομαι: «είναι πολύ ατίθασος άνθρωπος και δε σκύβει κεφάλι με τίποτα». (Εργατικό ή πολιτικό σύνθημα: εμπρός λαέ, μη σκύβεις το κεφάλι, ο μόνος δρόμος είναι αντίσταση και πάλη). γ. ντροπιάζομαι, ταπεινώνομαι: «μόλις τον κατσάδιασε ο άλλος, έσκυψε το κεφάλι και δεν είπε κουβέντα»·
- σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου, είμαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου. (Λαϊκό τραγούδι: μα κανένας δε μου φταίει για το χάλι μου, σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου)· βλ. και λ. σπάσιμο·
- σπάω το κεφάλι μου, α. βασανίζομαι να καταλάβω, να κατανοήσω κάτι: «σπάω το κεφάλι μου να καταλάβω τι ήθελε να μου πει με το υπονοούμενο που μου πέταξε». β. βασανίζω τη σκέψη μου, προσπαθώ επίμονα να θυμηθώ κάτι: «σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ πού ξανάδα αυτόν τον άνθρωπο». γ. βασανίζω τη σκέψη μου για να βρω μια λύση σε κάτι που με απασχολεί πολύ: «σπάω το κεφάλι μου να δω πώς θα βολέψω την άσχημη κατάσταση που διαμορφώθηκε». δ. τραυματίζω, ματώνω το κεφάλι μου: «χτύπησα στην άκρη του τραπεζιού κι έσπασα το κεφάλι μου». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω μια πέτρα να σπάσω το κεφάλι μου, γιατί αυτό τα φταίει για το μαύρο χάλι μου)· βλ. και φρ. έσπασα το κεφάλι (για) να(…)·
- σπάω το κεφάλι μου στον τοίχο, μετανιώνω οικτρά για κάτι που έκανα ή που είπα ή για κάτι που δεν έκανα ή που δεν είπα: «σπάω το κεφάλι μου στον τοίχο, που βοήθησα έναν τέτοιο παλιάνθρωπο || σπάω το κεφάλι μου στον τοίχο, που δεν αγόρασα το λαχείο που μου πρότεινε ο λαχειοπώλης, γιατί κέρδισε τον πρώτο αριθμό»· βλ. και φρ. σπάω το κεφάλι μου·
- στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν το χάρο ή στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν χάρος ή στέκεται σαν το χάρο πάνω απ’ το κεφάλι μου ή στέκεται σαν χάρος πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. χάρος·
- στέκομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του·
- στοιχηματίζω το κεφάλι μου ή στοιχηματίζω το ίδιο μου το κεφάλι, α. στοιχηματίζω την ίδια τη ζωή μου και, κατ’ επέκταση, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «στοιχηματίζω το κεφάλι μου πως, όταν έρθει, θα κάνει πως δεν ξέρει τίποτα για την υπόθεση». β. ριψοκινδυνεύω την ίδια τη ζωή μου: «μα είναι δυνατό να στοιχηματίζω κάθε τόσο το ίδιο μου το κεφάλι για να σε γλιτώνω απ’ τα μπλεξίματά σου;»·
- στου κασίδη του κεφάλι όλοι κάνουν τον κουρέα, βλ. λ. κασίδης·
- στραβό κεφάλι, άνθρωπος δύστροπος, ιδιότροπος, ισχυρογνώμονας: «είναι τόσο στραβό κεφάλι, που, μέχρι να συνεννοηθείς μαζί του, μπορεί να σου βγάλει την πίστη»·
- στρώνω κεφάλι, βλ. φρ. κάνω κεφάλι·
- τα βγάζει απ’ το κεφάλι του, τα υποθέτει, τα φαντάζεται, τα εφευρίσκει: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει για τις κατακτήσεις του γιατί τα βγάζει απ’ το κεφάλι του». Συνών. τα βγάζει απ’ την κοιλιά του /  τα βγάζει απ’ το μυαλό του / τα βγάζει απ’ το νου του·
- τα κάνει με ουρές και με κεφάλια, λέει τρομερά ψέματα ή μεγαλοποιεί υπερβολικά ένα γεγονός: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει, γιατί όλα τα κάνει με ουρές και με κεφάλια». Ίσως αναφορά στους μυθικούς δράκοντες που είχαν πολλά κεφάλια ή πολλές ουρές·
- τα μεγάλα κεφάλια, α. η οικονομική, πολιτική, στρατιωτική ή πνευματική εξουσία ενός τόπου: «μετά το σεισμό ήρθαν τα μεγάλα κεφάλια για να διαμορφώσουν προσωπική γνώμη για τις ζημιές που προκλήθηκαν». β. (ειρωνικά) οι αναγνωρισμένοι, οι φτασμένοι απατεώνες: «σ’ αυτό το μπαράκι μαζεύονται όλα τα μεγάλα κεφάλια της περιοχής μας»·
- τα κεφάλια μέσα! προτροπή για δουλειά έπειτα από ένα διάστημα αργίας ή διακοπών: «απ’ τη στιγμή που πέρασαν οι γιορτές, τα κεφάλια μέσα!». (Τραγούδι: τέρμα το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα, πίσσα και πούπουλα για σένανε μπαμπέσα
- τα παθαίνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. φρ. τα τραβώ απ’ το κεφάλι μου·
- τα παίρνει το κεφάλι του (ενν. τα γράμματα), βλ. φρ. τα παίρνει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- τα πήρα στο κεφάλι, (στη νεοαργκό) θύμωσα πάρα πολύ, εξοργίστηκα, εξαγριώθηκα και αντέδρασα βίαια: «μόλις τον είδα να σηκώνει χέρι σε γέρο άνθρωπο, τα πήρα στο κεφάλι και τον έσπασα στο ξύλο». (Τραγούδι: με την πρώτη ζάλη τη θυμάμαι πάλι, τα παίρνω στο κεφάλι, φωνάξτε έναν γιατρό). Συνών. άναψαν τα λαμπάκια μου / βάρεσα βαλβίδα / τα πήρα στην κράνα / τα πήρα στο εθνόσημο / τα πήρα στο κρανίο / τα πήρα στο φάρο / τα πήρα στον εγκέφαλο / την έκανα κρίση / την έκανα λάμπα / την έκανα λαχείο (α) / την έκανα λώλα (α) / την έκανα τζαζ (α) / την έκανα τζαζ μπαντ·
- τα πόδια του χτυπούν στο κεφάλι του, βλ. φρ. οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του, λ. φτέρνα·
- τα τραβώ απ’ το κεφάλι μου, υφίσταμαι τις συνέπειες των κακών ή άστοχων ενεργειών μου: «δε ρίχνω το βάρος σε κανέναν, γιατί, ό,τι τραβώ, τα τραβώ απ’ το κεφάλι μου»·
- τι έχεις στο κεφάλι σου; επιτιμητική έκφραση σε κάποιον που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα αυτό που του λέμε: «τι έχεις στο κεφάλι σου, βρε παιδάκι μου, και δεν καταλαβαίνεις αυτό που σου λέω μια ώρα;». Πολλές φορές, η φρ. συνεχίζεται, αναφέροντας και το είδος που έχει μέσα στο κεφάλι του αυτός που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα αυτό που του λέμε και που είναι το άχυρο ή τα πίτουρα ή τα πριονίδια ή τα σκατά· βλ. και φρ. τι έχεις στο μυαλό σου; λ. μυαλό·
- τι λέει το κεφάλι σου! βλ. συνηθέστ. τι λέει η κεφάλα σου! λ. κεφάλα·
- τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι; έκφραση που δηλώνει επιείκεια για το λάθος ή τη ζημιά που προξένησε κάποιος: «εντάξει, ρε παιδιά, ο άνθρωπος παραδέχεται το λάθος του. Τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι; || έγινε η ζημιά που έγινε, τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι;»·                                                                                                                 
- το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον, του οποίου η έντονη ενασχόληση με τα ερωτικά του, τα σεξουαλικά του, του δημιουργεί διάφορα προσωπικά προβλήματα, ακόμη και καταστροφή: «τρέχει σαν τρελός πίσω από τις γυναίκες, σαν να μην ξέρει πως πολλές φορές το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι»·  
- το κεφάλι στη γούρνα! βλ. συνηθέστ. το κεφάλι στο φούρνο(!)·
- το κεφάλι στο φούρνο! προτροπή σε κάποιον να σκύψει το κεφάλι του, για να μη χτυπήσει σε κάποιο εμπόδιο ή για να μην τον χτυπήσουν από κάπου, που τον σημαδεύουν· βλ. και φρ. τα κεφάλια μέσα(!)·
- το μικρό κεφάλι τρώει το μεγάλο, βλ. φρ. το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι·
- το ψάρι βρομάει απ’ το κεφάλι ή το ψάρι μυρίζει απ’ το κεφάλι, βλ. λ. ψάρι·
- τον βάρεσε η ζέστα στο κεφάλι ή η ζέστα τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. ζέστα·
- τον βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι ή ο ήλιος τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. ήλιος·
- τον βάρεσε το κρασί στο κεφάλι ή το κρασί τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. κρασί·
- τον βάρεσε το ποτό στο κεφάλι ή το ποτό τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. ποτό·
- τον βρήκε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. λ. πέτρα·
- τον (την) έχω κορόνα στο κεφάλι μου, βλ. λ. κορόνα·
- τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου, υφίσταμαι την πίεσή του ή τον καταπιεστικό έλεγχό του: «επειδή είναι διευθυντής μου, τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου και δεν μπορώ να πάω ούτε για κατούρημα, αν δεν πάρω την άδειά του || είναι πατέρας μου και τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου στη δουλειά»·
- τον περνώ ένα κεφάλι ή τον περνώ δυο κεφάλια, είμαι υψηλότερός του: «είναι ψηλό παιδί, δε λέω, αλλά εγώ τον περνώ ένα κεφάλι || είσαι ψηλό παιδί, αλλά ο τάδε σε περνάει δυο κεφάλια». Δεν ακούγεται ή ακούγεται πολύ σπάνια τρία κεφάλια·
- τον πέτυχε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. λ. πέτρα·
- τον πήρε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. λ. πέτρα·
- τον τρώει το κεφάλι του, με τις ενέργειες ή τις πράξεις του είναι σαν να επιδιώκει να υποστεί κάποια τιμωρία, ιδίως σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «μ’ αυτά τα καμώματά του μου φαίνεται πως τον τρώει το κεφάλι του»·
- τον χτύπησε η ζέστα στο κεφάλι ή η ζέστα τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. ζέστα·
- τον χτύπησε ο ήλιος στο κεφάλι ή ο ήλιος τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. ήλιος·
- τον χτύπησε το κρασί στο κεφάλι ή το κρασί τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. κρασί·
- τον χτύπησε το ποτό στο κεφάλι ή το ποτό τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. ποτό·
- του άνοιξα το κεφάλι, τον τραυμάτισα, τον πλήγωσα στο κεφάλι: «του πέταξα από μακριά μια πέτρα και του άνοιξα το κεφάλι»·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο, του προξένησα μεγάλο τραύμα στο κεφάλι: «τον χτύπησα με την καρέκλα και του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο»·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν καρπούζι, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν πεπόνι Αργείτικο, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν τριαντάφυλλο, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·
- του άνοιξα το κεφάλι στα δυο, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·    
- του βάζω ιδέες στο κεφάλι, βλ. λ. ιδέα·
- του γεμίζω το κεφάλι, πείθω κάποιον για κάτι καλό ή κακό: «με το πες πες του γέμισα το κεφάλι και πήρε τη δουλειά || εσύ φταις, που του γέμισες το κεφάλι με τις βλακείες σου και τον έκανες να μην έχει όρεξη για δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: του γεμίζουν το κεφάλι φίλοι καρδιακοί όσα βγάζει να τα τρώνε σε μια Κυριακή μα δεν ξέρουν πως ο τύπος ο Αγαθοκλής είναι πρώτος κολπαδόρος της Πειραϊκής)· βλ. και φρ. γεμίζω το κεφάλι·
- του γυρίζω το κεφάλι, μετά από επίμονη προσπάθεια του αλλάζω γνώμη, τον μεταπείθω: «με το πες πες, του γύρισα το κεφάλι ν’ αποσύρει τη μήνυση»·
- του ’κανα το κεφάλι καζάνι, τον ζάλισα με την πολυλογία μου, με τη φλυαρία μου: «μέχρι να τον πείσω να μου δώσει τα δανεικά που μου χρειάζονταν του ’κανα το κεφάλι καζάνι»·
- του ’κανα το κεφάλι κουδούνι, βλ. φρ. του ’κανα το κεφάλι καζάνι·
- του παίρνω το κεφάλι, α. τον ζαλίζω με την πολυλογία μου, με τη φλυαρία μου: «είχε δίκιο που σηκώθηκε κι έφυγε, γιατί του πήρα το κεφάλι με τη φλυαρία μου». β. τον τιμωρώ αυστηρά, παραδειγματικά: «ήταν το δέκατο απανωτό λάθος που έκανε, γι’ αυτό κι εγώ του πήρα το κεφάλι». Πρβλ.: Νίκο Γκάλη, πάρ’ τους το κεφάλι, από τις προτρεπτικές ιαχές των φιλάθλων της ομάδας μπάσκετ του Άρη προς το αστέρι της ομάδας τους για να κατανικήσει τους παίχτες της αντίπαλης ομάδας. γ. τον θανατώνω με αποκεφαλισμό, τον αποκεφαλίζω. (Λαϊκό τραγούδι: και σένα, άπιστη, κακιά, σου πήρα το κεφάλι και δε θα ξαναγύρεις πια σε αλλουνού αγκάλη). Συνών. του παίρνω το λαιμό / του παίρνω το σβέρκο·
- του ρίχνω ένα κεφάλι ή του ρίχνω δυο κεφάλια, βλ. φρ. τον περνώ ένα κεφάλι·
- του φταίει το ξερό του το κεφάλι, είναι ο κύριος υπαίτιος για τα προβλήματα που του έχουν προκύψει, λόγω του πείσματος ή της ξεροκεφαλιάς του: «όλοι μας του λέγαμε να μην την κάνει αυτή τη δουλειά, αλλά φταίει το ξερό του το κεφάλι που καταστράφηκε, γιατί στο τέλος την έκανε χωρίς ν’ ακούσει κανένα μας». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος του φταίει του Μιχάλη, το ξερό του το κεφάλι
- τους βλάκες, με την κόσα να τους θερίζεις, πάλι δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, βλ. λ. κόσα· 
- τους μαλάκες, με την κόσα να τους θερίζεις, πάλι δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, βλ. λ. κόσα·
- τρελού κεφάλι δε γερνάει, ο κουτός, ο ανόητος, ο βλάκας είναι πάντοτε χαρούμενος, δεν τον βασανίζουν τα προβλήματα, οι σκοτούρες της καθημερινότητας, γι’ αυτό και δεν καταπονείται από τη ζωή και τα χρόνια: «αυτός ζει στον κόσμο του και θα μας θάψει όλους, γιατί τρελού κεφάλι δε γερνάει»·
- τσάκισα το κεφάλι μου, το έσπασα, το πλήγωσα, το τραυμάτισα: «δεν είδα το κοντάρι και, καθώς έπεσα πάνω του, τσάκισα το κεφάλι μου»·
- τσαούσικο κεφάλι, άνθρωπος αυθαίρετος, θρασύς, αυταρχικός, ισχυρογνώμονας: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι τσαούσικο κεφάλι»·
- τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι, α. μετά από μια περίοδο παραλογισμού, άλλαξε στάση και μιλάει συνετά, μετρημένα: «αφού του εξήγησα πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα, τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι ο άνθρωπος». β. λέγεται και με εντελώς αντίθετη ερμηνεία: «ήταν συνετό παιδί, αλλά τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι, γιατί έμπλεξε με τους αλήτες»·
- φταίει το ξερό του το κεφάλι ή φταίει το κεφάλι του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι ο κύριος αίτιος για τις δυσκολίες που του προέκυψαν: «δε φταίει κανένας, φταίει το ξερό του το κεφάλι που καταστράφηκε, γιατί δεν άκουγε κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: λέω ότι φταίει το κεφάλι το ξερό,μα στο φινάλε η κουτή σε συγχωρώ
- φτιάχνω κεφάλι, βλ. λ. κάνω κεφάλι·
- φύγε πάνω απ’ το κεφάλι μου, μη με ενοχλείς, μη με πιέζεις, άφησέ με ήσυχο: «φύγε πάνω απ’ το κεφάλι μου, γιατί έχω μια δουλειά που πρέπει να την παραδώσω αύριο»·
- χάνω το κεφάλι μου, στοιχηματίζω για κάτι με απόλυτη σιγουριά: «αν δεν είναι αυτός που μας πρόδωσε, χάνω το κεφάλι μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- χοντρό κεφάλι, άνθρωπος που καταλαβαίνει δύσκολα αυτό που του λέμε, ο χοντροκέφαλος: «είναι τόσο χοντρό κεφάλι, που δεν καταλαβαίνει με τίποτα αυτά που του λες»·
- χτυπάει στο κεφάλι, (για ποτά) είναι πολύ δυνατό: «πίνε λίγο λίγο απ’ αυτό το ποτό, γιατί χτυπάει στο κεφάλι»·
- χτυπώ το κεφάλι μου, μετανιώνω για κάτι που έκανα ή είπα, ή για κάτι που δεν έκανα ή δεν είπα. (Λαϊκό τραγούδι: δε βαριέσαι, δεν πειράζει χαλάλι σου, εσύ μια μέρα θα χτυπήσεις το κεφάλι σου
- χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο, μετανιώνω πικρά για κάτι που έκανα ή είπα ή για κάτι που δεν έκανα ή δεν είπα: «χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο, που τον βοήθησα τον παλιοαλήτη! || χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο που δεν μαρτύρησα τότε ποιος ήταν ο πραγματικός ένοχος». (Λαϊκό τραγούδι: θε να το ’βρεις ό,τι ζητάς και δε θ’ αργήσεις, θα ’ναι μέρα μεσημέρι, θα το δεις, και το κεφάλι σου στον τοίχο θα χτυπήσεις,κατεργάρα, και τα λόγια μου θα θυμηθείς
- ψηλά το κεφάλι! προτρεπτική έκφραση σε κάποιον, που απέτυχε σε κάτι, να μη χάσει το θάρρος του, την αυτοπεποίθησή του: «μη στενοχωριέσαι που απέτυχες στις εξετάσεις, γιατί θα ξαναδώσεις του χρόνου. Ψηλά το κεφάλι!».

κλάνω

κλάνω, ρ. [<μσν. κλάνω, από το ἔκλασα, αόρ. του αρχ. ρ. κλάω-ῶ], κλάνω. 1. φοβάμαι, δειλιάζω: «μόλις τους είδε όλους μαζεμένους, έκλασε και την κοπάνησε». 2. αγνοώ, περιφρονώ τελείως κάποιον: «δεν έχω συνηθίσει να κλάνω τους ανθρώπους που έχουν την ανάγκη μου». 3. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) επηρεάζομαι υπερβολικά από τη χρήση ναρκωτικού: «την άκουσες καθόλου με το πράμα που σου ’δωσα; -Άρχισα να κλάνω». Από το ότι, όποιος μεθύσει από ποτό ή ναρκωτικό, δεν μπορεί να συγκρατήσει τις πορδές του, πολλές φορές, μάλιστα, τα κάνει και απάνω του. (Ακολουθούν 55 φρ.)·
- άλογο κλάνει, βλ. λ. άλογο·
- αν κλάνει ο γάιδαρος τι φταίει το σαμάρι; βλ. συνηθέστ. φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι, λ. γάιδαρος·
- ας είν’ καλά η Κοντύλω μας κι ας κλάνει, βλ. λ. καλός·
- γάιδαρος κλάνει στου Φασουλά το χάνι, βλ. λ. γάιδαρος·
- γιατί κλάνει το γατί, βλ. λ. γατί·
- δεν έκλασε, μόνο έκανε πριτ, βλ. λ. πριτ·
- δεν τον κλάνεις! μην τον υπολογίζεις, περιφρόνησέ τον, αγνόησέ τον: «δεν τον κλάνεις, μωρέ, που κάθεσαι και στενοχωριέσαι για τέτοιον παλιάνθρωπο!». Συνών. δεν τον κατουράς! / δεν τον χέζεις(!)·
- εγώ μιλάω ή γαϊδούρι κλάνει; βλ. λ. γαϊδούρι·
- εγώ μιλώ κι εσύ κλάνεις, βλ. λ. εγώ·
- είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή ξεκωλώθηκε ή είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή ξεπατώθηκε ή είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή χέστηκε, βλ. φρ. του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεκωλώθηκε·
- είπαμε του λωλού να κλάσει κι έβγαλε τον κώλο του, βλ. συνηθέστ. του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεκωλώθηκε·
- εκεί που κλάνει η αλεπού και φωνάζει παππού, βλ. λ. αλεπού·
- έκλασε η νύφη, σχόλασε ο γάμος, βλ. λ. νύφη·
- έκλασε ο άρρωστος, χέστηκε ο γιατρός, βλ. λ. γιατρός·
- θα μας κλάσεις μια μάντρα αρχίδια ή θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- θα μας κλάσεις τ’ αρχίδια ή θα μου κλάσεις τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- θα μας κλάσεις τον πούτσο ή θα μου κλάσεις τον πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- θα μας τα κλάσεις (ενν. τ’ αρχίδια) ή θα μου τα κλάσεις (ενν. τ’ αρχίδια), δε θα μου κάνεις τίποτα, δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα, δε σε υπολογίζω, δε σε φοβάμαι: «αν έχεις την εντύπωση πως μπορείς να μου κάνεις κάτι, σε πληροφορώ πως θα μου τα κλάσεις»·
- θα μου τον κλάσεις (ενν. τον πούτσο), βλ. συνηθέστ. θα μας τα κλάσεις (ενν. τ’ αρχίδια)·
- θα πάρεις φόρα και θα μας τα κλάσεις με την όπισθεν! (ενν. τ’ αρχίδια) ή θα πάρεις φόρα και θα μου τα κλάσεις με την όπισθεν! (ενν. τ’ αρχίδια), βλ. λ. φόρα1·
- καλύτερα γαϊδούρι που κουβαλάει παρά άλογο που κλάνει, βλ. λ. γαϊδούρι·
- κάνει μήνα να φταρνιστεί κι εξάμηνο να κλάσει, είναι πολύ μεγάλος τεμπέλης: «δεν υπάρχει περίπτωση να σου τελειώσει τη δουλειά αυτός ο άνθρωπος, γιατί κάνει μήνα να φταρνιστεί κι εξάμηνο να κλάσει»·
- κλάνει απ’ το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- κλάνει ο νοικοκύρης, χέζει ο μουσαφίρης, βλ. λ. νοικοκύρης·
- κλάνω μαλλί, βλ. λ. μαλλί·
- κλάνω μέντα ή κλάνω μέντες, βλ. λ. μέντα·
- κλάνω πατάτες, βλ. λ. πατάτα·
- κλάνω φιστίκι ή κλάνω φιστίκια, βλ. λ. φιστίκι·
- κλάσαν οι άντρες και βγήκες εσύ, βλ. λ. άντρας·
- κλάσαν οι μάγκες και βγήκες εσύ, βλ. λ. μάγκας·
- κλάσε μας! (ενν. τ’ αρχίδια), α. άφησέ με ήσυχο, μη με ενοχλείς: «αμάν, ρε παιδάκι μου, μ’ αυτή την γκρίνια σου, κλάσε μας, επιτέλους, να τελειώνουμε!». β. δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα, δε σε φοβάμαι: «κλάσε μας ρε, που νομίζεις πως θα σε φοβηθούμε!»·
- κλάσε μας τ’ αρχίδια! ή κλάσε μου τ’ αρχίδια! βλ. λ. αρχίδι·
- κώλος που κλάνει, γιατρό δε ζητάει, βλ. λ. κώλος·
- κώλος που κλάνει, γιατρός δε φτάνει, βλ. λ. κώλος·
- κώλος που ’μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει, βλ. λ. κώλος·
- μιλάμε ή κλάνουμε, βλ. λ. μιλώ·
- μου ’κλάσε τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- μου ’κλάσε τον πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- να κλάνεις όλη νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- ο Θεός αλλού πλάθει κι αλλού κλάνει, βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε ή ο Θεός άλλους τους έπλασε κι άλλους τους έκλασε, βλ. λ. Θεός·
- ο μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει, βλ. λ. κώλος·
- ο χαϊδεμένος παπάς και στην εκκλησιά κλάνει, βλ. λ. παπάς·
- όλων οι κώλοι κλάνουνε, κι ο δικός μου μήτε πριτ, βλ. λ. πριτ·
- όποιος σε κλάσει, χέσε τον, μη βγει καλύτερός σου, βλ. λ. χέζω·
- όταν κλάνεις, σβήνει η λάμπα; βλ. λ. λάμπα·
- όταν ο άρχοντας κλάνει, ο λαός το παρακάνει, βλ. λ. άρχοντας·
- πάρε φόρα και κλάσε μας τ’ αρχίδια! ή πάρε φόρα και κλάσε μου τ’ αρχίδια! βλ. λ. αρχίδι·
- πέρσι έκλασε, φέτος βρόμισε, βλ. λ. πέρσι·
- σ’ είπαμε, γριά, να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις, βλ. φρ. του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεκωλώθηκε·
- σ’ είπαμε, κυρά, να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις, βλ. φρ. του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεκωλώθηκε·
- σε γαμώ και κλάνεις και παιδί δεν κάνεις, βλ. λ. παιδί·
- τα κλάνω, α. φοβάμαι, δειλιάζω, τρομοκρατούμαι: «μόλις τους είδα να ’ρχονται όλοι μαζί καταπάνω μου, τα ’κλασα και το ’βαλα στα πόδια». β. τα παρατώ, τα εγκαταλείπω, δεν τα υπολογίζω: «επειδή κανένας δεν άκουγε τις συμβουλές του, κι αυτός τα ’κλασε κι έφυγε || του ’διναν ένα σωρό λεφτά και τα ’κλασε»·
- την κλάνω, φοβάμαι, δειλιάζω: «κι εσύ θα την έκλανες, αν ορμούσαν επάνω σου δέκα νοματαίοι μαζεμένοι»· βλ. και φρ. την έχω κλασμένη, λ. κλασμένος·
- τον κλάνω, βλ. συνηθέστ. τον έχω κλασμένο, λ. κλασμένος·
- του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεκωλώθηκε ή του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεπατώθηκε ή του είπαμε να κλάσει κι αυτός χέστηκε, του επιτρέψαμε να κάνει κάτι και αυτός, εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία, το έκανε στο έπακρο: «του είπαμε να κλάσει κι αυτός χέστηκε ο παλιομαλάκας, γιατί του επέτρεψα να βάλει κάνα δυο στην αίθουσα χωρίς εισιτήριο κι αυτός έμπασε ολόκληρο τσούρμο». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.

κοιλιά

κοιλιά, η, ουσ. [<αρχ. κοιλία <κοῖλος], η κοιλιά· κάθε κοιλότητα, καμπυλότητα, κύρτωμα προς τα έξω ή προς τα μέσα: «ακριβώς στο κέντρο της, η τέντα έκανε κοιλιά || ο τοίχος έκανε κοιλιά απ’ την υγρασία». Υποκορ. κοιλίτσα, η (βλ. λ.). Μεγεθ. κοιλάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 45 φρ.)·
- ανοίγω κοιλιές και ξύνω σκεμπέδες, είμαι ο πιο καλός απ’ όλους σε μια συγκεκριμένη δουλειά ή τέχνη: «κάθε φορά που έχει κάποιο πρόβλημα το αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, που ανοίγει κοιλιές και ξύνει σκεμπέδες». Από το ότι το άνοιγμα της κοιλιάς του ζώου από το χασάπη απαιτεί ιδιαίτερη τέχνη. Στα παλιά μάλιστα χρόνια, τα άτομα αυτά ήταν ειδικά·
- απ’ την κοιλιά της μάνας του, εκ γενετής: «απ’ την κοιλιά της μάνας του είναι  στραβόξυλο αυτός ο άνθρωπος»·
- άσπρα σκυλιά, μαύρα σκυλιά, όλοι οι σκύλοι μια κοιλιά, βλ. λ. σκυλί·
- βαστώ την κοιλιά μου απ’ τα γέλια ή βαστώ την κοιλιά μου απ’ το γέλιο, βλ. φρ. κρατώ την κοιλιά μου απ’ τα γέλια·
- γεμίζω την κοιλιά μου, τρώω πολύ: «δεν μπορώ να φάω ούτε μπουκιά παραπάνω, γιατί γέμισα την κοιλιά μου»·
- γουργουρίζει η κοιλιά μου, πεινώ υπερβολικά: «δεν έφαγα τίποτα όλη τη μέρα, γι’ αυτό γουργουρίζει η κοιλιά μου»·
- δε συμφωνούν κοιλιά με άντερα, βλ. λ. άντερο·
- δεν ξύνουμε κοιλιές, μιλάμε σοβαρά, σοβαρολογούμε, δεν αστειευόμαστε, δεν είμαστε παιδιά: «όταν θα ξανάρθεις, θέλω να φέρεις συγκεκριμένες προτάσεις, γιατί δεν ξύνουμε κοιλιές». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εδώ. Για συνών. βλ. φρ. δεν παίζουμε τις κουμπάρες, λ. κουμπάρα·
- δεν τα βγάζω απ’ την κοιλιά μου, δεν τα υποθέτω, δεν τα φαντάζομαι: «αυτά που σας λέω είναι αλήθεια και δεν τα βγάζω απ’ την κοιλιά μου». Συνών. δεν τα βγάζω απ’ το μυαλό μου·
- έκανα κοιλιά ή έκανα κοιλιές, βλ. φρ. πέταξα κοιλιά·
- εμείς τι κάνουμε, κοιλιές ξύνουμε; γιατί υποτιμάς την ειδικότητά μας, την τέχνη μας, τη δουλειά μας ή την εμπειρία μας, από τη στιγμή, που δεν είμαστε καθόλου άσχετοι με αυτό για το οποίο γίνεται λόγος: «εμείς τι κάνουμε, κοιλιές ξύνουμε κι έχεις την εντύπωση πως δεν μπορούμε να επιδιορθώσουμε τ’ αυτοκίνητό σου;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το καλά και μετά το ρ. της φρ. κάνουμε, ακολουθεί το εδώ ή το δηλαδή. Για συνών. βλ. φρ. εμείς τι κάνουμε, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα·
- εννιά μήνες έκανες μέσ’ στην κοιλιά της μάνας σου ή εννιά μήνες σ’ είχε η μάνα σου μέσ’ στην κοιλιά της ή εννιά μήνες σε κουβαλούσε η μάνα σου στην κοιλιά της, ειρωνική παρατήρηση σε πολύ βιαστικό άτομο: «γιατί τόση βιασύνη, ρε φίλε, εννιά μήνες έκανες μέσ’ στην κοιλιά της μάνας σου». (Λαϊκό τραγούδι: εννέα μήνες στην κοιλιά της την κουβαλούσε η γριά της στις φυλακές και στα μπουρδέλα, όπως και κείνην η δικιά της
- έριξα κοιλιά ή έριξα κοιλιές, βλ. φρ. πέταξα κοιλιά·
- έχει φουσκωμένη κοιλιά ή έχει κοιλιά φουσκωμένη, (για γυναίκες) είναι έγκυος, βρίσκεται σε προχωρημένη εγκυμοσύνη: «όταν βρίσκομαι στο λεωφορείο και βλέπω γυναίκα που έχει φουσκωμένη κοιλιά, σηκώνομαι και της παραχωρώ τη θέση μου»·
- η κοιλιά μου βαράει Καραϊσκάκη, ακούγεται από πολύ ηλικιωμένους και πολύ σπάνια· βλ. συνηθέστ. η κοιλιά μου βαράει ταμπουρά·
- η κοιλιά μου βαράει ταμπουρά, πεινώ υπερβολικά: «γυναίκα, βάλε μου να φάω, γιατί η κοιλιά μου βαράει ταμπουρά». Πολλές φορές, συνοδεύεται από κίνηση με την οποία, το χέρι μας κινείται από τον καρπό του πάνω κάτω μπροστά στην κοιλιά μας, μιμούμενο το μουσικό καθώς χτυπάει με την πένα του τις χορδές του ταμπουρά·
- η κοιλιά μου παίζει βιολί, βλ. συνηθέστ. η κοιλιά μου παίζει μπασαβιόλα·
- η κοιλιά μου παίζει μαντολίνο, βλ. φρ. η κοιλιά μου βαράει ταμπουρά. Πολλές φορές, συνοδεύεται από κίνηση με την οποία, το χέρι μας κινείται από τον καρπό του πάνω κάτω μπροστά στην κοιλιά μας, μιμούμενο το μουσικό καθώς χτυπάει με την πένα του τις χορδές του μαντολίνου του·
- η κοιλιά μου παίζει μπασαβιόλα, πεινώ υπερβολικά: «όλη τη μέρα δεν έβαλα τίποτα στο στόμα μου και τώρα η κοιλιά μου παίζει μπασαβιόλα». Από τον βαθύ ήχο του έγχορδου μουσικού οργάνου, που συνδυάζεται με τα βαθιά γουργουρητά της κοιλιάς πεινασμένου ανθρώπου. Πολλές φορές, συνοδεύεται από κίνηση με την οποία, το χέρι μας κινείται μπροστά στην κοιλιά σαν το δοξάρι·
- η κοιλιά μου παίζει ταμπουρά, βλ. φρ. η κοιλιά μου βαράει ταμπουρά·
- η κοιλιά μου παίζει ταμπούρλο, βλ. φρ. η κοιλιά μου βαράει ταμπουρά·
- η κοιλιά σου πονάει; γιατί ενδιαφέρεσαι ή γιατί δυσανασχετείς(;): «την άλλη Κυριακή έρχεται ο τάδε απ’ το εξωτερικό. -Η κοιλιά σου πονάει; || γιατί αργεί να ’ρθει ο τάδε; -Η κοιλιά σου πονάει;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το γιατί, εσένα. Συνών. ο κώλος σου πονάει(;)·
- κάλλιο να πάσχει η τσέπη μου παρά η κοιλιά μου, είναι προτιμότερο να είμαι φτωχός αλλά να έχω να φάω, παρά να έχω λεφτά και να τσιγκουνεύομαι να τα ξοδέψω για να φάω καλά: «το φαγητό για μένα είναι απόλαυση, γι’ αυτό, κάλλιο να πάσχει η τσέπη μου παρά η κοιλιά μου»·
- κάνει κοιλιά, (για λογοτεχνικά, θεατρικά ή μουσικά έργα ή τηλεοπτικές εκπομπές) παρουσιάζει σε κάποιο σημείο κάμψη σε σχέση με το υπόλοιπο έργο, μειώνεται το ενδιαφέρον, η ποιότητα ή η ακροαματικότητα: «αν δεν έκανε κοιλιά το βιβλίο σου σ’ αυτό το σημείο, θα μπορούσα να πω πως είναι πάρα πολύ καλό || μόλις αντιλήφθηκαν πως η εκπομπή έκανε κοιλιά, έβαλαν συμπαρουσιάστρια την τάδε ηθοποιό, με την ελπίδα, ν’ αυξήσουν πάλι την ακροαματικότητα»·
- κάνω κοιλιά, α. παρουσιάζω σε ορισμένες περιπτώσεις αδυναμία ή σημεία κόπωσης: «αν δεν έκανα κοιλιά το μεσημέρι, θα είχα τελειώσει τώρα τη δουλειά». β. παχαίνω, χοντραίνω: «πρέπει ν’ αρχίσω να κάνω δίαιτα, γιατί έκανα κοιλιά». γ. (για πράγματα) κάνω καμπύλη, καμπυλώνω: «απ’ το μεγάλο βάρος των πολλών βιβλίων, έκανε κοιλιά το ράφι της βιβλιοθήκης»·
- κοιλιά γεμάτη αφτιά δεν έχει, οι εύποροι άνθρωποι δεν μπορούν να κατανοήσουν τις δυσκολίες, τις στενοχώριες και τις στερήσεις που περνούν οι πολύ φτωχοί: «δεν μπορείς να πιστέψεις ότι είμαι τόσο φτωχός, που έρχονται στιγμές που δεν έχω να φάω, γιατί κοιλιά γεμάτη αφτιά δεν έχει». Συνών. ο χορτάτος τον νηστικό δεν τον πιστεύει·
- κοιτάζω την κοιλιά μου, ενδιαφέρομαι μόνο για το προσωπικό μου συμφέρον: «όσους βοήθησα δεν άκουσα ποτέ ένα ευχαριστώ, γι’ αυτό κι εγώ στο εξής κοιτάζω την κοιλιά μου». Συνών. κοιτάζω την πάρτη μου / κοιτάζω το συμφέρον μου / κοιτάζω τον κώλο μου·
- κούφια κοιλιά, (για γυναίκες) που δεν μπορεί να κάνει παιδιά, η στείρα: «τι να το κάνω που είναι όμορφη απ’ τη στιγμή που είναι κούφια κοιλιά!»·
- κρατώ την κοιλιά μου απ’ τα γέλια ή κρατώ την κοιλιά μου απ’ το γέλιο, γελώ πάρα πολύ, ξεκαρδίζομαι: «κάθε φορά που μου λέει ανέκδοτο αυτός ο άνθρωπος, κρατώ την κοιλιά μου απ’ τα γέλια»·
- μ’ έπιασε η κοιλιά (μου), αισθάνομαι πόνο στην κοιλιά: «φαίνεται πως κρύωσα και μ’ έπιασε η κοιλιά μου»·
- με κόβει η κοιλιά μου, παθαίνω διάρροια: « λίγο να κρυώσω, αμέσως με κόβει η κοιλιά μου»·
- με την κοιλιά στο στόμα, (για γυναίκες) που βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο της εγκυμοσύνης της, που είναι ετοιμόγεννη: «σήκω να καθίσει η γυναίκα, δε βλέπεις που είναι με την κοιλιά στο στόμα;»·
- ξύνει την κοιλιά του, δεν κάνει τίποτα, χάνει τον καιρό του, τεμπελιάζει: «όλη τη μέρα κάθεται και ξύνει την κοιλιά του»·
- ξύνω κοιλιές και φτιάχνω φανάρια, α. βρίσκομαι σε τέλεια αδράνεια, τεμπελιάζω: «απ’ τη μέρα που τον απέλυσαν απ’ τη δουλειά του, ξύνει κοιλιές και φτιάχνει φανάρια». β. πολλές φορές, δίνεται και ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου τι κάνεις (ενν. με τη δουλειά σου, με την εργασία σου) και έχει την έννοια δεν έχω καθόλου δουλειά. Από την εικόνα του ατόμου που ξύνει την κοιλιά του από την ανία·
- ο καρπός της κοιλίας της, βλ. λ. καρπός·
- ο χορός της κοιλιάς, βλ. λ. χορός·
- πέταξα κοιλιά ή πέταξα κοιλιές, πάχυνα, χόντραινα: «τον τελευταίο καιρό έχω πολλή όρεξη και πέταξα κοιλιές»·
- πιάνω την κοιλιά μου απ’ τα γέλια ή πιάνω την κοιλιά μου απ’ το γέλιο, βλ. φρ. κρατώ την κοιλιά μου απ’ τα γέλια·
- ρουφώ την κοιλιά μου, παίρνω βαθιά εισπνοή, ώστε να μπει η κοιλιά μου μέσα για να μη δείχνω παχύς ή για να προταθεί το στήθος μου σε μια προσπάθειά μου να δείξω πως έχω αθλητικό σώμα: «κάθε φορά που βλέπω κάποια ωραία γυναίκα, ρουφώ την κοιλιά μου μήπως και την εντυπωσιάσω». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μέσα ή με το προς τα μέσα· 
- τα βγάζει απ’ την κοιλιά του, τα υποθέτει, τα φαντάζεται, τα εφευρίσκει: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει, γιατί τα βγάζει απ’ την κοιλιά του». Συνών. τα βγάζει απ’ το κεφάλι του / τα βγάζει απ’ το μυαλό του / τα βγάζει απ’ το νου του·
- της φούσκωσα την κοιλιά, (για γυναίκες) την κατέστησα έγκυο: «με την πρώτη φορά που την πλάκωσα, της φούσκωσα την κοιλιά»·
- τι νόμισες, κοιλιές ξύνουμε; λέγεται με ειρωνική διάθεση στην περίπτωση που φέρουμε σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση, ενώ κάποιος ή κάποιοι μας θεωρούσαν εντελώς ανίκανους γι’ αυτό: «είχα την εντύπωση πως δε θα μπορούσες να τελειώσεις τη δουλειά. -Τι νόμισες, κοιλιές ξύνουμε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εμ. Για συνών. βλ. φρ. τι νόμισες, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα·
- το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη, βλ. λ. σπίτι·
- φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο, βλ. λ. μάτι·
- φουσκώνω τη κοιλιά μου, βλ. φρ. γεμίζω την κοιλιά μου·
- φούσκωσε η κοιλιά της, (για γυναίκες) βρίσκεται σε προχωρημένη εγκυμοσύνη: «είναι στον έβδομο μήνα της, γι’ αυτό φούσκωσε έτσι η κοιλιά της».

κοκοράκι

κοκοράκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. κόκορας], το κοκοράκι. 1. (ειρωνικά) ο άντρας που εκσπερματώνει αμέσως κατά την ερωτική πράξη: «ποια γυναίκα να πάει μ’ αυτό το κοκοράκι, αφού, πριν καλά καλά αρχίσει, έχει κιόλας τελειώσει!». Από παρομοίωση με τον κόκορα, που, μόλις ανεβεί πάνω στην κότα, κατεβαίνει. 2. (ειρωνικά) ο άντρας που καυχιέται πως κάνει σε μια μέρα πολλές φορές έρωτα ή πως κάνει έρωτα σε μια μέρα με πολλές διαφορετικές γυναίκες: «και τι ’σαι ρε, που κάνεις πέντε φορές τη μέρα έρωτα, κοκοράκι;». Αναφορά στον κόκορα, που βρίσκεται μέσα στο κοτέτσι με πολλές κότες και μπορεί να πηγαίνει με οποιαδήποτε θέλει. 3. (στη γλώσσα της αργκό) η κλειτορίδα: «πάντα επιδιώκει να της γαργαλάνε το κοκοράκι της». Από παρομοίωση της σάρκινης έκφυσης του γυναικείου αιδοίου με το λειρί του κόκορα. 4. είδος χτενίσματος, που έκαναν οι νεαροί τη δεκαετία του 1950 και αρχές της δεκαετίας του 1960, δημιουργώντας μια μπούκλα πάνω από το μέτωπό τους για λόγους ομορφιάς ή εντυπωσιασμού: «καθόταν μια ώρα μπροστά στον καθρέφτη για να φτιάξει το κοκοράκι του». Από παρομοίωση της μπούκλας με το λειρί του κόκορα. 5. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) το χάρτινο φακελάκι που περιέχει ηρωίνη: «του ’δωσε κρυφά με το ’να χέρι το κοκοράκι και με τ’ άλλο πήρε τα λεφτά». Από παρομοίωση με το χάρτινο φακελάκι, που περιείχε φαρμακευτική άσπρη σκόνη, η οποία χρησίμευε ως παυσίπονο για τον πονοκέφαλο και είχε ως σήμα κατατεθέν έναν κόκορα.. 6. οι ψηλές νότες στο τραγούδι, ιδίως οι παράφωνες: «όταν αρχίζει τα κοκοράκια αυτός ο τραγουδιστής, σου κάνει τα νεύρα σου τιράντες». 7. η ξαφνική ψηλή νότα της ομιλίας, που είναι και παράτονη: «όταν είμαι κρυωμένος, μου φεύγουν κάθε τόσο κοκοράκια καθώς μιλάω». Από παρομοίωση του λαλήματος του κόκορα που, πολλές φορές, όταν βρίσκεται σε υψηλή ένταση ή όταν βρίσκεται στην κατάληξή του είναι παράφωνο·
- βγάζω κοκοράκια, λέω ανοησίες, βλακείες: «κάθε φορά που θ’ ανοίξει το στόμα του, βγάζει κοκοράκια». Από παρομοίωση της βλακείας με την παραφωνία.

κόρακας

κόρακας, ο, ουσ. [<μσν. κόρακας <αρχ. κόραξ], ο κόρακας· αυτός που είναι πολύ μελαχρινός: «είναι τόσο κόρακας, που, όταν το βράδυ στέκεται δίπλα σου, δεν τον ξεχωρίζεις!». (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- α στον κόρακα! ή άι στον κόρακα! α. έκφραση έκπληξης για κάτι που μας λένε ή μας δείχνουν: «ο τάδε τα ’φκιαξε με την τάδε. -Άι στον κόρακα! || ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Άι στον κόρακα, αυτός δεν είχε να φάει!». β. έκφραση δυσαρέσκειας για ενοχλητική πράξη που επαναλαμβάνεται σε βάρος μας: «άι στον κόρακα, σταμάτα επιτέλους να με διακόπτεις όταν μιλάω!». Από το αρχ. ἐς κόρακας· βλ. και φρ. α στο διάβολο! λ. διάβολος·
- από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα, δε θα ακούσεις ποτέ καλό λόγο ή σωστή συμβουλή από κακό άνθρωπο ή από ανάξιο δάσκαλο: «μην περιμένεις καλό λόγο απ’ αυτόν τον παλιάνθρωπο, γιατί από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα». Συνών. μίλα με γαϊδάρους να γροικάς πορδές / μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές·
- άσ’ τα να πάνε στον κόρακα! απάντηση αποκαρδιωμένου ανθρώπου από τη ζωή του ή από την κακή πορεία των εργασιών του σε άτομο που τον ρωτάει από ενδιαφέρον πώς πας ή πώς πάει ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα, και έχει την έννοια πως τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά και ούτε υπάρχει περίπτωση να διορθωθούν. Συνών. άσ’ τα να πάνε στ’ ανάθεμα! / άσ’ τα να πάνε στα κομμάτια! / άσ’ τα να πάνε στα τσακίδια! / άσ’ τα να πάνε στην οργή! / άσ’ τα να πάνε στο δαίμονα! / άσ’ τα να πάνε στο διάβολο(!)·
- άσ’ το να πάει στον κόρακα! μην το υπολογίζεις, βγάλ’ το από το νου σου, διάγραψέ το: «αφού δε δουλεύει το παλιομηχάνημα, άσ’ το να πάει στον κόρακα!». Συνών. άσ’ το να πάει στ’ ανάθεμα! / άσ’ το να πάει στα κομμάτια! / άσ’ το να πάει στα τσακίδια! / άσ’ το να πάει στην οργή! / άσ’ το να πάει στο δαίμονα! / άσ’ το να πάει στο διάβολο(!)·
- άσ’ τον να πάει στα κόρακα! μην τον υπολογίζεις, αγνόησέ τον: «κάθεσαι και στενοχωριέσαι για τέτοιον παλιάνθρωπο, άσ’ τον να πάει στον κόρακα!». Συνών. άσ’ τον να πάει στ’ ανάθεμα! / άσ’ τον να πάει στα κομμάτια! / άσ’ τον να πάει στα τσακίδια! / άσ’ τον να πάει στην οργή! / άσ’ τον να πάει στο δαίμονα! / άσ’ τον να πάει στο διάβολο(!)·
- έγινε μαύρος σαν κόρακας ή έγινε μαύρος σαν τον κόρακα, η επιδερμίδα του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, μαύρισε πάρα πολύ, ιδίως κάτω από την επίδραση του ήλιου: «όλο το καλοκαίρι έκανε ηλιοθεραπεία δίπλα στη θάλασσα κι έγινε μαύρος σαν τον κόρακα»·
- έγινε σαν κόρακας ή έγινε σαν τον κόρακα, βλ. φρ. έγινε μαύρος σαν κόρακας·
- είναι μαύρος σαν κόρακας ή είναι μαύρος σαν τον κόρακα, είναι πολύ μελαχρινός: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί είναι μαύρος σαν κόρακας»·
- είναι σαν κόρακας ή είναι σαν τον κόρακα, βλ. φρ. είναι μαύρος σαν κόρακας·  
- κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει, οι απατεώνες ή οι άνθρωποι που συνηθίζουν να παρατυπούν δε βλάπτονται μεταξύ τους, έχουν αλληλεγγύη. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ και είναι φορές που η φρ. κλείνει με το ερωτηματικό βγάζει; οπότε έχουμε: εμ, κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει, βγάζει; Πρβλ.: πούστης τον πούστη αγαπά, πουτάνα την πουτάνα κι ο Γιώργος ο κολομπαράς τους παίρνει σβάρνα (Λαϊκό τραγούδι). Συνών. στου κλέφτη το σπίτι, κλέφτες δεν πατούν·
- να με πάρ’ ο κόρακας! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ανθρώπου που τα έχει με τον εαυτό του: «να με πάρ’ ο κόρακας, πάλι λάθος έκανα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το να με πάρει. Συνών. να με πάρ’ η ευχή! / να με πάρ’ η οργή! / να με πάρ’ ο δαίμονας! / να με πάρ’ ο διάβολος(!)
- να πάρ’ ο κόρακας! (γενικά) έκφραση αγανάκτησης η δυσαρέσκειας: «να πάρ’ ο κόρακας, τίποτα δεν πάει καλά στη ζωή μου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το φτου και το πιο σπάνια το που, ενώ είναι φορές που ακούγεται και φτου, που η φρ. κλείνει πάλι με το να πάρει. Συνών. να πάρ’ η ευχή! / να πάρ’ η οργή! / να πάρ’ ο δαίμονας! / να πάρ’ ο διάβολος(!)·
- να σε πάρ’ ο κόρακας! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ανθρώπου που τα έχει με κάποιον: «να σε πάρ’ ο κόρακας, πάψε πια να φωνάζεις!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το να σε πάρει. Συνών. να σε πάρ’ η ευχή! / να σε πάρ’ η οργή! / να σε πάρ’ ο δαίμονας! / να σε πάρ’ ο διάβολος(!)
- όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι, βλ. λ. περιστέρι·
- πού στον κόρακα είναι! λέγεται για πρόσωπο ή πράγμα που αναζητάμε ή που περιμένουμε για αρκετό χρονικό διάστημα και για επείγουσα ανάγκη, χωρίς να γνωρίζουμε πού βρίσκεται: «πού στον κόρακα είναι ο ηλεκτρολόγος, που κινδυνεύουμε να περάσουμε όλη τη νύχτα στο σκοτάδι! || πού στον κόρακα είναι ο αναπτήρας μου και δεν μπορώ ν’ ανάψω το τσιγάρο μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα είναι! / πού στα κομμάτια είναι! / πού στα τσακίδια είναι! / που στην ευχή είναι! / πού στην οργή είναι! / πού στο δαίμονα είναι! / πού στο διάβολο είναι! / πού στο καλό είναι(!)·
- πού στον κόρακα ήσουν! λέγεται απειλητικά ή επιτιμητικά σε άτομο που ψάχναμε επίμονα και δεν καταφέραμε να το βρούμε τη στιγμή που το χρειαζόμασταν ή που το περιμέναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πού στον κόρακα ήσουν κι έφαγα τον κόσμο να σε βρω!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα ήσουν! / πού στα κομμάτια ήσουν! / πού στα τσακίδια ήσουν! / πού στην ευχή ήσουν! / πού στην οργή ήσουν! / πού στο δαίμονα ήσουν! / πού στο διάβολο ήσουν! / πού στο καλό ήσουν(!)·
- πού στον κόρακα πήγε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «πού στον κόρακα πήγε ο αναπτήρας μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγε! / πού στα κομμάτια πήγε! / πού στα τσακίδια πήγε! / πού στην ευχή πήγε! / πού στην οργή πήγε! / πού στο δαίμονα πήγε! / πού στο διάβολο πήγε! / πού στο καλό πήγε(!)·
- πού στον κόρακα πήγες! πού εξαφανίστηκες: «πού στον κόρακα πήγες κι έψαχνα όλο το πρωί να σε βρω!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγες! / πού στα κομμάτια πήγες! / πού στα τσακίδια πήγες! / πού στην ευχή πήγες! / πού στην οργή πήγες! / πού στο δαίμονα πήγες! / πού στο διάβολο πήγες! / πού στο καλό πήγες(!) ·
- πώς πάν’ κόρακα τα παιδιά σου; -Όσο πάνε και μαυρίζουν, βλ. λ. παιδί·
- πώς στον κόρακα! α. έκφραση απορίας ή έκπληξης: «πώς στον κόρακα τα κατάφερες κι ήρθες με τέτοιον παλιόκαιρο!». β. με ποιο τρόπο:  «πώς στον κόρακα ζούνε μέσα σε τόση φτώχεια!». Συνών. πώς στ’ ανάθεμα! / πώς στα κομμάτια! / πώς στην ευχή! / πώς στην οργή! / πώς στο δαίμονα! / πώς στο διάβολο! / πώς στο καλό(!)·
- τ’ αφράτο μήλο, ο κόρακας το τρώει, λέγεται για τους άσχημους και τους ανάξιους άντρες, που όμως, παντρεύονται όμορφες, περιζήτητες γυναίκες: «μήνες την κυνηγούσα και μου ’λεγε πάντα όχι και τώρα τη βλέπω αγκαλιά μ’ αυτόν τον κακάσχημο, αλλά φαίνεται πως πάντα, τ’ αφράτο μήλο, ο κόρακας το τρώει»·
- τι στον κόρακα! έκφραση εκνευρισμού ή δυσφορίας: «τι στον κόρακα λέει τόση ώρα και δεν καταλαβαίνω λέξη!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα! / τι στα κομμάτια! / τι στην ευχή! / τι στην οργή! / τι στο δαίμονα! / τι στο διάβολο! / τι στο καλό(!)·
- τι στον κόρακα έγινε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «τι στον κόρακα έγινε το στιλό μου!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινε! / τι στα κομμάτια έγινε! / τι στην ευχή έγινε! / τι στην οργή έγινε! / τι στο δαίμονα έγινε! / τι στο διάβολο έγινε! / τι στο καλό έγινε(!)·
- τι στον κόρακα έγινες! πού εξαφανίστηκες: «τι στον κόρακα έγινες όλο το πρωί και σε χρειαζόμουν!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινες! / τι στα κομμάτια έγινες! / τι στην ευχή έγινες! / τι στην οργή έγινες! / τι στο δαίμονα έγινες! / τι στο διάβολο έγινες! / τι στο καλό έγινες(!)·
- τι στον κόρακα θέλει; έκφραση δυσφορίας για την επίσκεψη κάποιου ανεπιθύμητου ατόμου: «σας ζητάει ο τάδε. -Τι στον κόρακα θέλει;». Συνών. τι στ’ ανάθεμα θέλει; / τι στα κομμάτια θέλει; / τι στην ευχή θέλει; / τι στην οργή θέλει; / τι στο δαίμονα θέλει; / τι στο διάβολο θέλει; / τι στο καλό θέλει(;)·
- τι στον κόρακα κάνεις! έκφραση απορίας προς κάποιον, που ασχολείται με πράγματα έξω από τις οδηγίες μας ή έξω από την ορθή διαδικασία ή εκτέλεση. Συνήθως η φρ. κλείνει με το εδώ ή το εκεί. Συνών. τι στ’ ανάθεμα κάνεις! / τι στα κομμάτια κάνεις! / τι στην ευχή κάνεις! / τι στην οργή κάνεις! / τι στο δαίμονα κάνεις! / τι στο διάβολο κάνεις! / τι στο καλό κάνεις!

κορόνα

κορόνα, η, ουσ. [<λατιν. corona <ελλ. δωρ. κορώνα (= κορώνη)], η κορόνα. 1. (στη μουσική) η υψηλότερη τονική ένταση σε μια μελωδία, η οποία μπορεί να παραταθεί κατά βούληση από τον τραγουδιστή. 2. η μια από τις δυο όψεις μεταλλικού νομίσματος με ανάγλυφη εικόνα, συνήθως ιστορικού προσώπου, σε αντιδιαστολή με τα γράμματα (βλ. λ.). 3. συνήθως στον πλ. οι κορόνες, επιθετικές ή έντονες εκφράσεις, που συνήθως εκστομίζονται για εντυπωσιασμό: «οι πολεμικές κορόνες του υπουργού της γείτονος χώρας, προκάλεσαν τη γενική θυμηδία του πολιτικού κόσμου της χώρας»·
- βγάζω κορόνα ή βγάζω κορόνες, α. (για τραγουδιστές) τραγουδώ μια μελωδία στην υψηλότερη τονική ένταση: «παρακολουθήσαμε την τάδε όπερα κι ο πρωταγωνιστής έβγαζε κάθε τόσο κορόνες». β. (για αγορητές) επιτίθεμαι λεκτικά εναντίον κάποιου σε έντονο τόνο: «ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της αντιπολίτευσης έβγαζε συνέχεια κορόνες κατά της κυβερνητικής πολιτικής»·
- είναι κορόνα γράμματα, το θετικό αποτέλεσμα μιας ενέργειας ή πράξης μου είναι αποκλειστικά θέμα τύχης: «το ξέρω πως είναι κορόνα γράμματα η επέκταση της δουλειάς μου, αλλά πρέπει να την κάνω». Αναφορά στο τυχερό παιχνίδι κορόνα γράμματα· βλ. και φρ. τα παίζω κορόνα γράμματα·
- κορόνα γράμματα, τυχερό παιχνίδι που από τους μεγάλους διαδόθηκε και στους μικρούς, συνήθως εν είδει στοιχήματος, που παίζεται με μεταλλικό νόμισμα ως εξής. Η άκρη του αντίχειρα του ενός παίχτη έρχεται κι ακουμπάει στη μέση περίπου του λυγισμένου δείκτη και εκεί που ενώνονται τα δυο δάχτυλα τοποθετεί το μεταλλικό νόμισμα. Με την εκτίναξη του αντίχειρα με δύναμη προς τα πάνω, το νόμισμα τινάζεται (το στρίβει) ψηλά, ενώ ο άλλος καλείται να μαντέψει την ορατή επιφάνεια του νομίσματος, όταν αυτό θα πέσει κάτω και κερδίζει όταν το πετύχει. Πολλές φορές, ο παίχτης που στρίβει το νόμισμα, δεν το αφήνει να πέσει κάτω, αλλά το αρπάζει με τη χούφτα του στον αέρα και το φέρνει με δύναμη πάνω στη ράχη της παλάμης του άλλου χεριού του. Η αναφορά στο κορόνα, γιατί στη μια όψη του νομίσματος υπήρχε το εθνόσημο, η βασιλική κορόνα, αλλά η φρ. έμεινε και αργότερα, όταν κόπηκαν νέα νομίσματα μετά τη μεταπολίτευση και ακόμη αργότερα μετά την απόσυρση στης δραχμής και την εμφάνιση του ευρώ. Συνών. στριφτό (3)·
- κορόνα μου και καμάρι μου, έκφραση με την οποία δείχνουμε την περηφάνια μας για κάτι που είπαμε ή κάναμε ή για κάποιο απόκτημά μας: «εσύ είπες πως είμαι αλήτης; -Ναι ρε, εγώ το ’πα, και κορόνα μου και καμάρι μου που το ’πα || δικό σου είναι αυτό το κατσαριδάκι; -Δικό μου είναι και κορόνα μου και καμάρι μου»·
- παίζεται η ζωή μου ή παίζω τη ζωή μου (τη δουλειά μου, τη θέση μου, την αξιοπρέπειά μου, το κεφάλι μου κ.λπ.) κορόνα γράμματα, εκθέτω τη ζωή μου σε μεγάλο κίνδυνο, τη διακινδυνεύω, τη ρισκάρω, διακινδυνεύω τη θέση εργασίας μου, την αξιοπρέπειά μου: «ένας εργάτης οικοδομών παίζει κάθε μέρα κορόνα γράμματα τη ζωή του ψηλά στις σκαλωσιές || δεν μπορώ να ενεργήσω παράνομα για να σ’ εξυπηρετήσω, γιατί παίζεται κορόνα γράμματα η θέση μου». Αναφορά στο στοίχημα που βάζουν δυο άτομα και που η έκβαση του κρίνεται από το αν το νόμισμα, που στρίβει ο ένας από τους δυο και το πετάει ψηλά, θα πέσει κάτω με την ορατή επιφάνειά του να δείχνει το στέμμα, το διάδημα του ηγεμόνα ή το χαρακτηριστικό σήμα του κράτους ή του πολιτεύματος που επικρατεί και που είναι χαραγμένο σε αυτό, ή θα πέσει κάτω με την ορατή επιφάνεια να δείχνει τα γράμματα του νομίσματος·
- τα παίζω κορόνα γράμματα ή το παίζω κορόνα γράμματα, διακινδυνεύω, ρισκάρω μια δουλειά ή υπόθεση: «δε με πιάνει ύπνος τα βράδια, γιατί το παίζω κορόνα γράμματα με το νέο άνοιγμα που έκανα στη δουλειά μου». (Λαϊκό τραγούδι: κορόνα γράμματα τα παίζω όλα, για σένα γίνομαι νερό και χώμα, κορόνα γράμματα κι εγώ το κέρμα  θα το ρισκάρω ως το τέρμα)· βλ. και φρ. είναι κορόνα γράμματα·
- τα ρίχνω κορόνα γράμματα ή το ρίχνω κορόνα γράμματα, βλ. συνηθέστ. τα παίζω κορόνα γράμματα·
- τον (την) έχω κορόνα στο κεφάλι μου, είμαι περήφανος, τιμώ, εκτιμώ βαθύτατα, είμαι περήφανος  για το έτερο ήμισύ μου: «η τάδε έχει τον άντρα της κορόνα στο κεφάλι της». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το χρυσή και παρατηρείται, συνήθως, χειρονομία, με την παλάμη να έρχεται και να χτυπάει δυο τρεις φορές στο κέντρο του μετώπου.

κότα

κότα, η, ουσ. [<θηλ. του μτγν. κόττος και κοττός (= πετεινός)], η κότα. 1. αυτός που είναι ανίκανος, ανάξιος, τιποτένιος: «πώς ν’ αναλάβει αυτή η κότα τέτοια δουλειά, που δεν ξέρει πού πάνε τα τέσσερα!». 2. αυτός που είναι δειλός, φοβητσιάρης: «είναι τόσο κότα, που, μόλις κάνεις πως τον αγριεύεις, το βάζει στα τέσσερα». Εδώ πολλές φορές μετά την εκφορά της πρότασης παρατηρείται κράξιμο του τύπου κο! κο! κο! 3. γυναίκα μικροπρεπής, ελαφρόμυαλη και κουτσομπόλα: «μόλις φεύγουν οι άντρες τους στη δουλειά, μαζεύονται οι κότες της γειτονιάς σε κάποιο σπίτι για τον πρωινό τους καφέ και το σχετικό κουτσομπολιό». (Τραγούδι: όχι λέμε στις κότες, όχι και στους ξενέρωτους, όχι λέμε στις κότες, όχι στους κυριλέ).4. εκστομίζεται και ως βρισιά σε γυναίκα: «ξου, μουρή κότα, άδειασέ μας τη γωνιά!». 5. (στη γλώσσα της φυλακής) άντρας που δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη περιστασιακά και έναντι μικρής αμοιβής, χωρίς να είναι πούστης: «σε κάθε φυλακή υπάρχει πάντα μια κότα για να ξεχαρμανιάζουν οι άλλοι». Από την εικόνα του ατόμου που βάζει το δάχτυλό του στον κώλο της κότας για να εξακριβώσει αν έχει αυτή αβγό· βλ. και λ. σουλτάνα. 6. (στη γλώσσα των μηχανόβιων) οδηγός μοτοσικλέτας που οδηγεί αργά από φόβο μην πέσει και λέγεται συνήθως για περισσότερη έμφαση κότα λειράτη. Τέλος, ο γελοιογράφος Φωκίων Δημητριάδης παρίστανε ως κότα τον πολιτικό Κωνσταντίνο Τσάτσο εξαιτίας κάποιου σχολίου που είχε κάνει ο αείμνηστος πολιτικός για τους “Όρνιθες” του Αριστοφάνη. Υποκορ. κοτούλα, η και κοτίτσα, η. Μεγεθ. κοτάρα, η. (Ακολουθούν 36 φρ.)·
- αλλού λαλούν οι κόκοροι κι αλλού γεννούν οι κότες, βλ. λ. κόκορας·
- αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες, βλ. λ. κακάρισμα·
- από δουλειά να φάν’ κι οι κότες, βλ. λ. δουλειά·
- από λεφτά να φαν’ κι οι κότες, βλ. λ. λεφτά·
- από μυαλό να φαν’ κι οι κότες, βλ. λ. μυαλό·
- βρήκε την κότα που (του) γεννάει τα χρυσά (τ’) αβγά ή βρήκε την κότα που (του) κάνει τα χρυσά (τ’) αβγά, βρήκε πηγή ωφελημάτων και την εκμεταλλεύεται συστηματικά χωρίς να κουράζεται διόλου: «απ’ τη μέρα που επέστρεψε απ’ την Αμερική ο θείος του, βρήκε την κότα που του κάνει τα χρυσά τ’ αβγά!». Συνών. βρήκε αγελάδα κι αρμέγει / βρήκε βυζί και βυζαίνει / βρήκε χήνα και τη μαδά·
- γελάν’ κι οι κότες μαζί του ή γελάν’ μαζί του κι οι κότες, είναι καταγέλαστος: «είναι τόσο ανόητο άτομο, που, κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του, γελάν’ κι οι κότες μαζί του»·
- δεν ξέρει από πού κατουράει η κότα, είναι τελείως αδαής, τελείως άπειρος, τελείως αθώος στη ζωή: «προς το παρόν δεν ξέρει από πού κατουράει η κότα, αλλά αργά ή γρήγορα θα τριφτεί κι αυτός στη ζωή, πού θα πάει!»·
- έβαλαν την αλεπού να φυλάει τις κότες, βλ. λ. αλεπού·
- είναι (για) να τον κλαιν’ κι οι κότες ή είναι (για) να τον κλαίνε οι κότες, είναι αξιολύπητος, έχει φτάσει στο μεγαλύτερο σημείο εξαθλίωσης, κατάντησε να τον λυπούνται και οι πιο ασήμαντοι: «όπως κατάντησε απ’ τις καταχρήσεις, είναι για να τον κλαιν’ κι οι κότες». (Λαϊκό τραγούδι: μάγκα μου το χάλι σου να το κλαίνε οι κότες, γιατί δεν κλειδώνουνε τις καρδιάς σου οι πόρτες). Συνών. είναι (για) να τον κλαίν’ κι οι ρέγκες·
- είναι σαν την κότα και τ’ αβγό, βλ. φρ. η κότα έκανε τ’ αβγό ή τ’ αβγό την κότα(;)·
- έκατσε σαν κότα, κάθισε κάπου χωρίς να αντιδρά καθόλου: «μόλις ο διευθυντής του ’βαλε τις φωνές, έκατσε σαν κότα ο δικός σου». Από την εικόνα της κότας, που δεν αντιδρά καθόλου όταν κάποιος βάζει το δάχτυλό του στον κώλο της για να διαπιστώσει αν έχει αυτή αβγό·
- έχει μυαλό κότας, βλ. λ. μυαλό·
- η γριά η κότα έχει το ζουμί, βλ. λ. ζουμί·
- η κότα έκανε τ’ αβγό ή τ’ αβγό την κότα; δηλώνει αδυναμία απάντησης στο δίλημμα ποιο μεταξύ δυο είναι το αίτιο και ποιο το αποτέλεσμα. (Λαϊκό τραγούδι: εσύ, που κάνεις πως τα ξέρεις όλα, κι όλο εξυπνάδες έχεις στο μυαλό, πες μου, για να μάθω κι εγώ:ποιο έχει γίνει πρώτα; ή κότα ή τ’ αβγό;). Πολλές φορές, τίθεται ειρωνικά ως πρόβλημα σε κάποιον της παρέας που κάνει επίδειξη των γνώσεών του: «για πες μας, ρε μάγκα, εσύ που τα ξέρεις όλα, η κότα έκανε τ’ αβγό ή τ’ αβγό την κότα;»·
- η κότα έκανε τ’ αβγό και το αβγό την κότα, λέγεται στις περιπτώσεις, όταν επαναλαμβάνονται πράγματα ή καταστάσεις εντελώς όμοιες: «δε θ’ αλλάξει τίποτα, παιδί μου, με τη νέα κυβέρνηση που ’ρθε στα πράγματα, γιατί, η κότα έκανε τ’ αβγό και το αβγό την κότα»·  
- η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό, έκφραση που δηλώνει πως πρέπει να δείχνουμε την ευγνωμοσύνη μας στους ευεργέτες μας: «μην είσαι αχάριστος στη ζωή σου, γιατί η κότα, όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό». Από το ότι, η κότα με κάθε γουλιά νερού που παίρνει, σηκώνει ψηλά το κεφάλι της για να την καταπιεί ευκολότερα·
- η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και τον ουρανό, βλ. φρ. η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό·
- η κότα σκαλίζοντας βγάζει το μάτι της ή σκαλίζοντας η κότα βγάζει το μάτι της, λέγεται γι’ αυτούς που προκαλούν οι ίδιοι κακό στον εαυτό τους: «μην μπλέξεις μ’ αυτούς τους απατεώνες, γιατί σκαλίζοντας η κότα βγάζει το μάτι της»·
- η παλιά η κότα έχει το ζουμί, βλ. λ. ζουμί·
- κάθεται σαν βρε(γ)μένη κότα, κάθεται φοβισμένος και μαζεμένος και μακριά από τους άλλους: «μετά τον εξάψαλμο που άκουσε απ’ τον πατέρα του, καθόταν σαν βρεγμένη κότα και δεν έλεγε τίποτα»·
- κάτσε κότα μου στ’ αβγά σου, για να βγούνε τα πουλιά σου, για να πετύχουμε στο σκοπό μας χρειάζεται επιμονή και υπομονή: «κάτσε κότα μου στ’ αβγά σου για να βγούνε τα παιδιά σου, αλλιώς δε γίνεσαι γιατρός όπως ονειρεύεσαι»·
- κοιμάται με τις κότες, κοιμάται πάρα πολύ νωρίς: «δεν αντέχει στο ξενύχτι, γιατί από μικρός έχει μάθει να κοιμάται με τις κότες»·
- κότα λειράτη, α. (στη γλώσσα των μηχανόβιων) οδηγός μοτοσικλέτας που οδηγεί αργά από φόβο μην πέσει: «είναι άδικο αυτή η κότα λειράτη να έχει μια τέτοια μοτοσικλέτα!». β. (γενικά) ο δειλός, ο φοβητσιάρης: «δε βλέπεις που είναι κότα λειράτη, γιατί τον αγριεύεις τον άνθρωπο!»·
- κότα πίτα το Γενάρη, κόκορας τον Αλωνάρη, βλ. λ. κόκορας·
- μας έφαγε την κότα και μας έχεσε την πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
- … να φάν’ κι οι κότες, λέγεται για αφθονία αγαθών: «μας προσκάλεσε στο σπίτι του, αλλά δε μας είπες, ετοίμασε τίποτα φαγηγτά; -Να φάν’ κι οι κότες»·
- ξυπνώ με τις κότες, ξυπνώ πάρα πολύ πρωί: «για να είμαι στην ώρα μου στη δουλειά, ξυπνώ με τις κότες»·
- όποιος ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες ή όποιος μπερδεύεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες, βλ. λ. πίτουρο·
- ούτε κότες έχω ούτε με την αλεπού μαλώνω, βλ. λ. αλεπού·
- πάει σαν κότα ή πάει σαν την κότα, προχωράει με αργό βηματισμό, είναι βραδυκίνητος, ή (για οδηγούς αυτοκινήτων και άλλων τροχοφόρων) δεν αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα: «πώς να μην είσαι πάντα καθυστερημένος, αφού πας σαν την κότα || δεν ξαναμπαίνω στο αμάξι του, γιατί, έτσι όπως πάει σαν κότα, μου σπάει τα νεύρα»·
- περνώ ζωή και κότα ή την περνώ ζωή και κότα, βλ. λ. ζωή·
- πηγαίνει για ύπνο με τις κότες, βλ. συνηθέστ. κοιμάται με τις κότες·
- σηκώνομαι με τις κότες, βλ. φρ. ξυπνώ με τις κότες·
- την κότα κακαρίζοντας, το φίδι βγαίνει και την τρώει, βλ. λ. φίδι·
- το ξέρουν κι οι κότες, είναι πασίγνωστο, είναι σε όλους γνωστό, δεν αποτελεί πια μυστικό: «το ξέρουν κι οι κότες πως, όποιος μπερδεύεται με την πολιτική, έχει ως πρωταρχικό σκοπό να κάνει την καλή του»·
- τον ξέρουν κι οι κότες, είναι πασίγνωστος, είναι πολύ δημοφιλής: «ήθελε να περάσει απαρατήρητος στις διακοπές του για να ξεκουραστεί, αλλά στάθηκε αδύνατον, γιατί τον ξέρουν κι οι κότες».

κοτσάνι

κοτσάνι, το, ουσ. [<τουρκ. koçan]· το κοτσάνι·
- έφαγε και τα κοτσάνια ή έφαγε και το κοτσάνι, είχε υπερβολική όρεξη και δεν άφησε τίποτε από το φαγητό που του παραθέσανε: «είχε τέτοια όρεξη, που, μόλις του σέρβιραν το φαγητό, έφαγε και τα κοτσάνια»·
- περνώ κοτσάνι ή την περνώ κοτσάνι, περνώ τη ζωή μου πάρα πολύ ωραία, πάρα πολύ όμορφα: «κάθε καλοκαίρι, περνώ κοτσάνι στη Χαλκιδική, όπου παραθερίζω || απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, την περνώ κοτσάνι». (Λαϊκό τραγούδι: κι έτσι την περνώ κοτσάνι εγώ με το δουλικό, κι όταν θέλω χαρτζιλίκι, παίρνει απ’ τ’ αφεντικό
- τη βγάζω κοτσάνι, βλ. φρ. περνώ κοτσάνι. (Λαϊκό τραγούδι: πίκρες και χαρές χαρμάνι θα τη βγάζουμε κοτσάνι).

κουνουπίδι

κουνουπίδι, το, ουσ. [<μσν. κουνουπίδι(ο)ν], το κουνουπίδι. 1. άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «είσαι με τα καλά σου, που θα δώσεις σ’ αυτό το κουνουπίδι να σου τελειώσει τη δουλειά σου;». 2. ειρωνική ή υποτιμητική προσφώνηση σε άντρα: «άντε, ρε κουνουπίδι, που θέλεις να μας επιβάλλεις τη γνώμη σου!». Από το ότι το κουνουπίδι είναι ένα απλό λαχανικό·
- γίνομαι κουνουπίδι, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «πίναμε όλο τ’ απόγευμα, μέχρι που γίναμε κουνουπίδι». Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι·
- είμαι κουνουπίδι, είμαι πολύ μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «ήπιαμε μαζί δυο μπουκάλια ουίσκι κι όλο το βράδυ ήμουν κουνουπίδι». Για συνών. είμαι φέσι, λ. φέσι·
- τον βάζει λάχανο και τον βγάζει κουνουπίδι (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο), δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο, και όσον αφορά τον άντρα, είναι ομοφυλόφιλος, πούστης: «αυτή που βλέπεις τον βάζει λάχανο και τον βγάζει κουνουπίδι || έπεσα απ’ τα σύννεφα όταν έμαθα πως ο τάδε τον βάζει λάχανο και τον βγάζει κουνουπίδι». Ιδίως μεταξύ των παιδιών της δεκαετίας του 1950 η έκφραση αυτή εκτοξευόταν και ως βρισιά. Συνών. τον βάζει καρότο και τον βγάζει παντζάρι·  
- τον κάνω κουνουπίδι, τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «έλεγε πως ήταν γερό ποτήρι, αλλά, όταν αρχίσαμε να πίνουμε, τον έκανα κουνουπίδι». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι, λ. φέσι,

κυκλοφορία

κυκλοφορία, η, ουσ. [<αρχ. κυκλοφορία (= κυκλική κίνηση)], η κυκλοφορία. 1. η κίνηση των ανθρώπων, ιδίως των αυτοκινήτων στους δρόμους: «άργησα να ’ρθω, γιατί είχε μεγάλη κυκλοφορία». 2. η διάδοση: «η κυκλοφορία τέτοιων φημών μόνο κακό μπορεί να κάνει στο εμπόριο». 3. η συναλλαγή, το πάρε δώσε, η διακίνηση ενός εμπορεύματος στα πλαίσια ενός κυκλώματος: «η κυκλοφορία του χρήματος || είναι αλήθεια πως η κυκλοφορία των ναρκωτικών ξεκινάει απ’ τα σχολεία; || απ’ τη μέρα που εξαπλώθηκε η τηλεόραση, έπεσε η κυκλοφορία των εφημερίδων»·
- αριθμός κυκλοφορίας, βλ. λ. αριθμός·
- βάζω στην κυκλοφορία, (για εμπορεύματα) βλ. φρ. ρίχνω στην κυκλοφορία·
- βγάζω απ’ την κυκλοφορία, α. (για εμπορεύματα) αποσύρω από την αγορά: «επειδή δεν είχε ζήτηση αυτό το είδος, το ’βγαλα απ’ την κυκλοφορία». β. (στη γλώσσα της αργκό για πρόσωπα) εξουδετερώνω, συλλαμβάνω κάποιον: «μόνο ο τάδε αστυνομικός κατάφερε να βγάλει απ’ την κυκλοφορία τον επικίνδυνο κακοποιό». γ. σκοτώνω, φονεύω: «δεν μπορείς να βγάζεις απ’ την κυκλοφορία όποιον υποπτεύεσαι πως τα ρίχνει στη γυναίκα σου». Συνών. βγάζω απ’ τη μέση (β)·
- βγαίνω απ’ την κυκλοφορία, (στη γλώσσα της αργκό) αποχωρώ από την ενεργό δράση, ιδίως από την παρανομία: «κάποτε ήταν ο πρώτος μπουκαδόρος, αλλά, επειδή τον πήραν τα χρόνια, βγήκε απ’ την κυκλοφορία»·
- βγαίνω στην (σε) κυκλοφορία, (στη γλώσσα της αργκό) αρχίζω να συμμετέχω ενεργά σε μια διαδικασία ή κατάσταση και γνωρίζω από κοντά τις δυσκολίες της: «όσοι είναι έξω απ’ το χορό, δεν ξέρουν τι λένε, γιατί μόνο όταν βγεις στην κυκλοφορία γνωρίζεις από κοντά τα πράγματα και τι δυσκολίες έχουν»·
- είναι εκτός κυκλοφορίας, (στη γλώσσα της αργκό) έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση, ιδίως από την παρανομία: «έχει εξαφανιστεί απ’ την πιάτσα, γιατί από καιρό είναι εκτός κυκλοφορίας»·
- η κυκλοφορία της μπάλας, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) λέγεται στην περίπτωση που οι παίχτες της ίδιας ομάδας ανταλλάσσουν μεταξύ τους κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού πολλές πάσας, που κάνουν ομαδικό παιχνίδι, που παίζουν ομαδικά: «ο νέος προπονητής είναι υπέρ της κυκλοφορίας της μπάλας»·
- μπαίνω στην (σε) κυκλοφορία, βλ. φρ. βγαίνω στην (σε) κυκλοφορία·
- ρίχνω στην κυκλοφορία, (για εμπορεύματα) το διακινώ, το θέτω προς πώληση: «μόλις έριξα στην κυκλοφορία το νέο προϊόν, έγινε ανάρπαστο || οι έμποροι ναρκωτικών είναι έτοιμοι να ρίξουν στην κυκλοφορία ένα νέο ναρκωτικό»·
- τον βγάζω απ’ την κυκλοφορία, (στη γλώσσα της αργκό) τον δολοφονώ, τον σκοτώνω: «επειδή μας κάρφωσε στην Ασφάλεια, τον βγάλαμε απ’ την κυκλοφορία». Συνών. τον βγάζω απ’ τη μέση (β).

κώλος

κώλος, ο, ουσ. [<μσν. κῶλος <αρχ. επίθ. κῶλον (ενν. έντερον)]. 1. οι γλουτοί, τα πισινά, τα κωλομέρια, τα κωλομάγουλα: «όπως περνούσε από δίπλα της, της έδωσε μια τσιμπιά στον κώλο». 2. ο πρωκτός: «όταν είμαι δυσκοίλιος, με πονάει ο κώλος μου». 3. τα νώτα: «του γύρισε τον κώλο του κι έφυγε». 4. άνθρωπος εντελώς ανάξιος λόγου, εντελώς ασήμαντος, τιποτένιος: «δε θέλω να ’χω πάρε δώσε με κάτι κώλους σαν και σένα». 5. απευθύνεται και με υποτιμητική ή υβριστική διάθεση: «ναι, ρε κώλε, κάτι μας είπες τώρα! || έλα δω, ρε κώλε, γιατί με κατηγόρησες;». 6. το πίσω μέρος του παντελονιού που εφάπτεται στους γλουτούς: «πήγαινε ν’ αλλάξεις παντελόνι, γιατί αυτό που φοράς, τρύπησε ο κώλος του». 7. άνθρωπος με πρόσωπο άσχημο ή όμορφο, ανάλογα με τη σεξουαλική διάθεση εκείνου που το λέει: «ήταν άσχημος σαν κώλος», λέει ένας συνηθισμένος άνθρωπος, γιατί στο νου του ο κώλος είναι το σημείο αποβολής των ακαθαρσιών, των περιττωμάτων του ανθρώπινου οργανισμού, ενώ ένας σοδομιστής που ο κώλος είναι το σημείο εκτόνωσης, ικανοποίησης της σεξουαλικής του ορμής, θα πει: «ήταν όμορφος σαν κώλος». Στη δεύτερη περίπτωση η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με τα δάχτυλα του χεριού ενωμένα στις άκρες τους να έρχονται στα χείλη και, μόλις δεχτούν ένα ρουφηχτό και ηχηρό φιλί, το χέρι να τινάζεται μπροστά και λίγο προς τα πάνω και τα δάχτυλα να ανοίγουν ελευθερώνοντας την παλάμη. 8. για το άτομο που έχει αδικαιολόγητη υπεροπτική συμπεριφορά και επιδεικνύει προσποιητή ανδρεία, λέγονται και οι παρακάτω φράσεις: μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος επεισόδιο / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος κουβαρίστρα / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος υποβρύχιο / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος φιλιστρίνι. Από τα παιδιά της δεκαετίας του 1950 και λιγότερο του 1960 άκουγα που απάγγειλαν χάριν αστεϊσμού στην παρέα ή εν χορώ το παρακάτω ποιηματάκι: ο Γιώργος (ή όποιο άλλο όνομα) το καλό παιδί και τ’ άξιο παλικάρι, γαϊδάρου κώλο φίλησε και πήρε ένα δεκάρι, και το δεκάρι το ’δωσε και πήρε μια κουτάλα και πήγε στον απόπατο να φάει φασουλάδα. (Ακολουθούν 262 φρ.)·
- αγκάθια έχει ο κώλος σου; βλ. λ. αγκάθι·
- αγκάθια έχει ο κώλος του, βλ. λ. αγκάθι·
- αν βαστάει ο κώλος σου, έλα ή αν σου βαστάει ο κώλος έλα, αν τολμάς, αν έχεις το θάρρος, έλα να αναμετρηθούμε δυναμικά, έλα να μαλώσουμε·
- αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια, χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο όφελος: «πρέπει να κοπιάσεις πολύ για ν’ αποκτήσεις τα καλά που ονειρεύεσαι, γιατί είναι γνωστό πως στη ζωή, αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια». Συνών. αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια / αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δεν τελειώνει η δουλειά·
- αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αν έχεις κώλο, έλα, βλ. φρ. αν βαστάει ο κώλος σου, έλα·
- αν κρατάει ο κώλος σου, έλα ή αν σου κρατάει ο κώλος, έλα, βλ. φρ. αν βαστάει ο κώλος σου, έλα·
- άναψε ο κώλος μου, α. βρίσκομαι για πολλή ώρα καθισμένος στην ίδια θέση: «άντε, ρε παιδιά, πάμε και καμιά βόλτα, γιατί άναψε ο κώλος μου να κάθομαι τόσες ώρες σ’ αυτή την καρέκλα!». β. κινούμαι ασταμάτητα για να διεκπεραιώσω επείγουσες δουλειές ή υποθέσεις: «άναψε ο κώλος μου να τρέχω απ’ το πρωί από γραφείο σε γραφείο για να μαζέψω όλες τις υπογραφές»· βλ. και φρ. πήρε ο κώλος μου φωτιά·
- άνοιξε ο κώλος μου, α. έχω μεγάλη τύχη, μου έρχονται όλα πολύ ευνοϊκά: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτή τη γυναίκα, άνοιξε ο κώλος μου». β. κερδίζω ασταμάτητα σε χαρτοπαίγνιο: «απ’ τη στιγμή που κάθισε αυτός ο τύπος δίπλα μου, μου ’φερε τόσο γούρι, που άνοιξε ο κώλος μου»·
- άνοιξε ο κώλος μου σαν γαρίφαλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, εξουθενώθηκα από την κούραση, από την προσπάθεια που κατέβαλα: «μια στιγμή να καθίσω λιγάκι, γιατί άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο απ’ τη μετακόμιση»·
- απ’ τον κώλο ως το μουνί ή απ’ το μουνί ως τον κώλο, έκφραση με την οποία θέλουμε να χαρακτηρίσουμε μια πάρα πολύ μικρή, κοντινή απόσταση: «το σπίτι μου απ’ το σημείο που βρισκόμαστε είναι απ’ τον κώλο ως το μουνί και θα πάρουμε ταξί!». Πρβλ.: απ’ τη ζωή ως το θάνατο είν’ ένα μονοπάτι κι από τον κώλο ως το μουνί δυο δάχτυλα και κάτι·
- άσ’ αυτά του κώλου! ειρωνική αμφισβήτηση ή απόρριψη των προτάσεων κάποιου, γιατί θεωρούμε πως μας λέει ψέματα ή γιατί αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «αν μου δανείσεις σήμερα ένα εκατομμύριο, σε δυο μέρες θα σου το επιστρέψω διπλό. -Άσ’ αυτά του κώλου!». Συνών. άσ’ αυτά τα σάπια(!)· 
- άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, στον πόρο θα φανεί, βλ. λ. πόρος·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου·
- αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιδιώκει να μας προκαλέσει ή να μας υποβαθμίσει επιδεικνύοντάς μας τα λεφτά του. β. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποια δημόσια έγγραφα·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου, α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που προσπαθεί να μας δωροδοκήσει με κάποιο χρηματικό ποσό, με κάποια λεφτά. β. απαξιωτική έκφραση για απαράδεκτα μικρό ποσό που μας δίνεται για κάποια δουλειά ή εκδούλευση. γ. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποια δημόσια έγγραφα·
- αυτή η δουλειά θέλει κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- αυτό που κρατάς, θα στο βάλω στον κώλο σου, βλ. φρ. αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου·
- αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου, α. επιθετική έκφραση με την οποία αντιμετωπίζουμε κάποιον που, μας απειλεί με μαχαίρι ή πιστόλι. β. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποιο δημόσιο έγγραφο·
- βάζει κρέας στον κώλο του, βλ. λ. κρέας·
- βάζει τσιτσί στον κώλο του, βλ. λ. τσιτσί·
- βάζω κώλο, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «εγώ βάζω κώλο πως θα γίνουν τα πράγματα έτσι όπως σας τα λέω». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό, ιδίως πολύ υποτιμητικό για έναν άντρα, να αφήσει να χρησιμοποιήσουν τον κώλο του όπως οι άλλοι θέλουν·
- βάλ’ το στον κώλο σου! ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιο πράγμα που του δώσαμε, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο, ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. Συνών. βάλ’ το εκεί που ξέρεις! / βάλ’ το κλύσμα! / βάλ’ το στη σαλαμούρα! / βάλ’ το στον πάγο! / κάν’ το κλύσμα(!)·
- βγάζει φωτιές απ’ τον κώλο του ή βγάζει απ’ τον κώλο του φωτιές, βλ. λ. φωτιά·
- βγάζει φωτιές ο κώλος του ή βγάζει ο κώλος του φωτιές, βλ. λ. φωτιά· 
- βγήκαν τα σκατά να κοροϊδέψουν τον κώλο, βλ. λ. σκατά·
- βελόνες έχει ο κώλος σου; βλ. λ. βελόνα·
- βελόνες έχει ο κώλος του, βλ. λ. βελόνα·
- βλέπει κι ο κώλος του, βλ. συνηθέστ. έχει και στον κώλο μάτια·
- βλέπω του κώλου μου την τρύπα, βασανίζομαι, υποφέρω, τυραννιέμαι πάρα πολύ: «κάθε μέρα βλέπω του κώλου μου την τρύπα για να τα βγάλω πέρα». Συνών. βλέπω τη Δευτέρα Παρουσία / βλέπω την κηδεία μου / βλέπω την κόλαση / βλέπω το διάβολό μου / βλέπω το μνήμα μου / βλέπω τον άγγελό μου· βλ. και φρ. είδα του κώλου μου την τρύπα·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει η σκούφια μας, βλ. λ. βρακί·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει ο πούτσος μας, βλ. λ. βρακί·
- βρήκε μπόλικη μυτζήθρα ο γύφτος κι άλειψε και στον κώλο του, βλ. λ. γύφτος·
- γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος του πονεί, έκφραση αδιαφορίας προς το άτομο που μας πληροφορεί για τις απειλές που εκτοξεύει κάποιος εναντίον μας, και έχει την έννοια πως δεν μπορεί να μας κάνει τίποτα: «ο τάδε λέει πως, αν σε συναντήσει, θα σε σπάσει στο ξύλο. -Γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος του πονεί»·
- γαμώ τον κώλο μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ: «γαμώ τον κώλο μου γαμώ, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν!». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ τον κώλο σου! ή σου γαμώ τον κώλο! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ τον κώλο σου, ασχολείσαι συνέχεια με μένα! || σου γαμώ τον κώλο αν ξαναφύγεις απ’ τη δουλειά χωρίς να πάρεις άδεια!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- για να σφίγγουν οι κώλοι ή για να σφίξουν οι κώλοι, λέγεται στην περίπτωση που κάποια ενέργεια γίνεται για εκφοβισμό: «κάθε τόσο βάζει δεξιά αριστερά τις φωνές για να σφίγγουν οι κώλοι»·
- για της ορφανής τον κώλο έχει ο Θεός μεγάλο ψώλο, βλ. λ. Θεός·
- γίναμε κώλος, μαλώσαμε άγρια, ανταλλάξαμε βίαια χτυπήματα, σκληρά λόγια ή απειλές: «πιάσαμε κουβέντα για τα πολιτικά και γίναμε κώλος»·
- γλείφω κώλο, α. έκφραση με την οποία θέλουμε να γίνουμε πιστευτοί σε αυτό που λέμε: «γλείφω κώλο, αν δεν είναι τα πράγματα έτσι όπως τα λέω. β. επιθυμώ να αποκτήσω κάτι πάρα πολύ: «γλείφω κώλο για να πάρω κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό ή μειωτικό σε κάποιον να γλείφει τον κώλο κάποιου·
- γλείφω κώλους, ταπεινώνομαι σε διάφορους για να πετύχω κάτι: «τον τελευταίο καιρό γλείφω κώλους για να διορίσω το γιο μου στο δημόσιο». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό ή μειωτικό σε κάποιον να γλείφει διάφορους κώλους·
- γλυκός ο ύπνος το πρωί, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή, βλ. λ. ύπνος·
- γυναίκα δίχως κώλο, λιμάνι δίχως μόλο, βλ. λ. γυναίκα·
- γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή, βλ. λ. γυναίκα·
- δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! ή δεν πα(ς) να γαμηθείς ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! βλ. λ. γαμιέμαι· 
- δεν αγαπάει παρά τον κώλο του, βλ. φρ. κοιτάζει μόνο τον κώλο του·
- δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «δεν μπορώ ν’ ασχοληθώ μαζί σου, γιατί δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «έχω ένα μικρό σούπερ μάρκετ και κάθε Σάββατο δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου». Συνών. δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν έχει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο του, βλ. λ. εμπιστοσύνη·
- δεν έχει κώλο για κάθισμα, είναι πολύ δραστήριος, είναι αεικίνητος: «δεν μπορεί να μείνει μια στιγμή ήσυχος, γιατί δεν έχει κώλο για κάθισμα, κι όλο με κάτι θέλει να καταγίνεται»·
- δεν έχει να βάλει βρακί στον κώλο του ή δεν έχει να φορέσει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν κάθεται στον κώλο του, είναι πολύ εργατικός, πολύ δραστήριος: «απ’ το πρωί που θα ξυπνήσει μέχρι να βραδιάσει, δεν κάθεται στον κώλο του»·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου, σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, σχεδόν αστραπιαία: «δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου κι αυτός μου την κοπάνησε». Συνών. δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν πρόλαβα να ξύσω  τ’ αφτί μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «μου ’φεραν να ελέγξω όλα τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου». β. έχω πολλή και συνεχή δουλειά: «είχα τόση δουλειά σήμερα, που δεν προλάβαινα να ξύσω τον κώλο μου». Συνών. δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν του βαστάει ο κώλος! δεν έχει το θάρρος, τη δύναμη να αναμετρηθεί με κάποιον: «μην τον ακούς που λέει πως, αν τον συναντήσει, θα τον δείρει, γιατί δεν του βαστάει ο κώλος!»·
- δίνω κώλο, επιθυμώ τόσο πολύ να πετύχω ή να αποκτήσω κάτι, που μπορώ να κάνω και πράγματα μειωτικά για τον εαυτό μου: «δίνω κώλο για μια θέση στο δημόσιο || δίνω κώλο για ν’ αποκτήσω κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- δουλειά του κώλου ή του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δυο κώλοι σ’ ένα βρακί δε χωράνε, βλ. συνηθέστ. δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, βλ. λ. κεφάλι·
- έβγαλε ο κώλος μου κάλο (ενν. από το καθισιό), δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω ασύστολα: «τον τελευταίο καιρό έχω τέτοια σπαρίλα, που έβγαλε ο κώλος μου κάλο»·
- έβγαλε ο κώλος μου κάλο ή έβγαλε κάλο ο κώλος μου (ενν. από το καθισιό, από το κάθισμα, από την καρέκλα), α. κάθομαι για πολλή ώρα στην ίδια θέση και αρχίζω να νιώθω δυσφορία: «πάμε να περπατήσουμε λίγο, γιατί έβγαλε ο κώλος μου κάλο όλη τη μέρα καθισμένος πίσω απ’ το γραφείο». β. (για μαθητές, σπουδαστές) για μεγάλο χρονικό διάστημα διαβάζω πολύ εντατικά (δηλ. δε σηκώνομαι από την καρέκλα μου για να μην καθυστερήσω λεπτό): «σ’ ένα μήνα δίνει εξετάσεις κι έβγαλε ο κώλος του κάλο απ’ το διάβασμα»·
- έβγαλε ο κώλος μου μαλλί ή έβγαλε μαλλί ο κώλος μου, απόκτησα μεγάλη πείρα στη ζωή μου: «είσαι πολύ μικρός για να με ξεγελάσεις, γιατί, εμένα που με βλέπεις, έβγαλε ο κώλος μου μαλλί τόσα χρόνια στην πιάτσα». Από το ότι το άτομο που έχει τρίχες (μαλλί) στον κώλο του, είναι και μεγάλο στην ηλικία, πράγμα που παραπέμπει στην πείρα που θα έχει αποκτήσει· βλ. και φρ. μάλλιασε ο κώλος μου·
- έγινα κώλος, λερώθηκα πάρα πολύ: «θέλησα να επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητό μου κι έγινα κώλος με τα λάδια και τα γράσα». Από την εικόνα του ατόμου που τα έκανε απάνω του·
- έγινε κώλος, (για μηχανήματα)έπαθε μεγάλη ζημιά, καταστράφηκε: «έφαγε τέτοιο τράκο τ’ αυτοκίνητο, που έγινε κώλος»·
- έγινε κώλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε κώλος, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε κώλος το πράμα ή το πράμα έγινε κώλος, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- έγινε ο κώλος μου σαν γαρίφαλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- έγινε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- έγινε ο κώλος μου σαν τάλιρο, βλ. λ. τάλιρο·
- έγινε σαν της μαϊμούς τον κώλο, βλ. λ. μαϊμού·
- έγινε σαν τον κώλο σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τον κώλο σου, βλ. λ. δουλειά·
- εγώ από κώλο βγήκα; ή εμείς από κώλο βγήκαμε; α. έκφραση με την οποία εκφράζει κανείς το παράπονό του για απαξιωτική συμπεριφορά κάποιου ή κάποιων σε βάρος του, ή στην περίπτωση που το αποκλείουν χωρίς λόγο από μια διαδικασία, από μια ομαδική εκδήλωση ή και μοιρασιά: «γιατί, ρε παιδιά, να μην έρθω μαζί στην εκδρομή, εγώ από κώλο βγήκα; || εμείς από κώλο βγήκαμε, ρε παιδιά, και δε μου δίνεται και μένα κάτι απ’ την μπάζα που κάναμε;». β. έκφραση με την οποία δικαιολογεί κανείς κάποια ενέργειά του με την έννοια γιατί να το κάνουν οι άλλοι και όχι κι εγώ ή δεν έχω κι εγώ τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους(;): «γιατί να μην πάω κι εγώ εκδρομή, εμείς από κώλο βγήκαμε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για το άτομό του. Συνών. εγώ άνθρωπος δεν είμαι; ή εγώ δεν είμαι άνθρωπος; ή εμείς άνθρωποι (ανθρώποι) δεν είμαστε; ή εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; (ανθρώποι) / εγώ στο πηγάδι κατούρησα; ή εμείς στο πηγάδι κατουρήσαμε; / εμένα μάνα δε μ’ έκανε; ή εμάς μάνα δε μας έκανε; / εμένα μάνα δε με γέννησε; ή εμάς μάνα δε μας γέννησε(;)·
- εδώ το καζάνι βράζει κι ο κώλος της μαϊμούς γιορτάζει, βλ. λ. καζάνι·
- είδα του κώλου μου την τρύπα, κινδύνεψα άμεσα, γλίτωσα από βέβαιο θάνατο: «κάναμε τέτοια τράκα, που είδα του κώλου μου την τρύπα». Συνών. είδα τη Δευτέρα Παρουσία / είδα την κηδεία μου / είδα την κόλαση / είδα το διάβολό μου / είδα το μνήμα μου / είδα τον άγγελό μου · βλ. και φρ. βλέπω του κώλου μου την τρύπα·
- είδε η μαϊμού τον κώλο της και φοβήθηκε, βλ. λ. μαϊμού·
- είμαι με το σκατό στον κώλο, βλ. λ. σκατό·
- είναι για τον κώλο μου πεσκέσι ή είναι του κώλου μου πεσκέσι, βλ. φρ. είναι για το διάβολο πεσκέσι, βλ. λ. διάβολος·
- είναι κώλος ακάθιστος, δεν μπορεί να μείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια θέση, είναι αεικίνητος: «δεν μπορείς να τον περιορίσεις πουθενά αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι κώλος ακάθιστος»·
- είναι κώλος και βρακί, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος, είναι πάντα μαζί, είναι αχώριστοι, είναι στενά συνδεδεμένοι, είναι πολύ φίλοι: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν είναι κώλος και βρακί»·
- είναι κώλος ξεβράκωτος, α. είναι πάρα πολύ φτωχός: «δεν τον θέλουν στην παρέα τους τα πλουσιόπαιδα, γιατί είναι κώλος ξεβράκωτος». β. λέει, διαδίδει ό,τι του εμπιστεύεται κάποιος, δεν μπορεί να κρατήσει μυστικό: «μην κάνεις το λάθος και του εμπιστευτείς κάποιο μυστικό, γιατί είναι κώλος ξεβράκωτος και θα το μάθουν οι πάντες»·
- είπαμε του λωλού να κλάσει κι έβγαλε τον κώλο του, βλ. λ. κλάνω·
- έκανα κώλο τη δουλειά ή έκανα σαν τον κώλο μου τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, βλ. λ. μύγα·
- έκανε ο κώλος μου πίου πίου, α. ένιωσα μεγάλη έκπληξη, ευχάριστη ή δυσάρεστη: «μόλις τον είδα να σηκώνει χέρι στον πατέρα του, έκανε ο κώλος μου πίου πίου || έκανε ο κώλος μου πίου πίου, μόλις τον είδα να οδηγεί τέτοια αυτοκινητάρα!». β. εκνευρίστηκα πάρα πολύ: «έκανε ο κώλος μου πίου πίου, μόλις τον είδα να βρίζει γέρο άνθρωπο και τον σακάτεψα στο ξύλο». γ. φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα να ’ρχεται αγριεμένος καταπάνω μου, έκανε ο κώλος μου πίου πίου και το ’βαλα αμέσως στα πόδια»· 
- ένα βρακί δυο κώλους δε χωράει, βλ. συνηθέστ. δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, λ. κεφάλι·
- έτσι να κάνει ο κώλος σου, έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου λόγω του εκκωφαντικού ήχου της εξάτμισης μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου, και απευθύνεται στον κάτοχο του τροχοφόρου. Συνών. έτσι να κάνει η σούφρα σου·
- έφυγε με το σκατό στον κώλο, βλ. λ. σκατό·
- έχει αγκάθια ο κώλος του, βλ. λ. αγκάθι·
- έχει βελόνες ο κώλος του, βλ. λ. βελόνα·
- έχει έναν κώλο να! είναι πολύ τυχερός: «δεν παίζει κανείς χαρτιά μαζί του, γιατί έχει ένα κώλο να και δεν αφήνει τον άλλο να πάρει ούτε χαρτωσιά». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με τον αντίχειρα και το δείκτη του κάθε χεριού να έρχονται και να εφάπτονται στις άκρες τους σχηματίζοντας ένα κύκλο, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να δείξουν το μέγεθος του ανοίγματος του κώλου·
- έχει έναν κώλο τέτοιο! βλ. φρ. έχει ένα κώλο να! Και στη φρ. αυτή, παρατηρείται η παραπάνω χειρονομία·
- έχει καρφιά ο κώλος του, βλ. λ. καρφί·
- έχει σκουλήκια ο κώλος του, βλ. λ. σκουλήκι·
- έχει και στον κώλο μάτια, αντιλαμβάνεται τα πάντα, δεν του ξεφεύγει τίποτα: «πού να ξεφύγεις απ’ αυτόν! Αυτός έχει και στον κώλο μάτια!»·
- έχει σκουλήκια ο κώλο του, βλ. λ. σκουλήκι·
- έχεις κώλο; έχεις το θάρρος, τολμάς(;):«έχεις κώλο να τα βάλεις μαζί του;»·
- έχω έν’ αγγούρι στον κώλο, βλ. λ. αγγούρι·
- έχω κώλο, α. έχω τύχη, είμαι τυχερός: «αν δεν είχα κώλο, θα σκοτωνόμουν μετά από τέτοια τράκα». β. έχω θάρρος, τολμώ: «μόνο αυτός έχει κώλο να τα βάλει μαζί του»·
- έχω κώλο εγώ! απευθύνεται ειρωνικά ή κοροϊδευτικά σε κάποιον με την έννοια, έχω μυαλό. Συνοδεύεται πάντα με αλλεπάλληλα χτυπήματα του δείκτη στο μέρος του μυαλού·
- έχω τσιβί στον κώλο μου, βλ. λ. τσιβί·
- η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο, χειρονακτική εργασία που για να τη φέρει κάποιος σε πέρας πρέπει να καταβάλλει πολύ κόπο, πολλή κούραση, να υπερβάλλει τις δυνάμεις του: «μη μου λες ότι κουράζεσαι στο γραφείο σου και δες εμένα που δουλεύω στα χωράφια, γιατί η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο»·
- η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- ήρθε τ’ αβγό στον κώλο του, βλ. λ. αβγό·
- θα δούμε τον κώλο σου! ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας ειρωνεύεται για κάποια αποτυχία μας, με την έννοια να επιχείρηση την ίδια ή κάποια παρόμοια προσπάθεια για να δούμε αν θα μπορέσει να τα καταφέρει: «εγώ αυτό μπόρεσα να κάνω, αυτό έκανα. Όταν φτάσει και σένα η σειρά σου θα δούμε τον κώλο σου!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εσένα· 
- θα σε βγάλω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σε διώξω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σε πετάξω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σου ανοίξω τον κώλο, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σου επιβάλω τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σ’ ανοίξω τον κώλο, να το ξέρεις»·
- θα σου βάλω κρέας στον κώλο, βλ. λ. κρέας·
- θα σου βάλω τσιτσί στον κώλο, βλ. λ. τσιτσί·
- θα σου κόψω τον κώλο, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπείς κακό λόγο για μένα, θα σου κόψω τον κώλο || αν ξαναπατήσεις το πόδι σου σ’ αυτό το μέρος, θα σου κόψω τον κώλο»·
- θα σου φύγει ο κώλος, α. θα νιώσεις πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, θα εξουθενωθείς: «μην πας να δουλέψεις σ’ αυτό το εργοστάσιο, γιατί θα σου φύγει ο κώλος». β. θα νιώσεις τέτοια έκπληξη, που δε θα μπορείς να αρθρώσεις κουβέντα: «αγόρασε μια αυτοκινητάρα, που αν τη δεις, θα σου φύγει ο κώλος». Συνών. θα σου φύγει το καφάσι / θα σου φύγει το κλαπέτο / θα σου φύγει ο πάτος·
- θα στα βάλω στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), βλ. φρ. θα στα χώσω στον κώλο σου·
- θα στα χώσω στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), απειλητική έκφραση σε κάποιον που επιμένει να μας δωροδοκήσει με κάποιο χρηματικό ποσό ή να μας επιδεικνύει τα λεφτά του: «πάρ’ τα μπροστά απ’ τα μάτια μου, γιατί θα στα χώσω στον κώλο σου»·
- θα στο βάλω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς), βλ. φρ. θα στο χώσω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς)·
- θα στο χώσω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς) απειλητική έκφραση με την οποία αντιμετωπίζουμε κάποιον που μας απειλεί με μαχαίρι ή πιστόλι·
- θα σφίξουν κι άλλο οι κώλοι, η οικονομική κατάσταση προβλέπεται να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο: «με τη νέα κατάσταση που επικρατεί στην αγορά, θα σφίξουν κι άλλο οι κώλοι». Από την εικόνα του ατόμου που ο πρωκτός του είναι πολύ στενός, που είναι δυσκοίλιος, επειδή δεν έχει χρήματα να αγοράσει τροφή, οπότε δεν ενεργείται·
- θέλει κώλο, α. απαιτείται πολύ θάρρος, μεγάλη τόλμη: «θέλει κώλο για να τα βάλει κανείς μ’ αυτόν τον άνθρωπο». β. απαιτείται πολύς κόπος: «θέλει κώλο αυτή η δουλειά για να την τελειώσεις»·
- θρέφει κώλο ή θρέφει κώλους, (ειρωνικά) δεν κάνει απολύτως τίποτα, τεμπελιάζει: «έχει έναν πλούσιο φίλο που τον χαρτζιλικώνει, κι αυτός θρέφει κώλο»·
- ίδρωσε ο κώλος μου, α. κουράστηκα υπερβολικά: «ίδρωσε ο κώλος μου μέχρι να τελειώσω τη δουλειά». β. κάθισα μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια θέση: «θα κάνω μια βόλτα, γιατί ίδρωσε ο κώλος μου να κάθομαι στην καρέκλα»·
- κάθομαι στον κώλο μου, δεν επεμβαίνω, δεν ανακατεύομαι, μένω στη θέση μου: «όταν βλέπω τους άλλους να μαλώνουν, κάθομαι στον κώλο μου»·
- κακό σπυρί στον κώλο σου, βλ. λ. σπυρί·
- κάν’ τα μασούρι και βαλ’ τα στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. μασούρι·
- κάνει δουλειά του κώλου ή κάνει του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει κώλο ή κάνει κώλους, βλ. συνηθέστ. θρέφει κώλο·
- κάνουν αλλαξιά τους κώλους τους, βλ. συνηθέστ. κάνουν αλλαξοκωλιά, λ. αλλαξοκωλιά·
- κάνω κώλο ή κάνω κώλους, παχαίνω: «όλο το καλοκαίρι φαΐ και ύπνο έκανα κώλους»·
- καρφιά έχει ο κώλος σου; βλ. λ. καρφί·
- καρφιά έχει ο κώλος του, βλ. λ. καρφί·
- κάτσε στον κώλο σου! (απειλητικά ή συμβουλευτικά) μην επεμβαίνεις, μην ανακατεύεσαι, μην ενδιαφέρεσαι: «κάτσε στον κώλο σου, γιατί θα τις φας! || κάτσε στον κώλο σου, που στενοχωριέσαι τι θα κάνει αυτό το παλιοτόμαρο!». Συνήθως, άλλες φορές προτάσσεται και άλλες επιτάσσεται το μωρέ ή το ρε·
- κοιτάζει τον κώλο του ή κοιτάζει μόνο τον κώλο του ή κοιτάζει όλο τον κώλο του, είναι πολύ εγωιστής και ενδιαφέρεται μόνο για το προσωπικό του συμφέρον, για την προσωπική του ευχαρίστηση: «είναι άνθρωπος που δε νοιάζεται για κανέναν και πάντα κοιτάζει μόνο τον κώλο του»·
- κοιτάζω τον κώλο μου, ενδιαφέρομαι μόνο για το προσωπικό μου συμφέρον: «δε με ενδιαφέρουν τα κοινά, κοιτάζω τον κώλο μου και περνώ μια χαρά». Συνών. κοιτάζω την κοιλιά μου / κοιτάζω την πάρτη μου / κοιτάζω το συμφέρον μου·
- κουνάει τον κώλο της, βλ. συνηθέστ. κουνάει την ουρά της, λ. ουρά·
- κουνάει τον κώλο του, βλ. συνηθέστ. κουνάει την ουρά του, λ. ουρά·
- κόψε τον κώλο σου! δε με ενδιαφέρει, δε νοιάζομαι απολύτως τι θα κάνεις, για να βγεις από τη δύσκολη θέση που βρίσκεσαι ή για να πετύχεις κάτι: «αχ, Θεέ μου, με ποιο τρόπο θα μπορέσω να γλιτώσω τη φυλακή; -Κόψε τον κώλο σου! || πώς θα μπορέσω να μαζέψω τόσα λεφτά που μου ζητάς; -Κόψε τον κώλο σου!». Συνών. κόψε το κεφάλι σου! / κόψε το λαιμό σου! / κόψε το σβέρκο σου(!)·
- κώλο κώλο ή κώλο με κώλο, (για τσούγκρισμα αβγών) με το πλατύτερο μέρος τους: «τσουγκρίσαμε τ’ αβγά μας κώλο με κώλο και μου το ’σπασε». Αντίθ. μύτη μύτη ή μύτη με μύτη·
- κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος, αυτός που κλάνει, δεν έχει την ανάγκη γιατρού: «μην το μαλώνεις το παιδί που έκλασε, γιατί κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος». Από το ότι, μετά από κάποια σοβαρή εγχείρηση, από τα πρώτα που ενδιαφέρεται ο θεράποντας γιατρός του εγχειρισμένου είναι αν έκλασε, πράγμα που δείχνει πως ο οργανισμός άρχισε να επανέρχεται στην ομαλή λειτουργία του μετά από το σοκ της εγχείρησης·
- κώλος που κλάνει, γιατρό δε ζητάει, βλ. φρ. κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος·
- κώλος που κλάνει, γιατρός δε φτάνει, βλ. φρ. κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος·
- κώλος που ’μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει, οι κακές συνήθειες δεν αποβάλλονται εύκολα: «από μικρός έμαθε να βρίζει σαν λιμενεργάτης κι έχει ακόμα κοτζάμ άντρας το ίδιο χούι. -Κώλος που ’μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει»·
- λόγια του κώλου, βλ. λ. λόγια·
- μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος κουβαρίστρα ή μαγκιά κλανιά εξάτμιση και κώλος υποβρύχιο ή μαγκιά κλανιά εξάτμιση και κώλος φιλιστρίνι, βλ. λ. μαγκιά·
- μακριά απ’ τον κώλο μας σαράντα δεκανίκια, ας γίνει οποιοδήποτε κακό, αρκεί να μη βλάψει εμάς: «ε ρε, πόσος κόσμος σκοτώνεται στο Ιράκ! -Μακριά απ’ τον κώλο μας σαράντα δεκανίκια»·
- μακριά απ’ τον κώλο μου, δε θέλω να έχω καμιά ανάμειξη στην υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, γιατί υποπτεύομαι πως είναι παράνομη και πως θα έχω συνέπειες, αν αποκαλυφθεί: «εσείς κάντε ό,τι θέλετε, όσο για μένα, μακριά απ’ τον κώλο μου»·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας είν’ και τόσο, ευχετική έκφραση να μην υποστούμε έστω και κατ’ ελάχιστον το κακό που αναφέρει κάποιος. Λέγεται με παράλληλη χειρονομία με τον αντίχειρα να δείχνει επάνω στο δείκτη μια πολύ μικρή έκταση. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας μπει όπου θέλει, ευχετική έκφραση να μην υποστούμε το κακό που αναφέρει κάποιος, αδιαφορώντας ποιος θα το υποστεί. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- μάλλιασε ο κώλος μου (ενν. από το να κάθεται), α. κάθομαι για πολλή ώρα στην ίδια θέση και αρχίζω να νιώθω δυσφορία: «πάμε να κάνουμε καμιά βόλτα, γιατί μάλλιασε ο κώλος μου να κάθομαι τόση ώρα σ’ αυτό το μπαράκι». β. (για μαθητές, σπουδαστές) για μεγάλο χρονικό διάστημα διαβάζω πολύ εντατικά (δηλ. δε σηκώνομαι από την καρέκλα μου για να μη καθυστερήσω λεπτό): «σίγουρα θα πετύχω στο πανεπιστήμιο, γιατί όλο το καλοκαίρι μάλλιασε ο κώλος μου απ’ το διάβασμα»· βλ. και φρ. έβγαλε ο κώλος μου μαλλί·   
- μάστορας είναι και της κατσίκας ο κώλος που φτιάχνει τα κομπολόγια, βλ. λ. μάστορας·
- με κώλο; έκφραση απορίας ή δυσφορίας από άτομο που του προτείνουμε να αγοράσει κάτι, ενώ αυτό δεν έχει καθόλου χρήματα: «γιατί δεν αγοράζεις κι εσύ ένα αυτοκίνητο; -Με κώλο;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το με τι·
- με τον κώλο μιλάμε! μιλώ πολύ σοβαρά, σοβαρολογώ: «να πιστέψω πως θα με εξυπηρετήσεις; -Με τον κώλο μιλάμε!», δηλ. και βέβαια θα σε εξυπηρετήσω. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα τι τώρα·
- μετράω πόσες μύγες μπαίνουν στου γάιδαρου τον κώλο, βλ. λ. μύγα·
- μικρό κώλο δεν έδειρες, τρανό μη φοβερίζεις, αν δε διαμορφώσουμε το χαρακτήρα του ανθρώπου από τη μικρή του ηλικία, δε θα μπορέσουμε όταν αυτός μεγαλώσει: «τώρα που έγινε ολόκληρος άντρας, δε θα μπορέσεις να το συμμορφώσεις, γιατί μικρό κώλο δεν έδειρες, τρανό μη φοβερίζεις». Πρβλ.: το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο·
- μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές, δε θα ακούσεις ποτέ καλό λόγο ή σωστή συμβουλή από άνθρωπο κακό ή από ανάξιο δάσκαλο: «μα είναι δυνατό να με συμβουλεύει να χωρίσω τη γυναίκα μου, επειδή πήγε σινεμά με τη φιλενάδα της! -Μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. Συνών. από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα / μίλα με γαϊδάρους να γροικάς πορδές·
- μιλάνε όλοι, μιλάνε κι οι κώλοι! ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου που τον θεωρούμε εντελώς ανάξιο, εντελώς τιποτένιο·
- μου βγαίνει ο κώλος, α. κουράζομαι υπερβολικά, εξαντλούμαι από επίμονη εργασία ή προσπάθεια: «μου βγήκε ο κώλος μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά». β. ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «κάθε μέρα μου βγαίνει ο κώλος για να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία / μου βγαίνει η πίστη / μου βγαίνει η ψυχή / μου βγαίνει ο Θεός / μου βγαίνει ο πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
- μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω), κατακουράζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω κάθε μέρα για να ταΐσω πέντε στόματα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα / μου βγαίνει η πίστη ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα / μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα / μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα·
- μου γύρισε τον κώλο του, έπαψε να με συναναστρέφεται, με περιφρόνησε: «όσο ήμουν πλούσιος, έτρεχε σαν σκυλάκι από πίσω μου και τώρα, που ξέπεσα, μου γύρισε τον κώλο του»·
- μου μπήκε έν’ αγγούρι στον κώλο, βλ. λ. αγγούρι·
- μου ’πεσε ο κώλος, ένιωσα πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, εξουθενώθηκα: «μέχρι να κουβαλήσω το εμπόρευμα απ’ το πεζοδρόμιο στην αποθήκη, μου ’πεσε ο κώλος»· βλ. και φρ. μου ’φυγε ο κώλος·
- μου πιάνουν τον κώλο, α. με εξαπατούν, με κοροϊδεύουν: «τον θεωρούσα αγαθό άνθρωπο, αλλά στο τέλος μου ’πιασε τον κώλο». β. με υποχρεώνουν να πληρώσω για αγορά ή διασκέδαση ποσό πολύ μεγαλύτερο από το κανονικό: «είχε ωραίο πρόγραμμα το μαγαζί, αλλά στο τέλος μου ’πιασαν τον κώλο»·
- μου ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- μου ’φυγε ο κώλος,. α. ένιωσα πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, εξουθενώθηκα: «μου ’φυγε ο κώλος απ’ τις συνεχείς εμπορικές αποτυχίες μου || μου ’φυγε ο κώλος μέχρι να τελειώσω τη μετακόμιση». β. ένιωσα πολύ μεγάλη έκπληξη, που δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη: «μόλις τον είδα να περπατάει αγκαζέ με την τάδε ηθοποιό, μου ’φυγε ο κώλος». Συνών. μου ’φυγε το καφάσι / μου ’φυγε το κλαπέτο / μου ’φυγε ο πάτος·
- να, κάνει ο κώλος σου! βλ. φρ. να, κάνει το κωλαράκι σου(!) λ. κωλαράκι·
- να κόψεις τον κώλο σου! βλ. φρ. να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου(!)·
- να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου! δε με ενδιαφέρει με ποιο τρόπο ή ποια μέσα θα χρησιμοποιήσεις για να ικανοποιήσεις κάποια απαίτησή μου: «να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου, να μου φέρεις τα λεφτά που σου δάνεισα, γιατί μου χρειάζονται!». Συνών. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! / να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! / να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου(!)· βλ. και φρ. κόψε τον κώλο σου(!)·
- να το βάλεις στον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς), βλ. φρ. χώσ’ το στον κώλο σου·
- να το χώσεις τον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς) βλ. φρ. χώσ’ το στον κώλο σου·
- ξύνει τον κώλο του, α. δεν κάνει τίποτα, χάνει τον καιρό του, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός, αντί να μας βοηθήσει, μας βλέπει και ξύνει τον κώλο του». β. εκδηλώνεται, συμπεριφέρεται άπρεπα ή χωρίς σεβασμό στους παρόντες: «εμείς ήρθαμε να σε βοηθήσουμε κι εσύ, απ’ την ώρα που μας είδες, ξύνεις τον κώλο σου». Συνών. ξύνει τ’ αρχίδια του·
- ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο, ξύπνησε πολύ κακόκεφος: «μην του μιλάς σήμερα, γιατί ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο και σέρνει για καβγά». Από το ότι έχει παρατηρηθεί πως, όταν κάποιος ξυπνά κακόκεφος, παίρνει για ένα μικρό διάστημα μια στάση πάνω στο κρεβάτι του που μοιάζει κάπως με τη στάση που παίρνουν οι μωαμεθανοί όταν προσεύχονται και φαίνεται πως ο κώλος τους είναι πεταγμένος ψηλά. Συνών. ξύπνησε ανάποδα / ξύπνησε από λάθος πλευρά / ξύπνησε στο πλάι / ξύπνησε στραβά·
- ο καλός ο νοικοκύρης ανοίγει την πόρτα με τον κώλο, βλ. λ. νοικοκύρης·
- ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος, έκφραση επιδοκιμασίας, όταν βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας γυναίκα με πολύ ωραία οπίσθια·
- ο κώλος μας ο μάστορας βγάζει πορδές ματζόρε, λέγεται ειρωνικά για άτομο που έχει την εντύπωση πως μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα έγινε ειδήμων σε μια δουλειά ή σε μια τέχνη·
- ο κώλος σου πονάει; γιατί ενδιαφέρεσαι ή γιατί δυσανασχετείς(;): «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Ο κώλος σου πονάει;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το γιατί, εσένα. Συνών. η κοιλιά σου πονάει(;)·
- ο κώλος σου τσούζει; βλ. φρ. ο κώλος σου πονάει(;)·
- ο κώλος τ’ αβγού, το πλατύτερο μέρος του αβγού: «ο κώλος τ’ αβγού του μετά από τόσα τσουγκρίσματα, εξακολουθούσε να είναι άσπαστος»·
- ο κώλος της βελόνας, βλ. φρ. το μάτι της βελόνας, λ. βελόνα·
- ο μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει, ο ανάγωγος παντού και πάντα συμπεριφέρεται με τον ίδιο ανάγωγο τρόπο: «μην παρεξηγιέσαι που ρεύτηκε μπροστά σου, γιατί ο μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει»·
- ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεβρακώνει κώλους ή ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους, βλ. λ. ύπνος·
- όλων οι κώλοι κλάνουνε, κι ο δικός μου μήτε πριτ, βλ. λ. πριτ·
- ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας, έκφραση υπέρμετρου φιλοτομαρισμού, που φανερώνει προσήλωση στις υλικές απολαύσεις, στην ικανοποίηση των σαρκικών επιθυμιών, ακόμη και με βιαστικές ενέργειες λόγω της μικρής διάρκειας της ζωής: «η ζωή είναι μικρή, γι’ αυτό ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας». Πρβλ.: στην παλιοζωή που ζούμε να τι θα κερδίσουμε, ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι θα γλεντήσουμε. (Λαϊκό τραγούδι)·
- οι κώλοι που γαμούσαμε, γίνανε καπετάνιοι ή οι κώλοι που γαμούσαμε, γίναν’ καπεταναίοι, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για ανάξια ή τιποτένια άτομα, που προσπαθούν να φανούν ανώτεροι από εμάς ή που οι συγκυρίες της ζωής τους ανέδειξαν χωρίς να το αξίζουν: «όταν πρωτόρθαν στην πόλη μας μας, παρακαλούσαν για δουλειά, ύστερα μπλέχτηκαν με τα κόμματα και τώρα οι κώλοι που γαμούσαμε, γίναν’ καπεταναίοι»·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- όποιος έχει πολύ βούτυρο, αλείφει και τον κώλο του, βλ. λ. βούτυρο·
- όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στον κώλο του, βλ. λ. πιπέρι·
- όποιος κερδίζει στη στεριά και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει, βλ. λ. θάλασσα·
- όποιος μιλήσει και λαλήσει, γαϊδάρου κώλο θα φιλήσει, βλ. λ. γάιδαρος·
- όποιος πηδάει πολλά παλούκια, μπαίνει κι ένα στον κώλο του, βλ. λ. παλούκι·
- παίρνω κώλο, ενεργώ σεξουαλικά ως κολομπαράς: «μακριά τα παιδιά σας απ’ αυτό το σκατόμουτρο, γιατί παίρνει κώλο»·
- παίρνω τον κώλο μου, ενεργοποιούμαι: «να τον δεις εσύ για πότε πήρε τον κώλο του κι άρχισε να δουλεύει, μόλις έμαθε πως θ’ ανέθεταν σε άλλον τη δουλειά!»·
- παίρνω τον κώλο μου και φεύγω, (ειρωνικά) φεύγω ντροπιασμένος: «μόλις τον κατσάδιασαν, πήρε τον κώλο του κι έφυγε με σκυμμένο κεφάλι»·
- πάρε τον κώλο σου, α. παραμέρισε, κάθισε, κάνε  λίγο πιο πέρα: «πάρε τον κώλο σου να καθίσω κι εγώ λιγάκι». β. κινήσου πιο γρήγορα, βιάσου: «άντε, πάρε τον κώλο σου, γιατί δε θα φτάσουμε ποτέ έτσι όπως πάμε»·
- πάρε τον κώλο σου και πάμε, προτροπή σε κάποιον για αναχώρηση, για αποχώρηση από κάποιο μέρος: «απ’ ό,τι βλέπω δε μας σηκώνει το κλίμα, γι’ αυτό πάρε τον κώλο σου και πάμε»·
- πάω κώλο κώλο, ενεργώ ύστερα από ώριμη σκέψη, γιατί σκέφτομαι τις συνέπειες σε περίπτωση αποτυχίας: «όποια δουλειά κι αν αναλάβω, πάω κώλο κώλο κι ας αργήσω και λίγο παραπάνω»·
- πέντε κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, πολλές φορές, πολύ λίγοι άνθρωποι μπορούν να κάνουν πολύ μεγάλο κακό σε ένα σύνολο: «ήμασταν κι εμείς όλο χαρά, που στην πόλη μας θα γινόταν η μεγάλη καλλιτεχνική έκθεση, όμως πέντε κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, γιατί οι διοργανωτές τα ’καναν μούσκεμα και μας ρεζίλεψαν»·
- πετάει κώλο, (στη γλώσσα των μηχανόβιων ή των οδηγών αγωνιστικών αυτοκινήτων) το μειονέκτημα μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου να γλιστράει ο πίσω τροχός ή οι πίσω τροχοί προς το έξω μέρος της στροφής: «στις στροφές κόβω ταχύτητα, γιατί πετάει κώλο»·
- πετώ κώλο ή πετώ κώλους, χοντραίνω, παχαίνω, ιδίως στην περιφέρειά μου: «πρέπει να κάνω δίαιτα, γιατί άρχισα να πετώ κώλους»·
- πήρε ο κώλος μου φωτιά ή πήρε φωτιά ο κώλος μου, κινούμαι ασταμάτητα για να διεκπεραιώσω επείγουσες δουλειές ή υποθέσεις: «έπρεπε να καλύψω μια επιταγή και πήρε ο κώλος μου φωτιά απ’ τον έναν στον άλλον, μέχρι να βρω τα λεφτά»·
- πήρε ο κώλος του αέρα ή πήρε αέρα ο κώλος του, α. απόκτησε θάρρος, οικειότητα: «του φερθήκαμε φιλικά και πήρε ο κώλος του αέρα». β. ενθουσιάστηκε από κάποια επιτυχία του και νομίζει πως μπορεί να κατορθώσει δύσκολα πράγματα: «επειδή πήγε κάπως καλά η δουλειά που έκανε, πήρε ο κώλος του αέρα και θέλει να χτίσει εργοστάσιο»·
- πιάνει μπαρμπούνια με τον κώλο, είναι πάρα πολύ τυχερός: «ό,τι δουλειά να κάνει αυτός ο άνθρωπος πετυχαίνει, γιατί πιάνει μπαρμπούνια με τον κώλο»·
- πιάστηκε ο κώλος μου, μούδιασε ύστερα από πολύωρο καθισιό στην ίδια θέση: «κάθομαι δυο ώρες συνέχεια σ’ αυτή τη θέση και πιάστηκε ο κώλος μου»·
- πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί, βλ. λ. Γιάννης·
- που να χτυπάς τον κώλο σου! ή που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω! ή που να χτυπάς τον κώλο σου καταγής! κατηγορηματική έκφραση που επιτείνει την άρνησή μας: «που να χτυπάς τον κώλο σου, δε θα σου δώσω τα λεφτά που σου χρειάζονται! || δε θα ’ρθω να σε βοηθήσω, που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ και κλείνει με το όσο θες ή το όσο θέλεις·
- προσέχω τον κώλο μου, βλ. φρ. φυλάω τον κώλο μου·
- σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου! ή σαν πολύ αέρα δεν πήρε ο κώλος σου; α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε άτομο που απόκτησε αδικαιολόγητα θάρρος, οικειότητα: «για κάτσε καλά, γιατί σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου!». β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που λόγω κάποιας πρόσφατης επιτυχίας του νομίζει πως μπορεί να κατορθώσει δύσκολα πράγματα: «κοίτα τη δουλειά σου που πάει καλά κι άσε τα μεγάλα ανοίγματα, γιατί σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου!». Συνήθως, άλλοτε μετά το αέρα της φρ. και άλλοτε μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το μου φαίνεται·     
- σε ξένο κώλο, σαράντα δεκανίκια, βλ. λ. δεκανίκι·
- σκίζω κώλους, έχω μεγάλες επιτυχίες: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, σκίζω κώλους»·
- σκουλήκια έχει ο κώλος σου; βλ. λ. σκουλήκι·
- σκουλήκια έχει ο κώλος του, βλ. λ. σκουλήκι·
- στήνω κώλο, κάνω σοβαρές υποχωρήσεις, δίνω υπερβολικά ανταλλάγματα για να πετύχω κάτι: «έστησα κώλο στο διευθυντή για να πάρω την υπογραφή του»· βλ. και φρ. δίνω κώλο·
- στοιχηματίζω τον κώλο μου, είμαι απόλυτα βέβαιος για κάτι: «στοιχηματίζω τον κώλο μου πως θα ’ρθει και θα σου ζητήσει συγνώμη». Από το ότι είναι πολύ υποτιμητικό σε έναν άντρα να υποστεί τη σεξουαλική πράξη αν χάσει το στοίχημα·
- στον κώλο μου θα μπει! αδιαφορώ για την κακή ή άστοχη ενέργεια κάποιου, από τη στιγμή που οι συνέπειες θα είναι αποκλειστικά σε βάρος του: «τι με νοιάζει αν παρακινεί τους άλλους να κάνουν κοπάνα, στον κώλο μου θα μπει!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μήπως ή το σάματις. Το υπονοούμενο είναι το πέος·
- στρώνω κώλο, α. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «κάθε Σαββατοκύριακο στρώνω κώλο στο σπίτι και το φχαριστιέμαι». β. παχαίνω: «όλο το καλοκαίρι καθισιό, φαγητό και ύπνο, έστρωσα κώλο»·
- στρώνω τον κώλο μου, ασχολούμαι επίμονα με κάτι, συγκεντρώνω όλες τις δυνάμεις μου, όλη την ενεργητικότητά μου για να πετύχω κάτι: «κάθε φορά που έχω εξετάσεις, στρώνω τον κώλο μου στο διάβασμα»·
- στρώνω τον κώλο μου στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- σφίξε τον κώλο σου, προτροπή σε κάποιον να προσπαθήσει πολύ, προκειμένου να πετύχει κάτι: «αφού θέλεις τόσο πολύ να πάρεις το πτυχίο σου, σφίξε τον κώλο σου»·
- τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, βλ. λ. όνομα·
- τα θέλει ο κώλος σου! βλ. συνηθέστ. τα θέλει το κωλαράκι σου! λ. κωλαράκι·
- τα ’κανε σαν τον κώλο του, α. απέτυχε εντελώς να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση: «πήγε δήθεν να τους συμφιλιώσει και τα ’κανε σαν τον κώλο του». β. έκανε πολύ κακότεχνη δουλειά: «του ’δωσα να κάνει κάτι σχέδια και τα ’κανε σαν τον κώλο του»·
- τα κάνω κώλο(ς) αποτυχαίνω εντελώς σε μια δουλειά ή σε μια υπόθεση: «είπα να βοηθήσω κι εγώ, αλλά τα ’κανα κώλο»·
- τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους, βλ. λ. βρακί·
- της μάνας σου (της αδερφής σου, της γιαγιάς σου, της θειας σου) ο κώλος, α. έκφραση έντονης αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «της γιαγιάς σου ο κώλος, που έγιναν τα πράγματα έτσι». β. εκστομίζεται και ως βρισιά·
- τι λέει ο κώλος σου! βλ. φρ. τι λέει το κωλαράκι σου! λ. κωλαράκι·
- το ’κανα κώλο(ς), (για μηχανήματα) το κατάστρεψα: «μου ’δωσε τ’ αυτοκίνητό του για μια μέρα και το ’κανα κώλος»·
- το κάνει απ’ τον κώλο, α. (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη ή συνηθίζει να δέχεται τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «δεν το περίμενε κανένας πως τέτοιος άντρας θα μπορούσε να το κάνει απ’ τον κώλο || το κάνει απ’ τον κώλο, γιατί κρατάει την παρθενιά της για την τιμή του αντρού της». β. ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος, συνηθίζει να επιβάλει τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να το κάνει απ’ τον κώλο»·
- τον βγάζω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον διώχνω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει, ανάλογα με το ποιόν του ανθρώπου ή τις γνώσεις του είναι και τα έργα του: «πρόσεξε ποιους θα διαλέξεις για συνεργάτες σου, γιατί τον κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει»·
- τον κώλο μου μυρίστε! ειρωνική, κοροϊδευτική ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που μας ρωτάει με το ορίστε επειδή δεν άκουσε ή δεν κατάλαβε κάτι που του είπαμε·
- τον κώλο σου κάτω να χτυπάς! ή τον κώλο σου να χτυπάς κάτω! βλ. φρ. που να χτυπάς τον κώλο σου(!)·
- τον (την, το) παίρνει από τον κώλο (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «αν είναι δυνατόν ένα τόσο ωραίο παιδί να τον παίρνει απ’ τον κώλο! || δεν τον νοιάζει αν είναι ασχημούλα η γυναίκα, αρκεί να τον παίρνει απ’ τον κώλο»·
- τον πέρασε απ’ τον κώλο του βελονιού ή τον πέρασε απ’ του βελονιού τον κώλο, τον καταξεφτίλισε: «τον είχε μεγάλο άχτι και μόλις τον συνάντησε τον πέρασε απ’ τον κώλο του βελονιού»·
- τον πετώ σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον Τούρκο φίλευε, τον κώλο σου φύλαγε, βλ. λ. Τούρκος·
- τον τρώει ο κώλος (του), α. του έχει γίνει έμμονη ιδέα να κάνει κάτι που υπάρχει περίπτωση να έχει αρνητικές συνέπειες σε βάρος του: «κέρδισε κάτι λεφτά στο λαχείο και τον τρώει ο κώλος του να πάει να παίξει στο καζίνο». β. με τον τρόπο που ενεργεί ή συμπεριφέρεται, είναι σαν να επιδιώκει να πάθει κάτι κακό: «πες του να καθίσει φρόνιμα και να πάψει να μ’ ενοχλεί, γιατί τον τρώει ο κώλος του». Πολλές φορές η φρ. κλείνει με το μου φαίνεται·
- του άνοιξα τον κώλο, του επέβαλα τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον ξευτέλισα, τον τιμώρησα σκληρά: «δεν είναι τόσο άντρας όσο νομίζεις, γιατί προχθές βράδυ του άνοιξα τον κώλο || τον είχα τόσο άχτι, που με την πρώτη ευκαιρία του άνοιξα τον κώλο»·
- του βάζω νέφτι στον κώλο, βλ. λ. νέφτι·
- του βγάζω τον κώλο, βλ. συνηθέστ. του βγάζω τον πάτο, λ. πάτος·
- του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. συνηθέστ. του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω), λ. πάτος·
- του γαμώ τον κώλο, α. τον κατεξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε τον κώλο». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις γύρισε μεθυσμένος στο σπίτι, τον έπιασε ο πατέρας του και του γάμησε τον κώλο || τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε τον κώλο». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του έσκισε τον κώλο, βλ. συνηθέστ. του ξέσκισε τον κώλο·
- του καλογυναικά η γυναίκα απ’ τον κώλο φαίνεται, βλ. λ. γυναίκα·
- του ’κανα τον κώλο να! βλ. συνηθέστ. φρ. του ’κανα τη σούφρα να! λ. σούφρα·
- του ’κανα τον κώλο φιλιστρίνι, του επέβαλα αλλεπάλληλες φορές τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον καταβασάνισα, τον καταταλαιπώρησα: «του ανέθεσα την πιο δύσκολη δουλειά του εργοστασίου και του ’κανα τον κώλο φιλιστρίνι»·
- του κόβω τον κώλο, τον τιμωρώ σκληρά, παραδειγματικά: «αφού δεν έπαιρνε από λόγια, του ’κοψε κι αυτός τον κώλο για να μάθει άλλη φορά ν’ ακούει»·
- του κώλου, (για πράγματα ή θεάματα) που δεν έχει καθόλου αξία, ποιότητα, που είναι ελεεινό: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο του κώλου || είδαμε ένα έργο του κώλου»·
- του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του κώλου τα εννιάμερα! αηδίες, ανοησίες, βλακείες: «αυτά που λες είναι του κώλου τα εννιάμερα!»·
- του (της) ξέσκισε τον κώλο, α. του (της) επέβαλε βίαια τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον τιμώρησε σκληρά, παραδειγματικά: «μόλις έμαθε ο διευθυντής του πως έκανε πάλι κοπάνα, του ξέσκισε τον κώλο». β. τον (την) καταξεφτίλισε: «επειδή έμαθε πως συνέχεια τον κατηγορούσε, τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του ξέσκισε τον κώλο». Πολλές φορές, συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με τα δυο χέρια να ξεκινούν από το ύψος του στομαχιού και να κινούνται απομακρυνόμενα νευρικά το ένα από το άλλο, σαν να ξεσκίζουν κάποιο ύφασμα. Συνών. του (της) ξέσκισε τα βάρδουλα / του (της) ξέσκισε τα κωλοβάρδουλα / του (της) ξέσκισε τον πάτο·
- του ’πιασα τον κώλο, α. τον εξαπάτησα, τον κορόιδεψα: «περνιόταν για έξυπνος, αλλά του ’πιασα τον κώλο κι ησύχασε». β. τον υποχρέωσα να πληρώσει για αγορά ή για διασκέδαση, που του πρόσφερα, ποσό πολύ μεγαλύτερο από το κανονικό: «ήρθε στο μαγαζί να διασκεδάσει ο τάδε βιομήχανος με την παρέα του κι όταν μου ζήτησε το λογαριασμό, του ’πιασα τον κώλο»·
- του ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- τους ξεσκίσαμε τον κώλο, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τους κατανικήσαμε, τους διασύραμε: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που τους ξεσκίσαμε τον κώλο». Πολλές φορές, συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία  με τα δυο χέρια να ξεκινούν από το ύψος του στομαχιού και να κινούνται απομακρυνόμενα νευρικά το ένα από το άλλο, σαν να ξεσκίζουν κάποιο ύφασμα. Συνών. τους ξεσκίσαμε τα βάρδουλα / τους ξεσκίσαμε τα κωλοβάρδουλα / τους ξεσκίσαμε τον πάτο·
- τους σκίσαμε τον κώλο, βλ. συνηθέστ. τους ξεσκίσαμε τον κώλο·
- τρίβω τον κώλο μου, αδιαφορώ, δε με νοιάζει: «εμείς προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο να σε βολέψουμε σε κάποια δουλειά κι εσύ τρίβεις τον κώλο του»·
- τσούζει ο κώλος μου, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω: «έτσουξε ο κώλος μου μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά»·
- φάε στόμα, χέσε κώλο! λέγεται για κάποιον που έχει το μυαλό του συνέχεια στο φαγητό, που είναι μεγάλος φαγάς: «δεν κάνει άλλη δουλειά όλη τη μέρα παρά φάε στόμα, χέσε κώλο!»·
- φιλώ κώλους, βλ. συνηθέστ. φιλώ κατουρημένες ποδιές, λ. ποδιά·
- φυλάω τον κώλο μου, προσέχω πάρα πολύ, παίρνω τα κατάλληλα μέτρα για να μην πάθω κάτι κακό: «να δεις πώς φυλάει τον κώλο του, απ’ τη μέρα που του την έφερε ο καλύτερος φίλος του!»·
- χέζει με ξένο κώλο, ενεργεί με τη βοήθεια αλλουνού: «δεν είναι άξιος άνθρωπος, γιατί χέζει με ξένο κώλο»·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο δεν πονάνε, βλ. λ. ξυλιά·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο, πόσες παράδες κάνουν; βλ. λ. ξυλιά·
- χώσ’ τα στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά), α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιχειρεί να μας δωροδοκήσει με ένα ποσό ή που μας επιδεικνύει τα λεφτά του. β. απαξιωτική έκφραση για απαράδεκτα μικρό ποσό που μας δίνεται για κάποια δουλειά ή εκδούλευση·
- χώσ’ το στον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς), α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιο πράγμα, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. β. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιχειρεί να μας δωροδοκήσει με κάποιο πράγμα·
- ως και τον κώλο μου γάμησα, έχω άπειρες εμπειρίες στη ζωή μου: «εμένα μη μου κάνεις τον έξυπνο, γιατί στην ηλικία που βρίσκομαι, αγόρι μου, ως και τον κώλο μου γάμησα».

κωλότριχα

κωλότριχα, η, ουσ. [<κωλο- + τρίχα, κατά το μουνότριχα], συνήθως στον πλ. οι κωλότριχες, οι τρίχες που φυτρώνουν γύρω από τον αντρικό πρωκτό·
- θα σε βγάλω τις κωλότριχες, απειλητική έκφραση σε κάποιον ότι θα τον τιμωρήσουμε σκληρά, παραδειγματικά: «εμένα μη μου κάνεις το μάγκα, γιατί θα σου βγάλω τις κωλότριχες». Από το ότι το βγάλσιμο των τριχών που βρίσκονται γύρω από τον πρωκτό, προκαλεί έντονο πόνο·
- τραβώ τις κωλότριχες μου, βρίσκομαι σε πολύ δυσχερή θέση: «έχασε ένα σωρό λεφτά στην τελευταία δουλειά που έκανε και τώρα τραβάει τις κωλότριχές του». Από το ότι, όταν τραβάει κανείς τις κωλότριχές του, νιώθει έντονο πόνο.

λαβράκι

λαβράκι, το, ουσ. [<μτγν. λαβράκιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. λάβραξ <επίθ. λάβρος], το λαβράκι· γυναίκα όμορφη, που δέχτηκε ανέλπιστα να συνάψει ερωτικό δεσμό μαζί μας, και, γενικά, ανέλπιστη επιτυχία : «χτες βράδυ πέτυχα ένα λαβράκι στο σπίτι της ξαδέρφης μου, που ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω || έκανε μια ταινία λαβράκι, χωρίς να ρίξει και πολλά φράγκα»·
- βγάζω λαβράκι, (ιδίως στη γλώσσα των δημοσιογράφων) πετυχαίνω ενδιαφέρουσα είδηση, περίπτωση, ανακαλύπτω σπουδαίο μυστικό ή σκάνδαλο: «ο τάδε είναι ειδικός να βγάζει λαβράκια». Από την εικόνα του ψαρά που αλιεύει λαβράκι, το οποίο θεωρείται σπουδαία ψαριά·
- παίρνω λαβράκι (ή άλλο ψάρι), ψαρεύω: «κάθε φορά που πάω στο ψάρεμα, αν δεν πάρω λαβράκι, δεν ησυχάζω»·
- πιάνω λαβράκι, α. πραγματοποιώ μεγάλη επιτυχία: «ήταν τυχερός, γιατί έπιασε λαβράκι, που παντρεύτηκε την κόρη του τάδε βιομηχάνου». β. (ιδίως στη γλώσσα των αστυνομικών) συλλαμβάνω τυχαία κάποιον που αποδεικνύεται σεσημασμένος κακοποιός: «πάνω σε μια εξακρίβωση ρουτίνας έπιασαν λαβράκι».

λαγός

λαγός, ο, ουσ. [<μσν. λαγός <αρχ. λαγωός], ο λαγός. 1. άνθρωπος δειλός, φοβητσιάρης: «είναι τόσο λαγός, που, μόλις τον αγριέψεις λιγάκι, τρέμει απ’ το φόβο του». Από την εικόνα του λαγού, που σκιάζεται με τον παραμικρό θόρυβο. 2. λέγεται για άτομο που έχει κάποια υψηλή δημόσια θέση και δημοσιοποιεί κάποια ακραία πρόταση, για να δει τις γενικές αντιδράσεις των ενδιαφερομένων, οι οποίες, αν είναι έντονες, την αποσύρει: «ο υπουργός αποδείχτηκε λαγός, γιατί ανασκεύασε την ανακοίνωση που είχε κάνει για την ιδιωτικοποίηση του κρατικού οργανισμού». 3. (στη γλώσσα του αθλητισμού) αθλητής δρόμου χωρίς μεγάλη αντοχή που από την αρχή του αγώνα τρέχει πολύ γρήγορα για να παρασύρει και τους άλλους αθλητές σε μια γρήγορη κούρσα και εφόσον το επιτύχει αποσύρεται: «μετά την τέταρτη στροφή οι αθλητές έφτασαν και ξεπέρασαν το λαγό, ο οποίος αποχώρησε απ’ τον αγώνα». 4. (ειδικά) κινητό τηλέφωνο το οποίο επιλέγεται τυχαία από ένα κέντρο υποκλοπών, για να επιβεβαιωθεί η δυνατότητα υποκλοπής των συνομιλιών του κατόχου του: «κατάλαβε πως το κινητό του ήταν λαγός, γιατί κάθε τόσο έπιανε διάφορα μυστήρια σήματα που δεν μπορούσε να τα εξηγήσει». Η λ. σε χρήση από τις αρχές Φεβρουαρίου του 2006, μετά την αποκάλυψη του μεγάλου σκανδάλου των υποκλοπών των κινητών τηλεφώνων του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή, πολλών υπουργών της κυβέρνησης, καθώς και άλλων σημαντικών προσώπων της ελληνικής πολιτικής και δημοσιογραφικής ζωής του τόπου. Με τη λ. λαγός, υπάρχει και η εξής δίστιχο εν είδει ταχταρίσματος σε μωρό: πάει λαγός να πιει νερό απ’ του (της) (ακολουθεί όνομα του μωρού ή, αν είναι αβάφτιστο, το μπέμπης ή μπέμπα) το λαιμό γκίλι γκίλι γκίλι γκίλι γκίλι· βλ. και λ. γκίλι. Υποκορ. λαγουδάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας ή άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια, βλ. λ. μάτι·
- αν κυνηγάς δύο λαγούς, θα χάσεις και τους δύο, βλ. φρ. όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, δεν πιάνει κανέναν·
- αντί για λαγό, έβγαλε αρκούδα (ενν. το κυνηγετικό σκυλί), βλ. λ. αρκούδα·
- απ’ τα χαμόκλαδα που δεν περιμένεις, βγαίνει ο λαγός, πολλές φορές η επιτυχία, το κέρδος έρχεται από εκεί που δεν το περιμένεις, που δεν το υπολογίζεις: «περίμενα από έναν γνωστό μου να πάρω τη δουλειά, αλλά στο τέλος μου την ανέθεσε κάποιος, που είχαμε γνωριστεί τυχαία σ’ ένα μπαρ γιατί, πολλές φορές, απ’ τα χαμόκλαδα που δεν περιμένεις, βγαίνει ο λαγός»·
- άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες, λέγεται στην περίπτωση που, όσο και αν επιχειρεί κάποιος να καταφέρει κάτι, αποδεικνύεται πως ματαιοπονεί·
- βάζω το λαγό στο φούρνο, επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «είδα τον τάδε με τη δικιά του, που πήγαινε στην γκαρσονιέρα για να βάλει το λαγό στο φούρνο»·
- βγάζει λαγούς απ’ το καπέλο του, κατορθώνει απίθανα, ανέλπιστα πράγματα, κατορθώνει τ’ ακατόρθωτα: «όσο δύσκολη κι αν είναι η δουλειά, αυτός σίγουρα θα την καταφέρει, γιατί είναι τύπος που βγάζει λαγούς απ’ το καπέλο του». Αναφορά σε ένα από τα κόλπα ταχυδακτυλουργού· βλ. και φρ. είχε κρυμμένο λαγό στο καπέλο του·
- βγάζω λαγό, (στη γλώσσα των δημοσιογράφων) πετυχαίνω ενδιαφέρουσα είδηση, περίπτωση, ανακαλύπτω σπουδαίο μυστικό ή σκάνδαλο: «είναι το καμάρι της εφημερίδας μας, γιατί κάθε τόσο βγάζει κι από έναν λαγό». Από την εικόνα του κυνηγετικού σκυλιού, που ξετρυπώνει μέσα από τους θάμνους το λαγό·
- έγινε  λαγός, έφυγε τρέχοντας, ιδίως από φόβο: «μόλις έμαθε πως ερχόταν να τον πιάσουν, έγινε λαγός». (Λαϊκό τραγούδι: πού να το ’ξευρες καημένε Μουσουλίνι ο στόλος σου και ο στρατός λαγός πως θε να γίνει
- είχε κρυμμένο λαγό στο καπέλο του, είχε κάποιο ατού που το χρησιμοποίησε την κατάλληλη στιγμή προς όφελός του: «είχα την εντύπωση πως του είχα αρπάξει τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια του, αλλά αποδείχτηκε πως είχε κρυμμένο λαγό στο καπέλο του κι έτσι ανέλαβε πανηγυρικά τη δουλειά»· βλ. και φρ. βγάζει λαγούς απ’ το καπέλο του·
- έχει καρδιά λαγού, είναι δειλός, φοβητσιάρης: «δεν είναι σωστό να τα βάλω μαζί του, γιατί έχει καρδιά λαγού κι όσοι με δουν θα με κοροϊδεύουν!»·
- θα δεις πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα δεις πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα, α. από τη στιγμή που θα καταπιαστείς με τη συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «απ’ το γραφείο σου μπορείς να λες ό,τι θες, όταν κατεβείς όμως να δουλέψεις κι εσύ στην οικοδομή, θα δεις πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού». β. (γενικά) από τη στιγμή που θα βγεις να αντιμετωπίσεις μόνος σου τη ζωή, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «μέχρι τώρα σε τάιζαν οι γονείς σου, απ’ τη στιγμή όμως που έκανες δικό σου σπίτι, θα δεις πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα». Συνών. θα δεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα μάθεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα / θα δεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα δεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος / θα δεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα μάθεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα / θα δεις πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα μάθεις πώς το τρίβουν το πιπέρι / θα δεις τι εστί βερίκοκο ή θα μάθεις τι εστί βερίκοκο·    
- θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε σκληρά:, ιδίως με ξυλοδαρμό «αν ξαναπιάσεις τ’ όνομά μου στο στόμα σου, θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα». Πολλές φορές, μετά το πρώτο ρ. της φρ. ακολουθεί το εγώ. Συνών. θα σου δείξω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα σου μάθω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα / θα σου δείξω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου δείξω πόσα απίδια παίρνει ή θα σου μάθω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος / θα σου δείξω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα σου μάθω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα / θα σου δείξω πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα σου μάθω πώς το τρίβουν το πιπέρι / θα σου δείξω τι εστί βερίκοκο ή θα σου μάθω τι εστί βερίκοκο· 
- λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του ή λαγός τη φτέρη κούναγε, κακό του κεφαλιού του, λέγεται ειρωνικά για άτομα που είναι τα ίδια υπαίτια για το κακό που παθαίνουν, για την καταστροφή τους: «μα είναι δυνατόν αυτό τ’ ανθρωπάκι να θέλει να τα βάλει μ’ αυτόν το γίγαντα; -Λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του»·
- μυρίστηκε λαγό, ενδιαφέρεται πολύ σοβαρά για μια δουλειά ή υπόθεση, γιατί έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει πως θα έχει σπουδαίο όφελος: «αυτός για να θέλει να συνεταιριστεί με τον τάδε, προκειμένου ν’ αναλάβουν τη δουλειά, σίγουρα μυρίστηκε λαγό, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, είναι κατά των συνεταιρισμών». Από την εικόνα του κυνηγητικού σκυλιού, που επιδεικνύει έντονη κινητικότητα, όταν μυριστεί λαγό·
- ο λαγός κι αν κρύβεται, τ’ αφτιά του ξεχωρίζουν, όσο κι αν προσπαθήσει κανείς να κρύψει τα εμφανή ελαττώματά του ή τις εμφανείς αδυναμίες του, δε θα τα καταφέρει: «εσύ παραπατάς και μου λες πως έκοψες το πιοτό, αλλά ο λαγός κι αν κρύβεται, τ’ αφτιά του ξεχωρίζουν || λέει πως δεν είναι ομοφυλόφιλος, αλλά ο λαγός κι αν κρύβεται τ’ αφτιά του ξεχωρίζουν, γιατί περπατάει πάντα κουνιστός και λυγιστός»·
- όποιος κυνηγάει δυο λαγούς, κανέναν δε βαρά, βλ. φρ. όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, δεν πιάνει κανέναν·
- όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, δεν πιάνει κανέναν, το άτομο που επιδιώκει να πετύχει πολλά πράγματα συγχρόνως, αποτυχαίνει σε όλα: «θα πρέπει ν’ ασχοληθείς αποκλειστικά με τη δουλειά που ξεκίνησες και μην καταπιάνεσαι προς το παρόν με άλλα πράγματα, γιατί, όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, δεν πιάνει κανέναν»·
- σέρνει ο λαγός το λέοντα με το χρυσό το ράμμα, βλ. λ. ράμμα·
- σηκώνω λαγό, α. κατορθώνω κάτι που μου αποφέρει γενική καταξίωση: «σήκωσε λαγό, αφού κατάφερε να πάρει συνέντευξη από κοτζάμ πλανητάρχη!». Από την εικόνα του κυνηγού, που πιάνει το λαγό που σκότωσε από τα αφτιά του και τον σηκώνει ικανοποιημένος. β. σκοτώνω λαγό κατά τη διάρκεια κυνηγιού: «τόσα χρόνια κυνηγός, πρώτη φορά μου κατάφερα να σηκώσω λαγό»· βλ. και φρ. βγάζω λαγό·
- τάζω λαγούς με πετραχήλια, για να πετύχω κάποιο σκοπό μου υπόσχομαι πολλά και δυσεκπλήρωτα πράγματα: «της έταζε λαγούς με πετραχήλια για να του πει το ναι». (Λαϊκό τραγούδι: πάψε να τάζεις λαγούς με πετραχήλια, δεν κολατσίζεις από τα δικά μου χείλια). Συνών. τάζω τον ουρανό με τ’ άστρα·
- τρέχει σαν λαγός, είναι πολύ ταχύς, τρέχει πολύ γρήγορα: «δεν πιάνεται εύκολα, γιατί τρέχει σαν λαγός». Από το ότι ο λαγός έχει πολύ γρήγορο τρέξιμο.

λάδι

λάδι, το, ουσ. [<μσν. (ἐ)λάδιν <μτγν. ἐλάδιον, υποκορ. του αρχ. ἔλαιον], το λάδι. 1. λιπαντικό υγρό για μηχανές: «πρέπει ν’ αλλάξω τα λάδια της μηχανής || μετά το τρακάρισμα των δυο αυτοκινήτων ο δρόμος ήταν γεμάτος λάδια». 2. υγρό για την περιποίηση, αλλά κυρίως για την προστασία του δέρματος κατά τους καλοκαιρινούς μήνες από τον ήλιο, το αντηλιακό: «μην παραλείψεις να βάλεις λάδι, όταν κατεβείς στη θάλασσα, γιατί σήμερα καίει ο ήλιος». 3. η ελαιογραφία: «στην έκθεσή του ο ζωγράφος παρουσίασε δέκα λάδια και δέκα ακουαρέλες». Τέλος, το λάδι το χρησιμοποιούν οι ξεματιάστρες για να δουν αν είναι κάποιος ματιασμένος. Αυτό επιτυγχάνεται ως εξής: παίρνουν ένα φλιτζανάκι του καφέ ή ένα ποτήρι με νερό και, αφού πρώτα αναφέρουν το όνομα του ενδιαφερόμενου, ρίχνουν μέσα μια σταγόνα λάδι. Αν η σταγόνα δε διαλυθεί μέσα στο νερό, σημαίνει ότι το άτομο είναι ματιασμένο και αρχίζει η διαδικασία του ξεματιάσματος. (Ακολουθούν 31 φρ.)·    
- άναψαν τα λάδια, είχα πολύ κοπιαστική πορεία, κουράστηκα πάρα πολύ περπατώντας: «δεν ήξερα τη διεύθυνσή του και μέχρι να τον βρω άναψαν τα λάδια || μέχρι να τελειώσω τη δουλειά άναψαν τα λάδια». Αναφορά στο λιπαντικό λάδι, ιδίως των μηχανών των αυτοκινήτων που, όταν ζεσταθούν πολύ, δημιουργούν πρόβλημα στην κίνηση του αυτοκινήτου·
- βάζω λάδι στη φωτιά, βλ. συνηθέστ. ρίχνω λάδι στη φωτιά·
- βγάζει (κι) απ’ την πέτρα λάδι, βλ. λ. πέτρα·
- βγαίνω απάνω σαν το λάδι, τα βολεύω, τα καταφέρνω, επιπλέω παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζω στη ζωή: «όποια δυσκολία κι αν του τύχει, βρίσκει πάντα τον τρόπο να βγαίνει απάνω σαν το λάδι». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν όλες τις στολίσει, έξυπνα πια θα φροντίσει, ώσπου να ’ρθει το βραδάκι η Λενιώ να βγει λαδάκι).Από την εικόνα της σταγόνας του λαδιού που, όταν τη ρίξουμε μέσα σε ένα ποτήρι με νερό, έρχεται και επιπλέει στην επιφάνειά του·
- βγαίνω λάδι, καταφέρνω να αθωωθώ, αθωώνομαι ακόμη και όταν είμαι ένοχος: «έφερε έναν ψευδομάρτυρα στη δίκη και βγήκε λάδι»·
- είναι λάδι η θάλασσα ή η θάλασσα είναι λάδι, δεν ταράσσει τίποτε την επιφάνειά της, είναι εντελώς ακύμαντη: «αν δεν είναι λάδι η θάλασσα, δεν αποφασίζει να κάνει μπάνιο, γιατί φοβάται το κύμα»·
- είχε λάδι (ενν. το καντήλι του), διέφυγε από σοβαρότατο κίνδυνο: «τράκαρε μετωπικά με μια νταλίκα, αλλά είχε λάδι ο κωλόφαρδος, γιατί τη γλίτωσε μόνο με μερικούς μώλωπες»·
- η τέχνη θέλει μάστορα κι η φάβα θέλει λάδι, βλ. λ. τέχνη·
- κιούπι με λάδι, βλ. λ. κιούπι·
- με βγάζουν λάδι, με αθωώνουν ακόμη και όταν είμαι ένοχος: «λάδωσα ένα κάρο κόσμο για να με βγάλουν λάδι στη δίκη»·
- μου βγάζουν το λάδι, με καταβασανίζουν, με καταταλαιπωρούν, με πιέζουν υπερβολικά: «μου ’βγαλαν το λάδι μέχρι να μου ξοφλήσουν το λογαριασμό || μου βγάζουν το λάδι κάθε μέρα στη δουλειά»·
- μου βγαίνει το λάδι, κουράζομαι, ταλαιπωρούμαι, εξαντλούμε υπερβολικά: «κάθε μέρα μου βγαίνει το λάδι για να τα φέρω βόλτα». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρα μάτια, μέση αλφάδι μ’ έκανες να τρελαθώ μάγκα, μου ’βγαλες το λάδι και μπορεί να σκοτωθώ
- να σε κάψω Γιάννη να σ’ αλείψω λάδι να γιάνει, βλ. λ. Γιάννης·
- όσο χορταίνει η φάβα από λάδι τόσο κι η γκαστρωμένη από χάδι, βλ. λ. γκαστρωμένη·
- πιες λάδι κι έλα βράδυ, βλ. συνηθέστ. φάε λάδι κι έλα βράδυ·
- ρίχνω λάδι στη φωτιά, με λόγια ή πράξεις αναζωπυρώνω, υποδαυλίζω άσχημη κατάσταση ή παλιά έχθρα: «όταν είναι αυτοί οι δυο στην παρέα, δε θέλω να μιλάς για την τάδε, που ήταν η αιτία του μαλώματός τους, γιατί ρίχνεις λάδι στη φωτιά». (Λαϊκό τραγούδι: καίγομαι, καίγομαι, ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά, καίγομαι, καίγομαι, ρίξε με σε θάλασσα πλατιά
- σαν να κλέβω λάδι απ’ την εκκλησία, λέγεται ειρωνικά όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με κάποιον σε τυχερό παιχνίδι (ιδίως χαρτιά ή τάβλι) και είμαστε κατά πολύ ανώτεροι από αυτόν, ή, όταν αισθανόμαστε ηθική δέσμευση, ώστε να μην ξευτελίσουμε τόσο απροκάλυπτα κάποιον: «αν παίξω τάβλι μαζί σου, είναι σαν να κλέβω λάδι απ’ την εκκλησία»·
- σε γάμο και ταξίδι μήτε λάδι μήτε ξίδι, βλ. λ. γάμος·
- σώθηκε το λάδι του, βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου ή πέθανε: «σώθηκε το λάδι του και δεν πρόλαβε να δει αποκαταστημένα τα παιδιά του». Από την εικόνα του καντηλιού που σβήνει, όταν τελειώσει το λάδι του·
- τέλειωσε το λάδι του, βλ. συνηθέστ. σώθηκε το λάδι του·
- τον βγάζω λάδι, καταφέρνω να τον αθωώσω, αν και είναι ένοχος: «δωροδόκησε τους δικαστές ο πατέρας του και τον έβγαλαν λάδι»·
- του βάζω λάδι, τον βαφτίζω: «αφού του ’βαλε λάδι τρελός νονός, περίμενες προκοπή απ’ αυτόν τον άνθρωπο!»·
- του βγάζω το λάδι, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ, τον πιέζω υπερβολικά: «τον έχω στη δουλειά μου και κάθε μέρα του βγάζω το λάδι || αν δε του ’βγαζα το λάδι, δε θα μου έδινε πίσω αυτά που μου χρωστούσε»·
- τραβώ λάδι, αντλώ από δοχείο ή από βαρέλι: «πήρε την τρόμπα και τράβηξε λάδι απ’ το βαρέλι»·
- τσιγαρίζομαι στο λάδι, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι: «έπεσε έξω στη δουλειά του και τώρα τσιγαρίζεται στο λάδι»·
- τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, βλ. φρ. τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, τρεις και το λαδόξιδο. (Λαϊκό τραγούδι: και τεφτέρι και μολύβι τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι παρ’ εκτός απ’ την αγάπη έχουμε και το χασάπη
- τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, τρεις και το λαδόξιδο, ειρωνική παρατήρηση για εσφαλμένους λογαριασμούς, ιδίως στην περίπτωση εσφαλμένης μοιρασιάς, που γίνεται από δόλο: «εμένα δεν μπορείς να με ξεγελάσεις, γιατί δε γίνεται τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, τρεις και το λαδόξιδο»·
- τρεις το λάδι, δυο το ξίδι, πέντε το λαδόξιδο ή τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξιδο, ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που προσπαθεί να μας εξαπατήσει, ιδίως σε κάποιο λογαριασμό ή σε κάποια μοιρασιά, όταν είναι ολοφάνερο πώς πρέπει να γίνει ο λογαριασμός ή η μοιρασιά·
- φάε λάδι κι έλα βράδυ, το υπονοούμενο στη φρ. είναι η ερωτική πράξη, γιατί το λάδι θεωρείται ελιξίριο ή δυναμωτικό·
- χάνει λάδια, πάσχει διανοητικά: «μην τον παίρνεις στα σοβαρά τον άνθρωπο, γιατί χάνει λάδια». Από την εικόνα της μηχανής που, όταν χάνει λάδια, δουλεύει προβληματικά·
- χοντρό λάδι, παχύρρευστο λιπαντικό μηχανής: «χρησιμοποιώ για τη μηχανή τ’ αυτοκινήτου μου την τάδε μάρκα, που είναι χοντρό λάδι»·
- χύνω λάδι στη φωτιά, βλ. συνηθέστ. ρίχνω λάδι στη φωτιά.  

λαρύγγι

λαρύγγι, το, ουσ. [<μτγν. λαρύγγιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. λάρυγξ], ο λάρυγγας. (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- βαθύ λαρύγγι, α. (ειρωνικά ή θαυμαστικά) γυναίκα που επιδίδεται μετά μανίας στο στοματικό έρωτα: «δεν ξέρω τι κάνει εκείνη, αλλά η τάδε είναι βαθύ λαρύγγι». Η φρ. άρχισε να χρησιμοποιείται από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, εποχή που κυκλοφόρησε και στην Ελλάδα το ομώνυμο βιβλίο της Ξαβιέ Χολάντερ. β. ο άγνωστος πληροφοριοδότης: «όλοι μέσα στο κόμμα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ψάχνουν να βρουν το βαθύ λαρύγγι που διέρρευσε την πληροφορία στην κυβέρνηση ότι ο αρχηγός της αντιπολίτευσης είχε την πρόθεση να υποβάλει πρόταση μομφής κατά του υπουργού οικονομικών (Ιούνιος 2005)». Έτσι είχε χαρακτηριστεί ο Μαρκ Φελτ ο οποίος το 1976 είχε αποκαλύψει μέσω δυο δημοσιογράφων το σκάνδαλο Γουότεργκεητ, που ανάγκασε σε παραίτηση τον Ρίτσαρντ Νίξον·
- βρέχω το λαρύγγι μου, πίνω, ξεδιψώ: «αν δεν έβρεχα το λαρύγγι μου, θα ’σκαζα απ’ τη δίψα». Πολλές φορές, το ξεδίψασμα γίνεται με οινοπνευματώδες ποτό: «μόλις έβρεξα το λαρύγγι μου με λίγο ουζάκι, ήρθα και στανιάρισα»·
- δροσίζω το λαρύγγι μου, βλ. συνηθέστ. βρέχω το λαρύγγι μου·
- έβγαλα το λαρύγγι μου, βλ. φρ. μου βγήκε το λαρύγγι·
- έχει ωραίο λαρύγγι, (στη γλώσσα της αργκό) λέγεται για τραγουδιστή ή τραγουδίστρια που είναι καλλίφωνος, καλλίφωνη: «στο τάδε μαγαζί τραγουδάει ένας νέος τραγουδιστής που έχει ωραίο λαρύγγι»·  
- θα σου κόψω το λαρύγγι, θα σε αποκεφαλίσω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω πολύ σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπειράξεις την αδερφή μου, θα σου κόψω το λαρύγγι»·
- θα σου στρίψω το λαρύγγι, θα σε πνίξω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω πολύ σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναβάλεις στο στόμα σου τ’ όνομα της οικογένειάς μου, θα σου στρίψω το λαρύγγι»·
- θα σου φάω το λαρύγγι, βλ. συνηθέστ. θα σου φάω το καρύδι, λ. καρύδι·
- μου βγήκε το λαρύγγι, φώναζα πάρα πολύ δυνατά, ξελαρυγγίστηκα: «μου βγήκε το λαρύγγι να τον φωνάζω κι αυτός δε μ’ άκουγε»· 
- ξεράθηκε το λαρύγγι μου, βλ. φρ. στέγνωσε το λαρύγγι μου·
- πρώτο λαρύγγι, (ειρωνικά ή θαυμαστικά) γυναίκα που κάνει πάρα πολύ καλό στοματικό έρωτα: «γνώρισα πολλές τσιμπουκλούδες στη ζωή μου, αλλά η τάδε είναι πρώτο λαρύγγι»· βλ. και φρ. χρυσό λαρύγγι·
- στέγνωσε το λαρύγγι μου, α. δίψασα πολύ: «δώσε μου να πιω ένα ποτήρι κρύο νερό, γιατί στέγνωσε το λαρύγγι μου». β. έχω μεγάλη επιθυμία να πιω οινοπνευματώδες ποτό: «πάμε να πιούμε κάνα ουζάκι, γιατί στέγνωσε το λαρύγγι μου»·
- τον πιάνω απ’ το λαρύγγι, α. τον πιέζω φορτικά: «επειδή έμαθε πως είναι καλόψυχος, τον έπιασε απ’ το λαρύγγι για να τον βοηθήσει». β. απαιτώ φορτικά από κάποιον κάτι που μου ανήκει: «αν δεν τον έπιανα απ’ το λαρύγγι, δε θα ’παιρνα πίσω τα δανεικά που του ’χα δώσει»·
- του ’κοψα το λαρύγγι, τον έσφαξα, τον αποκεφάλισα: «πάνω στα νεύρα μου, τράβηξα την κάμα απ’ τη μέση μου και του ’κοψα το λαρύγγι»·
- του ’στριψα το λαρύγγι, τον στραγγάλισα: «πάνω στα νεύρα μου τον έπιασα απ’ το λαιμό και του ’στριψα το λαρύγγι»·
- του ’φαγα το λαρύγγι, βλ. συνηθέστ. του ’φαγα το καρύδι, λ. καρύδι·
- χρυσό λαρύγγι, τραγουδιστής ή τραγουδίστρια με πάρα πολύ καλή φωνή: «το νεοελληνικό τραγούδι έχει να επιδείξει πολλά χρυσά λαρύγγια». Συνών. χρυσή φωνή.

λέξη

λέξη, η, ουσ. [<αρχ. λέξις <λέγω], η λέξη· ως επιφών. λέξη! (συμβουλευτικά ή απειλητικά) μην πεις τίποτα, σιωπή(!): «ό,τι δεις κι ό,τι ακούσεις, εσύ λέξη!». Συνών. άχνα! / κιχ! / μιλιά! / τσιμουδιά(!). Υποκορ. λεξούλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 42 φρ.)·
- αρπάζεται απ’ τις λέξεις, βλ. φρ. πιάνεται απ’ τις λέξεις·
- δε βγάζω λέξη, α. δε λέω τίποτα, σωπαίνω: «όταν μιλάει κάποιος που ξέρει πιο πολλά από μένα, τον ακούω προσεκτικά και δε βγάζω λέξη». Συνών. δε βγάζω άχνα (α) / δε βγάζω κιχ (α) / δε βγάζω μιλιά (α) / δε βγάζω τσιμουδιά (α). β. δεν μπορώ να κατανοήσω το παραμικρό από κάποιο λογοτεχνικό ή άλλο κείμενο είτε γιατί είναι κακογραμμένο είτε γιατί διατυπώνονται δύσκολα ή άγνωστα νοήματα για μένα: «διαβάζω το τάδε βιβλίο και θα το παρατήσω στη μέση, γιατί δε βγάζω λέξη». γ. δεν μπορώ να διαβάσω ούτε λέξη από ένα κακογραμμένο χειρόγραφο κείμενο: «μου ’στειλε ένα σημείωμα, αλλά δε βγάζω λέξη, γιατί έχει κάτι γράμματα σαν ψείρες». δ. δεν μπορώ να καταλάβω το παραμικρό από αυτά που μου λέει κάποιος: «μου μιλάει κουλτουριάρικα και δε βγάζω λέξη απ’ αυτά που μου λέει»· 
- δε βγάζω λέξη απ’ τα χείλη μου, βλ. φρ. δε λέω λέξη·
- δε βγάζω λέξη απ’ το στόμα μου, βλ. φρ. δε λέω λέξη·
- δε θα βγάλεις λέξη, (συμβουλευτικά ή απειλητικά) δε θα πεις απολύτως τίποτα: «ό,τι και να σε ρωτήσουν, δε θα βγάλεις λέξη». Συνών. δε θα βγάλεις άχνα / δε θα βγάλεις κιχ / δε θα βγάλεις μιλιά / δε θα βγάλεις τσιμουδιά·
- δε θα πεις λέξη, βλ. φρ. δε θα βγάλεις λέξη·
- δε θέλω λέξη, δε θέλω να ακουστεί τίποτα, ιδίως παράπονο, αντίρρηση, αμφιβολία, είμαι αποφασισμένος να κάνω αυτό που εγώ νομίζω σωστό και να το επιβάλλω και στους άλλους: «θα δουλέψεις σύμφωνα με τις υποδείξεις μου και δε θέλω λέξη || θα σηκωθείς αμέσως τώρα και θα τρέξεις να μου φέρεις αυτό που σου ζήτησα, και δε θέλω λέξη». Συνών. δε θέλω κουβέντα / δε θέλω μιλιά·
- δε λέω λέξη, δε λέω τίποτα, σωπαίνω: «όσο και να με μαλώνει ο πατέρας μου, δε λέω λέξη»·
- δε σταυρώνω λέξη, δεν προλαβαίνω να πω τίποτα, δεν έχω τη δυνατότητα να πω τίποτα: «όταν αρχίζει να μιλάει ο τάδε, το στόμα του βγάζει φωτιές και δε σταυρώνω λέξη»·
- δεν έβγαλε λέξη, βλ. φρ. δεν είπε λέξη·
- δεν είπε λέξη, δε μίλησε καθόλου, δεν αποκάλυψε το παραμικρό από κάτι που έπρεπε να μείνει κρυφό: «όσο κι αν τον πίεσαν στην Ασφάλεια ν’ αποκαλύψει τι ήξερε για τη ληστεία, αυτός δεν είπε λέξη»·
- δεν καταλαβαίνω λέξη, βλ. φρ. δε βγάζω λέξη·  
- δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, (απειλητικά) δεν ενήργησα ακόμη αποφασιστικά, δεν κοινοποίησα ακόμη την τελική μου κρίση: «μπορεί τώρα να χαίρεται που με ξεγέλασε, αλλά δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη»·
- δεν ξέρω λέξη, α. είμαι εντελώς άσχετος με κάποια ξένη γλώσσα: «θα συναντηθώ με κάποιον Ιταλό για μια δουλειά και δεν ξέρω τι να κάνω, γιατί δεν ξέρω λέξη». β. (για μαθητές) είμαι εντελώς αδιάβαστος: «την άλλη ώρα έχουμε Γεωγραφία και δεν ξέρω λέξη»·
- δεν παίρνεις λέξη απ’ τα χείλη του, βλ. φρ. δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του·  
- δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του, δεν πρόκειται να τον κάνεις να μιλήσει, ιδίως να αποκαλύψει κάποιο μυστικό που του το εμπιστεύτηκε κάποιος: «ό,τι και να του τάξεις, άμα δε θέλει, δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του»·
- δεν πιστεύω λέξη, θεωρώ αυτά που λέει κάποιος πέρα για πέρα ψέμα: «μην συνεχίσεις άλλο, γιατί δεν πιστεύω λέξη απ’ αυτά που μου λες»·
- δεν του παίρνεις λέξη, βλ. φρ. δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του·
- είπαμε δυο λέξεις, α. συζητήσαμε πολύ σύντομα: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε κι είπαμε γενικά δυο λέξεις». β. κάναμε μια βιαστική, μια πρόχειρη αναφορά πάνω σε ένα θέμα: «είπαμε δυο λέξεις για το γνωστό θέμα, αλλά θα ξανασυναντηθούμε για να το κουβεντιάσουμε με λεπτομέρειες»·
- είπαν δυο λέξεις παραπάνω, βλ. φρ. είπαν δυο λόγια παραπάνω, λ. λόγος·
- είπε τη μαγική λέξη, είπε σε παρακαλώ: «αν δεν πεις τη μαγική λέξη, δε θα σε βοηθήσω». Από το ότι όλο και περισσότερο οι άνθρωποι φέρονται με αγενή ή με αυταρχικό τρόπο·
- έχει την τελευταία λέξη, βλ. συνηθέστ. έχει τον τελευταίο λόγο·
- η τελευταία λέξη, η τελική κρίση, η τελική απόφαση σε ένα ζήτημα, σε μια υπόθεση: «απ’ την τελευταία λέξη του διευθυντή θα καταλάβουμε αν θα συνεχιστεί η δουλειά ή όχι»·
- η τελευταία λέξη της μόδας, η πιο πρόσφατη, η πιο σύγχρονη μόδα ή νοοτροπία: «ήταν ντυμένος με την τελευταία λέξη της μόδας || τα οικογενειακά πάρτι είναι η τελευταία λέξη της μόδας»·
- θα σου πω δυο λέξεις, βλ. φρ. θα σου πω δυο λόγια, λ. λόγος·
- θέλει να ’χει πάντα την τελευταία λέξη, βλ. φρ. θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο, λ. λόγος·
- κατά λέξη, (ιδίως για μετάφραση) με απόλυτη πίστη στο πρωτότυπο, ακολουθώντας πιστά το πρωτότυπο: «τα εμπορικά κείμενα, πρέπει να μεταφράζονται κατά λέξη»· βλ. και φρ. λέξη προς λέξη·
- λέει την τελευταία λέξη, βλ. φρ. λέει τον τελευταίο λόγο·
- λέξη προς λέξη, α. με την παραμικρή λεπτομέρεια, ακριβώς όπως έγινε ή ειπώθηκε κάτι και χωρίς να παραληφθεί τίποτα: «ήρθε ο τάδε και μου είπε λέξη προς λέξη τι ψευτιές κάθεσαι και διαδίδεις για μένα». β. πολύ προσεκτικά: «διάβασα το γράμμα σου λέξη προς λέξη πριν πάρω την απόφασή μου || διόρθωσα το κείμενό σου λέξη προς λέξη»· βλ. και φρ. κατά λέξη·
- λέξη κλειδί, που αποκωδικοποιεί κωδικοποιημένη φράση ή κείμενο ή που διαλευκαίνει μπερδεμένη ή περίπλοκη υπόθεση: «η λέξη κλειδί στο κωδικοποιημένο σήμα που πήραμε ήταν η τάδε»·
- με δυο λέξεις, βλ. φρ. με δυο λόγια, λ. λόγος·
- με μια λέξη, βλ. φρ. με δυο λέξεις·
- με όλη τη σημασία της λέξης, βλ. λ. σημασία·
- μη βγάλεις λέξη! ή να μην βγάλεις λέξη! να μην πεις τίποτα, να σιωπήσεις: «ό,τι και ν’ ακούσεις, ό,τι και να δεις, μη βγάλεις λέξη»· βλ. φρ. δε θέλω λέξη·
- μην ακούσω λέξη! ή να μην ακούσω λέξη! βλ. λ. δε θέλω λέξη·
- μην πεις λέξη! ή να μην πεις λέξη! βλ. φρ. δε θέλω λέξη·
- παίζω με τις λέξεις, δίνω ηθελημένα άλλο νόημα στις λέξεις από αυτό που έχουν, μόνο και μόνο για να κάνω καλαμπούρι, για να κάνω λογοπαίγνιο ή χρησιμοποιώ λέξεις με διφορούμενο νόημα, με διπλή σημασία για να μη διατυπώσω κάτι με σαφήνεια: «θέλω να μιλήσεις καθαρά και να πάψεις επιτέλους να παίζεις με τις λέξεις»·
- πες του δυο λέξεις! βλ. φρ. πες του δυο λόγια! λ. λόγος·
- πες του καμιά λέξη! βλ. φρ. πες του καμιά κουβέντα! λ. κουβέντα·
- πιάνεται απ’ τις λέξεις, ερμηνεύει τα όσα λέει ή γράφει κάποιος με τη σημασία των λέξεων που του συμφέρει, ή εκνευρίζεται από την κυριολεξία κάποιου: «πρόσεχε τι υπόσχεσαι και τι λες, όταν κάνεις κουβέντα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί πιάνεται απ’ τις λέξεις || πρέπει να είσαι προσεκτικός, όταν μιλάς μαζί του, γιατί πιάνεται απ’ τις λέξεις και μπορεί να σου δημιουργήσει πρόβλημα»·
- συμφωνώ στις λέξεις (με κάποιον), βλ. φρ. συμφωνώ στα λόγια (με κάποιον), λ. λόγος·
- τρώει τις λέξεις, δεν προφέρει ολόκληρες τις λέξεις, παραλείπει συλλαβές: «όταν βιάζεται να πει κάτι, θα παρατηρήσεις πως τρώει τις λέξεις».  

λεφτά

λεφτά, τα, ουσ. [πλ. του ουσ. λεφτό <λεπτόν (= 1/100 της δραχμής και του ευρώ)], τα χρήματα. (Λαϊκό τραγούδι: ας είχα την υγειά μου κι ας ήμουνα φτωχός, τα λεφτά δε με γιατρεύουν το βλέπω δυστυχώς). Πολύ σπάνια ακούγεται και στον ενικό το λεφτό: «υπάρχει κανένα λεφτό να μου δώσεις;». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω να σε παντρευτώ δίχως προίκα ούτε λεφτό, θέλω την καρδιά σου, πες το της μαμάς σου). Υποκορ. λεφτάκια κ. λεφτούλια κ. λεφτουδάκια, τα (βλ. λ.). (Ακολουθούν 128 φρ.)·
- αέρα λεφτά! βλ. λ. αέρας·
- αλλάζω λεφτά, βλ. φρ. αλλάζω τα λεφτά μου (β)·
- αλλάζω τα λεφτά, ανταλλάσσω νόμισμα με άλλα μικρότερης αξίας, κάνω ψιλά: «μπορείς να μ’ αλλάξεις αυτά τα λεφτά σε δεκάρικα;»·
- αλλάζω τα λεφτά μου, α. δεν κερδίζω τίποτα από μια εμπορική πράξη, πουλώ όσο αγοράζω, γυρίζω τα λεφτά μου: «είναι κακός έμπορος κι όσο κι αν φαίνεται πως έχει δουλειά, μάλλον αλλάζει τα λεφτά του». Συνών. γυρίζω τα λεφτά μου / τζιράρω τα λεφτά μου. β. ανταλλάσσω τα χρήματά μου με κάποιο ξένο νόμισμα, κάνω συνάλλαγμα: «επειδή πρόκειται να φύγω στην Αγγλία, πρέπει να πάω στην τράπεζα ν’ αλλάξω τα λεφτά μου με λίρες»·
- αν είχα τόσα λεφτά, θα παντρευόμουν, έκφραση με την οποία αρνείται κανείς να δώσει σε κάποιον το χρηματικό ποσό που του ζητάει δανεικό, υπονοώντας πως είναι γι’ αυτόν υπέρογκο ποσό·
- αξίζει τα λεφτά του, βλ. φρ. τα πιάνει τα λεφτά του·
- από λεφτά άλλο τίποτα, βλ. φρ. από λεφτά να φαν’ κι οι κότες·
- από λεφτά να φάν’ κι οι κότες, υπάρχουν άφθονα: «ό,τι του κάνει κέφι τ’ αγοράζει αμέσως, γιατί από λεφτά να φάν’ κι οι κότες»·
- αυτά είναι λεφτά! θαυμαστική έκφραση για πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό: «ο τάδε κέρδισε στο τζόκερ ένα δις. -Αυτά είναι λεφτά!»·
- βάζω λεφτά στην τράπεζα, κάνω κατάθεση, αποταμιεύω: «εδώ και πολύ καιρό βάζω λεφτά στην τράπεζα για την προίκα της κόρης μου»·
- βγάζει αέρα λεφτά, βλ. λ. αέρας·
- βγάζει γλυκά λεφτά, κερδίζει χρήματα χωρίς ιδιαίτερο κόπο: «έχει ένα μπαράκι στο κέντρο της πόλης και βγάζει γλυκά λεφτά»·
- βγάζει ζεστά λεφτά, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος συναλλάσσεται τοις μετρητοίς: «έχει ανοίξει ένα φαστφουντάδικο στην καρδιά της αγοράς και βγάζει ζεστά λεφτά»·
- βγάζει καλά λεφτά, κερδίζει αρκετά χρήματα: «έχει ένα φαστφουντάδικο μέσα στην αγορά και κερδίζει καλά λεφτά»·
- βγάζει λεφτά, κερδίζει χρήματα: «είναι έξυπνος άνθρωπος, γιατί, με κάθε δουλειά που κάνει, βγάζει λεφτά». (Λαϊκό τραγούδι: τα φτωχαδάκια ξέρουνε, ξέρουν να τα σκορπάνε και τα λεφτά που βγάζουνε ξέρουν να τα χαλάνε
- βγάζει λεφτά με ουρά, κερδίζει πάρα πολλά λεφτά από τη δουλειά του: «έχει ένα χρυσοχοείο και βγάζει λεφτά με ουρά». Συνών. βγάζει άντερα ή βγάζει τ’ άντερά του / βγάζει λεφτά με τη σέσουλα / βγάζει λεφτά με το ζεμπίλι / βγάζει λεφτά με το τσουβάλι / βγάζει παρά με ουρά ή βγάζει παράδες με ουρά / βγάζει τα κέρατά του / βγάζει τα μαλλιά της κεφαλής του / βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του / βγάζει της Παναγιάς τα μάτια / βγάζει τρελά λεφτά (α) / βγάζει χοντρά λεφτά / βγάζει χοντρό χρήμα / βγάζει χρήμα με ουρά·
- βγάζει λεφτά με τη σέσουλα, βλ. φρ. βγάζει λεφτά με ουρά·
- βγάζει λεφτά με το ζεμπίλι, βλ. συνηθέστ. βγάζει λεφτά με ουρά·
- βγάζει λεφτά με το τσουβάλι, βλ. φρ. βγάζει λεφτά με ουρά·
- βγάζει τρελά λεφτά, α. κερδίζει πολλά χρήματα: «έχει το μεγαλύτερο σούπερ μάρκετ της πόλης μας και βγάζει τρελά λεφτά». β. κερδίζει χρήματα χωρίς κόπο ή χωρίς να διακινδυνεύει σπουδαίο χρηματικό κεφάλαιο: «πάω να σκάσω μ’ αυτό τον άνθρωπο, γιατί χωρίς τίποτα βγάζει τρελά λεφτά»·
- βγάζει χοντρά λεφτά, κερδίζει πολλά λεφτά: «είναι μεγαλέμπορος και βγάζει χοντρά λεφτά»·
- βγάζω λεφτά απ’ την τράπεζα, κάνω ανάληψη: «θέλω ν’ αγοράσω ένα πλυντήριο, γι’ αυτό πάω να βγάλω λεφτά απ’ την τράπεζα»·
- γεννάνε τα λεφτά του, πολλαπλασιάζονται: «έβαλε όλες του τις οικονομίες στο χρηματιστήριο κι από τότε γεννάνε τα λεφτά του»·
- γλεντώ τα λεφτά μου, τα ξοδεύω σε γλέντια και διασκεδάσεις: «εγώ δεν είμαι κορόιδο να κάνω καταθέσεις, εγώ γλεντώ τα λεφτά μου»·
- γλυκά λεφτά, τα χρήματα που κερδίζει κανείς χωρίς ιδιαίτερο κόπο: «κανείς δεν είπε όχι στα γλυκά λεφτά»·
- γυρίζω τα λεφτά μου, δεν κερδίζω τίποτα από μια εμπορική πράξη, πουλώ όσο αγοράζω: «ο κόσμος βλέπει το μαγαζί γεμάτο και νομίζει πως έχω δουλειά, αλλά εγώ γυρίζω τα λεφτά μου, γιατί έχω ανάγκη από μετρητά». Συνών. αλλάζω τα λεφτά μου (α) / τζιράρω τα λεφτά μου·
- δε βαστώ λεφτά απάνω μου ή δε βαστώ απάνω μου λεφτά, βλ. φρ. δεν κρατώ λεφτά απάνω μου·
- δε βρίσκονται τα λεφτά στο δρόμο ή δε βρίσκονται στο δρόμο τα λεφτά, βλ. φρ. τα λεφτά δε βρίσκονται στο δρόμο·
- δε λυπάμαι τα λεφτά ή τα λεφτά δε τα λυπάμαι, τα ξοδεύω χωρίς να τα υπολογίζω: «η ζωή είναι μικρή, γι’ αυτό δε λυπάμαι τα λεφτά και τα τρώω μέχρι δεκάρας». (Λαϊκό τραγούδι: τα μπουζούκια θα φωνάξω στο τραπέζι μας και θα παίξουνε απόψε για το κέφι μας. Τα λεφτά δεν τα λυπάμαι, όσα έχω θα τα φάμε, χαλάλι σου, για πάρτη σου
- δεν έχω λεφτά απάνω μου ή δεν έχω απάνω μου λεφτά, βλ. φρ. δεν κρατώ λεφτά απάνω μου·
- δεν κλαίω τα λεφτά μου ή τα λεφτά μου δεν τα κλαίω, τα ξοδεύω με ευχαρίστηση, χωρίς να μετανιώνω: «μ’ αρέσουν οι διασκεδάσεις και δεν κλαίω τα λεφτά μου, όταν πρόκειται να διασκεδάσω». (Λαϊκό τραγούδι: όπα είπα, όπα λέω, τα λεφτά μου δεν τα κλαίω
- δεν κρατώ λεφτά απάνω μου ή δεν κρατώ απάνω μου λεφτά, α. φιλοφρονητική συνήθως έκφραση, ιδίως για να ευχαριστήσουμε κάποιον που μας κολακεύει με τα λόγια του ή που θεωρεί πως είμαστε πολύ μικρότεροι από την πραγματική μας ηλικία. Συνών. να σας στείλω λουλούδια. β. δεν τα διαθέτω, δεν τα έχω, δε μου βρίσκονται αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή που μιλάμε (χωρίς αυτό να έχει την έννοια ότι είμαι φτωχός): «πέρνα αύριο απ’ το γραφείο μου να σου δώσω το ποσό που σου χρειάζεται, γιατί τώρα δεν κρατώ λεφτά απάνω μου»·
- δεν περνούν άλλο τα λεφτά μου ή δεν περνούν πια τα λεφτά μου, δε με υπολογίζει κανείς, δεν έχω την εκτίμηση του κόσμου, χρεοκοπώ ηθικά: «εμένα γιατί δε με φωνάξατε να βοηθήσω, δεν περνούν άλλο τα λεφτά μου; || φαίνεται πως δεν περνούν πια τα λεφτά μου για να μη με θέλουν στην παρέα τους»·
- δεν περνούν τα λεφτά σου, α. φιλική απαγορευτική έκφραση σε άτομο, όταν μετά από γεύμα, γλέντι ή διασκέδαση προσφέρεται να πληρώσει το λογαριασμό ή να συμμετάσχει στο ρεφενέ. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το α εδώ. β. αρνητική έκφραση σε άτομο που επιχειρεί να μας δωροδοκήσει για να πετύχει κάποιο σκοπό του·
- δεν πιάνει τα λεφτά του ή δεν τα πιάνει τα λεφτά του, α. λέγεται για μηχανήματα ή αντικείμενα που αγοράστηκαν πιο ακριβά από όσο αξίζουν: «νομίζω πως πλήρωσες παραπάνω, γιατί απ’ ότι βλέπω, αυτό τ’ αυτοκίνητο δεν πιάνει τα λεφτά του». β. λέγεται για μηχανήματα ή αντικείμενα που κατά την πώλησή τους το ποσό της αγοράς δεν μπορεί να καλύψει την πραγματική τους αξία: «είναι πολύ καλός πίνακας, αλλά φοβάμαι ότι, αν πουληθεί, δε θα τα πιάσει τα λεφτά του»·
- δεν πονάω τα λεφτά ή τα λεφτά δεν τα πονάω, βλ. φρ. δε λυπάμαι τα λεφτά. (Λαϊκό τραγούδι: άκουσε πενιές που ρίχνει με τον μπαγλαμά σήκω τώρα να χορέψεις τον καρσιλαμά. Τα λεφτά δεν τα πονάω, όσα έχω θα τα φάω, χαλάλι σου, για πάρτη σου)· 
- δουλεύω τα λεφτά μου, τα τοκίζω, ιδίως όχι νόμιμα αλλά ως τοκογλύφος: «θα σου δανείσω αυτά που σου χρειάζονται αλλά, πρέπει να ξέρεις πως εγώ, δουλεύω τα λεφτά μου»·
- έδωσε αέρα λεφτά, βλ. λ. αέρας·
- είμαι στα λεφτά μου, (για χαρτοπαίγνιο)μετά από ένα διάστημα που κέρδιζα ή έχανα βρίσκομαι πάλι με τα ίδια λεφτά που είχα όταν ξεκίνησα να παίζω, ρεφάρω: «όλη τη νύχτα έχανα, αλλά, μόλις γύρισε το φύλλο μου, μέσα σε λίγη ώρα ήμουν πάλι στα λεφτά μου»·
- είναι βουτηγμένος στα λεφτά, έχει πάρα πολλά λεφτά, είναι πολύ πλούσιος: «απ’ τη στιγμή που είναι βουτηγμένος στα λεφτά, μπορεί να ξοδεύει όσα θέλει»·
- είναι γλυκά τα λεφτά, βλ. φρ. είναι γλυκό το χρήμα, λ. χρήμα·
- είναι πάρε όλα τα λεφτά, (στη νεοαργκό) δηλώνει την πλήρη αποδοχή κάποιου ατόμου ή πράγματος: «αυτός είναι ωραίος άνθρωπος, αλλά η γυναίκα του είναι πάρε όλα τα λεφτά || αυτό τ’ αυτοκίνητο είναι πάρε όλα τα λεφτά»·
- είναι πολλά τα λεφτά, (στη γλώσσα της αργκό) λέγεται για κάποιον ή κάτι που προξενεί μεγάλη έκπληξη ή μεγάλο ενδιαφέρον: «ό,τι και να σου πω για τη γυναίκα που συνόδευε θα είναι λίγο, γιατί είναι πολλά τα λεφτά»· 
- ένα κάρο λεφτά, βλ. λ. κάρο·
- έπηξε στα λεφτά, βλ. φρ. χέστηκε στα λεφτά· 
- έρχομαι στα λεφτά μου, (για χαρτοπαίγνιο) βλ. φρ. είμαι στα λεφτά μου·
- έχει ένα κάρο λεφτά, βλ. φρ. έχει λεφτά με ουρά·
- έχει λεφτά, είναι πλούσιος: «αυτός κάνει ό,τι θέλει, γιατί έχει λεφτά»·
- έχει λεφτά με ουρά, είναι πολύ πλούσιος: «είναι από τους πρώτους μέσα στην πόλη μας, γιατί έχει λεφτά με ουρά»·
- έχει λεφτά με τη σέσουλα, βλ. φρ. έχει λεφτά με ουρά·
- έχει λεφτά με το ζεμπίλι, βλ. συνηθέστ.. έχει λεφτά με ουρά·
- έχει λεφτά με το καντάρι, βλ. φρ. έχει λεφτά με ουρά·
- έχει λεφτά με το τσουβάλι, βλ. φρ. έχει λεφτά με ουρά. (Λαϊκό τραγούδι: είχα λεφτά, πολλά λεφτά, λεφτά με το τσουβάλι, μα τώρα που εφτώχηνα με βλέπουν σα ρετάλι)·
- έχει τα λεφτά, (επιτατικά) είναι πάρα πολύ πλούσιος: «αυτός δεν είναι μόνο πλούσιος, αλλά έχει τα λεφτά». Συνήθως το τα της φρ. τονισμένο·
- έχει τρελά λεφτά, βλ. φρ. έχει λεφτά με ουρά·
- έχει χοντρά λεφτά, βλ. φρ. έχει λεφτά με ουρά·
- έχεις λεφτά για πέταμα; (ειρωνικά) σου περισσεύουν τα λεφτά σου(;): «μα γιατί κάνεις τέτοια ασυλλόγιστα έξοδα, έχεις λεφτά για πέταμα;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μήπως·
- ζεστά λεφτά, τα μετρητά: «είδες εσύ ποτέ κανέναν που να λέει όχι στα ζεστά λεφτά;»·
- ζωντανά λεφτά, βλ. φρ. ζεστά λεφτά·
- κάνω καλά λεφτά, κερδίζω αρκετά χρήματα, ιδίως από το εμπόριο: «από μικρός είναι στο εμπόριο κι έκανε καλά λεφτά»·
- κάνω λεφτά, κερδίζω χρήματα, ιδίως από το εμπόριο: «από μικρός είναι στο εμπόριο κι έκανε λεφτά»·
- κάνω τα λεφτά μου…, ανταλλάσσω τα χρήματά μου με κάποιο ξένο νόμισμα, κάνω συνάλλαγμα: «επειδή πρόκειται να ταξιδέψω στην Αγγλία, πάω στην τράπεζα να κάνω τα λεφτά μου λίρες»·
- κατέβαινε τα λεφτά! απειλητική έκφραση με την οποία απαιτούμε από κάποιον να μας δώσει αμέσως τα χρήματα που μας οφείλει: «έλα δω, ρε μπαταχτσή, κατέβαινε τα λεφτά που μου χρωστάς!». Συνών. κατέβαινε το μαλλί! / κατέβαινε το παραδάκι! / κατέβαινε το χρήμα(!)·
- κλαίω τα λεφτά μου, είμαι πολύ στενοχωρημένος, πολύ μετανιωμένος για την αγορά κάποιου αντικειμένου που βγήκε εντελώς άχρηστο ή ακατάλληλο ή για λεφτά που ξόδεψα για νυχτερινή διασκέδαση χωρίς να έχει το ανάλογο αντίκρισμα: «έδωσα τα μαλλιά της κεφαλής μου για ν’ αγοράσω αυτό το πράγμα και τώρα κλαίω τα λεφτά του, γιατί του βγήκε σκάρτο || πήγα στο τάδε κέντρο για να δω το πρόγραμμα, αλλά κλαίω τα λεφτά μου, γιατί ήταν φέσι». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ακόμη·
- κόβω καλά λεφτά, κερδίζω πολλά χρήματα, ιδίως από κάποια δουλειά ή επιχείρηση: «απ’ τη μέρα που έριξε στην αγορά αυτό το είδος, κόβει καλά λεφτά || έχει ένα φαστφουντάδικο στην καρδιά της αγοράς και κόβει καλά λεφτά»·
- κόβω λεφτά, κερδίζω χρήματα, ιδίως από κάποια δουλειά ή επιχείρηση: «είναι ο μόνος που φέρνει αυτό το είδος απ’ το εξωτερικό και κόβει λεφτά»· βλ. και φρ. κόβω χρήμα, λ. χρήμα·
- κολυμπάει στα λεφτά, βλ. φρ. κολυμπάει στο χρήμα, λ. χρήμα·
- λεφτά θα πάρεις, λέγεται στην περίπτωση που προσφέρουμε σε κάποιον καφέ και κατά τη μεταφορά χύσαμε λίγο στο φλιτζάνι του·
- λυπάται τα λεφτά του, είναι πολύ τσιγκούνης: «δεν τον είδα ούτε μια φορά να διασκεδάζει, γιατί λυπάται τα λεφτά του»·
- με τα λεφτά μου γαμώ και την κυρά μου, βλ. συνηθέστ. με τον παρά μου γαμώ και την κυρά μου, λ. παράς·
- με τα λεφτά στο χέρι, με την πρόθεση να πληρώσω κάτι τοις μετρητοίς: «ήρθα ν’ αγοράσω τ’ αυτοκίνητο με τα λεφτά στο χέρι, γι’ αυτό θέλω να μου κάνεις μια καλή έκπτωση»·
- μένω από λεφτά, μου τελειώνουν τα λεφτά που έχω συνήθως επάνω μου: «ήθελα ν’ αγοράσω ακόμη ένα πουκάμισο, αλλά είχα μείνει από λεφτά»·
- να πέφτουν τα λεφτά! κατηγορηματική απαίτηση για άμεση πληρωμή: «τώρα που σου παρέδωσα τη δουλειά, να πέφτουν τα λεφτά!»·
- να τα βράσω τα λεφτά σου! δεν δίνω καμιά αξία, καμιά σημασία στα χρήματα, τα περιφρονώ: «να τα βράσω τα λεφτά σου, γι’ αυτό μη νομίζεις πώς σε κάνω παρέα γι’ αυτά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- ξεσκίζω τα λεφτά μου, τα ξοδεύω μετά μανίας: «απ’ τη στιγμή που είναι τόσο μικρή η ζωή, ξεσκίζω τα λεφτά μου στα γλέντια»·
- ο βήχας, τα λεφτά και ο έρωτας δεν κρύβονται, βλ. λ. έρωτας·
- ο γάιδαρος κάνει όλη τη δουλειά κι ο αγωγιάτης παίρνει τα λεφτά, βλ. λ. δουλειά·
- όλα τα λεφτά, έκφραση με την οποία δείχνουμε τον απεριόριστο θαυμασμό μας για κάποιον ή για κάτι: «ήταν μια γκομενάρα όλα τα λεφτά || σου αρέσει τ’ αυτοκίνητο που αγόρασα; -Όλα τα λεφτά». (Τραγούδι: όλα τα λεφτά, μωρό μου, όλα τα λεφτά για τα δυο σου μάτια που μου πήραν τα μυαλά).Από τη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου, όπου ο παίχτης έχοντας απόλυτη σιγουριά για το φύλλο του ποντάρει όλα τα λεφτά που έχει μπροστά του·
- όποιος έχει λεφτά, φυσάει και τη φλογέρα, όποιος είναι ισχυρός οικονομικά, λέει και κάνει ό,τι θέλει: «αυτός μπορεί να βρίζει όλον τον κόσμο γιατί, όποιος έχει λεφτά, φυσάει τη φλογέρα». Συνών. έχεις γρόσα, έχεις και μεγάλη γλώσσα·
- παίζονται χοντρά λεφτά, διακυβεύονται πολλά χρήματα είτε σε κάποια εμπορική πράξη είτε σε κάποιο χαρτοπαιχτικό καρέ: «πρέπει να πάρουμε υπεύθυνες αποφάσεις, γιατί σ’ αυτή την επιχείρηση παίζονται χοντρά λεφτά || στο τάδε καρέ παίζονται χοντρά λεφτά και σε κανέναν δεν επιτρέπεται να πλησιάσει»·  
- παίζω τα λεφτά μου, τα ποντάρω σε τυχερά παιχνίδια, ιδίως τα παίζω σε χαρτοπαίγνιο ή τα διακινδυνεύω κάπου με σκοπό το κέρδος: «από μικρός έχει μάθει να παίζει τα λεφτά του κι είναι πάντα άφραγκος || παίζω τα λεφτά μου στο χρηματιστήριο»·
- παίρνει τρελά λεφτά, βλ. φρ. παίρνει χοντρά λεφτά·
- παίρνει χοντρά λεφτά, προσφέρει τις υπηρεσίες του έναντι αδρής αμοιβής: «είναι πολύ καλός δικηγόρος και για κάθε υπόθεση που αναλαμβάνει, παίρνει χοντρά λεφτά»· βλ. και φρ. βγάζει χοντρά λεφτά·
- πέσε τα λεφτά! βλ. φρ. να πέφτουν τα λεφτά(!)·
- πεταμένα λεφτά, χρήματα που δαπανήθηκαν ή σπαταλήθηκαν χωρίς ουσιαστικό λόγο ή χωρίς να αποφέρουν το αναμενόμενο αποτέλεσμα: «μην αγοράζεις αυτό το πράγμα, γιατί είναι πεταμένα λεφτά || πλήρωσα ένα σωρό στους καθηγητές για να τον προγυμνάσουν, αλλά ήταν πεταμένα λεφτά, γιατί ο αχαΐρευτος δεν πέρασε στο πανεπιστήμιο»·
- πέτσινα λεφτά ή πετσένια λεφτά, το χρηματικό ποσό που έμεινε μόνο στις υποσχέσεις, που, αν και υπογράφηκε σε συναλλαγματική ή επιταγή, ήταν σίγουρο πως δε θα πληρωνόταν από τον οφειλέτη του: «πρόσεχε πολύ τον τάδε έμπορο, γιατί συναλλάσσεται με πέτσινα λεφτά»·
- πετώ τα λεφτά μου (απ’ το παράθυρο), τα διαθέτω για άσκοπη ή ακατάλληλη αγορά, τα ξοδεύω χωρίς λόγο: «πετάει τα λεφτά του σε ασύμφορες αγορές»· βλ. και φρ. σκορπώ τα λεφτά μου·
- πιάνει καλά λεφτά, βλ. συνηθέστ. βγάζει καλά λεφτά·
- πιάνει λεφτά, βλ. συνηθέστ. βγάζει λεφτά·
- πιάνει τρελά λεφτά, βλ. συνηθέστ. βγάζει τρελά λεφτά·
- πιάνει χοντρά λεφτά, βλ. συνηθέστ. βγάζει χοντρά λεφτά·
- πλέει στα λεφτά, βλ. συνηθέστ. πλέει στο χρήμα, λ. χρήμα·
- πού λεφτά για…, δεν υπάρχουν λεφτά για να πραγματοποιήσω αυτό που αναφέρω αμέσως παρακάτω: «θέλω να στείλω το γιο μου στην Ευρώπη να σπουδάσει, αλλά πού λεφτά για σπουδές»·
- ρίχνω καλά λεφτά (για κάτι ή κάπου), α. ξοδεύω αρκετά χρήματα για κάτι: «ήθελα κι εγώ ένα σπιτάκι στη Χαλκιδική κι έριξα καλά λεφτά για να το χτίσω». β. επενδύω, τοποθετώ αρκετά χρήματα κάπου: «σ’ αυτό το εργοστάσιο έριξα καλά λεφτά, γιατί πιστεύω πως έχει μέλλον»·
- ρίχνω λεφτά στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ρίχνω τα λεφτά μου (για κάτι ή κάπου), α. ξοδεύω τα χρήματά μου για κάτι: «μ’ αρέσει το καλό ντύσιμο, γι’ αυτό ρίχνω τα λεφτά μου στα ρούχα». β. επενδύω, τοποθετώ τα χρήματά μου κάπου: «δεν ξοδεύω ούτε ευρώ απ’ ό,τι βγάζω, γιατί ρίχνω τα λεφτά μου σε μια επιχείρηση που έχω με τον αδερφό μου»·
- ρίχνω τρελά λεφτά (για κάτι ή κάπου), α. ξοδεύω πολλά χρήματα για κάτι: «έχει ψώνιο με το ντύσιμο, γι’ αυτό ρίχνει τρελά λεφτά στα ρούχα». β. επενδύω, τοποθετώ πολλά χρήματα κάπου: «έχει ρίξει τρελά λεφτά σ’ αυτή την επιχείρηση, γιατί πιστεύει πως έχει μέλλον»·
- ρίχνω χοντρά λεφτά (για κάτι ή κάπου), βλ. φρ. ρίχνω τρελά λεφτά·
- σηκώνω λεφτά απ’ την τράπεζα, βλ. φρ. βγάζω λεφτά απ’ την τράπεζα·
- σκάω τα λεφτά, πληρώνω τοις μετρητοίς: «ότι κι αν αγοράζω, σκάω τα λεφτά κι ησυχάζω»·
- σκορπώ τα λεφτά μου, τα ξοδεύω ασυλλόγιστα. (Λαϊκό τραγούδι: με το ’να χέρι τρυφερά να τη χαϊδεύεις, με τ’ άλλο χέρι τα λεφτά σου να σκορπάς)· βλ. και φρ. χαλώ τα λεφτά μου·
- τα βγάζει τα λεφτά του, καλύπτει τα έξοδά του, το κόστος του, κάνει απόσβεση του κεφαλαίου του: «ξόδεψες πολλά γι’ αυτό το μαγαζί, αλλά, αν το δουλέψεις όπως πρέπει, σε κανένα χρόνο τα βγάζει τα λεφτά του»·
- τα βρήκαμε τα λεφτά! βλ. φρ. τα πιάσαμε τα λεφτά(!)·
- τα λεφτά δε βρίσκονται στο δρόμο, α. απαιτούνται προσπάθειες και κόποι για να πλουτίσει κανείς: «μόνο με τη σκληρή δουλειά μπορεί κανείς να προκόψει, γιατί τα λεφτά δε βρίσκονται στο δρόμο». β. αρνητική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει δανεικά λεφτά: «θα μου δανείσεις πεντακόσια ευρώ; -Τα λεφτά δε βρίσκονται στο δρόμο»·
- τα λεφτά δε μυρίζουν, όταν κανείς κερδίζει χρήματα, δεν ενδιαφέρεται από πού προέρχονται αυτά (δηλ. δεν ενδιαφέρεται αν βγαίνουν με νόμιμο ή παράνομο τρόπο): «όταν πρόκειται να κερδίσει, δε διστάζει να κάνει οποιαδήποτε δουλειά, γιατί τα λεφτά δε μυρίζουν»·
- τα λεφτά δεν πέφτουν απ’ τον ουρανό, βλ. φρ. τα λεφτά δε βρίσκονται στο δρόμο·
- τα λεφτά πάνε στα λεφτά, α. αυτός που έχει χρήματα, έχει τη δυνατότητα να ασχοληθεί με τέτοιες δουλειές που μπορούν να του αποφέρουν κέρδη και έτσι να αυξήσει τα χρήματά του. β. λέγεται με παράπονο από φτωχό άτομο, όταν μαθαίνει πως στην περιουσία κάποιου πλούσιου, προστίθενται νέα χρήματα, ιδίως από κέρδη που αποκομίζει από κάποιο τυχερό παιχνίδι (λαχείο, λότο, τζόκερ κ.ά.). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ βέβαια·
- τα λεφτά σου ή τη ζωή σου, απειλητική έκφραση από οπλισμένο άτομο που επιχειρεί να μας ληστέψει·
- τα λεφτά σταύρωσαν τον Χριστό, δηλώνει πως ο άνθρωπος μπορεί να κάνει τα πάντα προκειμένου να κερδίσει, να αποκτήσει χρήματα: «τα λεφτά σταύρωσαν τον Χριστό κι εσύ μου λες αν θα δεχτεί, για ένα τόσο μεγάλο ποσό, να καταθέσει ως ψευδομάρτυρας;». (Λαϊκό τραγούδι: τα λεφτά σταυρώσαν το Χριστό, τα λεφτά τον κόσμο κυβερνάνε κι αν πληγώνεις άλλους, τι μ’ αυτό, τα λεφτά σκεπάζουν ό,τι να ’ναι)·  
- τα λεφτά τρέχουν απ’ τα μπατζάκια του ή τρέχουν τα λεφτά απ’ τα μπατζάκια του, α. έχει πολλά λεφτά, είναι πολύ πλούσιος: «είναι πολύ χαρούμενος, γιατί παντρεύει την κόρη του με κάποιον που τα λεφτά τρέχουν απ’ τα μπατζάκια του». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση για άτομο που εσφαλμένα θεωρείται πως είναι πλούσιο: «ποιος είναι πλούσιος, ο τάδε; Τι να σου πω, τρέχουν τα λεφτά απ’ τα μπατζάκια του»·
- τα πιάσαμε τα λεφτά! ειρωνική έκφραση, όταν έρχεται ξαφνικά κάποιος ανεπιθύμητος στην παρέα μας ή, όταν μας τυχαίνει απρόβλεπτα κάποια κακοτυχία ή δυσκολία και δεν ξέρουμε πώς να ενεργήσουμε στη συνέχεια. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα·
- τα πιάνει τα λεφτά του, (για αντικείμενα) μπορεί να πουληθεί όσο αγοράστηκε, γι’ αυτό καλώς αγοράστηκε. «ό,τι ώρα και να το πουλήσω, τα πιάνει τα λεφτά του»· βλ. και φρ. τα ’χει τα λεφτά του·
- τα ’χει τα λεφτά του, (για αντικείμενα) σωστά αγοράστηκε όσο αγοράστηκε, γιατί ανταποκρίνεται στην αξία του: «το πλήρωσα λίγο ακριβά, αλλά τα ’χει τα λεφτά του»· βλ. και φρ. τα πιάνει τα λεφτά του·
- τζιράρω τα λεφτά μου, δεν κερδίζω τίποτα από μια εμπορική πράξη, πουλώ όσο αγοράζω: «μην κοιτάς που μπαίνει κόσμος στο μαγαζί, γιατί, με την ακρίβεια που υπάρχει, τζιράρω τα λεφτά μου». Συνών. αλλάζω τα λεφτά μου (α) / γυρίζω τα λεφτά μου·
- την πήρε για τα λεφτά της, ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος παντρεύτηκε κάποια, μόνο και μόνο επειδή ήταν πλούσια: «για να παντρευτεί μια τόσο άσχημη γυναίκα, πάει να πει πως την πήρε για τα λεφτά της». Πρβλ.: μήπως σε προξενεύουνε καμιά για τα προικιά της; Θα σου χτυπάει στα μούτρα πως πήρες τα λεφτά της (Λαϊκό τραγούδι)·
- τον αγόρασε με τα λεφτά της, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, παντρεύτηκε κάποιον, δίνοντάς του μεγάλη προίκα: «μπορεί να είναι άσχημη, αλλά πήρε τον ομορφότερο άντρα της περιοχής μας, γιατί τον αγόρασε με τα λεφτά της»·
- του ’πεσαν πολλά λεφτά, του έτυχαν πολλά λεφτά από λαχείο ή κληρονομιά: «κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου και του ’πεσαν πολλά λεφτά || είχε ένα θείο στην Αμερική και με το θάνατό του του ’πεσαν πολλά λεφτά»·
- του τραβάει λεφτά, του αποσπά έντεχνα λεφτά: «κάνει την ερωτευμένη μαζί του και κάθε τόσο του τραβάει λεφτά»·
- τραβώ λεφτά, κάνω ανάληψη, αποσύρω λεφτά, ιδίως από τράπεζα: «περίμενε να πάω στην τράπεζα να τραβήξω λεφτά κι έρχομαι να σε πληρώσω»·
- τρελάθηκε στα λεφτά, βλ. φρ. χέστηκε στα λεφτά·
- τρώω τα λεφτά μου, τα ξοδεύω, τα σπαταλώ: «επειδή μια ζωή την έχουμε, εγώ τρώω τα λεφτά μου και δε νοιάζομαι για καταθέσεις»·
- φεύγουν πολλά λεφτά, δίνω, ξοδεύω πολλά χρήματα: «κάθε μήνα έχω καλές εισπράξεις, αλλά φεύγουν και πολλά λεφτά, γιατί έχω πολλά έξοδα». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθαμε να γλεντήσουμε να φύγει το μαράζι κι αν φύγανε πολλά λεφτά,χαλάλι, δεν πειράζει
- χαλώ τα λεφτά μου, τα ξοδεύω ασυλλόγιστα, ιδίως σε διασκεδάσεις: «δε βάζει τίποτα στην τράπεζα, γιατί έχει μάθει να χαλάει τα λεφτά του». (Λαϊκό τραγούδι: για μένα το καλό παιδί που πάντα τα λεφτά μου τα χάλαγα για πάρτη σας απ’ την καλή καρδιά μου)· βλ. και φρ. σκορπώ τα λεφτά μου·
- χαλώ τα λεφτά μου με..., ανταλλάσσω τα χρήματά μου με κάποιο ξένο νόμισμα: «χαλώ τα λεφτά μου με δολάρια»·
- χαραμίζω τα λεφτά μου, ξοδεύω τα λεφτά μου ανώφελα, άδικα, τα σπαταλώ χωρίς λόγο: «όποιος χαραμίζει τα λεφτά του, είναι ανόητος»·
- χέζεται στα λεφτά, είναι πάρα πολύ πλούσιος: «χέζεται στα λεφτά ο άνθρωπος και κάθε χρόνο αλλάζει αυτοκίνητο». Συνών. χέζεται στο τάλιρο / χέζεται στο χρήμα·
- χέστηκε στα λεφτά, κέρδισε πάρα πολλά χρήματα: «έκανε μια καινούρια δουλειά και χέστηκε στα λεφτά». Συνών. χέστηκε στο τάλιρο / χέστηκε στο χρήμα.

λόγος

λόγος, ο, πλ. λόγοι, οι κ. λόγια κ. λόια, τα, ουσ. [<αρχ. λόγος <λέγω], ο λόγος. 1. το κήρυγμα, η αγόρευση, η διάλεξη: «ο λόγος του προέδρου μας, ήταν πάρα πολύ ωραίος». 2. η αφορμή, η αιτία: «ποιος ήταν ο λόγος που μαλώσατε;». 3. ο σκοπός: «ποιος είναι ο λόγος της επίσκεψής σου;». 4. στον πλ. τα λόγια, η ομιλία, η συνομιλία, η κουβέντα: «αφήστε τα λόγια και πάμε να φύγουμε, γιατί αργήσαμε». 5. σε τριπλή επανάληψη λόγια, λόγια, λόγια, δηλώνει την αγανάκτησή μας για υποσχέσεις που μας δίνονται τακτικά από κάποιον ή κάποιους, αλλά δεν πραγματοποιούνται: «δε θέλω κουβέντα για τους πολιτικούς, γιατί σε κάθε προεκλογική περίοδο λόγια, λόγια, λόγια, και μετά τις εκλογές, μην τους είδατε μην τους απαντήσατε». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια, λόγια, λόγια σπάσαν τα ρολόγια). Υποκορ. λογάκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες και ποτηράκια για τα πικρά λογάκια). (Ακολουθούν 353 φρ.)·
- αγοράζω λόγια (από κάποιον), ενώ προσποιούμαι τον αδιάφορο, ακούω προσεκτικά αυτά που λέει κάποιος, για να δω αν είναι κάτι που με αφορά ή για να τα μεταφέρω σε αυτόν που του αφορούν: «έκανε πως χάζευε έξω απ’ το παράθυρο αλλά, όση ώρα μιλούσε ο άλλος, αυτός αγόραζε λόγια»·
- άδεια λόγια, βλ. συνηθέστ. κούφια λόγια·
- αθετώ το λόγο μου, βλ. φρ. πατώ το λόγο μου·
- άκου λόγια! ή άκουσε λόγια! α. έκφραση που δηλώνει συμφωνία ή αποδοχή: «εντέλει θα ’ρθεις μαζί μας; -Άκου λόγια!», δηλ. βεβαίως θα έρθω. β. τι απαράδεκτα λόγια είναι αυτά που λέγονται(!): «άκου λόγια που κάθεται και λέει ο τύπος για τον πατέρα του!»·
- ακούγονται λόγια (για κάποιον), διαδίδονται, ιδίως κακά πράγματα για κάποιον: «ακούγονται λόγια για τον τάδε, πως έμπλεξε με τα ναρκωτικά»·
- ακούω κακά λόγια, κάποιος ή κάποιοι εκφράζονται αρνητικά για μένα ή για κάποιον: «χωρίς να έχω κάνει κάτι κακό, ακούω κακά λόγια για μένα || όπου και να πάω, ακούω κακά λόγια γι’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- ακούω καλά λόγια, κάποιος ή κάποιοι εκφράζονται θετικά για μένα ή για κάποιον: «νιώθω μεγάλη χαρά, γιατί όπου κι αν σταθώ, ακούω καλά λόγια για την αφεντιά μου || είναι καλός άνθρωπος και πάντα ακούω καλά λόγια γι’ αυτόν»·
- ακούω λόγια ή ακούω τα λόγια ή ακούω τα λόγια μου, δέχομαι αυστηρές παρατηρήσεις, επιπλήξεις από κάποιον: «εσείς κάνετε τις βλακείες κι εγώ ακούω λόγια απ’ το διευθυντή || θα πάω νωρίς σήμερα στο σπίτι, γιατί θ’ ακούσω τα λόγια απ’ τον πατέρα μου || όταν κατάλαβε ο πατέρας μου πως τα είχα τσούξει, άκουσα τα λόγια μου»·
- άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, ειρωνική ή επιθετική προτροπή σε κάποιον, που προσπαθεί να αποτρέψει την κουβέντα από το θέμα που συζητείται είτε γιατί δεν τον συμφέρει είτε γιατί αντιλαμβάνεται πως θα αποβεί σε βάρος του και έχει την έννοια να μην αλλάξει θέμα, αν θέλει να μη μαλώσουμε: «εμ βέβαια, ό,τι δεν σε συμφέρει, άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, όμως αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις!». Η φρ. αποδίδεται στο στρατηγό Μακρυγιάννη· (βλ. Τάκη Νατσούλη, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 44)·
- αλλάζει τα λόγια του, βλ. φρ. γυρίζει τα λόγια του·
- αλλάζω τα λόγια του, τα διαστρεβλώνω, τα διαστρέφω: «εγώ δεν είπα τέτοια πράγματα και μην αλλάζεις, σε παρακαλώ, τα λόγια μου»·
- αλλάξαμε άσχημα λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια·
- αλλάξαμε βαριά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια προσβλητικά, υβριστικά: «δε θέλω να τον δω ξανά μπροστά μου, γιατί κάποτε αλλάξαμε σκληρά λόγια». Συνών. αλλάξαμε βαριές κουβέντες·
- αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω, παρεκτραπήκαμε και μιλήσαμε σε έντονο ύφος: «η διαφωνία μας άρχισε σαν αστείο, όμως στο τέλος αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω και να παραλίγο να ερχόμασταν και στα χέρια». Συνών. αλλάξαμε δυο κουβέντες παραπάνω·
- αλλάξαμε λόγια, ανταλλάξαμε βρισιές, φιλονικήσαμε: «επειδή κάποτε αλλάξαμε λόγια, δεν πάει να πει πως για μια ζωή δε θα μιλιόμαστε κιόλας!». Συνών. αλλάξαμε κουβέντες·
- αλλάξαμε πικρά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια που μας πίκραναν: «πάνω σε μια άτυχη στιγμή, αλλάξαμε πικρά λόγια που εκ των υστέρων μετανιώσαμε». Συνών. αλλάξαμε πικρές κουβέντες·
- αλλάξαμε σκληρά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια που μας πλήγωσαν ηθικά και ψυχικά: «δεν πρόκειται να μιλήσω ξανά σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κάποτε αλλάξαμε σκληρά λόγια». Συνών. αλλάξαμε σκληρές κουβέντες·
- άνευ λόγου ή άνευ λόγου και αιτίας, βλ. φρ. χωρίς λόγο·
- απαλλάσσεσαι λόγω βλακείας, βλ. λ. βλακεία· 
- από δουλειά ούτε λόγος, βλ. λ. δουλειά·
- από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται, βλ. λ. δουλειά·
- από λόγια άλλο τίποτα, υπόσχεται πολλά, χωρίς συνήθως να τα πραγματοποιεί:  «κάθε τόσο μου υπόσχεται πως θα με πάρει στη δουλειά του, αλλά από λόγια άλλο τίποτα»·
- από λόγο σε λόγο, με την κουβέντα, κατά τη διάρκεια της κουβέντας, καθώς εξελισσόταν η συζήτηση: «από λόγο σε λόγο δεν καταλάβαμε πότε πέρασε η ώρα»·
- από υγεία ούτε λόγος, βλ. λ. υγεία·
- αρπάχτηκα απ’ τα λόγια του, θύμωσα, νευρίασα από αυτά που έλεγε: «κατηγορούσε τους πάντες κι αρπάχτηκα απ’ τα λόγια του, γι’ αυτό πλακώθηκα μαζί του»· βλ. και φρ. πιάστηκα απ’ τα λόγια του·
- αρπάχτηκαν με τα λόγια, λογόφεραν έντονα: «πες ο ένας, πες ο άλλος, αρπάχτηκαν με τα λόγια κι ακούστηκαν μέχρι την παραλία»·
- αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα, βλ. λ. γάιδαρος·
- άσ’ τα λόγια, άφησε τις δικαιολογίες:  «ασ’ τα λόγια και πες μου, γιατί με κατηγόρησες;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε· βλ. και φρ. δεν αφήνεις τα λόγια(!)·
- άσ’ τα λόγια τα πολλά ή άσ’ τα πολλά λόγια, επιθετική αλλά και ειρωνική έκφραση σε άτομο που προσπαθεί να δικαιολογηθεί προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες να γίνει ολιγόλογο και σαφές: «ας’ τα πολλά λόγια και πες μου, γιατί την έκανες κοπάνα απ’ τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος είν’ αυτός που σε κοιτά με την καφέ γραβάτα, άσε τα λόγια τα πολλά και μίλα μου σταράτα 
- άσχημα λόγια, λόγια άσεμνα, αισχρά: «ό,τι άσχημα λόγια ακούει ο μικρός στους δρόμους, έρχεται και μας τα λέει στο σπίτι»·
- αυτά είναι λόγια του κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- βάζω λόγια, α. ενθαρρύνω, υποκινώ κάποιους με αυτά που λέω να μαλώσουν, σπέρνω διχόνοια: «κι ενώ τα πνεύματα είχαν ηρεμήσει, αυτός άρχισε να βάζει πάλι λόγια μέχρι που οι άλλοι αρπάχτηκαν στα χέρια». β. κατηγορώ, συκοφαντώ: «άρχισε να βάζει λόγια στο φίλο του πως η γυναίκα του τον απατούσε κι αυτός πήγε στο σπίτι και την έσπασε στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: όταν με βλέπεις και περνάω κλείνεις το παραθύρι σου, έμαθα πως σου βάζει λόγια κάποια ζηλιάρα φίλη σου)· βλ. και φρ. τους βάζω σε λόγια·
- βάζω λόγια στο στόμα του, λέω κάτι κακό για κάποιον και ισχυρίζομαι πως το είπε τάχα το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «αφού ξέρω πως εσύ κατηγόρησες τον τάδε, γιατί βάζεις λόγια στο στόμα του φίλου μου;»·
- βαραίνει ο λόγος του, είναι υπολογίσιμος, έχει βαρύτητα: «πολύς κόσμος τον συμβουλεύεται, γιατί βαραίνει ο λόγος του»·
- βαριά λόγια, λόγια προσβλητικά, υβριστικά: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν βαριά λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: δε με θέλει η πεθερά μου επειδή είμαι φτωχειά κι όλο με κακοκαρδίζει και μου λέει λόγια βαριά
- βαστώ το λόγο μου, βλ. φρ. κρατώ το λόγο μου·
- βγάζω λόγο, αναπτύσσω κάποιο θέμα μπροστά σε ακροατήριο, που βρίσκεται συνήθως σε ανοικτό χώρο: «ο αρχηγός του τάδε κόμματος, θα βγάλει λόγο το βράδυ στη πλατεία Αριστοτέλους»·
- βγήκαν τα λόγια μου, επαληθεύτηκαν: «απ’ την αρχή τον συμβούλευα να μη συνεταιριστεί μαζί του, γιατί είναι απατεώνας, ώσπου στο τέλος βγήκαν τα λόγια μου, γιατί την πάτησε»·
- για κανέναν λόγο, σε καμιά περίπτωση: «για κανέναν λόγο δε θα σε βοηθήσω, γιατί αποδείχτηκες αχάριστος άνθρωπος»·
- για λόγους ανωτέρας βίας ή λόγω ανωτέρας βίας, βλ. λ. βία·
- για λόγους ασφαλείας, για την αποτροπή κινδύνου: «κρατώ μια απόσταση από το προπορευόμενο αυτοκίνητο για λόγους ασφαλείας»·
- για λόγους τιμής, λέγεται για πράξη που γίνεται από κάποιον, όταν νιώθει να προσβάλλεται η υπόληψή του, η αξιοπρέπειά του, η τιμή του: «σκότωσε το βιαστή της αδερφής του για λόγους τιμής»·
- (για) μάζεψε τα λόγια σου! επιθετική έκφραση σε άτομο να πάψει να μιλάει ειρωνικά, απειλητικά ή επιθετικά εναντίον μας ή εναντίον φιλικού μας προσώπου, γιατί θα ενεργήσουμε δυναμικά σε βάρος του: «για μάζεψε τα λόγια σου, γιατί αρκετά σε ανέχτηκα». (Κρητική μαντινάδα: αν σου τηνε χαρίζανε να τη γυρνούσες πίσω, για μάζεψε τα λόγια σου μη σε καταχερίσω). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το γιατί α(!)·
- για ποιο λόγο; α. για ποιο σκοπό(;): «για ποιο λόγο θα ταξιδέψεις στο εξωτερικό;». β. για ποια αφορμή ή αιτία(;): «για ποιο λόγο μαλώσατε; || για ποιο λόγο έφυγες νωρίς χτες βράδυ;»·
- (για) συμμάζεψε τα λόγια σου! βλ. φρ. (για) μάζεψε τα λόγια σου(!)·
- για του λόγου το ασφαλές, πράξη, ενέργεια ή επιχείρημα που γίνεται ή δίνεται επιπλέον ως αποδεικτικό στοιχείο για να στηριχθεί ή να αποδειχθεί η ορθότητα των όσων υποστηρίζει κάποιος: «το τζάμι της τραπεζαρίας, θα το έσπασε κάποιο παιδί απ’ το δρόμο και για του λόγου το ασφαλές, να και η πέτρα που βρήκα στο πάτωμα». Πρβλ.: καί τό πνεῦμα ἐν εἴδη περιστερᾶς ἐβεβαίου τοῦ λόγου τό ἀσφαλές (Απολυτίκιο των Θεοφανίων)·
- γίνεται λόγος, α. σχολιάζεται δημόσια: «τον τελευταίο καιρό γίνεται λόγος για υποτίμηση της δραχμής». β. συζητείται, κουβεντιάζεται: «μια και γίνεται λόγος γι’ αυτό το θέμα, θα ήθελα να πω τα εξής»·
- γίνεται πολύς λόγος, συζητείται, σχολιάζεται ευρέως: «γίνεται πολύς λόγος τον τελευταίο καιρό για τις τηλεφωνικές υποκλοπές»·
- γλυκά λόγια, τα γλυκόλογα: «την πήρε κατά μέρος και με διάφορα γλυκά λόγια προσπαθούσε να την καλοπιάσει». (Λαϊκό τραγούδι: στο τραπέζι που τα πίνω λείπει το ποτήρι σου λείπουν τα γλυκά σου λόγια π’ άκουγα απ’ τα χείλη σου
- γυρεύει το λόγο κι από πάνω, βλ. φρ. ζητάει το λόγο κι από πάνω·
- γυρίζει τα λόγια του, λέει διαφορετικά πράγματα από κείνα που έλεγε προηγουμένως: «πρόσεχε πώς θα τα πει, γιατί είναι συνηθισμένος να γυρίζει τα λόγια του || όταν του έδωσαν τα λεφτά που τους ζήτησε, γύρισε τα λόγια του στην κατάθεσή του»·
- δάσκαλε που δίδασκες και λόγο δεν εκράτεις, βλ. λ. δάσκαλος·
- δε βλέπω το λόγο, δεν μπορώ να εξηγήσω την αιτία, το λόγο που θέλει να κάνει κανείς κάτι: «αφού όλα δουλεύουν μια χαρά, δε βλέπω το λόγο που θέλεις να κάνεις αλλαγές στο πρόγραμμα παραγωγής». Συνών. δε βλέπω το γιατί·
- δε βρίσκω λόγια να…, δεν μπορώ να βρω τα κατάλληλα λόγια για να εκφράσω κάποιο συναίσθημά μου ή να κρίνω κάτι καλό ή κακό: «δε βρίσκω λόγια να σ’ ευχαριστήσω || δε βρίσκω λόγια να χαρακτηρίσω αυτή την απαράδεκτη συμπεριφορά σου»·
- δε βρίσκω το λόγο να…, βλ. φρ. δε βλέπω το λόγο να(…)·
- δε γίνεται λόγος, φιλοφρονητική έκφραση σε άτομο που μας ευχαριστεί για κάποια εξυπηρέτηση που του κάναμε ή που θα του κάνουμε: «σ’ ευχαριστώ πολύ για τα δανεικά που μου ’δωσες. -Δε γίνεται λόγος || δεν πιστεύω να σε ταλαιπωρώ που θα σε κουβαλήσω αύριο στο σπίτι μου; -Δε γίνεται λόγος»·
- δε δίνει λόγο σε κανέναν ή δε δίνει σε κανέναν λόγο, βλ. συνηθέστ. δε δίνει λογαριασμό σε κανέναν, λ. λογαριασμός·
- δε θέλω λόγια, βλ. φρ. να λείπουν τα λόγια·
- δε θέλω δεύτερο λόγο, κατηγορηματική δήλωση σε κάποιον, να ενεργήσει σύμφωνα με τον τρόπο που του υποδεικνύουμε χωρίς να του δίνουμε το δικαίωμα να αρνηθεί ή να υποδείξει έναν άλλον τρόπο ενέργειας: «θα κάνεις αυτό που σου λέω και δε θέλω δεύτερο λόγο»·
- δε θέλω πολλά λόγια μαζί του, δε θέλω, δεν επιδιώκω ιδιαίτερες επαφές, ιδιαίτερες σχέσεις με το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «έχω μάθει πως δεν είναι καλός άνθρωπος, γι’ αυτό δε θέλω πολλά λόγια μαζί του·
- δε λέει (έναν, κάναν, κανέναν) καλό λόγο για κανέναν, είναι κακόβουλος, φθονερός: «μην πάρεις τη γνώμη του τάδε για μένα, γιατί δε λέει καλό λόγο για κανέναν»·
- δε μου πέφτει λόγος, α. δε δικαιούμαι να μιλήσω για το θέμα που γίνεται λόγος, γιατί  δεν είναι της αρμοδιότητάς μου ή γιατί δεν ανήκει στη δικαιοδοσία μου: «για το θέμα που συζητάτε δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη, γιατί δε μου πέφτει λόγος». (Λαϊκό τραγούδι: πάρτο απόφαση πως δε σου πέφτει λόγος η γυναίκα πρέπει να ’ναι πάντα υπό). β. δε με αφορά, δε με ενδιαφέρει αυτό που μου λέει κάποιος: «κάνε ό,τι θέλεις, γιατί δε μου πέφτει λόγος». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμένα·
- δε χρωστάει να πει καλό λόγο για κανέναν, βλ. φρ. δε χρωστάει να πει καλή κουβέντα για κανέναν, λ. κουβέντα·
- δεκάρικος λόγος, ομιλία που είναι ασήμαντη, που δεν έχει κανένα περιεχόμενο, καμιά ουσία: «στο τέλος μας έβγαλε κι ο πρόεδρος έναν δεκάρικο λόγο κι ύστερα ακολούθησε η ψηφοφορία»· βλ. και λ. δεκάρικος·
- δεν ακούει τα λόγια κανενός, αδιαφορεί για τις νουθεσίες, για τις συμβουλές που του δίνουν: «είναι τόσο πεισματάρικο παιδί, που δεν ακούει τα λόγια κανενός»·
- δεν αφήνεις τα λόγια! προτροπή σε κάποιον να πάψει να δικαιολογείται άλλο: «δεν αφήνεις τα λόγια και πες μου, γιατί κάθε τόσο κάνεις κοπάνα απ’ τη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε·
- δεν είπα ακόμη τον τελευταίο λόγο, βλ. συνηθέστ. δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- δεν έπιασε ο λόγος του, δεν έπεισε: «τον έφερα για μάρτυρα υπεράσπισης στο δικαστήριο, αλλά δεν έπιασε ο λόγος του»· βλ. και φρ. δεν πιάνει ο λόγος του·
- δεν έχουμε πολλά λόγια, βλ. συνηθέστ. δεν έχουμε πολλές κουβέντες, λ. κουβέντα·
- δεν έχω λόγια για να… ή δεν έχω λόγια να…, δεν μπορώ να βρω τα κατάλληλα λόγια για να εκφράσω αυτό που νιώθω, αυτό που αισθάνομαι ιδίως για κάτι καλό και πιο σπάνια για κακό: «δεν έχω λόγια για να σ’ ευχαριστήσω για το καλό που μου ’κανες || δεν έχω λόγια να σ’ ευχαριστήσω για τη βοήθεια που μου πρόσφερες || ήταν τόσο απαίσια η πράξη σου που δεν έχω λόγια να τη χαρακτηρίσω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω λόγια να σου πω, τσαχπίνικο κουκλί μου· σου λέω, φως μου, σ’ αγαπώ, εσύ ’σαι η ζωή μου
- δεν έχω λόγο, δεν πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου: «κανείς δεν μπορεί να μου πει πως δεν έχω λόγο, γιατί πάντα κρατώ το λόγο μου»·
- δεν έχω λόγο για να… ή δεν έχω λόγο να…, δεν έχω κάποια αιτία ή δικαιολογία για να κάνω κάτι: «δεν έχω λόγο για να ’ρθω κι εγώ μαζί σας να υποδεχτώ τον τάδε, γιατί δεν τον γνωρίζω || δεν έχω λόγο να τον κατηγορήσω, γιατί μου είναι αδιάφορος». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω λόγο να κάνω πίσω, θα το ρισκάρω να σ’ αγαπήσω
- δεν καταλαβαίνει από λόγια, βλ. φρ. δεν παίρνει από λόγια·
- δεν παίρνει από λόγια, α. δεν ακούει τις συμβουλές που του λένε, κάνει του κεφαλιού του: «προσπάθησα πολλές φορές, να τον συμβουλέψω, αλλά δεν παίρνει από λόγια». β. δεν υποκύπτει σε αυτά που του λένε, δεν υποκύπτει σε παρακάλια, δεν υπαναχωρεί από την αρχική του απόφαση ή θέση: «έπεσαν όλοι απάνω του και τον παρακαλούσαν ν’ αποσύρει τη μήνυση, αλλά αυτός δεν παίρνει από λόγια»·
- δεν παίρνω πίσω το λόγο μου ή δεν παίρνω το λόγο μου πίσω, δεν αναιρώ, δεν αθετώ μια συμφωνία ή μια υπόσχεσή μου, είμαι σταθερός στο λόγο μου, μένω πιστός στο λόγο μου: «όταν δώσω μια υπόσχεση, δεν παίρνω το λόγο μου πίσω»·
- δεν περνάει ο λόγος του, δεν εισακούεται, γιατί δεν έχει τις κατάλληλες γνώσεις, ιδίως γιατί δεν κατέχει κάποια ανώτερη θέση ή γιατί δεν έχει κοινωνική ή οικονομική ισχύ: «μην πας στον τάδε να σε βοηθήσει, γιατί δεν περνάει ο λόγος του»·
- δεν πιάνει ο λόγος του, δεν έχει ισχύ, βαρύτητα, δεν φέρνει αποτέλεσμα, δεν εισακούεται: «απ’ τη μέρα που παραιτήθηκε απ’ τη θέση του διευθυντή, δεν πιάνει ο λόγος του στην επιχείρηση»· βλ. και φρ. δεν έπιασε ο λόγος του·
- δεν υπάρχει κακός λόγος, όταν ξέρεις να τον πεις, κι άσχημο φαγητό, όταν ξέρεις να το μαγειρέψεις, βλ. λ. ξέρω·
- δεν υπάρχει λόγος, δε συντρέχει κάτι που να δικαιολογεί ή να κρίνει σκόπιμη κάποια ενέργειά μας, δεν είναι απαραίτητο: «δεν υπάρχει λόγος να προσλάβω νέο προσωπικό, γιατί αυτό που έχω, είναι ήδη υπεραρκετό || θα ’ρθεις κι εσύ μαζί μας; -Δεν υπάρχει λόγος»·
- δεν υπάρχουν λόγια για να…, πρόκειται για ανείπωτη κατάσταση, δεν είναι δυνατό να την εκφράσει, να την περιγράψει κανείς: «την αγαπώ τόσο πολύ που δεν υπάρχουν λόγια για να εκφράσω το τι νιώθω γι’ αυτή τη γυναίκα!». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια, δεν υπάρχουν λόγια στην καρδιά μου να σ’ τα γράψω με φιλιά να σ’ τα πω. Λόγια, δεν υπάρχουνε λόγια για την τρέλα που νιώθω επειδή σ’ αγαπώ)· 
- δίνω βάση στα λόγια του, βλ. λ. βάση·
- δίνω λόγο, α. αρραβωνιάζομαι ανεπίσημα μια γυναίκα, δεσμεύομαι με υπόσχεση γάμου: «την Κυριακή θα πάει στους γονείς της να δώσει λόγο». β. απολογούμαι για κάτι, λογοδοτώ: «μια μέρα θα δώσεις λόγο γι’ αυτά που κάνεις»·
- δίνω λόγο των πράξεών μου, απολογούμαι, λογοδοτώ για τις πράξεις μου: «κάποτε έρχεται ώρα, που όλοι δίνουμε λόγο των πράξεών μας»·
- δίνω πίστη στα λόγια του, βλ. λ. πίστη·
- δίνω το λόγο (σε κάποιον), επιτρέπω, υποδεικνύω κάποιον να μιλήσει: «μετά την ομιλία του, ο πρόεδρος έδωσε το λόγο στον τάδε»·
- δίνω το λόγο μου, δεσμεύομαι, υπόσχομαι, εγγυούμαι προφορικά: «είναι άνθρωπος που, όταν σου δώσει το λόγο του για κάτι, τον κρατάει || δεν μπορώ να σου πουλήσω το οικόπεδο, γιατί έδωσα το λόγο μου στον τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’δωσες το λόγο πως θα μ’ αγαπάς, μα εσύ ’σαι ψεύτρα και δεν τον τηράς
- δίνω το λόγο της τιμής μου, υπόσχομαι στην τιμή μου πως θα κάνω ή δε θα κάνω κάτι: «αφού σου ’δωσε το λόγο της τιμής του, να ’σαι σίγουρος πως θα κάνει αυτό που σου υποσχέθηκε». Ένας άντρας για να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στο λόγο της τιμής του αναφέρεται στο λόγο της αντρικής του τιμής·
- έγινε πολύς λόγος για το τίποτα, δημιουργήθηκε έντονη συζήτηση, χωρίς να υπάρχει σπουδαία αφορμή ή αιτία: «μια κουβέντα είπε ο άνθρωπος πάνω στο θυμό του κι έγινε πολύς λόγος για το τίποτα»· βλ. και φρ. έγινε πολύς θόρυβος για το τίποτα, λ. θόρυβος·
- είμαι σταθερός στο λόγος μου, βλ. φρ. δεν παίρνω πίσω το λόγο μου·
- είμαστε ακόμη στα λόγια, βρισκόμαστε ακόμη στις διαπραγματεύσεις, δε συμφωνήσαμε ακόμη: «δε φτάσαμε σε καμιά συμφωνία, γιατί είμαστε ακόμη στα λόγια»· βλ. και φρ. είμαστε ακόμη στα χαρτιά, λ. χαρτί·
- είναι ακριβός στα λόγια του, α. έχει τη συνήθεια να μη μιλάει πολύ, είναι ολιγόλογος: «όλοι δίνουν βάση σ’ αυτά που λέει, γιατί είναι ακριβός στα λόγια του». β. πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «δεν ανοίγει το στόμα του να μιλήσει, γιατί είναι ακριβός στα λόγια του»·
- είναι ανάξιο λόγου, (για πράγματα, θέματα ή θεάματα) που δεν έχει αξία, ενδιαφέρον, που είναι τόσο ασήμαντο, ώστε δεν αξίζει ούτε να αναφερθεί κανείς σε αυτό: «μη στενοχωριέσαι για ένα πράγμα που είναι ανάξιο λόγου || είδα χτες βράδυ το τάδε κινηματογραφικό έργο, αλλά μην πας να το δεις, γιατί είναι ανάξιο λόγου»·
- είναι ανάξιος λόγου, (για πρόσωπα) είναι τόσο ασήμαντος, που δεν αξίζει ούτε να αναφερθεί κανείς σε αυτό: «αν θέλεις να γίνει η δουλειά σου, μην πας στον τάδε, γιατί αυτός είναι ανάξιος λόγου»·
- είναι άξιο λόγου, (για πράγματα, θέματα ή θεάματα) είναι σημαντικό, ενδιαφέρον, αξιόλογο: «είναι άξιο λόγου αυτό που παρατήρησες, γι’ αυτό και πρέπει να το κουβεντιάσουμε διεξοδικά || να πας να δεις το τάδε κινηματογραφικό έργο, γιατί είναι άξιο λόγου»· βλ. και φρ. είναι λόγου άξιο·
- είναι άξιος λόγου, (για πρόσωπα) είναι σημαντικός, αξιόλογος: «είναι άνθρωπος άξιος λόγου, γι’ αυτό και τον βάλαμε αμέσως στην παρέα μας»·
- είναι λόγου άξιο, αξίζει να ειπωθεί, να αναφερθεί: «εδώ, νομίζω πως είναι λόγου άξιο να σας πω, τι ακριβώς υποστηρίζει και ο τάδε || επίσης, είναι λόγου άξιο ν’ αναφέρω τη θετική στάση που κράτησε ο τάδε κατά την περίοδο της δικτατορίας»· βλ. και φρ. είναι άξιο λόγου·
- είναι μετρημένος στα λόγια του, μιλάει συνετά: «να δίνεις βάση σ’ αυτά που σου λέει αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι μετρημένος στα λόγια του»· βλ. και φρ. είναι ακριβός στα λόγια του·   
- είναι όλο λόγια ή είναι μόνο λόγια, δεν πραγματοποιεί όσα υπόσχεται ή όσα απειλεί πως θα κάνει: «μην πιστεύεις αυτά που σου υπόσχεται, γιατί είναι όλο λόγια || δεν πραγματοποιεί καμιά απ’ τις φοβέρες του, γιατί είναι μόνο λόγια»·
- είπα, ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου, (κατηγορηματικά) δεν κρατώ την υπόσχεση που έδωσα σε κάποιον, αναιρώ απροκάλυπτα ή επιθετικά ό,τι υποσχέθηκα: «μπορεί να υποσχέθηκα να σε βοηθήσω αλλά, είπα, ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου»·
- είπαμε άσχημα λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε άσχημα λόγια·
- είπαμε βαριά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια·
- είπαμε δυο λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια·
- είπαμε δυο λόγια παραπάνω, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω·
- είπαμε πικρά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε πικρά λόγια·  
- είπαμε σκληρά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε σκληρά λόγια·
- είπαν άσχημα λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. φρ. είπαν κακά λόγια (κάποιοι για κάποιον)·
- είπαν κακά λόγια (κάποιοι για κάποιον), τον κακολόγησαν δίκαια ή άδικα: «έμαθα, πως στο μπαράκι είπαν κακά λόγια για σένα || όπου κι αν ρώτησα, είπαν κακά λόγια για σένα»·
- είπαν καλά λόγια (κάποιοι για κάποιον), μίλησαν επαινετικά γι’ αυτόν: «όπου κι αν ρώτησα, είπαν καλά λόγια για το γαμπρό μου»·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο! λέγεται από τρίτον στην περίπτωση που κάποιος εκφέρεται για κάποιον με εμπάθεια ή μειονεκτικά κάτι που επαναλαμβάνει εκ συστήματος και για άλλους: «να προσέχεις τον τάδε γιατί είναι κουμάσι. -Είπε πάλι τον καλό του το λόγο!»·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο, όπως συνηθίζει, μίλησε θετικά για κάποιον ή για κάτι: «όταν τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και θέλησε να μάθει για το ποιον του τάδε, είπε πάλι τον καλό του το λόγο»·
- είχαμε το λόγο σου, κουβεντιάζαμε, μιλούσαμε για σένα: «λίγο πριν έρθεις είχαμε το λόγο σου || προχτές που έλειπες απ’ την παρέα, είχαμε το λόγο σου»·
- εκείνος που κρατάει τον αετό απ’ την ουρά και τη γυναίκα απ’ το λόγο της, δεν κρατάει τίποτα, βλ. λ. γυναίκα·
- ένα λόγο είπα, βλ. φρ. μια κουβέντα είπα, λ. κουβέντα·
- ένας λόγος είναι αυτός, δηλώνει πως, εύκολα λέγεται κάτι και το υπονοούμενο είναι πως, δύσκολα πραγματοποιείται: «εγώ στη θέση σου θ’ απέλυα όλο το προσωπικό και θα προσλάμβανα καινούριο. -Ένας λόγος είναι αυτός»·
- ένας λόγος είναι να..., δηλώνει πως είναι αδύνατο ή τουλάχιστο, πάρα πολύ δύσκολο, να πραγματοποιηθεί αυτό που ειπώθηκε από κάποιον: «ένας λόγος είναι να ’ρθει να μας βρει, ρωτάς όμως αν μπορεί να ’ρθει από κει που βρίσκεται;»·
- επ’ ουδενί λόγο, βλ. φρ. για κανέναν λόγο·
- έργα (κι) όχι λόγια! βλ. λ. έργο·
- έρχομαι στα λόγια (με κάποιον), λογομαχώ, φιλονικώ με κάποιον: «θυμήθηκαν παλιές διαφορές τους κι ήρθαν στα λόγια»·
- έρχομαι στα λόγια του, ενώ αμφισβητούσα ή διαφωνούσα με τα λόγια κάποιου, αναγκάζομαι να τα ασπαστώ, γιατί αποδείχτηκαν σωστά ή αληθινά: «στην αρχή δεν τον πίστευα που έλεγε πως ο τάδε ήταν απατεώνας, όταν όμως αποδείχτηκε η κατάχρησή του, τότε ήρθα στα λόγια του»·
- ευαγγέλιο τα λόγια σου! βλ. λ. ευαγγέλιο·
- ευαγγέλιο τα λόγια του, βλ. λ. ευαγγέλιο·
- έχασε τα λόγια του, α. δεν μπόρεσε να πει τίποτα, δεν μπόρεσε να βρει δικαιολογία για κάποιο παράπτωμα ή για κάποια ένοχη πράξη του που αποκαλύφθηκε: «μόλις βρήκαν μέσα στην τσάντα του τον κλεμμένο αναπτήρα, έχασε τα λόγια του». β. ένιωσε τέτοια απορία, έκπληξη, θαυμασμό ή φόβο που δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη: «όταν μ’ είδε αγκαζέ με την καινούρια μου γκόμενα, έχασε τα λόγια του || μόλις είδε το φορτηγό να ’ρχεται με φόρα καταπάνω του, έχασε τα λόγια του». Συνών. έχασε τη λαλιά του / έχασε τη μιλιά του / έχασε τη φωνή του. γ. (για ηθοποιούς) ξέχασε το κείμενο που έπρεπε να πει και είπε άλλα αντί άλλων ή έκανε κενό: «πρόσεχέ τον, γιατί χάνει διαρκώς τα λόγια του και μπορεί να σε κρεμάσει στη σκηνή»·
- έχει ακριβά τα λόγια του, βλ. συνηθέστ. είναι ακριβός στα λόγια του·
- έχει βάρος ο λόγος του, βλ. συνηθέστ. μετράει ο λόγος του·
- έχει έναν γλυκό λόγο για τον καθένα, συνηθίζει να παρηγορεί τους άλλους σε περίπτωση που δυστυχούν: «όλοι τον εκτιμούν και τον αγαπούν γιατί έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα»·
- έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα, συνηθίζει να εκφέρεται για τους άλλους επαινετικά: «όταν είναι να εκφέρει τη γνώμη του έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα»·
- έχει πέραση ο λόγος του, βλ. φρ. περνάει ο λόγος του·
- έχει το χάρισμα του λόγου, βλ. λ. χάρισμα·
- έχει τον πρώτο λόγο, έχει τη διοίκηση, το πρόσταγμα σε ένα χώρο ή σε μια ομάδα ατόμων: «αυτόν που βλέπεις, έχει τον πρώτο λόγο στο εργοστάσιο που δουλεύω || τον πρώτο λόγο στο σωματείο των εργαζομένων τον έχει ο πρόεδρος»·
- έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, έχει συγκεντρωμένες στα χέρια του όλες τις αρμοδιότητες, αποφασίζει και διατάζει σε ένα χώρο ή σε μια ομάδα ατόμων: «είναι πανίσχυρος μέσα στην εταιρεία μας, γιατί έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο || ο πρωθυπουργός, έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο μέσα στην κυβέρνηση»· 
- έχει τον τελευταίο λόγο, παίρνει την τελική απόφαση: «αν θέλεις να κλείσεις τη δουλειά ν’ αποταθείς στον τάδε, γιατί αυτός έχει τον τελευταίο λόγο στην επιχείρηση»·
- έχεις το λόγο μου, έκφραση με την οποία διαβεβαιώνουμε κάποιον πως θα τηρήσουμε κάποια υπόσχεσή μας που του δώσαμε: «να μείνω ήσυχος πως θα με βοηθήσεις; -Έχεις το λόγο μου». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι δε θα δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί κι έχεις το λόγο μου, γλυκιά μου αγάπη, στιγμή δε θα σ’ απαρνηθώ και στρώσε μου να κοιμηθώ)·  
- έχω λόγο, α. έχω κάποια αιτία ή κάποιο σκοπό: «έχω λόγο που θέλω να τον δείρω || έχω λόγο που θέλω να μπω μέσα». β. πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου: «αν υποσχεθώ κάτι σε κάποιον το πραγματοποιώ, γιατί έχω λόγο». (Λαϊκό τραγούδι: και να μη με λένε Γιώργο, αν εγώ δεν έχω λόγο)· βλ. και φρ. έχω το λόγο·
- έχω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), α. θέλω να σου μιλήσω εν συντομία: «στάσου μισό λεπτό, γιατί έχω να σου πω δυο λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: έλα μαγκάκι μου μικρό, που ’χω δυο λόγια να σου πω. Τούρνε και τούρνε, τούρνε και ναι, πες το βρε μάγκα μου το ναι). β. έχω τη διάθεση, θέλω να σε συμβουλέψω: «επειδή βλέπω ότι κάνεις ανοησίες, έχω να σου πω δυο λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: δυο λόγια έχω να σου πω, κοίτα το σπιτικό σου, αν δεν αλλάξεις συ μυαλό, θα ’ναι κακό δικό σου
- έχω το λόγο, α. (για επιχειρήσεις, οργανισμούς, εργασιακούς χώρους, συγκροτημένες ομάδες) διευθύνω, έχω το πρόσταγμα, προστάζω: «σ’ αυτή την επιχείρηση μόνο εγώ έχω το λόγο». β. (για πρόσωπα) μπορώ να μιλήσω, ήρθε η σειρά μου να μιλήσω, μιλώ: «μετά τον τάδε έχω το λόγο || αυτή τη στιγμή έχει το λόγο ο τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν δε σ’ αρέσουν όλ’ αυτά, που σου ’χα πει πρωτίστως, το ζεϊμπεκάκι είν’ έτοιμο έχει το λόγο ο Χρήστος)· βλ. και φρ. έχω λόγο·
- έχω το λόγο μου ή έχω τους λόγους μου, υπάρχει συγκεκριμένη πρόθεση, συγκεκριμένος σκοπός, που κάνω ή που θέλω να κάνω κάτι: «έχω το λόγο μου που έρχομαι κι εγώ μαζί σας στη συγκέντρωση του τάδε || έχω τους λόγους μου που θέλω να τον συναντήσω»·
- έχω το λόγο σου; δεσμεύεσαι; μου το υπόσχεσαι(;): «έχω το λόγου σου, πως δε θα πεις σε κανέναν αυτό που θα σου εκμυστηρευτώ;»·
- έχω το λόγο του, έχω την υπόσχεσή του, τη διαβεβαίωσή του: «έχω το λόγο του, πως θα με βοηθήσει αν χρειαστώ βοήθεια»· 
- ζητάει το λόγο κι από πάνω, συμπεριφέρεται ως απαιτητής ή ως κατήγορος ενώ στην πραγματικότητα είμαι υπόχρεος ή υπόλογος: «δε φτάνει που είναι η αιτία που χάσαμε τη δουλειά, ζητάει το λόγο κι από πάνω»·
- ζητώ το λόγο, α. απαιτώ εξηγήσεις, διευκρινήσεις: «δεν μπορείς, κάθε τόσο, για ψύλλου πήδημα να ζητάς το λόγο». β. θέλω να μιλήσω, θέλω το λόγο: «ζητώ το λόγο για να πω κι εγώ τις απόψεις μου»·
- ζυγιάζω τα λόγια μου, μιλώ ύστερα από σκέψη, μιλώ με περίσκεψη: «όταν πρόκειται να εκφέρω τη γνώμη μου για κάποιον άνθρωπο, ζυγιάζω τα λόγια μου»·
- ζυγιασμένα λόγια, που λέγονται ύστερα από σκέψη, από περίσκεψη, τα μετρημένα λόγια: «λέει ζυγιασμένα λόγια, γι’ αυτό πάντα θέλουν όλοι να τον συμβουλεύονται»·
- ζυγίζει ο λόγος του, βλ. συνηθέστ. μετράει ο λόγο του·
- θα σου πω δυο λόγια, θα σου πω κάτι εν συντομία και ιδίως λέγεται σε περίπτωση συμβουλών: «κάνεις άστατη ζωή και θα σου πω δυο λόγια, μόνο και μόνο επειδή είσαι ο γιος του φίλου μου». Συνών. θα σου πω δυο κουβέντες·
- θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο, είναι συνηθισμένος ή επιδιώκει να κλείνει μια συζήτηση: «δε θα τελειώσουμε ποτέ αυτή τη συζήτηση αν δε τον αφήσεις να μιλήσει τελευταίος, γιατί θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο»·
- θέλει το λόγο κι από πάνω, βλ. συνηθέστ. ζητάει το λόγο κι από πάνω·
- θέλω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), βλ. φρ. έχω να σου πω δυο λόγια (λογάκια)·
- θέλω το λόγο, επιθυμώ να μιλήσω, ζητώ το λόγο: «αφού μίλησε ο τάδε, θέλω κι εγώ το λόγο»·
- ίσια λόγια, λόγια που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «τους μίλησε με ίσια λόγια και δεν μπόρεσε να πει κανείς τίποτα»·
- καθαρά λόγια, που λέγονται χωρίς υπεκφυγές, χωρίς υπονοούμενα, λόγια που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, τα παστρικά λόγια: «όταν λες καθαρά λόγια, δεν έχεις να φοβάσαι κανέναν»·
- κάθομαι (πάνω) στο λόγο μου, είμαι συνεπής με αυτά που λέω ή υπόσχομαι, κρατώ το λόγο μου: «αφού στο υποσχέθηκα, θέλω να ’σαι σίγουρος πως με την πρώτη ευκαιρία θα σε πάρω στη δουλειά μου, γιατί εγώ κάθομαι πάνω στο λόγο μου»·  
- κακά λόγια, τα αισχρόλογα: «τα καλά παιδιά δε λένε κακά λόγια»·
- κάνω λόγο, α. αναφέρω: «δεν πιστεύω να κάνεις λόγο στο διευθυντή που άργησα το πρωί στη δουλειά!». β. μνημονεύω: «κάθε τόσο κάνουμε λόγο για τον τάδε, που πέθανε πριν από καιρό». γ. θίγω ένα ζήτημα ζητώντας εξηγήσεις, επεξηγήσεις: «δεν είναι σωστό να κάνεις λόγο γι’ αυτά τα μικροπράγματα». δ. αναφέρομαι, συζητώ: «μια ώρα μιλάμε γι’ αυτή τη δουλειά, αλλά ακόμη δεν κάναμε λόγο για το πώς θα βρεθούν τα λεφτά που χρειαζόμαστε». Συνών. κάνω κουβέντα·
- κάνω τα λόγια πράξη, ενεργοποιούμαι για να εφαρμόσω αυτά που λέω, εφαρμόζω, πραγματοποιώ αυτά που λέω: «εγώ δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους που μένουν στις μεγαλοστομίες, γιατί κάνω τα λόγια πράξη»·
- καλύτερα να πάρεις το λόγο του, παρά την υπογραφή του, είναι τόσο σωστός, τόσο γνήσιος άντρας, που δίνει περισσότερη αξία στο λόγο του, παρά στην υπογραφή του. Το σκεπτικό στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως, η υπογραφή, για διάφορους λόγους που μπορεί να προκύψουν, με κατάλληλα ένδικα μέσα μπορεί να αναιρεθεί, όμως ο λόγος ενός σωστού, ενός γνήσιου άντρα, δεν αναιρείται ποτέ και με τίποτα·
- κατά κύριο λόγο, κυρίως, κατ’ εξοχήν: «ο ελληνικός λαός, είναι λαός ευγενικός και κατά κύριο λόγο, είναι φιλόξενος λαός»·
- κατά πρώτο λόγο, πρώτα από όλα, αρχικά, πρωτίστως: «θα μπορέσω να κάνω δουλειά μαζί σου, κατά πρώτο λόγο όμως, θα πρέπει να τακτοποιήσουμε όλους τους παλιούς μας λογαριασμούς»·    
- κενά λόγια, βλ. συνηθέστ. κούφια λόγια·
- κούφια λόγια, λόγια κενού περιεχομένου, οι αερολογίες: «μας μιλούσε μια ώρα και τι έλεγε νομίζεις, κούφια λόγια έλεγε και μας εκνεύρισε όλους || ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα Περικλή Σφυρίδη»·
- κρατώ λόγια, βλ. συνηθέστ. κρύβω λόγια·
- κρατώ το λόγο μου, πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου, είμαι συνεπής σε αυτά που λέω ή υπόσχομαι: «αφού υποσχέθηκε πως θα σε βοηθήσει, μείνε ήσυχος, γιατί αυτός κρατάει το λόγο του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ σου παραστάθηκα στον πόνο σου μα όμως δεν εκράτησες το λόγο σου
- κρύβε λόγια, συνωμοτική έκφραση σε κάποιον να μη λέει, συνήθως κάτι, που δε θέλουμε να γίνει γνωστό στους παρευρισκόμενους. Συνήθως επαναλαμβανόμενο· 
- κρύβω λόγια, α. δεν αναφέρω σε μια εξιστόρησή μου γεγονότα που ίσως με θίγουν ή με ενοχοποιούν, που ίσως θίγουν ή ενοχοποιούν κάποιον: «κι ενώ μας τα ’λεγε μια χαρά, μόλις είδε να πλησιάζει ο τάδε στη συντροφιά μας, άρχισε να κρύβει λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: συλλαμβάνεσαι απόψε ξαφνικά να κρύβεις λόγια και να ψάχνεις μέσ’ τη νύχτα για καινούρια δρομολόγια).β. συγκρατούμαι, ενεργώ προσεκτικά, μετρημένα: «κρύψε λόγια στην περίπτωση αυτή, γιατί το ζήτημα θέλει μεγάλη προσοχή»·
- λαβαίνω το λόγο, βλ. φρ. παίρνω το λόγο. (Λαϊκό τραγούδι: σπάστα όλα, ρε αγιογδύτη, με της δίκοπης τη μύτη· και σα λάβουνε το λόγο θα έλα φώναξε το Γώγο
- λαμπικαρισμένα λόγια, λόγια ξεκάθαρα, ολοκάθαρα, που δεν αφήνουν υπονοούμενα και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «μιλούσε με λαμπικαρισμένα λόγια κι ο καθένας καταλάβαινε τι ήθελε να πει»·
- λέει άσχημα λόγια, (συνήθως για μικρό παιδί) βλ. φρ. λέει κακά λόγια·
- λέει κακά λόγια, (συνήθως για μικρό παιδί) είναι κακόγλωσσο, αισχρολόγο, βρομόγλωσσο: «πρόσεχε το γιο σου, γιατί λέει κακά λόγια»·
- λέει όμορφα λόγια, α. έχει τον τρόπο να παρουσιάζει τα γεγονότα ωραιοποιημένα: «πρέπει να στείλουμε κάποιον που λέει όμορφα λόγια, για να τον πληροφορήσει για το ατύχημα του γιου του». β. χρησιμοποιεί ευγενικές, κολακευτικές εκφράσεις: «όλες οι γυναίκες τον συμπαθούν, γιατί λέει όμορφα λόγια»·
- λέει τον τελευταίο λόγο, βλ. φρ. έχει τον τελευταίο λόγο·
- λέω κακά λόγια, αισχρολογώ: «σου έχω πει, πως όταν υπάρχουν γυναίκες στην παρέα μας, να μη λες κακά λόγια»·
- λέω κακά λόγια (για κάποιον), εκφράζομαι αρνητικά για κάποιον: «γι’ αυτόν τον άνθρωπο, όλοι λένε κακά λόγια»·
- λέω καλά λόγια (για κάποιον), εκφράζομαι θετικά για κάποιον: «είναι καλός άνθρωπος, γι’ αυτό κι όλοι λένε καλά λόγια γι’ αυτόν»·
- λέω λόγια (για κάποιον), κακολογώ κάποιον: «δεν έχω συνηθίσει να λέω λόγια για κανέναν»·
- λέω μπόσικα λόγια, μιλώ επιπόλαια: «όταν μιλάς με σοβαρούς ανθρώπους, δε θέλω να λες μπόσικα λόγια»·
- λέω πικρά λόγια, πικραίνω κάποιον με αυτά που του λέω: «τον στενοχώρησες, γιατί του είπες πικρά λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια πικρά μη λέμε, όπως συχνά συμβαίνει· εμείς οι δυο μας πρέπει να ζούμε αγαπημένοι
- λίγα λόγια! ή λίγα τα λόγια σου! (απειλητικά) μη λες πολλά, μην αυθαδιάζεις, μην προκαλείς: «λίγα τα λόγια σου, γιατί θα τις φας!»·
- λίγα λόγια και καλά, λόγια σύντομα και σωστά και με περιεχόμενο: «εκεί που θα πας, αν τύχει και μιλήσεις, θα πεις λίγα λόγια και καλά». (Λαϊκό τραγούδι: εβίβα ρεμπέτες εβίβα παιδιά μες τη ρεμπέτικη τούτη βραδιά, παίξε μπουζούκι μου κι όχι πολλά, λίγα λόγια και καλά
- λόγια αγάπης, τα ερωτόλογα: «μόλις αποτραβήχτηκαν απ’ τον κόσμο, άρχισαν ν’ ανταλλάσσουν λόγια αγάπης»·
- λόγια ντόμπρα ή λόγια σταράτα ή λόγια ντόμπρα και σταράτα, που λέγονται με ευθύτητα, με ειλικρίνεια, με τρόπο κατηγορηματικό: «θέλω λόγια ντόμπρα και σταράτα κι όχι μεσοβέζικα»·
- λόγια πλάνα, που λέγονται με σκοπό να ξεγελάσουν, που πλανέψουν, ιδίως ερωτικά: «είχε μια τέχνη να λέει λόγια πλάνα, μέχρι να κάνει τη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: στριφογυρίζεις σαν τσιγγάνα και μες στα μπαρ που τραγουδάς, πολλούς γελάς με λόγια πλάνα τρελή γυναίκα μιας βραδιάς
- λόγια που τσούζουν, βλ. φρ. τσουχτερά λόγια·  
- λόγια της δεκάρας, που δεν έχουν καμιά ουσία, κανένα περιεχόμενο: «θέλησε να τον συμβουλέψει, αλλά του ’λεγε λόγια της δεκάρας»·
- λόγια της καραβάνας, α. οι καυχησιές, τα φανταστικά κατορθώματα: «κάθε φορά που πίνει λίγο παραπάνω, αρχίζει να μας λέει λόγια της καραβάνας». β. αερολογίες, ανοησίες: «κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του αυτός ο άνθρωπος, λέει λόγια της καραβάνας». Από την εικόνα των στρατιωτών που, την ώρα του φαγητού, διηγούνται φανταστικές ιστορίες, συνήθως ερωτικές ή αναφέρονται σε διαταγές ευνοϊκές για το στράτευμα που όμως δεν έχουν βάση·
- λόγια της καρδιάς, λόγια ειλικρινή, εγκάρδια: «αυτά που σου είπα, ήταν λόγια της καρδιάς, γι’ αυτό πρέπει να τα πάρεις πολύ σοβαρά»·
- λόγια του αέρα, α. φλυαρίες, αερολογίες, ανοησίες: «καθόταν μια ώρα και μας έλεγε λόγια του αέρα». β. υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται: «μου ’χε τάξει λαγούς με πετραχήλια, αλλά όλα ήταν λόγια του αέρα»·
- λόγια του κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- λόγια του κόσμου, φήμες, κακόβουλες διαδόσεις. (Λαϊκό τραγούδι: λόγια του κόσμου μην ακούς αχ, μην ακούς κανένα γιατί αχ, μικράκι μου ψοφώ κι είμαι τρελός για σένα
- λόγια του κρασιού, κουβέντες που γίνονται κατά την οινοποσία και κατ’ επέκταση, που δεν είναι σοβαρές, αφού υπάρχει πιθανότητα χαλάρωσης των αντιστάσεων ή και μέθης, λόγια άνευ σημασίας: «τον βρήκα στην ταβέρνα κι είπε πως θα με βοηθήσει στη δουλειά μου, αλλά δεν έκανε τίποτα, γιατί ήταν λόγια του κρασιού»·
- λόγια του κώλου, α. ανοησίες: «δεν πρόσεχε κανένας αυτά που έλεγε, γιατί ήταν λόγια του κώλου». β. υποσχέσεις που είμαστε σίγουροι πως δε θα πραγματοποιηθούν: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει, γιατί είναι λόγια του κώλου»·
- λόγια του ποδαριού, αυτά που λέγονται βιαστικά στο πόδι, όταν συναντιούνται δυο άτομα στο δρόμο και κατ’ επέκταση, που δεν έχουν βάση, που δεν έχουν σοβαρότητα: «συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο, είπαμε δυο λόγια του ποδαριού και χωρίσαμε»·
- λόγια χωρίς (δίχως) ουσία, βλ. φρ. λόγια χωρίς (δίχως) περιεχόμενο·
- λόγια χωρίς (δίχως) περιεχόμενο, οι αερολογίες: «μιλούσε μια ώρα, αλλά δεν τον άκουγε κανείς, γιατί έλεγε λόγια χωρίς περιεχόμενο»·
- λόγο κύριε πρόεδρε! ειρωνική προτροπή σε άτομο της παρέας, που έχει μανία με τις επισημότητες και τις προπόσεις. Από την αντίληψη που επικρατεί γενικά, ότι οι μισοί Έλληνες σήμερα, κατέχουν κάποιο προεδριλίκι·
- λόγο! λόγο! βλ. φρ. λόγο κύριε πρόεδρε(!)
- λόγο στο λόγο ή λόγο το λόγο, με τη συζήτηση, στη διάρκεια της συζήτησης: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε και λόγο στο λόγο, θυμηθήκαμε μέχρι και τα παιδικά μας χρόνια». (Τραγούδι: λόγο στο λόγο και νυχτωθήκαμε, μας πήρε ο πόνος και ξεχαστήκαμε
- λόγος είναι και λέγεται, καθησυχαστική έκφραση σε κάποιον γι’ αυτό που του είπαμε, γιατί δεν έχει καμιά σοβαρότητα ή βαρύτητα, γιατί ειπώθηκε έτσι, χωρίς βαθύτερη αιτία: «μην παίρνεις τοις μετρητοίς αυτό που σου ’πα, γιατί λόγος είναι και λέγεται». Αρκετές φορές, μετά τη φρ. ακούγεται χάριν αστεϊσμού το μήπως νοίκι δίνουμε ή εφορία πληρώνουμε·
- λόγος κενός περιεχομένου, που δεν εκφράζει κάτι ουσιαστικό, που δεν έχει ουσία: «ο λόγος του προέδρου, ήταν ένας λόγος κενός περιεχομένου»·
- λόγος να γίνεται, θέμα ή συνομιλία χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, αλλά που γίνεται απλώς για να περάσει η ώρα: «δεν πιστεύω να σοβαρολογείς πως θα του κάνεις μήνυση. -Όχι μωρέ, λόγος να γίνεται». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έτσι ή το ναι, έτσι. Συνών. κουβέντα να γίνεται·
- λόγος τιμής, βεβαίωση ή υπόσχεση της οποίας η διάψευση ή η αθέτηση, συνεπάγεται την απώλεια της αξιοπιστίας ή της υπόληψης αυτού που έδωσε  το λόγο τιμής: «ο λόγος τιμής δεν παίρνεται ποτέ πίσω»·
- λόγου χάρη ή λόγου χάριν, (σε συντομογραφία λ.χ.) για παράδειγμα, παραδείγματος χάρη: «αν, λόγου χάρη, έρθει ο τάδε, θα πεις και σ’ αυτόν τα ίδια πράγματα»·
- λόγω τιμής! όρκος ατόμου, του οποίου η αθέτηση συνεπάγεται την απώλεια της τιμής του: «έτσι έγιναν τα πράγματα; -Λόγω τιμής, σου λέω, έτσι έγιναν!». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ ό,τι πεις, εσύ ό,τι πεις, θα κάνω εγώ λόγω τιμής
- μ’ άλλα λόγια, δηλαδή: «στο εξής, όλοι θ’ αναφέρεστε στον τάδε. -Μ’ άλλα λόγια θα ’ναι ο προϊστάμενός μας;»·
- μ’ ένα λόγο, βλ. συνηθέστ. με δυο λόγια·
- μασάει τα λόγια του, αποφεύγει, διστάζει να ομολογήσει κάτι, δε μιλάει καθαρά, μιλάει με υπεκφυγές, προσπαθεί να αποκρύψει κάτι: «σ’ όλη τη διάρκεια της ανάκρισης, ο μάρτυρας μασούσε τα λόγια του»·
- μασημένα λόγια, που δεν είναι καθαρά και ξάστερα, που κάτι προσπαθούν να αποκρύψουν: «θέλω να με μιλάς με ειλικρίνεια, γιατί απεχθάνομαι τα μασημένα λόγια»·
- με δυο λόγια, συνοπτικά, περιληπτικά, εν ολίγοις: «αν μπορείς, πες μας με δυο λόγια τι έγινε || ο ένας δε με βοηθάει, ο άλλος με κατηγορεί, ο τρίτος θέλει να με μηνύσει, με δυο λόγια, πάω κατά διαβόλου». (Λαϊκό τραγούδι: μα εγώ, κυ0πόλισμαν, το ξέρεις, σ’ αγαπώ· βάλε βάση κι άκουσε δυο λόγια να σου πω
- με λίγα λόγια, περιληπτικά, εν ολίγοις: «πες μας με λίγα λόγια, πώς ακριβώς έγινε το δυστύχημα»·
- με λόγια ή με τα λόγια, υποθετικά: «με τα λόγια όλα μπορούν να γίνουν»·
- με το λόγο, κατά τη διάρκεια της κουβέντας: «πες ο ένας, πες ο άλλος, με το λόγο πιάστηκαν στα χέρια»·
- μεγάλα λόγια, υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται, οι μεγαλοστομίες: «δε θέλω ν’ ακούσω άλλες υποσχέσεις, γιατί από μεγάλα λόγια είμαι μπουχτισμένος». (Λαϊκό τραγούδι: τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, μου τα ’πες με το πρώτο μου το γάλα
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μείναμε στα λόγια, δεν πραγματοποιήσαμεκάποιο σχέδιο ή κάποια δουλειά που συζητούσαμε: «καταστρώσαμε ολόκληρο σχέδιο πώς θα στήσουμε τη δουλειά, αλλά μείναμε στα λόγια, γιατί δεν μπορέσαμε να βρούμε χρηματοδότη»· βλ. και φρ. μείναμε στα χαρτιά, λ. χαρτί·
- μένω στα λόγια, δεν πραγματοποιώ αυτά που υπόσχομαι: «μην πιστεύεις αυτά που σου υπόσχεται, γιατί πάντα μένει στα λόγια»·
- μένω στο λόγο μου ή μένω πιστός στο λόγο μου, βλ. φρ. δεν παίρνω πίσω το λόγο μου·
- μεσοβέζικα λόγια, που δεν είναι ξεκάθαρα, που λέγονται με υπεκφυγές, ήξεις αφήξεις: «θα μου πεις τα πράγματα όπως έγιναν, γιατί δε μ’ αρέσουν τα μεσοβέζικα λόγια»·
- μετράει ο λόγος του, είναι υπολογίσιμος, έχει βαρύτητα: «αν θέλεις να τελειώσεις τη δουλειά σου γρήγορα, πήγαινε στον τάδε, γιατί μετράει ο λόγος του»·
- μετράω τα λόγια μου, α. μιλώ πάντα ύστερα από πολλή σκέψη, μιλώ σωστά, συνετά: «αφού το είπε ο τάδε το πιστεύω, γιατί αυτός μετράει τα λόγια του». β. είμαι ολιγόλογος: «σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, είπε κάνα δυο κουβέντες μόνο, γιατί μετράει τα λόγια του»·
- μετρημένα λόγια, λόγια που λέγονται ύστερα από πολύ σκέψη, από περίσκεψη, λόγια σωστά, συνετά: «αυτός δεν είναι φαφλατάς σαν τους άλλους, γιατί λέει πάντα μετρημένα λόγια»·
- μετρημένα τα λόγια σου! αυστηρή παρατήρηση σε κάποιον με την έννοια να προσέχει πώς μιλάει, να μιλάει σεμνά, συνετά: «μετρημένα τα λόγια σου, γιατί θα τις φας!»· βλ. και φρ. τα λόγια σου μετρημένα·
- μη γίνει λόγος, να μην κοινοποιηθούν σε άλλον ή σε άλλους αυτά τα οποία κουβεντιάσαμε: «ό,τι είπαμε, μη γίνει λόγος σε κανέναν, γιατί θέλω να μείνουν μεταξύ μας»·
- μην πεις δεύτερο λόγο, βλ. φρ. δε θέλω δεύτερο λόγο·
- μου φεύγουν λόγια, δεν μπορώ να κρατήσω μυστικό, όχι επειδή θέλω να το κοινολογήσω, αλλά επειδή είμαι αφελής ή φλύαρος: «μη μου εμπιστευτείς κανένα μυστικό, γιατί μου φεύγουν λόγια χωρίς να το καταλάβω»·
- μπερδεύω τα λόγια μου, δε μιλώ καθαρά, μιλώ με δυσκολία, δεν μπορεί να ξεχωρίσει κανείς τι λέω: «όταν είμαι μεθυσμένος, μπερδεύω τα λόγια μου || κάθε φορά που είμαι νευριασμένος, μπερδεύω τα λόγια μου». Πρβλ.: έχω απόψε ραντεβού, ραντεβού με σένα κι απ’ το τρακ τα λόγια μου τα ’χω μπερδεμένα (Λαϊκό τραγούδι)· βλ. και φρ. μπουρδουκλώνω τα λόγια μου·
- μπόσικα λόγια, αυτά που λέγονται με επιπολαιότητα: «τα μπόσικα λόγια δεν αρμόζουν σε σοβαρούς ανθρώπους»·
- μπουρδουκλώνω τα λόγια μου, δε μιλώ ξεκάθαρα, μιλώ με ασάφεια, με υπεκφυγές για να μην πω την αλήθεια, ιδίως για να μην αποκαλύψω κάποια παράνομη πράξη που ενοχοποιεί κάποιον ή κάποιους: «αν δεν μπουρδούκλωνα τα λόγια μου στον ανακριτή, θα ’ταν σήμερα όλοι φυλακή»· βλ. φρ. μπερδεύω τα λόγια μου·
- να λείπουν τα λόγια, κατηγορηματική έκφραση που απαγορεύει κάθε αντίρρηση, κριτική ή δικαιολογία για κάτι που ειπώθηκε, ιδίως ως προσταγή: «τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως σας τα λέω και να λείπουν τα λόγια»·
- να σου λείπουν τα πολλά λόγια, έκφραση με αυστηρή ή απειλητική διάθεση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να είναι σύντομος σε αυτό που θέλει να μας πει, ή να πάψει να μιλάει πολύ: «πες μου ακριβώς τι θέλεις και να σου λείπουν τα πολλά τα λόγια»·
- ντροπιάζω το λόγο μου, δεν κρατώ μια υπόσχεση που έδωσα, την παραβαίνω, την αθετώ: «όταν υπόσχομαι κάτι σε κάποιον, δεν ντροπιάζω το λόγο μου»·
- ξεκάρφωτα λόγια, που δεν έχουν ειρμό ή λογική βάση, τα ασυνάρτητα: «έλεγε τόσο ξεκάρφωτα λόγια, που δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε το παραμικρό»·
- ξεκρέμαστα λόγια, έκφραση ηπιότερη του ξεκάρφωτα λόγια·
- ξοδεύω τα λόγια μου, επιχειρηματολογώ ή συμβουλεύω μάταια κάποιον: «ό,τι και να πεις, ξοδεύεις τα λόγια σου, γιατί έχει ήδη παρθεί η απόφαση || όσο και να τον συμβουλεύεις, ξοδεύεις τα λόγια σου, γιατί δε βάζει μυαλό»·
- ο εν λόγω, βλ. φρ. ο περί ου ο λόγος·
- ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ιδίως ενός διαπληκτισμού, ειπώθηκαν σκληρά λόγια: «στην αρχή κουβέντιαζαν ήρεμα, αλλά ξαφνικά αγρίεψαν, ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, ώσπου, στο τέλος, αρπάχτηκαν στα χέρια»·
- ο θείος λόγος, η χριστιανική διδασκαλία: «βαδίζει στη ζωή του σύμφωνα με το θείο λόγο»·
- ο Θεός κι ο λόγος σου! βλ. λ. Θεός·
- ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει κι αποδίδει πολλά, με την καλή, την ευγενική συμπεριφορά καταφέρνουμε να πετύχουμε το σκοπό μας: «στις δουλειές σου να ’σαι σωστός κι ευγενικός με τους ανθρώπους γιατί, ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει και αποδίδει πολλά»·
- ο λόγος είναι αργυρός, μα η σιωπή χρυσός, βλ. λ. σιωπή·
- ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου άσ’ το ή ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φά’ το, δηλώνει πως τα πικρά λόγια δεν εξαλείφονται με υλικά ανταλλάγματα·
- ο λόγος το λέει, λέγεται για κάτι που συζητιέται, χωρίς να υπάρχει πρόθεση να πραγματοποιηθεί: «δηλαδή, με τα σωστά σου, έχεις σκοπό να του κάνεις μήνυση για ψύλλου πήδημα; -Ο λόγος το λέει». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έλα μωρέ ή το όχι μωρέ· βλ. και φρ. που λέει ο λόγος·
- ο λόγος το φέρνει, λέω κάτι παρεμπιπτόντως, χωρίς να αποδίδω ιδιαίτερη σημασία σε αυτό τη στιγμή που το κουβεντιάζω, χωρίς να το έχω υπολογίσει από πριν, αλλά μόνο και μόνο επειδή ήρθε η συζήτηση σε αυτό το θέμα: «μια που ο λόγος το φέρνει, θα δω τι θα κάνω και με εκείνη την υπόθεση». Συνών. η κουβέντα το φέρνει·
- ο λόγος του είναι νόμος, ο λόγος του έχει αναντίρρητη δύναμη επιβολής, ό,τι λέει εκτελείται από τους άλλους χωρίς την παραμικρή αντίρρηση: «ό,τι και να πει, γίνεται αμέσως, γιατί ο λόγος του είναι νόμος»·
- ο λόγος του είναι σπαθί, κρατάει το λόγο του, εκπληρώνει τις υποσχέσεις του: «αν σου το υποσχέθηκε, σίγουρα θα σε βοηθήσει, γιατί ο λόγος του είναι σπαθί»·
- ο λόγος του είναι συμβόλαιο, πραγματοποιεί πάντα την υπόσχεσή του κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, είναι απόλυτα αξιόπιστος: «αφού στο υποσχέθηκε, θα σε βοηθήσει, ο κόσμος να χαλάσει, γιατί ο λόγος του είναι συμβόλαιο». (Λαϊκό τραγούδι: ο λόγος του συμβόλαιο, στον κόσμο έχει βέτο, το ούζο πίνει ανέρωτο και τον καφέ του σκέτο
- ο Λόγος του Θεού, η χριστιανική διδασκαλία: «τηρεί με μεγάλη ευλάβεια το Λόγο του Θεού»·
- ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια, σε θεωρητικό επίπεδο, στην κουβέντα, όλα φαίνονται εύκολα, στην πράξη όμως είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν: «μην πιστεύεις πως μπορεί να πραγματοποιήσει αυτά που σου λέει, γιατί ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια»·
- ο περί ου ο λόγος, αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος, αυτός για τον οποίο κουβεντιάζουμε: «ιδού και ο περί ου ο λόγος, που μας έρχεται σεινάμενος κουνάμενος»·
- ο τελευταίος λόγος, βλ. συνηθέστ. η τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- όμορφα λόγια, λόγια ευγενικά, κολακευτικά: «σ’ όλους τους ανθρώπους αρέσει ν’ ακούν όμορφα λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: τα χείλη σου όσα κι αν πουν κι αν με κακολογούν, όμορφα λόγια για μένα το ξέρω πάλι θα ξαναπούν
- όπου δεν πέφτει (πίπτει) λόγος, πέφτει (πίπτει) ράβδος, όταν δε συμμορφώνεται κάποιος με το καλό, τότε τον υποχρεώνουμε να συμμορφωθεί με τη βία: «έχει βρει τον τρόπο να τους έχει όλους σούζα, γιατί, όπου δεν πέφτει λόγος, πέφτει ράβδος». (Λαϊκό τραγούδι: σύμφωνα με τον άνθρωπο να φέρεσαι αναλόγως, γιατί θα πέφτει το ραβδί όπου δεν πέφτει ο λόγος). Πρβλ.: το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο·
- όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες, βλ. λ. μύγα·
- ούτε λόγος! δεν υπάρχει αμφιβολία, αναμφίβολα: «θα έρθεις το βράδυ μαζί μας στα μπουζούκια; -Ούτε λόγος!»·
- ούτε λόγος να γίνεται! α. συμφωνώ απολύτως με όσα ειπώθηκαν ή συνέβησαν, τα αποδέχομαι, δίνω τη συγκατάθεσή μου, δεν έχω κάτι να συμπληρώσω ή να αμφισβητήσω: «πες μου, σε παρακαλώ, δεν είχα δίκιο που τον πλάκωσα στο ξύλο; -Ούτε λόγος να γίνεται!». β. δε θέλω καμιά αντίρρηση σε αυτά που λέω ή κάνω, είμαι ανένδοτος, δεν το συζητώ: «είπα ότι θα σας κεράσω εγώ, ούτε λόγος να γίνεται!»·
- παίζω με τα λόγια, βλ. φρ. παίζω με τις λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- παίρνω τα λόγια του κατά γράμμα, υπολογίζω σοβαρά αυτά που μου λέει κάποιος: «είναι πολύ θετικός άνθρωπος, γι’ αυτό πάντα παίρνω τα λόγια του κατά γράμμα»·
- παίρνω το λόγο, ήρθε η σειρά μου να μιλήσω, αρχίζω να μιλώ, μιλώ: «μόλις πήρε το λόγο ο πρόεδρος, έγινε άκρα ησυχία στην αίθουσα»·
- παίρνω πίσω το λόγο μου ή παίρνω το λόγο μου πίσω, α. αναιρώ όσα είπα προηγουμένως, αθετώ κάποια συμφωνία ή υπόσχεσή μου: «μέχρι προχτές έλεγε πως θα την παντρευτεί, αλλά την τελευταία στιγμή πήρε το λόγο του πίσω και την άφησε στα κρύα του λουτρού». β. ζητώ έμμεσα συγνώμη για κάτι κακό που είπα για κάποιον: «αφού σε πείραξε τόσο πολύ αυτό είπα, παίρνω το λόγο μου πίσω»·
- παραφουσκωμένα λόγια, που παρουσιάζουν κάτι με τρόπο υπερβολικό, που δεν αποδίδουν την πραγματικότητα και που δημιουργούν ψευδαισθήσεις: «πες μας καθαρά πώς έγιναν τα πράγματα κι άσε τα παραφουσκωμένα λόγια»·
- παστρικά λόγια, λόγια καθαρά, τίμια, που λέγονται με ειλικρίνεια και που δεν επιδέχονται καμιά αμφισβήτηση: «θέλω παστρικά λόγια, για να μην υπάρξει καμιά παρεξήγηση»·
- πατώ το λόγο μου, τον παραβαίνω, τον αθετώ: «αφού στο υποσχέθηκε, να είσαι σίγουρος πως θα βοηθήσει, γιατί είναι άνθρωπος που ποτέ δεν πατάει το λόγο του»·
- παχιά λόγια, α. καυχησιές, μεγαλοστομίες, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα: «πάψε επιτέλους να μιλάς, γιατί βαρέθηκα ν’ ακούω συνέχεια παχιά λόγια». β. υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται: «ό,τι και να σου υποσχεθεί, μην τον πιστεύεις, γιατί είναι άνθρωπος που λέει μόνο παχιά λόγια»·
- περί ορέξεως ουδείς λόγος, βλ. λ. όρεξη·
- περνάει ο λόγος του, εισακούεται, έχει βαρύτητα: «αν θέλεις βοήθεια, πήγαινε στον τάδε, που περνάει ο λόγος του»·
- πες κανέναν (κάναν) καλό λόγο! ή πες έναν καλό λόγο! βλ. φρ. πες καμιά καλή κουβέντα! λ. κουβέντα·
- πες το με δικά σου λόγια, ενθαρρυντική προτροπή σε κάποιον, που δυσκολεύεται να μας αναπτύξει ένα θέμα ή να μας πληροφορήσει για κάτι, να εκφραστεί με απλά λόγια. Πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση·
- πες του δυο λόγια! παρακλητική έκφραση σε κάποιον να συμβουλέψει το άτομο για το οποίο ενδιαφερόμαστε: «επειδή σ’ εκτιμάει, πες του δυο λόγια μήπως και συμμορφωθεί!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. και πιο σπάνια μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το κι εσύ·
- πες του κανέναν (κάναν) λόγο! βλ. φρ. πες του καμιά κουβέντα! λ. κουβέντα·
- πετώ έναν λόγο, λέω κάτι αβασάνιστα, χωρίς σκέψη: «πριν φύγει, πέταξε έναν λόγο και μας έκανε άνω κάτω»·
- πιάνω τα λόγια, βλ. συνηθέστ. πιάνω (την) κουβέντα, λ. κουβέντα· 
- πιάστηκα απ’ τα λόγια του, χρησιμοποίησα ως επιχειρήματα αυτά που έλεγε εκείνος: «κάποια στιγμή πιάστηκα απ’ τα λόγια του κι απέδειξα πως έλεγε ψέματα»· βλ. και φρ. πιάστηκε απ’ τα λόγια του·
- πιάστηκαν στα λόγια, λογομάχησαν έντονα: «πες ο ένας, πες ο άλλος, στο τέλος πιάστηκαν στα λόγια και σήκωσαν τη γειτονιά στο πόδι»·
- πιάστηκε απ’ τα λόγια του ή πιάστηκε απ’ τα ίδια του τα λόγια, από τα ίδια του τα λόγια, από αυτά που έλεγε αποδείχτηκε πως έλεγε ψέματα, πως ήταν ψεύτης ή ένοχος: «δεν τον είχαν ορμηνέψει σωστά και πιάστηκε απ’ τα λόγια του || κάποια στιγμή υποστήριξε πως δεν τον γνώριζε, αλλά ξέχασε ότι είχε πει προηγουμένως πως ήταν συμμαθητές, κι έτσι πιάστηκε απ’ τα ίδια του τα λόγια»· βλ. και φρ. πιάστηκα απ’ τα λόγια του·
- πικρά λόγια, λόγια που πικραίνουν ψυχικά αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν πικρά λόγια, για τα οποία αργότερα, βέβαια, μετάνιωσαν». (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες και ποτηράκια για τα πικρά λογάκια
- πιστεύω στα λόγια (κάποιου) ή πιστεύω τα λόγια (κάποιου), πιστεύω αυτό που μου λέει κάποιος: «μην πιστεύεις στα λόγια του, γιατί είναι γνωστός ψεύτης || μα είναι δυνατό να πιστεύεις τα λόγια αυτού του ψευταρά!»·
- πολύς λόγος για το τίποτα, α. έντονη συζήτηση, μεγάλη ανησυχία, χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός λόγος: «με την επιστράτευση των εφέδρων παρατηρήθηκε μεγάλη ανησυχία, αλλά πολύς λόγος για το τίποτα, γιατί ήταν μια συνηθισμένη άσκηση». β. το θέμα ή η υπόθεση που διαφημίστηκε έντονα, αποδείχτηκε ανάξιο λόγου: «όλο το μήνα η κυβέρνηση διαφήμιζε τις φορολογικές ελαφρύνσεις που θα παρείχε στους φορολογουμένους, αλλά πολύς λόγος για το τίποτα, γιατί αυτές δεν ξεπερνούν το μισό τοις εκατό»·
- πολύς λόγος γίνεται, βλ. φρ. γίνεται πολύς λόγος·
- που λέει ο λόγος, δηλαδή, για παράδειγμα, υποθετικά, φανταστικά: «αν έπεφτε σε σένα το λαχείο, που λέει ο λόγος, τι θα ’κανες; || αν έσπαζες κι εσύ το πόδι σου, που λέει ο λόγος, θα μπορούσες να πας στη δουλειά σου;». (Λαϊκό τραγούδι: στην αγάπη μας μπροστά τ’ είν’ ο πόνος κι ας σε δέρνει η μάνα σου, που λέει ο λόγος
- προσεγμένα λόγια, που λέγονται με περίσκεψη με προσοχή: «λέει πάντα προσεγμένα λόγια, επιδιώκοντας να μη θίξει κανέναν»·
- πρόσεχε τα λόγια σου! α. συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να είναι κόσμιος στις εκφράσεις του: «εκεί που θα πάμε, θα είναι όλοι οικογενειάρχες, γι’ αυτό πρόσεχε τα λόγια σου!». β. απειλητική έκφραση σε κάποιον να πάψει να μιλάει προσβλητικά, προκλητικά ή επιθετικά για μας ή για άτομο που μας ενδιαφέρει, γιατί θα επέμβουμε δυναμικά εναντίον του: «πρόσεχε τα λόγια σου, γιατί, αν ξαναπείς κακό για το φίλο μου, θα πλακωθούμε στο ξύλο!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. Συνών. πρόσεχε τη γλώσσα σου! / πρόσεχε το στόμα σου(!)·
- ρουφώ τα λόγια του, τον ακούω με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον: «έχει τόσο όμορφο λέγειν και λέει τόσο σωστά πράγματα, που, κάθε φορά που μιλάει, ρουφώ τα λόγια του»·
- σέβομαι το λόγο μου, είμαι συνεπής με αυτά που λέω ή υπόσχομαι: «θα εκπληρώσω ό,τι σου έχω υποσχεθεί, γιατί σέβομαι το λόγο μου»·
- σιχαμερά λόγια, λόγια που προκαλούν αηδία, απέχθεια, αποστροφή: «τι σιχαμερά λόγια είναι αυτά που λες!»·
- σκληρά λόγια, λόγια που πληγώνουν ηθικά ή ψυχικά αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν σκληρά λόγια»·
- σου δίνω το λόγο μου, βλ. φρ. έχεις το λόγο μου·
- στέκομαι στο λόγο μου, είμαι συνεπής, τηρώ την υπόσχεση ή τη συμφωνία μου: «είναι άνθρωπος που τον εμπιστεύομαι, γιατί στέκεται στο λόγο του»·
- στο λόγο μου! βεβαίωση ή υπόσχεση ατόμου της οποίας η διάψευση ή η αθέτηση συνεπάγεται την απώλεια της αξιοπιστίας ή της υπόληψής του: «αν χρειαστώ τη βοήθειά σου, θα μου τη δώσεις; -Στο λόγο μου, θα σε βοηθήσω!»·
- στο λόγο της τιμής μου! βλ. φρ. στο λόγο μου(!)·
- στραβώνω τα λόγια μου, βλ. φρ. στρίβω τα λόγια μου·
- στρίβω τα λόγια μου, λέω άλλα από εκείνα που έλεγα προηγουμένως, αναιρώ τα προηγούμενα λόγια μου και υποστηρίζω άλλα: «ενώ ήμασταν έτοιμοι να υπογράψουμε τα συμβόλαια, την τελευταία στιγμή έστριψε τα λόγια του κι ήθελε μεγαλύτερο ποσοστό». (Λαϊκό τραγούδι: έλα και στρίβε λόγια,μην ξηγιέσαι μ’ απονιά, πριν ακουστούνε μοιρολόγια για τα σε στη γειτονιά
- στρογγυλά λόγια ή στρόγγυλα λόγια, τα καθαρά, που δεν επιδέχονται παρερμηνεία: «αν είναι να συνεταιριστούμε, θέλω να λέμε στρογγυλά λόγια για να μην έχουμε κανένα παρατράγουδο»·
- συμφωνώ στα λόγια (με κάποιον), συμφωνώ θεωρητικά με κάποιον: «τις πιο πολλές φορές οι άνθρωποι συμφωνούν στα λόγια, όταν όμως φτάνουν στην πράξη, αρχίζουν τα μαλώματα»·
- τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, βλ. λ. άνθρωπος·
- τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι, α. όταν κανείς λέει λίγα λόγια ή δε μιλάει καθόλου έχει μεγάλο κέρδος: «άσε τους άλλους να λύσουν το πρόβλημα, γιατί τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι». β. πρέπει να είμαστε φειδωλοί στα λόγια μας, γιατί τα πολλά λόγια φέρνουν μαλώματα, φασαρίες: «πρόσεχε στις παρέες σου και στις συντροφιές σου να μη μιλάς πολύ και να θυμάσαι πως τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι». Συνών. η σιωπή είναι χρυσός·  
- τα λόγια σου και του Πασχάλη τα χάπια, λέγεται στην περίπτωση που αυτά που μας λέει κάποιος δεν έχουν καμιά βαρύτητα, δε μας βοηθούν καθόλου: «μίλησε στον τάδε για να με πάρει στη δουλειά του αλλά δεν έγινε τίποτα, γιατί τα λόγια σου και του Πασχάλη τα χάπια»·
- τα λόγια σου μετρημένα, συμβουλευτική προτροπή σε κάποιον να μιλάει πολύ λίγο, ιδίως να προσέχει πολύ καλά αυτά που λέει: «εκεί που θα πάμε τα λόγια σου μετρημένα, γιατί είναι άνθρωποι που παρεξηγούν με το παραμικρό»· βλ. και φρ. μετρημένα τα λόγια σου(!)·
- τα λόγια του είναι δηλητήριο, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του είναι μέλι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι πετμέζι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι ροσόλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι σερμπέτι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι φαρμάκι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του έπεσαν στο κενό, δεν εισακούστηκαν, δεν έγιναν αποδεκτά: «του μιλούσε μια ώρα συμβουλεύοντάς τον, αλλά τα λόγια του έπεσαν στο κενό, γιατί αυτός έκανε πάλι του κεφαλιού του»·
- τα λόγια του στάζουν δηλητήριο, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του στάζουν μέλι, είναι πολύ γλυκομίλητος, μιλάει με πολλή αγάπη για κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στη γυναίκα του, τα λόγια του στάζουν μέλι»·
- τα λόγια του στάζουν πετμέζι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν ροσόλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν σερμπέτι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν φαρμάκι, μιλάει με μεγάλη κακία , με μεγάλη κακεντρέχεια, λέει αυτό που μπορεί να  στενοχωρήσει, να πικράνει, να βλάψει κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στον τάδε, τα λόγια του στάζουν φαρμάκι»·
- τα λόγια του χύνουν δηλητήριο, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του χύνουν φαρμάκι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα πολλά (τα) λόγια είναι φτώχεια, προτρεπτική έκφραση για άμεση ενέργεια, για άμεση δράση, χωρίς πολλές συζητήσεις: «ό,τι είναι να κάνουμε, πρέπει να το κάνουμε γρήγορα, γιατί τα πολλά λόγια είναι φτώχεια»·
- τα ψεύτικα λόγια δεν πάνε μακριά, βλ. λ. ψεύτικος·
- τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, βλ. λ. ώρα·
- της καρδιάς το κλειδί ο λόγος το κρατεί, βλ. λ. καρδιά·
- τηρώ το λόγο μου, βλ. φρ. κρατώ το λόγο μου·
- τι λόγο είχε…; τι τον ανάγκασε να…, ποιος ήταν ο σκοπός που έκανε κάτι: «τι λόγο είχε να σε κατηγορήσει; || τι λόγο είχε η επίσκεψή σου στον τάδε;»·
- τι μέρος του λόγου είναι; βλ. λ. μέρος·
- τιμώ το λόγο μου, βλ. φρ. στέκομαι στο λόγο μου·
- τον πήρε με τα λόγια, του μίλησε συμβουλευτικά: «τον πήρε με τα λόγια να πάψει ν’ αλητεύει, αλλά αυτός πέρα βρέχει»·
- τόσος λόγος για το τίποτα! βλ. φρ. πολύς λόγος για το τίποτα·
- το ’φερε ο λόγος, αναφέρθηκε κάτι με αφορμή κάτι άλλο: «δεν ήταν αυτό το θέμα μας, αλλά το ’φερε ο λόγος και με την ευκαιρία το κουβεντιάσαμε»·
- του αφαιρώ το λόγο, του στερώ το δικαίωμα να μιλήσει ή του απαγορεύω να μιλήσει περισσότερο: «επειδή ήταν πολύ επιθετικός στους συναδέλφους του, ο πρόεδρος του αφήρεσε το λόγο»·
- του βγάζεις τα λόγια με την πένσα, ακούγεται πολύ σπάνια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με την τανάλια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με την τσιμπίδα, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με το τιρμουσόν, βλ. συνηθέστ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι, είναι πολύ ολιγόλογος, δεν μπορείς να του αποσπάσεις εύκολα μια ομολογία ή του αποσπάς μια ομολογία με μεγάλη δυσκολία και σταδιακά: «πάρ’ τον με το καλό, γιατί, άμα πεισμώσει, του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι». Από την εικόνα του ατόμου που καταβάλλει προσπάθεια να βγάλει από κάπου κάτι με το τσιγκέλι·
- του γερόντου ν’ ακούς το λόγο κι όχι τον πόρδο, βλ. λ. γέροντας·
- του δίνω το λόγο, του επιτρέπω να μιλήσει: «μόλις ο πρόεδρος του ’δωσε το λόγο, άρχισε την αγόρευσή του»·
- του κάνω λόγο, βλ. φρ. του κάνω κουβέντα, λ. κουβέντα·
- του λόγου μου (σου, του, της, μας, σας, τους), βλ. λ. λόγου·
- του παίρνεις τα λόγια με την πένσα, ακούγεται σπάνια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με την τανάλια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με την τσιμπίδα, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με το τιρμπουσόν, βλ. συνηθέστ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με το τσιγκέλι, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνω λόγια, του αποσπώ κατά τη συνομιλία μας με έντεχνο τρόπο αυτό που θέλω να μάθω: «δεν ήθελε να μου πει πώς θα ενεργούσε, αλλά του πήρα λόγια και τώρα ξέρω τι θα κάνει»·
- τους  βάζω στα λόγια, σπέρνω ανάμεσά τους διχόνοια, τους ερεθίζω, τους διεγείρω, τους υποκινώ να μαλώσουν: «τους έβαλε ο τάδε στα λόγια και πλακώθηκαν στο ξύλο»·
- τρώω λόγια ή τρώω τα λόγια μου, μιλώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην μπορεί κανείς να καταλάβει τι λέω, αποσκοπώντας να κρύψω ή να μην πω κάτι που ενοχοποιεί κάποιον: «μόλις αποκαλύφθηκε πως ο ένοχος ήταν ο φίλος του, άρχισε να τρώει τα λόγια του κατά την ανάκριση»·
- τσουχτερά λόγια, που είναι δηκτικά, που επικρίνουν, που θίγουν: «του ’πε τσουχτερά λόγια, μήπως και τον συνεφέρει, αυτός όμως πέρα βρέχει»·
- υπάρχει λόγος, υπάρχει κάποια αιτία που δημιουργεί ανάγκη: «υπάρχει λόγος που θέλω να δω το διευθυντή, γιατί αρρώστησε η γυναίκα μου και πρέπει να πάρω τη άδειά του για να πάω στο σπίτι»·
- φαρμακερά λόγια, που πικραίνουν, που δηλητηριάζουν την ψυχή: «του ’πε φαρμακερά λόγια, γι’ αυτό κι αυτός ορκίστηκε να μην του ξαναμιλήσει»·
- φουσκωμένα λόγια, βλ. φρ. παχιά λόγια·
- χαμένα λόγια, α. τα ασυνάρτητα, οι σαχλαμάρες: «τι χαμένα λόγια είναι αυτά που μας αραδιάζεις!». β. τα λόγια εκείνα, οι συμβουλές εκείνες, που δεν έφεραν αποτέλεσμα, που ειπώθηκαν μάταια: «όσο και να τον συμβούλεψα, ό,τι και να του είπα, αποδείχθηκαν χαμένα λόγια, γιατί αυτός έκανε πάλι το δικό του». (Λαϊκό τραγούδι: εμένα φίλε δε με τουμπάρει αυτός ο τρόπος, μην επιμένεις, χαμένα λόγια, χαμένος κόπος
- χάνουμε τα λόγια μας, μιλάμε, κουβεντιάζουμε μάταια, γιατί κανείς από τους δυο μας δεν μπορεί να πείσει τον άλλον: «λέω να σταματήσουμε την κουβέντα, γιατί απ’ τη στιγμή που ο καθένας μας μένει σταθερός στις θέσεις του, χάνουμε τα λόγια μας». (Τραγούδι: τα λόγια μας μη χάνουμε,χωριό εμείς δεν κάνουμε
- χάνω τα λόγια μου, α. μιλώ, ιδίως συμβουλεύω κάποιον, μάταια: «σε συμβουλεύω μια ώρα, αλλά, απ’ ό,τι βλέπω, χάνω τα λόγια μου». β. δεν ξέρω τι να πω, πώς να δικαιολογηθώ: «θα δεις πως, κάθε φορά που έχει άδικο, χάνει τα λόγια του». γ. δεν μπορώ να μιλήσω σωστά, κατανοητά, λόγω ταραχής: «κάθε φορά που είναι ταραγμένος, δεν μπορείς να καταλάβεις τι λέει, γιατί χάνει τα λόγια του». δ.(για ηθοποιούς) ξεχνώ το κείμενο που πρέπει να πω και ή δεν ατακάρω αμέσως, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί κενό ανάμεσα σε αυτά που μου λέει ο παρτενέρ μου και στη δική μου απάντηση, ή αυτά που λέω δεν έχουν λογικό ειρμό, είναι άσχετα προς το διάλογο της σκηνής, είναι άλλα αντί άλλων: «πώς να μη χάνεις τα λόγια σου, αγάπη μου, που δε διάβασες ούτε μια φορά τη σκηνή στο σπίτι σου!»·
- χοντρά λόγια, που είναι απρεπή, χυδαία: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν χοντρά λόγια»·
- χωρίς δεύτερο λόγο, χωρίς άλλη επισήμανση, χωρίς άλλη προειδοποίηση: «όποιος δε δουλεύει σύμφωνα με τις οδηγίες του, τον διώχνει απ’ τη δουλειά του χωρίς δεύτερο λόγο»·
- χωρίς λόγο ή χωρίς λόγο και αιτία, χωρίς συγκεκριμένη αιτία, αδικαιολόγητα: «αρπάχτηκαν χωρίς λόγο»· χωρίς συγκεκριμένο σκοπό: «αν είναι να τρέχουμε όλη μέρα στα μαγαζιά χωρίς λόγο, εγώ δεν έρχομαι μαζί σου»·
- χωρίς πολλά λόγια, α. χωρίς ιδιαίτερη επισήμανση, χωρίς ιδιαίτερη επεξήγηση ή χωρίς αντιλογία: «θα κάνετε αυτό που σας λέω, χωρίς πολλά λόγια». β. εν ολίγοις: «χωρίς πολλά λόγια, κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα»·
- ψαρεύω λόγια (από κάποιον) εκμαιεύω λόγια από κάποιον, προσπαθώ να του αποσπάσω επιτήδεια κάποιο μυστικό: «του ’βαζε συνέχεια να πίνει, κι όταν ο άλλος ψιλοζαλίστηκε κι άρχισε να μιλάει, αυτός ψάρευε λόγια».

λούφα

λούφα, η, ουσ. [<λουφάζω (υποχωρητ.)]. 1. η αποφυγή μιας εργασίας ή αγγαρείας: «το μυαλό του είναι συνέχεια στη λούφα». 2. (στη γλώσσα των μηχανόβιων) γκαζιά χωρίς να μπει ταχύτητα: «έριξε μια λούφα και σήκωσε στο πόδι τη γειτονιά». 3. (στη γλώσσα της αργκό) ενέδρα σε εξέλιξη από αστυνομικούς για τη σύλληψη κάποιου παράνομου: «σε όλο το μήκος της εθνικής οδού υπήρχαν διάφορες λούφες για τη σύλληψη του δραπέτη»·
- κάνω λούφα ή την κάνω λούφα, (ιδίως στη γλώσσα του στρατού) αποφεύγω την εργασία, ξεκόβω από μια ομάδα εργασίας για να αποφύγω τη δουλειά, την αγγαρεία, και, γενικά, επιδιώκω να παραμείνω κάπου κρυμμένος ή απαρατήρητος για να μη μου ανατεθεί κάποια εντολή ή διαταγή, λουφάρω: «μόλις βρω την ευκαιρία, κάνω λούφα || όπως στρίβαμε πίσω απ’ τα μαγειρεία, την έκανα λούφα». Πρβλ.: Λούφα και Παραλλαγή (Κινηματογραφική ταινία του Ν. Περράκη, το 1984, που διαδραματίζεται στο στρατό το 1967, χρονιά που επιβλήθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα)·
- περνώ λούφα ή την περνώ λούφα ή την περνώ στη λούφα, βλ. φρ. τη βγάζω λούφα·
- στη λούφα, στα κρυφά, λαθραία: «έφυγε στη λούφα || έφερε απ’ έξω μια τηλεόραση στη λούφα»·
- τη βγάζω λούφα ή τη βγάζω στη λούφα, αποφεύγω συστηματικά κάποια υπηρεσία, κάποια εργασία: «όσο ήμουν στο στρατό, την έβγαζα στη λούφα»·
- το ρίχνω στη λούφα, (γενικά) δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, το ’ριξε στη λούφα».

μαγαζί

μαγαζί, το, πλ. μαγαζιά κ. μαγαζά, τα, ουσ. [<βενετ. σπάνιο magazin <ιταλ. magazzino <αραβ. machazin πλ. του machazan]. 1. εμπορικό κατάστημα: «πρόσφατα άνοιξε ένα μαγαζί και πουλάει είδη προικός». 2. ταβέρνα, καπηλειό, ιδίως νυχτερινό κέντρο διασκέδασης: «άνοιξε ένα καινούριο μαγαζί και θα φέρει με τον καιρό όλες τις φίρμες του πενταγράμμου». (Λαϊκό τραγούδι: λεβεντόπαιδο Αρίστο, μπες στο μαγαζί και κλείσ’ το). 3. δουλειά ή επιχείρηση, όπου ο καθένας από αυτούς που απασχολούνται πηγαίνει ανεξέλεγκτα (όπως γίνεται και στο μαγαζί, στην ταβέρνα). (Λαϊκό τραγούδι: δεν είναι μαγαζί η καρδιά να μπαινοβγαίνει έτσι απλά, σου λέω). Συνών. καφενείο (2). 4. ως επιφών. μαγαζί! λέγεται αντί του ονόματος του ιδιοκτήτη ή του υπαλλήλου εμπορικού ή άλλου καταστήματος, ιδίως καφενείου, είτε επειδή δε γνωρίζουμε το όνομά του είτε λόγω οικειότητας. Συνών. καφενείο! (3) / κατάστημα! (2). 5. στον πλ. τα μαγαζιά, η περιοχή εκείνη μιας πόλης, όπου βρίσκονται συγκεντρωμένα τα εμπορικά καταστήματα, η αγορά: «τ’ απόγευμα πήγα μια βόλτα στα μαγαζιά». Συνών. κατάστημα (3). Υποκορ. μαγαζάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 31 φρ.)·
- αδειάζω το μαγαζί, α. μπαίνω μέσα με τη μέθοδο της διάρρηξης και το απογυμνώνω από τα εμπορεύματα που έχει, το κατακλέβω: «χτες βράδυ άδειασαν το γωνιακό μαγαζί με τα ηλεκτρονικά». β. το ξενοικιάζω είτε ως ιδιοκτήτης είτε ως ενοικιαστής: «τον άλλο μήνα αδειάζω το μαγαζί, γιατί έληξε το συμβόλαιο»·
- ανοίγω μαγαζί, ξεκινώ μια επιχείρηση, ιδίως εμπορική: «ανοίγω μαγαζί με είδη προικός». Συνών. ανοίγω δουλειά (α) / ανοίγω κατάστημα·
- ανοίγω το μαγαζί, κάνω διάρρηξη: «χτες βράδυ άνοιξαν το μαγαζί του τάδε και του πήραν όλο το εμπόρευμα»·
- ανοίγω το μαγαζί μου, αρχίζω να συναλλάσσομαι στο κατάστημά μου με το καταναλωτικό κοινό, με την πελατεία μου: «κάθε πρωί ανοίγω το μαγαζί μου στις εννιά»·
- βγαίνω στα μαγαζιά, επισκέπτομαι τα εμπορικά καταστήματα για να αγοράσω κάτι, αλλά και για λόγους αναψυχής: «βγήκε στα μαγαζιά, γιατί θέλει ν’ αγοράσει ένα πουκάμισο κι ένα ζευγάρι παπούτσια || όταν δεν έχει τι να κάνει, παίρνει τις φιλενάδες της και βγαίνουν στα μαγαζιά να ξεσκάσουν»·   
- γωνία το μαγαζί, βλ. λ. γωνία·
- δεν είν’ εδώ του μπαμπάς σου το μαγαζί, βλ. λ. μπαμπάς1·
- δεν είν’ εδώ του παππού σου το μαγαζί, βλ. λ. παππούς·
- δεν πουλάει το μαγαζί, περιφρονητική άρνηση σε κάποιον να του δώσουμε αυτό που μας ζητάει, γιατί ήδη μας έχει εκμεταλλευτεί αρκετά: «θα μου δανείσεις χίλια ευρώ; -Δεν πουλάει το μαγαζί». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το άλλο ή το πια·
- έκλεισε το μαγαζί, α. σταμάτησε να λειτουργεί η επιχείρηση λόγω ωραρίου της αγοράς: «δεν μπορώ να σας δώσω το είδος που θέλετε, γιατί έκλεισε το μαγαζί». β. χρεοκόπησε η επιχείρηση: «δεν άντεξε στο συναγωνισμό κι έκλεισε το μαγαζί». Συνών. έκλεισε το κατάστημα·
- θα το κλείσουμε το μαγαζί, λέγεται ως σχόλιο, στην περίπτωση που σε κάποιο εργασιακό χώρο οι εργαζόμενοι αδιαφορούν για την εργασία και ο καθένας κάνει ό,τι θέλει: «πρέπει να βάλουμε μυαλό και να συγκεντρωθούμε στη δουλειά, γιατί, με την ασυδοσία που επικρατεί, θα το κλείσουμε το μαγαζί». Συνών. θα το κλείσουμε το κατάστημα·
- κάθεται το μαγαζί, το εμπορικό κατάστημα ή το νυχτερινό κέντρο διασκέδασης για το οποίο γίνεται λόγος, δεν παρουσιάζει την παραμικρή εμπορική κίνηση, δεν έχει καθόλου δουλειά: «έχει ξεπερασμένο εμπόρευμα, γι’ αυτό κάθεται το μαγαζί || απ’ τη στιγμή που δεν έχει καμιά καλή φίρμα, κάθεται το μαγαζί»·
- κάθονται τα μαγαζιά, η αγορά γενικά δεν παρουσιάζει εμπορική κίνηση, δε γίνεται αλισβερίσι: «απ’ τη μια οι απεργίες, απ’ την άλλη οι διαδηλώσεις κι οι πορείες, πώς να μη κάθονται τα μαγαζιά;»·
- κάνω καινούριο το μαγαζί ή κάνω το μαγαζί καινούριο, καταστρέφω τα πάντα στο μαγαζί από νεύρα, θυμό ή οργή: «κάθε φορά που σουρώνει, κάνει το μαγαζί καινούριο». Συνών. το κάνω θερινό / το κάνω καλοκαιρινό·
- κατεβαίνω στα μαγαζιά, βλ. φρ. κατεβαίνω στην αγορά·
- κλείνω το μαγαζί, το καπαρώνω για κάποιο σκοπό: «ο σύλλογός μας έκλεισε το τάδε μαγαζί για τον ετήσιο χορό του»· βλ. και φρ. κλείνω το μαγαζί μου·
- κλείνω το μαγαζί μου, διακόπτω προσωρινά ή οριστικά τη λειτουργία του: «κάθε μέρα κλείνω το μαγαζί μου στις οκτώ το βράδυ || έκλεισα το μαγαζί μου, επειδή οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά»· βλ. και φρ. κλείνω το μαγαζί·
- να το κλείσουν το μαγαζί, λέγεται υποτιμητικά, ως σχόλιο, για οποιαδήποτε επιχείρηση ή δημόσια υπηρεσία, όπου δεν εξυπηρετούνται οι πελάτες ή οι πολίτες: «αφού δεν ξέρουν να πουλάνε, να το κλείσουν το μαγαζί || αν για ένα πιστοποιητικό γεννήσεως περιμένω μισή μέρα, πες τους να το κλείσουν το μαγαζί». Συνών. να το κλείσουν το κατάστημα·
- ο μικρός του μαγαζιού, άτομο της παρέας, συνήθως μειωμένης διανοητικής αντίληψης, που κάνει διάφορες μικροεξυπηρετήσεις: «ευτυχώς στην παρέα μας έχουμε τον μικρό του μαγαζιού, που τον στέλνουμε για διάφορες ανάγκες μας κι έτσι δε χαλάμε τ’ αραλίκι μας || πάνε δω, πάνε κει, τι είμαι γω ρε, ο μικρός του μαγαζιού;». Από το ότι, τουλάχιστον παλιότερα, στα διάφορα μαγαζιά, ιδίως στα καφενεία, εκτός από το γκαρσόνι, διέθεταν και ένα παιδί που, εκτός από τη βοήθεια που προσέφερε στο γκαρσόνι, εξυπηρετούσε τους πελάτες αγοράζοντάς τους τσιγάρα από το περίπτερο ή μεταφέροντας μηνύματα ή διάφορα ψώνια στο σπίτι τους. Συνών. ο μικρός του καταστήματος / ο μικρός του καφενείου· βλ. και λ. μικρός (4)·      
- σηκώνω το μαγαζί, μπαίνω μέσα με τη μέθοδο της διάρρηξης και το απογυμνώνω από τα εμπορεύματα που έχει, το κατακλέβω: «χτες βράδυ σήκωσαν το μαγαζί το τάδε»·
- σήκωσε όλο το μαγαζί, αγόρασε πάρα πολλά είδη από ένα μαγαζί: «μόλις πήρε το μισθό του, πήγε στο σούπερ μάρκετ και σήκωσε όλο το μαγαζί»· 
- στήνω μαγαζί, δημιουργώ κάποια εμπορική επιχείρηση: «έστησε ένα μαγαζί με καλλυντικά μέσα στην αγορά και δουλεύει μια χαρά»·
- τα μαγαζιά σου είναι ανοιχτά, είναι ξεκούμπωτα τα μπροστινά κουμπιά ή το φερμουάρ του παντελονιού σου. Λέγεται με ειρωνική διάθεση, αλλά και συνθηματικά, όταν στην παρέα βρίσκονται γυναίκες, για να μη νιώσει άσχημα ο άντρας στον οποίο απευθυνόμαστε. Λέγεται και σε γυναίκες, από τον καιρό που άρχισαν να φορούν παντελόνια·
- τι είν’ εδώ, του μπαμπά σου το μαγαζί; βλ. λ. μπαμπάς1·
- τι είν’ εδώ, του παππού σου το μαγαζί; βλ. λ. παππούς·
- τι το πέρασες εδώ, του μπαμπά σου το μαγαζί; βλ. λ. μπαμπάς1·
- τι το πέρασες εδώ, του παππού σου το μαγαζί; βλ. λ. παππούς·
- το παιδί του μαγαζιού, βλ. λ. ο μικρός του μαγαζιού·
- τον βγάζω απ’ το μαγαζί, του κάνω έξωση: «τον άλλο μήνα τον βγάζω απ’ το μαγαζί, γιατί είναι κακοπληρωτής»·
- του άδειασαν το μαγαζί, του έκλεψαν το εμπόρευμα που είχε στο μαγαζί του, αφού μπήκαν μέσα με τη μέθοδο της διάρρηξης: «χτες βράδυ χτύπησε πάλι η γνωστή σπείρα και του άδειασαν το μαγαζί»·
- του άνοιξαν το μαγαζί, μπήκαν μέσα με τη μέθοδο της διάρρηξης για να κλέψουν: «χτες βράδυ του άνοιξαν το μαγαζί και επειδή δε βρήκαν πράγματα αξίας, έφυγαν»·
- χτυπώ το μαγαζί, κάνω διάρρηξη: «χτες βράδυ χτύπησαν το μαγαζί με τα ηλεκτρονικά».

μαλλί

μαλλί, το, ουσ. [<μσν. μαλλίν <μαλλίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. μαλλός], το μαλλί. 1. (στη γλώσσα της αργκό) τα λεφτά, τα χρήματα: «όταν έχεις μαλλί, όλοι σε υπολογίζουν». 2. στον πλ. ως επιφών. μαλλιά! έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Μαλλιά!». Πολλές φορές, μετά το επιφώνημα επαναλαμβάνεται από τον αμφισβητία και το ρ. της φρ. που του ανακοινώνεται: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Μαλλιά αγόρασε!», ενώ είναι και φορές που ο αμφισβητίας επαναλαμβάνει όλη τη φρ. που του ανακοινώνεται: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Μαλλιά αγόρασε ο τάδε καινούριο αυτοκίνητο!». Για συνών. βλ. λ. αρχίδι (4). (Ακολουθούν 80 φρ.)·
- αρπάζω τη ζωή απ’ τα μαλλιά, βλ. λ. ζωή·
- αρπάζω την ευκαιρία απ’ τα μαλλιά, βλ. λ. ευκαιρία·
- αρπάχτηκαν απ’ τα μαλλιά, (ιδίως για γυναίκες) συνεπλάκησαν άγρια, μαλλιοτραβήχτηκαν: «κάποια στιγμή νευρίασαν τόσο πολύ κι οι δυο, που αρπάχτηκαν απ’ τα μαλλιά». Από το ότι, όταν συμπλέκονται δυο γυναίκες, συνήθως αρπάζονται από τα μαλλιά, σε αντίθεση με τους άντρες που γρονθοκοπούνται·
- άσπρα μαλλιά, μαύρα γαμήσια, βλ. φρ. άσπρα μαλλιά της κεφαλής, κακά μαντάτα της ψωλής·
- άσπρα μαλλιά στην κεφαλή, κακά μαντάτα Νικολή, έκφραση με ειρωνική διάθεση σε άτομο που έχουν αρχίσει να ασπρίζουν τα μαλλιά του, πράγμα που δείχνει πως έχει αρχίσει να γερνάει με όλα τα αρνητικά επακόλουθα των γηρατειών: «τη μια η πίεση, την άλλη το ουρικό οξύ, την παράλλη κάτι ταχυπαλμίες, μ’ έχουν κάνει να τρέχω συνέχεια από γιατρό σε γιατρό. -Άσπρα μαλλιά στην κεφαλή, κακά μαντάτα Νικολή». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·
- άσπρα μαλλιά της κεφαλής, κακά μαντάτα της ψωλής, ότι και παραπάνω με κύρια αναφορά στις αρνητικές επιπτώσεις στο σεξ·  
- άσπρα μαλλιά του κεφαλιού, κακά μαντάτα του μουνιού, βλ. συνηθέστ. άσπρα μαλλιά της κεφαλής, κακά μαντάτα της ψωλής·
- άσπρισαν τα μαλλιά μου ή άσπρισε το μαλλί μου, α. γέρασα ή γέρασα πρόωρα από τους πόνους και τις ταλαιπωρίες της ζωής: «άσπρισαν τα μαλλιά μου κι ούτε κατάλαβα για πότε πέρασε η ζωή μου!». (Λαϊκό τραγούδι: μόνη κι έρημη στο σπίτι κλαις κι εσύ τη συμφορά μου για το άμυαλο παιδί σου και ασπρίσαν τα μαλλιά σου). β. απόκτησα μεγάλη πείρα στη ζωή, ιδίως λόγω της μεγάλης ηλικίας μου: «σε μένα μη κάνεις τον έξυπνο, γιατί άσπρισαν τα μαλλιά μου σ’ αυτή τη ζωή». γ. περιμένω σε κάποιο ραντεβού πολύ περισσότερο από την προκαθορισμένη ώρα: «άντε, βρε παιδάκι μου, άσπρισαν τα μαλλιά μου να σε περιμένω». δ. πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα της ζωής μου, μέχρι να καταφέρω να πραγματοποιήσω κάτι: «άσπρισαν τα μαλλιά μου, μέχρι να χτίσω κι εγώ ένα σπιτάκι στην εξοχή». ε. εργάστηκα σε κάποια συγκεκριμένη επιχείρηση ανελλιπώς για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα: «δεν μπορεί κανείς να τον διώξει απ’ την επιχείρηση, γιατί μέσα σ’ αυτή άσπρισαν τα μαλλιά του». στ. ένιωσα έντονο τρόμο, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα να πετάγεται βραδιάτικα απ’ τη γωνιά με το μαχαίρι στο χέρι, άσπρισαν τα μαλλιά μου». Από το ότι τυχαίνει, όταν κάποιος νιώσει έντονο τρόμο, να ασπρίσουν τα μαλλιά του·
- αφήνω μαλλί ή αφήνω μαλλιά, δεν τα κουρεύω σκόπιμα για να μακρύνουν: «αφήνει κι αυτός μαλλιά, γιατί είναι πάλι της μόδας»·
- βγάζει τα μαλλιά της κεφαλής του, βλ. συνηθέστ. βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του, λ. μαλλιοκέφαλα·
- γίναμε μαλλιά κουβάρια, μαλώσαμε άγρια, πιαστήκαμε στα χέρια και κυλιστήκαμε στο χώμα, ανταλλάξαμε βίαια χτυπήματα, σκληρά λόγια ή απειλές: «είχαμε εκνευριστεί και οι δυο τόσο πολύ, που κάποια στιγμή αρπαχτήκαμε και γίναμε μαλλιά κουβάρια». (Λαϊκό τραγούδι: αδελφές και παλικάρια γίνανε μαλλιά κουβάρια). Για συνών. βλ. φρ. γίναμε μπίλιες, λ. μπίλια·
- δεν έχει δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει, βλ. λ. δουλειά·
- δίνω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. συνηθέστ. δίνω τα μαλλιοκέφαλά μου, λ. μαλλιοκέφαλα·
- έβγαλε η γλώσσα μου μαλλιά ή έβγαλε μαλλιά η γλώσσα μου, βλ. συνηθέστ. μάλλιασε η γλώσσα μου, λ. γλώσσα·
- έβγαλε ο κώλος μου μαλλί ή έβγαλε μαλλί ο κώλος μου, βλ. λ. κώλος·
- έβγαλε το στόμα μου μαλλιά ή έβγαλε μαλλιά το στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- έγιναν σαν της γριάς τα μαλλιά ή έγιναν σαν της γριάς το μαλλί, βλ. λ. γριά·
- έγιναν σαν της τρελής τα μαλλιά ή έγιναν σαν της τρελής το μαλλί, βλ. λ. τρελός·
- έγινε σαν της γριάς τα μαλλιά ή έγινε σαν της γριάς το μαλλί, βλ. λ. γριά·
- έγινε σαν της τρελής τα μαλλιά ή έγινε σαν της τρελής το μαλλί, βλ. λ. τρελός·
- είναι (για) να τραβάς τα μαλλιά σου! ή είναι (για) να τραβάει κανείς τα μαλλιά του! λέγεται για να δείξουμε την έντονη αντιπάθεια ή δυσαρέσκειά μας για κάποιον ή για κάτι: «δεν τον μπορώ τον τάδε, γιατί είναι για να τραβάς τα μαλλιά σου με τον παλιοχαρακτήρα που έχει! || μην πας να δεις την τάδε ταινία, γιατί είναι να τραβάς τα μαλλιά σου! || είναι τόσο βρομιάρης, που είναι για να τραβάει κανείς τα μαλλιά του!»·
- είναι τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά, λέγεται για άποψη, εκδοχή, συμπέρασμα, παρομοίωση ή συσχετισμό που στερείται παντελώς λογικής βάσης ή που φτάνει στα όρια της υπερβολής: «το να λες πως το κατσαριδάκι σου μπορεί ν’ αναπτύξει διακόσια είκοσι χιλιόμετρα την ώρα, είναι τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά»·
- έπεσαν τα μαλλιά μου ή μου ’πεσαν τα μαλλιά, ένιωσα μεγάλη έκπληξη για κάτι θετικό ή αρνητικό που έπεσε στην αντίληψή μου: «οδηγούσε μια αυτοκινητάρα, που μου ’πεσαν τα μαλλιά, μόλις τον είδα || όταν τον είδα να σηκώνει το χέρι του για να χτυπήσει τον πατέρα του, μου ’πεσαν τα μαλλιά»· βλ. και φρ. μου πέφτουν τα μαλλιά·
- έπιασες το φαλακρό απ’ τα μαλλιά, βλ. λ. φαλακρός·
- έρχονται (τα) χιόνια στα μαλλιά μου ή έρχονται στα μαλλιά μου (τα) χιόνια, βλ. λ. χιόνι·
- έχω μαλλί να ξάνω, έχω πολλή δουλειά μπροστά μου: «παιδιά, εγώ πρέπει να πάω στο γραφείο μου, γιατί έχω μαλλί να ξάνω». Από την εικόνα του ατόμου που κατεργάζεται το μαλλί, ώστε να είναι έτοιμο για κλώσιμο·
- θα σου βγάλω τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή θα σου βγάλω το μαλλί τρίχα τρίχα, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε ξεμαλλιάσω, θα σε ξυλοκοπήσω άγρια και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν σε ξανακούσω να βρίζεις τα θεία, θα σου βγάλω το μαλλί τρίχα τρίχα»·
- θα σου κόψω τα μαλλιά, θα σε τιμωρήσω, θα σε ντροπιάσω: «αν πεις ξανά κακό για το φίλο μου, θα σου κόψω τα μαλλιά». (Λαϊκό τραγούδι: δεν σου πάει κάθε μέρα να γυρεύεις παντρειά, κάτσε φρόνιμα, γκρινιάρα, θα σου κόψω τα μαλλιά!). Από το ότι το κόψιμο των μαλλιών στη γυναίκα, και το ξύρισμα του κεφαλιού στον άντρα ήταν παλιότερα τρόπος προσβολής της προσωπικότητας, διαπόμπευσης ή σπάσιμο του ηθικού, λόγος για τον οποίο ο στρατός ήθελε τους νεοσύλλεκτους κεκαρμένους. Εξάλλου, στη δεκαετία του 1960, με τους περίφημους γιαουρτοπολέμους, η πολιτεία είχε ψηφίσει το νόμο 4000, περί τεντιμποϊσμού, που από τις βασικές ποινές του ήταν το ξύρισμα του κεφαλιού του ενόχου και η διαπόμπευσή του στους δρόμους·   
- θα σου μαδήσω τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή θα σου μαδήσω το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. φρ. θα σου βγάλω τα μαλλιά τρίχα τρίχα·
- κάλλιο να χάσεις το μαλλί, παρά τ’ αρνί, βλ. λ. αρνί·
- κάνω τα μαλλιά μου, (και για τα δυο φύλα) χτενίζομαι: «κάνω τα μαλλιά μου χωρίστρα || κάνω τα μαλλιά μου περμανάντ || κάνω τα μαλλιά μου αλογουρά || μισό λεπτό να κάνω τα μαλλιά μου κι έρχομαι»·
- κατέβαινε το μαλλί! απειλητική έκφραση, με την οποία απαιτούμε από κάποιον να μας δώσει αμέσως τα χρήματα που μας οφείλει: «κατέβαινε γρήγορα το μαλλί, γιατί θα σε σύρω στα δικαστήρια! || έλα δω, ρε μπαταχτσή, κατέβαινε αμέσως το μαλλί που μου χρωστάς!». Συνών. κατέβαινε τα λεφτά! / κατέβαινε το παραδάκι! / κατέβαινε το χρήμα(!)· βλ. και φρ. να πέφτει το μαλλί(!)·
- κλάνω μαλλί, δειλιάζω, φοβάμαι: «μόλις αγρίεψε ο άλλος, ο δικός σου έκλασε μαλλί και το βούλωσε»·
- μ’ άσπρισε τα μαλλιά, με βασάνισε, με ταλαιπώρησε υπερβολικά: «ήταν τόσο τζαναμπέτικο παιδί, που μ’ άσπρισε τα μαλλιά μέχρι να το μεγαλώσω»·
- μαθημένο το αρνί να του παίρνουν το μαλλί, βλ. λ. αρνί·
- μακραίνω τα μαλλιά μου ή μακραίνω το μαλλί μου, τα αφήνω να μεγαλώσουν: «μακραίνει τα μαλλιά του, γιατί είναι της μόδας»·
- μακριά μαλλιά και λίγη γνώση ή μακρύ μαλλί και λίγη γνώση, α. λέγεται ειρωνικά για κείνους τους νεαρούς, που αφήνουν τα μαλλιά τους μακριά, υπονοώντας πώς δεν έχουν μυαλό, επειδή μιμούνται τους ξένους. Έκφραση που άρχισε να ακούγεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν επικράτησε η μόδα στους νεαρούς να αφήνουν μακριά μαλλιά, θέλοντας να μιμηθούν τους τραγουδιστές ξένων μουσικών συγκροτημάτων, ιδίως τους Μπητλς. β. λέγεται και για γυναίκα. (Λαϊκό τραγούδι: είσαι γυναίκα που δε μοιάζει με καμιά, με μακριά μαλλιά και λίγη γνώση κι όταν θα πάθεις στη ζωή καμιά ζημιά, τότε θα δούμε ποιος θα σε γλιτώσει
- μαλλί μπαμπάκι, ψωλή φαρμάκι, βλ. λ. ψωλή·
- μαλλιά αγγέλου, ο φιδές: «χτες βράδυ, επειδή έκανε κρύο, η μητέρα μου μαγείρεψε μια σούπα με μαλλιά αγγέλου»·
- μαλλιά σαν βούρτσα, μαλλιά πολύ σκληρά και συνήθως κοντά: «σπάζει δυο χτένες, όταν χτενίζεται, γιατί έχει κάτι μαλλιά σαν βούρτσα»·
- με γεια το μαλλί! φιλοφρονητική έκφραση σε κάποιον που κουρεύτηκε πρόσφατα·
- μοιραίο μαλλί, (ιδίως γυναικεία) που είναι μακριά και καλύπτουν επιτηδευμένα μέρος του προσώπου: «πέρασε πάλι εκείνη η ξιπασμένη με το μοιραίο μαλλί»·
- μου πέφτουν τα μαλλιά ή μου πέφτει το μαλλί, έχω τριχόπτωση: «πρέπει να πάω να με δει κάποιος ειδικός, γιατί τον τελευταίο καιρό μου πέφτουν τα μαλλιά || δε θυμάμαι από πότε άρχισε να μου πέφτει το μαλλί»· βλ. και φρ. έπεσαν τα μαλλιά μου·
- μου στοίχισε τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. φρ. μου στοίχισε τα μαλλιοκέφαλά μου, λ. μαλλιοκέφαλα·
- μου ’χει κάνει άσπρα τα μαλλιά, βλ. φρ. μ’ άσπρισε τα μαλλιά. (Λαϊκό τραγούδι: σε μια νύχτα μου ’χεις κάνει άσπρα τα μαλλιά, μαύρη την καρδιά. Σε μια νύχτα μου ’χεις κάνει το φτωχό κορμί σαν το δέντρο που το κάψαν χίλιοι κεραυνοί. Γιατί με πρόδωσες, γιατί;
- να πέφτει το μαλλί! κατηγορηματική έκφραση για άμεση πληρωμή: «τώρα που σου τέλειωσα τη δουλειά, να πέφτει το μαλλί!»· βλ. και φρ. κατέβαινε το μαλλί(!)·
- ξοδεύω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. συνηθέστ. ξοδεύω τα μαλλιοκέφαλά μου, λ. μαλλιοκέφαλα·
- ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε μηδέ την κεφαλή του, βλ. λ. λύκος·
- ο πνιγμένος απ’ τα μαλλιά του πιάνεται, όταν κανείς κινδυνεύει, χρησιμοποιεί ακόμα και τους πιο μάταιους, τους πιο απεγνωσμένους τρόπους για να σωθεί·
- πέσε το μαλλί! βλ. φρ. να πέφτει το μαλλί(!)·
- πέτρα που κυλάει, μαλλί δεν πιάνει, βλ. λ. πέτρα·
- πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος, ενώ υπολόγιζε πως θα κερδίσει ή θα ωφεληθεί από κάποιον ή από κάτι, στο τέλος, όχι μόνο δεν κέρδισε ή δεν ωφελήθηκε, αλλά βγήκε και χαμένος, ζημιωμένος: «ήθελε να τον συναντήσει για να του ζητήσει δανεικά, αλλά πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος γιατί όχι μόνο δεν του πήρε δανεικά, αλλά του ’δωσε κι αυτά τα λίγα που είχε απάνω του». (Λαϊκό τραγούδι: εδώ να κάτσεις φρόνιμα, τ’ ακούς ξεμυαλισμένη; Γιατί, αν ήρθες για μαλλί, άμυαλη, θα φύγεις κουρεμένη
- πιάσε τον αστακό και κούρεψε το μαλλί του, βλ. λ. αστακός·
- πιάστηκαν απ’ τα μαλλιά ή πιάστηκαν μαλλί με μαλλί ή πιάστηκαν μαλλιά με μαλλιά, (ιδίως για γυναίκες) συνεπλάκησαν, τραβώντας η μια τα μαλλιά της άλλης (συνηθισμένος άλλωστε τρόπος μαλώματος των γυναικών): «επειδή είχε την εντύπωση πως κολλούσε τον άντρα της, την περίμενε έξω απ’ το κομμωτήριο και πιάστηκαν απ’ τα μαλλιά || κάποτε ήταν αγαπημένες φιλενάδες, αλλά πιάστηκαν μαλλί με μαλλί για έναν άντρα»·
- πληρώνω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. συνηθέστ. πληρώνω τα μαλλιοκέφαλά μου, λ. μαλλιοκέφαλα·
- πόσο πάει το μαλλί; πόσο κοστίζει, πόσο στοιχίζει, πόσο τιμάται: «είναι πολύ ωραίο ρολόι, αλλά πόσο πάει το μαλλί;»·
- στρώνω τα μαλλιά μου ή στρώνω το μαλλί μου, τα χτενίζω, τα φορμάρω με τη χτένα ή τις παλάμες μου: «καθόταν με τις ώρες μπροστά στον καθρέφτη και προσπαθούσε να στρώσει τα μαλλιά της || έστρωσε τα μαλλιά του με τις παλάμες του και κινήθηκε προς το μέρος της || στρώσε το μαλλί σου, γιατί πετάει απ’ τα πλάγια»·
- τ’ άσπρα μαλλιά, α. χαρακτηρίζει τη γεροντική ηλικία: «όταν βλέπεις άσπρα μαλλιά, να σηκώνεσαι και να παραχωρείς τη θέση σου || να σέβεσαι και να τιμάς τ’ άσπρα μαλλιά». β. χαρακτηρίζει τον άνθρωπο, ανεξαρτήτου ηλικίας, που πέρασε πολλές πίκρες, πολλές στενοχώριες, πολλά βάσανα στη ζωή του: «απ’ τ’ άσπρα μαλλιά του μπορείς να καταλάβεις τι πέρασε αυτός ο άνθρωπος μέσ’ στη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: τι πόνους κρύβει μες την καρδιά του το μαρτυράνε τ’ άσπρα μαλλιά του, του σπιτιού κολόνα είναι ο πατέρας, σαν το βράχο στέκει σ’ ό,τι κι αν συμβεί
- τα γκρίζα μαλλιά, χαρακτηρίζουν το άτομο που έχει αρχίσει να γερνάει: «τα γκρίζα μαλλιά δίνουν μια ήρεμη γοητεία στον άντρα». (Λαϊκό τραγούδι: έγιναν γκρίζα τα μαλλιά μου κι ακόμα σ’ έχω στην καρδιά μου
- τα κάνω μαλλιά κουβάρια, α. δημιουργώ μεγάλη φασαρία, μεγάλη αναστάτωση, επιφέρω μεγάλη καταστροφή, ιδίως σε κάποιο κλειστό χώρο: «μπήκε νευριασμένος μέσα στο μαγαζί και τα ’κανε όλα μαλλιά κουβάρια». β. μπερδεύω, χαλώ μια δουλειά ή μια υπόθεση σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπορεί κανείς να βγάλει άκρη: «τον άφησα για λίγες μέρες υπεύθυνο στη δουλειά μου και μου τα ’κανε μαλλιά κουβάρια»·
- τα κάνω σαν της γριάς τα μαλλιά ή τα κάνω σαν της γριάς το μαλλί, βλ. λ. γριά·
- τα κάνω σαν της τρελής τα μαλλιά ή τα κάνω σαν της τρελής το μαλλί, βλ. λ. τρελός·
- της γριάς το μαλλί ή το μαλλί της γριάς, βλ. λ. γριά·
- της κακής κυράς και τα μαλλιά της φταίγουν, βλ. λ. κυρά·
- της κακιάς ψωλής τα μαλλιά της φταίνε, βλ. λ. ψωλή·
- τον αρπάζω απ’ τα μαλλιά, α. τον συλλαμβάνω βίαια, τον ακινητοποιώ: «κάποια στιγμή προσπάθησε να του ξεφύγει, αλλά αυτός τον άρπαξε απ’ τα μαλλιά και τον γονάτισε». β. του ζητώ πιεστικά να μου επιστρέψει κάτι που μου οφείλει ή που μου ανήκει: «αν δεν τον άρπαζα απ’ τα μαλλιά, δε θα μου επέστρεφε τα δανεικά που μου χρωστούσε»·
- τον βουτώ απ’ τα μαλλιά, βλ. φρ. τον αρπάζω απ’ τα μαλλιά·
- τον γραπώνω απ’ τα μαλλιά, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ τα μαλλιά·
- τον μαγκώνω απ’ τα μαλλιά, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ τα μαλλιά·
- τον πιάνω απ’ τα μαλλιά, βλ. φρ. τον αρπάζω απ’ τα μαλλιά. (Λαϊκό τραγούδι: κι απάνω στη στερνή γουλιά δίνουν οι άντρες δρασκελιά πιάνουν το Χάρο απ’ τα μαλλιά τον σέρνουν και τρεκλίζει. Και η ζωή ανθίζει)·
- του ’βγαλε τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή του ’βγαλε το μαλλί τρίχα τρίχα, τον ξεμάλλιασε, τον ξυλοκόπησε άγρια και, κατ’ επέκταση, τον τιμώρησε σκληρά: «όταν είδε ο πατέρας του πως ήταν πάλι μεθυσμένος, του ’βγαλε τα μαλλιά τρίχα τρίχα»·
- του μάδησε τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή του μάδησε το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. φρ. του ’βγαλε τα μαλλιά τρίχα τρίχα·
- του ξερίζωσε τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή του ξερίζωσε το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. φρ. του ’βγαλε τα μαλλιά τρίχα τρίχα·
- τους κάνω μαλλιά κουβάρια, με διαβάλματα ή άλλες ενέργειες δημιουργώ φασαρία, αναστάτωση, σε μια ομάδα ή σε ένα κύκλο ατόμων, ιδίως σε συγγενείς ή φίλους: «μπήκε στην παρέα τους και με διάφορα υπονοούμενα τους έκανε μαλλιά κουβάρια τους ανθρώπους»·
- τραβήχτηκαν απ’ τα μαλλιά, βλ. συνηθέστ. αρπάχτηκαν απ’ τα μαλλιά·
- τραβώ τα μαλλιά μου, α. νιώθω μεγάλο ψυχικό πόνο, μεγάλη απελπισία, μεγάλη απογοήτευση, μετανιώνω πικρά: «όταν την είχα, δεν ήξερα τι διαμάντι γυναίκα ήταν και τώρα που χωρίσαμε, τραβάω τα μαλλιά μου || τον βοήθησα οικονομικά, αλλά έμαθα πως ήταν απατεώνας, και τώρα τραβώ τα μαλλιά μου». β. νιώθω μεγάλη έκπληξη για καλό ή για κακό: «αν τον έβλεπες τι γυναικάρα κυκλοφορούσε, θα τραβούσες τα μαλλιά σου || τράβηξα τα μαλλιά μου, μόλις τον είδα να σηκώνει χέρι στον πατέρα του». (Λαϊκό τραγούδι: πάει ο κάβουρας το βράδυ, βρίσκει το τσαρδί ρημάδι! Ψάχνει για τη φαμελιά του και τραβάει τα μαλλιά του
- τρώω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. συνηθέστ. τρώω τα μαλλιοκέφαλά μου, λ. μαλλιοκέφαλα·
- χάνω τα μαλλιά μου, μου πέφτουν από κάποια ασθένεια ή από γηρατειά: «έκανε κάτι χημικές ακτινοβολίες για να καταπολεμήσει τον καρκίνο που είχε, κι έχασε τα μαλλιά του || οι περισσότεροι άντρες, καθώς γερνούν, χάνουν τα μαλλιά τους»·
- χάνω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. συνηθέστ. χάνω τα μαλλιοκέφαλά μου, λ. μαλλιοκέφαλα·
- χέζω μαλλί, φοβάμαι υπερβολικά, τρομοκρατούμαι: «χέζω μαλλί, κάθε φορά που περνάω βράδυ έξω από νεκροταφείο»·
- χρωστώ τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. συνηθέστ. χρωστώ τα μαλλιοκέφαλά μου, λ. μαλλιοκέφαλα.

μαντρί

μαντρί, το, ουσ. [<μσν. μανδρίν <μανδρίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. μάνδρα], το μαντρί· (στη γλώσσα της αργκό) η φυλακή: «τον ξέρω αυτόν που μου λες, γιατί ήμασταν μαζί στο μαντρί»·
- αρνί που φεύγει απ’ το μαντρί, το τρώει ο λύκος, βλ. λ. αρνί·
- βγάζω απ’ το μαντρί, αποφυλακίζω κάποιον: «μάζεψαν οι φίλοι του τα λεφτά που χρωστούσε και τον έβγαλαν απ’ το μαντρί»·
- βγαίνω απ’ το μαντρί, αποφυλακίζομαι: «τον άλλο μήνα βγαίνει απ’ το μαντρί»·
- τον βάζω στο μαντρί, βλ. φρ. τον κλείνω στο μαντρί·
- τον κλείνω στο μαντρί, τον φυλακίζω: «μετά την απόφαση του δικαστηρίου, τον έκλεισαν στο μαντρί»·
- τον ρίχνω στο μαντρί, βλ. φρ. τον κλείνω στο μαντρί·
- τον χώνω στο μαντρί, βλ. συνηθέστ. τον κλείνω στο μαντρί.

μάτι

μάτι, το, ουσ. [μσν. μάτιν <ὀμμάτιον, υποκορ. του ουσ. ὄμμα], το μάτι. 1. το μάτιασμα, η βασκανία: «πάντα φοράει γαλάζια χάντρα, γιατί φοβάται το μάτι». 2. στρογγυλή επιφάνεια της ηλεκτρικής κουζίνας, όπου διοχετεύεται ηλεκτρισμός και πάνω στην οποία τοποθετείται το σκεύος για το μαγείρεμα: «στο ένα μάτι έβραζε η μητέρα μου τα μακαρόνια και στ’ άλλο είχε την κατσαρόλα με τον κιμά || ξέχασε το μάτι της ηλεκτρικής κουζίνας ανοιχτό και παραλίγο να παίρναμε φωτιά». 3. ο κόμπος πάνω στην επιφάνεια του βλαστού ή του κορμού, πάνω στο οποίο γίνεται το μπόλιασμα: «τα δέντρα πέταξαν μάτια». 4. (στη γλώσσα της αργκό) το μπανιστήρι: «τρελαίνεται για μάτι». Συνών. γρίλια. 5. συνήθως στον πλ. τα μάτια, η όραση: «μόνο άμα χάσεις τα μάτια σου, μπορείς να καταλάβεις έναν τυφλό». Υποκορ. ματάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 390 φρ.)·
- αβγά μάτια, βλ. λ. αβγό·
- αγκαλιάζω με τα μάτια μου (κάποιον ή κάτι), βλ. συνηθέστ. αγκαλιάζω με το βλέμμα μου (κάποιον ή κάτι), λ. βλέμμα·
- ακολουθώ με τα μάτια μου (κάποιον ή κάτι), βλ. συνηθέστ. ακολουθώ με το βλέμμα μου (κάποιον ή κάτι), λ. βλέμμα·
- άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας ή άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια, λέγεται ειρωνικά, όταν συγκρίνονται δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ή διαφορά ανάμεσα σε δυο πράγματα ή καταστάσεις. (Λαϊκό τραγούδι: αλλού έκανες τα κόλπα σου εδώ θα κάτσεις άγια, γιατί άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια
- αλληθώρισε το μάτι μου απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- αλλού τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά ή αλλού τ’ αφτιά κι αλλού τα μάτια, λέγεται στην περίπτωση που δέχεται κάποιος πολύ ισχυρό χτύπημα στο πρόσωπο από κάποιον: «του ’δωσε τέτοιο χαστούκι, που τι να σου πω! Αλλού τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά»· βλ. και φρ. αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του, λ. παπάς·
- Αμερικανός και μ’ ένα μάτι, βλ. λ. Αμερικανός·
- ανέβηκε στα μάτια μου, νιώθω περισσότερη εκτίμηση για το άτομο που γίνεται λόγος, ιδίως ύστερα από κάποια σωστή πράξη ή ενέργειά του της οποίας είμαι αποδέκτης: «μ’ αυτόν τον καλό λόγο που είπε για μένα, ανέβηκε στα μάτια μου || μ’ αυτή τη χειρονομία που έκανε για πάρτη μου, ανέβηκε στα μάτια μου»·
- ανοίγουν τα μάτια μου, μορφώνομαι, διαφωτίζομαι: «ότι μου πέφτει στο χέρι, το διαβάζω για ν’ ανοίξουν τα μάτια μου || απ’ τη μέρα που άρχισα να κάνω ταξίδια, άνοιξαν τα μάτια μου»·
- ανοίγω τα μάτια μου, α. γεννιέμαι: «άνοιξα τα μάτια μου μια μέρα του Αυγούστου». β. ανοίγω τα βλέφαρά μου, ξυπνώ: «μόλις άνοιξα τα μάτια μου, είδα από πάνω μου το στοργικό βλέμμα της μητέρας μου»· βλ. και φρ. έχω τα μάτια μου ανοιχτά·
- άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του, βλ. φρ. πρωτάνοιξε τα μάτια του·
- άνοιξε τα μάτια σου! α. (συμβουλευτικά) πρόσεχε καλά ή καλύτερα, πρόσεξε: «εκεί που θα πας, άνοιξε τα μάτια σου μην κάνεις καμιά ανοησία!». (Λαϊκό τραγούδι: γελάστηκα, γελάστηκα δεν ήξερα τι κρύβεις στη μαύρη σου ψυχή. Έπρεπε τα μάτια μου ν’ ανοίξω απ’ την αρχή, προτού να πληγωθώ). β. (συμβουλευτικά) να είσαι προσεκτικός: «στη δουλειά που θα πας άνοιξε τα μάτια σου για να τη μάθεις!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- απ’ τα μάτια του φαίνεται, γίνεται κάτι αμέσως αντιληπτό, γίνεται ολοφάνερο κάτι από την έκφραση των ματιών του: «απ’ τα μάτια του φαίνεται πως νιώθει άσχημα ο άνθρωπος σ’ αυτό το χώρο, δεν το καταλαβαίνεις; || απ’ τα μάτια του φαίνεται πως είναι ερωτευμένος μαζί της»·
- από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- από τα μάτια φαίνεται πως αγαπά την πούτσα, λέγεται για πούστη, που δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί επίσημα, αλλά το πάθος του γίνεται αντιληπτό από την έκφραση των ματιών του: «πες του να μη μας κάνει τον άντρα, γιατί από τα μάτια φαίνεται πως αγαπά την πούτσα». Από την εικόνα του πούστη, που ρίχνει κλεφτές ματιές στα γεννητικά όργανα του άντρα για να μαντέψει το μέγεθός τους, ανάλογα με το πόσο φουσκώνει το παντελόνι στο επίμαχο σημείο·
- από τα μάτια πιάνεται στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- ας βγάλουν τα μάτια τους, βλ. φρ. δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους(!)·
- άστραψε το μάτι του, α. είδε κάτι που τον εντυπωσίασε πάρα πολύ: «μόλις με είδε να περνώ έξω απ’ το μπαράκι με το καινούριο μου αυτοκίνητο, άστραψε το μάτι του || ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που, μόλις την είδε άστραψε το μάτι του». β. νευρίασε πάρα πολύ, έφτασε στα όρια της παράκρουσης: «όταν είδε τους αλήτες να χτυπούν γέρο άνθρωπο, άστραψε το μάτι του και χωρίς να σκεφτεί όρμησε απάνω τους». γ. ξαφνικά, βρήκε τη λύση του προβλήματος που τον απασχολούσε: «βρισκόταν σε αδιέξοδο και δεν ήξερε τι να κάνει, ώσπου κάποια στιγμή άστραψε το μάτι του κι ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη του»·
- βάζω μάτι, βλ. συνηθέστ. κάνω μάτι·
- βάζω στο μάτι, επιθυμώ να αποκτήσω κάτι: «έβαλε στο μάτι την κόρη του μπακάλη τους || ό,τι βάζει στο μάτι αργά ή γρήγορα πάει και τ’ αγοράζει». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθ’ ο χάρος και δε θα του ξεφύγεις, κόρη μου γλυκιά, γιατί σ’ έβαλε στο μάτι τούτη τη βραδιά)· βλ. και φρ. έχω στο μάτι·
- βασίλεψαν τα μάτια του, έκλεισαν από μεγάλη εξάντληση και νύστα: «μόλις γύρισε το βράδυ απ’ τη δουλειά και κάθισε για λίγο στον καναπέ, βασίλεψαν τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: βασίλεψαν τα μάτια μου απ’ τα γλυκά σου χάδια και τ’ όνειρο στα σύννεφα με πέταξε ψηλά
- βάσκανο μάτι, που προξενεί κακό όποιον βλέπει, που βασκαίνει, που ματιάζει: «φαίνεται μ’ είδε βάσκανο μάτι και δεν μπορώ να στεριώσω σε μια δουλειά!»·
- βγάζει μάτι, α. είναι τόσο ολοφάνερο, τόσο αυταπόδεικτο, που δε χρειάζεται καμιά επιπλέον επεξήγηση: «μα δεν καταλαβαίνεις ότι θέλει να σε καταστρέψει; Εδώ βγάζει μάτι η πρόθεσή του». β. (για πράγματα) είναι τόσο εντυπωσιακό λόγω κατασκευής ή μεγέθους, που είναι αδύνατο να περάσει απαρατήρητο: «φορούσε μια παρδαλή γραβάτα, που έβγαζε μάτι || είχε κάτι βυζάρες, που έβγαζαν μάτι». γ. είναι εξόφθαλμο: «αυτό το νερώ με ωμέγα, βγάζει μάτι»·
- βγάζει της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- βγάζω μονάχος μου τα μάτια μου, βλ. φρ. βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- βγάζω τα μάτια μου, α. επιδίδομαι στη σεξουαλική πράξη με τον ερωτικό μου σύντροφο: «είναι δυο ώρες κλεισμένοι στο δωμάτιο και βγάζουν τα μάτια τους». β. κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου σε κάποια εργασία, όπου απαιτούνται λεπτοί και επιδέξιοι χειρισμοί: «όλοι οι ρολογάδες βγάζουν τα μάτια τους με τη δουλειά που κάνουν». γ. κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου, ιδίως όταν προσπαθώ να διαβάσω μικρά ή κακογραμμένα γράμματα ή όταν διαβάζω χωρίς ικανοποιητικό φωτισμό: «στα χρόνια μας βγάζαμε τα μάτια μας, όταν διαβάζαμε κάτω απ’ τ’ αδύναμο φως της γκαζόλαμπας»·
- βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια, με τις άστοχες ενέργειες ή πράξεις μου, γίνομαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου: «αν υπογράψω αυτό το συμβόλαιο, είναι σαν να βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια»·
- βγάλε τα μάτια σου, ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον, που μας ρωτάει απεγνωσμένα τώρα τι θα κάνω; ή τώρα τι να κάνω(;)·
- βλέπω μ’ άλλο μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω κάποιον ή κάτι με νέα θεώρηση καλύτερη ή χειρότερη από ό,τι προηγουμένως: «ήμουν κουμπωμένος απέναντί του, αλλά αφού με υποστήριξε, τώρα βλέπω μ’ άλλο μάτι αυτόν τον άνθρωπο»·
- βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω αρνητικά κάποιον ή κάτι: «βλέπω με κακό μάτι αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε μ’ αρέσει η μούρη του || βλέπω με κακό μάτι αυτόν το συνεταιρισμό που θέλεις να κάνεις μ’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω θετικά κάποιον ή κάτι: «βλέπω με καλό μάτι τον δεσμό που έχει η κόρη μου || αν με ρωτήσεις, θα σου πω πως βλέπω με καλό μάτι όλη αυτή τη διαφημιστική καμπάνια που κάνεις για την επιχείρησή σου»·
- βλέπω με την άκρη του ματιού μου, βλέπω κάποιον ή κάτι προσπαθώντας να μη γίνω αντιληπτός: «όση ώρα μιλούσε με τον άλλον, έκανα τον αδιάφορο και τον έβλεπα με την άκρη του ματιού μου»·
- βρίσκομαι στο μάτι του κυκλώνα, βρίσκομαι στο κέντρο επικίνδυνης κατάστασης, βρίσκομαι σε δεινή θέση βαλλόμενος ή κατηγορούμενος από όλες τις πλευρές: «στην προσπάθειά του να κουκουλώσει την παρανομία του συναδέλφου του, βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα κι άρχισε να δέχεται επιθέσεις από τους πάντες». Η ερμηνεία αυτή που επικράτησε είναι εσφαλμένη ίσως από το ότι, κατά τη γνώμη μου, αυτό που κυριαρχεί στη σκέψη μας είναι η καταστροφική δύναμη του κυκλώνα, πράγμα που συνηγορεί στην επικράτηση της εσφαλμένης ερμηνείας. Η ορθή ερμηνεία  είναι διανύω περίοδο γαλήνης, ηρεμίας, αφού στο μάτι (= στο κέντρο) του κυκλώνα, επικρατεί γαλήνη, ηρεμία·
- για να του βγει το μάτι, για να νιώσει μεγάλη στενοχώρια, που δεν εξελίχθηκαν τα πράγματα σε βάρος μου σύμφωνα με την επιθυμία του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος: «παρακαλούσε να μην μπω στο πανεπιστήμιο, αλλά εγώ μπήκα για να του βγει το μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κι όσοι μας θέλουν το κακό για πείσμα, για γινάτι, δε θα χωρίσουμε ποτέ για να τους βγει το μάτι). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·  
- για τα δικά σου μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια. (Λαϊκό τραγούδι: στα σίδερα με βάλανε για τα δικά σου μάτια, το βλάμη που γουστάριζες, τον έκαμα κομμάτια
- για τα δυο σου μάτια, για τη χάρη σου, για την αφεντιά σου: «και βέβαια ήρθα για δουλειά, τι νόμισες, για τα δυο σου μάτια ήρθα;». (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες· θα σπάσω πιάτα για τα δυο σου μάτια). Πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση·
- για τα μάτια ή για τα μαύρα μάτια ή για τα μαύρα τα μάτια, βλ. φρ. για τα μάτια του κόσμου·
- για τα μάτια του κόσμου, α. απλώς για να τηρηθούν τα προσχήματα: «τουλάχιστον, για τα μάτια του κόσμου, έπρεπε να τον χαιρετήσεις κι εσύ». β. για επίδειξη: «αγόρασε κι αυτός ένα αυτοκίνητο για τα μάτια του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: για τα μάτια του κόσμου, πώς μπορείς και παντρεύεσαι φως μου
- για τα μαύρα σου τα μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια·
- για τα ωραία σου τα μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια·
- για το κακό το μάτι, για την αποτροπή της βασκανίας, κατά της βασκανίας: «φοράει πάντα μια χάντρα θαλασσιά, για το κακό το μάτι»·
- γλυκά μου μάτια! προσφώνηση τρυφερότητας που επιτείνει το μάτια μου! (βλ. φρ.).(Τραγούδι: γλυκά μου μάτια αγαπημένα ίσως μια μέρα σας ξαναδώ)·
- γυαλίζει το μάτι του, α. είναι πολύ εκνευρισμένος, βρίσκεται στα πρόθυρα της παράκρουσης: «σε συμβουλεύω να μην του πεις κουβέντα, γιατί γυαλίζει το μάτι του». Από την εικόνα του τρελού που, όταν βρίσκεται σε κρίση, τα μάτια του γυαλίζουν. β. βρίσκεται σε περίοδο μεγάλης στέρησης, μεγάλης φτώχειας: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, γυαλίζει το μάτι του». γ. έχει υψηλό πυρετό: «για βάλε θερμόμετρο στο παιδί να δούμε τι πυρετό έχει, γιατί γυαλίζει το μάτι του»·
- γυαλίζει το μάτι μου απ’ τη πείνα ή το μάτι μου γυαλίζει απ’ την πείνα, βλ. φρ. αλληθώρισα απ’ την πείνα, λ. πείνα·
- γυάλινο μάτι, ψεύτικο μάτι που είναι καμωμένο από γυαλί, από πορσελάνη: «έχασε σ’ ένα δυστύχημα το δεξί του μάτι κι από τότε έχει γυάλινο μάτι»· 
- δε βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), δεν έχω επιφυλάξεις για κάποιο άτομο ή για κάποια κατάσταση που διαμορφώνεται: «επειδή δεν έβλεπε με κακό μάτι το δεσμό της κόρης του, έκανε τα στραβά μάτια»·
- δε βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), έχω σοβαρές επιφυλάξεις για κάποιο άτομο ή για κάποια κατάσταση που διαμορφώνεται, τόσο μάλιστα, ώστε να διάκειμαι εχθρικά: «αν θέλεις τη γνώμη μου, δε βλέπω με καλό μάτι αυτόν τον άνθρωπο, γι’ αυτό πρόσεχε || δεν έβλεπε με καλό μάτι το δεσμό της κόρης του, γι’ αυτό έπιασε το λεγάμενο και του ζήτησε να χωρίσουν»·
- δε θέλω να τον δω στα μάτια μου, τον αποστρέφομαι, τον αντιπαθώ πάρα πολύ: «είναι τόσο αχάριστος άνθρωπος, που δε θέλω να τον δω στα μάτια μου»·
- δε με γελούν τα μάτια μου, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος γι’ αυτό που βλέπω: «είναι ο τάδε, δε με γελούν τα μάτια μου || δε με γελούν τα μάτια μου, γιατί είμαι σίγουρος πως είσαι ο τάδε»·
- δε με πιάνει το μάτι, δε βασκαίνομαι, δε ματιάζομαι: «δεν έχω φόβο στους γαλανομάτηδες, γιατί δε με πιάνει το μάτι»·
- δε μου γεμίζει το μάτι (κάποιος ή κάτι), δε μου εμπνέει εμπιστοσύνη, έχω επιφυλάξεις: «δε μου γεμίζει το μάτι ο τύπος που κάνεις παρέα || δε μου γεμίζει το μάτι αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (από κάτι), είναι επίμονα προσηλωμένος σε κάτι: «ο τάδε δε σηκώνει τα μάτια του απ’ το βιβλίο || ο τάδε δε σηκώνει τα μάτια του απ’ τη δουλειά»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη, είναι πολύ ντροπαλός: «το μεγάλο του παιδί είναι πολύ ατίθασο, αλλά το μικρότερο δε σηκώνει τα μάτια του απ’ τη γη || αποκλείεται να σε κοίταξε αυτή η γυναίκα πονηρά, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, δε σηκώνει τα μάτια της απ’ τη γη»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να δει άνθρωπο, βλ. φρ. δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να με δει, δε με κοιτάζει, ιδίως από ντροπή ή από φόβο: «απ’ τη μέρα που με κατηγόρησε χωρίς λόγο, δε σηκώνει τα μάτια του να με δει»·
- δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπει(ς), α. υπάρχει αφθονία υλικών αγαθών σε ένα χώρο: «άνοιξε ένα καινούριο σούπερ μάρκετ κι έχει τόσα πολλά είδη που δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπεις». β. υπάρχει ωραιότατη θέα που σου προξενεί μεγάλη ευχαρίστηση: «αν ανεβείς στην κορυφή του λόφου, δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπει την ομορφιά του κάμπου»·
- δε χορταίνει το μάτι σου να τον (τη) βλέπει(ς), είναι πάρα πολύ όμορφος: «είναι μια γυναικάρα, που δε χορταίνει το μάτι σου να τη βλέπεις»·
- δε χορταίνει το μάτι του, είναι ανικανοποίητος, είναι άπληστος: «όσα και να του δώσεις, δε χορταίνει το μάτι αυτού του ανθρώπου»·
- δεν έχει μάτια γι’ άλλον (γι’ άλλη), ενδιαφέρεται μόνο για τον ερωτικό του σύντροφο, μόνο για το άτομο που αγαπάει: «απ’ τη μέρα που την παντρεύτηκε, δεν έχει μάτια γι’ άλλη». (Λαϊκό τραγούδι: το κορίτσι που αγαπάω το κοιτάζουνε πολλοί, μα αυτό δεν έχει μάτια άλλον άντρα για να δει)· 
- δεν έχω μάτια να τον δω, α. ντρέπομαι να τον αντικρίσω, ντρέπομαι να τον συναντήσω, γιατί είμαι εκτεθειμένος απέναντί του: «κάποια στιγμή κατηγόρησα την αδερφή του χωρίς λόγο και τώρα δεν έχω μάτια να τον δω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω μάτια να σε δω καρδιά να σου μιλήσω, πέσαν τα χέρια μου νεκρά και πώς να σε κρατήσω).β. δεν καταδέχομαι, απαξιώ να τον συναντήσω: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα ναρκωτικά, δεν έχω μάτια να τον δω»·
- δεν κλείνω μάτι, α. δεν μπορώ να κοιμηθώ, έχω αϋπνίες. (Λαϊκό τραγούδι: τις νύχτες τις αόρατες εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί μου λένε οι δαίμονες σήκω και περιπάτει). β. αγρυπνώ από ανησυχία ή από έμμονες ιδέες: «δεν έκλεισα μάτι όλη τη νύχτα, γιατί περίμενα τα παιδιά μου να γυρίσουν απ’ την εκδρομή τους»·
- δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους! έκφραση τέλειας αδιαφορίας για τις υποθέσεις, ιδίως για τις φιλονικίες, για τις έριδες κάποιων: «πάλι μαλώνουν οι συνέταιροι της εταιρείας μας. -Δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους!»·
- δεν πιστεύω στα μάτια μου! βλ. φρ. δεν το πιστεύουν τα μάτια μου(!)·
- δεν τ’ αφήνω απ’ τα μάτια μου, παρακολουθώ συνέχεια, χωρίς διακοπή, κάτι: «απ’ την ώρα που πάρκαρε τ’ αυτοκίνητο απέναντι, δεν τ’ άφησα απ’ τα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το στιγμή·
- δεν το πιάνει το μάτι σου, δεν μπορείς να το δεις, να το εντοπίσεις με γυμνό μάτι: «είναι ένα τόσο δα ζουζουνάκι, που δεν το πιάνει το μάτι σου χωρίς μεγεθυντικό φακό»·
- δεν το πιστεύουν τα μάτια μου! επιφωνηματική έκφραση απορίας ή θαυμασμού για κάτι που βλέπουμε, ενώ δεν περιμέναμε να το δούμε: «εσύ, κοτζάμ παλικάρι, να χτυπάς μικρό παιδί, δεν το πιστεύουν τα μάτια μου! || μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα τέλειωσες ολόκληρη οικοδομή, δεν το πιστεύουν τα μάτια μου!»·
- δεν τον αφήνω απ’ τα μάτια μου, τον παρακολουθώ συνέχεια, χωρίς διακοπή: «θα σου πω λεπτομερώς πού πήγε και τι έκανε, μόλις βγήκε απ’ το σπίτι του, γιατί δεν τον άφησα απ’ τα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το στιγμή·
- δεν τον είδε μάτι, δεν τον αντιλήφθηκε κανείς: «ο κλέφτης άδειασε το ταμείο κι ενώ το μαγαζί είχε ένα σωρό κόσμο, δεν τον είδε μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: ζούλα θα ’ρθω, κούκλα μου, από τους γειτόνους, μάτι για να μη με δει μάτια μου και φως μου
- δεν τον πιάνει το μάτι, δε βασκαίνεται, δε ματιάζεται: «ειρωνεύεται όλους αυτούς που φοβούνται το μάτιασμα, γιατί αυτόν δεν τον πιάνει το μάτι»·
- δεν τον πιάνει το μάτι σου, α. δεν μπορείς να τον θεωρήσεις αξιόλογο, δεν τον υπολογίζεις βλέποντας την εξωτερική του εμφάνιση, δεν είναι πραγματικά αυτός που δείχνει: «έτσι όπως γυρίζει μ’ αυτά τα παλιόρουχα, δεν τον πιάνει το μάτι σου για πλούσιο». β. (ειρωνικά) είναι πάρα πολύ κοντός (που υποτίθεται πως δεν μπορείς να τον εντοπίσεις): «προσέχω να μην τον πατήσω, γιατί δεν τον πιάνει το μάτι σου»·
- δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι, βλ. λ. άνθρωπος·
- δες με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, το ενδιαφέρον σου για μένα θα σου το ανταποδώσω στο διπλάσιο·
- διαβάζω στα μάτια του (της) (κάτι), αντιλαμβάνομαι, ξεχωρίζω τα συναισθήματα από τα οποία είναι κυριευμένος κάποιος (κάποια) από την έκφραση των ματιών του: «διαβάζω στα μάτια του πόσο πολύ την αγαπάει || διαβάζω στα μάτια του πόσο πολύ τη μισεί || διαβάζω στα μάτια του πόσο άσχημα νιώθει σ’ αυτό το χώρο»·
- δίνω το ένα μου μάτι για να…, δηλώνει πολύ μεγάλη επιθυμία για να…: «δίνω το ένα μου μάτι για να ξαπλώσω μ’ αυτή τη γυναίκα || δίνω το ένα μου μάτι για ν’ αποκτήσω κι εγώ τέτοιο αυτοκίνητο»·   
- έγινε το μάτι του να! α. πρήστηκε πολύ, ιδίως ύστερα από ισχυρό χτύπημα: «έφαγε μια γροθιά απ’ τον τάδε κι έγινε το μάτι του να!». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με την παλάμη, κυρτή προς τα έξω, να έρχεται σε μια μικρή απόσταση από το μάτι, θέλοντας να καθορίσει το μέγεθος του πρηξίματος. β. ένιωσε έντονη έκπληξη: «μόλις με είδε να διασχίζω με την αυτοκινητάρα μου τους δρόμους της γειτονιάς μας, έγινε το μάτι του να!». Συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη και τον αντίχειρα να σχηματίζουν ευμεγέθη κύκλο, υπονοώντας το άνοιγμα του ματιού·
- είδα τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. ζωή·
- είδα το χάρο με τα μάτια μου, βλ. λ. χάρος·
- είδαν πολλά τα μάτια μου, πέρασα πολλές δυσκολίες στη ζωή μου, πράγμα που μου έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσω πολλές και διάφορες εμπειρίες: «εμένα να με συμβουλεύεσαι, γιατί είδαν πολλά τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: πολλά είδαν τα μάτια μου κι έχω περάσει μπόρες, μονάχος μου που γύριζα μέσα σε ξένες χώρες
- είμαι αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. φρ. μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- είμαι καρφί στο μάτι (κάποιου), βλ. φρ. μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- είμαι με την τσίμπλα στο μάτι, βλ. λ. τσίμπλα·
- είμαι όλο(ς) μάτια, παρατηρώ κάποιον ή κάτι με πολύ μεγάλη προσοχή: «είμαι όλος μάτια, κάθε φορά που περνάει αυτή η γυναικάρα έξω απ’ το μαγαζί μου || όταν μου δείχνει πώς γίνεται κάτι, είμαι όλος μάτια»·
- είναι το μάτι μου, μου μεταφέρει όλα όσα βλέπει να συμβαίνουν κατά την απουσία μου σε ένα χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «αυτός ο άνθρωπος που βλέπεις, είναι το μάτι μου, όσο διάστημα λείπω απ’ το εργοστάσιο»·
- είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου ή είναι τ’ αφτί μου και το μάτι μου, μου μεταφέρει όλα όσα βλέπει και ακούει να συμβαίνουν και να λέγονται κατά την απουσία μου από ένα χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «τον πληρώνω κάτι παραπάνω, αλλά έχω το κεφάλι μου ήσυχο, γιατί είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου, όσον καιρό λείπω απ’ το εργοστάσιο»·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, λέγεται ειρωνικά για εκείνους τους ελαφρόμυαλους, που επιτέλους κατάλαβαν ποιο είναι το συμφέρον τους: «επιτέλους, έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια και σταμάτησες αυτή η δουλειά που ξεκίνησες, γιατί κατάλαβες πως θα σε καταστρέψει»· 
- εκείνος που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του, βλ. λ. πίκρα·
- έμεινε το μάτι μου (σε κάποιον ή σε κάτι), α. αφαιρέθηκα κοιτάζοντάς το(ν) επίμονα: «όπως τον κοίταζα, έμεινε το μάτι μου». β. (για πράγματα) με εντυπωσίασε τόσο πολύ που θέλω να το αποκτήσω: «έμεινε το μάτι μου σ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- έμεινε το μάτι του, με ζηλεύει για κάποιο απόκτημά μου: «απ’ τη μέρα που αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο, έμεινε το μάτι του»·
- ένα τρίτο μάτι, άτομο που δεν έχει σχέση με κάποια υπόθεση, όπως δυο ενδιαφερόμενοι ή δυο ενδιαφερόμενες πλευρές, πράγμα που καθιστά αμερόληπτη τη γνώμη του ή την άποψή του σχετικά με αυτή: «ίσως, αν έβλεπε την υπόθεση ένα τρίτο μάτι, θα μπορούσε να μας δώσει μια πιο ξεκάθαρη γνώμη»·
- έπεσε στα μάτια μου, βλ. φρ. ξέπεσε στα μάτια μου·
- έπεσε το μάτι μου (σε κάποιον ή σε κάτι), είδα, ιδίως τυχαία, κάποιον ή κάτι: «όπως ερχόμουν, έπεσε το μάτι μου στον τάδε || όπως έβλεπα τη βιτρίνα, έπεσε το μάτι μου σ’ ένα πανέμορφο δαχτυλίδι»·
- έφυγε με την τσίμπλα στο μάτι, βλ. λ. τσίμπλα·
- έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. κόσμος·
- έχει αχόρταγο μάτι, βλ. φρ. δε χορταίνει το μάτι του·
- έχει βαρύ μάτι, βλ. συνηθέστ. έχει κακό μάτι·
- έχει γερό μάτι, έχει πολύ καλή όραση ή έχει την ικανότητα να εκτιμάει την πραγματική αξία ενός ανθρώπου ή πράγματος: «μπορεί να διαβάσει την εφημερίδα του από δυο μέτρα απόσταση, γιατί έχει γερό μάτι || ο τάδε, που έχει γερό μάτι, μου είπε πως αυτός που κάνεις παρέα, δε θα πρέπει να ’ναι καλός άνθρωπος || στην αγορά τ’ αυτοκινήτου μου θα πάρω και τον τάδε μαζί μου, γιατί έχει γερό μάτι»·
- έχει δυνατό μάτι, βλ. λ. έχει γερό μάτι·
- έχει και πίσω μάτια, βλ. φρ. έχει και στην πλάτη μάτια·
- έχει και στην πλάτη μάτια, αντιλαμβάνεται τα πάντα, δεν του ξεφεύγει τίποτα: «έτσι να κάνεις λίγο, το παίρνει αμέσως μυρουδιά, γιατί έχει και στην πλάτη μάτια». Πρβλ.: που ’χει τα πόδια τέσσερα, τα μάτια δεκατέσσερα, μα πιο πολύ το μάτι που έβλεπε απ’ την πλάτη (Λαϊκό τραγούδι)·
- έχει και στον κώλο μάτια, βλ. λ. κώλος·
- έχει κακό μάτι, έχει τη δυνατότητα να βασκαίνει, να ματιάζει: «μόλις μ’ είδε ο τάδε, έπεσα κι έσπασα το πόδι μου, γιατί έχει κακό μάτι»·
- έχει καλό μάτι, βλ. φρ. έχει γερό μάτι·
- έχει μάτι, έχει τη δυνατότητα να βασκαίνει, να ματιάζει: «δε θέλω να δει ο τάδε το καινούριο μου αυτοκίνητο, γιατί έχει μάτι και σίγουρα όλο και κάπου θα τρακάρω»· βλ. και φρ. έχει γερό μάτι·
- έχει τα μάτια του παντού, αντιλαμβάνεται, παρακολουθεί τα πάντα, γιατί είναι πολύ προσεκτικός ή καχύποπτος: «από κείνη τη μέρα που έπαθε τη ζημιά στη δουλειά του, έχει τα μάτια του παντού»·
- έχει το μάτι του όλο στην πόρτα ή έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα, α. επιδιώκει διακαώς να βρει την ευκαιρία να βγει από το σπίτι, να ξεπορτίσει: «ξέρει πως στο μπαράκι την περιμένει ο γκόμενός της κι αυτή έχει το μάτι όλο στην πόρτα». β. αδημονεί να φανεί, να επιστρέψει κάποιος στο σπίτι: «μόλις περάσει λίγο η ώρα, έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα και δεν ησυχάζει αν δε δει τα παιδιά του να επιστρέφουν στο σπίτι»·
- έχει τρύπιο μάτι, είναι εντελώς ανικανοποίητος: «όταν ο άνθρωπος έχει τρύπιο μάτι, δεν μπορεί να ευχαριστηθεί με τίποτα»·
- έχουν δει πολλά τα μάτια μου, βλ. φρ. είδαν πολλά τα μάτια μου·
- έχω στο μάτι, α. λαχταρώ, επιθυμώ να αποκτήσω κάποιον ή κάτι: «από καιρό έχω στο μάτι αυτή τη γυναίκα || από καιρό έχω στο μάτι αυτό τ’ αυτοκίνητο». (Λαϊκό τραγούδι: τόσο καιρό σ’ έχω στο μάτι, γιατί είσαι ένα γερό κομμάτι). β. εποφθαλμιώ: «έχω στο μάτι τη θέση του διευθυντή μας»· βλ. και φρ. τον έχω στο μάτι·
- έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή έχω ανοιχτά τα μάτια μου, προσέχω πολύ: «όταν ξεκινώ κάτι καινούριο, έχω τα μάτια μου ανοιχτά μέχρι να βάλω το νερό στ’ αυλάκι»·
- έχω τα μάτια μου κλεισμένα ή έχω κλεισμένα τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. έχω τα μάτια μου κλειστά·
- έχω τα μάτια μου κλειστά ή έχω κλειστά τα μάτια μου, α. δεν προσέχω: «πώς να μη σε κλέψουν, απ’ τη στιγμή που έχεις τα μάτια σου κλειστά!». β. προσποιούμαι πως δε βλέπω, πως δεν καταλαβαίνω τι γίνεται γύρω μου: «όση ώρα είχα τα μάτια μου κλειστά, δε δούλεψε ούτε ένας εργάτης»·
- έχω τα μάτια μου τέσσερα (δεκατέσσερα, είκοσι τέσσερα), είμαι πάρα πολύ προσεκτικός στις ενέργειές μου ή στις συναναστροφές μου: «όπως έγινε σήμερα ο κόσμος, πρέπει να ’χεις τα μάτια σου τέσσερα για να μην μπλέξεις πουθενά». (Λαϊκό τραγούδι: αν έχεις μάτια τέσσερα, στάσου στο δεκατέσσερα
- έχω το μάτι μου όλο..., επιδιώκω συστηματικά κάτι: «έχω το μάτι μου όλο στα ταξίδια || απ’ τη μέρα που κέρδισε στο λαχείο, έχει το μάτι του όλο στα γλέντια || τα μικρά παιδιά έχουν το μάτι τους όλο στο παιχνίδι»·
- ζυγιάζω με το μάτι, εκτιμώ, υπολογίζω νοερά έπειτα από προσεκτική παρατήρηση τα υπέρ και τα κατά μιας δουλειάς, υπόθεσης ή κατάστασης: «είναι πολύ έμπειρος στη ζωή κι ό,τι ζυγιάζει με το μάτι, πέφτει πάντα μέσα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά· βλ. και φρ. με το μάτι·
- η κότα σκαλίζοντας βγάζει το μάτι της ή σκαλίζοντας η κότα βγάζει το μάτι της, βλ. λ. κότα·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, όσα κάνει κανείς τη νύχτα ακούγονται, ενώ όσα κάνει τη μέρα φαίνονται: «τίποτα δε μένει κρυφό, αγόρι μου και πρέπει να μάθεις να περπατάς καλά στη ζωή σου, γιατί η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια»·  
- η πραμάτεια θέλει μάτια, όταν αγοράζει κανείς κάτι, ιδίως από πλανόδιο πωλητή, πρέπει να είναι προσεκτικός: «να μην ψωνίζεις καβάλα, γιατί η πραμάτεια θέλει μάτια»·
- ήταν σκόνη στα μάτια, βλ. συνηθέστ. ήταν στάχτη στα μάτια·
- ήταν στάχτη στα μάτια, βλ. λ. στάχτη·
- θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει, δηλώνει αδιαφορία ή και μοιρολατρία για την έκβαση κάποιας ενέργειας ή προσπάθειας: «είναι πολύ δύσκολη δουλειά, αλλά θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει». (Λαϊκό τραγούδι: αγάπη μου πρώτη, αγάπη μεγάλη, θα κλείσω τα μάτια, κι όπου με βγάλει
- θα μου βγει απ’ τα μάτια, έχω πιει πάρα πολύ: «δεν μπορώ να πιω γουλιά περισσότερο, γιατί θα μου βγει απ’ τα μάτια». Από παρομοίωση του ποτού με τα δάκρυα·
- θα σου βγάλω το μάτι, θα σου προξενήσω μεγάλη ζημιά, θα σε εκδικηθώ: «αν ξαναενοχλήσεις την κόρη μου, θα σου βγάλω το μάτι». Από την εικόνα των ατόμων του υπόκοσμου που, όταν σε μια μονομαχία με μαχαίρια έπεφτε ο ένας από τους δυο νεκρός, ο νικητής ή έγλειφε το μαχαίρι του με το αίμα του αντιπάλου του ή του έβγαζε το μάτι και το ρουφούσε εξού και η φρ. θα σου πιω το μάτι και θα σου ρουφήξω το μάτι και θα σου φάω το μάτι·
- θα σου πιω το μάτι, βλ. φρ. θα σου βγάλω το μάτι·
- θα σου ρουφήξω το μάτι, βλ. συνηθέστ. θα σου πιω το μάτι·
- θα σου φάω το μάτι, βλ. συνηθέστ. θα σου βγάλω το μάτι·
- θόλωσε το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- θόλωσε το μάτι του, δεν αντέχει πια, ήρθε σε απόγνωση και δεν ξέρει τι να κάνει, πώς να ενεργήσει, ή ενεργεί καταστροφικά σε βάρος του ή σε βάρος άλλου: «θόλωσε το μάτι του απ’ τα προβλήματα που τον βασανίζουν και δεν ξέρει τι κάνει || όταν την είδε στο κρεβάτι μ’ έναν άλλον άντρα, θόλωσε το μάτι του και τους σκότωσε και τους δυο με το πιστόλι του»·
- … και μ’ ένα μάτι, έκφραση με την οποία δηλώνουμε περήφανα πως ταυτιζόμαστε απόλυτα με αυτό που μόλις προαναφέραμε: «Πόντιος και μ’ ένα μάτι || Θεσσαλονικιός και μ’ ένα μάτι || Παοκτσής και μ’ ένα μάτι || δημοκράτης και μ’ ένα μάτι»· βλ. και λ. Αμερικανός·
- ... και τα μάτια σου, δηλώνει πως πρέπει να δείξει μεγάλη προσοχή, μεγάλη φροντίδα κάποιος σε αυτό που μόλις του προαναφέραμε: «θα πεταχτώ μέχρι τον μπακάλη, γι’ αυτό το παιδί και τα μάτια σου || όσο θα λείπουμε, το σπίτι και τα μάτια σου»·
- κακό μάτι, το μάτι που βασκαίνει: «τέτοιο κακό μάτι, πρώτη φορά συνάντησα σε άνθρωπο». (Λαϊκό τραγούδι: του είχα βάλει φυλαχτό πετράδι θαλασσί να μη μας δει μάτι κακό και μ’ αρνηθείς κι εσύ
- κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα ή καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα, είναι προτιμότερο να πάθει κανείς ένα κακό έστω και μεγάλο παρά να αποκτήσει κακή φήμη: «για να πάρεις μια θέση σ’ αυτή την επιχείρηση, πρέπει να είσαι άμεμπτος, γι’ αυτό, καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα». Πρβλ.: ο κουρσάτος φίλος σου θα σ’ αφήσει γρήγορα και θα μείνεις κι απ’ τους δυο τότε αμανάτι, θα ’σαι πια για κλάματα κι όπως λέν’ τα γράμματα, πριν σου βγει το όνομα, πιο καλά το μάτι (Λαϊκό τραγούδι)·
- καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα δω) ή καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα διώ) ή καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα ιδώ), ειρωνική ή χαϊδευτική προσφώνηση σε άτομο που έχουμε καιρό να το δούμε·
- κάναμε μαύρα μάτια, βλ. φρ. μαύρα μάτια κάναμε·
- κανένα μάτι, κανένας άνθρωπος: «κανένα μάτι δεν είδε παρόμοια ομορφιά». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι δε θα δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί κι έχεις το λόγο μου, γλυκιά μου αγάπη, στιγμή δε θα σ’ απαρνηθώ και στρώσε μου να κοιμηθώ
- κάνουν πουλάκια τα μάτια μου ή τα μάτια μου κάνουν πουλάκια, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνουν πουλάκια τα μάτια σου ή πουλάκια κάνουν τα μάτια σου, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνω μάτι, παρακολουθώ αθέατος την ερωτική δραστηριότητα ζευγαριού: «το να κάνει κανείς μάτι είναι μια ικανοποίηση, αλλά και ένα βίτσιο»· βλ. και φρ. κάνω ματάκι, λ. ματάκι·
- κάνω μαύρα μάτια (να δω κάποιον), αισθάνομαι έντονα την έλλειψη κάποιου προσώπου: «πού χάθηκες, ρε παιδάκι μου, έκανα μαύρα μάτια να σε δω!»·
- κάνω τα γλυκά μάτια, α. ερωτοτροπώ: «πάλι κάνεις τα γλυκά μάτια στην τάδε;». β. επιθυμώ πάρα πολύ να αποκτήσω κάτι: «εδώ και χρόνια κάνω τα γλυκά μάτια σ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- κάνω τα στραβά μάτια, α. κάνω πως δε βλέπω, πως δεν καταλαβαίνω, συμπεριφέρομαι ανεκτικά, με επιείκεια: «κακόμαθε το παιδί, γιατί ο πατέρας του κάνει τα στραβά μάτια στις αταξίες του». β. κάνω πως δε βλέπω, πως δεν αντιλαμβάνομαι τις ερωτικές ιδίως επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού μου προσώπου: «κάθε μήνα η αδερφή του αλλάζει γκόμενο κι αυτός κάνει τα στραβά μάτια»·
- κάνω το μάτι, ξεματιάζω: «έχει απομείνει μια γιαγιά στο χωριό μας που ξέρει να κάνει το μάτι»·
- καρφώνω στα μάτια (κάποιον), κοιτάζω επίμονα κάποιον στα μάτια: «στάθηκα απέναντί της και την κάρφωσα στα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: ένας μάγκας τη ζυγώνει και στα μάτια την καρφώνει. Χωρίς κουβέντες πια πολλές μαζί τα πίναμε που λες
- καρφώνω τα μάτια μου (σε κάποιον ή σε κάτι), κοιτάζω κάποιον ή κάτι επίμονα: «μόλις κάθισε η γυναίκα στο τραπεζάκι, κάρφωσα τα μάτια μου απάνω της || μόλις είδα τ’ αυτοκίνητο, κάρφωσα τα μάτια μου απάνω του»·
- κατεβάζω τα μάτια ή κατεβάζω τα μάτια μου, κοιτώ προς τα κάτω από σεβασμό, ντροπή ή υποταγή: «όταν μου μιλάει ο παππούς μου, κατεβάζω τα μάτια και τον ακούω προσεκτικά || κατέβασα τα μάτια μου, μόλις αποκαλύφθηκε το ψέμα μου || μπροστά στ’ αφεντικό του κατεβάζει τα μάτια του»·
- κατέβηκε στα μάτια μου, βλ. φρ. έπεσε στα μάτια μου·
- κάτι άρπαξε το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. κάτι πήρε το μάτι μου·
- κάτι έπιασε το μάτι μου, βλ. λ. κάτι πήρε το μάτι μου·
- κάτι μπήκε στο μάτι μου, κλασική δικαιολογία όταν δε θέλουμε να παραδεχτούμε ότι δακρύσαμε για κάτι που είδαμε ή θυμηθήκαμε και συγκινηθήκαμε, αλλά το αποδίδουμε σε κάποια μικρή ακαθαρσία που μπήκε και ερέθισε το μάτι μας·
- κάτι πήρε το μάτι μου, κάτι είδα τυχαία από το συμβάν που μου αναφέρει κάποιος, αλλά δε γνωρίζω πολλά πράγματα: «είδες το δυστύχημα που έγινε στη γωνία; -Κάτι πήρε το μάτι μου, αλλά δεν έδωσα περισσότερη σημασία»·
- κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. μπροστά απ’ τα μάτια μου·
- κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια, ένα σπουδαίο ζήτημα ή ένα μυστικό πρέπει να προσέχουμε πώς τα λέμε, γιατί μπορεί να ακούσει κάποιος και ας μη φαίνεται: «πρόσεχε μη σ’ ακούσουν πώς μιλάς γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια»·
- κι όπου με βγάλουν τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. κι όπου με βγάλει η άκρη, λ. άκρη·
- κλέβει της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- κλείνουν τα μάτια μου, νυστάζω υπερβολικά: «εγώ πέφτω για ύπνο, γιατί κλείνουν τα μάτια μου»·
- κλείνω τα μάτια ή κλείνω τα μάτια μου, α. κάνω πως δεν αντιλαμβάνομαι ό,τι κακό ή ανεπίτρεπτο συμβαίνει γύρω μου, εθελοτυφλώ: «μέχρι πότε θα κλείνω τα μάτια μου στις αταξίες σου!». β. κοιμάμαι: «δε θυμάμαι τι ώρα χτες βράδυ έκλεισα τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: όταν κοιμάται ο δυστυχής, κανείς μην τον ξυπνήσει, ξεχνάει τα πάντα ο άνθρωπος τα μάτια του σαν κλείσει). γ. πεθαίνω: «όλοι μια μέρα θα κλείσουμε τα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: την τελευταία μου στιγμή, τα μάτια μου πριν κλείσω, τότε γλυκιά μανούλα μου, εσένα θα ζητήσω)· βλ. και φρ. του κλείνω τα μάτια·
- κλείνω τα μάτια μου μια για πάντα, πεθαίνω: «όταν θα κλείσω τα μάτια μου μια για πάντα, θέλω να με θάψετε στη Θεσσαλονίκη»·
- κόβει το μάτι του, α. έχει δυνατή όραση: «για δες εσύ, που κόβει το μάτι σου, τι γράφει εκεί πέρα;». β. έχει παρατηρητικότητα ή έχει ορθή κρίση: «εσένα που κόβει το μάτι σου, μήπως πρόσεξες τι χρώμα είχε τ’ αυτοκίνητο που πέρασε; || για πες μου εσύ, που κόβει το μάτι σου, τι σόι άνθρωπος είναι αυτός;»·
- κόβω το μάτι, ξεματιάζω: «ήταν για θάνατο, αν δεν πήγαινε στην τάδε να του κόψει το μάτι»·
- κοιμάται μ’ ανοιχτά μάτια ή κοιμάται μ’ ανοιχτά τα μάτια ή κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά, το άτομο για το ποίο γίνεται λόγος, μπορεί κανείς να το ξεγελάσει με μεγάλη ευκολία, είναι κουτό, ανόητο, βλάκας: «μην τον εμπιστευτείς καμιά σοβαρή δουλειά, γιατί κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά και θα τον ξεγελάσουν με το πρώτο»·
- κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό, κοιμάται πολύ ελαφρά, ιδίως γιατί υποπτεύεται κάποιον κίνδυνο: «απ’ τη μέρα που άνοιξε δοσοληψίες με την αστυνομία, κάθε βράδυ κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό»·
- κοίτα με στα μάτια ή κοίταξέ με στα μάτια, έκφραση που απευθύνουμε στο συνομιλητή μας, όταν περιμένουμε την απάντησή του σε κάποια ερώτηση που του θέσαμε, και η έννοια είναι πως περιμένουμε να μας πει την αλήθεια, γιατί έχει παρατηρηθεί πως, όποιος λέει ψέματα, αποφεύγει να δει κατάματα το συνομιλητή του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. (Λαϊκό τραγούδι: για κοίτα με στα μάτια λοιπόν κι εξηγήσου πού δίνεις το γλυκό το θερμό το φιλί σου, δεν είχες μυστικά από μένα θυμήσου, για κοίτα με στα μάτια λοιπόν). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το και πες μου την αλήθεια·  
- κοιτάζει με γυάλινα μάτια, κοιτάζει ανέκφραστος: «είναι άνθρωπος σκληρός και ψυχρός και κοιτάζει με γυάλινα μάτια τους συνανθρώπους του»·
- κοιτάζονται στα μάτια, το ζευγάρι για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πάρα πολύ ερωτευμένο: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν, κοιτάζονται στα μάτια»·
- κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου, βλ. φρ. βλέπω με την άκρη του ματιού μου·
- κοίταξέ με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, βλ. φρ. δες με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο·
- κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει, βλ. λ. κόρακας·
- κρατώ τα μάτια μου ανοιχτά ή κρατώ ανοιχτά τα μάτια μου, βλ. φρ. έχω τα μάτια μου ανοιχτά·
- κρατώ τα μάτια μου κλειστά ή κρατώ κλειστά τα μάτια μου, βλ. φρ. έχω τα μάτια μου κλειστά·
- μ’ ένα δεύτερο μάτι, βλ. συνηθέστ. με μια δεύτερη ματιά·
- μ’ έφαγε με τα μάτια του, α. με βάσκανε, με μάτιασε: «μ’ έφαγε με τα μάτια του, μόλις μ’ είδε μέσα στο καινούριο μου αυτοκίνητο και λίγο παρακάτω τράκαρα». β. κάρφωσε απροκάλυπτα το βλέμμα του επάνω μου και με κοίταζε αδιάκοπα και εξεταστικά, συνήθως με ερωτική διάθεση: «μόλις μπήκα μέσα, μ’ έφαγε με τα μάτια της μέχρι την ώρα που έφυγα»·
- μ’ έχει στο μάτι, λέγεται σε περίπτωση που κάποιος δε με συμπαθεί και για το λόγο αυτό δεν είναι ακριβοδίκαιος μαζί μου: «ποτέ του δε μου έχει δώσει δίκιο, γιατί μ’ έχει στο μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: τον ένα λέγανε Κωστή, τον άλλονε Σταμάτη· τους γύρευαν από καιρό αχ, τους είχανε στο μάτι). Από τη συνηθισμένη δικαιολογία των μαθητών για κάποιον καθηγητή τους, όταν τους βαθμολογεί με όχι καλό βαθμό·
- μάτι να μη σε πιάσει, ευχή σε κάποιον για την αποτροπή βασκανίας, ματιάσματος: «όπου και να πας, παιδάκι μου, μάτι να μη σε πιάσει»·  
- μάτι νερού, βλ. λ. νερό·
- μάτια γλυκά μου μάτια μου τωνε ματιών μου μάτια ή μάτια γλυκά μου μάτια μου των οματιών μου μάτια, έκφραση απέραντης τρυφερότητας που απευθύνουμε σε κάποιο άτομο·
- μάτια μου! α. προσφώνηση τρυφερότητας σε αγαπημένο ή οικείο πρόσωπο: «μήπως σε στενοχώρησα, μάτια μου! || πετάξου, μάτια μου, μέχρι το σπίτι και πες στη γυναίκα μου πως θ’ αργήσω!». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου θυμώνεις, μάτια μου,που φεύγω για τα ξένα, πουλί θα γίνω και θα ’ρθω πάλι κοντά σε σένα). β. ειρωνική προσφώνηση σε άτομο: «τι λες, μάτια μου, που θα σηκωθώ για να καθίσεις εσύ!». (Λαϊκό τραγούδι: ανάποδα μετράς κι όλα τα δίκια, μάτια μου,για σένα τα κρατάς
- μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται, ο μακροχρόνιος αποχωρισμός δυο ανθρώπων έχει ως μοιραία κατάληξη τη λησμονιά. (Λαϊκό τραγούδι: μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται κι όλα ξεχνιούνται, αχ όλα ξεχνιούνται
- μαύρα μάτια κάναμε (να δω ή να δούμε κάποιον), είναι πολύς καιρός που δε σε είδα, που δε σε είδαμε: «βρε, καλώς το παιδί, μαύρα μάτια κάναμε για να σε δούμε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μαύρισε το μάτι μου, επιθυμώ έντονα κάτι που το έχω στερηθεί πάρα πολύ: «μαύρισε το μάτι μου για ένα τρικούβερτο γλέντι όπως παλιά || μαύρισε το μάτι μου για ένα καλό ψάρι || μαύρισε το μάτι μου για μια καλή κουβέντα»·
- μαύρισε το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου μαύρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- με γεια τα μάτια! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δε βλέπει κάτι που του δείχνουμε επίμονα, ιδίως από κάποια απόσταση: «ούτε τώρα βλέπεις τη βάρκα στο πέλαγος; Ε, τι να σου πω, ρε παιδάκι μου, με γεια τα μάτια!»·
- με γυμνό μάτι, που δε χρειάζεται κανείς τη βοήθεια οποιουδήποτε οπτικού οργάνου για να δει κάτι: «ήταν τόσο φωτεινό τ’ αστέρι, που μπορούσε να το δει κανείς με γυμνό μάτι»·
- με δεμένα μάτια ή με δεμένα τα μάτια ή με τα μάτια δεμένα, χωρίς ιδιαίτερο κόπο ή προσπάθεια, πάρα πολύ εύκολα: «το κάνω με δεμένα μάτια || τον νικώ με δεμένα τα μάτια»·
- με κλειστά μάτια ή με κλειστά τα μάτια ή με τα μάτια κλειστά, α. με πολύ μεγάλη ευκολία: «αυτόν που μου λες, τον νικώ με κλειστά μάτια || αυτό που μου λες, το κάνω με κλειστά τα μάτια». β. χωρίς εξέταση, χωρίς έλεγχο: «τ’ αγόρασε με κλειστά μάτια και την πάτησε». γ. με απόλυτη σιγουριά, με απόλυτη εμπιστοσύνη: «αυτόν τον άνθρωπο, τον εμπιστεύομαι με κλειστά τα μάτια»·
- με πειράζει στα μάτια, (ιδίως για φωτισμό) μου προκαλεί πρόβλημα στην όραση: «δεν μπορώ να βγω το καλοκαίρι έξω χωρίς γυαλιά, γιατί ο ήλιος με πειράζει στα μάτια»·
- με πιάνει το μάτι, ματιάζομαι: «κάθε φορά που θα φορέσω καινούριο ρούχο, με πιάνει το μάτι και το λερώνω ή το σκίζω». (Λαϊκό τραγούδι: το θαλασσί της θάλασσας κι όλο το μπλε του χάρτη, να μπει στη χάντρα που φοράς να μη σε πιάνει μάτι
- με τα μάτια μου ή με τα ίδια μου τα μάτια, εγώ ο ίδιος, είμαι αυτόπτης μάρτυρας, έχω άμεση αντίληψη κάποιου γεγονότος: «δεν μπορείς να μου αλλάξεις γνώμη, γιατί σου λέω πως το είδα με τα ίδια μου τα μάτια»·
- με τι μάτια να τον δω, βλ. φρ. δεν έχω μάτια να τον δω·
- με το μάτι, χωρίς μέτρημα ή ζύγισμα, κατ’ εκτίμηση: «με το μάτι υπολογίζω πως θα πρέπει να ’ναι πάνω από δέκα κιλά»·
- μένει το κακό μάτι ή μένει το κακό το μάτι, βλ. φρ. μένει το μάτι του κόσμου·
- μένει το μάτι του κόσμου, μένει η ζηλοφθονία για κάτι καλό που συμβαίνει, που τυχαίνει σε κάποιον: «μην επιδεικνύεις τα λεφτά σου, γιατί μένει το μάτι του κόσμου»·
- μένω μ’ ανοιχτά μάτια ή μένω μ’ ανοιχτά τα μάτια ή μένω μ’ ανοιχτά τα μάτια μου ή μένω με τα μάτια ανοιχτά ή μένω με τα μάτια μου ανοιχτά, εκπλήσσομαι έντονα με αυτό που μου λέει ή που μου δείχνει κάποιος: «έμεινα με τα μάτια ανοιχτά, μόλις είδα το καινούριο του αυτοκίνητο || μόλις μου είπε πως σκέφτεται να χωρίσει, έμεινα με τα μάτια ανοιχτά, γιατί αυτός ήταν τρελά ερωτευμένος με τη γυναίκα του»·
- μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. μπροστά απ’ τα μάτια μου·
- μέσα στα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. μπροστά στα μάτια μου·
- μέχρις εκεί που φτάνει το μάτι σου, βλ. φρ. ως εκεί που φτάνει το μάτι σου·
- μη με δει κανένα μάτι, μη με δει, αντιληφθεί κάποιος άνθρωπος: «θα ’ρθω μόλις σκοτεινιάσει, για να μη με δει κανένα μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι μη μας δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί
- μήπως με γελούν τα μάτια μου; λέγεται στην περίπτωση που μας είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε αυτό που βλέπουμε: «μήπως με γελούν τα μάτια μου, ρε παιδιά; Έχω πράγματι τον πρώτο αριθμό του λαχείου;»·
- μήπως πήρε το μάτι σου, μήπως είδες τυχαία, μήπως έτυχε να δεις: «μήπως πήρε το μάτι σου τον αναπτήρα μου; || μήπως πήρε το μάτι σου τον τάδε στη συγκέντρωση;»·   
- μικρό είναι το μάτι σου! α. επιθετική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως κάτι που έχουμε ή που του δείχνουμε είναι μικρό, άχρηστο ή χωρίς καθόλου αξία. β. επιθετική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως λόγω μικρής ηλικίας, δεν μπορούμε να φέρουμε σε πέρας κάτι·
- μικρός, (μικρή, μικρό) στο μάτι, μεγάλος (μεγάλη, μεγάλο) στο κρεβάτι, α. ειρωνική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως λόγω μικρής ηλικίας, δεν έχουμε την εμπειρία της ερωτικής πράξης. β. (ειδικά για άντρα) ειρωνική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως δεν είμαστε άξιοι να επιβάλλουμε τη σεξουαλική πράξη, επειδή έχουμε μικρό πέος, πράγμα για το οποίο, βέβαια, έχουμε εντελώς αντίθετη γνώμη, όχι ως προς το μέγεθος, αλλά ως προς την ικανότητα. Συνών. τα ακριβά αρώματα, τα βάζουν σε μικρά μπουκαλάκια. Πρβλ. οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τό εὖ· βλ. και φρ. μικρό είναι το μάτι σου(!)·
- μιλάνε με τα μάτια, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος συνεννοούνται από απόσταση κάνοντας νοήματα με τα μάτια ή συνεννοούνται αθόρυβα ή ξέρει τόσο καλά ο ένας τον άλλον, που συνεννοούνται με μια ματιά: «πάντοτε κάνουν την ίδια κίνηση, γιατί μιλάνε με τα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: η σιωπή είναι χρυσός, θα το δεις, με τα μάτια μιλάμε εμείς
- μιλάνε τα μάτια του, α. είναι πολύ εκφραστικός, δεν μπορεί να κρύψει αυτό που νιώθει: «όσο και να προσπαθήσει να κρύψει κάτι, δεν μπορεί, γιατί μιλάνε τα μάτια του || υποστηρίζει πως δεν είναι ερωτευμένος μαζί της, αλλά μιλάνε τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: αχ! Σαμιωτίτσα μου τρελή, τα μάτια σου μιλούνε πως άλλονε κοιτάζουνε και με μένανε γελούνε). β. δείχνει τον εσωτερικό του κόσμο, τον χαρακτήρα του από την έκφραση των ματιών του: «αποκλείεται να ’ναι κακός άνθρωπος, γιατί μιλάνε τα μάτια του τι ακριβώς είναι»·
- μολύβι για τα μάτια, βλ. λ. μολύβι·
- μου ανοίγουν τα μάτια, με διαφωτίζουν για κάτι που είχα άγνοια, ιδίως για τις κρυφές ερωτικές επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού μου προσώπου: «αν δε μου άνοιγαν τα μάτια οι φίλοι μου, δε θα μάθαινα πως η γυναίκα μου είχε γκόμενο»·
- μου άστραψε στο μάτι, βλ. συνηθέστ. μου γυάλισε στο μάτι·
- μου ’βγαλε το μάτι, μου προξένησε μεγάλη ζημιά, ηθική ή υλική: «πίστευα πως, επειδή ήταν φίλος μου, θα με βοηθούσε, αλλά αυτός μου ’βγαλε το μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: όσες φορές συμπόνεσα την ξένη δυστυχία, πληρώθηκα αχάριστα, μου γύρισαν την πλάτη κι αν δεν τους επρολάβαινα, θα μου ’βγαζαν το μάτι
- μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω ή μου βγήκαν τα μάτια απ’ όξω, α. ένιωσα μεγάλη έκπληξη βλέποντας κάτι, δεν πίστευα σε αυτό που έβλεπα: «επειδή ξέρω πόσο φτωχός είναι, μόλις τον είδα να κυκλοφορεί με τέτοια αυτοκινητάρα, μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω». β. κοίταζα επίμονα κάτι που με είχε εντυπωσιάσει πολύ, που δε χόρταινα να βλέπω: «ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω να κοιτάζω». Η σκηνή αυτή είναι αγαπημένη στους σκιτσογράφους, καθώς και στους δημιουργούς ηρώων των κινούμενων σχεδίων που σχεδιάζουν τους βολβούς των ματιών να πετάγονται προς τα έξω με ελατήρια·   
- μου βγήκαν τα μάτια σαν λουκουμάδες, βλ. φρ. μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω. Από παρομοίωση του βολβού των ματιών με το λουκουμά·
- μου γυάλισε στο μάτι, (για πρόσωπα ή πράγματα) με εντυπωσίασε πάρα πολύ και μου κίνησε την περιέργεια να το(ν) περιεργαστώ προσεχτικά, ή μου προξένησε την επιθυμία να το(ν) αποκτήσω: «μου γυάλισε στο μάτι το σπίτι του κι έμεινα να το χαζεύω με τις ώρες || μόλις είδα το καινούριο του αυτοκίνητο, μου γυάλισε στο μάτι κι αποφάσισα να το αγοράσω κι εγώ || μου γυάλισε στο μάτι αυτή η γυναίκα και θα την κάνω δική μου οπωσδήποτε»·
- μου γύρισε το μάτι, εξοργίστηκα, εξαγριώθηκα, βγήκα εκτός εαυτού και αντέδρασα βίαια: «μόλις τον είδα να χτυπάει τον πατέρα του, μου γύρισε το μάτι και τον έσπασα στο ξύλο»·
- μου μπήκε στο μάτι, α. μου έγινε πολύ ενοχλητικός, πολύ προκλητικός: «τον είχα προειδοποιήσει να καθίσει ήσυχα, αλλά αυτός μου μπήκε στο μάτι, γι’ αυτό κι εγώ τον πλάκωσε στο ξύλο». Από την εικόνα του ατόμου που νιώθει άσχημα, όταν μπει κάποια ακαθαρσία ή σκόνη στο μάτι του. β. (για πρόσωπα ή πράγματα)με εντυπωσίασε πάρα πολύ και μου κίνησε την περιέργεια να το(ν) περιεργαστώ προσεκτικά, ή μου προξένησε την επιθυμία να το(ν) αποκτήσω: «μόλις είδα την ομορφιά και τα κάλλη της, μου γυάλισε στο μάτι || αυτό τ’ αυτοκίνητο πολύ μου γυάλισε στο μάτι κι οπωσδήποτε θα τ’ αγοράσω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχει άλλος στον Περαία τέτοια γκόμενα ωραία· κάνει μπαμ όπου κι αν βγαίνει σ’ ολονών τα μάτια μπαίνει)· βλ. και φρ. του μπαίνω στο μάτι·
- μου ’φερε τη χολή στα μάτια, βλ. λ. χολή·
- μου χτύπησε άσχημα στο μάτι, μου έκανε κακή εντύπωση η ενέργεια κάποιου: «μου χτύπησε άσχημα στο μάτι η χειρονομία που έκανες, τη στιγμή που περνούσε εκείνη η γυναίκα από δίπλα σου»·
- μου χτύπησε στο μάτι, βλ. φρ. μου γυάλισε στο μάτι·
- μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. λ. αγκάθι·
- μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου), βλ. λ. καρφί·
- μπαίνω στο μάτι (κάποιου), προκαλώ τη ζήλια του: «αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο και κάθε τόσο περνώ μπροστά απ’ το σπίτι του για να μπαίνω στο μάτι του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ θε να γλεντάω για το ινάτι σου και μ’ άλλη θα περνάω, να μπω στο μάτι σου). Συνών. μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου) / μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- μπροστά απ’ τα μάτια μου, ενώ το πρόσεχα, ενώ το κοιτούσα: «ακούμπησα για λίγο το δεματάκι που κρατούσα στο τραπέζι και μου το ’κλεψαν μπροστά απ’ τα μάτια μου»·
- μπροστά στα μάτια μου, α. ακριβώς μπροστά μου: «η τράκα έγινε μπροστά στα μάτια μου». β. παρουσία μου: «το συμβόλαιο υπογράφηκε απ’ τους δυο ενδιαφερομένους μπροστά στα μάτια μου»·
- … να δουν τα μάτια σου! δηλώνει πως υπάρχει σε μεγάλη αφθονία αυτό που μόλις προαναφέρεται: «έχει λεφτά ο τάδε; -Λεφτά να δουν τα μάτια σου! || έχει καμιά γκόμενα ο τάδε; -Γκόμενες να δουν τα μάτια σου! || υπάρχουν γυναίκες εκεί που θα πάμε; -Γυναίκες να δουν τα μάτια σου!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το εσύ·
- να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! ή να δούμε τι θα δουν τα μάτια μας ακόμα! έκφραση απορίας, έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας για κάτι που δεν πιστεύουμε ή δεν πιστεύαμε πως θα μπορούσε να γίνει και που περιμένουμε πια να γίνουν και άλλα στη συνέχεια: «ήρθαν τα παλιόπαιδα, στάθηκαν μπροστά μου και χωρίς καμιά ντροπή άρχισαν να φιλιούνται. -Να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας απ’ τη σημερινή νεολαία! || έβγαλαν, λέει, ένα τηλέφωνο, που μπορείς να βλέπεις αυτόν που σου τηλεφωνεί. -Να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για·
 - να, έγινε το μάτι του! ένιωσε μεγάλη έκπληξη: «μόλις μ’ είδε αγκαλιά με την τάδε, να, έγινε το μάτι του!». Συνοδεύεται συνήθως από χειρονομία με το δείκτη και τον αντίχειρα να σχηματίζουν μπροστά στο στήθος υπερμεγέθη κύκλο, χωρίς να ενώνονται τα δάχτυλα στις άκρες τους·
- να, κάνει το μάτι του! ποθεί έντονα να αποκτήσει κάτι, γιατί το στερείται τελείως: «μόλις δει κανένα καινούριο αυτοκίνητο, να, κάνει το μάτι του!». Συνοδεύεται από την αμέσως παραπάνω χειρονομία·
- να μη με δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! λέγεται με αυτοσαρκασμό από άτομο που βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας·
- να μη σε δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! ευχετική έκφραση προς αποτροπή βασκανίας ή άλλου κακού: «εκεί που θα πας, παιδάκι μου, να μη σε δει το βάσκανο και το κακό το μάτι!». (Λαϊκό τραγούδι: του είχα βάλει φυλαχτό πετράδι θαλασσί να μη μας δει μάτι κακό και μ’ αρνηθείς κι εσύ
- να μη σε δουν τα μάτια μου! είδος κατάρας με την έννοια να πεθάνεις·
- να μη σε πιάσει μάτι! ευχετική έκφραση προς αποτροπή βασκανίας ή άλλου κακού: «εκεί στα ξένα που θα πας, παιδάκι μου, να μη σε πιάσει μάτι!»·
- να μη χαρώ τα μάτια μου! όρκος που δίνομαι σε κάποιον για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε: «αν σου λέω ψέματα, να μη χαρώ τα μάτια μου». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα νιάτα μου! / να μη χαρώ τα παιδιά μου! / να μη χαρώ τη ζωή μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ τη μανούλα μου! / να μη χαρώ το στεφάνι μου(!)·
- να στα μάτια μου! έκφραση δυσαρέσκειας που στρέφεται κατά του εαυτού μας για πράξη που δεν έπρεπε να την κάνουμε ή που μετανιώσαμε γι’ αυτήν: «να στα μάτια μου, που πήγα και τον βοήθησα ο βλάκας! || να στα μάτια μου, που αγόρασα αυτή την τηλεόραση!». Συνήθως συνοδεύεται με παράλληλο αυτομούντζωμα·
- να στα μάτια σου! επιθετική έκφραση σε άτομο που μας μούντζωσε και που συνοδεύεται με αντίστοιχη χειρονομία·
- να, το μάτι του γαρίδα! βλ. φρ. να, κάνει το μάτι του(!)·
- να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!), ευχετική έκφραση σε κάποιον, για να μας βοηθήσει ή να μας εξυπηρετήσει σε κάτι ή να προσέχει να μη του συμβεί κάτι: «να χαρείς τα μάτια σου τα δυο, δώσε μου τα λεφτά που μου χρειάζονται! || εκεί που θα πας, παιδάκι μου, να χαρείς τα μάτια σου μην μπλέξεις με τους αλήτες!». (Τραγούδι: μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες και με τα σταμνάκια σου να χαρείς τα μάτια σου). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα νιάτα σου! / να χαρείς τα νιάτα σου και τη λεβεντιά σου! (και την ομορφιά σου!) / να χαρείς τα παιδιά σου! / να χαρείς τη ζωή σου! / να χαρείς τη μάνα σου! / να χαρείς τη μανούλα σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·
- ξέπεσε στα μάτια μου, έπαυσα να εκτιμώ κάποιον λόγω κακής συμπεριφοράς του: «απ’ τη στιγμή που με κατηγόρησε χωρίς λόγο, ξέπεσε στα μάτια μου»·
- ο θυμός μάτια δεν έχει, βλ. λ. θυμός·
- όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του, βλ. λ. χώμα·
- όποιος έχει μάτια, βλέπει, το πράγμα είναι προφανές: «όποιος έχει μάτια, βλέπει το λόγο για τον οποίο αγαπάει τη γυναίκα του». (Κρητική μαντινάδα: εμέ το λέει η καρδούλα μου κι όποιος έχει μάτια, βλέπει, άλλοι αγαπούν με την καρδιά και άλλοι με την τσέπη). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μήπως ή το νομίζεις πως ή το μήπως νομίζεις πως·
- όποιος πει κακό για μας, να του βγει το μάτι σαν λουκουμάς, είδος κατάρας, που τη λέμε για να προλάβουμε κάποιον, που έχουμε την εντύπωση πως ετοιμάζεται να μας κακολογήσει·
- όσο έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά, όσο (θα) βρίσκομαι στη ζωή: «όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά, θα είσαι υπό την προστασία μου»·
- όσο παίρνει το μάτι σου, ως εκεί που βλέπεις, ως εκεί που μπορείς να δεις: «όσο παίρνει το μάτι σου, τα χωράφια είναι του παππού μου»·
- όσο που φτάνει το μάτι σου, βλ. φρ. ως εκεί που φτάνει το μάτι σου·
- όταν μιλάει, σε κοιτάζει στα μάτια, είναι ευθύς, ειλικρινής και σίγουρος για αυτά που μας λέει: «τον εμπιστεύομαι αυτόν τον άνθρωπο, γιατί, όταν μιλάει, σε κοιτάζει στα μάτια»·
- παίζει το μάτι μου, σε ένα από τα μάτια μου το βλέφαρο κάνει ανεπαίσθητες νευρικές συσπάσεις. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, αν παίζει το αριστερό μου μάτι, θα μου συμβεί σε σύντομο χρονικό διάστημα κάτι κακό ή θα δω κάποιον ανεπιθύμητο και αν παίζει το δεξί, θα μου συμβεί κάτι καλό ή θα δω κάποιον που επιθυμώ·
- παίζει το μάτι του (της), α. ερευνά επίμονα με το βλέμμα του (της) να εντοπίσει γυναικεία (αντρική) παρουσία, ερωτοτροπεί με γυναίκα (με άντρα): «μόλις έγινε παλικαράκι, άρχισε να παίζει το μάτι του || μπορεί να είναι παντρεμένη, αλλά παίζει το μάτι της». β. είναι πολύ έξυπνος: «αυτός θα προκόψει γρήγορα στη ζωή του, γιατί παίζει το μάτι του»·
- παίρνω μάτι, α. παρακολουθώ αθέατος την ερωτική δραστηριότητα ζευγαριού: «το καλοκαίρι κάθομαι στο μπαλκόνι και παίρνω μάτι ένα ζευγαράκι που πηδιέται με τα παράθυρα ανοιχτά στην απέναντι πολυκατοικία». (Τραγούδι: μια ψυχή που ’ναι να βγει και κάνει κράτει με τα δόντια, με τα νύχια, με το νου που αντέχει κι ακόμα παίρνει μάτι μπανιστήρι στην αυλή του διπλανού μωρέ παιδιά!). β. (γενικά) κοιτάζω, βλέπω, παρατηρώ: «καθόταν σ’ ένα παγκάκι της παραλίας κι έπαιρνε μάτι τον κόσμο που έκανε βόλτα»· βλ. και φρ. κάνω μάτι·
- παίρνω τα μάτια μου και φεύγω ή παίρνω τώνε ματιών μου και φεύγω ή παίρνω των οματιών μου και φεύγω, νιώθω έντονη απελπισία και απομακρύνομαι από έναν κύκλο ανθρώπων. (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω πια τα μάτια μου να φύγω, να φύγω κι απ’ τον κόσμο να χαθώ
- παίρνω το μάτι, ματιάζομαι: «κάθε τόσο τρέχει απ’ τη μια ξεματιάστρα στην άλλη, γιατί παίρνει εύκολα το μάτι»·
- παρά μάτι, παραλίγο: «πέταξε μια πέτρα και παρά μάτι θα με χτυπούσε»·
- πετάει το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. παίζει το μάτι μου·
- πέφτω (μπροστά) στα μάτια του, μειώνομαι ηθικά μπροστά του, πέφτω στην υπόληψη κάποιου: «δεν ζήτησα δανεικά απ’ αυτόν, γιατί δεν ήθελα να πέσω στα μάτια του»·
- πέφτω στα μάτια του κόσμου, μειώνομαι ηθικά στη κοινωνία: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτούς τους αλήτες, γιατί πέφτεις στα μάτια του κόσμου»·
- πήγε από μάτι ή πήγε από κακό μάτι, πέθανε από μάτιασμα: «πέθανε ξαφνικά και λένε πως πήγε από κακό μάτι»·
- ποιο μάτι μου παίζει; ερώτηση σε κάποιον να βρει ποιανού ματιού μου το βλέφαρο κάνει ανεπαίσθητες νευρικές συσπάσεις. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, αν το βρει, υποτίθεται πως θα δούμε μαζί κάτι καλό ή κακό·
- ποιος στραβός δε θέλει τα μάτια του! βλ. συνηθέστ. ποιος στραβός δε θέλει το φως του(!)·
- ποιος τυφλός δε θέλει τα μάτια του! βλ. συνηθέστ. ποιος τυφλός δε θέλει το φως του(!)·
- πονάει δόντι, βγάζει μάτι, βλ. λ. δόντι·
- πού να κλείσω μάτι! δεν μπόρεσα στιγμή να κοιμηθώ, γιατί με απασχολούσε σοβαρότατο πρόβλημα: «όλο το βράδυ στριφογυρνούσε ένα κουνούπι πάνω απ’ το κεφάλι μου και πού να κλείσω μάτι! || δεν είχα συμπληρώσει τα λεφτά της επιταγής κι όλο το βράδυ πού να κλείσω μάτι! || οι διπλανοί μου αρραβώνιαζαν την κόρη τους και πού να κλείσω μάτι απ’ τις φωνές και τα τραγούδια τους». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς, δε βγαίνω απ’ το κρεβάτι, κλειδώνω πόρτες και παράθυρα, μα πού να κλείσω μάτι!
- πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, ενώ ήμουν ακόμη ζαλισμένος από τον ύπνο, ενώ ακόμη δεν είχα ξυπνήσει εντελώς, ενώ χουζούρευα ακόμη στο κρεβάτι: «είμαι πολύ θυμωμένος μαζί του, γιατί, πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, ήρθε και μου ζητούσε δανεικά»·
- πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι, για να θέλει κανείς να φάει κάποιο φαγητό, θα πρέπει να παρουσιαστεί αυτό με εντυπωσιακό τρόπο, θα πρέπει να είναι καλά σερβιρισμένο: «όσο και να πεινώ, αν δεν είναι σωστά σερβιρισμένο το φαγητό δεν τρώω, γιατί πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι»·
- πρωτάνοιξε τα μάτια του, γεννήθηκε: «πρωτάνοιξε τα μάτια του μέσα στη δίνη του πολέμου»·
- ρίχνω κάτω τα μάτια ή ρίχνω κάτω τα μάτια μου ή ρίχνω τα μάτια κάτω ή ρίχνω τα μάτια μου κάτω, κατεβάζω το βλέμμα μου από σεβασμό, ντροπή ή ενοχή: «κάθε φορά που μου μιλάει κάποιος ηλικιωμένος, ρίχνω κάτω τα μάτια μου και τον ακούω προσεκτικά || κάθε φορά που έχω τη φωλιά μου λερωμένη και μου μιλούν γι’ αυτό το θέμα, ρίχνω τα μάτια μου κάτω και δε βγάζω λέξη»·
- σ’ όλα υπάρχει νόμος εις τα μάτια όχι όμως, βλ. λ. νόμος·
- στα μάτια μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε. (Λαϊκό τραγούδι: στα μάτια μου στ’ ορκίζομαι στα δύο πως χωρίζουμε, στα κοφτερά λεπίδια σου, στα μάτια και στα φρύδια σου).Από το ότι τα μάτια, είναι από τα πολυτιμότερα όργανα του ανθρώπινου σώματος και κανείς δε θα ήθελε να τα χάσει·
- στέγνωσαν τα μάτια μου, έκλαψα τόσο πολύ που τα μάτια μου δεν μπορούν να βγάλουν άλλα δάκρυα: «στο θάνατο του πατέρα μου στέγνωσαν τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε που πονώ, να κλάψω δεν μπορώ. Τα στήθια μου ματώσανε, τα μάτια μου στεγνώσανε,να κλάψω δεν μπορώ
- στέρεψαν τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. στέρεψαν τα δάκρυά μου, λ. δάκρυ·
- στήνω μάτι, βλ. συνηθέστ. κάνω μάτι·  
- στήνω τα μάτια μου ή στήνω το μάτι μου, βλέπω, παρακολουθώ προσεκτικά, επίμονα: «στήσε καλά τα μάτια σου να δεις ποιος θα μπει και ποιος θα βγει απ’ την αίθουσα»·
- στυλώνω τα μάτια μου (σε κάποιον, κάπου ή σε κάτι), βλ. φρ. στυλώνω το βλέμμα μου·
- σφαλίζω τα μάτια ή σφαλίζω τα μάτια μου, βλ. φρ. κλείνω τα μάτια·
- τ’ άρπαξαν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, μου το έκλεψαν αστραπιαία και χωρίς να το αντιληφθώ, ενώ είχα συνέχεια οπτική επαφή μαζί του, ενώ βρισκόταν συνέχεια κάτω από το βλέμμα μου: «ακούμπησα εδώ τα πράγματά μου για να ξεκουραστώ λιγάκι, και τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου»·
- τ’ άρπαξαν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τα μάτια γαρίδα! προτρεπτική έκφραση σε άτομο να είναι προσεκτικός, ιδίως σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος: «εκεί που θα πας τα μάτια γαρίδα μήπως και καταλάβεις τι σκοπεύουν να κάνουν με τη δουλειά που μας ενδιαφέρει»·
- τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής, από τα μάτια του ανθρώπου μπορεί να καταλάβει κανείς το ποιόν του: «μόλις δει κάποιον στα μάτια, καταλαβαίνει αμέσως τι καπνό φουμάρει, γιατί τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής»·
- τα μάτια είναι τα παράθυρα της ψυχής, βλ. συνηθέστ. τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής·
- τα μάτια σου ανοιχτά, προτροπή σε κάποιον να είναι πολύ προσεκτικός σε αυτά που λέει ή κάνει ο ίδιος ή σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος ή κάποιοι: «όταν βρεθείς στον κύκλο τους, τα μάτια σου ανοιχτά, γιατί είναι πολύ παράξενοι άνθρωποι || μόλις συναντηθούν, τα μάτια σου ανοιχτά για να μάθουμε τι θα πουν»·
- τα μάτια σου γαρίδα, βλ. φρ. τα μάτια σου τέσσερα·
- τα μάτια σου τέσσερα (δεκατέσσερα, εικοσιτέσσερα), προτροπή σε κάποιον να είναι πολύ προσεκτικός. (Λαϊκό τραγούδι: που ’χει τα πόδια τέσσερα, τα μάτια δεκατέσσερα
- τα μάτια του βγάζουν αστραπές, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του βγάζουν σπίθες, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν σπίθες·
- τα μάτια του βγάζουν φωτιές, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του πετούν αστραπές, είναι πολύ οργισμένος (πράγμα που φαίνεται από την αγριότητα του βλέμματός του): «τα μάτια του πετούσαν αστραπές, μόλις έμαθε ποιος τον κάρφωσε στην Ασφάλεια»·
- τα μάτια του πετούν κεραυνούς, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του πετούν σπίθες, νιώθει μεγάλο εκνευρισμό, είναι πολύ θυμωμένος, νιώθει μεγάλο μίσος για κάποιον ή για κάτι: «κάθε φορά που βλέπει αυτόν τον άνθρωπο, τα μάτια του πετούν σπίθες, γιατί ξέρει πως συνέχεια τον κατηγορεί»·
- τα μάτια του πετούν φωτιές, κατέχεται από έντονο ψυχικό συναίσθημα: «κάθε φορά που τη βλέπει να περνάει έξω απ’ το μαγαζί του, τα μάτια του πετούν φωτιές». (Λαϊκό τραγούδι: μες στην Καλλίπολη μια κούκλα και ζηλιάρα -τα δυο ματάκια της πάντα πετούν φωτιές- δεν ξέρω πώς με πλάνεψε η κακιά γκρινιάρα, με τα παιχνίδια και τις τόσες μαργιολιές)·βλ. και φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τέντωσε τα μάτια του, άνοιξε διάπλατα τα μάτια του από απορία ή έκπληξη, βλέποντας κάποιον ή κάτι: «μόλις μ’ είδε με τι γυναίκα κυκλοφορούσα, τέντωσε τα μάτια του και με πήρε από πίσω»·
- τη γδύνω με τα μάτια (μου), την κοιτάζω επίμονα, λεπτομερειακά και με προκλητικό βλέμμα εξετάζω το κορμί της: «απ’ όπου και αν περάσει αυτή η γυναικάρα, τη γδύνουν οι άντρες με τα μάτια»·
- την έχω στο μάτι ή την έχω βάλει στο μάτι, μου αρέσει πάρα πολύ και ψάχνω την ευκαιρία ή επιδιώκω να βρω την κατάλληλη στιγμή να συνάψω μαζί της ερωτικό δεσμό: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, την έχω βάλει στο μάτι αυτή τη γυναίκα»·
- την τρώω με τα μάτια, την κοιτάζω επίμονα και απροκάλυπτα, γιατί την ποθώ πολύ: «όση ώρα καθόταν απέναντί μου, την έτρωγα με τα μάτια»·
- της γκούρλωσα τα μάτια, της επέβαλα βίαια τη σεξουαλική πράξη: «ήταν πολύ σεξουλιάρα γυναίκα κι όλο το βράδυ στη γκαρσονιέρα της γκούρλωσα τα μάτια»·
- της γύρισα τα μάτια ανάποδα, την έκανα να φτάσει σε έντονη σεξουαλική ηδονή: «δεν έβρισκε τον κατάλληλο άντρα κι όταν ξαπλώσαμε, της γύρισα τα μάτια ανάποδα». Από το ότι, πολλές φορές, όταν η γυναίκα φτάνει σε έντονη σεξουαλική κορύφωση, τα μάτια της καλύπτονται από το ασπράδι τους·
- της έβγαλα τα μάτια απ’ έξω ή της έβγαλα τα μάτια απ’ όξω, βλ. φρ. της πέταξα τα μάτια απ’ έξω·
- της (του) κάνω μάτι, βλ. φρ. της (του) κλείνω (το) μάτι·
- της (του) κλείνω πονηρά το μάτι, α. της γνέφω με νόημα κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου για να της δώσω να καταλάβει ως με ενδιαφέρει ερωτικά: «μόλις ο αδερφός της αντιλήφθηκε πως ο άλλος της έκλεισε πονηρά το μάτι, τον άρπαξε στα χέρια του και τον σακάτεψε στο ξύλο». β. λέω, αναφέρω, ανακοινώνω κάτι επιλήψιμο ή παράνομο στην ομήγυρη και του γνέφω με τρόπο, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου, για να του δώσω να καταλάβει πως γνωρίζω ότι είναι και αυτός συμμέτοχος, συνένοχος: «επειδή γνώριζα πως συμμετείχε κι αυτός στην κομπίνα με τις προμήθειες, όταν αναφέρθηκα σ’ αυτή του ’κλεισα πονηρά το μάτι»·
- της (του) κλείνω (το) μάτι, της γνέφω με νόημα κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου για να της δώσω να καταλάβει πως με ενδιαφέρει: «μόλις κάθισε στο διπλανό τραπεζάκι, άρχισα να της κλείνει το μάτι για να καταλάβει τις προθέσεις μου». (Λαϊκό τραγούδι: τ’ αβγά κάθε πρωί έφερνε στο παζάρι· τα ’δινε ακριβά, τα ’δινε και για χάρη· σ’ όποιον της μιλούσε κάτι έκλεινε και το μάτι
- της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- της πέταξα τα μάτια απ’ έξω ή της πέταξα τα μάτια απ’ όξω, της επέβαλα βίαια τη  σεξουαλική πράξη: «μου ’κανε τη δύσκολη, αλλά όταν κλειστήκαμε στο δωμάτιο, της πέταξα τα μάτια απ’ όξω»·
- τι βλέπουν τα μάτια μου; έκφραση απορίας, έκπληξης, δυσαρέσκειας ή θαυμασμού για κάτι καλό ή κακό που βλέπουμε ή μας δείχνουν: «τι βλέπουν τα μάτια μου, πάλι μεθυσμένος είσαι; || τι βλέπουν τα μάτια μου, πάλι μαλώνεις μέσα στους δρόμους; || τι βλέπουν τα μάτια μου, αγόρασες καινούριο αυτοκίνητο;». Στην τελευταία περίπτωση, που πρόκειται για κάτι καλό, πολλές φορές της φρ. προτάσσεται διπλό μπα·
- τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! βλ. φρ. να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας(!)·
- το βγάζω τα μάτια, (για μηχανήματα) το καταστρέφω εντελώς, το αχρηστεύω: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου να κάνει μια βόλτα και το ’βγαλε τα μάτια». Από την εικόνα του ατόμου που δεν έχει μάτια και δεν μπορεί να κινηθεί μοναχό του·
- το βλέπω και δεν το πιστεύουν τα μάτια μου, νιώθω μεγάλη έκπληξη για κάτι καλό ή κακό που βλέπω: «κοτζάμ μαντράχαλος και χτυπάς μικρό παιδί, το βλέπω και δεν το πιστεύουν τα μάτια μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω·
- το βλέπω μ’ άλλο μάτι, από τα νέα δεδομένα που προέκυψαν, άλλαξε η αντιμετώπιση μου για κάτι είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο, το εξετάζω πια από διαφορετική σκοπιά: «τώρα που μου λες πως ο συνεταίρος σου έχει πολλά λεφτά, το βλέπω μ’ άλλο μάτι και δεν έχω καμιά αντίρρηση γι’ αυτόν το συνεταιρισμό || απ’ τη στιγμή που μου λες πως ο συνεταίρος σου δεν έχει δραχμή, τώρα το βλέπω μ’ άλλο μάτι και σε συμβουλεύω να μη συνεταιριστείς μαζί του»·
- το βλέπω με διαφορετικό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω μ’ άλλο μάτι·
- το βλέπω με κακό μάτι, η στάση μου δεν είναι ευνοϊκή απέναντι σε κάτι: «όσο για τη συγχώνευση των δυο εταιρειών, το βλέπω με κακό μάτι»·
- το βλέπω με καλό μάτι, η στάση μου είναι ευνοϊκή απέναντι σε κάτι: «όσον αφορά την επέκταση της εταιρείας σου, το βλέπω με καλό μάτι»·
- το βλέπω με ψυχρό μάτι, εξετάζω, κρίνω κάτι με πλήρη αντικειμενικότητα, χωρίς να υπεισέρχεται το συναίσθημα: «επειδή είναι αδερφός σου, δεν μπορείς να κρίνεις αμερόληπτα τις ενέργειές του, εγώ όμως, που είμαι ουδέτερος, το βλέπω με ψυχρό μάτι και μπορώ να σου πω πως ενήργησε λάθος»·  
- το γινάτι βγάζει μάτι, βλ. λ. γινάτι·
- το είδα με τα μάτια μου ή το είδα με τα ίδια μου τα μάτια, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας σε κάποιο γεγονός: «θέλω να με πιστέψεις απόλυτα, γιατί, ό,τι σου λέω, το είδα με τα ίδια μου τα μάτια». Σε περίπτωση έντονης αμφισβήτησης του συνομιλητή μας, η φρ. κλείνει, πολλές φορές, με το τι άλλο να σου πω·
- το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση, είναι πολύ αλλήθωρος: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιόν σου λέω, γιατί το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση»·
- το κάνω με κλειστά μάτια ή το κάνω με κλειστά τα μάτια ή το κάνω με τα μάτια κλειστά, φέρνω σε πέρας με πολύ μεγάλη ευκολία αυτό που μου αναθέτουν: «θέλω να μου αναθέσεις κάτι πιο δύσκολο, γιατί αυτό το κάνω με κλειστά μάτια»·
- το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά, βλ. λ. καρδιά·
- το μάτι μου αλληθώρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου γυαλίζει απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου μαύρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι σου γαρίδα, (προτρεπτικά ή συμβουλευτικά) να προσέχεις πολύ, να είσαι πολύ προσεκτικός: «εκεί που θα πας, το μάτι σου γαρίδα, γιατί υπάρχουν πολλοί απατεώνες». (Λαϊκό τραγούδι: είν’ έξυπνη η γειτόνισσα κι η κόρη της ατσίδα και να ’χεις, για να μην μπλεχτείς, το μάτι σου γαρίδα
- το μάτι σου τ’ αλλήθωρο (ενν. γαμώ), έκφραση εκνευρισμένου ανθρώπου, που δείχνει επίμονα κάτι σε κάποιον και αυτός δεν μπορεί να το δει: «το μάτι σου τ’ αλλήθωρο, δε βλέπεις κοτζάμ φορτηγό αυτοκίνητο;»·
- το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δεν έχει επίγνωση της πραγματικότητας ή σε κάποιον που έχει την εντύπωση πως μπορεί να μας ξεγελάσει ή που κατά την αντίληψή μας επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, φίλε μου, γιατί δεν έχεις ιδέα πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα! || το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, αν νομίζεις πως θα υπογράψω εγώ τέτοιο συμβόλαιο»·
- το μάτι σου το κλούβιο! ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου: «το μάτι σου το κλούβιο, που έγιναν έτσι τα πράγματα!»·
- το μάτι της βελόνας, η τρύπα από την οποία περνάμε την κλωστή: «πέρασε την κλωστή απ’ το μάτι της βελόνας κι έκανε στην άκρη της ένα μικρό κόμπο»·
- το μάτι της θάλασσας, η δίνη, η ρουφήχτρα: «τον τράβηξε το μάτι της θάλασσας και πνίγηκε»·
- το μάτι του γαρίδα ή το μάτι του είναι γαρίδα, προσέχει πάρα πολύ σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος: «όταν μιλάει κάποιος που είναι πιο έμπειρος απ’ αυτόν, το μάτι του είναι γαρίδα»·
- το μάτι του γαρίδα ή το μάτι του έμεινε γαρίδα, έμεινε άυπνος: «είχαν πάρτι στο διπλανό διαμέρισμα κι όλο το βράδυ το μάτι του έμεινε γαρίδα απ’ τις μουσικές και τα τραγούδια τους»·
- το μάτι του έγινε γαρίδα, βλ. φρ. να, το μάτι του, γαρίδα(!)·
- το πήρα με κακό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω με κακό μάτι·
- το πήρα με καλό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω με καλό μάτι·
- το πήραν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήραν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήραν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήρε το μάτι μου (κάτι), το διέκρινα, το αντιλήφθηκα, ιδίως καθώς ήταν ανακατωμένο με διάφορα άλλα αντικείμενα: «να πάρει η ευχή, τώρα το πήρε το μάτι μου το κλειδί!»·
- το προσέχω σαν τα μάτια μου ή το προσέχω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. το ’χω σαν τα μάτια μου·
- το φυλάω σαν τα μάτια μου ή το φυλάω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. το ’χω σαν τα μάτια μου·
- το ’χασα απ’ τα μάτια μου, για διάφορους λόγους έχασα την οπτική επαφή που είχα μαζί του: «τ’ αυτοκίνητο απομακρύνθηκε στο βάθος του δρόμου και σε λίγο το ’χασα απ’ τα μάτια μου»·
- το ’χασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το ’χασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου, ενώ είχα συνέχεια οπτική επαφή μαζί του, ενώ βρισκόταν συνέχεια κάτω απ’ την αντίληψή μου, ξαφνικά κάποιος μου το πήρε χωρίς να το αντιληφθώ ή κάπου παράπεσε: «τώρα είχα το στιλό εδώ μπροστά μου και το ’χασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου»· βλ. και φρ. το ’χασα απ’ τα μάτια μου·
- το ’χασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το ’χω σαν τα μάτια μου ή το ’χω σαν τα μάτια μου τα δυο, θεωρώ κάτι πολύ ξεχωριστό, πολυτιμότατο γι’ αυτό και το προσέχω πάρα πολύ: «αυτό το κηροπήγιο είναι οικογενειακό μας κειμήλιο, γι’ αυτό το ’χω σαν τα μάτια μου τα δυο». (Λαϊκό τραγούδι: φύλαγε την ομορφιά σου σαν τα μάτια σου τα δυο, μην τυχόν καεί η καρδιά σου από μάτι πονηρό
- τον ανέβασε στα μάτια μου, η σωστή ενέργειά του, της οποίας ήμουν αποδέκτης, με έκανε να νιώθω περισσότερη εκτίμηση, για το άτομό του: «η κίνησή του να με υποστηρίξει, τον ανέβασε στα μάτια μου»·
- τον αφήνω με τα μάτια ανοιχτά ή τον αφήνω μ’ ανοιχτά τα μάτια, λέω ή δείχνω σε κάποιον κάτι που τον εκπλήσσει έντονα: «μόλις του ’πα πως κέρδισα στο λαχείο ένα εκατομμύριο ευρώ, τον άφησα με τα μάτια ανοιχτά»·
- τον βάζω στο μάτι ή τον έχω βάλει στο μάτι, βλ. φρ. τον έχω στο μάτι·
- τον βλέπει μέσ’ στα μάτια ή τον βλέπει στα μάτια, τον λατρεύει, τον υπεραγαπά και πραγματοποιεί κάθε επιθυμία του: «έχει μια γυναίκα και όμορφη και πλούσια και, σαν να μην έφτανε αυτό, τον βλέπει και μέσ’ στα μάτια»·
- τον βλέπει στα μάτια σαν Θεό ή τον βλέπει σαν Θεό στα μάτια, επιτείνει την αμέσως πιο πάνω φράση. (Λαϊκό τραγούδι: σκουπίδι με κατάντησες, κουρέλι πια του δρόμου, εγώ που πάντα σ’ έβλεπα στα μάτια σαν Θεό μου
- τον βλέπω μ’ άλλο μάτι, από κάποια πράξη ή ενέργεια του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, άλλαξε η εκτίμηση που το είχα είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με υπερασπίστηκε, τον βλέπω μ’ άλλο μάτι || απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον βλέπω μ’ άλλο μάτι». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τώρα·
- τον βλέπω με διαφορετικό μάτι, βλ. φρ. τον βλέπω μ’ άλλο μάτι· 
- τον βλέπω με κακό μάτι, η στάση μου δεν είναι ευνοϊκή απέναντί του, τον αντιπαθώ, τον εχθρεύομαι: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με ρουφιάνεψε στον διευθυντή μου, τον βλέπω με κακό μάτι αυτόν τον άνθρωπο»·
- τον βλέπω με καλό μάτι, η στάση μου είναι ευνοϊκή απέναντί του, τον συμπαθώ: «είναι πολύ σωστός τύπος και τον βλέπω πάντα με καλό μάτι»·
- τον βλέπω με μισό μάτι, δεν τον συμπαθώ διόλου, τον εχθρεύομαι: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον βλέπω με μισό μάτι»·
- τον είδα με τα μάτια μου ή τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας της παρουσίας κάποιου: «ήταν και ο τάδε στη δεξίωση σου λέω, αφού τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια». Σε περίπτωση έντονης αμφισβήτησης του συνομιλητή μας, η φρ. κλείνει πολλές φορές, με το τι άλλο να σου πω·
- τον έκοψε το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. τον πήρε το μάτι μου·
- τον έριξε στα μάτια μου, βλ. φρ. ξέπεσε στα μάτια μου·
- τον έχασα απ’ τα μάτια μου, για διάφορους λόγους έχασα την οπτική επαφή που είχα μαζί του: «σε λίγο τον κατάπιε η νύχτα και τον έχασα απ’ τα μάτια μου || στη πρώτη στροφή τον έχασα απ’ τα μάτια μου»·
- τον έχασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τον έχασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου, ενώ τον παρακολουθούσα συνέχεια, έχασα ξαφνικά την οπτική επαφή που είχα μαζί του, εξαφανίστηκε: «μέχρι ν’ ανάψω ένα τσιγάρο τον έχασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου»· βλ. και φρ. τον έχασα απ’ τα μάτια μου·
- τον έχασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τον έχω όλο στα μάτια μου ή τον έχω συνέχεια στα μάτια μου, πεθύμησα, λαχτάρησα πάρα πολύ να δω κάποιον και τον σκέφτομαι πολύ, τον σκέφτομαι συνέχεια: «απ’ τη μέρα που έφυγε στο εξωτερικό, τον έχω συνέχεια στα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το όλο ή το συνέχεια, ακολουθεί το μπροστά·
- τον (την) έχω σαν τα μάτια μου ή τον (την) έχω σαν τα μάτια μου τα δυο, τον (την)  προσέχω ως το πολυτιμότερο αγαθό της ζωής μου, τον (την) υπεραγαπώ: «τον μικρό αδερφό μου τον έχω σαν τα μάτια μου || αγαπώ τόσο πολύ τη γυναίκα μου, που την έχω σαν τα μάτια μου τα δυο»·
- τον έχω στο μάτι, τον εχθρεύομαι, περιμένω την κατάλληλη στιγμή να του ανταποδώσω το κακό που μου έχει κάνει: «αυτόν τον τύπο τον έχω στο μάτι, γιατί κάποτε με κατηγόρησε χωρίς λόγο»·
- τον ζυγιάζω με το μάτι, τον παρατηρώ προσεκτικά για να μαντέψω το ποιόν του, τις προθέσεις του ή τη δυναμικότητά του: «καθόταν με τις ώρες και τον ζύγιαζε με το μάτι, μήπως και καταλάβει τι καπνό φουμάρει || επειδή είχε βάλει σκοπό να μαλώσει μαζί του, τον ζύγιαζε με το μάτι για να καταλάβει πόσο δυνατός είναι»·
- τον κοιτάζει μέσ’ στα μάτια ή τον κοιτάζει στα μάτια, βλ. φρ. τον βλέπει μέσ’ στα μάτια. (Λαϊκό τραγούδι: έχει καρδιά λεβέντικη τ’ αγόρι π’ αγαπάω και το παλιόπαιδο στα μάτια το κοιτάω
- τον κοιτάζω με μισό μάτι, βλ. φρ. τον βλέπω με μισό μάτι·
- τον κοιτάζω στα μάτια, βλ. φρ. τον κοιτάζω κατάματα, λ. κατάματα·
- τον πήρα από κακό μάτι ή τον πήρα με κακό μάτι, από την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον αντιμετώπισα με επιφύλαξη ή με δυσμένεια: «δεν ξέρω γιατί, αλλά, απ’ την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον πήρα με κακό μάτι»·
- τον πήρα από καλό μάτι ή τον πήρα με καλό μάτι, από την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον αντιμετώπισα με συμπάθεια ή με ευμένεια: «είναι συμπαθέστατο παιδί και τον πήρα με καλό μάτι»·
- τον πήρε το μάτι μου, τον διέκρινα, τον εντόπισα, αντιλήφθηκα από μακριά ή ανάμεσα σε πλήθος: «κάποια στιγμή τον πήρε το μάτι μου που κουβέντιαζε με τον τάδε». (Τραγούδι: μη μιλάς και μη κουνιέσαι, δείξε σοβαρότητα, μη μας πάρει κάνα μάτι και ζητούν ταυτότητα
- τον (την) προσέχω σαν τα μάτια μου ή τον (την) προσέχω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. τον (την) έχω σαν τα μάτια μου·
- τον φοβήθηκε το μάτι μου, α. ήταν πολύ εκνευρισμένος, ήταν εκτός εαυτού και ενεργούσε παράλογα: «είχε τέτοια νεύρα, που, μόλις τον είδα, τον φοβήθηκε το μάτι μου». β. επιδόθηκε σε κάτι μετά μανίας: «όταν άρχισε να δουλεύει, τον φοβήθηκε το μάτι μου»·
- τον (τη) φυλάω σαν τα μάτια μου ή τον (τη) φυλάω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. τον (την) έχω σαν τα μάτια μου·
- του ανοίγω τα μάτια, τον ενημερώνω, τον διαφωτίζω για πράγματα που έπρεπε να ξέρει, ιδίως για τις κρυφές ερωτικές επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού προσώπου: «αν δεν του άνοιγα τα μάτια, δε θα μάθαινε ακόμα για τα κατορθώματα της κόρης του»·
- του βγάζω τα μάτια, (για μηχανήματα) το καταστρέφω: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου για μια βόλτα κι αυτός του ’βγαλε τα μάτια»·
- του βούλωσα το μάτι, τον χτύπησα με τη γροθιά μου στο μάτι και του το έπρηξα: «όπως παλεύαμε, βρήκα κάποια στιγμή την ευκαιρία και του βούλωσα το μάτι»·
- του γέμισα το μάτι, τον χτύπησα στο μάτι, ιδίως με τη γροθιά μου και του το έπρηξα: «του ’δωσα ξαφνικά μια γροθιά και του γέμισα το μάτι»·
- του γκούρλωσα το μάτι, του το έπρηξα ύστερα από χτύπημα με τη γροθιά μου: «του ’δωσα κατά λάθος μια γροθιά και του γκούρλωσα το μάτι»·
- του είμαι αγκάθι στο μάτι, βλ. λ. αγκάθι·
- του είμαι καρφί στο μάτι, βλ. λ. καρφί·
- του κάνω μάτι, α. παρακολουθώ αθέατος τις σεξουαλικές επιδόσεις του: «όση ώρα είχε την γκόμενά του στην γκαρσονιέρα και την πήδαγε, του ’κανα μάτι». Πολλές φορές, το μπανιστήρι αυτό γινόταν σε συνεννόηση με τον εραστή, ο οποίος ήθελε να επιδείξει σε κάποιον ή σε κάποιους τις σεξουαλικές του ικανότητες, κάτι που ήταν και που είναι διαδεδομένο μεταξύ των νεαρών, γιατί νιώθουν πιο άντρες. β. του γνέφω συνθηματικά, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου: «μόλις είδα να ’ρχεται η γυναίκα του, του ’κανα μάτι για να διώξει την γκόμενά του»·  
- του κλείνω τα μάτια, του συμπαραστέκομαι στις τελευταίες στιγμές της ζωής του: «πέθανε ευτυχισμένος, γιατί είχε δίπλα του το γιο του που του ’κλεισε τα μάτια»·
- του κλείνω τα μάτια μια για πάντα, βλ. συνηθέστ. του κλείνω το στόμα μια για πάντα, λ. στόμα·
- του κλείνω (το) μάτι, του γνέφω συνθηματικά, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου: «μόλις είδα τον αστυνομικό, του ’κλεισα μάτι να προσέχει»·     
- του μπαίνω στο μάτι, προκαλώ τη ζήλια του, το φθόνο του, γιατί δεν μπορεί να αντέξει τις επιτυχίες μου: «απ’ τη μέρα που πήρα το πτυχίο του δικηγόρου, του μπήκα στο μάτι και δεν τον πιάνει ύπνος»· βλ. και φρ. του μπαίνω καρφί στο μάτι και μου μπήκε στο μάτι·
- του πατώ μάτι, βλ. φρ. του κάνω μάτι·
- του ρίχνω στάχτη στα μάτια, βλ. λ. στάχτη·
- του σφαλίζω τα μάτια, βλ. φρ. του κλείνω τα μάτια·
- του ’φαγα το μάτι, α. του προξένησα μεγάλη ζημιά, τον κακοποίησα άγρια, τον εξουδετέρωσα: «τον άρπαξε στα χέρια του και του ’φαγε το μάτι». β. του έβγαλα το μάτι: «πέταξα μια πέτρα και, χωρίς να το θέλω, του ’φαγα το μάτι του φουκαρά»·
- τρίβω τα μάτια μου, παραξενεύομαι, εκπλήσσομαι, χαίρομαι από κάποιο ευχάριστο θέαμα ή απρόσμενη κατάσταση, δεν μπορώ να πιστέψω αυτό το ευχάριστο που βλέπω: «είχε τέτοια ομορφιά, που, μόλις την είδα, άρχισα να τρίβω τα μάτια μου || η ξαφνική αλλαγή αυτού του παιδιού προς το καλύτερο μας έκανε όλους να τρίβουμε τα μάτια μας»·
- τρώω με τα μάτια (μου), κοιτάζω κάποιον ή κάτι επίμονα, γιατί λαχταρώ να το(ν) αποκτήσω: «μόλις κάθισε απέναντί μου κι έφερε το ’να της πόδι πάνω στ’ άλλο, άρχισα να την τρώω με τα μάτια μου || αν δεις πώς τρώει με τα μάτια του το καινούριο μου αυτοκίνητο, θα τον λυπηθεί η ψυχή σου!»·
- φαίνεται απ’ τα μάτια του, βλ. φρ. απ’ τα μάτια του φαίνεται·
- φαίνεται στα μάτια του, βλ. φρ. απ’ τα μάτια του φαίνεται·
- φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο, λέγεται για κάτι που μας είναι πολύ επιθυμητό, αλλά το απολαμβάνουμε μόνο με το βλέμμα μας: «κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα με τρελαίνει. -Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο»·
- φύγε κακό απ’ τα μάτια μου, λέγεται στην περίπτωση που μας αναθέτουν κάτι παρά τη θέλησή μας, και το κάνουμε βιαστικά και πρόχειρα για να απαλλαγούμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε από αυτό: «θα σου αναθέσω αυτή τη δουλειά, αλλά όχι φύγε κακό απ’ τα μάτια μου, γιατί πρέπει να γίνει πολύ προσεγμένα»·
- χάθηκε ο κόσμος απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. κόσμος·
- χαίρεται το μάτι σου να βλέπει(ς), νιώθεις μεγάλη ευχαρίστηση στη θέα κάποιου ατόμου ή κάποιου πράγματος: «χαίρεται το μάτι σου να βλέπει τέτοια ομορφιά || απ’ την κορυφή του λόφου, χαίρεται το μάτι σου να βλέπεις τον καταπράσινο κάμπο»·
- χαμηλώνω τα μάτια ή χαμηλώνω τα μάτια μου, κατευθύνω, ρίχνω το βλέμμα μου προς τα κάτω, ιδίως από ντροπή ή ενοχή: «όταν ο τάδε της ζήτησε να χορέψουν, αυτή χαμήλωσε τα μάτια || μόλις ο τάδε αποκάλυψε ποιος ήταν ο πραγματικός ένοχος, αυτός χαμήλωσε τα μάτια του και δεν είπε κουβέντα». (Λαϊκό τραγούδι: μη χαμηλώνεις τα μάτια στο χώμα, γλυκιά μου αγάπη, συγνώμη μη ζητάς
- χάσου απ’ τα μάτια μου! επιθετική έκφραση με την οποία απαιτούμε από κάποιον να φύγει, να εξαφανιστεί από μπροστά μας, γιατί είμαστε πολύ δυσαρεστημένοι ή εκνευρισμένοι μαζί του·
- χτυπώ στο μάτι, είμαι πολύ εντυπωσιακός και κινώ αμέσως την προσοχή, το ενδιαφέρον κάποιου ή κάποιων: «όταν κυκλοφορείς με τέτοια αυτοκινητάρα, χτυπάς αμέσως στο μάτι || με τέτοιο ντύσιμο δεν μπορείς να περάσεις απαρατήρητος, γιατί χτυπάς στο μάτι»·
- χύνω το μάτι (κάποιου), του το βγάζω: «δεν τον πρόσεξα που περνούσε από δίπλα μου κι όπως γύρισα απότομα με τη βέργα στο χέρι, του έχυσα το μάτι»·
- ως εκεί που φτάνει το μάτι σου, έως εκείνο το σημείο που μπορεί να δει κανείς από το σημείο που στέκεται, έως τον ορίζοντα: «ως εκεί που φτάνει το μάτι σου μέσα στον κάμπο, είναι ιδιοκτησία του παππού μου»·
- ωχ, το μάτι μου! ειρωνικό επιφώνημα που απευθύνεται σε κάποιον που λέει μεγάλες ανοησίες ή που τερατολογεί: «προχτές το βράδυ έτρωγα παρέα με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας . -Ωχ, το μάτι μου!». Συνοδεύεται πάντοτε από χειρονομία με την παλάμη να κλείνει το μάτι σαν να δέχτηκε κάποιο χτύπημα. Συνών. ωχ, το βάζο!

μαύρος

μαύρος, -η, -ο, επίθ. [<μτγν. μαῦρος <αρχ. μαυρός ἀμαυρός], μαύρος. 1α. που είναι άθλιος, δυστυχισμένος, καημένος, ο φουκαράς: «αχ, ο μαύρος, πώς θα μάθει τα κακά μαντάτα!». (Δημοτικό τραγούδι: μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες! Ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε ολημερίς στον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι). β. λέγεται και με συμπάθεια για πονεμένο, για δυστυχισμένο άτομο ή για κάτι που προξενεί πόνο: «βρε κακό που του βρήκε το μαύρο!». Συνών. έρημος (3α, β) / ερίφης (4α, β). 2. που φέρνει δυστυχία, λύπη, πίκρα: «μαύρη αλήθεια». 3. που είναι απαισιόδοξος: «πήγαμε κι είδαμε μια πολύ μαύρη ταινία, κι ύστερα ήμασταν όλοι χάλια». 4. που δεν έγινε κάτι όπως έπρεπε να γίνει: «μας έκανε μαύρη δουλειά ο κερατάς || έκανες μαύρο διάβασμα, γι’ αυτό δεν πέρασες στο πανεπιστήμιο». 5. που δεν είναι καλός σε αυτό που επαγγέλλεται: «μου σύστησαν για την υπόθεσή μου έναν δικηγόρο, αλλά αυτός ήταν μαύρος δικηγόρος κι έχασα τη δίκη». 6α. το αρσ. ως ουσ. ο μαύρος, αυτός που ανήκει στην άκρα δεξιά, ο οπαδός της άκρας δεξιάς, ο φασίστας: «όλοι τη μέρα μαλώνουν, γιατί ο ένας είναι κόκκινος κι ο άλλος είναι μαύρος». Από το ότι οι φασίστες φορούσαν μαύρη στολή (μελανοχίτωνες). (Λαϊκό τραγούδι: τον φάγανε μπαμπέσικα δυο μαύροι κάποιο βράδυ, κρυφά του τηνε στήσανε μες στο βαθύ σκοτάδι). β. αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή, ο αράπης, ο νέγρος: «η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της Αφρικής είναι μαύροι». γ. άλογο με μαύρο χρώμα: «τον είδα στον μαύρο του καβάλα». 7. (στη γλώσσα της αργκό) ο αστυνομικός: «τον σταμάτησε ένας μαύρος στο δρόμο και του ζήτησε τα στοιχεία του». (Λαϊκό τραγούδι: χτες το βράδυ στο σκοτάδι με στριμώξανε δυο μαύροι έρευνα για να μου κάνουν και το μαύρο να μου πάρουν). 8α. το θηλ. ως ουσ. η μαύρη (βλ. λ.). β. αυτή που ανήκει στη μαύρη φυλή, η αραπίνα, η νέγρα: «οι μαύρες γυναίκες έχουν πολύ καλλίγραμμα και σφριγηλά κορμιά». γ. η λαθραία αγορά, ο παράνομος τρόπος αγοραπωλησίας, ιδίως χρημάτων, πολύτιμων ή σπάνιων αντικειμένων ή διάφορων άλλων αγαθών: «κοίτα μην αγοράσεις συνάλλαγμα στη μαύρη, γιατί θα σε πιάσουν σίγουρα κορόιδο || βρήκε ένα εισιτήριο του αγώνα στη μαύρη και το πλήρωσε πέντε φορές επάνω». 9α. το ουδ. ως ουσ. το μαύρο (βλ. λ.). β. η αρνητική ψήφος, το μαύρισμα, το φούμο: «τον περιμένει τέτοιο μαύρο, που ούτε το φαντάζεται!». 10. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα μαύρα, τα πένθιμα ρούχα και, κατ’ επέκταση, το πένθος και γενικά τα ρούχα που έχουν μαύρο χρώμα: «είναι βουτηγμένη στα μαύρα η οικογένειά του || για δες πόσο όμορφη είναι εκείνη με τα μαύρα!». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ αυτά τα μαύρα που φορείς, χήρα με θανατώνεις, βλέπεις πως χάνομαι για σε, άπονη, μα συ δε μετανιώνεις). (Ακολουθούν 131 φρ.)·
- άσε με στα μαύρα μου τα χάλια ή άσε με στο μαύρο μου το χάλι, βλ. λ. χάλι·
- άσπρα μαλλιά, μαύρα γαμήσια, βλ. λ. μαλλί·
- άσπρα σκυλιά, μαύρα σκυλιά, όλοι οι σκύλοι μια κοιλιά, βλ. λ. σκυλί·
- άσπρο μαύρο, βλ. λ. άσπρος·
- άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, στον πόρο θα φανεί, βλ. λ. πόρος·
- βάζω τα μαύρα, φορώ μαύρα ρούχα λόγω πένθους, πενθώ: «σκοτώθηκε ο άντρας της σ’ ένα τροχαίο και μικρή μικρή έβαλε τα μαύρα»·
- βγάζω τα μαύρα, βγάζω τα πένθιμα ρούχα, σταματώ να πενθώ: «πριν από πέντε χρόνια σκοτώθηκε ο άντρας της και μόλις χτες έβγαλε τα μαύρα»·
- βλέπω μαύρο τον κόσμο ή βλέπω τον κόσμο μαύρο, βλ. λ. κόσμος·
- βρίσκεται στα μαύρα του τα χάλια ή βρίσκεται στο μαύρο του το χάλι, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. λ. χάλι·
- βρίσκομαι στα μαύρα μου τα χάλια ή βρίσκομαι στο μαύρο μου το χάλι, βλ. λ. χάλι·
- για να πούμε τη μαύρη αλήθεια ή για να πω τη μαύρη αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- για τα μαύρα μάτια ή για τα μαύρα τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- για τα μαύρα σου τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- δίνω μαύρες κατάρες, βλ. λ. κατάρα·
- δουλεύει σαν μαύρος ή δουλεύει σαν το μαύρο, δουλεύει πολύ σκληρά, εξοντωτικά, είναι πολύ εργατικός: «θέλει να χτίσει ένα σπιτάκι στην εξοχή και δουλεύει σαν μαύρος για να μαζέψει τα λεφτά || δουλεύει σαν το μαύρο ο φουκαράς για να σπουδάσει τα παιδιά του». Αναφορά στους μαύρους-δούλους του αμερικάνικου Νότου, που δούλευαν σκληρά, ιδίως στις φυτείες βαμβακιού. Για συνών. δουλεύει σαν σκυλί ή δουλεύει σαν το σκυλί, λ. σκυλί·
- δουλεύει σαν το μαύρο το σκυλί, βλ. λ. σκυλί·
- έγινε η ζωή μου μαύρη, βλ. λ. ζωή·
- έγινε μαύρη σαν καλιακούδα, βλ. λ. καλιακούδα·
- έγινε μαύρος κατράμι ή έγινε μαύρος σαν κατράμι ή έγινε μαύρος σαν το κατράμι, βλ. λ. κατράμι·
- έγινε μαύρος σαν κόρακας ή έγινε μαύρος σαν τον κόρακα, βλ. λ. κόρακας·
- έγινε μαύρος πίσσα ή έγινε μαύρος σαν πίσσα ή έγινε μαύρος σαν την πίσσα, βλ. λ. πίσσα·
- έγινε μαύρος σαν τηγάνι ή έγινε μαύρος σαν το τηγάνι, βλ. λ. τηγάνι·
- έγινε μαύρος σαν τσουκάλι ή έγινε μαύρος σαν το τσουκάλι, βλ. λ. τσουκάλι·
- είμαι στα μαύρα μου τα χάλια ή είμαι στο μαύρο μου το χάλι, βλ. λ. χάλι·
- είμαι στις μαύρες μου, βρίσκομαι σε πολύ κακή ψυχολογική κατάσταση, είμαι πολύ στενοχωρημένος, πολύ απαισιόδοξος, δεν έχω καθόλου καλή διάθεση, διόλου κέφι: «όταν είμαι στις μαύρες μου, δε θέλω κουβέντα από κανέναν»·
- είναι μαύρη απελπισία, βλ. λ. απελπισία·
- είναι μαύρη η καρδιά μου ή η καρδιά μου είναι μαύρη, βλ. λ. καρδιά·
- είναι μαύρη σαν καλιακούδα, βλ. λ. καλιακούδα·
- είναι μαύρος κατράμι ή είναι μαύρος σαν κατράμι ή είναι μαύρος σαν το κατράμι, βλ. λ. κατράμι·
- είναι μαύρος σαν κόρακας ή είναι μαύρος σαν τον κόρακα, βλ. λ. κόρακας·
- είναι μαύρος πίσσα ή είναι μαύρος σαν πίσσα ή είναι μαύρος σαν την πίσσα, βλ. λ. πίσσα·
- είναι μαύρος σαν τηγάνι ή είναι μαύρος σαν το τηγάνι, βλ. λ. τηγάνι·
- είναι μαύρος σαν τσουκάλι ή είναι μαύρος σαν το τσουκάλι, βλ. λ. τσουκάλι·
- είναι όλα μαύρα, όλες οι ενδείξεις ή όλα τα μηνύματα είναι απαισιόδοξα, δεν υπάρχει προοπτική καλυτέρευσης: «τα τελευταία χρόνια είναι όλα μαύρα στην οικονομία»·
- είναι σκυλί μαύρο, βλ. λ. σκυλί·
- είναι στα μαύρα πανιά, βλ. λ. πανί·
- είναι στα μαύρα του τα χάλια ή είναι στο μαύρο του το χάλι, (για αντικείμενα ή μηχανήματα), βλ. λ. χάλι·
- έπεσε μαύρο, (στη γλώσσα της τηλεόρασης) βλ. φρ. έριξε μαύρο·
- έριξε μαύρο, (στη γλώσσα της τηλεόρασης) διέκοψε ξαφνικά τη μετάδοση λόγω βλάβης: «κι εκεί που ήσυχα κι ωραία βλέπαμε το έργο, ξαφνικά η τηλεόραση έριξε μαύρο»·
- έχει μαύρα μεσάνυχτα, βλ. λ. μεσάνυχτα·
- έχει μαύρη καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει μαύρη ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- έχει μαύρο παρελθόν, βλ. λ. παρελθόν·
- έχει μαύρο σκοτάδι, βλ. λ. σκοτάδι·
- έχει τη μαύρη του την τύφλα, βλ. λ. τύφλα·
- έχω τις μαύρες μου, βλ. φρ. είμαι στις μαύρες μου·
- έχω τα μαύρα μου τα χάλια ή έχω το μαύρο μου το χάλι, βλ. λ. χάλι·
- ζει στο μαύρο (το) σκοτάδι, βλ. λ. σκοτάδι·
- ζήσε μαύρε μου να φας τριφύλλι (και τον Αύγουστο σταφύλι), βλ. λ.τριφύλλι·
- η μαύρη αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- η μαύρη γη, βλ. λ. γη·
- θα σε κάνω μαύρο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα τα βάψω μαύρα! (ειρωνικά) δε θα στενοχωρηθώ διόλου, δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει καθόλου: «αν συνεχίσεις να διαφωνείς, θα σηκωθώ να φύγω. -Θα τα βάψω μαύρα!». (Λαϊκό τραγούδι: φύγε λοιπόν και άσε με κι όπου σ’ αρέσει τράβα και μη νομίζεις δηλαδή πως θα τα βάψω μαύρα). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ·
- θα τον κάνω να πατήσει μαύρο χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον κάνω να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει μαύρο χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει παλιό χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- κάναμε μαύρα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κάνει το άσπρο μαύρο ή κάνει το μαύρο άσπρο, βλ. λ. άσπρος·
- κάνω μαύρα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κάνω μαύρες σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- κάνω μαύρη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- κλαίω με μαύρο δάκρυ ή κλαίω με μαύρα δάκρυα, βλ. λ. δάκρυ·
- κρέμασε μαύρα πανιά, βλ. λ. πανί·
- μ’ έπιασε μαύρη απελπισία, βλ. λ. απελπισία·
- μ’ έφαγαν τα μαύρα φίδια, βλ. λ. φίδι·
- μαύρ’ είν’ η νύχτα στα βουνά, βλ. λ. νύχτα·
- μαύρα γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
- μαύρα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- μαύρα μάτια κάναμε, βλ. λ. μάτι·
- μαύρα μεσάνυχτα, βλ. λ. μεσάνυχτα·
- μαύρα χρήματα ή μαύρο χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- μαύρη αγορά, βλ. λ. αγορά·
- μαύρη γάτα, βλ. λ. γάτα·
- μαύρη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- μαύρη ζώνη, βλ. λ. ζώνη·
- μαύρη λίστα, βλ. λ. λίστα·
- μαύρη μαγεία, βλ. λ. μαγεία·
- μαύρη μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα, βλ. λ. μαυρίλα·
- μαύρη μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- μαύρη να ’ταν η ώρα, βλ. λ. ώρα·
- μαύρη παρηγοριά, βλ. λ. παρηγοριά·
- μαύρη σελίδα της ζωής, βλ. λ. σελίδα·
- μαύρη σκέψη, βλ. λ. σκέψη·
- μαύρη συμφορά, βλ. λ. συμφορά·
- μαύρη τύχη, βλ. λ. τύχη·
- μαύρη χήρα, βλ. λ. χήρα·
- μαύρη ψήφος, βλ. λ. ψήφος·
- μαύρη ώρα ή μαύρη η ώρα, βλ. λ. ώρα·
- μαύρο αίμα, βλ. λ. αίμα·
- μαύρο κουτί, βλ. λ. κουτί·
- μαύρο πρόβατο, βλ. λ. πρόβατο·
- μαύρο ριζικό, βλ. λ. ριζικό·
- μαύρο φίδι που σ’ έφαγε! βλ. λ. φίδι·
- μαύρο χάλι, βλ. λ. χάλι·
- μαύρο χιούμορ, βλ. λ. χιούμορ·
- μαύρος θάνατος, βλ. λ. θάνατος·
- μαύρος καβαλάρης, βλ. λ. καβαλάρης·
- μαύρος κι άραχλος ή μαύρος κι άραχνος, άνθρωπος δυστυχισμένος, που βρίσκεται σε αξιοθρήνητη κατάσταση: «απ’ τη μέρα που τον χώρισε η γυναίκα του, γυρίζει μαύρος κι άραχνος από μπαράκι σε μπαράκι». (Λαϊκό τραγούδι: σου γκρινιάζω σαν τη γάτα με ζηλεύεις σαν Οθέλος, μαύρο κι άραχνο να ξέρεις θα ’ναι το δικό μας τέλος
- μαύρος λύκος να σε φάει! βλ. λ. λύκος·
- μαύρος ουρανός, βλ. λ. ουρανός·
- μαύρος χρυσός, βλ. λ. χρυσός·
- με βάζει σε μαύρες σκέψεις (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. σκέψη·
- με ζώσανε τα μαύρα φίδια, βλ. λ. φίδι·
- μου ’κανε τη ζωή μαύρη, βλ. λ. ζωή·
- μου ’κανε την καρδιά μαύρη, βλ. λ. καρδιά·
- μου περνούν μαύρες σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- μου ’χει κάνει μαύρη την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- ντύνομαι στα μαύρα, βλ. φρ. φορώ μαύρα·
- περνώ μαύρες μέρες, βλ. λ. μέρα·
- ρίχνω μαύρες κατάρες, βλ. λ. κατάρα·
- ρίχνω μαύρη πέτρα (πίσω μου), βλ. λ. πέτρα·
- σήμανε η μαύρη ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τα βάφω μαύρα (ενν. τα ρούχα μου), στενοχωριέμαι πάρα πολύ: «δεν πέρασε στο πανεπιστήμιο και τα ’βαψε μαύρα». Από την εικόνα του ατόμου που φοράει μαύρα ρούχα λόγω πένθους, τα οποία, σε παλιότερες εποχές, τα έβαφαν μαύρα για να μην αγοράσουν άλλα. (Λαϊκό τραγούδι: φύγε λοιπόν και άσε με κι όπου σ’ αρέσει τράβα και μη νομίζεις δηλαδή πως θα τα βάψω μαύρα
- τα βλέπω όλα μαύρα, είμαι πολύ απαισιόδοξος, πολύ απογοητευμένος: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου, τα βλέπω όλα μαύρα». (Λαϊκό τραγούδι: μόλις ξυπνήσω το πρωί, τα βλέπω όλα μαύρα, θέλω μια κούπα με καφέ και τέσσερα τσιγάρα). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το κι άραχνα ή το κι άραχλα. (Λαϊκό τραγούδι: μαύρα τα βλέπω κι άραχνα κι όλα σκοτεινιασμένα, πάλι καινούρια βάσανα, μανούλα μου, έρχονται για μένα)·
- τα πράγματα δεν είναι ούτε μαύρα ούτε άσπρα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τζίτζικας ελάλησε, μαύρη ρώγα γυάλισε, βλ. λ. τζίτζικας·
- το μαύρο (το) σκοτάδι, βλ. λ. σκοτάδι·
- το μαύρο (το) χώμα, βλ. λ. χώμα·
- το ’φαγε το μαύρο σκοτάδι, βλ. λ. σκοτάδι·
- τον βρήκα στις μαύρες του, τον βρήκα σε πολύ κακή ψυχολογική κατάσταση, πολύ στενοχωρημένο, πολύ απαισιόδοξο: «πήγα να πιω ένα καφεδάκι στο γραφείο του, αλλά επειδή τον βρήκα στις μαύρες του έφυγα»·
- τον γράφω στα μαύρα κατάστιχα ή τον έχω γραμμένο στα μαύρα κατάστιχα, βλ. λ. κατάστιχο·
- τον γράφω στη μαύρη λίστα ή τον έχω γραμμένο στη μαύρη λίστα, βλ. λ. λίστα·
- τον γράφω στο μαύρο πίνακα ή τον έχω γραμμένο στο μαύρο πίνακα, βλ. λ. πίνακας·
- τον έκανε μαύρο, τον ξυλοκόπησε άγρια: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, τον έπιασε στα χέρια του και τον έκανε μαύρο»·
- τον έκανε μαύρο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον έφαγε η μαύρη γη, βλ. λ. γη·
- τον έφαγε το μαύρο σκοτάδι, βλ. λ. σκοτάδι·
- τον έφαγε το μαύρο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- τον ζώσαν τα μαύρα φίδια, βλ. λ. φίδι·
- τον σκέπασε η μαύρη πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- του ’κανα τη ζωή μαύρη, βλ. λ. ζωή·
- του ρίχνω μαύρο, βλ. φρ. του ρίχνω μαύρισμα, λ. μαύρισμα·
- του ρίχνω μαύρο (στη νεοαργκό), τον αγνοώ: «δεν τον συμπαθώ καθόλου και κάθε φορά που τον βλέπω του ρίχνω μαύρο». Αναφορά στον ψηφοφόρο που κατά την εκλογική διαδικασία ρίχνει μαύρο σε κάποιο κόμμα ή υποψήφιο·
- τρώει μαύρο χαβιάρι, βλ. λ. χαβιάρι·
- τρώω μαύρο, βλ. συνηθέστ. τρώω μαύρισμα, λ. μαύρισμα·
- φορώ μαύρα, φορώ πένθιμα ρούχα, έχω πένθος, πενθώ: «ποιος πέθανε και φοράς μαύρα;»·
- φτύνω μαύρο αίμα, βλ. λ. αίμα·
- χύνω μαύρα δάκρυα ή χύνω μαύρο δάκρυ, βλ. λ. δάκρυ.

μαχαίρι

μαχαίρι, το, ουσ. [<μσν. μαχαίριν <αρχ. μαχαίριον, υποκορ. του ουσ. μάχαιρα], το μαχαίρι. 1. το μαχαίρι ως επιθετικό όπλο των ανθρώπων του υποκόσμου: «τράβηξε το μαχαίρι του και το κάρφωσε στην καρδιά του αντιπάλου του». (Λαϊκό τραγούδι: βρε μάγκα, το μαχαίρι σου για να το κυσουμάρεις, πρέπει να έχεις την ψυχή, καρδιά για να το βγάλεις). 2. το χειρουργικό εργαλείο και, κατ’ επέκταση, η εγχείρηση: «όπως πάω, μου φαίνεται πως δεν το γλιτώνω το μαχαίρι». 3. σε θέση επιρρ., αμέσως, αυτόματα: «κάθε φορά που μπαίνει στην αίθουσα, κόβεται μαχαίρι κάθε φασαρία || μόλις πήρε το χαπάκι, σταμάτησε μαχαίρι ο πόνος στο στομάχι του». Τέλος, όσοι είναι προληπτικοί, θεωρούν πως, όταν πέσει το μαχαίρι από το χέρι τους ή από το τραπέζι στο οποίο κάθονται, θα καβγαδίσουν, ενώ, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, αν υποφέρει κάποιος άρρωστος, βάζουμε κάτω από το στρώμα του ένα μαχαίρι για να του «κόβει» τον πόνο. Υποκορ. μαχαιράκι, το. Μεγεθ. μαχαίρα, η (βλ. λ.).(Ακολουθούν 35 φρ.)·
- ακονίζουν τα μαχαίρια τους, τα δυο άτομα ή οι δυο ομάδες ατόμων για τις οποίες γίνεται λόγος, προετοιμάζονται πυρετωδώς για έντονη αντιπαράθεση ή άλλη δυναμική αναμέτρηση: «τα κόμματα ακονίζουν τα μαχαίρια τους για τη μέρα που θα καταθέσει η κυβέρνηση στη βουλή τον προϋπολογισμό»·
- βαράει τη γροθιά του στο μαχαίρι, βλ. λ. γροθιά·
- βγάζει μαχαίρι, βλ. συνηθέστ. τραβάει μαχαίρι·
- βγήκαν μαχαίρια ή βγήκαν τα μαχαίρια, υπήρξε σκληρή αντιπαράθεση ανάμεσα σε δυο ανθρώπους ή σε δυο ομάδες ανθρώπων με σκληρά λόγια, αλληλοκατηγορίες και υπονοούμενα: «στο υπουργικό συμβούλιο βγήκαν μαχαίρια κι οι περισσότεροι υπουργοί αποχώρησαν αγανακτισμένοι»·
- βρίσκονται στα μαχαίρια, βλ. φρ. είναι στα μαχαίρια·
- δικό σου το μαχαίρι, δικό σου το πεπόνι, βλ. φρ. όποιος έχει μαχαίρι, τρώει πεπόνι·  
- δίκοπο μαχαίρι, ενέργεια ή επιχείρημα που στρέφεται εναντίον κάποιου, αλλά και που μπορεί να στραφεί και εναντίον αυτού που το χρησιμοποιεί: «πρόσεχε, γιατί αυτό που πας να κάνεις, είναι δίκοπο μαχαίρι». (Λαϊκό τραγούδι: αγάπη που ’γινες δίκοπο μαχαίρι, κάποτε μου ’δινες μόνο τη χαρά
- έβγαλαν τα μαχαίρια, βλ. φρ. βγήκαν μαχαίρια·
- είναι μεγάλο μαχαίρι, είναι δεινός μαχαιροβγάλτης: «όλοι φοβούνται να του πάνε κόντρα, γιατί είναι μεγάλο μαχαίρι». (Λαϊκό τραγούδι: ήταν σε όλα όμορφος σε όλα του ξεφτέρι το πιο μεγάλο ήτανε της Τρούμπας το μαχαίρι
- είναι στα μαχαίρια, είναι πολύ μαλωμένοι, μισούνται θανάσιμα: «δεν μπορείς να καλέσεις και τους δυο στη γιορτή σου, γιατί είναι στα μαχαίρια»·
- έπεσε μαχαίρι, αποκλείστηκαν πολλοί από κάπου: «στις φετινές εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, έπεσε μαχαίρι»· βλ. και φρ. πέφτει μαχαίρι·
- έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο, δεν υπάρχει άλλο περιθώριο υπομονής ή ανεκτικότητας, το κακό προχώρησε τόσο πολύ, που έφτασε στο απροχώρητο: «αν ξανακάνεις κοπάνα, θα σε απολύσω αμέσως, γιατί έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο»· βλ. και φρ. το μαχαίρι έφτασε ως το κόκαλο·
- ήρθαν στα μαχαίρια, μάλωσαν, συνεπλάκησαν άγρια: «πες ο ένας, πες ο άλλος, στο τέλος ήρθαν στα μαχαίρια και δεν τόλμησε κανένας να μπει στη μέση να τους χωρίσει»·
- κόβει την πέτρα με μαχαίρι ή κόβει την πέτρα με το μαχαίρι, ματαιοπονεί: «αφού ξεκίνησε δουλειά χωρίς λεφτά γρήγορα θ’ αποτύχει, γιατί όποιος κάνει τέτοια αρχή, κόβει την πέτρα με μαχαίρι»·
- κόβεται μαχαίρι (ενν. το κάπνισμα, το τσιγάρο, το ποτό ή άλλη κακή έξη), έκφραση με συμβουλευτική διάθεση πως μια κακή έξη αποβάλλεται απότομα και αποφασιστικά και όχι σιγά σιγά: «το κάπνισμα κόβεται μαχαίρι, γιατί σιγά σιγά δεν μπορείς να καταφέρεις τίποτα || το ποτό κόβεται μαχαίρι»·
- κόβω μαχαίρι, α. διακόπτω ξαφνικά και οριστικά τις φιλικές μου σχέσεις με κάποιον ή κάποιους: «μόλις έμαθα πως ήταν μπερδεμένοι σε σκοτεινές υποθέσεις, έκοψα μαχαίρι μαζί τους για να ’χω το κεφάλι μου ήσυχο». β. διακόπτω ξαφνικά τον ερωτικό μου δεσμό: «μόλις έμαθα πως με απάτησε, έκοψα μαχαίρι μαζί της»·
- μαχαίρι έχεις, πεπόνι τρως, βλ. φρ. όποιος έχει μαχαίρι, τρώει πεπόνι·
- με το μαχαίρι (και με βούλα), έκφραση με την οποία οι πλανόδιοι μανάβηδες διαλαλούν πως πουλούν τα καρπούζια τους, αφού ο πελάτης τα ελέγξει προηγουμένως για να δει αν είναι ώριμα ή γλυκά·
- μεγάλο μαχαίρι, (στη γλώσσα της αργκό)α. άνθρωπος πολύ σκληρός, πολύ βίαιος: «στις φυλακές της Κέρκυρας φυλακίζονται τα πιο μεγάλα μαχαίρια». β. μεγάλος εγκληματίας, φονιάς: «πάνω στην παραζάλη του καθάρισε πέντε άτομα κι από τότε θεωρείται το πιο μεγάλο μαχαίρι της τελευταίας δεκαετίας». γ. ο αρχηγός ομάδας του υποκόσμου, ο αρχηγός συμμορίας: «αν δε δώσει εντολή το μεγάλο μαχαίρι, δεν κουνιέται κανένας από μόνος του για το παραμικρό || κάτι σοβαρό θα γίνει μέσα στην πιάτσα, γιατί τα μεγάλα μαχαίρια είχαν ολονύχτια συζήτηση»·
- όποιος έχει μαχαίρι, τρώει πεπόνι, όποιος διαθέτει τις απαιτούμενες δυνατότητες ή τα κατάλληλα μέσα, ή όποιος έχει τη δύναμη, την εξουσία, εξυπηρετεί τα συμφέροντά του ή απολαμβάνει τα αγαθά της ζωής: «και βέβαια θα πάρει περισσότερη προμήθεια από σένα, απ’ τη στιγμή που είναι διευθυντής, γιατί, όποιος έχει μαχαίρι, τρώει πεπόνι || έχει ένα σωρό παράδες κι απολαμβάνει τη ζωή του, γιατί, όποιος έχει μαχαίρι, τρώει πεπόνι || όλοι οι βουλευτές έχουν τις σπιταρώνες τους και τις αμαξάρες τους, γιατί, όποιος έχει μαχαίρι, τρώει πεπόνι»·
- ό,τι κόβει το μαχαίρι γιατρεύεται, ό,τι κόβει η γλώσσα δε γιατρεύεται, βλ. λ. γλώσσα·
- πάει για μαχαίρι (κάποιος), πηγαίνει για εγχείρηση: «του έχουν γίνει όλες οι απαιτούμενες εξετάσεις κι αύριο πάει για μαχαίρι»·
- πέφτει μαχαίρι, α. επιβάλλεται σκληρή τιμωρία: «σ’ αυτό το εργοστάσιο, μόλις γίνεται κάποια παρατυπία, πέφτει αμέσως μαχαίρι». β. γίνονται καθαιρέσεις, συνήθως ανώτατων στελεχών μιας επιχείρησης, ιδίως στο δημόσιο: «κάθε φορά που αλλάζει η κυβέρνηση, πέφτει μαχαίρι σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες»· βλ. και φρ. έπεσε μαχαίρι·
- πότε στα μέλια και πότε στα μαχαίρια, βλ. λ. μέλι·
- το κόβω μαχαίρι, παύω αυτόματα να μιλώ: «αφού κανείς δεν παρακολουθούσε αυτά που έλεγα, το ’κοψα κι εγώ μαχαίρι και κατέβηκα απ’ την έδρα»·
- το κόβω μαχαίρι (ενν. το κάπνισμα, το τσιγάρο, το ποτό ή άλλη κακή έξη), το διακόπτω αποφασιστικά και οριστικά απότομα και όχι σιγά σιγά: «όταν μου ’πε ο γιατρός πως το τσιγάρο μου πείραξε τα πνευμόνια, το ’κοψα μαχαίρι»·
- το μαχαίρι για τους οχτρούς κι η ψωλή για τους δικούς, βλ. λ. ψωλή·
- το μαχαίρι έφτασε μέχρι το κόκαλο, βλ. φρ. το μαχαίρι έφτασε ως το κόκαλο·
- το μαχαίρι έφτασε ως το κόκαλο, η έρευνα, ιδίως για την αναζήτηση ευθυνών για μια παρατυπία που έγινε ή για τη διαλεύκανση μιας σκοτεινής ή ύποπτης υπόθεσης, έφτασε σε βάθος: «ο πρωθυπουργός δεσμεύτηκε στη βουλή πως το μαχαίρι θα φτάσει ως το κόκαλο, προκειμένου να αποδοθούν οι ευθύνες στους πρωταίτιους των ταραχών»· βλ. και φρ. έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο·
- τον έστειλαν για μαχαίρι ή τον έστειλαν στο μαχαίρι, τον έστειλαν στο χειρουργείο, τον έστειλαν να χειρουργηθεί: «μετά τις εξετάσεις που του ’καναν οι γιατροί, τον έστειλαν αμέσως για μαχαίρι»·
- τον πέρασε από μαχαίρι, βλ. συνηθέστ. τον πέρασε από λεπίδι, λ. λεπίδι·
- του βάζω το μαχαίρι στο λαιμό, α. απαιτώ, ζήτώ πιεστικά να μου επιστρέψει κάτι που μου οφείλει ή που μου ανήκει: «αν δεν του ’βαζα το μαχαίρι στο λαιμό, δε θα ’παιρνα τα λεφτά μου πίσω». β. εκμεταλλεύομαι την αδυναμία του να ενεργήσει ελεύθερα και τον πιέζω να κάνει αυτό που θέλω, τον εκβιάζω: «έμαθα πως έχει γκόμενα και, για να μην το πω στη γυναίκα του, του ’βαλα το μαχαίρι στο λαιμό και μου ’δωσε τα δανεικά που μου χρειάζονταν». Συνών. του βάζω τη θηλιά στο λαιμό·
- του μπήγω το μαχαίρι στο λαιμό, βλ. συνηθέστ. του βάζω το μαχαίρι στο λαιμό·
- τους πέρασαν από μαχαίρι, βλ. συνηθέστ. τους πέρασαν από λεπίδι, λ. λεπίδι·
- τραβάει μαχαίρι, συνηθίζει να χρησιμοποιεί μαχαίρι κατά τη διάρκεια καβγά, είναι μαχαιροβγάλτης: «δεν τα βάζει κανείς μαζί του, γιατί σ’ όλους είναι γνωστό πως τραβάει μαχαίρι». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, Μανταλιώ και Μανταλένα τι έχει ο άντρας σου με μένα; Έμαθα τραβά’ μαχαίρι με τ’ αριστερό το χέρι)· 
- φόρα μαχαίρι! παράγγελμα για επιθετική ετοιμότητα: «φόρα μαχαίρι παιδιά, γιατί έφτασε η ώρα της επίθεσης». Συνών. φόρα κουμπούρι! / φόρα σπαθί!

μέρα

μέρα, η, ουσ. [<μσν. μέρα <αρχ. ἡμέρα], η μέρα· βλ. και λ. ημέρα. (Ακολουθούν 120 φρ.)·
- άγιες μέρες, οι μεγάλες γιορτές, ιδίως τα Χριστούγεννα και το Πάσχα: «τέτοιες άγιες μέρες που είναι, πρέπει να δώσετε τα χέρια σας και ν’ αγαπήσετε πάλι»·
- ανάποδη μέρα, που στη διάρκειά της συμβαίνουν ή συνέβησαν δυσάρεστα γεγονότα, δυσάρεστες καταστάσεις: «σήμερα ήταν πολύ ανάποδη μέρα, γιατί απ’ το πρωί όλα μου πήγαιναν στραβά κι ανάποδα»·
- απ’ τη μέρα που βγήκε η συγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο ή απ’ τη μέρα που βγήκε το συγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που μας ζητάει συγνώμη, κάθε φορά που κάνει κάτι σε βάρος μας, ιδίως από απροσεξία του·
- απ’ τη μια μέρα στην άλλη, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «μέχρι χτες μου ορκιζόταν πως θα κόψει το τσιγάρο κι απ’ τη μια μέρα στην άλλη τον ξανάπιασα να καπνίζει || άνοιξε ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς κι απ’ τη μια μέρα στην άλλη τα κονόμησε»·
- απ’ τη νύχτα ως τη μέρα, κατά τη διάρκεια όλης της νύχτας, από τη δύση ως την ανατολή του ηλίου: «σκοτώνεται στη δουλειά απ’ τη νύχτα ως τη μέρα για να τα φέρει βόλτα»·
- από μέρα σε μέρα, σε σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς όμως να μπορώ να προσδιορίσω το πότε: «τον περιμένω να ’ρθει από μέρα σε μέρα»· βλ. και φρ. μέρα με τη μέρα·
- αύριο άλλος ήλιος, άλλη μέρα, βλ. λ. αύριο·
- βρήκες μέρα! ή βρήκες τη μέρα! έκφραση που ανάλογα με το ύφος και τον τόνο της φωνής μας δηλώνει απογοήτευση, στενοχώρια ή δυσφορία για κάποιον που κάνει ή που μας ζητάει κάτι, και που δηλώνει έμμεσα την άρνησή μας: «σήμερα που γιορτάζω βρήκες τη μέρα να μου χαλάσεις την καρδιά! || βρήκες τη μέρα που πληρώνω το προσωπικό μου να μου ζητήσεις δανεικά! || βρήκες μέρα να μου ζητήσεις τ’ αυτοκίνητο! Δε βλέπεις που ετοιμάζομαι για ταξίδι;». (Λαϊκό τραγούδι: βρήκες μέρα να λερώσεις τη βέρα, βρήκες μέρα το στεφάνι να πατήσεις, βρήκες μέρα να λερώσεις τη βέρα, βρήκες μέρα να με απατήσεις). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το τώρα μάλιστα και πολλές φορές, κλείνει με το κι εσύ·
- βρέθηκε σ’ άσχημη μέρα, βλ. φρ. βρέθηκε σε κακή μέρα·
- βρέθηκε σε κακή μέρα, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) δεν απέδωσε σύμφωνα με τις δυνατότητές της, τις ικανότητές της: «χάσαμε μέσ’ απ’ τα χέρια μας το παιχνίδι, γιατί η ομάδα μας βρέθηκε σε κακή μέρα»·
- βρέθηκε σε καλή μέρα, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) απέδωσε σύμφωνα με τις δυνατότητές της, τις ικανότητές της: «η ομάδα μας βρέθηκε σε καλή μέρα και κατατρόπωσε την αντίπαλη ομάδα»·
- βρίσκομαι σ’ άσχημη μέρα, βλ. φρ. είμαι σ’ άσχημη μέρα·
- βρίσκομαι σε κακή μέρα, βλ. φρ. είμαι σε κακή μέρα·
- βρίσκομαι σε καλή μέρα, βλ. φρ. είμαι σε καλή μέρα·
- για κάθε μέρα, για καθημερινή χρήση: «αγόρασα ένα μπλου τζιν για κάθε μέρα»·  
- δε βλέπω άσπρη μέρα, αντιμετωπίζω συνεχώς στη ζωή μου μεγάλες δυσκολίες και μεγάλα προβλήματα και για το λόγο αυτό δε χαίρομαι, δε νιώθω ευτυχισμένος, είμαι πολύ στενοχωρημένος: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου, δε βλέπω άσπρη μέρα». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς, δε βλέπω άσπρη μέρα, δε θέλω ν’ ανταμώσω άνθρωπο ούτε για καλημέρα
- δε γνωρίζω άσπρη μέρα, βλ. φρ. δε βλέπω άσπρη μέρα. (Λαϊκό τραγούδι: ποτέ δε γνώρισα μια άσπρη μέρα και δε με φίλησε ποτέ μητέρα, καλάμι έρημο είμαι στον κάμπο που πάει κι έρχεται με τον αέρα
- δεν είδα μια καλή μέρα, αντιμετωπίζω συνεχώς στη ζωή μου δύσκολες καταστάσεις: «απ’ τη μέρα που την παντρεύτηκα, δεν είδα μια καλή μέρα». (Λαϊκό τραγούδι: του ’χεις καμωμένη τη ζωή μαρτύριο και καλή μια μέρα πια δεν έχει δει, άστατη, κακούργα, το ’χεις μαραζώσει. Έχει δίκιο το παιδί!
- δεν είναι κάθε μέρα Λαμπρή ή κάθε μέρα Λαμπρή είναι; βλ. συνηθέστ. δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού·  
- δεν είναι κάθε μέρα Πασχαλιά ή κάθε μέρα Πασχαλιά είναι; βλ. φρ. δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού·
- δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού ή κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού είναι; α. τα καλά ή τα ευχάριστα πράγματα δε συμβαίνουν τακτικά στη ζωή μας: «κέρδισε μια φορά το λαχείο και περιμένει να το ξανακερδίσει. -Δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού». β. ειρωνική παρατήρηση ή ξέσπασμα θυμού σε κάποιον που, επειδή κάποτε τον βοηθήσαμε ή τον εξυπηρετήσαμε, έχει την απαίτηση ή μας γίνεται φορτικός για νέες εξυπηρετήσεις·
- διαφέρουν σαν τη μέρα απ’ τη νύχτα ή διαφέρουν σαν τη μέρα με τη νύχτα ή διαφέρουν όσο η μέρα απ’ τη νύχτα ή διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα, (για πρόσωπα ή πράγματα) δεν μπορούν να συγκριθούν, γιατί ο ένας είναι πολύ ανώτερος από τον άλλον ή γιατί είναι εντελώς ανόμοια: «δυο παιδιά που βγήκαν απ’ την ίδια κοιλιά κι όμως διαφέρουν σαν τη μέρα με τη νύχτα || δεν μπορούν να συγκριθούν τ’ αυτοκίνητά μας, αφού βλέπεις πως διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα»·
- έγινε η νύχτα μέρα, φωταγωγήθηκε άπλετα ένα νυχτερινό τοπίο: «μόλις άναψαν οι προβολείς του γηπέδου, έγινε η νύχτα μέρα»·
- εδώ και μέρες ή εδώ και τόσες μέρες, πριν από αρκετές μέρες: «εδώ και μέρες τον είδα τυχαία στο δρόμο και μου ’πε, όταν σε δω, να σου δώσω χαιρετίσματα || εδώ και τόσες μέρες τον ψάχνω και δεν μπορώ να τον βρω»· βλ. και φρ. μέρες τώρα·
- είδα φως και μέρα, βλ. λ. φως·
- είμαι σ’ άσχημη μέρα, είμαι πολύ εκνευρισμένος, στενοχωρημένος, προβληματισμένος: «δεν έχω όρεξη για κουβέντα, γιατί είμαι σ’ άσχημη μέρα»·
- είμαι σε κακή μέρα, βλ. φρ. είμαι σ’ άσχημη μέρα·
- είμαι σε καλή μέρα, είμαι χαρούμενος, ευδιάθετος: «τώρα που είμαι σε καλή μέρα, ευχαρίστως να κουβεντιάσουμε ό,τι θέλεις»·
- είναι άσχημη μέρα ή είναι άσχημη η μέρα, βλ. φρ. είναι άσχημος καιρός, λ. καιρός·
- είναι η μέρα μου, λέγεται στην περίπτωση που έχουμε αλλεπάλληλες επιτυχίες ή αποτυχίες μέσα στην ίδια μέρα: «φαίνεται πως είναι η μέρα μου να κερδίζω || απ’ ό,τι βλέπω δεν είναι η μέρα μου, γιατί τίποτα δε μου πάει καλά». Συνήθως, άλλες φορές προτάσσεται και άλλες φορές κλείνει τη φρ. το σήμερα·
- είναι κακή μέρα ή είναι κακή η μέρα, βλ. φρ. είναι άσχημος καιρός, λ. καιρός·
- είναι καλή μέρα ή είναι καλή η μέρα, βλ. φρ. είναι καλός καιρός, λ. καιρός·
- είναι λίγες οι μέρες του ή λίγες είν’ οι μέρες του, πρόκειται να πεθάνει από μέρα σε μέρα: «οι γιατροί το ’παν καθαρά πως είναι λίγες οι μέρες του·
- είναι με τις μέρες του, έχει τις ιδιοτροπίες του, τις παραξενιές του, τις λόξες του, πρόκειται για άτομο κυκλοθυμικό: «αν θέλεις να σου τελειώσει αμέσως τη δουλειά σου, θα πρέπει να περιμένεις την κατάλληλη στιγμή, γιατί είναι με τις μέρες του». Συνών. είναι με τα φεγγάρια του / είναι με τις νότες του / είναι με τις ώρες του· 
- είναι μέρα με τη νύχτα, βλ. φρ. διαφέρουν σαν τη μέρα απ’ τη νύχτα·
- είναι μέρες να… ή είναι μέρες τώρα να…, βλ. φρ. έχει μέρες να(…)·
- είναι μέρες που… ή είναι μέρες τώρα που…, βλ. φρ. έχει μέρες που(…)·
- είναι μετρημένες οι μέρες του ή μετρημένες είναι οι μέρες του, βλ. φρ. είναι λίγες οι μέρες του·
- είναι σαν τη μέρα με τη νύχτα, βλ. φρ. διαφέρουν σαν τη μέρα απ’ τη νύχτα·
- είναι στις μέρες της, (για έγκυες) έφτασε ο καιρός να γεννήσει, όπου να ’ναι γεννάει: «την πήγε στην κλινική ο άντρας της, γιατί είναι στις μέρες της»·
- είπε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο ή θέλησε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο ή κίνησε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο, βλ. λ. Εβραίος·
- έκανε τη νύχτα μέρα, βλ. φρ. έγινε η νύχτα μέρα·
- έφεξε η μέρα ή έφεξε ο Θεός τη μέρα, ξημέρωσε: «μόλις έφεξε η μέρα, ξεκίνησε για τη δουλειά του»·
- έχασα τις μέρες, δεν ξέρω ποια μέρα είναι αυτή που διανύουμε: «για πες μου, σε παρακαλώ, τι μέρα έχουμε σήμερα, γιατί έχασα τις μέρες»·
- έχει μέρες να… ή έχει μέρες τώρα να…, λέγεται για κάτι που έχει αρκετό καιρό να γίνει: «έχει μέρες να φανεί || έχει μέρες τώρα να φανεί || έχει μέρες να φάει»·
- έχει μέρες που… ή έχει μέρες τώρα που…, λέγεται για κάτι που συνέβη και εξακολουθεί να συμβαίνει: «έχει μέρες που πάει κι έρχεται στο γραφείο του τάδε και δεν μπορεί να τον συναντήσει || έχει μέρες τώρα που σκέφτομαι να του τηλεφωνήσω κι όλο κάτι συμβαίνει και το αναβάλλω»·
- έχει τις μέρες του, βλ. φρ. είναι με τις μέρες του·
- η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται, α. διαπίστωση για τη θετική εξέλιξη μιας εργασίας ή υπόθεσης από τα πρώτα κιόλας ευνοϊκά σημάδια. β. επαλήθευση κακής πρόβλεψης για την πορεία μιας εργασίας ή υπόθεσης από τα πρώτα κιόλας σημάδια, που δεν είναι ευνοϊκά. Περισσότερο στη δεύτερη περίπτωση, πολλές φορές προτάσσεται της φρ. το εμ· βλ. και φρ. το καλό πουλί, απ’ τ’ αβγό του κελαηδεί, λ. πουλί·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κάθε μέρα, όλες τις μέρες, συνεχώς, χωρίς διακοπή: «σκέφτεται να χωρίσει, γιατί κάθε μέρα μαλώνει με τη γυναίκα του»·
- κάθε μέρα είναι αύριο, βλ. λ. αύριο·
- κάθε μέρα μου φαίνεται χρόνος, έχω την εντύπωση πως είναι ατέλειωτη, πως περνάει πολύ δύσκολα λόγω πολλών και δυσεπίλυτων προβλημάτων: «όταν φεύγουν τα παιδιά μου πολυήμερη εκδρομή, κάθε μέρα μου φαίνεται χρόνος, γιατί γίνονται τόσα δυστυχήματα στους δρόμους». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα για μένα θα ’ναι χρόνος, θα με τρώει του χωρισμού ο πόνος!
- καλή σου μέρα! βλ. λ. καλημέρα·
- κάνει τη νύχτα μέρα, βλ. λ. νύχτα·
- κάνει τη νύχτα μέρα και τη μέρα νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- κι αύριο μέρα είναι, βλ. λ. αύριο·
- κούφια μέρα, που κατά τη διάρκειά της μένει κανείς άπραγος, δεν κάνει τίποτα, χωρίς αυτό να δηλώνει πως είναι τεμπέλης: «μου ’τυχε τόσο κούφια μέρα σήμερα που δεν έκανα τίποτα»·
- λες κι όλη τη μέρα τα ξύνω (ενν. τ’ αρχίδια μου), βλ. λ. ξύνω·
- λες κι όλη τη μέρα το ξύνω (ενν. το μουνί μου), βλ. λ. ξύνω·
- λίγες να ’ν’ οι μέρες σου, είδος κατάρας σε κάποιον να πεθάνει πολύ γρήγορα·
- μ’ έπιασε η μέρα, βλ. φρ. με πήρε η μέρα·
- μ’ έχει από μέρα σε μέρα, αναβάλλει συνεχώς να ανταποκριθεί σε μια απαίτησή μου: «ενώ ήταν να μου δώσει πριν από καιρό τα λεφτά που μου χρωστούσε, με πηγαίνει από μέρα σε μέρα || είναι να βάλει μια υπογραφή για να κλείσουν τα συμβόλαια και με πηγαίνει από μέρα σε μέρα»·
- μαύρη μέρα, μέρα πού πέρασε μέσα στη δυστυχία: «πέρασα ακόμα μια μαύρη μέρα σήμερα, χωρίς να γελάσουν τα χείλη μου». (Λαϊκό τραγούδι: μη βλαστημάς την ξενιτιά κι ας είδες μαύρες μέρες, γιατί εκεί έχουν παιδιά κι άλλες πολλές μητέρες
- με βρήκε η μέρα, βλ. φρ. με πήρε η μέρα·
- με πάει από μέρα σε μέρα, βλ. φρ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- με πήρε η μέρα, ξημερώθηκα: «διασκέδαζα όλο το βράδυ στα μπουζούκια, μέχρι που με πήρε η μέρα»·
- με ρίχνει από μέρα σε μέρα, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- μέρα με τη μέρα ή μέρα τη μέρα, με την πάροδο του χρόνου, προοδευτικά: «μέρα με τη μέρα άρχισε να την αγαπάει και πιο πολύ». (Λαϊκό τραγούδι: μόνο εγώ γεννήθηκα αμαρτωλός στον κόσμο και μέρα τη μέρα χάνεται ο ήλιος από μπρος μου)· βλ. και φρ. από μέρα σε μέρα·
- μέρα μεσημέρι, α. στο καταμεσήμερο: «ήρθε να με επισκεφτεί μέρα μεσημέρι και δε μ’ άφησε να κοιμηθώ». β. μπροστά στα μάτια όλων, μπροστά στον κόσμο: «η ληστεία της τράπεζας έγινε μέρα μεσημέρι και δεν πήρε κανένας μυρουδιά». (Λαϊκό τραγούδι: θε να το ’βρεις ό,τι ζητάς και δε θ’ αργήσεις, θα ’ναι μέρα μεσημέρι, θα το δεις, και το κεφάλι σου στον τοίχο θα χτυπήσεις, κατεργάρα, και τα λόγια μου θα θυμηθείς
- μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, καθώς περνάει ο καιρός, με την πάροδο του χρόνου: «είχαμε την ελπίδα πως κάποτε θα διορθώνονταν τα πράγματα, αλλά μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει και τα προβλήματα παραμένουν». (Λαϊκό τραγούδι: μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, η ζωή νερό κυλάει κι όποιος σοβαρά την πάρει αδικοχαμένος πάει
- μέρα νύχτα ή νύχτα μέρα, ασταμάτητα, συνέχεια, όλο το εικοσιτετράωρο: «δουλεύει μέρα νύχτα σαν το σκυλί». (Λαϊκό τραγούδι: τη μια φορά με σφάζεις, την άλλη μ’ αγκαλιάζεις, κοντά σου μέρα νύχτα λιώνω, πονώ και μαραζώνω // μαύρο θα φορέσεις το φουστάνι, αν θα δεις αλλού στεφάνι, ένα βλάμη, αίσθημα ζητάω, νύχτα μέρα ψάχνω να το βρω
- μέρα παρά μέρα, κάθε δεύτερη μέρα: «έρχεται για επιθεώρηση μέρα παρά μέρα»·
- μέρα που βρήκες! ή μέρα που τη βρήκες! βλ. φρ. βρήκες μέρα(!)·
- μέρας χαρά και χρόνου λύπη, βλ. λ. χαρά·
- μέρες και μέρες, πάρα πολλές μέρες: «μέρες και μέρες περίμενα να μου τηλεφωνήσεις»·
- μέρες τώρα… ή πάνε μέρες τώρα που…, πριν από καιρό: «μέρες τώρα σου τηλεφωνώ και δεν απαντάει κανένας στο σπίτι σου || πάνε μέρες τώρα που σε ειδοποίησα να ’ρθεις να τακτοποιήσουμε τους λογαριασμούς μας κι εσύ κάνεις το κορόιδο»· βλ. και φρ. εδώ και μέρες·
- μέσα σε μια μέρα, εντελώς απρόσμενα, ξαφνικά και με ραγδαία εξέλιξη: «μέσα σε μια μέρα έχασε όλη την περιουσία του»·
- μετράει μέρες, βλ. φρ. είναι λίγες οι μέρες του·
- μετράει τις μέρες του, βλ. φρ. είναι μετρημένες οι μέρες του·
- μετράω μέρες ή μετράω τις μέρες, (ιδίως στη γλώσσα του στρατού) βρίσκομαι πολύ κοντά στη μέρα της απόλυσής μου: «σε πόσον καιρό απολύεσαι; -Μετράω μέρες». (Λαϊκό τραγούδι: και στο Πέραμα αντίκρυ τρώνε ψάρια απ’ το δίχτυ, πίνουν ούζο, κάνουν τρέλες μα εγώ μετρώ τις μέρες)· βλ. και φρ. μετράει μέρες·
- μετράω τις μέρες, ανυπομονώ να περάσει ο καιρός: «στο τέλος του μηνός θα πάω διακοπές στην Κρήτη και μετράω τις μέρες || μετράω τις μέρες να περάσουν αυτές οι διακοπές, γιατί έχω σκυλοβαρεθεί»· βλ. και φρ. μετράω μέρες·  
- μια μέρα, κάποτε στο παρελθόν ή στο μέλλον: «θυμάσαι μια μέρα που είχαμε συναντηθεί στην παραλία; || μια μέρα θα λάμψει η αλήθεια». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό δε δίνω βάση στα λόγια τα δικά σου, γιατί θα σου περάσει μια μέρα ο νταλγκάς σου
- μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα, βλ. λ. κλέφτης·
- μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα, βλ. λ. φίλος·
- να δούμε η μέρα τι θα βγάλει ή να δούμε τι θα βγάλει η μέρα, λέγεται στην περίπτωση που δε γνωρίζουμε την έκβαση μιας υπόθεσης ή κατάστασης η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη: «οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε εξέλιξη και να δούμε τι θα βγάλει η μέρα»·
- να μη δεις άσπρη μέρα, βλ. φρ. να μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα. (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι ζητούσες απ’ τα νιάτα μου το πήρες, τώρα με διώχνεις για να πάρεις μια με λίρες, σε καταριέμαι, όπου πας κι όπου βρεθείς, μια άσπρη μέρα στη ζωή σου να μη δεις)·
- να μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα, είδος κατάρας σε κάποιον να μην αξιωθεί να περάσει τη ζωή του χωρίς δυσκολίες και προβλήματα: «για το κακό που μου ’κανες, μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα»·
- να μη φτάσεις να δεις ανθρώπου μέρα, βλ. λ. άνθρωπος·
- να μη φτάσεις να δεις άσπρη μέρα, βλ. φρ. να μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα·
- ξοδεύω τη μέρα μου, βλ. φρ. περνώ τη μέρα μου·
- ο Θεός να μου κόβει μέρες και να σου δίνει χρόνια, βλ. λ. Θεός·
- ο μουσαφίρης και το ψάρι, την τρίτη μέρα βρομάνε, βλ. λ. μουσαφίρης·
- οι γόνιμες μέρες (ειδικά για γυναίκες, αλλά και για άλλους ζώντες οργανισμούς), βλ. λ. γόνιμος·
- οι δύσκολες μέρες (του μήνα), (για γυναίκες) η χρονική περίοδος κάθε μηνός που κρατάνε τα έμμηνα, η περίοδος της γυναίκας: «κάθε φορά που βρίσκεται στις δύσκολες μέρες, είναι όλο γκρίνια || όταν η γυναίκα μου βρίσκεται στις δύσκολες μέρες του μήνα, έχει μια αυξημένη νευρικότητα»·
- οι επιθυμίες του ανθρώπου είναι σαν τις μέρες: μια πάει, άλλη έρχεται, βλ. λ. επιθυμία·
- οι μέρες είναι πονηρές, η χρονική περίοδος που διερχόμαστε δεν εμπνέει σιγουριά, είναι γεμάτη από κινδύνους λόγω της ρευστής πολιτικής ή οικονομικής κατάστασης που επικρατεί: «μην ξανοίγεσαι στη δουλειά σου, γιατί οι μέρες είναι πονηρές». Πρβλ.: βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μή ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι. (Παύλου Προς Εφεσίους ε΄ 15-16)·  
- οι παλιές καλές μέρες! αναφορά με διάθεση νοσταλγίας, ιδίως από τους ηλικιωμένους, σε παλιότερες χρονικές περιόδους, που υπήρχε αφθονία υλικών αγαθών και ευτυχία: «η κοινωνία μας σήμερα έγινε σκληρή κι απάνθρωπη, ενώ τις παλιές καλές μέρες όλα ήταν όμορφα κι ωραία!»·
- όλες οι μέρες είναι του Θεού, δεν υπάρχουν καλές ή κακές μέρες, άτυχες ή τυχερές: «μερικοί προληπτικοί έχουν την Τρίτη για γρουσούζα μέρα, όμως όλες οι μέρες είναι του Θεού»·
- όποιος βαριέται να ζυμώσει, πέντε (δέκα) μέρες κοσκινίζει ή όποιος δε θέλει να ζυμώσει, πέντε (δέκα) μέρες κοσκινίζει, λέγεται για άτομα που, όταν τεμπελιάζουν να κάνουν κάτι σοβαρό, αργοπορούν χωρίς λόγο ασχολούμενοι με επουσιώδη πράγματα·
- παπά ζουρλό σαν ήβραμε, όλη μέρα ψέλναμε, βλ. λ. παπάς·
- περνώ μαύρες μέρες, περνώ περίοδο μεγάλων δυσκολιών, έχω πολλές στενοχώριες: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησα, περνώ μαύρες μέρες»·
- περνώ τη μέρα μου, τη χρησιμοποιώ με έναν ορισμένο τρόπο ή για έναν συγκεκριμένο σκοπό: «όταν δεν έχω δουλειά, περνώ τη μέρα μου διαβάζοντας || όταν έχω λεύτερο χρόνο, περνώ τη μέρα μου κάνοντας διάφορα μερεμέτια στο σπίτι»·
- στραβή μέρα, βλ. φρ. ανάποδη μέρα·
- σώθηκαν οι μέρες του, είναι ετοιμοθάνατος: «ο γιατρός το ’πε καθαρά πως σώθηκαν οι μέρες του»·
- τέλειωσαν οι μέρες του, βλ. φρ. σώθηκαν οι μέρες του·
- τη μέρα που δεν έχει αύριο, βλ. συνηθέστ. το μήνα που δεν έχει Σάββατο, λ. μήνας·
- τη νύχτα την κάνει μέρα, βλ. λ. νύχτα·
- την κακή και την ψυχρή σου μέρα! είδος κατάρας·
- την κακή του τη μέρα! έκφραση έντονης αμφισβήτησης με επιθετική διάθεση στα λεγόμενα κάποιου: «να του πεις την κακή του τη μέρα, που δε θα πάρω φέτος άδεια!»·  
- της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά, βλ. λ. νύχτα·
- τι μέρα κι αυτή! βλ. φρ. τι μέρα κι η σημερινή(!)·
- τι μέρα κι η σημερινή! έκφραση με την οποία επιτείνουμε τα ευχάριστα, τα δυσάρεστα ή τα ανιαρά συμβάντα της μέρας που περνάμε ή που περάσαμε: «το πρωί μου τηλεφώνησε ένας δικηγόρος για μια κληρονομιά, στη δουλειά πήρα την προαγωγή μου και το μεσημέρι μου ανακοίνωσε ξαφνικά η κόρη μου πως παντρεύεται. Τι μέρα κι η σημερινή! || Τι μέρα κι η σημερινή! Μου πήρε ο γερανός τ’ αυτοκίνητο, ο διευθυντής στη δουλειά μου ’κοψε την άδεια, φεύγοντας απ’ το γραφείο μου στραμπούλιξα το πόδι μου κι ακόμη δε νύχτωσε!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ Θεέ μου ή η φρ. κλείνει με το Θεέ μου·
- τις τελευταίες μέρες, το τελευταίο διάστημα, τώρα τελευταία: «τις τελευταίες μέρες δεν έχει καθόλου δουλειά». Συνών. τον τελευταίο καιρό·
- το θαύμα κρατάει τρεις μέρες, βλ. λ. θαύμα·
- το πάει από μέρα σε μέρα, βλ. φρ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- το ρίχνει από μέρα σε μέρα, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- τόσες μέρες ή τόσες μέρες τώρα, βλ. φρ. εδώ και μέρες·
- τρώω τη μέρα μου, βλ. φρ. χάνω τη μέρα μου·
- χάνω τη μέρα μου, την περνώ χωρίς να κάνω κάτι ουσιαστικό ή αποδοτικό: «σήμερα έμπλεξα μ’ έναν παλιόφιλο και καθώς πιάσαμε την κουβέντα για τα παλιά, έφτασε το μεσημέρι κι έχασα τη μέρα μου»·
- χρονιάρα μέρα, μεγάλη γιορτή, συνήθως θρησκευτική: «ήρθε Πασχαλιάτικα, χρονιάρα μέρα, και μου ζητούσε δανεικά»·
- χρονιάρες μέρες, συνεχόμενες μεγάλες γιορτές, συνήθως θρησκευτικές, όπως είναι τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά και τα Φώτα: «τις χρονιάρες μέρες όλη η οικογένεια μαζεύεται στο σπίτι».

μήνας

μήνας, ο, γεν. μήνα κ. μηνός κ. μηνού, του, ουσ. [<μσν. μῆνας <αρχ. μην, αιτιατ. μῆνα], ο μήνας. (Ακολουθούν 29 φρ.)·
- ανάποδος μήνας, που στη διάρκειά του συμβαίνουν ή συνέβησαν δυσάρεστα γεγονότα, δυσάρεστες καταστάσεις: «ήταν τόσο ανάποδος μήνας αυτός που πέρασε, που δεν έβγαλα ούτε τα έξοδά μου»·
- Αύγουστε καλέ μου μήνα να ’σουν δυο φορές το χρόνο, βλ. λ. Αύγουστος·
- βρίσκω το μήνα που θρέφει τους έντεκα, α. αποκτώ ανέλπιστα πηγή ωφελημάτων και πετυχαίνω ευμάρεια στη ζωή μου, απαλλάσσομαι από τον καθημερινό μόχθο για την εξασφάλιση των βιοτικών μου αναγκών: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, βρήκα το μήνα που θρέφει τους έντεκα || έκανε πλούσιο πεθερό, και βρήκε το μήνα που θρέφει τους έντεκα». β. λέγεται ειρωνικά και για τους τεμπέληδες: «έχει ένα φίλο που κάθε τόσο τον χαρτζιλικώνει, και βρήκε το μήνα που θρέφει τους έντεκα»·
- δεν τον βγάζει το μήνα, πρόκειται σε λίγο να πεθάνει: «οι γιατροί αποφάνθηκαν πως δεν τον βγάζει το μήνα»·
- εδώ και μήνες ή εδώ και τόσους μήνες, (αόριστα) πριν από αρκετούς μήνες: «εδώ και μήνες του πιπιλίζω το μυαλό να κάνουμε μαζί μια δουλειά»·
- είναι μήνες που… ή είναι μήνες τώρα που…, δηλώνει κάτι που άρχισε στο παρελθόν και συνεχίζεται και αυτή τη στιγμή: «είναι μήνες τώρα που τον ψάχνω και δεν μπορώ να τον συναντήσω πουθενά»·
- είναι στο μήνα της, (για γυναίκες) βρίσκεται στον ένατο μήνα της εγκυμοσύνης της, βρίσκεται στο μήνα που πρόκειται να γεννήσει: «όπου να ’ναι θα πρέπει να γεννήσει, γιατί είναι στο μήνα της»·
- εννιά μήνες έκανες μέσ’ στην κοιλιά της μάνας σου ή εννιά μήνες σ’ είχε η μάνα σου μέσ’ στην κοιλιά της ή εννιά μήνες σε κουβάλαγε η μάνα σου στην κοιλιά της, βλ. λ. κοιλιά·
- κάθε μήνα, όλους τους μήνες: «κάθε μήνα έχει ένα σίγουρο εισόδημα»·
- καλό μήνα! ευχή που δίνεται σε κάποιον στην αρχή κάθε μηνός·
- κάνει μήνα να φταρνιστεί κι εξάμηνο να κλάσει, βλ. λ. κλάνω·
- μέσα στο μήνα, κατά τη διάρκεια του μηνός που διανύουμε: «δε μ’ ενδιαφέρει η ακριβής ημερομηνία, αλλά θέλω μέσα στο μήνα να τελειώσει η δουλειά»·
- μήνα με το μήνα, κάθε μήνα: «μήνα με το μήνα εισπράττει τα νοίκια από τρία διαμερίσματα»·
- μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, α. λέγεται για αυτόν, ιδίως για δημόσιο υπάλληλο, που έχει εξασφαλίσει μόνιμο μηνιαίο εισόδημα (που δηλ. βρέξει χιονίσει θα πάρει το μισθό του, ένας από τους λόγους που πολλοί νέοι επιδιώκουν πάση θυσία να βρουν μια θέση στο δημόσιο) ή λέγεται για αυτόν που είναι υποχρεωμένος να καταβάλει κάπου, για κάποιο λόγο, κάποιο μηνιαίο ποσό: «δε νοιάζεται για την αναδουλειά που υπάρχει στην αγορά, γιατί μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, αυτός παίρνει το μισθό του || κάνει οικονομία, γιατί μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, πρέπει να πληρώνει τις δόσεις του μέχρι να ξεχρεώσει το σπίτι». β. με την πάροδο του χρόνου, σιγά σιγά: «μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, θα ξεχάσει κι αυτός τον πόνο του». Πρβλ.: μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα (Κ. Καβάφης)·
- μήνας του μέλιτος, το ταξίδι που συνηθίζεται να κάνουν οι νεόνυμφοι αμέσως μετά το γάμο τους και που θεωρητικά έχει διάρκεια ενός μηνός: «μετά το γάμο τους έφυγαν για το μήνα του μέλιτος στην Ιταλία»·
- ο μήνας έχει εννιά, έκφραση απόλυτης αδιαφορίας για οτιδήποτε συμβαίνει γύρω μας ή απόλυτης ανεμελιάς: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός ο μήνας έχει εννιά». (Λαϊκό τραγούδι: μες στον ψεύτικο ντουνιά ρίξε μια διπλοπενιά και ο μήνας έχει εννιά
- ο μήνας που τρέχει, αυτός ο μήνας που διανύουμε: «η δουλειά πρέπει να τελειώσει στο μήνα που τρέχει»·
- οι δύσκολες μέρες του μήνα, (για γυναίκες) βλ. λ. μέρα·
- όσοι μήνες δεν έχουν ρω, ψάρι δε βγαίνει στο γιαλό, τους μήνες Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο δεν υπάρχει μεγάλη ποικιλία ψαριών: «θ’ αρκεστείτε σε κανένα σκουμπρί ή σε κανέναν λούτσο, γιατί όσοι μήνες δεν έχουν ρω, ψάρι δε βγαίνει στο γιαλό»·
- όσοι μήνες έχουν ρω, το κρασί χωρίς νερό, τους μήνες Σεπτέμβριο, Οκτώβριο, Νοέμβριο, Δεκέμβριο, Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο και Απρίλιο, επειδή ο καιρός είναι κρύος, αυτός που πίνει κρασί πρέπει να το πίνει χωρίς να το νερώνει, για να  είναι δυνατό και να ζεσταίνει γρήγορα τον οργανισμό του, ενώ, αντίθετα, τους μήνες Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο, που κάνει ζέστη, πρέπει να πίνει το κρασί του νερωμένο για να μετριάζει τη δύναμη του αλκοόλ·
- πόσο πάει ο μήνας; πόσες μέρες έχει ο μήνας που διανύουμε(;)·
- πόσο τραβάει ο μήνας; βλ. φρ. πόσο πάει ο μήνας(;)·
- στις τριάντα δύο του μηνός, ποτέ.(Λαϊκό τραγούδι: άντε και αντίο θα σε δω στο πλοίο στις τριανταδύο του άλλου του μηνός). Από το ότι κανένας μήνας δεν έχει τριάντα δύο μέρες· βλ. και φρ. το μήνα που δεν έχει Σάββατο·
- στον καταραμένο τόπο το Μάη μήνα βρέχει, βλ. λ. Μάης·
- στραβός μήνας, βλ. φρ. ανάποδος μήνας·
- το μήνα που δεν έχει Σάββατο, λέγεται ειρωνικά για οφειλή που ποτέ δε θα επιστραφεί ή για υπόσχεση που ποτέ δε θα πραγματοποιηθεί ή γενικά δίνεται ειρωνικά ως απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει πότε θα πραγματοποιηθεί κάποια παράκληση ή απαίτησή του: «αφού δάνεισες λεφτά σ’ αυτόν τον μπαταχτσή, θα τα πάρεις πάλι πίσω το μήνα που δεν έχει Σάββατο || έχω την εντύπωση πως θα με πάρεις στη δουλειά σου το μήνα που δεν έχει Σάββατο || πότε θα πάρω αύξηση; -Το μήνα που δεν έχει Σάββατο || πότε θα μου δώσεις τα λεφτά; -Το μήνα που δεν έχει Σάββατο || πότε θα ’ρθει; -Το μήνα που δεν έχει Σάββατο». Συνών. στις τριάντα δύο του μηνός /  τη μέρα που δεν έχει αύριο / του αγίου Μάμα / του αγίου Ποτέ / του αγίου Πούτσου / του αγίου Πούτσου ανήμερα / του χρόνου που δεν έχει Σάββατο·
- το μήνα που ’ναι παχιές οι μύγες, βλ. συνηθέστ. τον Αύγουστο που ’ναι παχιές οι μύγες, λ. μύγα·
- τόσους μήνες ή τόσους μήνες τώρα, βλ. φρ. εδώ και μήνες·
- τους πέντε μήνες θλίβεται και τους επτά λυπάται, λέγεται για εκείνον που είναι, που νιώθει συνεχώς δυστυχισμένος: «δεν έχω δει στη ζωή μου άλλον πιο κακομοίρη άνθρωπο γιατί αυτός, μωρ’ αδερφάκι μου, τους πέντε μήνες θλίβεται και τους επτά λυπάται».

μονοκούκι

μονοκούκι, επίρρ. [<μονο- + κουκί], ιδίως εύχρ. στις φρ. βγαίνω μονοκούκι, εκλέγομαι με καθολική ψήφο: «σε κάθε εκλογές βγαίνω μονοκούκι στην περιφέρειά μου»·
- το ρίχνουμε μονοκούκι, ψηφίζουμε όλοι ανεξαιρέτως έναν υποψήφιο ή συνδυασμό: «εμείς χρόνια στο χωριό μας το ρίχνουμε μονοκούκι στον τάδε || στις τελευταίες εκλογές το ρίξαμε μονοκούκι στο τάδε κόμμα»·
- το(ν) βγάζουμε μονοκούκι, εκλέγουμε με καθολική ψήφο κάποιον υποψήφιο ή κάποιο πολιτικό κόμμα: «είναι άνθρωπος που ενδιαφέρεται για τα προβλήματα του λαού, γι’ αυτό κι εμείς στις δυο προηγούμενες εκλογές τον βγάλαμε μονοκούκι»·
- ψηφίζουμε μονοκούκι, βλ. φρ. το ρίχνουμε μονοκούκι.

μούγγα

μούγγα, η, ουσ.[<μουγγός], βλ. λ. μουγγαμάρα· ως προσταγή, σιωπή, σκασμός: «όταν μιλάω εγώ, εσύ μούγγα»·
- βγάζω τη μούγγα, δε λέω τίποτα, σιωπώ. Συνήθως προστακτικά ή απειλητικά, βγάλε τη μούγγα, πάψε, μη μιλάς, σκάσε: «βγάλε τη μούγγα, όταν μιλάει κάποιος μεγαλύτερός σου και μην τον διακόπτεις»·
- μούγγα στη στρούγκα, α. λέγεται στην περίπτωση που δε βγαίνει κανείς από το σπίτι του, γιατί δεν έχει χρήματα ή γιατί βρίσκεται σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση: «τον τελευταίο καιρό μούγγα στη στρούγκα ο δικός σου, γιατί δεν έχει φράγκο || είναι λίγος ο καιρός που πέθανε ο πατέρας του, γι’ αυτό είναι συνέχεια μούγγα στη στρούγκα». β. δίνεται και ως συμβουλή σε κάποιον, όταν δεν έχει χρήματα, να μείνει στο σπίτι, να μην κυκλοφορήσει στα στέκια του: «απ’ τη στιγμή που δεν έχεις μία, για να μη γίνεις βάρος στους άλλους, μούγγα στη στρούγκα».

μουστάκι

μουστάκι, το, ουσ. [<μτγν. μουστάκιον <μυστάκιον, υποκορ. του αρχ. μύσταξ], το μουστάκι. 1. έντονα ίχνη που μένουν στο πάνω χείλος, όταν πίνουμε, ιδίως γάλα, μπίρα, ή τρώμε κάτι, ιδίως γλυκό με σαντιγί ή φαγητό με σάλτσα: «ήπιε ένα ποτήρι μπίρα με αφρό κι άφησε στο χείλι του ένα μουστάκι». 2. μακριές τρίχες που φυτρώνουν στο πάνω χείλος πολλών ζώων (γάτας, ποντικού, λιονταριού) καθώς και σε ορισμένα ψάρια  (μπαρμπούνι). (Λαϊκό τραγούδι: στ’ αγκίστρι του τσιμπά μπαρμπούνι με μουστάκια). 3. συνήθως στον πλ. τα μουστάκια, νηματοειδείς αποφύσεις ορισμένων φυτών, ιδίως του καλαμποκιού: «πριν βάλει το καλαμπόκι στα κάρβουνα, το καθάριζε απ’ το περίβλημά του και τα μουστάκια του». Υποκορ. μουστακάκι, το. (Ακολουθούν 15 φρ.)· 
- ακόμη δεν έβγαλε μουστάκι ή ακόμη δεν έβγαλε μουστάκια, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη, λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους, που είναι και μεγαλύτεροί του, αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «ακόμη δεν έβγαλε μουστάκι και θέλει να μας κάνει το δάσκαλο». Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- ασικλίδικο μουστάκι, βλ. λ. ασικλίδικο·
- αφήνει μουστάκι ή αφήνει μουστάκια, δεν το ξυρίζει σκόπιμα για να μεγαλώσει: «αφήνει μουστάκι, γιατί νομίζει πως θα δείχνει σκληρός άντρας». Ο πλ. ίσως από το ότι πολλοί άντρες που διατηρούν μουστάκι, ακριβώς στη μέση αφήνουν ένα χώρισμα, οπότε φαίνεται πως στο πάνω χείλος υπάρχουν δυο μουστάκια·
- γελάνε και τα μουστάκια του, είναι τόσο ευχαριστημένος, τόσο ικανοποιημένος από την έκβαση κάποιας δουλειάς, υπόθεσης ή κατάστασης, που είναι αδύνατο να το κρύψει: «απ’ τη μέρα που πέρασε ο γιος του στο πανεπιστήμιο, γελάνε και τα μουστάκια του»·
- γελώ κάτω απ’ τα μουστάκια μου ή γελώ κάτω απ’ το μουστάκι μου, είμαι πολύ ευχαριστημένος, πολύ ικανοποιημένος από την έκβαση κάποιας δουλειάς, υπόθεσης ή κατάστασης, αλλά συγκρατώ, προσπαθώ να κρύψω τη χαρά που νιώθω: «πολύ τον έξυπνο μας έκανε αυτός ο τύπος, γι’ αυτό, μόλις την πάτησε, τόσο πολύ το φχαριστήθηκα, που γελούσα κάτω απ’ τα μουστάκια μου». (Τραγούδι: τώρα τα τραγούδια μας τους πέφτουνε λίγα, και κάτω από τα μουστάκια τους γελάν οι παλιοί, έχουν βλέπεις πίσω τους τη λάμψη του ’60, καθάρισαν αυτοί
- έφαγαν τα μουστάκια τους, λογομάχησαν ή μάλωσαν πολύ άγρια: «κάποια στιγμή παρεξηγήθηκαν χωρίς λόγο κι έφαγαν τα μουστάκια τους». Από την εικόνα δυο ατόμων που, καθώς λογομαχούν, πλησιάζουν απειλητικά ο ένας κοντά στο κεφάλι του άλλου τόσο, που σχεδόν τα πρόσωπά τους ακουμπούν, πράγμα που τους δίνει τη δυνατότητα να φάει ο ένας το μουστάκι του άλλου·
- θα σου δώσω να φας το μουστάκι σου, βλ. φρ. θα σου ξυρίσω το μουστάκι και θα στο δώσω να το φας·
- θα σου ξυρίσω το μουστάκι (και θα στο δώσω να το φας), απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα του συμπεριφερθώ πολύ προσβλητικά, πως θα τον εξευτελίσω: «αν πειράξεις ξανά την κόρη μου, θα σου ξυρίσω το μουστάκι και θα στο δώσω να το φας». Από το ότι ήταν πολύ υποτιμητικό για έναν άντρα, ιδίως λαϊκό ή ρεμπέτη να του ξυρίσουν το μουστάκι, πόσο περισσότερο μάλιστα και να του το δώσουν να το φάει. Στα χρόνια της Επανάστασης του 1821, θεωρούνταν μεγάλη βρισιά να απειλήσεις κάποιον ότι θα του ξυρίσεις το μουστάκι. (Λαϊκό τραγούδι: μπάτσοι και χωροφυλάκοι, βρε, μας ξυρίσαν το μουστάκι
- θα σου φάω το μουστάκι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα του συμπεριφερθούμε πολύ σκληρά: «αν πειράξεις ξανά τα κορίτσια της γειτονιάς μου, θα σου φάω το μουστάκι». (Λαϊκό τραγούδι: αν ξαναμπώ στη φυλακή με τον Καπετανάκη θε να σου φάω το μουστάκι
- θα φάμε τα μουστάκια μας, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα μαλώσουμε πολύ άγρια: «αν μάθω πως είπες ξανά κακιά κουβέντα για μένα, θα φάμε τα μουστάκια μας». Πολλές φορές, όταν αυτός που απειλεί δεν έχει μουστάκι, η φρ. κλείνει με το κι επειδή δεν έχω εγώ μουστάκι ό,τι φάμε θα φάμε απ’ το δικό σου·
- θρέφει μουστάκι ή θρέφει μουστάκια, (ειρωνικά) διατηρεί, δεν το ξυρίζει σκόπιμα για να  μεγαλώσει: «για να κάνει τον άγριο, θρέφει μουστάκι». Ο πλ. ίσως από το ότι πολλοί άντρες που διατηρούν μουστάκι, ακριβώς στη μέση αφήνουν ένα χώρισμα, οπότε φαίνεται πως στο πάνω χείλος υπάρχουν δυο μουστάκια·
- μουρμουρίζω κάτω απ’ τα μουστάκια μου, γκρινιάζω, παραπονιέμαι, διαμαρτύρομαι με τέτοιο τρόπο, που δε γίνεται αμέσως αντιληπτό: «οι άλλοι δεν κατάλαβαν, αλλά εγώ, που σε ξέρω, κατάλαβα απ’ την πρώτη στιγμή πως μουρμούριζες κάτω απ’ τα μουστάκια σου για την εύνοια που του έδειξαν»·
- μουστάκι σαν τσιγκέλι ή μουστάκια σαν τσιγκέλι, βλ. λ. τσιγκέλι·
- να χέσω τα μουστάκια σου! ή να χέσω το μουστάκι σου! α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε άντρα άσχετα αν έχει μουστάκι ή όχι με την έννοια είσαι άξιος περιφρόνησης: «να χέσω τα μουστάκια σου, πάλι λάθος έκανες τη δουλειά!». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη – αν του χέσω το μουστάκι!).β. απευθύνεται και με συμπάθεια σε οικείο ή φιλικό άτομο: «πάλι χτύπησες, να χέσω τα μουστάκια σου!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το χέσω· 
- το μουστάκι είναι ο φερετζές του πούστη, βλ. φρ. το μουστάκι και το μούσι είν’ ο φερετζές του πούστη·
- το μουστάκι και το μούσι είν’ ο φερετζές του πούστη, από το ότι, υπάρχει σε ορισμένους η εντύπωση πως, μερικοί πούστηδες που θέλουν να κρύψουν την ιδιότητά τους, αφήνουν μουστάκι και μούσι για να δείχνουν ανδροπρεπείς.

μπέμπελη

μπέμπελη, η, ουσ. [<πέπελη <σλαβ. pepeli (= στάχτη)], η ιλαρά·
- βγάζω την μπέμπελη, ζεσταίνομαι υπερβολικά: «ανοίξτε και κανένα παράθυρο, ρε παιδιά, να γίνει λίγο ρεύμα, γιατί έβγαλα την μπέμπελη». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε που την έβγαλα την μπέμπελη, γουστάρω νύχτα δροσερή και ρέμπελη).

μπιελάρ

μπιελάρ, επίρρ. [από τα αρχικά της αγγλ. φρ. (b)eyond (l)ocal (r)epair (= πέρα από τοπική επισκευή, που δεν μπορεί δηλ. να επιδιορθωθεί επί τόπου)]·
- βγαίνω μπιελάρ, α. (για μηχανήματα) αχρηστεύομαι: «έφαγε τέτοιο τράκο τ’ αυτοκίνητο, που βγήκε μπιελάρ || θέλησε να επιδιορθώσει την τηλεόραση και την έβγαλε μπιελάρ». β. (για πρόσωπα) διαλύομαι από την κούραση ή από άλλη αιτία και εγκαταλείπω: «έκανα μονάχος μου τη μετακόμιση και βγήκα μπιελάρ || βγήκα μπιελάρ απ’ το διάβασμα». γ. νικιέμαι κατά κράτος: «πήγα να τα βάλω με κείνο το θηρίο και βγήκα μπιελάρ»·
- το βγάζω μπιελάρ, (για μηχανήματα) το αχρηστεύω: «σου ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου να κάνεις μια βόλτα κι εσύ το ’βγαλες μπιελάρ»·
- τον βγάζω μπιελάρ, α. τον διαλύω από την κούραση και τον κάνω να εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια: «τον υποχρέωσα να δουλέψει με τους δικούς μου ρυθμούς και τον έβγαλα μπιελάρ». β. τον κατανικώ: «θέλησε να παλέψει μαζί μου και τον έβγαλα μπιελάρ».

μπιμπίκι

μπιμπίκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. μπίμπικας <αρχ. βέμβιξ· κατ’ άλλους, από το ιταλ. bimbo (= μπέμπης)], το μπιμπίκι· (στη γλώσσα της αργκό) η κλειτορίδα: «πρέπει να ’ναι σίγουρη πως θα της γλείψεις το μπιμπίκι της για να ξαπλώσει μαζί σου»·
- βγάζω μπιμπίκια, στενοχωριέμαι πάρα πολύ: «έβγαλε μπιμπίκια, μέχρι να ’ρθουν τα παιδιά του απ’ την εκδρομή τους». Από το ότι πολλές φορές, όταν στενοχωριέται κανείς πολύ, βγάζει στην άκρη των χειλιών του σπυράκια·
- μου σηκώθηκε το μπιμπίκι ή σηκώθηκε το μπιμπίκι μου, βλ. συνηθέστ. πέταξα μπιμπίκια·
- πέταξα μπιμπίκια, α. τρόμαξα υπερβολικά: «μόλις τον είδα να ’ρχεται καταπάνω μου με το μαχαίρι στο χέρι, πέταξα μπιμπίκια». β. ένιωσα έντονη έκπληξη, ιδίως από κάτι κακό ή ανεπίτρεπτο: «όταν τον είδα αγκαλιά με τη γυναίκα του καλύτερου φίλου του, πέταξα μπιμπίκια».

μπουρμπουλήθρα

μπουρμπουλήθρα, η, ουσ. [<μπουρμπούλα + κατάλ. -ήθρα], η φυσαλίδα· στον πλ. οι μπουρμπουλήθρες, λόγια ανόητα, κενά, οι αερολογίες, οι σαχλαμάρες: «μας είπε ένα σωρό μπουρμπουλήθρες κι είχε την εντύπωση πως τον πιστέψαμε»·
- βγάζω μπουρμπουλήθρες, κινδυνεύω να πνιγώ, πνίγομαι: «μόλις τον είδαν να βγάζει μπουρμπουλήθρες, έπεσαν τρία άτομα στη θάλασσα να τον γλιτώσουν». Από την εικόνα των φυσαλίδων που αφήνει ένα αντικείμενο, όταν βυθίζεται στο νερό·
- κάνω μπουρμπουλήθρες, βλ. φρ. βγάζω μπουρμπουλήθρες.

μυαλό

μυαλό, το, ουσ. [<μσν. μυαλόν <μτγν. μυαλός <αρχ. μυελός], το μυαλό, ο εγκέφαλος. 1. η αντίληψη, η εξυπνάδα: «το μυαλό είναι αυτό που κάνει τον άνθρωπο να ξεχωρίζει απ’ τα ζώα». 2. η σύνεση: «όταν ενεργεί κανείς χωρίς μυαλό, μπαίνει σε περιπέτειες». 3. ο αρχηγός, αυτός που αποφασίζει και οργανώνει ένα σχέδιο, μια επιχείρηση, νόμιμη ή παράνομη: «το μυαλό εδώ μέσα είμαι εγώ, κι αν έχει κανείς αντίρρηση, να το πει απ’ την αρχή». 4. στον πλ. τα μυαλά, φαγητό που αποτελείται κυρίως από μυαλό: «μυαλά πανέ || μυαλά σοτέ». Υποκορ. μυαλουδάκι, το (βλ. λ.). Σπάνια ακούγεται λανθασμένα και μυαλός, ο. (Ακολουθούν 322 φρ.)·
- αγύριστα μυαλά ή αγύριστο μυαλό, άνθρωπος που δεν αλλάζει γνώμη και όταν ακόμη έχει άδικο, ο αμετάπειστος, ο ισχυρογνώμονας: «απ’ τη στιγμή που επιμένει σ’ αυτό που σου είπε, μην προσπαθείς να του αλλάξεις γνώμη, γιατί έχει αγύριστο μυαλό». Συνών. αγύριστο κεφάλι·
- αδειάζω το μυαλό μου, σβήνω κάθε σκέψη από τη μνήμη μου, δε σκέφτομαι τίποτα: «μόλις πέφτω στο κρεβάτι, κοιμάμαι αμέσως, γιατί έχω μάθει ν’ αδειάζω το μυαλό μου, κι έτσι, δε με απασχολεί τίποτα, που θα μπορούσε να με κρατήσει ξυπνητό»· βλ. και φρ. άδειασε το μυαλό μου·
- άδειασαν τα μυαλά του, βλ. συνηθέστ. χύθηκαν τα μυαλά του·
- άδειασε το μυαλό μου, έπαθα αμνησία, δε θυμάμαι τίποτα: «κοιτούσα μια ώρα τον μπατζανάκη μου και δεν μπορούσα να θυμηθώ ποιος είναι, λες και άδειασε το μυαλό μου»· βλ. και φρ. αδειάζω το μυαλό μου·
- ακονίζω το μυαλό μου, εξασκώ το μυαλό μου πάνω σε κάτι: «όταν έχω ελεύθερο καιρό, λύνω διάφορες μαθηματικές ασκήσεις για ν’ ακονίζω το μυαλό μου»·
- ακονισμένο μυαλό, χαρακτηρίζει το πανέξυπνο άτομο: «έχω γνωρίσει πολλούς έξυπνους ανθρώπους, αλλά τέτοιο ακονισμένο μυαλό πρώτη μου φορά συνάντησα»·
- αλλάζω μυαλό ή αλλάζω μυαλά, αλλάζω συμπεριφορά, συνετίζομαι, σταματώ μια κακή μου δραστηριότητα: «όλοι του ’λεγαν ν’ αλλάξει μυαλό, γιατί θα καταστραφεί, αλλά αυτός συνέχισε να χαρτοπαίζει, ώσπου έχασε όλη του την περιουσία». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αλλάζω εγώ μυαλά, σ’ αγαπάω μεν αλλά, έτσι ήμουν έτσι είμαι κι έτσι θα ’μαι
- άλλο λέει η καρδιά κι άλλο λέει το μυαλό, βλ. λ. καρδιά·
- άνθρωπος με μυαλό, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνθρωπος χωρίς μυαλό, βλ. λ. άνθρωπος·
- από μυαλό άλλο τίποτα, βλ. φρ. από μυαλό να φάν’ κι οι κότες·
- από μυαλό να φάν’ κι οι κότες, λέγεται με ειρωνική διάθεση για άτομο που είναι ανόητο, κουτό: «έχει καθόλου μυαλό ο τάδε, για να του αναθέσω μια δουλειά; -Τι να σου πω, από μυαλό να φαν’ κι οι κότες»· βλ. και φρ. … να φάν’ κι οι κότες, λ. κότα·
- βάζω κάτι στο μυαλό μου ή βάζω στο μυαλό μου κάτι, σκέφτομαι επίμονα να κάνω, να πραγματοποιήσω κάτι: «αν βάλει κάτι στο μυαλό του αυτός ο άνθρωπος, δεν υπάρχει περίπτωση να μην το πραγματοποιήσει»·
- βάζω με το μυαλό μου, α. σκέφτομαι, φαντάζομαι, λογαριάζω, σχεδιάζω: «κάθε φορά που πλησιάζει καλοκαίρι, βάζω με το μυαλό μου να πάω στα νησιά, αλλά πού τέτοια τύχη!». β. θεωρώ ενδεχόμενο κάτι, υποθέτω, υποπτεύομαι: «δεν ξέρω τι σκέφτεσαι εσύ, εγώ όμως βάζω με το μυαλό μου πως κι ο τάδε είναι μπερδεμένος σ’ αυτή τη βρομοδουλειά»·
- βάζω με το μυαλό μου ό,τι λάχει, βλ. φρ. βάζω με το μυαλό μου ό,τι να ’ναι·
- βάζω με το μυαλό μου ό,τι να ’ναι, κάνω διάφορες σκέψεις, ιδίως δυσάρεστες: «όταν αργούν να γυρίσουν τα παιδιά μου στο σπίτι, βάζω με το μυαλό μου ό,τι να ’ναι»·
- βάζω μυαλά ή βάζω μυαλό, συμμορφώνομαι, συνετίζομαι, φρονιμεύω: «αν δε βάλεις μυαλό, θα καταστραφείς». (Λαϊκό τραγούδι: κάτσε καλά, κάτσε καλά, θα σ’ αφήσουνε ταπί κυρ Αντρέα πι και φι, βάλε μυαλά κι έχεις παιδιά
- βάζω πολλά με το μυαλό μου, σκέφτομαι, υποπτεύομαι πολλά, ιδίως δυσάρεστα: «πρώτη φορά είναι που δεν έρχεται ο τάδε στο ραντεβού μας, γι’ αυτό βάζω πολλά με το μυαλό μου»·
- βάζω στο μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. βάζω στο νου μου, λ. νους·
- βάζω το κακό με το μυαλό μου ή βάζω το κακό στο μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. βάζω το κακό με το νου μου, λ. νους·
- βάζω το μυαλό μου να δουλέψει, χρησιμοποιώ το μυαλό μου, κάνω τους απαραίτητους λογικούς συνδυασμούς, ενεργώ έξυπνα: «για να πιάσεις το νόημα, πρέπει να βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει || βάλε το μυαλό σου να δουλέψει και θα βρεις την άκρη του προβλήματός σου»·
- βάζω χίλια δυο με το μυαλό μου, βλ. φρ. βάζω πολλά με το μυαλό μου·
- βάλ’ το (καλά) στο μυαλό σου! (κατηγορηματικά) κατάλαβέ το! χώνεψέ το(!): «δε θα σου δώσω τα λεφτά που μου ζητάς, βάλ’ το καλά στο μυαλό σου! || βάλ’ το καλά στο μυαλό σου πως τα ξενύχτια θα σε καταστρέψουν». (Λαϊκό τραγούδι: δε σε μισώ κι αν μου ’φυγες και βάλ’ το στο μυαλό σου,αχάριστα κι αν φέρθηκες δε θέλω το κακό σου
- βάλε βούλα στο μυαλό σου, βλ. λ. βούλα·
- βάλε μυαλό, γιατί θα σου βάλω κρέας ή βάλε μυαλό, να μη σου βάλω κρέας (ενν. στον κώλο σου), συμμορφώσου, γιατί αλλιώς θα σου επιβάλω τη σεξουαλική πράξη και, κατ’ επέκταση, συμμορφώσου, γιατί θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «στο λέω για τελευταία φορά, βάλε μυαλό, γιατί θα σου βάλω κρέας»·
- βασανίζω το μυαλό μου, α. σκέφτομαι πάρα πολύ, εξετάζω λεπτομερειακά τα υπέρ και τα κατά μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης, πριν πάρω μια απόφαση ή πριν προβώ σε μια ενέργεια: «βασάνισα πολύ το μυαλό μου, ώσπου να καταλήξω στην απόφαση ν’ αναλάβω τη δουλειά». β. σκέφτομαι δυσάρεστα πράγματα: «βασανίζει το μυαλό του με την ιδέα πως τον απατάει η γυναίκα του»· βλ. και φρ. στύβω το μυαλό μου·
- βγάζω απ’ το μυαλό μου (κάτι), α. φαντάζομαι: «κάθε τόσο βγάζει απ’ το μυαλό του πως τον κατηγορώ». β. επινοώ, μηχανεύομαι, σοφίζομαι: «έβγαλε απ’ το μυαλό του χίλια δυο ψέματα για να μου πάρει τη δουλειά μεσ’ απ’ τα χέρια». γ. παύω να ελπίζω, να περιμένω, ιδίως κάτι καλό: «με την κρίση που υπάρχει στην αγορά, έβγαλα απ’ το μυαλό μου πως μπορώ ν’ αγοράσω καινούριο αυτοκίνητο». Συνών. βγάζω απ’ το κεφάλι μου (κάτι) / βγάζω απ’ το νου μου (κάτι)·
- βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου, α. δεν πρόκειται να ενεργήσω με τον τρόπο που μου προτείνεις, ιδίως δεν πρόκειται να σου δώσω αυτό που μου ζητάς: «αν έχεις την εντύπωση πως θα σου ξαναδώσω δανεικά, βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου». β. πάψε να σκέφτεσαι κάτι που σου είναι οδυνηρό, ξέχασέ το: «αν θέλεις να ηρεμήσεις, βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου πως σε απάτησε αυτή η γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ το μυαλό σου βγάλε το ό,τι έχω καμωμένο, γιατί κοντά σε σένανε πάντα πιστή θα μένω). Συνών. βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου / βγάλ’ το απ’ το νου σου·
- γεννάει το μυαλό του, είναι επινοητικός, κατεβάζει ιδέες: «κάθε τόσο στήνει και μια καινούρια δουλειά, γιατί είναι άνθρωπος που γεννάει το μυαλό του»·
- γλώσσα παπούτσι, αλλά μυαλό κουκούτσι, βλ. λ. γλώσσα·
- γλώσσας μάκρεμα, μυαλού κόντεμα, βλ. λ. γλώσσα·
- γράφ’ το καλά στο μυαλό σου ή γράφ’ το καλά μέσ’ το μυαλό σου ή γράψ’ το καλά στο μυαλό σου ή γράψ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου, εντύπωσέ το καλά στη μνήμη σου, να το θυμάσαι. Λέγεται περισσότερο με απειλητική διάθεση: «γράψ’ το καλά μέσ’ το μυαλό σου αυτό που είπες για μένα, γιατί δε θα τ’ αφήσω να περάσει έτσι». (Λαϊκό τραγούδι: ήταν σκληρός, ήταν πικρός ο χωρισμός της, πέρασα βάσανα μεγάλα και πολλά, μα της το είπα να το γράψει στο μυαλό της ο τελευταίος θα γελάσει πιο καλά
- γυρίζει στο μυαλό μου (κάτι), α. (με συναισθηματική φόρτιση) θυμάμαι, νοσταλγώ κάτι : «πάντα γυρίζει στο μυαλό μου η γειτονιά που μεγάλωσα». β. δεν μπορώ να ξεχάσω, μου γίνεται έμμονη ιδέα κάτι: «γυρίζει στο μυαλό μου συνέχεια η προσβολή που μου έχεις κάνει»·
- γυρίζει το μυαλό μου, βρίσκομαι σε πλήρη σύγχυση, δεν μπορώ να σκεφτώ σωστά, ιδίως λόγω πολλών προβλημάτων: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που γυρίζει το μυαλό μου»·
- δε βάζει μυαλά ή δε βάζει μυαλό, δε συμμορφώνεται, δε συνετίζεται, δε φρονιμεύει: «χίλιες φορές τον έχω συμβουλέψει ν’ αφήσει αυτές τις παλιοπαρέες, αλλά δε βάζει μυαλό». (Τραγούδι: άσπρισε η κούτρα σου Μιχάλη, αλλά μυαλό δεν έχεις βάλει
- δε βγαίνει απ’ το μυαλό μου, δεν ξεχνώ, δεν μπορώ να ξεχάσω, ιδίως κάτι κακό: «δε βγαίνει απ’ το μυαλό μου πώς κάθισε και είπε τέτοιες ανοησίες για μένα»· βλ. και φρ. δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου·
- δε θέλει μυαλό ή δε θέλει και πολύ μυαλό, είναι αυτονόητο: «αν πέσει κανείς απ’ το πέμπτο πάτωμα, θα σκοτωθεί, έτσι δεν είναι; -Δε θέλει και πολύ μυαλό»·
- δε σκοτίζει το μυαλό του, δεν ενδιαφέρεται, δε στενοχωριέται για κάτι, αδιαφορεί εντελώς: «δε σκοτίζει το μυαλό του για τα πολιτικά». (Λαϊκό τραγούδι: δε σκοτίζω το μυαλό μου· θα χορέψω ζεϊμπεκιά· κι αν μου έφυγε η μικρή μου δεν θα στενοχωρηθώ· θα τραβήξω τα ποτήρια και θα πάω να κοιμηθώ
- δε στέκει καλά στα μυαλά του ή δε στέκεται καλά στα μυαλά του, έχει διανοητικά προβλήματα, είναι πειραγμένος: «μην παίρνεις στα σοβαρά αυτά που σου λέει, γιατί δε στέκει καλά στα μυαλά του ο άνθρωπος»·
- δε φεύγει απ’ το μυαλό μου, βλ. φρ. δε βγαίνει απ’ το μυαλό μου·
- δεν αλλάζει μυαλά ή δεν αλλάζει μυαλό, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν αλλάζει τις κακές του συνήθειες, δε συμμορφώνεται: «ο γιατρός τον συμβούλεψε να κόψει το τσιγάρο μαχαίρι, αλλά αυτός δεν αλλάζει μυαλά και καπνίζει σαν φουγάρο». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αλλάζω εγώ μυαλά σ’ αγαπάω μεν αλλά, έτσι ήμουν έτσι είμαι κι έτσι θα ’μαι
- δεν είναι καλά στα μυαλά του, βλ. φρ. δε στέκει καλά στα μυαλά του·
- δεν είναι στα μυαλά του, δε σκέφτεται σωστά, λογικά, έχει διανοητικά προβλήματα και, κατ’ επέκταση, τρελάθηκε, παραφρόνησε: «δεν παίρνουμε τοις μετρητοίς αυτά που λέει, γιατί δεν είναι στα μυαλά του ο άνθρωπος». Συνών. δεν είναι στα γνωστικά του / δεν είναι στα καλά του / δεν είναι στα λογικά του / δεν είναι στα συγκαλά του / δεν είναι στα σωστά του·
- δεν έπηξαν ακόμα τα μυαλά του ή δεν έπηξε ακόμα το μυαλό του, δεν ωρίμασε διανοητικά, ενεργεί, συμπεριφέρεται ανόητα, επιπόλαια: «μην του εμπιστεύεσαι δύσκολες δουλειές, γιατί είναι παιδί και δεν έπηξε ακόμα το μυαλό του». (Λαϊκό τραγούδι: για κόψε τις φιγούρες σου και τα παινέματά σου, χρόνια τραβιέσαι στο γκεζί δεν πήξαν τα μυαλά σου;
- δεν έχει δράμι μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: τον ξέρετε, μωρέ παιδιά, της γειτονιάς το βλάμη; Τον λένε μαχαλόμαγκα, μυαλό δεν έχει δράμι)·
- δεν έχει καθόλου μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει κουκούτσι μυαλό, α. είναι ολωσδιόλου άμυαλος, ανόητος, κουτός, βλάκας: «ακόμα και στη θάλασσα να τον στείλεις, δε θα σου φέρει νερό, γιατί δεν έχει κουκούτσι μυαλό». β. είναι παράτολμος, ριψοκίνδυνος: «μόνο ο τάδε θα μπορούσε να επιχειρήσει ένα τέτοιο σάλτο, γιατί δεν έχει κουκούτσι μυαλό»·
- δεν έχει μπιτ μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει μυαλό, α. είναι άμυαλος, ανόητος, κουτός, βλάκας: «δεν μπορώ να κάνω δουλειά μαζί του, γιατί δεν έχει μυαλό». β. είναι παράτολμος, ριψοκίνδυνος: «βεβαίως και δεν τολμώ να κάνω ό,τι κάνει ο τάδε, γιατί αυτός δεν έχει μυαλό». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν καταστραφώ εγώ παίρνω το ρίσκο πέφτω στα βαθιά μυαλό δεν έχω πια
- δεν έχει μυαλό για…, δεν έχει τη διάθεση, την όρεξη, δεν είναι συγκεντρωμένος για να κάνει κάτι: «απ’ τη μέρα που γνώρισε αυτή την κοπέλα, δεν έχει μυαλό για διάβασμα»·
- δεν έχει μυαλό στο κεφάλι του, βλ. φρ. δεν έχει μυαλό·
- δεν έχει μυαλό ούτε για δείγμα, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει ντιπ μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει σταλιά μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει τα μυαλά στο κεφάλι του ή δεν έχει το μυαλό στο κεφάλι του, δε σκέφτεται σωστά, δεν ενεργεί σωστά, όχι επειδή έχει διανοητικά προβλήματα, αλλά γιατί απασχολεί τη σκέψη του κάτι άλλο από αυτό που κάνει, γιατί είναι αφηρημένος: «μπορεί να διαβάζει απ’ το πρωί, αλλά δεν έμαθε τίποτα, γιατί δεν έχει το μυαλό στο κεφάλι του»·
- δεν κατεβάζει το μυαλό του, δεν είναι εύστροφος, επινοητικός: «με την παραμικρή δυσκολία τα χάνει, γιατί δεν κατεβάζει το μυαλό του». Συνών. δεν κατεβάζει η γκλάβα του / δεν κατεβάζει η κεφάλα του / δεν κατεβάζει η κόκα του / δεν κατεβάζει η κούτρα του / δεν κατεβάζει ο νους του / δεν κατεβάζει το κεφάλι του / δεν κατεβάζει το νιονιό του / δεν κατεβάζει το ξερό του· βλ. και φρ. δεν παίρνει στροφές το μυαλό του, λ. στροφή·
- δεν κόβει το μυαλό του ή δεν του κόβει το μυαλό, δεν αντιλαμβάνεται κάτι εύκολα, είναι αργόστροφος: «πρέπει να του το δείξεις πολλές φορές πώς να το κάνει, γιατί δεν κόβει το μυαλό του». Συνών. δεν κόβει η γκλάβα του ή δεν του κόβει η γκλάβα / δεν κόβει η κεφάλα του ή δεν του κόβει η κεφάλα / δεν κόβει η κόκα του ή δεν του κόβει η κόκα / δεν κόβει η κούτρα του ή δεν του κόβει η κούτρα / δεν κόβει ο νους του ή δεν του κόβει ο νους / δεν κόβει το κεφάλι του ή δεν του κόβει το κεφάλι / δεν κόβει το νιονιό του ή δεν του κόβει το νιονιό / δεν κόβει το ξερό του ή δεν του κόβει το ξερό·
- δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου, έχω έμμονη ιδέα για κάποιον ή για κάτι: «δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου πως η γυναίκα μου έχει εραστή || δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου πως με πρόδωσε ο φίλος, μου»·
- δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του, δεν ξέρω τι σκέφτεται, πώς σκέφτεται να ενεργήσει: «απ’ τη στιγμή που δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του, πώς θέλεις να σου πω τι θα κάνει;»·
- δεν ορίζω το μυαλό μου, βλ. φρ. δεν ορίζω το νου μου, λ. νους·
- δεν παίρνει στροφές το μυαλό του ή το μυαλό του δεν παίρνει στροφές, βλ. λ. στροφή·
- δεν τα βγάζω απ’ το μυαλό μου, δεν τα υποθέτω, δεν τα φαντάζομαι, είναι πραγματικά, αληθινά αυτά που σου λέω, δεν είναι δικά μου κατασκευάσματα: «θέλω να πιστέψεις αυτά που σου λέω, γιατί δεν τα βγάζω απ’ το μυαλό μου». Συνών. δεν τα βγάζω απ’ την κοιλιά μου·
- δεν τα παίρνει το μυαλό του (ενν. τα γράμματα), είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως: «όσα φροντιστήρια κι αν του ’καναν, όσους καθηγητές κι αν φώναξαν οι γονείς του να τον προγυμνάσουν, ε, δεν τα παίρνει το μυαλό του, πάει και τέλειωσε». Συνών. δεν τα παίρνει η γκλάβα του / δεν τα παίρνει η κεφάλα του / δεν τα παίρνει η κόκα του / δεν τα παίρνει η κούτρα του / δεν τα παίρνει το κεφάλι του / δεν τα παίρνει το νιονιό του / δεν τα παίρνει το ξερό του·
- δεν το βάζει το μυαλό μου! βλ. συνηθέστ. δεν το χωράει το μυαλό μου(!)·
- δεν το χωράει το μυαλό μου! δεν μπορώ να το φανταστώ, δεν μπορώ να το πιστέψω, μου είναι απίστευτο, αδιανόητο: «δεν το χωράει το μυαλό μου, μετά από τέτοια αγάπη που είχαν, να φτάσουν στο χωρισμό!». (Λαϊκό τραγούδι: δεν το χωράει το μυαλό κι ο νους μ’ ακόμα μέχρι χτες φιλιά στο στόμα μου ’δινες εσύ. Γιατί κακούργα αχ! γιατί να με προδώσεις, σε μια νύχτα να μου φέρεις την καταστροφή;
- δεν του ’μεινε δράμι μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε καθόλου μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό, από ένα σημείο και πέρα η συμπεριφορά του έγινε ακόμα χειρότερη, έχασε εντελώς το μυαλό του, θεωρείται πια εντελώς ανεύθυνος, ασύνετος, δε λογαριάζει τίποτε: «απ’ τη μέρα που γνώρισε αυτή τη σουρλουλού, δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό και κινδυνεύει να τινάξει το σπίτι του στον αέρα»·
- δεν του ’μεινε μπιτ μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε μυαλό ούτε για δείγμα, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε ντιπ μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε σταλιά μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δουλεύει το μυαλό του, είναι εύστροφος, έξυπνος, επινοητικός: «δε σταματάει μπροστά σε κανένα εμπόδιο, γιατί δουλεύει το μυαλό του»·
- δράμι μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- έγινε το μυαλό μου κουρκούτι ή έγινε κουρκούτι το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. κουρκούτιασε το μυαλό μου·
- εδώ σταματάει το μυαλό του ανθρώπου, λέγεται στην περίπτωση που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το λόγο για τον οποίο είπε ή έκανε κάποιος κάτι, όχι γιατί μας λείπει η νοημοσύνη, αλλά επειδή το θεωρούμε πέρα για πέρα έξω από τα παραδεκτά όρια: «σκότωσε το παιδί του, γιατί πήγε κινηματογράφο χωρίς να πάρει την άδειά του. -Εδώ σταματάει το μυαλό του ανθρώπου»·
- είναι ανάπηρος στο μυαλό, (ειρωνικά) είναι διανοητικά καθυστερημένος: «μην τον μαλώνεις τον άνθρωπο, γιατί είναι ανάπηρος στο μυαλό»·
- είναι ανοιχτό μυαλό, βλ. φρ. έχει ανοιχτό μυαλό·
- είναι αργός στο μυαλό, είναι αργόστροφος, είναι βραδύνους: «για να καταλάβει κάτι, πρέπει να του το πεις πολλές φορές, γιατί είναι αργός στο μυαλό»·
- είναι γερό μυαλό, βλ. φρ. είναι πολύ μυαλό·
- είναι καλό μυαλό, σκέφτεται σωστά, έξυπνα: «όταν έχω κάποιο πρόβλημα, παίρνω τη γνώμη του τάδε, γιατί είναι καλό μυαλό»·
- είναι κοφτερό μυαλό, βλ. φρ. έχει κοφτερό μυαλό·
- είναι μεγάλο μυαλό, βλ. φρ. είναι πολύ μυαλό·
- είναι μικρός στο μυαλό, είναι μικρόνους, δεν είναι έξυπνος: «μην του βάλεις να κάνει δύσκολα πράγματα, γιατί είναι μικρός στο μυαλό και δε θα τα καταφέρει»·
- είναι να χάνεις το μυαλό σου! έκφραση έντονης απορίας για κάτι που βλέπουμε ή μας λένε ή για κάτι που έγινε ή γίνεται και που είναι αδύνατο να το πιστέψουμε: «είναι να χάνεις το μυαλό σου πώς τα κατάφερε απ’ τη μια μέρα στην άλλη αυτός ο άνθρωπος κι έγινε ζάμπλουτος!». (Λαϊκό τραγούδι: είναι να χάνεις το μυαλό σου εδώ και πέρα, μας έχουν πάρει οι γυναίκες τον αέρα
- είναι πειραγμένο το μυαλό του, βλ. φρ. έχει πειραγμένο μυαλό·
- είναι( πολύ) μυαλό, α. είναι (πολύ) έξυπνος, είναι τετραπέρατος: «δεν μπορείς να τον στριμώξεις, γιατί είναι πολύ μυαλό και πάντα βρίσκει τον τρόπο να ξεγλιστρά». β. είναι (πολύ) ειδικός σε μια τέχνη: «κάθε φορά που έχω πρόβλημα με τ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, γιατί είναι πολύ μυαλό». γ. (γενικά) έχει (πολλές) γνώσεις, είναι διάνοια: «ό,τι και να τον ρωτήσεις, το ξέρει, γιατί είναι πολύ μυαλό»·
- είναι σκόρπιο το μυαλό μου, βλ. φρ. σκόρπισε το μυαλό μου·
- είναι στενό μυαλό, βλ. φρ. έχει στενό μυαλό·
- είναι φτενό μυαλό, βλ. φρ. έχει φτενό μυαλό·
- είναι φτωχός στο μυαλό ή είναι φτωχός στα μυαλά, βλ. λ. φτωχός·
- έλα στα μυαλά σου, προτρεπτική ή παρακλητική έκφραση σε κάποιον να συμπεριφερθεί σωστά, λογικά, να λογικευτεί, να συνέλθει: «με την οικονομική κρίση που υπάρχει, δεν είναι για εμπορικά ανοίγματα, έλα στα μυαλά σου». Συνών. έλα στα γνωστικά σου / έλα στα καλά σου / έλα στα λογικά σου / έλα στα συγκαλά σου / έλα στα σωστά σου / έλα στη ρότα σου·
- έμεινε στο μυαλό μου (κάτι) ή μου ’μεινε στο μυαλό (κάτι), βλ. φρ. έμεινε στη μνήμη μου (κάτι), λ. μνήμη·
- ένα μυαλό κι αυτό ρωμαίικο! βλ. φρ. ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι·
- ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι! έκφραση με την οποία θέλουμε να δικαιολογηθούμε, όταν προσπαθούμε να θυμηθούμε κάτι και δεν μπορούμε, ή όταν μας παρατηρεί κάποιος ότι ξεχάσαμε κάτι, που ίσως δεν έπρεπε να το είχαμε ξεχάσει. Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί τη φρ. το τι περιμένεις ή το τι περίμενες·
- έπαθε το μυαλό του, έχει διανοητικό πρόβλημα, έχει βλάβη στο μυαλό: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, έπαθε το μυαλό του και δε θέλει να δει άνθρωπο»·
- έπηξαν τα μυαλά του ή έπηξε το μυαλό του, ωρίμασε διανοητικά και συμπεριφέρεται σωστά, λογικά: «τώρα που έπηξαν τα μυαλά του, μπορώ να του δώσω λεφτά για να κάνει κάποια δικιά του δουλειά || τώρα που έπηξαν τα μυαλά του μπορεί, αν θέλει, να παντρευτεί»·
- επικοινωνείς με το μυαλό σου; έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσαρέσκειας σε άτομο που μας δίνει την εντύπωση πως δεν καταλαβαίνει πολύ καλά τι συμβαίνει γύρω του, πως δεν έχει την αίσθηση της πραγματικότητας και συμπεριφέρεται παράλογα ή μας ζητάει παράλογα πράγματα: «επικοινωνείς με το μυαλό σου που θέλεις να τα βάλεις μ’ αυτόν το γίγαντα; || μόλις τελειώσω τη δουλειά θέλω να μου δώσεις τα διπλάσια απ’ όσα συμφωνήσαμε. -Επικοινωνείς με το μαυλό σου, άνθρωπέ μου;»·
- έρχεται στο μυαλό μου (κάτι), θυμάμαι κάτι, αναλογίζομαι: «κάθε τόσο έρχεται στο μυαλό μου η παιδική μου παρέα και μελαγχολώ»·
- έφυγε το μυαλό μου απ’ τη θέση του, βλ. φρ. μου ’φυγε το μυαλό·
- έχασε τα μυαλά του ή έχασε το μυαλό του, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πολύ ερωτευμένο: «απ’ την ώρα που την είδε, έχασε το μυαλό του γι’ αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: για σένα έχω χάσει το μυαλό μου και πνίγομαι μες τα ρηχά νερά. Για σένανε μικρό μελαχρινό μου βουτήχτηκα στη μαύρη συμφορά). β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ενθουσιάστηκε τόσο πολύ με κάτι, που θέλει πάρα πολύ να το αποκτήσει: «έχασε το μυαλό του μ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο και θα σκάσει αν δεν τ’ αγοράσει»·
- έχε το μυαλό σου! βλ. συνηθέστ. έχε το νου σου! λ. νους·
- έχε το μυαλό σου, βλ. συνηθέστ. έχε το νου σου, λ. νους·  
- έχει αλλού το μυαλό του, είναι αφηρημένος, δεν παρακολουθεί αυτά που λέγονται ή γίνονται κάποια συγκεκριμένη στιγμή: «τον πέταξε ο καθηγητής έξω απ’ την τάξη γιατί, όση ώρα παρέδιδε, αυτός είχε αλλού το μυαλό του»·
- έχει ανοιχτό μυαλό, έχει ευρύτητα σκέψης, δεν έχει προκαταλήψεις: «παρόλο που είναι ηλικιωμένος, έχει ανοιχτό μυαλό, γι’ αυτό και συνεννοείται μια χαρά με τη νεολαία»· 
- έχει άχυρα στο μυαλό, βλ. λ. άχυρο·
- έχει βλάβη στο μυαλό, βλ. λ. βλάβη·
- έχει γερό μυαλό, βλ. φρ. είναι πολύ μυαλό·
- έχει ελεφαντίαση στο μυαλό, βλ. λ. ελεφαντίαση·
- έχει καθαρό μυαλό ή έχει μυαλό καθαρό, δεν τον απασχολεί κάποιο πρόβλημα, οπότε έχει τη δυνατότητα να κρίνει ή να αποφασίζει σωστά για κάτι: «όταν ο άνθρωπος έχει καθαρό μυαλό, παίρνει και τις σωστές αποφάσεις»·
- έχει καλό μυαλό, βλ. φρ. είναι καλό μυαλό·
- έχει κάλο στο μυαλό, βλ. λ. κάλος·
- έχει κόλλημα στο μυαλό, είναι προσκολλημένος σε μια ιδέα, έχει μονομανίες ή είναι συντηρητικός: «έχει τέτοιο κόλλημα στο μυαλό, που δεν παντρεύεται, αν δε βρει παρθένα γυναίκα»·
- έχει κουινάκια στο μυαλό του, βλ. λ. κουινάκι·
- έχει κουρκουμπίνια στο μυαλό του, βλ. λ. κουρκουμπίνι·
- έχει κοφτερό μυαλό, α. είναι πανέξυπνος, τετραπέρατος, αντιλαμβάνεται τα πάντα στη στιγμή: «πήγε μπροστά στη ζωή του, γιατί έχει κοφτερό μυαλό». β. έχει πολλές γνώσεις, είναι διάνοια: «μας διδάσκει ένας καθηγητής, που έχει πολύ κοφτερό μυαλό». γ. (ειρωνικά) είναι εντελώς κουτός, είναι αργόστροφος: «αν πεις για τον τάδε, έχει τόσο κοφτερό μυαλό, που μπορεί να τον ξεγελάσει ακόμα κι ένα παιδάκι!»·
- έχει λίγο μυαλό, βλ. φρ. είναι φτωχός στο μυαλό, λ. φτωχός·
- έχει μονόπλευρο μυαλό, σκέπτεται, υπολογίζει μόνο για τον εαυτό του: «όταν πρόκειται για θέματα κέρδους αφήνει κατά μέρος τη δημοκρατική του ιδεολογία, γιατί έχει μονόπλευρο μυαλό»·
- έχει μυαλό, είναι γνωστικός, συνετός: «μόλις κατάλαβε πως θα γινόταν φασαρία, σηκώθηκε κι έφυγε, γιατί έχει μυαλό ο άνθρωπος»·
- έχει μυαλό αλφάδι, είναι πολύ συγκροτημένος: «κάθε μου πρόβλημα το συζητώ με τον τάδε, γιατί έχει μυαλό αλφάδι και πάντοτε μου βρίσκει λύση»·
- έχει μυαλό καδρόνι, δεν έχει καθόλου μυαλό, είναι ανόητος, είναι βλάκας: «με τέτοιο μυαλό καδρόνι που έχει, πώς να καταλάβει τι του λες;»·
- έχει μυαλό κότας, είναι εντελώς άμυαλος, εντελώς ανόητος, είναι πολύ βλάκας: «αυτός δεν είναι για δουλειά, γιατί έχει μυαλό κότας»·
- έχει μυαλό ξουράφι, α. είναι πανέξυπνος, έχει κοφτερό μυαλό: «αυτός έχει μυαλό ξουράφι και δύσκολα μπορεί κανείς να τον ξεγελάσει». β. (ειρωνικά) είναι εντελώς κουτός, είναι πολύ αργόστροφος: «έχει τόσο μυαλό ξουράφι ο τύπος, που μπορεί να τον ξεγελάσει ακόμα κι ένα παιδάκι»·
- έχει μυαλό οκάδες, είναι πανέξυπνος: «κανένας δεν μπορεί να ξεγελάσει αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει μυαλό οκάδες»·
- έχει πειραγμένο μυαλό, έχει διανοητικά προβλήματα: «μην τον παίρνεις στα σοβαρά, γιατί έχει πειραγμένο μυαλό ο άνθρωπος»·
- έχει πίτουρα στο μυαλό, βλ. λ. πίτουρο·
- έχει πολλά στο μυαλό του, έχει πολλές έγνοιες, πολλές φροντίδες ή έχει πολλές ιδέες στο κεφάλι του: «είναι πολύ στενοχωρημένος, γιατί έχει πολλά στο μυαλό του || πάντα να ρωτάς τον τάδε, όταν θέλεις να κάνεις κάτι, γιατί έχει πολλά στο μυαλό του»·
- έχει πολύ μυαλό, βλ. φρ. είναι πολύ μυαλό·
- έχει πριονίδια στο μυαλό, βλ. λ. πριονίδι·
- έχει ρόζο στο μυαλό, βλ. λ. ρόζος·
- έχει ροκανίδια στο μυαλό, βλ. λ. ροκανίδι·
- έχει σκατά στο μυαλό, βλ. λ. σκατά·
- έχει στενό μυαλό, έχει περιορισμένη αντίληψη, είναι μικρόνους, στενόμυαλος: «δεν μπορεί να πιάσει τέτοια υψηλά νοήματα, γιατί έχει στενό μυαλό»·
- έχει στόκο στο μυαλό, βλ. λ. στόκος·
- έχει σύφιλη στο μυαλό, βλ. λ. σύφιλη·
- έχει τα μυαλά του πάνω απ’ το κεφάλι του ή έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του, είναι άμυαλος, ελαφρόμυαλος, επιπόλαιος, απερίσκεπτος ή ριψοκίνδυνος: «μην κάνεις καμιά δουλειά μαζί του, γιατί έχει τα μυαλά του πάνω απ’ το κεφάλι του || μην πας για ορειβασία μαζί του στον Όλυμπο, γιατί αυτός έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του»·
- έχει τα μυαλά της πούτσας μου ή έχει το μυαλό της πούτσας μου, βλ. λ.πούτσα·
- έχει τετράγωνο μυαλό, βλ. συνηθέστ. έχει τετράγωνη λογική, λ. λογική·
- έχει το μυαλό του όλο στο κεχρί ή έχει το μυαλό του συνέχεια στο κεχρί, έχει συνέχεια τη σκέψη του σε κάτι που του ευχαριστεί απόλυτα, ιδίως στο σεξ: «απ’ τη μέρα που πήγε με γυναίκα και κατάλαβε τη γλύκα ο πιτσιρικάς, έχει το μυαλό του συνέχεια στο κεχρί»· βλ. και φρ. έχει το μυαλό του όλο στο ψητό·
- έχει το μυαλό του όλο στο τσιτσί ή έχει το μυαλό του συνέχεια στο τσιτσί, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο κεχρί·
- έχει το μυαλό του όλο στο ψαχνό ή έχει το μυαλό του συνέχεια στο ψαχνό, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο ψητό·
- έχει το μυαλό του όλο στο ψητό ή έχει το μυαλό του συνέχεια στο ψητό, ενδιαφέρεται συνέχεια για το προσωπικό του συμφέρον: «απ’ τη μέρα που έκανε μια δουλειά και τα κονόμησε, έχει το μυαλό του συνέχεια στο ψητό»· βλ. και φρ. έχει το μυαλό του όλο στο κεχρί·
- έχει το μυαλό του στη θέση του, α. είναι γνωστικός, συνετός, είναι άνθρωπος προσγειωμένος: «δε λέει πράγματα που δεν μπορεί να πραγματοποιήσει, γιατί έχει το μυαλό του στη θέση του». β. δεν είναι παράτολμος, δεν είναι ριψοκίνδυνος: «δεν κάνει επικίνδυνα ανοίγματα στη δουλειά του, γιατί έχει το μυαλό του στη θέση του»·
- έχει φρέσκο μυαλό, είναι ξεκούραστος, οπότε μπορεί να σκεφτεί γόνιμα, δημιουργικά: «ξεκουράστηκε μια χαρά στις διακοπές του και τώρα που επέστρεψε, έχει φρέσκο μυαλό και είναι έτοιμος για διάφορες δουλειές»·
- έχει φτενό μυαλό, δεν έχει πολύ μυαλό, είναι ανόητος, κουτός: «μην είσαι σίγουρος πως θα σου τελειώσει τη δουλειά, γιατί έχει φτενό μυαλό και με την παραμικρή δυσκολία κομπλάρει»·
- έχει φωτεινό μυαλό, διαθέτει ευρύτητα πνεύματος, δέχεται καθετί που είναι νέο, σύγχρονο, προοδευτικό: «μας λύνει κάθε μας απορία, γιατί έχει φωτεινό μυαλό αυτός ο άνθρωπος || μπορεί να είναι ηλικιωμένος, αλλά έχει φωτεινό μυαλό και αφουγκράζεται τις ανησυχίες της νεολαίας καλύτερα από κάθε άλλον, δήθεν προοδευτικό»·
- έχει χοντρό μυαλό, α. δυσκολεύεται να καταλάβει, να κατανοήσει κάτι, είναι ανόητος, βλάκας, χοντροκέφαλος: «πρέπει να του πεις κάτι πολλές φορές για να το καταλάβει, γιατί έχει χοντρό μυαλό». β. επιμένει στην άποψή του, ακόμη και αν αυτή είναι λανθασμένη, είναι πεισματάρης, ισχυρογνώμονας, ξεροκέφαλος: «αν του μπει κάτι στο μυαλό, δεν αλλάζει γνώμη, γιατί έχει χοντρό μυαλό»·
- έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό, βλ. λ. γυναίκα·
- έχω σκοτούρα στο μυαλό μου ή έχω σκοτούρες στο μυαλό, βλ. συνηθέστ. έχω σκοτούρα στο κεφάλι μου, λ. κεφάλι·
- έχω στο μυαλό μου (κάποιον ή κάτι), α. σκέφτομαι κάποιον ή κάτι: «όσον καιρό έλειπες, σ’ είχα στο μυαλό μου || πάντα έχω στο μυαλό μου τις ευτυχισμένες μέρες που περάσαμε μαζί»·
- έχω στο μυαλό μου να…, βλ. φρ. έχω στο νου μου να…, λ. νους·
- έχω το μυαλό μου (σε κάποιον ή σε κάτι), βλ. φρ. έχω το νου μου (σε κάποιον ή σε κάτι), λ. νους·
- έχω το μυαλό μου όλο…, επιδιώκω συστηματικά κάτι: «απ’ τη μέρα που βγήκα στη σύνταξη, έχω το μυαλό μου όλο στα ταξίδια || τα παιδιά έχουν το μυαλό τους όλο στο παιχνίδι»·
- ηρέμησε το μυαλό μου, απαλλάχτηκα από τις σκοτούρες και τα προβλήματα που με απασχολούσαν: «μόλις μου ’τυχε το λαχείο, ηρέμησε το μυαλό μου || τώρα που παντρεύτηκε η κόρη μου ηρέμησε το μυαλό μου»· βλ. και φρ. ηρέμησε το κεφάλι μου, λ. κεφάλι·
- ήρθε το μυαλό του στη θέση του, άρχισε πάλι να σκέφτεται σωστά, λογικά: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβε πως οι παλιοπαρέες θα τον κατέστρεφαν, ήρθε το μυαλό του στη θέση του και τις έκοψε μαχαίρι»·
- ήρθε το μυαλό στο κεφάλι του ή ήρθε το μυαλό του στο κεφάλι, βλ. φρ. ήρθε το μυαλό του στη θέση του·
- θα μου στρίψει το μυαλό, αντιμετωπίζω απανωτές δυσκολίες, απανωτά προβλήματα και δεν μπορώ να βρω διέξοδο, να βρω λύση, κινδυνεύω να τρελαθώ: «αν συνεχίσει αυτή η αναδουλειά, θα μου στρίψει το μυαλό, γιατί δεν μπορώ να βρω τρόπο ν’ αντεπεξέλθω στις υποχρεώσεις μου». (Λαϊκό τραγούδι: πρόσεξε και συμμορφώσου, σου το λέω για καλό, μου ’χεις φάει τη ζωή μου, θα μου στρίψει το μυαλό) ·
- θα μου φύγει το μυαλό, έκφραση απορίας για κάτι που μας συνέβη και που δεν μπορούμε να το πιστέψουμε: «εδώ άφησα τον αναπτήρα μου, πώς χάθηκε ξαφνικά· θα μου φύγει το μυαλό». (Λαϊκό τραγούδι: εχτές ακόμα έφκιαχνα καράβια με χαρτόνια μα θα μου φύγει το μυαλό, στα σωστά· πώς πέρασαν τα χρόνια;)· βλ. και φρ. θα μου στρίψει το μυαλό·
- θα σου στρίψει το μυαλό, θα νιώσεις πολύ μεγάλη έκπληξη, θα νιώσεις κατάπληξη για κάτι καλό ή κακό: «αν δεις τι γκομενάρα κυκλοφορεί ο άτιμος, θα σου στρίψει το μυαλό»·
- θα σου φύγει το μυαλό, βλ. φρ. θα σου στρίψει το μυαλό·
- θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, έκφραση απελπισίας κάποιου με τη έννοια πως θα αυτοκτονήσει με πυροβόλο όπλο: «περνώ τόσο δύσκολη περίοδο, που θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα»·
- θα χάσεις το μυαλό σου, βλ. φρ. θα σου στρίψει το μυαλό·
- θα χάσω το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. θα μου στρίψει το μυαλό·
- θηλυκό μυαλό, είναι πολύ επινοητικός, είναι πολυμήχανος, γεννάει το μυαλό του: «δεν μπορείς από πουθενά να τον στριμώξεις, γιατί είναι θηλυκό μυαλό και πάντα βρίσκει τρόπο να ξεφεύγει»·
- θόλωσε το μυαλό μου απ’ την πείνα ή το μυαλό μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- θόλωσε το μυαλό του, δεν άντεξε, ήρθε σε απόγνωση και δεν ήξερε πώς να ενεργήσει, ή ενήργησε καταστροφικά εναντίον κάποιου ή ακόμη και για τον ίδιο τον εαυτό του: «όταν την είδε στο κρεβάτι μ’ έναν άλλον, θόλωσε το μυαλό του και τους σκότωσε με το πιστόλι του || θόλωσε το μυαλό του απ’ την ανέχεια κι έπεσε απ’ τον έκτο όροφο στο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: από το ντέρτι το πολύ θολώνει το μυαλό μου και η καρδιά μου η δύστυχη σπαράζει απ’ τον καημό μου
- θόλωσε το μυαλό του απ’ την πείνα, βλ. συνηθέστ. γυαλίζει το μάτι του απ’ την πείνα, λ. μάτι·
- καθαρό μυαλό, που είναι απαλλαγμένο από έγνοιες ή προβλήματα: «χωρίς καθαρό μυαλό δεν μπορώ να πάρω καμιά απόφαση»·
- καθόλου μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- και τα μυαλά στα κάγκελα, έκφραση με την οποία κάποιος φίλαθλος δηλώνει με φανατισμό την αγάπη του για κάποια ποδοσφαιρική ομάδα ή για κάποια ομάδα μπάσκετ. (Λαϊκό τραγούδι: κάγκελα, κάγκελα, κάγκελα παντού και τα μυαλά στα κάγκελα του αόρατου εχθρού). Η πατρότητα του συνθήματος ανήκει στους ευρηματικούς φιλάθλους της ποδοσφαιρικής ομάδας του Π.Α.Ο.Κ. Θεσσαλονίκης·
- καλά μυαλά! ευχή που δίνεται συνήθως από τους μεγαλύτερους προς τους νεότερους για να ενεργούν ή να συμπεριφέρονται σωστά, αλλά και μεταξύ των νέων, όταν κάποιος τους φαίνεται εντελώς ελαφρόμυαλος ή όταν θέλουν να προσποιηθούν τους έμπειρους ή τους μυαλωμένους: «άντε καλά μυαλά και καλά καμάκια τώρα που φεύγεις για διακοπές»·
- κάνει με το μυαλό του μπαϊράμι, βλ. λ. μπαϊράμι·
- κάνει ό,τι περνάει απ’ το μυαλό του ή κάνει ό,τι περάσει απ’ το μυαλό του ή κάνει ό,τι του περάσει απ’ το μυαλό, ενεργεί όπως θέλει, όπως του αρέσει, και συνήθως χωρίς περίσκεψη: «δεν είναι σοβαρός άνθρωπος, γιατί κάνει ό,τι περνάει απ’ το μυαλό του»·
- κατεβάζει απ’ το μυαλό του, σκέφτεται ή λέει πράγματα που δεν έγιναν, τα υποθέτει, τα φαντάζεται: «κάθε τόσο κατεβάζει απ’ το μυαλό του απίθανα πράγματα και το κακό είναι πως στο τέλος τα πιστεύει»· βλ. και φρ. γεννάει το μυαλό του·
- κατεβάζει το μυαλό του, είναι έξυπνος, επινοητικός: «ξεπερνάει όλες τις δυσκολίες, γιατί κατεβάζει το μυαλό του». Συνών. κατεβάζει η γκλάβα του / κατεβάζει η κεφάλα του / κατεβάζει η κόκα του / κατεβάζει η κούτρα του / κατεβάζει ο νους του / κατεβάζει το κεφάλι του / κατεβάζει το νιονιό του / κατεβάζει το ξερό του·
- κλούβιο μυαλό, χαρακτηρίζει τον ανόητο, τον κουτό, τον βλάκα: «μήπως περίμενες καλύτερη συμπεριφορά από έναν άνθρωπο με κλούβιο μυαλό;»·
- κλωθογυρίζει στο μυαλό μου (κάποιος ή κάτι), απασχολεί επίμονα τη σκέψη μου, επανέρχεται επίμονα στη σκέψη μου κάποιος ή κάτι: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτή τη γυναίκα, κλωθογυρίζει στο μυαλό μου || τον τελευταίο καιρό κλωθογυρίζει στο μυαλό μου η ιδέα να κάνω ένα ταξίδι για να ξεσκάσω λιγάκι». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το όλο και πιο συχνά το συνέχεια·
- κόβει το μυαλό του ή κόφτει το μυαλό του, α. μπορεί και βρίσκει λύσεις στα προβλήματά του, είναι επινοητικός: «ευτυχώς που κόβει το μυαλό του και ξεπερνάει με ευκολία τις δυσκολίες που του τυχαίνουν». β. αντιλαμβάνεται αμέσως μια κατάσταση ή ποιο είναι το συμφέρον του: «μόλις του τύχει κάποια ευκαιρία, την αρπάζει αμέσως, γιατί κόβει το μυαλό του». Συνών. κόβει η γκλάβα του / κόβει η κεφάλα του / κόβει η κόκα του / κόβει η κούτρα του / κόβει ο νους του / κόβει το κεφάλι του / κόβει το νιονιό του / κόβει το ξερό του·
- κολλημένο μυαλό, βλ. φρ. έχει κόλλημα στο μυαλό·
- κόλλησε το μυαλό μου, α. αδράνησε η σκέψη ή η μνήμη μου, έχω προσωρινό κενό, δυσκολία να θυμηθώ ή να σκεφτώ κάτι: «έλα πες τ’ όνομά του, γιατί εμένα κόλλησε το μυαλό μου και δεν μπορώ να θυμηθώ». β. δεν μπορώ να σκεφτώ το σωστό τρόπο με τον οποίο πρέπει να ενεργήσω για να βγω από τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκομαι: «είχα τέτοια ταραχή, που κόλλησε το μυαλό μου και δεν ήξερα τι να κάνω για να τους αποφύγω»·
- κουκούτσι μυαλό! χαρακτηρίζει άτομο που είναι ολωσδιόλου άμυαλο, ανόητο, κουτό, βλάκας: «ε, βρε, αυτό το παιδί, κουκούτσι μυαλό!». Πρβλ.: για σένα ό,τι και δεν είχα το χάλασα κορίτσι μου τρελό κι αν πάντα σου ξηγιόμουνα στην τρίχα, κουκούτσι εσύ δεν έβαλες μυαλό (Λαϊκό τραγούδι)·
- κουρκούτιασε το μυαλό μου, έχασα την πνευματική μου διαύγεια, την ευθυκρισία μου, τη μνήμη μου, λόγω υπερβολικής πνευματικής κούρασης, λόγω πολλών προβλημάτων ή λόγω προχωρημένων γηρατειών: «διάβασα τόσο πολύ, που στο τέλος κουρκούτιασε το μυαλό μου || με απασχολούν τόσα πολλά προβλήματα, που κουρκούτιασε το μυαλό μου || είναι τόσο γέρος, που κουρκούτιασε το μυαλό του»·
- κρατώ στο μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. κρατώ στο νου μου, λ. νους·  
- λέω με το μυαλό μου, α. σκέφτομαι χωρίς να εκφέρω τη γνώμη μου: «μόλις είδα να σκουραίνουν τα πράγματα, δε φεύγεις, λέω με το μυαλό μου, κι έφυγα αμέσως». β. λογαριάζω, υπολογίζω: «είναι το τρίτο καλοκαίρι που λέω με το μυαλό μου να πάω διακοπές στα νησιά, αλλά δε βλέπω πάλι να τα καταφέρνω»·
- μαζεύω τα μυαλά μου ή μαζεύω το μυαλό μου, αφήνω την άστατη ζωή, συγκεντρώνομαι: «αν δε μαζέψεις τα μυαλά σου, θα καταστραφείς». (Λαϊκό τραγούδι: κοίταξε ν’ αλλάξεις γνώμη, να μαζέψεις τα μυαλά σου κι αν σου μείνει μια δεκάρα, να τη φέρνεις στα παιδιά σου
- με καθαρό μυαλό ή με μυαλό καθαρό ή με καθαρό το μυαλό ή με το μυαλό καθαρό, χωρίς να το απασχολεί κάτι σοβαρό, οπότε μπορεί κανείς να κρίνει ή να αποφασίσει σωστά: «πήρε την απόφασή του με καθαρό μυαλό || όταν πρόκειται να πάρει μια μεγάλη απόφαση, την παίρνει πάντοτε με καθαρό το μυαλό»·
- με τα μυαλά που έχει… ή με το μυαλό που έχει…, με τον τρόπο που σκέφτεται ή που ενεργεί κάποιος και που δεν είναι ο ενδεδειγμένος: «με τα μυαλά που έχει περί γάμου, τον βλέπω να μένει γεροντοπαλίκαρο»· βλ. και φρ. με τα μυαλά που κουβαλάει(…)·
- με τα μυαλά που έχει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που έχει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. φρ. με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του·
- με τα μυαλά που κουβαλάει ή με το μυαλό που κουβαλάει, έκφραση με την οποία θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον ότι δεν είναι έξυπνος, ότι δεν έχει αντίληψη ή σύνεση, ή ότι είναι παράτολμος ή ριψοκίνδυνος, και για το λόγο αυτό δεν υπάρχει περίπτωση να φέρει σε πέρας αυτό που έχει αναλάβει ή αυτό που επιδιώκει, ή, γενικά, πως θα αποτύχει στη ζωή του: «με τα μυαλά που κουβαλάει, δεν τη γλιτώνει τη χρεοκοπία || με το μυαλό που κουβαλάει, τον βλέπω να καταλήγει στη φυλακή». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το αγόρι μου ή με το κορίτσι μου, ανάλογα με το φύλο στο οποίο απευθυνόμαστε· βλ. και φρ. με τα μυαλά που έχει(…)·
- με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του, με τον τρόπο που σκέφτεται θα καταστραφεί: «έχει ολόκληρη περιουσία, αλλά με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του, γιατί η νύχτα δε βγάζει ποτέ σε καλό»·
- με τα μυαλά που κυβερνάει ή με το μυαλό που κυβερνάει, βλ. φρ. με τα μυαλά που κουβαλάει. (Λαϊκό τραγούδι: με φοβερίζεις και μου λες, πως δεν φοβάσαι μαχαιριές. Το κεφαλάκι σου θα φας, με τα μυαλά που κυβερνάς!)
- με το μυαλό του, με τη φαντασία του, υποθετικά: «με το μυαλό του είναι μεγάλος και τρανός || με το μυαλό του όλα μπορεί να τα κατορθώσει»·
- με το φτωχό μου το μυαλό, βλ. λ. φτωχός·
- μεγάλο μυαλό, βλ. συνηθέστ. μεγάλο κεφάλι, λ. κεφάλι·
- μέχρις εκεί πάει το μυαλό του ή μέχρις εκεί φτάνει το μυαλό του, βλ. φρ. ως εκεί πάει το μυαλό του·
- μη μας ζαλίζεις το μυαλό ή μη μου ζαλίζεις το μυαλό, παρακλητική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον να πάψει να μας ενοχλεί με τη συνεχή φλυαρία του, ιδίως να πάψει να μας εκνευρίζει αναφερόμενος συνεχώς στο ίδιο θέμα. (Λαϊκό τραγούδι: μη μου ζαλίζεις το μυαλό, μόνο εσένα αγαπώ). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. μη μας πρήζεις τ’ αρχίδια ή μη μου πρήζεις τ’ αρχίδια / μη μας ζαλίζεις τον έρωτα ή μη μου ζαλίζεις τον έρωτα·
- μηδενίζει το μυαλό μου, χάνω την ικανότητα να σκέφτομαι ορθά, παραφρονώ: «όταν βλέπω κάποιον να χτυπά γέρο άνθρωπο, μηδενίζει το μυαλό μου και δεν ξέρω τι κάνω». Από την εικόνα του μετρητή που δείχνει μηδέν·
- μην κουράζεις άδικα το μυαλό σου, μάταια προσπαθείς να θυμηθείς κάτι ή μην προσπαθείς να θυμηθείς κάτι είτε γιατί δε θα μπορέσεις να το θυμηθείς είτε γιατί δεν έχει σημασία: «μην κουράζεις άδικα το μυαλό σου, γιατί δεν πρόκειται να θυμηθείς το άτομο που σου λέω || μην κουράζεις άδικα το μυαλό σου, γιατί δεν έχει πια σημασία ποιος έκανε την αρχή στο μάλωμα, αφού πάλι μόνοιασαν»·
- μου γύρισαν τα μυαλά ή μου γύρισε το μυαλό, εκνευρίστηκα πάρα πολύ: «μόλις τον άκουσα να βρίζει το γέρο πατέρα του, μου γύρισαν τα μυαλά κι ήθελα να τον σπάσω στο ξύλο»· βλ. και φρ. του γυρίζω τα μυαλά·    
- μου ’κανε το μυαλό κουρκούτι, μου έκανε να χάσω την πνευματική μου διαύγεια από την ακατάσχετη φλυαρία του, με ζάλισε με την πολυλογία του: «μ’ είχε δυο ώρες συνέχεια στο μπλαμπλά και μου ’κανε το μυαλό κουρκούτι»·
- μου καρφώθηκε στο μυαλό, μου έγινε κάτι έμμονη ιδέα και δεν μπορώ να απαλλαγώ από αυτή: «όταν μου καρφώθηκε στο μυαλό πως με απατούσε η γυναίκα μου, κινδύνεψα να τρελαθώ»·
- μου μπαίνει στο μυαλό, βλ. φρ. μου μπαίνει στο νου, λ. νους·
- μου ξεσήκωσε τα μυαλά, α. με παρέσυρε να ενεργήσω επικίνδυνα, με παρέσυρε να ενεργήσει παραπέρα από τις δυνατότητές του: «του ξεσήκωσαν τα μυαλά πως μπορούσε να συναγωνιστεί ένα μεγαλοβιομήχανο κι έχασε ό,τι λεφτά είχε στην άκρη». β. με ξεμυάλισε: «με μια της ματιά μου ξεσήκωσε τα μυαλά». (Λαϊκό τραγούδι: έρχεσαι με κοροϊδεύεις κι όλο λες πως μ’ αγαπάς. Τα μυαλά μου ξεσηκώνεις πονηρά σαν με κοιτάς
με ξεμυάλισε: «με το πες πες, μου ξεσήκωσε τα μυαλά και θα πάω κι εγώ μαζί του στις διακοπές»·
- μου πέρασε απ’ το μυαλό, α. σκέφτηκα στιγμιαία: «κάποια στιγμή μου πέρασε απ’ το μυαλό να του ζητήσω το λόγο, αλλά μετά το μετάνιωσα για να μη γίνει φασαρία ». β. υποπτεύθηκα, υποψιάστηκα κάτι: «για να σου πω την αλήθεια, κάποια στιγμή μου πέρασε απ’ το μυαλό πως εσύ έβαλες χέρι στο ταμείο»·
- μου πήρε ο Θεός τα μυαλά, βλ. λ. Θεός·
- μου πήρε τα μυαλά ή μου πήρε το μυαλό ή μου ’χει πάρει τα μυαλά ή μου ’χει πάρει το μυαλό, α. (για γυναίκες), την έχω ερωτευτεί σφόδρα: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, μου ’χει πάρει τα μυαλά αυτή η γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: πήρες την καρδιά μου, πήρες το μυαλό μου, πάρε να φοράς και το πουκάμισό μου // όλα τα λεφτά, μωρό μου, όλα τα λεφτά για τα δυο σου μάτια που μου πήραν τα μυαλά // με μία νοικιασμένη κούρσα όλο φιγούρα κι όλο λούσα ο μορφονιός σου έχει πάρει τα μυαλά ). β. (γενικά) με ζάλισε με την πολυλογία του, με τη φλυαρία του: «μου μιλούσε δύο ώρες συνέχεια και μου πήρε το μυαλό». γ. εντυπωσιάστηκα πάρα πολύ από κάτι και το σκέφτομαι συνεχώς: «μου ’χει πάρει τα μυαλά αυτό τ’ αυτοκίνητο και θα σκάσω, αν δεν τ’ αγοράσω»·
- μου ’ρχεται να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, νιώθω έντονη ψυχική πίεση, βρίσκομαι σε απόγνωση, που κινδυνεύω να αποφασίσω να αυτοκτονήσω με πυροβόλο όπλο: «με βασανίζουν τόσα πολλά προβλήματα, που μου ’ρχεται να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα»·
- μου ’ρχεται στο μυαλό (κάποιος ή κάτι), θυμάμαι κάποιον ή κάτι: «κάθε τόσο μου ’ρχεται στο μυαλό η πρώτη μου αγάπη || πολύ συγκινούμαι κάθε φορά που μου ’ρχεται στο μυαλό η παλιά μου γειτονιά»·
- μου σήκωσε τα μυαλά, βλ. συνηθέστ. μου ξεσήκωσε τα μυαλά. (Λαϊκό τραγούδι: πάνω που συμμαζεύτηκα κι είπα τσαρδί να στήσω, ήρθες εσύ, σώνει καλά, να μου σηκώσεις τα μυαλά και τα παλιά ν’ αρχίσω! 
- μου σφηνώθηκε στο μυαλό, βλ. φρ. μου καρφώθηκε στο μυαλό·
- μου τρέλανε το μυαλό, α. με ξετρέλανε: «μου έδειξε την καινούρια του γκόμενα και μου τρέλανε το μυαλό». (Τραγούδι: είναι φίνος κανταδόρος κι όπου πάει γίνεται ντόρος και μ’ αυτό μας τρελαίνει το μυαλό). β. με εκνεύρισε με την επιμονή του πάνω σε κάποιο θέμα: «είχε ανάγκη από λεφτά και με τρέλανε το μυαλό να τον βοηθήσω, μέχρι που του τα δίνει κι ησυχάζω»·
- μου ’φυγε το μυαλό, α. ένιωσα έντονη έκπληξη: «μόλις τον είδα με τι γκομενάρα κυκλοφορούσε, μου ’φυγε το μυαλό». β. αντιμετώπισα πολλές αντίξοες καταστάσεις και δεν ήξερα πώς να ενεργήσω: «τον τελευταίο καιρό μου ’φυγε το μυαλό με τα προβλήματα που αντιμετωπίζω και δεν ξέρω με ποιο να πρωτοκαταπιαστώ»·
- μουχλιασμένα μυαλά ή μουχλιασμένο μυαλό, λέγεται για άτομο με απαρχαιωμένες ιδέες: «με τέτοια μουχλιασμένα μυαλά πώς θα μπορέσεις να καταλάβεις τους σημερινούς νέους;»·
- μπίτ μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- μπλόκαρε το μυαλό μου ή μπλοκάρισε το μυαλό μου, σταμάτησα να σκέφτομαι προσωρινά, έχασα την ικανότητά μου να ενεργώ ή να κρίνω σωστά: «όταν μπλόκαρε το μυαλό μου, δεν ήξερα πώς να συνεχίσω τη συζήτηση || κάποια στιγμή μπλοκάρισε το μυαλό μου και δεν ήξερα πόσο κάνουν ένα κι ένα»·
- να το βάλεις στο μυαλό σου, να το εντυπώσεις: «να το βάλεις στο μυαλό σου πως σαν τη γυναίκα σου καμιά άλλη δε θα σ’ αγαπήσει». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- να το ’χεις στο μυαλό σου, υπενθύμιση σε κάποιον να θυμάται, να μην ξεχάσει κάτι: «γυρνώντας, να πας να ξοφλήσεις την εφορία, να το ’χεις στο μυαλό σου». (Λαϊκό τραγούδι: μα θα στο πω, μικράκι μου, να το ’χεις στο μυαλό σου, πως άλλη τέτοια μια καρδιά δε θα ’χεις στο πλευρό σου)· 
- νερούλιασε το μυαλό μου, δεν μπορώ να σκεφτώ σωστά, λογικά, ξεκούτιανα, ξεμωράθηκα: «στην ηλικία που έφτασα πώς να μη νερουλιάσει το μυαλό μου!»·
- νερουλιασμένο μυαλό, που δεν έχει τη δυνατότητα να σκεφτεί σωστά, λογικά: «κάθε φορά που πίνω πολύ, το πρωί ξυπνώ με νερουλιασμένο μυαλό»·
- ντιπ μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- ξεγράφω απ’ το μυαλό μου, α. παύω οριστικά να περιμένω πως θα μου συμβεί κάτι καλό, παύω οριστικά να σκέφτομαι κάτι: «αφού δεν υπάρχουν χρήματα, ξέγραψα απ’ το μυαλό κου τις καλοκαιρινές διακοπές». β. ξεχνώ οριστικά κάποιον, διαγράφω οριστικά κάποιον από τη σκέψη μου: «απ’ τη στιγμή που σε ξέγραψα απ’ το μυαλό μου, είναι σαν να μην υπήρξες ποτέ για μένα»·
- ξεδίνει το μυαλό μου, φεύγω από την καθημερινή πληκτικότητα και το ρίχνω στις διασκεδάσεις, στην ψυχαγωγία, διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι, το ρίχνω έξω: «κάθε Σαββατοκύριακο γλεντώ με την παρέα μου για να ξεδίνει το μυαλό μου»·
- ξεθόλωσε το μυαλό μου, ξαναβρήκε την πνευματική του διαύγεια, μπορώ πάλι να σκέφτομαι ή να κρίνω σωστά: «μόνο όταν ξεθόλωσε το μυαλό μου, μπόρεσα να πάρω τη σωστή απόφαση»·
- ξεκαθάρισε το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. ξεθόλωσε το μυαλό μου·
- όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια, όποιος δεν προνοεί, όποιος δε σκέφτεται, δε μελετάει καλά κάποια ενέργειά του, τότε υποβάλλεται σε κόπους για να επανορθώσει τα λάθη στα οποία υπέπεσε: «πάνω στη βιασύνη μου, ξέχασα το χαρτοφύλακα με τα συμβόλαια στο γραφείο μου. -Όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια», δηλ. τώρα θα αναγκαστείς να ξαναπάς στο γραφείο σου να πάρεις το χαρτοφύλακά σου και να ξανάρθεις. Συνών. άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος·
- όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια, βλ. φρ. όποιος δεν έχει μυαλό έχει ποδάρια·
- όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός κοιμόταν ή όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός είπε όχι ευχαριστώ ή όταν ο Θεός πετούσε μυαλά, αυτός κρατούσε ομπρέλα, βλ. λ. Θεός·
- ό,τι βάλει το μυαλό σου! βλ. συνηθέστ. ό,τι βάλει ο νους σου! λ. νους·
- ό,τι βάλει το μυαλό του άνθρώπου! βλ. συνηθέστ. ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου! λ. νους·
- ό,τι κι αν έχεις στο μυαλό, οτιδήποτε σου έχει γίνει έμμονη ιδέα, οτιδήποτε και αν βασανίζει τη σκέψη σου: «μόλις σου εξηγήσει πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα, ό,τι κι αν έχεις στο μυαλό θα σου φύγει αμέσως και θα ησυχάσεις». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι κι αν έχεις στο μυαλό την υποψία βγάλ’ την, είμαι σε σένανε πιστός και μη με λες μπερμπάντη
- ούτε για δείγμα μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- πάει να μου φύγει το μυαλό, έχω πολλά και πιεστικά προβλήματα: «δεν ξέρω πώς να βολέψω τις δυσκολίες που προέκυψαν και πάει να μου φύγει το μυαλό»·
- παίρνει μυαλά, (για πρόσωπα ή πράγματα στη νεοαργκό) είναι πολύ εντυπωσιακός: «γνώρισα μια γυναικάρα, που παίρνει μυαλά || διάβασα ένα βιβλίο, που παίρνει μυαλά || αγόρασα ένα αυτοκίνητο, που παίρνει μυαλά»·
- παίρνει στροφές το μυαλό μου, βλ. λ. στροφή·
- παλιά μυαλά, που δεν έχουν σύγχρονες, μοντέρνες αντιλήψεις, που είναι απαρχαιωμένα: «η δικιά μας η γενιά έχει παλιά μυαλά, γι’ αυτό δεν μπορεί να συνεννοηθεί με τη νεολαία»·
- παραδέρνει το μυαλό μου, ταλαντεύομαι να πάρω τη μια ή την άλλη απόφαση: «έχω προβλήματα με το γιο μου και παραδέρνει το μυαλό μου αν πρέπει ν’ ακολουθήσω αυτόν τον τρόπο διαπαιδαγώγησης ή τον άλλο»·
- πας καλά με το μυαλό σου; έκφραση απορίας ή δυσφορίας για τις ανοησίες ή τις παράλογες απαιτήσεις του συνομιλητή μας: «πας καλά με το μυαλό σου που πιστεύεις πως, αν πέσεις απ’ τον έκτο όροφο, δε θα σκοτωθείς; || πας καλά με το μυαλό σου, που γι’ αυτά τα μερεμέτια που έκανες στο σπίτι μου θέλεις να σου πληρώσω δυο χιλιάδες ευρώ;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά ή το μωρέ·
- πειράχτηκε το μυαλό του, βλ. φρ. έχει πειραγμένο μυαλό·
- πέρασε απ’ το μυαλό μου, βλ. φρ. πέρασε απ’ το νου μου·
- πετάει το μυαλό του ή πετάνε τα μυαλά του, σκέφτεται άλλα πράγματα από αυτά που γίνονται ή λέγονται, είναι φαντασιόπληκτος: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει, γιατί πετάνε τα μυαλά του». (Λαϊκό τραγούδι: για να σε κάνω άνθρωπο ήπια τόσα φαρμάκια, μα το δικό σου το μυαλό πετάει στα σοκάκια
- πετώ με το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. πετώ με το νου μου·
- πετώ τα μυαλά μου στον αέρα, βλ. συνηθέστ. τινάζω τα μυαλά μου στον αέρα·
- πήραν τα μυαλά του αέρα ή πήρε το μυαλό του αέρα, έχασε την αίσθηση της πραγματικότητας, ιδίως μετά από πρόσκαιρη ή ανέλπιστη επιτυχία του και μεγαλοπιάνεται: «απ’ τη μέρα που έγινε υποδιευθυντής, πήραν τα μυαλά του αέρα κι ούτε που μας χαιρετάει». (Λαϊκό τραγούδι: το κορίτσι π’ αγαπούσα πήρε αέρα στα μυαλά, με άλλον τα ’χει ξελογιάσει και δεν με προσέχει πια
- πλάθει με το μυαλό του, υποθέτει, φαντάζεται κάτι: «πλάθει με το μυαλό του διάφορες ιστορίες πως δήθεν τον απατάει η γυναίκα του και κάθε βράδυ έχουν φασαρίες στο σπίτι || πλάθει με το μυαλό του διάφορες περιπέτειες κι ύστερα μας τις πασάρει για αληθινές»·
- ποιος έχασε το μυαλό του, (για) να το βρεις εσύ; α. λέγεται ειρωνικά σε άτομο που διατείνεται πως είναι έξυπνος, πως έχει μυαλό. β. λέγεται ειρωνικά ή επιτιμητικά σε άτομο που ενεργεί ανόητα ή παράτολμα: «αφού είδες πως υπάρχει αναδουλειά, δεν έπρεπε να επιχειρήσεις νέα επέκταση στη δουλειά σου, αλλά ποιος έχασε το μυαλό του, να το βρεις εσύ;»·
- πονάει το μυαλό μου, βασανίζουν τη σκέψη μου πολλά προβλήματα που επιζητούν άμεση λύση: «έχω τόσα προβλήματα τον τελευταίο καιρό, που πονάει το μυαλό μου»·
- πού αρμενίζει το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού βόσκει το μυαλό σου; γιατί δεν προσέχεις αυτά που λέγονται ή γίνονται αυτή τη στιγμή, γιατί ονειροπολείς, γιατί είσαι αφηρημένος(;): «για πες μου, πού βόσκει το μυαλό σου και δεν παρακολουθείς αυτά που λέγονται για να σχηματίσεις κι εσύ μια προσωπική γνώμη;»·
- πού έχεις το μυαλό σου; ή πού το ’χεις το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού μυαλό! Λέγεται για άτομο που δεν έχει καθόλου μυαλό, που είναι πολύ ανόητο, πολύ κουτό, πολύ βλάκας: «έπρεπε να διαβάσει προσεκτικά το συμβόλαιο, πριν το υπογράψει, αλλά αυτός, πού μυαλό, και τώρα τραβιέται στα δικαστήρια!»·
- πού μυαλό για…, δηλώνει πως για κάποιο συγκεκριμένο λόγο δεν υπάρχει η διάθεση σε κάποιον να κάνει κάτι, δεν μπορεί να συγκεντρωθεί για να κάνει κάτι: «με τόσα προβλήματα που έχει ο φουκαράς, πού μυαλό για διασκέδαση || απ’ τη μέρα που ερωτεύτηκε ο γιος μου, πού μυαλό για διάβασμα»·
- πού να βάλει μυαλό! δε συμμορφώνεται, δε συνετίζεται, δε φρονιμεύει: «όποτε τον συναντώ, τον συμβουλεύω με τις ώρες να ξεκόψει απ’ τις παλιοπαρέες του, αλλά αυτός πού μυαλό!»·
- πού να βάλει το μυαλό μου! βλ. φρ. πού να βάλει ο νους μου! λ. νους·
- πού παράτησες το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού πετάει το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού ταξιδεύει το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού το ’χες το μυαλό σου; τι σκεφτόσουν; γιατί ήσουν αφηρημένος(;): «πού το ’χες το μυαλό σου και δεν άκουγες αυτά που έλεγα;»·   
- πού τρέχει το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πριν μιλήσεις, να βουτάς τη γλώσσα σου στο μυαλό, βλ. λ. γλώσσα·
- σάλεψε το μυαλό του, τρελάθηκε, παραφρόνησε: «απ’ τη μέρα που σκοτώθηκε όλη η οικογένεια του σ’ ένα τροχαίο, σάλεψε το μυαλό του»·
- σβήνω απ’ το μυαλό μου, διαγράφω από τη μνήμη μου, λησμονώ τελείως κάτι θεληματικά: «προσπαθώ να σβήσω απ’ το μυαλό μου όλες τις αδικίες που μου ’χεις κάνει, αλλά μου είναι αδύνατο || θέλω να σβήσω απ’ το μυαλό μου την αγάπη που σου είχα»·
- σκόρπισε τα μυαλά του στον αέρα, βλ. φρ. τίναξε τα μυαλά του στον αέρα·
- σκόρπισε το μυαλό μου, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ λόγω πολλών προβλημάτων, με απασχολούν πολλά προβλήματα ταυτόχρονα και δεν μπορώ να πάρω μια απόφαση, να βρω μια λύση: «μου ’πεσαν τόσα προβλήματα μαζεμένα, που σκόρπισε το μυαλό μου και δεν ξέρω τι να πρωτοκάνω»·
- σκοτείνιασε το μυαλό του, βλ. φρ. θόλωσε το μυαλό του·
- σκοτίζω το μυαλό μου, προσπαθώ επίμονα να θυμηθώ κάποιον ή κάτι: «μέρες τώρα σκοτίζω το μυαλό μου πού τον έχω συναντήσει αυτόν τον άνθρωπο και δεν μπορώ να θυμηθώ»·
- στάθηκε το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. σταμάτησε το μυαλό μου·
- σταλιά μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- σταμάτησε το μυαλό μου, έπαψε προς στιγμή να λειτουργεί, έπαψα προς στιγμή να σκέφτομαι, ιδίως επειδή είμαι φορτωμένος με πολλές έγνοιες ή προβλήματα: «έπεσαν όλες οι δυσκολίες μαζεμένες και σταμάτησε το μυαλό μου»·
- στριφογυρίζει στο μυαλό μου (κάτι), με απασχολεί έντονα κάτι, σκέφτομαι συνέχεια κάτι, δεν μπορώ να απαλλαγώ από κάποια επίμονη σκέψη: «έχω χάσει την ηρεμία μου, γιατί τον τελευταίο καιρό στριφογυρίζει στο μυαλό μου πως η γυναίκα μου με απατά κι έχω χάσει τον ύπνο μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το συνέχεια·
- στύβω το μυαλό μου, προσπαθώ επίμονα να θυμηθώ κάτι ή προσπαθώ επίμονα να βρω τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργήσω: «στύβω το μυαλό μου να θυμηθώ πού γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο || στύβω το μυαλό μου να βρω τρόπο να ξεμπερδέψω μ’ αυτή την υπόθεση»·
- συγκοινωνείς με το μυαλό σου! βλ. φρ. επικοινωνείς με το μυαλό σου(!)·
- τα βγάζει απ’ το μυαλό του, τα υποθέτει, τα φαντάζεται, τα εφευρίσκει: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει για τις κατακτήσεις του, γιατί τα βγάζει απ’ το μυαλό του». Συνών. τα βγάζει απ’ την κοιλιά του / τα βγάζει απ’ το κεφάλι του / τα βγάζει απ’ το νου του·
- τα κατεβάζει απ’ το μυαλό του, βλ. συνηθέστ. τα βγάζει απ’ το μυαλό του·
- τα μυαλά σου και μια λίρα (και του μπογιατζή ο κόπανος) ή το μυαλό σου και μια λίρα (και του μπογιατζή ο κόπανος), λέγεται ειρωνικά ή επιτιμητικά σε άτομο που λέει ή κάνει ανόητα πράγματα, ή που λέει πράγματα που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν: «τα μυαλά σου και μια λίρα, που θα μπορέσεις να στήσεις ολόκληρο εργοστάσιο με πέντε χιλιάδες ευρώ»·
- τα μυαλά του είναι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. έχει τα μυαλά πάνω απ’ το κεφάλι του·
- ταξιδεύει το μυαλό του, δεν προσέχει αυτά που του λέει ή αυτά που κάνω, που γίνονται, είναι αφηρημένος, ονειροπολεί: «εγώ του μιλάω για σοβαρά πράγματα κι αυτός κοιτάζει τη θάλασσα και ταξιδεύει το μυαλό του»·
- τι βάζεις με το μυαλό σου; τι φαντάζεσαι; τι υποπτεύεσαι(;): «μπορείς να μου πεις το λόγο που μου κάνεις μούτρα; Τι βάζεις με το μυαλό σου; Νομίζεις πως εγώ είμαι αυτός που σε κάρφωσα στην αστυνομία;». Πολλές φορές, άλλοτε προηγείται τις φρ. καιάλλοτε μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το δηλαδή·
- τι έχεις στο μυαλό σου; τι σκέφτεσαι; πώς σκέφτεσαι να ενεργήσεις; τι σχεδιάζεις να κάνεις(;): «τι έχεις στο μυαλό σου και σε βλέπω σκεφτικό; || τι έχεις στο μυαλό σου για κείνη τη δουλειά, θα την αναλάβεις;». (Λαϊκό τραγούδι: Έλλη, στο Θεό σου, τι έχεις στο μυαλό σου;
- τι λέει το μυαλό σου! (ειρωνικά) είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως πιστεύω ότι τα πράγματα έγιναν έτσι όπως μου τα λες ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή όπως σε συμφέρουν. Για συνών. βλ. φρ. τι λέει το μηλίγγι σου! λ. μηλίγγι·
- τι σου είναι το μυαλό! θαυμαστική έκφραση για το τι μπορεί να σκεφτεί ή να φανταστεί κάποιος: «και για να δεις εσύ τι σου είναι το μυαλό, φαντάστηκα πως ήμουν αστροναύτης!». (Λαϊκό τραγούδι: χθες το βράδυ στ’ όνειρό μου τι σου είναι το μυαλό. Μπήκαν λέει περιστέρια στο στρατώνα
- τίναξε τα μυαλά του, βλ. φρ. τίναξε τα μυαλά του στον αέρα. (Λαϊκό τραγούδι: προτού τα βάσανά μου γίνουνε πιο πολλά, πάρε πιστόλι πιο καλά και τίναξέ μου τα μυαλά
- τίναξε τα μυαλά του στον αέρα , αυτοκτόνησε με πυροβόλο όπλο πυροβολώντας στο κεφάλι του: «μπήκε πολύ μέσα με την τελευταία δουλειά που έκανε, και για να μην πάει φυλακή, τίναξε τα μυαλά του στον αέρα»·
- το βάζει το μυαλό σου; βλ. συνηθέστ. το βάζει ο νους σου; λ. νους·
- το μυαλό μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μυαλό του δεν παίρνει στροφές, βλ. φρ. δεν παίρνει στροφές το μυαλό του·
- το μυαλό του είναι όλο στο πονηρό, σκέφτεται συνέχεια το σεξ: «απ’ τη μέρα που ένιωσε τη γλύκα της γυναίκας ο γιος μου, το μυαλό του είναι όλο στο πονηρό»·
- το μυαλό του έκανε τιλτ ή έκανε τιλτ το μυαλό του, βλ. λ. τιλτ·
- το μυαλό του κόβει ξουράφι βλ. συνηθέστ. έχει μυαλό ξουράφι·
- το μυαλό του πάει αλλού ή πάει αλλού το μυαλό του, σκέφτεται, υποθέτει κάτι, ιδίως κακό, που είναι διαφορετικό από την πραγματικότητα: «μην έχεις πολλά αστεία με τη γυναίκα του, γιατί το μυαλό του πάει αλλού». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το αμέσως·
- το μυαλό του πάει στο κακό ή πάει στο κακό το μυαλό του, α. σκέφτεται άσχημες, οδυνηρές καταστάσεις ή συνέπειες: «κάθε φορά που τον καλεί ο διευθυντής του, το μυαλό του πάει στο κακό». β. σκέφτεται μοιραία γεγονότα, ιδίως όταν κάποιος αργοπορεί να φτάσει κάπου: «όταν αργούν τα παιδιά του να γυρίσουν το βράδυ στο σπίτι, πάει στο κακό το μυαλό του». Συνήθως μετά το ρ. της φρ., ακολουθεί το αμέσως ή το όλο ή το πάντα·
- το μυαλό του πετάει αλλού ή πετάει αλλού το μυαλό του, βλ. φρ. έχει αλλού το μυαλό του·
- το μυαλό του τρέχει αλλού ή τρέχει αλλού το μυαλό του, βλ. φρ. έχει αλλού το μυαλό του·
- το πίσω μέρος του μυαλού (κάποιου), οι κρυφές, οι απώτερες σκέψεις κάποιου: «κανείς μας δεν ξέρει τι έχει στο πίσω μέρος του μυαλού του»·
- το ’χω στο μυαλό μου, βλ. φρ. το ’χω στο νου μου, λ. νους·
- το χωράει το μυαλό σου; μπορείς να το φανταστείς; μπορείς να το πιστέψεις; μπορείς να το διανοηθείς(;): «το χωράει το μυαλό σου, μετά από τέτοια αγάπη που είχαν, να φτάσουν στο χωρισμό;»·
- τον βγάζω απ’ το μυαλό μου, παύω να τον σκέφτομαι και, κατ’ επέκταση, παύω να ενδιαφέρομαι γι’ αυτόν: «απ’ τη στιγμή που ο ίδιος δε θέλει να ενδιαφερθεί για τη δουλειά του, τον έβγαλα κι εγώ απ’ το μυαλό μου». (Λαϊκό τραγούδι: και για να μην τρελαθώ, γυρίζω τις νύχτες, για να μην τρελαθώ, χορεύω στις πίστες και να σε βγάλω απ’ το μυαλό μου προσπαθώ
- τον έχω στο μυαλό μου, βλ. φρ. τον έχω στο νου μου, λ. νους·
- τόσο δουλεύει το μυαλό του, βλ. φρ. τόσο κόβει το μυαλό του·
- τόσο κόβει το μυαλό του, (υποτιμητικά) δεν έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει σοβαρά πράγματα: «μην τον πιέζεις τον άνθρωπο να καταλάβει πώς λειτουργεί το σύστημα, αφού τόσο κόβει το μυαλό του»·
- τόσο φτάνει το μυαλό του, βλ. φρ. τόσο κόβει το μυαλό του·
- του αλλάζω τα μυαλά ή του αλλάζω το μυαλό, βλ. φρ. του γυρίζω τα μυαλά·
- του βάζω μυαλό, τον συνετίζω, τον σωφρονίζω: «αν δε του βάλεις μυαλό εσύ που σε υπολογίζει, τότε δε θα μπορέσει κανένας άλλος»·
- του γεμίζω το μυαλό, πείθω κάποιον για κάτι καλό ή κακό: «με το πες πες του γέμισα το μυαλό να πάρει τη δουλειά και τώρα με σχωρνάει || εσύ φταις, που του γέμισες το μυαλό μ’ αυτές τις ιδέες και κάθεται όλη τη μέρα και τεμπελιάζει»·
- του γυρίζω τα μυαλά ή του γυρίζω το μυαλό, τον κάνω να αλλάξει γνώμη, τακτική, να ενεργήσει διαφορετικά από ό,τι σχεδίαζε, ιδίως έπειτα από επίμονη κουβέντα ή επίμονες συμβουλές: «ήταν έτοιμος να συνεργαστεί μαζί τους, αλλά μπόρεσα και του γύρισα τα μυαλά και τους άφησε στα κρύα του λουτρού». (Λαϊκό τραγούδι: όσα κι αν μου πεις, του κάκου, τα μυαλά μου δε γυρνάς, τράβα, φύγε μακριά μου, την καρδιά σου μη χαλάς)· βλ. και φρ. του γυρίζω το νου, λ. νους·
- του ’κανα το μυαλό κουρκούτι, ε την ακατάσχετη φλυαρία μου, με την πολυλογία μου, τον έκανα να χάσει την πνευματική του διαύγεια: «τον είχα δυο ώρες συνέχεια στο μπλαμπλά και του ’κανα το μυαλό κουρκούτι»·
- του λείπει το μυαλό, δεν έχει μυαλό, είναι κουτός, ανόητος, βλάκας: «μην παίρνεις στα σοβαρά τα καμώματά του, γιατί του λείπει το μυαλό του φουκαρά»·
- του παίρνω τα μυαλά ή του παίρνω το μυαλό, α. τον κάνω να με ερωτευτεί παράφορα, τον ξελογιάζω, τον ξεμυαλίζω: «αυτή η παρδαλή του πήρε τα μυαλά και διέλυσε την οικογένεια του». (Λαϊκό τραγούδι: βρε αλάνη, μη γυρεύεις να με βάλεις σε μπελά, να ’χεις κι άλλες γιαβουκλούδες να σου παίρνουν τα μυαλά). β. τον απασχολώ διαρκώς και τον κάνω να αλλάξει συμπεριφορά: «του πήρε τα μυαλά η νέα δουλειά που ανέλαβε κι έχει εξαφανιστεί απ’ τα γνωστά μας στέκια». γ. τον εκνευρίζω, του χαλώ την ησυχία: «αν είναι να μου πάρεις το μυαλό με τις φωνές σου, να στο κάνω το χατίρι να ησυχάσω!»·
- του πιπιλίζω το μυαλό, του επαναλαμβάνω επίμονα κάτι για να προχωρήσει σε κάποια ενέργεια: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, του πιπιλίζω το μυαλό να κάνουμε μαζί μια δουλειά || πηγαίνω κάθε μέρα στο γραφείο του και του πιπιλίζω το μυαλό ν’ αποσύρει τη μήνυση που έκανε σε κάποιον φίλο μου»·
- του σηκώνω τα μυαλά ή του σηκώνω το μυαλό, βλ. συνηθέστ. του ξεσηκώνω τα μυαλά·
- του ’στριψε το μυαλό, τρελάθηκε, παραφρόνησε: «περνούσε τέτοιες δυσκολίες, που του ’στριψε το μυαλό, γιατί δεν μπορούσε να βρει διέξοδο». (Λαϊκό τραγούδι: φοβούμαι μήπως τηνε πάθω για καλά κι απ’ την αγάπη μου μού στρίψουν τα μυαλά
- του τίναξε τα μυαλά στον αέρα, τον σκότωσε πυροβολώντας τον στο κεφάλι: «ένα βράδυ τον παραφύλαξε σ’ ένα στενό και του τίναξε τα μυαλά στον αέρα»·
- του φουσκώνω τα μυαλά ή του φουσκώνω το μυαλό, τον κάνω να πιστεύει πράγματα που είναι εκτός πραγματικότητας: «του φούσκωσε τα μυαλά και νομίζει πως μπορεί με πενταροδεκάρες να στήσει ολόκληρη επιχείρηση»· βλ. και φρ. του ξεσηκώνω τα μυαλά·
- τρέχει αλλού το μυαλό μου ή τρέχει το μυαλό μου αλλού, σκέφτομαι πράγματα που δεν έχουν σχέση με αυτά που κουβεντιάζονται μπροστά μου κάποια συγκεκριμένη στιγμή ή που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα: «δεν καταλαβαίνω τίποτα, παιδιά, απ’ ό,τι λέτε, γιατί εμένα τρέχει αλλού το μυαλό μου»· 
- τροχίζω το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. ακονίζω το μυαλό μου·
- τυπώνω στο μυαλό μου (κάποιον ή κάτι), συγκρατώ στη μνήμη μου, εντυπώνω στη μνήμη μου κάποιον ή κάτι: «όταν δω κάποιον μια φορά, δεν τον ξεχνώ, γιατί τον τυπώνω στο μυαλό μου || μια φορά είδα εκείνον τον πίνακα και τον τύπωσα στο μυαλό μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- φέρνω στο μυαλό μου, α. ενθυμούμαι: «δεν μπορώ να φέρω στο μυαλό μου τα χαρακτηριστικά του προσώπου του || δεν μπορώ να φέρω στο μυαλό μου τι ακριβώς μου είπε αυτός ο άνθρωπος». β. αναλογίζομαι, αναπολώ: «πάντα φέρνω στο μυαλό μου τις όμορφες στιγμές που περάσαμε μαζί»·
- φράκαρε το μυαλό μου ή φρακάρισε το μυαλό μου, βλ. φρ. μπλόκαρε το μυαλό μου·
- φτωχό είναι το μυαλό σου, βλ. λ. φτωχός·
- φύρανε το μυαλό του, αποβλακώθηκε, ιδίως λόγω γήρατος, ξεκούτιανε, ξεμωράθηκε: «έχει πάει εκατό χρονών ο άνθρωπος κι εσύ απορείς γιατί φύρανε το μυαλό του;»·
- χάνω τα μυαλά μου ή χάνω το μυαλό μου, α. σαστίζω, τα χάνω από τη μεγάλη έκπληξη που νιώθω: «έχασα τα μυαλά μου, μόλις τον είδα με την καινούρια αυτοκινητάρα του». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό και αποφάσισα να γίν’ αριστοκράτης· κάθε μικρή που θα με δει θα χάνει τα μυαλά της). β. χάνω το λογικό μου, τρελαίνομαι: «απ’ τη μέρα που τον χώρισε η γυναίκα του, έχασε ο καημένος το μυαλό του και δεν ξέρει τι κάνει». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα σε βλέπω κι έρχεσαι απ’ τη γωνιά του δρόμου και σχίζεται η καρδούλα μου και χάνω το μυαλό μου
- χαράζω στο μυαλό μου, βλ. φρ. χαράζω στη μνήμη μου, λ. μνήμη· 
- χύθηκαν τα μυαλά του, τραυματίστηκε θανατηφόρα από ισχυρό χτύπημα που δέχτηκε στο κεφάλι: «έπεσε ολόκληρο καντρόνι στο κεφάλι του και χύθηκαν τα μυαλά του». Όταν πρόκειται για θανατηφόρο τροχαίο, ακούγεται συχνά η φρ. χύθηκαν τα μυαλά του στην άσφαλτο·
- ως εκεί πάει το μυαλό του, βλ. φρ. ως εκεί φτάνει το μυαλό του·
- ως εκεί φτάνει το μυαλό του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει ευρεία αντίληψη, είναι κοντόφθαλμο: «δεν μπορεί να καταλάβει πως χωρίς νέα τεχνολογία δεν μπορεί να μπει στη μάχη του ανταγωνισμού, αλλά βλέπεις, ως εκεί φτάνει το μυαλό του».

μύγα

μύγα, η, ουσ. [<μσν. μύγα <αρχ. μυῖα], η μύγα. Υποκορ. μυγούλα, η και μυγάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 43 φρ.)·
- βαράω μύγες, βλ. φρ. σκοτώνω μύγες·
- βγάζει (κι) απ’ τη μύγα ξίγκι, είναι πολύ τσιγκούνης: «αυτός βγάζει κι απ’ τη μύγα ξίγκι κι εσύ έχεις την εντύπωση πως θα σου δώσει δανεικά!»·
- δε δέχεται μύγα στο σπαθί του, α. δεν ανέχεται καμιά αντιλογία, καμιά αντίρρηση ή καμιά παρατήρηση, είναι απόλυτος: «όταν πάρει μιαν απόφαση, δε δέχεται μύγα στο σπαθί του». β. είναι πολύ ευέξαπτος: «πρόσεχε τα λόγια και τις χειρονομίες σου μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε δέχεται μύγα στο σπαθί του». Πρβλ.: μύγα στο σπαθί μου δεν αγγίζει, φύγε κι άσε με, δε με φοβίζεις την περηφάνια μου, δεν την πατάω και σαν κειμήλιο θα την κρατάω (Λαϊκό τραγούδι)·
- δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του, βλ. φρ. δε δέχεται μύγα στο σπαθί του·
- δεν περνάει μύγα, βλ. λ. συνηθέστ. δεν περνάει κουνούπι, λ. κουνούπι·
- δουλειά δεν είχε ο καλόγηρος και με τις μύγες πάλευε, βλ. λ. δουλειά·
- έκανε (κι) η μύγα αλώνι και γυρίζει και μαλώνει, λέγεται γι’ αυτούς που αν και είναι εντελώς ανίκανοι, εντούτοις πετυχαίνουν στη ζωή τους: «μωρέ, ντιπ κούτσουρο αυτός ο άνθρωπος κι όμως, έκανε η μύγα αλώνι και γυρίζει και μαλώνει»·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, λέγεται ειρωνικά για άτομο χωρίς ιδιαίτερη αξία, που απόκτησε κάποια μικρή οικονομική δύναμη ή κοινωνική επιρροή και συμπεριφέρεται με έπαρση: «απ’ τη μέρα που κέρδισε μερικά λεφτουδάκια, μας έγινε ακατάδεχτος. -Έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο»·
- έπεσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. φρ. πλάκωσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα·
- έπεσαν σαν τις μύγες στα σκατά, βλ. φρ. πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά·
- έπεφταν σαν μύγες ή έπεφταν σαν τις μύγες, βλ. φρ. πέθαιναν σαν μύγες. (Εβραίικο τραγούδι: σαν τα ζουρλά μας ντύσανε με μπλε και άσπρες ρίγες. Κι από τον καημό τ’ αδέλφια μας έπεφταν σαν τις μύγες
- έχει κι ο μέρμηγκας χολή, έχει κι η μύγα ξίγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- έχει τη μύγα, βλ. φρ. όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται·
- θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, (απειλητικά) α. θα γίνει μεγάλη καταστροφή, μεγάλος χαλασμός: «αν κοροϊδέψεις ξανά το φίλο μου, θα ’ρθω με την παρέα μου στο μαγαζί σου και θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι». β. θα επιβληθούν αυστηρότατες ποινές, θα συμβούν συνταρακτικά γεγονότα: «αν δεν αρχίσετε να δουλεύετε όπως πρέπει, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι». γ. θα καταβληθούν υπέρμετροι κόποι, υπεράνθρωπες προσπάθειες: «όταν αναλάβω εγώ τη διεύθυνση του εργοστασίου, θα διώξω όλους τους κοπανατζήδες και θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, μέχρι να ορθοποδήσει πάλι η επιχείρηση». δ. είναι και φορές που η φρ. χρησιμοποιείται για προσδοκώμενη ευχάριστη κατάσταση: «ε, ρε, αν ξαναμαζευτεί, όπως παλιά, η παρέα μας και πάμε στα μπουζούκια, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι»·
- κάνει τη μύγα ελέφαντα, βλ. λ. ελέφαντας·
- κολλώ σαν τη μύγα μέσ’ στο μέλι, προσκολλούμαι σε κάποιον και του γίνομαι  φορτικός, δεν ξεκολλώ από κοντά του: «απ’ την ώρα που με συνάντησε, κόλλησε σαν τη μύγα μέσ’ στο μέλι και δεν ξεκόλλησε από κοντά μου μέχρι αργά τα μεσάνυχτα». Η έκφραση δεν έχει σχέση με την προσκόλληση σε κάποιον για την αποκόμιση κάποιας υλικής ωφέλειας, αλλά περισσότερο για συντροφιά·
- κυνηγώ μύγες, βλ. συνηθέστ. σκοτώνω μύγες·
- μετράω πόσες μύγες μπαίνουν στου γάιδαρου τον κώλο, δεν ενδιαφέρομαι, δεν προσέχω, δεν υπολογίζω διόλου αυτά που μου λέει ή που με συμβουλεύει κάποιος: «δεν πρέπει τώρα να παραπονιέσαι, γιατί, όταν εγώ σε συμβούλευα, εσύ μετρούσες πόσες μύγες έμπαιναν στου γάιδαρου τον κώλο»·
- μου ’γινε μύγα τσε τσε, βλ. λ. τσε τσε·
- μύγα που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξίδι, δοκίμασε με το μέλι, αυτό που δεν μπορείς να πετύχεις χρησιμοποιώντας βία, προσπάθησε με ήπιο, με μαλακό τρόπο: «αφού δεν μπορείς να τον συμμορφώσεις με το άγριο, προσπάθησε με το καλό, γιατί μύγα που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξίδι, δοκίμασε με το μέλι»·
- μύγα σε τσίμπησε; έκφραση απορίας ή ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που, ξαφνικά και χωρίς προφανή λόγο ή αιτία, αρχίζει να συμπεριφέρεται αλλόκοτα, παράξενα: «τι φωνάζεις, ρε παιδάκι μου, στα καλά καθούμενα, μύγα σε τσίμπησε;». Από την εικόνα αρκετών ζώων που, όταν τα τσιμπούν μύγες, ταράζονται και αντιδρούν είτε αναταράζοντας νευρικά το δέρμα τους είτε κλοτσώντας·
- να ’σαι καλά τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες, είδος κατάρας, με την έννοια να ταλαιπωρηθείς· βλ. και φρ. τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες·
- ντουφεκάω μύγες, βλ. φρ. σκοτώνω μύγες·
- ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα, αποτελεί χτυπητή αντίθεση με τον περίγυρό του, αποτελεί έντονη παραφωνία, πράγμα που γίνεται αμέσως αντιληπτό: «ήταν όλοι τους με σμόκιν και κουστούμια, κι όπως είχε πάει αυτός με τα ρούχα της δουλειάς, ξεχώριζε σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα». Συνών. ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο ζυμάρι / ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο προζύμι·
- ο λύκος με μύγες δε χορταίνει ή ο λύκος δε χορταίνει με μύγες, βλ. λ. λύκος·
- όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται, όποιος δεν είναι εντελώς αθώος ή αμέτοχος σε κάποια παρανομία ή παρατυπία, με τον παραμικρό υπαινιγμό επάνω σε αυτό το θέμα έχει την εντύπωση πως τον υποπτεύονται κι εμφανίζεται ως θιγμένος: «κάθε φορά που γίνεται λόγος μπροστά του για τη ληστεία της τράπεζας κάνει πως θυμώνει, γιατί όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται»·
- όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες, δεν μπόρεσες να καταλάβεις τις ψευτιές που σου έλεγα κι έτσι, εννοείται, ξεγελάστηκες και βγήκες χαμένος: «να μην παραπονιέσαι τώρα που έχασες τα λεφτά σου γιατί, όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες»·   
- όσο πατάει το πόδι της μύγας, βλ. λ. πόδι·
- ό,τι και να την κάνεις τη μύγα, στα σκατά θα πάει, η κακιά έξη του ανθρώπου, δύσκολα αποβάλλεται: «μου έχει ορκιστεί χίλιες φορές πως θα κόψει το χαρτί, αλλά συνεχίζει να ξημεροβραδιάζεται στις λέσχες, γιατί ό,τι και να την κάνεις τη μύγα, στα σκατά θα πάει»·  
- πέθαιναν σαν μύγες ή πέθαιναν σαν τις μύγες, οι άνθρωποι πέθαιναν ομαδικά σε μια περιοχή και σε μεγάλο αριθμό, ιδίως βίαια ή από επιδημική ασθένεια: «στον τελευταίο πόλεμο οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τις μύγες || κάποτε η ελονοσία ήταν πολύ επικίνδυνη αρρώστια κι οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τις μύγες». Από την εικόνα τις εξόντωσης των μυγών με εντομοκτόνο. Συνών. πέθαιναν σαν κοτόπουλα ή πέθαιναν σαν τα κοτόπουλα·
- πήρε ό,τι σηκώνει η μύγα στο φτερό της, πήρε ή κέρδισε κάτι εντελώς ελάχιστο, σχεδόν τίποτα, τίποτα: «οι άλλοι πήραν κανονικά το μερίδιό τους κι αυτός, επειδή είναι ανόητος, πήρε ό,τι σηκώνει η μύγα στο φτερό της»·
- πλάκωσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, παρατηρήθηκε αθρόα συγκέντρωση κοινού, παρατηρήθηκε κοσμοσυρροή: «μόλις έμαθαν πως η είσοδος ήταν ελεύθερη πλάκωσαν όλοι σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα»·
- πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά, παρατηρήθηκε αθρόα συγκέντρωση ατόμων με κάποια συγγενική σχέση μεταξύ τους με σκοπό την αποκόμιση οφέλους ή κέρδους: «μόλις πέθανε ο γέρος, πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά οι συγγενείς του για την περιουσία του || μόλις ανέλαβε το κόμμα τους την εξουσία, πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά οι υμέτεροι για να τα κονομήσουν». Από το ότι στις ακαθαρσίες ανθρώπων ή ζώων, παρατηρείται αθρόα συγκέντρωση μυγών·
- σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα (ενν. ξεχωρίζει), βλ. φρ. ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα·
- σε κλεισμένο στόμα μύγα δεν μπαίνει, λέγεται για τους έξυπνους, για τους ικανούς ανθρώπους που δεν μπορεί κανείς να τους ξεγελάσει, που δηλαδή δε χάφτουν μύγες: «είσαι πολύ μικρός για να ξεγελάσεις αυτόν τον άνθρωπο γιατί, σε κλεισμένο στόμα μύγα δεν μπαίνει»·
- σκοτώνω μύγες, α. δεν έχω δουλειά, δεν παρατηρείται προσέλευση πελατών στο μαγαζί μου, έχω κεσάτια: «είναι μέσα στη στενοχώρια του, γιατί όλο το μήνα σκοτώνει μύγες». (Τραγούδι: Αύγουστο μήνα στη Σαλαμίνα σκοτώνω μύγες. Κι εσύ μαικήνα τα χρόνια εκείνα πες μου πού πήγες).β. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «εμείς πνιγόμασταν στη δουλειά κι αυτός σκότωνε μύγες». Από την εικόνα του ατόμου που, επειδή δεν έχει να κάνει κάτι καλύτερο, κυνηγάει και σκοτώνει τις μύγες·
- το μήνα που ’ναι παχιές οι μύγες, βλ. συνηθέστ. τον Αύγουστο που ’ναι παχιές οι μύγες·
- τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες, λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που μας ρωτάει να μάθει πότε θα του επιστρέψουμε κάτι, ιδίως τα λεφτά που του χρωστάμε, ή πότε θα πραγματοποιήσουμε κάποια υπόσχεση που του δώσαμε και υπονοούμε ένα πολύ μακρινό χρονικό διάστημα: «πότε θα σου δώσω τα λεφτά που σου χρωστάω; Τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες || τα λεφτά που του δάνεισες θα τα πάρεις τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες». Συνών. με τ’ αγελαδοκούρεμα ή στ’ αγελαδοκούρεμα / με τ’ αλώνια ή στ’ αλώνια / ε τα καπνά ή στα καπνά / με τα κουκούλια ή στα κουκούλια / με τα μπαμπάκια ή στα μπαμπάκια· βλ. και φρ. να ’σαι καλά τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες·
- τον βλέπω σαν μύγα ή τον βλέπω σαν τη μύγα, είμαι κατά πολύ ανώτερός του ή ισχυρότερός του και για το λόγο αυτό δεν τον υπολογίζω διόλου, απαξιώ κάθε σύγκριση ή αναμέτρηση μαζί του: «απαξιώ να συγκριθώ μαζί του, γιατί τον βλέπω σαν τη μύγα». Από το ότι η μύγα είναι πάρα πολύ μικρή σε μέγεθος. Συνών. τον βλέπω σαν κουνούπι ή τον βλέπω σαν το κουνούπι / τον βλέπω σαν μυρμήγκι ή τον βλέπω σαν το μυρμήγκι·
- τον έλιωσε σαν μύγα ή τον έλιωσε σαν τη μύγα, τον ξυλοκόπησε πολύ άγρια, τον κατανίκησε με μεγάλη ευχέρεια: «κάποια στιγμή τον άρπαξε στα χέρια του και τον έλιωσε σαν τη μύγα». Από την εικόνα του ατόμου που συνθλίβει τη μύγα χτυπώντας τη με την παλάμη του. Συνών. τον έλιωσε σαν κουνούπι ή τον έλιωσε σαν το κουνούπι / τον έλιωσε σαν μυρμήγκι ή τον έλιωσε σαν το μυρμήγκι·
- τον έπιασε μύγα, βλ. συνηθέστ. τον τσίμπησε μύγα·
- τον τσίμπησε μύγα, άρχισεξαφνικά να συμπεριφέρεται αλλόκοτα, παράξενα, οργίστηκε, εκνευρίστηκε χωρίς προφανή λόγο ή αιτία: «εκεί που μιλούσαμε μια χαρά, άρχισε να τα σπάζει όλα λες και τον τσίμπησε μύγα». Πολλές φορές, ως είδος μύγας αναφέρονται η αλογόμυγα και η τσε τσε·
- χάφτει μύγες, α. δεν κάνει τίποτα, είναι αργόσχολος, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμασταν στη δουλειά κι αυτός μας έβλεπε κι έχαφτε μύγες». β. είναι εύπιστος, είναι αφελής, ιδίως λόγω απειρίας: «ό,τι του λέει ο καθένας, το κάνει, γιατί χάφτει μύγες ο άνθρωπος». (Παιδικό τραγούδι: σας δίνουμ’ ένα ναύτη που όλο μύγες χάφτει
- χτυπώ μύγες, βλ. φρ. σκοτώνω μύγες.

μύτη

μύτη, η, ουσ. [<μσν. μύτη <μύτις], η μύτη· η άκρη οποιουδήποτε πράγματος που  καταλήγει σε αιχμή: «στη μύτη του ακρωτηρίου υπήρχε ένας φάρος || λέρωσα τις μύτες των παπουτσιών μου || στράβωσε η μύτη του μαχαιριού || τσιμπήθηκα με τη μύτη της καρφίτσας». Υποκορ. μυτίτσα κ. μυτούλα, η κ. μυτάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. μύταρος κ. μύτος, ο κ. μυτάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 102 φρ.)·
- αν μπορείς, πιάσ’ του τη μύτη, έκφραση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να πιάσει τη μύτη κάποιου για να μας αποδείξει πως δεν τον φοβάται: «αφού λες πως δεν τον φοβάσαι, όταν θα ’ρθει αν μπορείς πιάσ’ του τη μύτη». Από το ότι, το άτομο που του πιάνει κανείς τη μύτη, αντιδρά βίαια·
- αν…, να μου περάσεις χαλκά στη μύτη, βλ. φρ. αν…, να μου τρυπήσεις τη μύτη· βλ. και λ. χαλκάς·
- αν…, να μου τρυπήσεις τη μύτη, λέγεται εν είδει στοιχήματος με τη σιγουριά ότι αυτό που λέω, αυτό που υποθέτω είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί, δε θα πραγματοποιηθεί ή δε θα έχει τη χρησιμότητα ή χρηστικότητα που επιδιώκουμε: «εγώ λέω πως θα σε βοηθήσει κι αν δε σε βοηθήσει, να μου τρυπήσεις τη μύτη || αν σου επιστρέψει τα λεφτά που του δάνεισες, να μου τρυπήσεις τη μύτη». Πολλές φορές, μετά την υποθετική πρόταση ακολουθεί το εμένα ή το τότε εμένα και σχεδόν πάντα συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη να πιέζει από πλάγια τη μύτη σαν να επιδιώκει να την τρυπήσει. Συνών. αν…, γράψε με ή αν…, γράψε μας / αν…, εγώ θα κάτσω να με γαμήσεις / αν…, να με φτύσεις / αν…, να με χέσεις / αν…, να μου περάσεις χαλκά στη μύτη / αν…, να μου περάσεις χαλκά στη μύτη·
- άνοιξε η μύτη μου, άρχισε να τρέχει αίμα μετά από χτύπημα που δέχτηκα: «μου ’δωσε μια μπουνιά στο πρόσωπο κι άνοιξε η μύτη μου»·
- απ’ τη μύτη να τον πιάσεις, θα σκάσει, είναι πολύ εκνευρισμένος, πολύ εξοργισμένος: «μην του πεις κουβέντα, γιατί απ’ τη μύτη να τον πιάσεις, θα σκάσει»·
- βαδίζω στις μύτες, βλ. συνηθέστ. πατώ στις μύτες·
- βαδίζω στις μύτες των παπουτσιών μου, βλ. συνηθέστ. πατώ στις μύτες των ποδιών μου·
- βαδίζω στις μύτες των ποδιών μου, βλ. συνηθέστ. πατώ στις μύτες των ποδιών μου·
- βάζει παντού τη μύτη του ή βάζει τη μύτη του παντού, βλ. φρ. χώνει παντού τη μύτη του·
- βουλώνω τη μύτη μου, βλ. συνηθέστ. κρατώ τη μύτη μου·
- βούλωσε η μύτη μου, κρυολόγησα, συναχώθηκα: «βγήκα μέσα στο κρύο ντυμένος ελαφρά και βούλωσε η μύτη μου»·
- δε βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του, α. έχει μεγάλη μυωπία: «του έδειχνα πέρα στο πέλαγος το γιοτ που ερχόταν, αλλά δεν ήξερα ότι αυτός δε βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του!». β. δεν έχει διορατικότητα, δεν μπορεί να δει ή να υπολογίσει μακροπρόθεσμα, είναι κοντόφθαλμος: «επειδή αυτός ο άνθρωπος δε βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του, με τον τρόπο που έστησε τη δουλειά του, θα αποτύχει μέσα σε λίγο καιρό». γ. είναι συντηρητικός, στενόμυαλος, προσκολλημένος στις παλιές συνήθειές του, είναι αρνητικός στους νεωτερισμούς: «περίμενες κι εσύ από άνθρωπο που δε βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του να καταλάβει τα σύγχρονα προβλήματα της νεολαίας;»·
- δε βλέπω (ούτε) τη μύτη μου, α. είναι πολύ σκοτεινά και δε βλέπω καθόλου: «μόλις έγινε διακοπή ρεύματος, δεν έβλεπα ούτε τη μύτη μου μέσα στο δωμάτιό μου». β. είμαι πολύ μεθυσμένος: «αν πιω κάνα ποτήρι παραπάνω, δε βλέπω ούτε τη μύτη μου». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τη σούρα μου τη μύτη μου δε βλέπω,μα γλεντάω δίχως να παρεκτραπώ και γι’ αυτό ελέγχους δε σου επιτρέπω σ’ ό,τι πιω, σ’ ό,τι χορέψω σ’ ό,τι πω)· 
- δε λύθηκε μύτη, βλ. φρ. δεν άνοιξε μύτη·
- δε μάτωσε μύτη, βλ. φρ. δεν άνοιξε μύτη·
- δε με γελά η μύτη μου! είμαι σίγουρος πως μυρίζω αυτό που ανέφερα: «εδώ και ώρα μυρίζει βενζίνα, δε με γελά η μύτη μου! || μαγειρεύεις στιφάδο, δε με γελά η μύτη μου!»·
- δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «δεν μπορώ ν’ ασχοληθώ μαζί σου, γιατί διαβάζω κάτι επείγοντα συμβόλαια και δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «δουλεύω σ’ ένα σούπερ μάρκετ και κάθε Σάββατο δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου». Συνών. δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν άνοιξε μύτη, η συμπλοκή υπήρξε εντελώς αναίμακτη: «οι δυο παρέες αρπάχτηκαν στα χέρια, αλλά ευτυχώς μπήκαν στη μέση άλλοι ψυχραιμότεροι και δεν άνοιξε μύτη». Συνών. δεν άνοιξε ρουθούνι·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου, σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, σχεδόν αστραπιαία: «δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου κι αυτός μου την κοπάνησε». Συνών. δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «μου ’φεραν να ελέγξω όλα τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «είχα τόση δουλειά σήμερα, που δεν προλάβαινα να ξύσω τη μύτη μου». Συνών. δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου·
- είναι (για) να κρατάς τη μύτη σου, α. λέγεται στην περίπτωση που επικρατεί κάπου αφόρητη δυσοσμία: «είναι τόσο βρόμικη οικογένεια, που όταν πας στο σπίτι τους, είναι για να κρατάς τη μύτη σου». β. λέγεται και στην περίπτωση που θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον ως μεγάλο απατεώνα, ως μεγάλη λέρα: «δεν κάνω παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι για να κρατάς τη μύτη σου»·
- είναι (για) να πιάνεις τη μύτη σου, βλ. φρ. είναι (για) να κρατάς τη μύτη σου·
- είσαι και φαίνεσαι κι απ’ τη μύτη σου κρέμεσαι, επιστροφή κακού χαρακτηρισμού σε κάποιον με επιθετική διάθεση: «είσαι μαλάκας. -Είσαι και φαίνεσαι κι απ’ τη μύτη σου κρέμεσαι»· βλ. και φρ. είσαι και φαίνεσαι, λ. φαίνομαι·
- έκλεισε η μύτη μου, είμαι συναχωμένος, συναχώθηκα: «κάθισα ανάμεσα στα ρεύματα κι έκλεισε η μύτη μου»·
- έπεσε η μύτη του ή του ’πεσε η μύτη, έχασε την έπαρση που είχε, ντροπιάστηκε, ταπεινώθηκε: «μας έκανε το λεφτά κι όταν μαθεύτηκε τι φτωχοπεινάλας είναι, έπεσε η μύτη του»·
- έρχομαι μύτη με μύτη (με κάποιον), διαπληκτίζομαι έντονα με κάποιον, είμαι έτοιμος να πιαστώ στα χέρια με κάποιον: «πες ο ένας, πες ο άλλος, στο τέλος, χωρίς να το καταλάβουμε, ήρθαμε μύτη με μύτη κι αν δεν υπήρχαν οι πιο ψύχραιμοι της παρέας, θα πλακωνόμασταν στο ξύλο». Από την εικόνα δυο ατόμων που, καθώς διαπληκτίζονται, φέρνει ο ένας πολύ κοντά το πρόσωπό του στο πρόσωπο του άλλου, θέλοντας να δείξει πως δε φοβάται μια δυναμική αναμέτρηση· βλ. και φρ. πέφτω μύτη με μύτη (με κάποιον)·
- έφαγε η μύτη του χώμα, βλ. συνηθέστ. έφαγε η μούρη του χώμα, λ. μούρη·
- έχει γερή μύτη, α. έχει δυνατή όσφρηση: «μπορεί να ξεχωρίσει όλες τις μυρουδιές, γιατί έχει γερή μύτη» β. έχει μεγάλη διαίσθηση: «πάντα καταλαβαίνει τι πρόκειται να γίνει, γιατί έχει γερή μύτη»·
- έχει δυνατή μύτη, βλ. φρ. έχει γερή μύτη·
- έχει καλή μύτη, βλ. φρ. έχει γερή μύτη·
- έχει μεγάλη μύτη, βλ. φρ. έχει ψηλά τη μύτη·
- έχει μύτη, βλ. φρ. έχει γερή μύτη·
- έχει μύτη σαν μελιτζάνα, βλ. λ. μελιτζάνα·
- έχει παντού τη μύτη του ή έχει τη μύτη του παντού, βλ. συνηθέστ. χώνει παντού τη μύτη του·
- έχει ψηλά τη  μύτη, είναι ψηλομύτης, είναι ακατάδεχτος, περνιέται για μεγάλος: «δεν καταδέχεταινα μιλήσει σε κανέναν, γιατί έχει ψηλά τη μύτη»·
- έχει ψηλή μύτη, το υπονοούμενο στην περίπτωση αυτή είναι πως, ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος, έχει μεγάλο πέος, γιατί αυτή η εντύπωση επικρατεί στο πλατύ κοινό. Ιδίως, η μεγάλη μύτη, ταυτίζεται συνήθως με τους Ποντίους, από όπου και η έκφραση την έχει ποντιακή (ενν. την πούτσα, την ψωλή), δηλαδή έχει μεγάλο πέος· βλ. και φρ. έχει ψηλά τη μύτη·
- έχω μύτη εγώ! επαινετική ή θαυμαστική έκφραση για το άτομό μας τη στιγμή που επαληθεύεται κάποια διαίσθησή μας. Συνήθως συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με το δείκτη του χεριού να χτυπάει αλλεπάλληλες φορές με την άκρη του πάνω στο ρουθούνι μας·
- η μύτη του κοιτά το ταβάνι, είναι ακατάδεκτος, υπερόπτης: «έπιασε κι αυτός κάτι λεφτουδάκια κι από τότε η μύτη του κοιτά το ταβάνι»·
- η μύτη του να πέσει, δε σκύβει να τη σηκώσει, είναι ψωροπερήφανος: «αν μάθει πως είσαι φτωχός, δε θα σε κάνει παρέα, γιατί, η μύτη του να πέσει, δε σκύβει να τη σηκώσει, μια και πιστεύει πως κατάγεται από αριστοκρατική οικογένεια»·
- η μύτη του να πέσει, δε σκύβει να την πιάσει, βλ. φρ. η μύτη του να πέσει δε σκύβει να τη σηκώσει·
- η μύτη του φτάνει στον ουρανό, είναι υπερβολικά ακατάδεκτος, υπερβολικά υπερόπτης: «απ’ τη μέρα που πέρασε στο πανεπιστήμιο, η μύτη του φτάνει στον ουρανό και δεν καταδέχεται να μας πει ούτε καλημέρα»·
- ήρθα μύτη με μύτη (με κάποιον), α. συναντήθηκα απρόσμενα, ξαφνικά, πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον: «όπως έστριψα απ’ τη γωνία, ήρθα μύτη με μύτη με τον τάδε». β. ήρθα αντιμέτωπος με κάποιον έτοιμος να μαλώσω μαζί του: «μου πέταξε ένα υπονοούμενο κι ήρθα μύτη με μύτη μαζί του, κι αν δεν έμπαιναν οι άλλοι στη μέση, θα γινόμασταν μπίλιες». Από την εικόνα δυο ατόμων που, λίγο πριν μαλώσουν μεταξύ τους, ανταλλάσσουν σκληρά λόγια ή ύβρεις, πλησιάζοντας απειλητικά ο ένας στο πρόσωπο του άλλου για να δείξουν πως δε φοβούνται·
- και το κουνούπι μπαίνει στη μύτη, βλ. λ. κουνούπι·
- καθαρίζω τη μύτη μου, βγάζω τις βλέννες από τη μύτη μου, φυσώντας πότε το ένα μου ρουθούνι και πότε το άλλο ή και τα δυο ταυτόχρονα μέσα στο μαντίλι μου: «δεν έχω συνηθίσει να καθαρίζω τη μύτη μου μπροστά σε κόσμο». Ένας άλλος αγενής τρόπος καθαρίσματος της μύτης γίνεται με τον αντίχειρα ή το δείκτη του χεριού μας, που εισχωρεί βαθιά μέσα στα ρουθούνια μας και αποδίδεται ειρωνικά με τη φρ. κάνω ανασκαφές, βλ. λ. ανασκαφή· βλ. και φρ. φυσώ τη μύτη μου·
- κάνει μύτη, α. (για ρούχα) κρεμάει σε κάποιο σημείο: «ο ποδόγυρος θέλει λίγο μάζεμα στο πίσω μέρος, γιατί κάνει μύτη». β. (για στεριά) λέγεται για προεξοχή που εισχωρεί στη θάλασσα: «στ’ ανατολικά του κόλπου της Θεσσαλονίκης η στεριά κάνει μύτη δημιουργώντας έτσι το ακρωτήριο Καραμπουρνάκι»·
- κατέβασε τη μύτη του, βλ. συνηθέστ. έπεσε η μύτη του·
- κάτω απ’ τη μύτη μου, λέγεται για κάτι που γίνεται εντελώς μπροστά μου: «προσπαθούσε, ο αλήτης, να βάλει χέρι στην αδερφή μου κάτω απ’ τη μύτη μου || έβαλε χέρι στο ταμείο κάτω απ’ τη μύτη μου κι όμως δεν τον πήρα μυρουδιά»·
- κλείνει τη μύτη και βουτάει, ενεργεί παράτολμα, απερίσκεπτα: «δεν έχει ποτέ φοβηθεί τίποτα στη ζωή του κι όταν το φέρει η στιγμή, κλείνει τη μύτη και βουτάει». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν πέφτει από ύψος στο νερό (θάλασσα, λίμνη, ποταμός) κλείνει με τα δάχτυλά τη μύτη του για να μην μπει στα ρουθούνια του νερό, γιατί, όταν συμβεί αυτό, είναι οδυνηρό·
- κρατώ τη μύτη μου, κλείνω τα ρουθούνια μου με την παλάμη μου ή τα πιέζω με τον αντίχειρα και το δείκτη του χεριού μου για να αποφύγω κάποια δυσάρεστη μυρουδιά: «κάθε φορά που έρχεται τ’ αυτοκίνητο ν’ αδειάσει το βόθρο του εξοχικού μου, κρατώ τη μύτη μου»·
- λύθηκε η μύτη μου, βλ. φρ. άνοιξε η μύτη μου·
- μάτωσε η μύτη μου, βλ. φρ. άνοιξε η μύτη μου·
- μεγαλώνει η μύτη σου, λες ψέματα: «αποκλείεται να σε πιστέψω, γιατί μεγαλώνει η μύτη σου». Αναφορά στον Πινόκιο·
- μην κοιτάς τη στραβή μου μύτη, κοίτα την ίσια μου τύχη, βλ. λ. τύχη·
- μιλάει με τη μύτη, λόγω παθολογικών συνήθως αιτιών μιλάει με βουλωμένη τη μύτη του, μιλάει ένρινα: «έχει κρεατάκια ο άνθρωπος, γι’ αυτό μιλάει με τη μύτη»·
- μου βγήκε απ’ τη μύτη, α. (για φαγητά) δεν πρόλαβα να το ευχαριστηθώ, γιατί με διέκοψαν στη μέση ή, αμέσως μόλις το έφαγα, συνέβη κάτι που με στενοχώρησε: «έφαγα τόσο ωραίο φαγητό, αλλά μου βγήκε απ’ τη μύτη γιατί, μετά το γεύμα υποχρεώθηκα να ξεφορτώσω ολόκληρο φορτηγό». β. μικρή ευχαρίστηση, όφελος ή κέρδος το πλήρωσα με πολλαπλάσια ζημία ή κόπο: «πήγαμε το βράδυ στα μπουζούκια να διασκεδάσουμε, αλλά μου βγήκε απ’ τη μύτη, γιατί πληρώσαμε τον κούκο αηδόνι || κέρδισα πέντε φράγκα απ’ αυτή τη δουλειά, αλλά μου βγήκε απ’ τη μύτη, γιατί σκοτώθηκα μέχρι να την τελειώσω»·
- μου μπαίνει σαν κουνούπι στη μύτη, βλ. λ. κουνούπι·
- μου μπαίνει στη μύτη, είναι ενοχλητικός ή ενεργεί προκλητικά εναντίον μου: «να του πεις να μη μου μπαίνει άλλο στη μύτη, γιατί, αν αγριέψω, μαύρο φίδι που τον έφαγε». (Λαϊκό τραγούδι: μου γίνανε στενός κορσές και μου μπήκανε στη μύτη, έλα πάρ’ το μου φωνάζουν, κι ειν’ κορίτσι από σπίτι). Από την εικόνα του ατόμου που, όταν μπει ξαφνικά κάτι μέσα στη μύτη του, έντομο ή άλλη μικρή ακαθαρσία, αντιδρά έντονα· βλ. και φρ. μου μπαίνει στο ρουθούνι, λ. ρουθούνι·
- μου παραμπαίνει στη μύτη, επιτείνει την αμέσως παραπάνω φράση: «να πεις του φίλου σου να μη μου παραμπαίνει στη μύτη, γιατί θα χάσω την υπομονή μου και θα τον σαπίσω στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: πώς να τη βγάλω, ρε γυναίκ’, από το σπίτι γιατί μου έχει παραμπεί πολύ στη μύτη)· βλ. και φρ. μου παραμπαίνει στο ρουθούνι, λ. ρουθούνι·
- μου ’σπασε τη μύτη, α. μου προκάλεσε ρινορραγία από χτύπημα που μου κατάφερε στη μύτη και, κατ’ επέκταση, με έδειρε, με νίκησε: «πέταξε μια πέτρα από μακριά και μου ’σπασε τη μύτη || του ’βρισα πάνω στο θυμό μου τη μάνα του κι αυτός έπεσε αγριεμένος απάνω μου και μου ’σπασε τη μύτη». β. (για μυρουδιές, ιδίως φαγητών ή αρωμάτων) την αισθάνθηκα έντονα: «τηγάνιζε η γυναίκα μου κεφτεδάκια στην κουζίνα και μου ’σπασε τη μύτη (η μυρουδιά) || είχε πασαλειφτεί τόσο πολύ με άρωμα, που μου ’σπασε τη μύτη»·
- μου το ’βγαλε απ’ τη μύτη, έγινε αιτία, ώστε κάποια ευχαρίστηση ή κέρδος που αποκόμισα να το πληρώσω με πολλαπλάσια ζημία: «με πήγε στα μπουζούκια να με κεράσει, αλλά έγινε αιτία να πλακωθώ στο ξύλο μ’ έναν απ’ το διπλανό τραπέζι κι έτσι, το ουίσκι που με κέρασε, μου το ’βγαλε απ’ τη μύτη»·
- μου τρύπησε τη μύτη, (για μυρουδιές, ιδίως φαγητών ή αρωμάτων), βλ. φρ. μου ’σπασε τη μύτη·
- μου χτύπησε άσχημα στη μύτη, αισθάνθηκα, μύρισα μια άσχημη μυρουδιά: «άδειαζαν το βόθρο του σπιτιού τους, γι’ αυτό μου χτύπησε άσχημα στη μύτη»·
- μου χτύπησε στη μύτη, (για μυρουδιές, ιδίως φαγητών ή αρωμάτων) μου μύρισε: «μόλις μπήκα στο σπίτι, μου χτύπησε στη μύτη η φασουλάδα που μαγείρευε η μάνα μου»·
- μπουκώνει τη μύτη του, (στη γλώσσα των ναρκωτικών) είναι χρήστης κοκαΐνης: «είναι παιδί από οικογένεια, κι όμως, μπουκώνει τη μύτη του»·
- μπούκωσε η μύτη μου, συναχώθηκα: «δεν ντύθηκα καλά το πρωί που έφυγα για τη δουλειά και μπούκωσε η μύτη μου»·
- μπροστά απ’ τη μύτη μου, βλ. συνηθέστ. κάτω απ’ τη μύτη μου·
- μύτη με μύτη, αντικριστά με την αιχμηρή τους άκρη: «κρέμασε στον τοίχο τα σπαθιά μύτη με μύτη»·
- όλα τα γουρούνια, μια μύτη έχουνε, βλ. λ. γουρούνι·
- πατώ στις μύτες, περπατώ πολύ προσεκτικά, προσπαθώντας να μην κάνω θόρυβο για να μη γίνω αντιληπτός: «κάθε φορά που γυρίζω αργά στο σπίτι, πατώ στις μύτες για να μη με πάρει μυρουδιά ο πατέρας μου»·
- πατώ στις μύτες των παπουτσιών μου, βλ. συνηθέστ. πατώ στις μύτες·
- πατώ στις μύτες των ποδιών μου, βλ. φρ. πατώ στις μύτες·
- περπατώ στις μύτες, βλ. φρ. πατώ στις μύτες·
- περπατώ στις μύτες των παπουτσιών μου, βλ. συνηθέστ. πατώ στις μύτες·
- περπατώ στις μύτες των ποδιών μου, βλ. φρ. πατώ στις μύτες·
- πέφτουν μύτες, κάνει αφόρητο κρύο: «ντύσου καλά πριν βγεις έξω, γιατί με την αλλαγή του καιρού πέφτουν μύτες». Συνών. πέφτουν αφτιά·
- πέφτω μύτη με μύτη (με κάποιον), έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον σε τυχαία συνάντηση: «όπως έστριβα τη γωνιά, έπεσα μύτη με μύτη με κάποιον που είχα μήνες να τον δω»·
- πιάνω τη μύτη μου, βλ. φρ. κρατώ τη μύτη μου·
- πουδράρω τη μύτη μου, α. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) εισπνέω, ρουφώ ναρκωτική σκόνη με τη μύτη, σνιφάρω: «κάποια στιγμή μπήκαμε με τον τάδε στην τουαλέτα για να πουδράρουμε τη μύτη μας». Από το σημάδι που αφήνει η ναρκωτική σκόνη, όταν έρχεται σε επαφή με τη μύτη, και που παρομοιάζεται με την πούδρα. β. (ειδικά για γυναίκα) μακιγιάρομαι: «στάθηκε για λίγο σ’ ένα καθρέφτη και διακριτικά πούδραρε τη μύτη της»·
- σηκώνω μύτη, αυθαδιάζω: «μόλις τον δεις να σηκώνει μύτη, βάλ’ τον στη θέση του»· βλ. και φρ. σηκώνω τη μύτη μου·
- σηκώνω τη μύτη (μου), επαίρομαι, γίνομαι αλαζονικός: «έχω μάθει να μη σηκώνω τη μύτη, γιατί η ζωή ρόδα είναι και γυρίζει και δεν ξέρει κανείς πώς έρχονται τα πράγματα». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα το πήρες αψηλά και σήκωσες τη μύτη· φαντάστηκες πως ήσουνα η ωραία Αφροδίτη)· βλ. και φρ. σηκώνω μύτη·
- σκάω μύτη, α. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι κάπου, ιδίως ύστερα από πολύ καιρό απουσίας: «κι εκεί που δεν ξέραμε πού ήταν, έσκασε ξαφνικά μύτη στο καφενείο». β. (για χαρτοπαίγνιο) δείχνω τα λεφτά μου για να μπω στο παιχνίδι: «σκάσε μύτη να δούμε πρώτα τι λεφτά έχεις, και μετά μπαίνεις στο παιχνίδι». Συνών. δείχνω φως·
- στάζει η μύτη μου, βλ. φρ. τρέχει η μύτη μου·
- το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται, βλ. λ. πουλί·
- το περνώ χαλκά στη μύτη, βλ. λ. χαλκάς·
- το ’πιασα με τη μύτη μου, βλ. συνηθέστ. το μυρίστηκα, λ. μυρίζομαι·
- τον σέρνει απ’ τη μύτη, του έχει επιβληθεί απόλυτα και τον αναγκάζει να τον ακολουθεί όπου αυτός θέλει, ή τον αναγκάζει να κάνει ό,τι αυτός αποφασίζει: «είναι τόσο ερωτευμένος μαζί της, που τον σέρνει απ’ τη μύτη». Από την εικόνα του αρκουδιάρη, που σέρνει την αρκούδα του όπου αυτός θέλει μέσα στους δρόμους ή την αναγκάζει να κάνει ό,τι αυτός θέλει, οδηγώντας τη μ’ ένα σκοινί δεμένο στο χαλκά που της έχει περάσει στη μύτη. Πρβλ.: να φύγω και να κουνηθώ δε μ’ άφην’ απ’ το σπίτι κι ένα χαλκά από σίδερο μου πέρασε στη μύτη (Λαϊκό τραγούδι)·
- τον τραβάει απ’ τη μύτη, βλ. φρ. τον σέρνει απ’ τη μύτη. (Λαϊκό τραγούδι: θαρρείς πως με τραβάς από τη μύτη,γιατ’ είσαι από τζάκι κι από σπίτι
- τον τρώει η μύτη του, με τις ενέργειες ή τις πράξεις του είναι σαν να επιδιώκει να υποστεί κάποια τιμωρία, ιδίως σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «δεν ξέρω τι επιδιώκει μ’ αυτά που κάνει, αλλά μου φαίνεται πως τον τρώει η μύτη του». Από το ότι από παλιά υπάρχει η λαϊκή δοξασία πως, όταν κανείς νιώθει κνισμό στη μύτη του, θα φάει ξύλο·
- τον φαγουρίζει η μύτη του, βλ. φρ. τον τρώει η μύτη του·
- του περνώ το χαλκά στη μύτη (ενν. και τον τραβώ), βλ. λ. χαλκάς·
- του ’σπασα τη μύτη, τον έδειρα άγρια, τον ξυλοφόρτωσα, του άνοιξα τη μύτη από το ξύλο που του έδωσα: «επειδή δεν έπαψε στιγμή να με βρίζει, σηκώθηκα και του ’σπασα τη μύτη»·
- του το ’βγαλα απ’ τη μύτη, έγινα αιτία να πληρώσει με πολλαπλάσια ζημία κάποια ευχαρίστηση ή κέρδος που αποκόμισε από κάπου: «με πήγε στα μπουζούκια να διασκεδάσουμε, αλλά έκανα τόσο μεγάλο λογαριασμό που του το ’βγαλα απ’ τη μύτη»·
- του ’τριψα τη μύτη στο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- τραβώ τη μύτη μου, βλ. συνηθέστ. φυσώ τη μύτη μου·
- τρέχει η μύτη μου, έχω καταρροή, έχω συνάχι: «μόλις κρυώσω λιγάκι, τρέχει η μύτη μου»·
- τρέχει η μύτη μου νερό, έχω έντονη καταρροή, η βλέννα μου τρέχει από τη μύτη μου είναι πολύ αραιή: «άρπαξα τέτοιο κρύωμα, που τρέχει η μύτη μου νερό»·
- τρίβω τη μύτη μου, βρίσκομαι σε αμηχανία: «όταν έφεραν μπροστά του αυτόν που τον είδε να βάζει χέρι στο ταμείο, άρχισε να τρίβει τη μύτη του»·
- φυσώ τη μύτη μου, την καθαρίζω φυσώντας δυνατά τα ρουθούνια μου για να παρασυρθούν στο μαντίλι μου οι βλέννες που υπάρχουν μέσα σε αυτή: «κάποια στιγμή αποτραβήχτηκε σε μια γωνιά και φύσηξε τη μύτη του στο μαντίλι του». Ένας άλλος τρόπος φυσήματος της μύτης, που παρατηρείται συνήθως σε άξεστους ή λαϊκούς ανθρώπους, είναι το κλείσιμο του ενός ρουθουνιού με τον αντίχειρα, ελαφρό σκύψιμο μπροστά και δυνατό φύσημα του άλλου ρουθουνιού και αντιστρόφως, με αποτέλεσμα να πεταχτεί η βλέννα στη γη·
- χαμηλώνω τη μύτη ή χαμηλώνω τη μύτη μου, εγκαταλείπω την υπεροπτική, την αλαζονική μου στάση: «μόλις κατάλαβε πως η ευτυχία δεν είναι αιώνια και πως σήμερα είμαστε κι αύριο δεν είμαστε, χαμήλωσε τη μύτη του κι έγινε πιο καταδεκτικός»·
- χώνει παντού τη μύτη του ή χώνει τη μύτη του παντού, ανακατεύεται, επεμβαίνει απρόσκλητος σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν: «έχει μανία να χώνει παντού τη μύτη του». Συνών. χώνει παντού τη μούρη του / χώνει παντού την ουρά του·
- χώνει τη μύτη του (κάπου), επεμβαίνει αδιάκριτα κάπου: «η υπόθεση δε σ’ αφορά καθόλου, γι’ αυτό μη χώνεις τη μύτη σου»·
- ψήλωσε τη μύτη του, βλ. φρ. έχει ψηλά τη μύτη.

ναφθαλίνη

ναφθαλίνη, η, ουσ. [<γαλλ. naphtaline <ελλ. νάφθα <περσ. naft + κατάλ. -ίνη], η ναφθαλίνη·
- βάζω στη ναφθαλίνη, αποσύρω, παύω να υπολογίζω κάποιον ή να χρησιμοποιώ κάτι, γιατί είναι ή το θεωρώ παρωχημένο: «στο τελευταίο τους συνέδριο, οι μέτοχοι έβαλαν στη ναφθαλίνη το διευθυντή της επιχείρησης, γιατί δεν μπορούσε να πιάσει τον παλμό της εποχής || όλους τους παλιούς μου δίσκους τους έβαλα στη ναφθαλίνη, γιατί κυκλοφόρησαν εντελώς μοντέρνα τραγούδια». Από την εικόνα της νοικοκυράς που κλείνει στη ντουλάπα τα ρούχα της σεζόν που πέρασε, βάζοντας και ναφθαλίνη για να τα προφυλάξει από το σκώρο·
- βγάζω απ’ τη ναφθαλίνη, ανασύρω από την αφάνεια και υπολογίζω σε κάποιον ή χρησιμοποιώ κάτι που το είχα αχρηστέψει, γιατί θεωρώ πως βρίσκεται πάλι στην επικαιρότητα ή είναι της μόδας: «έβγαλαν απ’ τη ναφθαλίνη τον παλιό διευθυντή του οργανισμού, γιατί αυτός που είχαν αποδείχτηκε ανίκανος || απ’ τη στιγμή που ο κόσμος γύρισε πάλι στο παλιό τραγούδι, έβγαλα απ’ τη ναφθαλίνη όλους τους παλιούς μου δίσκους». Από την εικόνα της νοικοκυράς που βγάζει από την ντουλάπα τα ρούχα της σεζόν που έρχεται. Πρβλ.: χαμένοι στην αφάνεια και μες τη ναφθαλίνη μπράβο που τους ανέσυρες για να χαρούν και κείνοι (Λαϊκό τραγούδι)·
- μυρίζει ναφθαλίνη, το άτομο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, είναι παλιάς, ξεπερασμένης εποχής, είναι παλιομοδίτης, παλιομοδίτικος: «πώς να νιώσει τα προβλήματα της νεολαίας αυτός ο άνθρωπος, απ’ τη στιγμή που μυρίζει ναφθαλίνη; || φορούσε ο φουκαράς ένα κοστούμι, που μύριζε ναφθαλίνη».

νους

νους, ο, ουσ. [<αρχ. νοῦς], ο νους, το μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: βασίλισσα της Βενετιάς κι αν ήσουνα, πουλί μου, το νου μου δεν τον έπαιρνες από την κεφαλή μου). (Ακολουθούν 114 φρ.)·
- άβουλος ο νους, διπλός ο κόπος, βλ. φρ. άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος·
- αλλάζω νου, βλ. συνηθέστ. αλλάζω μυαλό, λ. μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: η μάνα σου η μπλου καιρός ν’ αλλάξει νου,γιατί, και να το θέλει, δε γίνεσαι αλλουνού
- άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος, όποιος ενεργεί απερίσκεπτα, κοπιάζει διπλά: «αφού δεν υπολόγισες καλά τις δουλειές σου, τρέχα τώρα να προλάβεις, γιατί άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος». Συνών. όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια·
- αυτό βγάλ’ το απ’ το νου σου, βλ. φρ. αυτό βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου, λ. μυαλό·
- βάζω κάτι στο νου μου ή βάζω στο νου μου κάτι, βλ. φρ. βάζω κάτι στο μυαλό μου, λ. μυαλό·
- βάζω με το νου μου, βλ. φρ. βάζω με το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- βάζω με το νου μου ό,τι λάχει, βλ. φρ. βάζω με το μυαλό μου ό,τι λάχει, λ. μυαλό·
- βάζω με το νου μου ό,τι να ’ναι, βλ. φρ. βάζω με το μυαλό μου ό,τι να ’ναι, λ. μυαλό·
- βάζω νου, βλ. φρ. βάζω μυαλό, λ. μυαλό·
- βάζω πολλά με το νου μου, βλ. φρ. βάζω πολλά με το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- βάζω στο νου μου (κάτι), σκοπεύω να κάνω κάτι ή υποθέτω κάτι: «έβαλα στο νου μου ν’ αγοράσω ένα αυτοκίνητο || κάποια στιγμή έβαλα στο νου μου πως ήσουν εσύ αυτός που με κατηγόρησε»·
- βάζω το κακό με το νου μου ή βάζω το κακό στο νου μου, υποψιάζομαι πως θα συμβεί κάτι κακό, κακομελετώ: «κάθε φορά που αργούν να επιστρέψουν τα παιδιά του στο σπίτι, αμέσως βάζει το κακό με το νου του». (Λαϊκό τραγούδι: πες μου τι μου μαγειρεύει, τέτοια ώρα τι γυρεύει; Άντρα μου, μη μου γκρινιάζεις και κακό στο νου μη βάζεις
- βάζω το νου μου να δουλέψει, βλ. συνηθέστ. βάζω το μυαλό μου να δουλέψει, λ. μυαλό·
- βάλ’ το (καλά) στο νου σου! βλ. φρ. βάλ’ το (καλά) στο μυαλό σου! λ. μυαλό·
- βγάζω απ’ το νου μου (κάτι), α. φαντάζομαι: «κάθε τόσο βγάζει απ’ το νου του πως τον κλέβω». β. επινοώ, μηχανεύομαι, σοφίζομαι: «έβγαλε απ’ το νου του χίλιες δυο δικαιολογίες για να μην έρθει στη δουλειά». γ. παύω να ελπίζω, να περιμένω, ιδίως κάτι καλό: «αφού δεν έχω λεφτά, έβγαλα απ’ το νου μου τις φετινές διακοπές». Συνών. βγάζω απ’ το κεφάλι μου (κάτι) /  βγάζω απ’ το μυαλό μου (κάτι)·
- βγάλ’ το απ’ το νου σου, α. δεν πρόκειται να ενεργήσω με τον τρόπο που μου προτείνεις, ιδίως δεν πρόκειται να σου δώσω αυτό που μου ζητάς: «βγάλ’ το απ’ το νου σου πως θα σου δώσω τα λεφτά που μου ζητάς». β. πάψε να σκέφτεσαι κάτι που σου είναι οδυνηρό, ξέχασέ το: «αν θέλεις να ηρεμήσεις, βγάλ’ το απ’ το νου σου πως σε κάρφωσε ο φίλος σου». Συνών. βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου / βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου·
- δε βγαίνει απ’ το νου μου, βλ. φρ. δε βγαίνει απ’ το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- δε σκοτίζει το νου του, δεν ενδιαφέρεται, δε στενοχωριέται, αδιαφορεί για κάτι: «απ’ ό,τι ξέρω, δε σκοτίζει το νου του για τα πολιτικά». (Λαϊκό τραγούδι: είν’ ευτυχής ο άνθρωπος π’ αγάπη δε γνωρίζει και για γυναίκες όμορφες το νου του δε σκοτίζει
- δε φεύγει απ’ το νου μου, βλ. φρ. δε φεύγει απ’ το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- δεν κατεβάζει ο νους του, βλ. συνηθέστ. δεν κατεβάζει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- δεν κόβει ο νους του ή δεν του κόβει ο νους, βλ. συνηθέστ. δεν κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- δεν ξέρω τι έχει στο νου του, βλ. φρ. δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του, λ. μυαλό·
- δεν ξεκολλάει απ’ το νου μου, βλ. φρ. δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- δεν ορίζω το νου μου, δεν μπορώ να σκεφτώ σωστά, δεν μπορώ να σκεφτώ: «μόλις πιω τέσσερα πέντε ποτήρια, δεν ορίζω το νου μου». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι αλανιάρης στους δρόμους και γυρίζω κι απ’ την πολλή μαστούρα μου κανέναν δε γνωρίζω κι απ’ την πολλή τη σούρα μου το νου μου δεν ορίζω
- δεν το βάζει ο νους μου! βλ. συνηθέστ. δεν το χωράει ο νους μου(!)·
- δεν το φτάνει ανθρώπου νους, βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν το χωράει ο νους μου! δεν μπορώ να το φανταστώ, δεν μπορώ να το πιστέψω, μου είναι απίστευτο, αδιανόητο: «δεν το χωράει ο νους μου μετά από τέτοια αγάπη που είχαν να φτάσουν στο χωρισμό!»·
- εδώ σταματάει ο νους του ανθρώπου, βλ. φρ. εδώ σταματάει το μυαλό του ανθρώπου, λ. μυαλό·
- εδώ χρειάζεται νου κι όχι ανασινί ναμού, η δουλειά ή η υπόθεση χρειάζεται πολλή σκέψη, πολλή εξέταση, δεν πρέπει να την αντιμετωπίσουμε επιπόλαια: «δεν μπορώ να κάνω βιαστικές δουλειές, γιατί εδώ χρειάζεται νου κι όχι ανασινί ναμού»·
- έρχεται στο νου μου (κάτι), βλ. φρ. έρχεται στο μυαλό μου (κάτι), λ. μυαλό·
- εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει, α. εισαγωγική πρόταση σε κάποιον που θέλουμε να ζητήσουμε τη γνώμη του για κάτι: «εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει, τι πρέπει να κάνω τώρα για να βγω απ’ αυτή τη δυσκολία;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για πες μας ή το για πες μου. Κατάλοιπο του αινίγματος εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει, ένα καράβι σίδερο πόσες βελόνες βγάζει(;). β. λέγεται και ειρωνικά σε άτομο που κάνει διαρκώς τον έξυπνο, που νομίζει ότι τα ξέρει όλα· βλ. και λ. κατεβάζω·
- έχασε το νου του, βλ. φρ. έχασε τα μυαλά του, λ. μυαλό·
- έχε το νου σου! πρόσεχε, φυλάξου(!): «έχε το νου σου στ’ αυτοκίνητο που έρχεται!». (Λαϊκό τραγούδι: κάποτε θα ’ρθουν γνωστικοί, λογάδες και γραμματικοί για να σε πείσουν. Έχε το νου σου στο παιδί, κλείσε την πόρτα με κλειδί, θα σε πουλήσουν
- έχε το νου σου, πρόσεχε, ανάλαβε την ευθύνη: «έχε το νου σου στο παιδί όσο θα λείπω»·
- έχε το στο νου σου, μην το αμελήσεις, μην το ξεχάσεις: «έχε το στο νου σου να τακτοποιήσεις κι εκείνη την υπόθεση». Συνήθως η φρ. κλείνει με το ε ή με το έτσι·
- έχει αλλού το νου του, βλ. φρ. έχει αλλού το μυαλό του, λ. μυαλό·
- έχει το νου του όλο στο κεχρί ή έχει το νου του συνέχεια στο κεχρί, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο κεχρί, λ. μυαλό·
- έχει το νου του όλο στο τσιτσί ή έχει το νου του συνέχεια στο τσιτσί, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο τσιτσί, λ. μυαλό·
- έχει το νου του όλο στο ψαχνό ή έχει το νου του συνέχεια στο ψαχνό, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο ψαχνό, λ. μυαλό·
- έχει το νου του όλο στο ψητό ή έχει το νου του συνέχεια στο ψητό, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο ψητό, λ. μυαλό.
- έχω κατά νου να…, βλ. φρ. έχω στο νου μου να(…)·
- έχω στο νου μου, βλ. φρ. έχω στο μυαλό μου, λ. μυαλό·
- έχω στο νου μου να…, προτίθεμαι, σκοπεύω, λογαριάζω να…: «φέτος το καλοκαίρι έχω στο νου μου να πάω διακοπές στα νησιά»·
- έχω το νου μου, προσέχω: «κάθε φορά που παίζω χαρτιά μαζί του, έχω το νου μου να μη με κλέβει»·
- έχω το νου μου (σε κάποιον ή σε κάτι), α. προσέχω, παρακολουθώ κάποιον ή κάτι: «θα καθίσω κοντά στο παράθυρο και θα ’χω το νου μου μήπως περάσει ο τάδε || έχω το νου μου να σου δείξω, αν περάσει, ποιο αυτοκίνητο μου αρέσει». β. προσέχω, ενδιαφέρομαι να μη συμβεί κάτι κακό σε κάποιον ή σε κάτι: «πήγαινε εσύ στη δουλειά σου κι εγώ θα ’χω το νου μου στο παιδί || άσε σ’ αυτό το μέρος τ’ αυτοκίνητό σου και θα ’χω το νου μου μήπως περάσει κανένας τροχονόμος»·
- η αλεπού με το νου της κοκόρια ονειρεύεται, βλ. λ. αλεπού·
- θα μου φύγει ο νους, βλ. συνηθέστ. θα μου φύγει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα μου στρίψει ο νους, βλ. συνηθέστ. θα μου στρίψει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα σου στρίψει ο νους, βλ. συνηθέστ. θα σου στρίψει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα σου φύγει ο νους, βλ. φρ. συνηθέστ. θα σου φύγει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα χάσεις το νου σου, βλ. συνηθέστ. θα χάσεις το μυαλό σου, λ. μυαλό·
- θα χάσω το νου μου, βλ. συνηθέστ. θα χάσω το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- κάνει με το νου του μπαϊράμι, βλ. λ. μπαϊράμι·
- κατά το νου και γνώση ή κατά το νου κι η γνώση, βλ. συνηθέστ. κοντά στο νου και γνώση·
- κατεβάζει ο νους του, είναι εύστροφος, επινοητικός, κατεβάζει ιδέες: «κάθε τόσο στήνει και μια καινούρια δουλειά, γιατί κατεβάζει ο νους του». (Λαϊκό τραγούδι: άσε το πείσμα κατά μέρος και το νάζι και τα κολπάκια που μου κάνεις τα πολλά, μ’ αυτές τις πονηριές που ο νους σου κατεβάζει,κατεργάρα, στο ’πα θα με βάλεις σε μπελά). Οι πιο παλιοί θα θυμούνται το: εσύ που ξέρεις τα πολλά, κι ο νους κατεβάζει, ένα καράβι σίδερο πόσες βελόνες βγάζει; που λεγόταν με ειρωνική διάθεση υπό τύπου αινίγματος σε άτομο που έκανε τον πολύ έξυπνο. Συνών. κατεβάζει η γκλάβα του / κατεβάζει η κεφάλα του / κατεβάζει η κόκα του / κατεβάζει η κούτρα του / κατεβάζει το κεφάλι του / κατεβάζει το μυαλό του / κατεβάζει το νιονιό του / κατεβάζει το ξερό του·
- κλωθογυρίζει στο νου μου (κάποιος ή κάτι), βλ. φρ. κλωθογυρίζει στο μυαλό μου (κάποιος ή κάτι), λ. μυαλό·
- κόβει ο νους του, βλ. συνηθέστ. κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- κοντά στο νου και γνώση ή κοντά στο νου κι η γνώση, α. όταν κανείς χρησιμοποιεί το μυαλό του, τότε γίνεται φρόνιμος και προνοητικός, η εμπειρία αποκτιέται μόνο όταν υπάρχει γνώσηή συναίσθηση των πράξεων μας: «εγώ δεν τρέχω σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό μου, γιατί κοντά στο νου κι η γνώση πως με το παραμικρό μπορεί να σκοτωθώ». β. το πράγμα είναι τόσο αυτονόητο, τόσο αυταπόδεικτο, που δε χρειάζεται άλλη κουβέντα ή ιδιαίτερη επεξήγηση: «κοντά στο νου και γνώση πως, αν πέσει κανείς απ’ το πέμπτο πάτωμα, θα σκοτωθεί»·
- κρατώ στο νου μου, θυμάμαι: «κρατώ στο νου μου τις καλές στιγμές που πέρασα μαζί σου»·
- λέω με το νου μου, βλ. φρ. λέω με το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα, βλ. λ. ακαμάτης·
- με το νου του, με τη φαντασία του, υποθετικά: «με το νου του νομίζει πως είναι μεγάλος και τρανός»·
- μου μπαίνει στο νου, κάνω τη σκέψη, σκέφτομαι επίμονα κάτι: «όταν μου μπει στο νου κάτι πρέπει να το πραγματοποιήσω, γιατί αλλιώς θα σκάσω»·
- μου ξεσήκωσε το νου, βλ. φρ. μου ξεσήκωσε τα μυαλά, λ. μυαλό·
- μου πέρασε απ’ το νου, σκέφτηκα, συνήθως στιγμιαία: «κάποια στιγμή μου πέρασε απ’ το νου να σου τηλεφωνήσω, αλλά ήρθε ο τάδε και ξεχάστηκα». (Λαϊκό τραγούδι: μη σου περάσει απ’ το νου πως σε ζηλεύω και πως μπορείς εσύ να μ’ έχεις για ρεζέρβα, απλώς σου κάνω θεωρία μη τυχόν παρεκτραπείς, γιατί να ξέρεις πως θα παρεξηγηθείς
- μου πήρε το νου ή μου ’χει πάρει το νου, βλ. φρ. μου πήρε το μυαλό, λ. μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: νου και λογισμό μου παίρνεις βρε, τα ματόκλαδά σου γέρνεις // λούνα λουνέρο πλάνο φεγγάρι ένα όμορφο κορίτσι το νου μου ’χει πάρει (Τραγούδι)·
- μου ’ρχεται στο νου (κάτι), βλ. φρ. μου ’ρχεται στο μυαλό (κάτι), λ. μυαλό·
- μου σήκωσε το νου, βλ. συνηθέστ. μου ξεσήκωσε το νου. (Λαϊκό τραγούδι: μωρή Ντουντού, μωρή Ντουντού, εσύ μου σήκωσες το νου
- μου ’φυγε ο νους, βλ. συνηθέστ. μου ’φυγε το μυαλό, λ. μυαλό·
- να το βάλεις στο νου σου, να το εντυπώσεις: «να το βάλεις στο νου πως άλλη φορά δε θα σε βοηθήσω». (Λαϊκό τραγούδι: γυναίκες, φίλους και λεφτά, όσα κι αν θέλεις κάνεις, μανούλα δεν θα ξαναβρείς, στο νου σου να το βάλεις). Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- να το ’χεις στο νου σου, βλ. φρ. έχε το στο νου σου·
- να ’χουμε και το νου μας ή να ’χουμε το νου μας, ας είμαστε επιφυλακτικοί, προσεκτικοί, ας προσέχουμε: «όταν γνωρίζουμε κάποιον καινούριο άνθρωπο, να ’χουμε το νου μας»·
- νου μου! το ξέρω, το θυμάμαι, το ’χω υπόψη μου. Έκφραση που λέγεται στο παιδικό παιχνίδι γιάντες (βλ. λ.)·
- ξεδίνει ο νους μου, βλ. φρ. ξεδίνει το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- ο κοινός νους, η δυνατότητα του μέσου ανθρώπου να σκέφτεται ορθά, η κοινή λογική: «ο κοινός νους λέει πως, όταν υπάρχει οικονομική κρίση, πρέπει να γίνονται περικοπές στα έξοδα»·
- ο νους του πάει αλλού ή πάει αλλού ο νους του, βλ. φρ. το μυαλό του πάει αλλού, λ. μυαλό·
- ο νους του πάει στο κακό ή πάει στο κακό ο νους του, βλ. φρ. το μυαλό του πάει στο κακό, λ. μυαλό·
- ο νους του πετάει αλλού ή πετάει αλλού ο νους του, βλ. φρ. το μυαλό του πετάει αλλού, λ. μυαλό·
- ο νους του πετάει στο κακό ή πετάει στο κακό ο νους του, βλ. συνηθέστ. το μυαλό του πετάει στο κακό, λ. μυαλό·
- ο νους του ταξιδεύει,
- ο νους του τρέχει αλλού ή τρέχει αλλού ο νους του, βλ. συνηθέστ. το μυαλό του τρέχει αλλού, λ. μυαλό·
- ο νους του τρέχει στο κακό ή τρέχει στο κακό ο νους του, βλ. συνηθέστ. το μυαλό του τρέχει στο κακό, λ. μυαλό·
- όποιος δουλεύει βασιλιά, πρέπει το νου του να ’χει, βλ. λ. βασιλιάς·
- όταν δεις λύκου αχνάρια, έχε το νου σου στα πρόβατα, βλ. λ. λύκος·
- ό,τι βάλει ο νους σου! τα πάντα: «αυτό το σούπερ μάρκετ, έχει ό,τι βάλει ο νους σου! || εκεί που θα πάμε, μπορείς να κάνεις ό,τι βάλει ο νους σου!»·
- ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου! βλ. φρ. ό,τι βάλει ο νους σου(!)·
- πάει να μου φύγει ο νους, βλ. συνηθέστ. πάει να μου φύγει το μυαλό, λ. μυαλό·
- πέρασε απ’ το νου μου, α. σκέφτηκα: «κάποια στιγμή πέρασε απ’ το νου μου να πάω να τον βρω στο γραφείο του, αλλά το μετάνιωσα». β. φαντάστηκα, υποπτεύθηκα: «κάποια στιγμή πέρασε απ’ το νου μου πως εσύ ήσουν αυτός που με κάρφωσε»·
- πετώ με το νου μου, ονειροπολώ, δεν προσέχω σε αυτό που γίνεται ή λέγεται μπροστά μου: «άλλη φορά να μην πετάς με το νου σου και να προσέχεις αυτά που σου λέω»·
- πού αρμενίζει ο νους σου; βλ. φρ. πού αρμενίζει το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού βόσκει ο νους σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού έχεις το νου σου; ή πού τον έχεις το νου σου; βλ. φρ. πού έχεις το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού να βάλει ο νους μου! πώς να το σκεφτώ, πώς να το υπολογίσω: «μου είχε ορκιστεί πως δε θα ξανάπαιζε χαρτιά. Πού να βάλει ο νους μου πως τα βράδια που χωρίζαμε για τα σπίτια μας αυτός πήγαινε στη λέσχη!». (Λαϊκό τραγούδι: νόμιζα, σαν ήρθες, πως τη ζυγαριά από λίγες πίκρες θα την ξαλαφρώσεις, πού να βάλει ο νους μου ότι μια βραδιά και με προδοσία θα μου τη φορτώσεις)· 
- πού ταξιδεύει ο νους σου; βλ. φρ. πού ταξιδεύει το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού τον είχες το νου σου; βλ. φρ. πού το ’χες το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού τρέχει ο νους σου; βλ. φρ. πού τρέχει το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- σάλεψε ο νους του, βλ. φρ. σάλεψε το μυαλό του, λ. μυαλό·
- σβήνω απ’ το νου μου, διαγράφω από τη σκέψη μου: «ήταν τόσο κακιά γυναίκα που την έσβησα απ’ το νου μου». (Λαϊκό τραγούδι: ποιο ποτάμι και ποια θάλασσα μεγάλη θα βρεθεί, να σε ξεπλύνει απ’ τη ντροπή; Να πνιγείς σε μια καινούρια παραζάλη και να σβήσεις απ’ το νου μου ένα πρωί!
- σκοτείνιασε ο νους του, βλ. συνηθέστ. σκοτείνιασε το μυαλό του, λ. μυαλό·
- σκοτίζω το νου μου, βλ. φρ. σκοτίζω το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- στάθηκε ο νους μου, βλ. συνηθέστ. στάθηκε το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- σταμάτησε ο νους μου, βλ. συνηθέστ. σταμάτησε το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- τα βγάζει απ’ το νου του, τα υποθέτει, τα φαντάζεται, τα εφευρίσκει: «μην πιστεύεις που σου λέει πως όλοι  τον εχθρεύονται, γιατί τα βγάζει απ’ το νου του». Συνών. τα βγάζει απ’ την κοιλιά του / τα βγάζει απ’ το κεφάλι του / τα βγάζει απ’ το μυαλό του·
- ταξιδεύει ο νους του, βλ. φρ. ταξιδεύει το μυαλό του. (Λαϊκό τραγούδι: κανείς εδώ δεν τραγουδά, κανένας δε χορεύει, ακούει μόνο την πενιά κι ο νους του ταξιδεύει
- τι βάζεις με το νου σου; βλ. φρ. τι βάζεις με το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- τι έχεις στο νου σου; βλ. φρ. τι έχεις στο μυαλό σου; λ. μυαλό·
- το βάζει ο νους σου; μπορείς να το διανοηθείς; να το φανταστείς(;): «το βάζει ο νους σου πως τίναξε το σπίτι του στον αέρα για μια παλιογυναίκα;»·
- το νου σου! συγκοπή της φρ. έχε το νου σου(!)·
- το ’χω στο νου μου, δεν το ξέχασα, εξακολουθεί να απασχολεί τη σκέψη μου: «θα μου στείλεις τα λεφτά που σου ζήτησα; -Το ’χω στο νου μου»·
- το χωράει ο νους σου; μπορείς να το φανταστείς; μπορείς να το πιστέψεις(;): «το χωράει ο νους σου, μετά από τέτοια αγάπη που είχαν, ότι θα μπορούσαν να φτάσουν στο χωρισμό;»·
- τον βγάζω απ’ το νου μου, βλ. συνηθέστ. τον βγάζω απ’ το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- τον έχω στο νου μου, τον σκέφτομαι: «απ’ τη μέρα που έφυγε, τον έχω συνέχεια στο νου μου»·     
- του γυρίζω το νου, τον κάνω να αλλάξει γνώμη, τακτική, ιδίως ύστερα από επίμονη κουβέντα ή επίμονες συμβουλές: «με το πες πες του γύρισα το νου και ξέκοψε απ’ την αλητεία». (Λαϊκό τραγούδι: ήθελα να σ’ αντάμωνα να σου ’λεγα καμπόσα, κι αν δε σου γύριζα το νου, αχ ψεύτη ντουνιά, να μου ’κοβαν τη γλώσσα)· βλ. και φρ. του γυρίζω τα μυαλά, λ. μυαλό·
- του λείπει ο νους, βλ. φρ. του λείπει το μυαλό, λ. μυαλό·
- του παίρνω το νου, βλ. φρ. του παίρνω τα μυαλά, λ. μυαλό·
- τρέχει ο νους του, βλ. φρ. τρέχει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- φέρνω στο νου μου, βλ. φρ. φέρνω στο μυαλό μου, λ. μυαλό·
- χάνω το νου μου, βλ. φρ. χάνω το μυαλό μου, λ. μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: ν’ αναστενάξω ήθελα, φοβούμαι μην ποθάνω, γιατί άλλη μια αναστέναξα κι είπα το νου μου χάνω).

νύφη

νύφη, η, πλ. νύφες κ. νυφάδες, οι, ουσ. [<μσν. νύφη <αρχ. νύμφη], η νύφη. Υποκορ. νυφούλα κ. νυφίτσα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 36 φρ.)·
- άλλες νυφάδες ήρθανε κι άλλα κουλούρια πλάσανε, τα καινούρια πρόσωπα σε ένα σπίτι, σε μια επιχείρηση, φέρνουν συνήθως και καινούριες συνήθειες, καινούρια συστήματα: «απ’ τη μέρα που ήρθε νέος διευθυντής στο εργοστάσιο, χάραξε νέα γραμμή στην παραγωγή, γιατί, άλλες νυφάδες ήρθανε κι άλλα κουλούρια πλάσανε»·
- άλλος πληρώνει τη νύφη, βλ. φρ. πληρώνω τη νύφη·
- αλλού βαρούν τα τύμπανα κι αλλού χορεύει η νύφη, λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση που δεν κάνει κανείς αυτό που επείγεται να γίνει, αλλά ασχολείται με κάτι διαφορετικό: «λέω ν’ ανοίξουμε τις δουλειές μας και στο χώρο των ηλεκτρονικών. -Αλλού βαρούν τα τύμπανα κι αλλού χορεύει η νύφη. Κάτσε, ρε παιδάκι μου, πρώτα να ξεχρεώσουμε αυτή τη δουλειά που έχουμε και βλέπουμε τι θα κάνουμε μετά!»· 
- αν θέλ’ η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ’χει ο πεθερός, βλ. λ. πεθερός·
- βρες τη νύφη εσύ κι εγώ σε στεφανώνω, χρειάζονται ορισμένες προϋποθέσεις για να βοηθηθούμε από κάποιον ή από το περιβάλλον μας: «πώς να σε βοηθήσω, ρε παιδάκι μου, να κάνεις δουλειά αφού δεν ξέρεις τι θέλεις να κάνεις; Βρες τη νύφη εσύ κι εγώ σε στεφανώνω», δηλ. αποφάσισε τι θέλεις να κάνεις κι εγώ σε βοηθάω·
- γιος ο γαμπρός δε γίνεται κι η νύφη θυγατέρα, βλ. λ. γιος·
- διαλέξαμε η νύφη μας να μοιάζει της γενιάς μας, συναναστρεφόμαστε πάντα με άτομα που μας ταιριάζουν ή μας εξυπηρετούν: «αν δυσανασχετήσω τώρα γι’ αυτό το παλιόμουτρο που κάνεις παρέα, ξέρω πως θα μου πεις διαλέξαμε η νύφη μας να μοιάζει της γενιάς μας»· βλ. και φρ. βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ·
- έκλασε η νύφη, σχόλασε ο γάμος, η απρεπής συμπεριφορά δημιουργεί πολλές φορές αβάσταχτα προβλήματα. Λέγεται συνήθως με ειρωνική διάθεση·
- (η) νύ(μ)φη του Θερμαϊκού ή (η) νυφούλα του Θερμαϊκού, η πόλη της Θεσσαλονίκης: «η νύμφη του Θερμαϊκού θεωρείται από πολλούς η πρωτεύουσα των Βαλκανίων». (Λαϊκό τραγούδι: για σένα την αγάπη μου την έκανα τραγούδι, νυφούλα του Θερμαϊκού και του βορρά λουλούδι
- η νύφη, όταν γεννηθεί, της πεθεράς θα μοιάζει, δηλώνει πως ο άντρας τις περισσότερες φορές διαλέγει για σύζυγό του γυναίκα που μοιάζει στο χαρακτήρα με τη μητέρα του·
- η νύφη ό,τι πάρει στην καβάλα, αποκτούμε, πετυχαίνουμε κάτι, όταν το απαιτήσουμε, το επιδιώξουμε στην κατάλληλη ώρα, στην κατάλληλη στιγμή: «έχε το νου σου και, μόλις τον δεις κάπως μπόσικο, ζήτα του την αύξηση που θέλεις, γιατί, η νύφη ό,τι πάρει στην καβάλα»· βλ. και φρ. ό,τι πάρει η νύφη από μπροστά κι η λεχώνα στο κρεβάτι·
- και νύφη! ευχή σε ανύπαντρη γυναίκα που είχε μια σπουδαία επιτυχία να τη συμπληρώσει ή να την ολοκληρώσει και με έναν γάμο. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άιντε ή το άντε ή το και γρήγορα ή το του χρόνου ή το άιντε και γρήγορα ή το άιντε και του χρόνου ή το άντε και γρήγορα ή το άντε και του χρόνου·
- καμαρώνει σαν νύφη, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, νιώθει περήφανη, είναι πολύ ικανοποιημένη και το δείχνει με την έκφρασή της: «έπιασε αγκαζέ τον αρραβωνιαστικό της και καμάρωνε σαν νύφη || μόλις πήρε το πτυχίο στα χέρια της καμάρωνε σαν νύφη». Ακούγεται πολύ σπάνια και για άντρα·
- μαλώνουν όπως η νύφη με την πεθερά ή μαλώνουν σαν τη νύφη με την πεθερά, βλ. φρ. τρώγονται όπως η νύφη με την πεθερά·
- ντύνομαι νύφη, παντρεύομαι: «ήταν τρία χρόνια αρραβωνιασμένη και την Κυριακή ντύνεται νύφη»·
- ντύνομαι σαν νύφη, βλ. φρ. στολίζομαι σαν νύφη·
- ντύνουν τη νύφη, βλ. φρ. στολίζουν τη νύφη·
- ξεχνά η γρουσούζα η πεθερά, πως ήταν νύφη μια φορά, βλ. λ. πεθερά·
- όλα τα στραβά καρβέλια απ’ τη νύφη καμωμένα ή όλα τα στραβά ψωμιά απ’ τη νύφη καμωμένα, λέγεται στην περίπτωση που πάντα θεωρούμε το ίδιο πρόσωπο υπεύθυνο για κάτι κακό χωρίς να εξετάσουμε αν πραγματικά είναι. Από την εικόνα της κακιάς πεθεράς που συνήθως, για κάθε κακό που συμβαίνει, ενοχοποιεί τη νύφη της. Συνών. όλα τα στραβά καρβέλια η στραβή πινακωτή τα κάνει·
- όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη, βλ. λ. γάμος·
- όλη η βδομάδα του γαμπρού κι η Κυριακή της νύφης, λέγεται για τα ζευγάρια εκείνα που ο σύζυγος βγάζει τη γυναίκα του για διασκέδαση συνήθως την Κυριακή: «το ’χουμε έθιμο στην οικογένεια, όλη η βδομάδα του γαμπρού κι η Κυριακή της νύφης, γι’ αυτό, σήμερα μη με υπολογίζεται στην παρέα, γιατί θα βγω έξω με τη γυναίκα μου»·
- όποιος δε θέλει να παντρευτεί, λέει ότι η νύφη είναι του δρόμου, όταν δε θέλει κάποιος να κάνει κάτι, βρίσκει και τον τρόπο να το αποφύγει: «αφού τσινάει, δε θα σου τελειώσει τη δουλειά, γιατί, όποιος δε θέλει να παντρευτεί, λέει ότι η νύφη είναι του δρόμου»·
- ό,τι πάρει η νύφη από μπροστά κι η λεχώνα στο κρεβάτι, βλ. λ. παίρνω·
- ούτε νύφη να ντυνόσουν! βλ. φρ. ούτε νύφη να στολιζόσουν(!)·
- ούτε νύφη να στολιζόσουν! έκφραση αγανάκτησης προς γυναίκα, που, καθώς προσέχει πάρα πολύ το ντύσιμό της κατά τη διάρκεια που ντύνεται, μας αναγκάζει να την περιμένουμε πάρα πολύ. Παρομοίωση με την προετοιμασία της νύφης πριν την τελετή του γάμου, που είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα.
- πληρώνω τη νύφη, α. πληρώνω τη ζημιά, το λογαριασμό χωρίς να είμαι ο υπαίτιος, πληρώνω κοροϊδίστικα: «επειδή ξέρει ότι του έχω μεγάλη αδυναμία, πηγαίνει τρώει και πίνει κι ύστερα περνώ εγώ και πληρώνω τη νύφη». β. υφίσταμαι τις συνέπειες κάποιου ή κάποιων, χωρίς να έχω κάποια ανάμειξη σε κάτι: «ό,τι κακό θα γίνεται από δω και πέρα, θα το καρφώνω αμέσως στο διευθυντή, γιατί βαρέθηκα να πληρώνω συνέχεια τη νύφη για μαλακίες άλλων». Συνών. πληρώνω τα γαμησιάτικα / πληρώνω τα κερατιάτικα / πληρώνω τα σπασμένα / πληρώνω το μάρμαρο·
- ποιος παινάει τη νύφη; Η τσιμπλού η μάνα της, ο έπαινος σε συγγενικό πρόσωπο είναι πολλές φορές χωρίς αξία: «να παίνευε κάποια άλλη την κόρη της θα τον πίστευα, αλλά, γι’ αυτήν θα πω: ποιος παινάει τη νύφη; Η τσιμπλού η μάνα της»· βλ. και φρ. αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει, λ. σπίτι·
- πολύφερνη νύφη, κοπέλα που βρίσκεται σε ηλικία γάμου και που λόγω της ομορφιάς ή του πλούτου της εκδηλώνουν ενδιαφέρον να την παντρευτούν πολλοί άντρες·
- σαν θέλ’ η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ’χει ο πεθερός, βλ. λ. πεθερός·
- σαν ξαναγίνω νύφη, ξέρω να προσκυνήσω, όταν κανείς αποκτήσει πείρα σε κάτι, ξέρει πώς πρέπει να συμπεριφερθεί σε παρόμοια περίπτωση: «δεν μπορούσα να υποπτευθώ πως θα τον ενοχλούσε ο τρόπος με τον οποίον του συμπεριφέρθηκα, αλλά σαν ξαναγίνω νύφη, ξέρω να προσκυνήσω»·
- στολίζομαι σαν νύφη, (για γυναίκες) ντύνομαι πολύ επίσημα: «κάθε φορά που είναι να φάνε έξω το βράδυ με τον άντρα της, στολίζεται σαν νύφη». Ακούγεται πολύ σπάνια και για άντρα·
- στολίζουν τη νύφη, τη βοηθούν να ντυθεί με το νυφικό του γάμου της και με όλα τα παρελκυόμενα: «μέσα στο δωμάτιο είναι μαζεμένες οι φίλες και στολίζουν τη νύφη»·
- τα έξοδα του γάμου η νύφη δεν τα βγάζει, λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση, όταν σε ένα γάμο η νύφη είναι πολλή άσχημη: «ο γαμπρός είναι μια χαρά παλικάρι, αλλά τα έξοδα του γάμου η νύφη δεν τα βγάζει»·
- τα λέω στην πεθερά για να τ’ ακούει η  νύφη ή τα λέω της πεθεράς για να τ’ ακούει η νύφη, λέω κάτι σε κάποιον που δεν τον ενδιαφέρει με κύριο σκοπό να το ακούσει αυτός που πραγματικά με ενδιαφέρει να το ακούσει, απευθύνομαι έμμεσα σε κάποιον τρίτο, για να ακούσει αυτός που είναι άμεσα ενδιαφερόμενος: «μια ζωή μ’ αυτόν τον τρόπο συμπεριφέρεται, τα λέει στην πεθερά για να τ’ ακούει η νύφη»·
- τρώγονται όπως η νύφη με την πεθερά ή τρώγονται σαν τη νύφη με την πεθερά, (για γυναίκες) βρίσκονται συνεχώς σε έντονη διαμάχη, γκρινιάζουν και μαλώνουν συνεχώς: «δυο αδερφές είναι κι αντί να ’ναι αγαπημένες, τρώγονται όπως η νύφη με την πεθερά». Από την αντιπαλότητα που παρατηρείται πολλές φορές ανάμεσα στην πεθερά και την νύφη. Λέγεται σπάνια και για άντρες·
- φταρνίστηκε η νύφη, σχόλασε ο γάμος, πολλές φορές από μικρή αιτία καταστρέφονται σπουδαία πράγματα. Λέγεται με ειρωνική διάθεση.

νύχι

νύχι, το, ουσ. [<μσν. νύχιν <αρχ. ο’νύχιον, υποκορ. του ουσ. ὄνυξ], το νύχι. (Ακολουθούν 42 φρ.)·
- ακονίζω τα νύχια μου, βλ. φρ. τροχίζω τα νύχια μου·
- αν δεν έχεις νύχια να ξυστείς, μην περιμένεις τα ξένα, πρέπει κανείς να προσπαθεί να πετύχει το σκοπό του με τις δικές του δυνάμεις ή δυνατότητες και να μην περιμένει ξένη βοήθεια: «σκέψου καλά πώς θα ξεκινήσεις και πώς θα προχωρήσεις τη δουλειά, γιατί, αν δεν έχεις νύχια να ξυστείς, μην περιμένεις τα ξένα»· βλ. και φρ. αν έχεις νύχια θα ξυστείς και αν δεν έχεις θα σε φάνε οι ψείρες·
- αν έχεις νύχια, έλα να μας τα ξύσεις ή αν έχεις νύχια, έλα να μου τα ξύσεις (ενν. τα αρχίδια), βλ. λ. ξύνω·
- αν έχεις νύχια, θα ξυστείς και αν δεν έχεις, θα σε φάνε οι ψείρες, θα πρέπει να έχουνε τον τρόπο να τα βγάζουμε πέρα μόνοι μας, όταν μας τυχαίνουν δυσκολίες, γιατί κανείς δε θα προσφερθεί να μας βοηθήσει: «προσπάθησε να γίνεις ανεξάρτητος στη ζωή σου για να μπορείς να ξεπερνάς μονάχος τις δυσκολίες σου, γιατί, αν έχεις νύχια, θα ξυστείς και αν δεν έχεις, θα σε φάνε οι ψείρες»· βλ. και φρ. αν δεν έχεις νύχια να ξυστείς, μην περιμένεις τα ξένα·
- αν είχε η τσουτσού μου νύχι, θα ’ταν δάχτυλο, βλ. λ. τσουτσού·
- αν πέσεις στα νύχια μου, βλ. φρ. μην πέσεις στα νύχια μου·
- απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια ή απ’ την κορφή ως τα νύχια, βλ. λ. κορφή·
- βγάζω τα νύχια μου, βλ. φρ. δείχνω τα νύχια μου·
- γλίτωσα απ’ του χάρου τα νύχια, βλ. λ. χάρος·
- δε μύρισα τα νύχια μου, βλ. συνηθέστ. δε μύρισα τα δάχτυλά μου, λ. δάχτυλο·
- δείχνω τα νύχια μου, κάνω δυναμικά την παρουσία μου, αγριεύω, διεκδικώ τα δικαιώματά μου, υπερασπίζομαι το δίκιο μου: «όταν βλέπεις πως δε σου συμπεριφέρονται σωστά, δείξε κι εσύ τα νύχια σου»·
- δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το νύχι, βλ. συνηθέστ. δεν τον φτάνεις ούτε στο νυχάκι του, λ. νυχάκι·
- είναι γάτα χωρίς νύχια, βλ. λ. γάτα·
- είναι νύχι και κρέας, βλ. φρ. είναι κώλος και βρακί, λ. κώλος·
- καθαρίζει τα νύχια του, δεν κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «όλη τη μέρα κάθεται στο καφενείο και καθαρίζει τα νύχια του». Από την εικόνα του ατόμου που, επειδή δεν έχει να κάνει κάτι, καθαρίζει τα νύχια του για να περάσει η ώρα του·
- με νύχια και με δόντια, α. με κάθε δυνατό μέσο για να πετύχει κανείς ή για να αποφύγει κάτι: «προσπάθησα με νύχια και με δόντια να χτίσω κι εγώ ένα σπιτάκι». β. με αυταπάρνηση: «οι στρατιώτες μας κρατούσαν το ύψωμα με νύχια και με δόντια»·
- μην πέσεις στα νύχια μου, απειλητική έκφραση με την οποία προειδοποιούμε κάποιον πως με την πρώτη ευκαιρία θα τον εκδικηθούμε σκληρά: «τώρα μπορείς να χαίρεσαι που μ’ εξαπάτησες, αλλά μην πέσεις στα νύχια μου, γιατί θα το μετανιώσεις σκληρά»·
- ξέφυγα απ’ του χάρου τα νύχια, βλ. λ. χάρος·
- ξύνει τα νύχια του, χάνει άσκοπα τον καιρό του, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός κάθεται και ξύνει τα νύχια του»·
- ξύνει τα νύχια του για καβγά, επιθυμεί ζωηρά να καβγαδίσει, επιδιώκει τον καβγά: «μην τον κοντράρεις πολύ, γιατί ξύνει τα νύχια του για καβγά»·
- πατώ στα νύχια, περπατώ πολύ προσεκτικά προσπαθώντας να μην κάνω θόρυβο για να μη γίνω αντιληπτός από κάποιον ή από κάποιους: «κάθε φορά που αργώ να γυρίσω το βράδυ στο σπίτι, πατώ στα νύχια για να μην ξυπνήσω τον πατέρα μου»·
- πατώ στα νύχια των ποδιών μου, βλ. φρ. πατώ στα νύχια·
- περπατώ στα νύχια, βλ. φρ. πατώ στα νύχια·
- περπατώ στα νύχια των ποδιών μου, βλ. φρ. πατώ στα νύχια·
- πέφτω στα νύχια του, α. βρίσκομαι στη διάθεση ανθρώπου σκληρού και εκδικητικού: «πρόσεξε μην πέσεις στα νύχια του, γιατί θα μαρτυρήσεις της μάνας σου το γάλα». β. πέφτω θύμα εκμετάλλευσης: «είναι τόσο στυγνός τοκογλύφος, που, αν πέσεις στα νύχτια του, θα σου πιει το αίμα»·
- σαν το νύχι με το κρέας, λέγεται για δυο άτομα που έχουν πολύ στενό δεσμό μεταξύ τους: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν είναι σαν το νύχι με το κρέας». Πολλές φορές, ο ομιλών την ώρα που εκφέρει τη φράση δείχνει, σχεδόν πάντα στο συνομιλητή του τον αντίχειρά του, προβάλλοντας προς τα μάτια του το νύχι·
- στέκεται στα νύχια για καβγά, είναι έτοιμος για καβγά: «μη του κολλάς πολύ, γιατί είναι οξύθυμος και στέκεται στα νύχια για καβγά». Από τη στάση της γάτας, όταν πρόκειται να εφορμήσει εναντίον του εχθρού της·
- στέκομαι στα νύχια, είμαι πρόθυμος, είμαι πανέτοιμος: «του έχω τέτοια συμπάθεια αυτού του ανθρώπου, που, ό,τι και να μου πει, στέκομαι στα νύχια να τον εξυπηρετήσω»·
- σώθηκα απ’ του χάρου τα νύχια, βλ. λ. χάρος·
- τα νύχια μου μύρισα; βλ. φρ. δε μύρισα τα νύχια μου·
- τα νύχια σου μην κόψεις, αν θέλεις να προκόψεις, από την προκατάληψη των παλιών εμπόρων που δεν έκοβαν τα νύχια τους μέσα στο εμπορικό τους κατάστημα, γιατί πίστευαν πως «κόβεται» και η δουλειά τους, πως παύει να έρχεται πελατεία. Κατάλοιπο του γνωμικού: Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόψεις, την Κυριακή να μη λουστείς, αν θέλεις να προκόψεις, από το ότι την Τετάρτη συνέλαβαν οι Ιουδαίοι τον Χριστό, την Παρασκευή τον σταύρωσαν, ενώ η Κυριακή, που θεωρείται η αναστάσιμη ημέρα, όλοι πρέπει να χαίρονται για το ελπιδοφόρο γεγονός και να μην ασχολούνται με τον εαυτό τους·
- τα νύχια του έχουν πένθος, (ειρωνικά) είναι πολύ βρόμικα: «αποφεύγεις να του κάνεις χειραψία, γιατί τα νύχια του έχουν πένθος»·
- τον έντυσα απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια ή τον έντυσα απ’ την κορφή ως τα νύχια, βλ. λ. ντύνω·
- τον κοιτάζω απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια ή τον κοιτάζω απ’ την κορφή ως τα νύχια, βλ. λ. κορφή· 
- του βγάζω τα νύχια, βλ. συνηθέστ. του βγάζω τα δόντια, λ. δόντι·
- του βγάζω τα νύχια ένα ένα, βλ. συνηθέστ. του βγάζω τα δόντια ένα ένα, λ. δόντι·
- του βγάζω τα νύχια μου, βλ. φρ. του δείχνω τα νύχια μου·
- του δείχνω τα νύχια μου, του δείχνω τις άγριες διαθέσεις μου: «κάθε φορά που του δείχνω τα νύχια μου, κάνει την οσία Μαρία». Από την εικόνα της γάτας που, όταν έρθει σε επαφή με κάποιον άγνωστο και νιώσει κίνδυνο, του προτείνει τα νύχια της για να τον φοβίσει·
- τροχίζω τα νύχια μου, προετοιμάζομαι για δυναμική αναμέτρηση: «μόλις κατάλαβε πως η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο, άρχισε να τροχίζει τα νύχια του»·
- τρώγεται με τα νύχια του, βλ. συνηθέστ. τρώγεται με τα ρούχα του, λ. ρούχο·
- τρώει τα νύχια του για καβγά, βλ. φρ. ξύνει τα νύχια του για καβγά·
- τρώω τα νύχια μου, α. νιώθω αμηχανία: «κατάλαβα πως δεν ήξερες τι να κάνεις, γιατί έτρωγες συνεχώς τα νύχια σου». β. κακή συνήθεια που την έχουν πολλά άτομα: «κάθε τόσο βλέπω διάφορους ανόητους που τρώνε τα νύχια τους».

νύχτα

νύχτα, η, ουσ. [<μσν. νύκτα <αρχ. νύξ], η νύχτα. 1. ως επίρρ., κατά τη διάρκεια της νύχτας: «ήρθε νύχτα και μου χτυπούσε την πόρτα». 2. όχι με την ορθή, με τη σωστή διαδικασία, αλλά βιαστικά και απροειδοποίητα και, κατ’ επέκταση, όχι νόμιμα: «η κυβέρνηση πέρασε νύχτα το νομοσχέδιο για το πάγωμα των μισθών και των συντάξεων». (Ακολουθούν 55 φρ.)·
- αγγείο της νύχτας ή αγγείο της νυκτός, βλ. λ. αγγείο·
- Άγια Νύχτα, η νύχτα που γεννήθηκε ο Χριστός. (Χριστουγεννιάτικο τραγούδι: Άγια Νύχτα σε προσμένουν με χαρά η Χριστιανοί και με πίστη ανυμνούνε το Θεό δοξολογούνε
- άναψε το φανάρι σου, προτού να σ’ εύρει η νύχτα, βλ. λ. φανάρι·
- άνθρωπος της νύχτας, βλ. λ. άνθρωπος·
- απ’ τη μέρα ως τη νύχτα, κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας, από την ανατολή ως τη δύση του ηλίου: «δουλεύει σκληρά απ’ τη μέρα ως τη νύχτα»·
- απ’ τη νύχτα του Θεού, βλ. λ. Θεός·
- απ’ τη νύχτα ως τη μέρα, βλ. λ. μέρα·
- απ’ τη νύχτα ως τη νύχτα, όλο το εικοσιτετράωρο: «απ’ τη νύχτα ως τη νύχτα μπεκρουλιάζει στις διάφορες ταβέρνες»·
- γυναίκα της νύχτας, βλ. λ. γυναίκα·
- διαφέρουν σαν τη μέρα απ’ τη νύχτα ή διαφέρουν σαν τη μέρα με τη νύχτα ή διαφέρουν όσο η μέρα απ’ τη νύχτα ή διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα, βλ. λ. μέρα·
- δουλειά της νύχτας ή δουλειές της νύχτας, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε η νύχτα μέρα, βλ. λ. μέρα·
- έγινε η νύχτα του αγίου Βαρθολομαίου, έγινε άγριο αιματοκύλισμα ανάμεσα σε δυο ομάδες ανθρώπων: «κάποια στιγμή πιάστηκαν οι δυο παρέες στα χέρια κι έγινε η νύχτα του αγίου Βαρθολομαίου μέσα στο μαγαζί». Αναφορά στη μεγάλη σφαγή των Προτεσταντών από τους Ρωμαιοκαθολικούς στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1572·
- έγινε νύχτα (κάτι), έγινε με τρόπο όχι νόμιμο: «η υπογραφή του συμβολαίου έγινε νύχτα, χωρίς να λάβουν γνώση όλοι οι μέτοχοι της εταιρείας»·
- είναι μέρα με τη νύχτα, βλ. λ. μέρα·
- είναι πρώτο όνομα στη νύχτα ή είναι το πρώτο όνομα στη νύχτα, βλ. λ. όνομα·
- έκανε τη νύχτα μέρα, βλ. λ. μέρα·
- έφυγε νύχτα, έφυγε κρυφά από κάπου, γιατί δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί επάξια σε αυτό που του ανέθεσαν, σε αυτό που ανέλαβε: «ανέλαβε να βάλει σε μια τάξη την ομάδα μας, αλλά έφυγε νύχτα, γιατί επικρατούσε μεγάλη διάλυση»· βλ. και φρ. φεύγω νύχτα·
- έχει νύχτα, βλ. συνηθέστερο έχει μεσάνυχτα, λ. μεσάνυχτα·
- η μεγάλη νύχτα, μεγάλη χρονική περίοδος που τη χαρακτηρίζουν δυσάρεστα ή καταστρεπτικά γεγονότα για ένα τόπο: «μετά από τέσσερα μαύρα χρόνια, πέρασε η μεγάλη νύχτα της Κατοχής»·
- η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη, λέγεται για τις παρασκηνιακές ενέργειες και όλες τις διεργασίες που προηγούνται για την ανάδειξη ατόμου ή ατόμων σε κάποια υψηλή θέση ή αξίωμα·
- η νύχτα δε βγάζει σε καλό, τα νυχτερινά γλέντια και οι διασκεδάσεις έχουν κακά επακόλουθα: «μάθε να διασκεδάζεις με μέτρο τα βράδια, γιατί η νύχτα δε βγάζει σε καλό»·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, βλ. λ. μάτι·
- θα γίνει η νύχτα του αγίου Βαρθολομαίου, απειλητική προειδοποίηση για άγριο αιματοκύλισμα: «μην ξανακούσω πως με κατηγόρησες, γιατί θα ’ρθω με την παρέα μου εκεί που συχνάζεις και θα γίνει η νύχτα του αγίου Βαρθολομαίου»·
- θα είναι μακριά η νύχτα ή η νύχτα θα είναι μακριά, λέγεται στην περίπτωση που κάποιο σπουδαίο θέμα, θα μας απασχολήσει ολόκληρη τη διάρκεια της νύχτας μέχρι να βρεθεί μια λύση, να παρθεί μια απόφαση ή να κατασταλάξει κάπου το πράγμα: «τα αποτελέσματα που έβγαιναν απ’ τις κάλπες έδειχναν πως θα είναι μακριά η νύχτα μέχρι να ξεχωρίσει ο νικητής των εκλογών»·
- θα είμαι μεγάλη η νύχτα ή η νύχτα θα είναι μεγάλη, βλ. φρ. θα είναι μακριά η νύχτα·
- θα φύγει νύχτα, απαισιόδοξη πρόβλεψη πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος δε θα μπορέσει να ανταποκριθεί επάξια σε αυτό που του ανέθεσαν, σε αυτό που ανέλαβε και πως θα φύγει κρυφά: «τον έφεραν στην ομάδα για καλό προπονητή, αλλά θα φύγει νύχτα». Συνήθως, άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί της φρ. το μου φαίνεται·
- καλή σου νύχτα! βλ. λ. καληνύχτα·
- κάνει τη νύχτα μέρα, δουλεύει πάρα πολύ σε διάρκεια (τόσο, που παίρνει ώρες και από τη νύχτα): «είναι τόσο δουλευταράς, που κάνει τη νύχτα μέρα»· βλ. και φρ. τη νύχτα την κάνει μέρα·
- κάνει τη νύχτα μέρα και τη μέρα νύχτα, επιτείνει την παραπάνω έννοια·
- λευκή νύχτα, κατά τη διάρκεια της οποίας ένα ζευγάρι, συνήθως παντρεμένο, δεν ήρθε σε σεξουαλική επαφή: «ήμασταν τόσο κουρασμένοι μετά το γάμο μας, που περάσαμε λευκή νύχτα στο ξενοδοχείο, γιατί μόλις ξαπλώσαμε μας πήρε ο ύπνος»·
- μ’ έπιασε η νύχτα, άργησα πολύ, νυχτώθηκα: «είχα ξεχαστεί στο γραφείο μου με κάτι έγγραφα που έπρεπε να συντάξω, και μ’ έπιασε η νύχτα»·
- μαύρ’ είν’ η νύχτα στα βουνά! λέγεται ειρωνικά για άτομο το οποίο δεν καταλαβαίνει τίποτα από όσα κακά συμβαίνουν γύρω του, που γενικά έχει πλήρη άγνοια: «το ’μαθαν κι οι πέτρες πως η γυναίκα του έχει γκόμενο κι αυτός, μαύρ’ είν’ η νύχτα στα βουνά!». Από το στρατιωτικό εμβατήριο μαύρ’ είν’ η νύχτα στα βουνά στους κάμπους πέφτει χιόνι·
- με βρήκε η νύχτα, βλ. φρ. με πήρε η νύχτα·
- με πήρε η νύχτα, νύχτωσε, πριν προλάβω να τελειώσω αυτό που ήθελα ή αυτό που είχα αναλάβει: «επειδή ήρθαν κάτι φίλοι και με την κουβέντα με πήρε η νύχτα, πρέπει να συνεχίσω αύριο για να τελειώσω τη δουλειά»·
- μέρα νύχτα ή νύχτα μέρα, βλ. λ. μέρα·
- μέσα σε μια νύχτα, σε πάρα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ξαφνικά: «μέσα σε μια νύχτα έχασε όλη του την περιουσία»·
- να κλάνεις όλη νύχτα, περιπαικτική απάντηση σε άτομο που το βράδυ, την ώρα που αποχωριζόμαστε, μας εύχεται καληνύχτα·
- νύχτα κατράμι, πολύ σκοτεινή νύχτα: «ήταν νύχτα κατράμι και δεν μπορούσες να δεις ούτε δυο βήματα μπροστά»·
- νύχτα πήρες το δίπλωμα; ή νύχτα σου δώσανε το δίπλωμα; ειρωνική παρατήρηση σε ατζαμή οδηγό: «πρόσεχε, ρε παιδάκι μου, θα μας πατήσεις! Νύχτα σου δώσανε το δίπλωμα;»·
- νύχτα πήρες το πτυχίο; ή νύχτα σου δώσανε το πτυχίο; ειρωνική παρατήρηση σε ακατάρτιστο επιστήμονα: «αμάν, μωρέ παιδάκι μου, για να μου βγάλεις ένα δόντι τράβηξα του Χριστού τα Πάθη! Νύχτα πήρες το πτυχίο!»·
- νύχτες και νύχτες, πάρα πολλές νύχτες: «νύχτες και νύχτες πέρασε πάνω στο προσκεφάλι του, όταν ήταν άρρωστος»·
- ο κόσμος της νύχτας, βλ. λ. κόσμος·
- οι νονοί της νύχτας, βλ. λ. νονός·
- όνειρο θερινής νυκτός, βλ. λ. όνειρο·
- όποιος τη νύχτα περπατά, κάτουρα και σκατά πατά ή όποιος τη νύχτα περπατεί, κάτουρα και σκατά πατεί, όποιος δεν προσέχει τις συναναστροφές του, τις ενέργειές του, βγαίνει συνήθως ζημιωμένος. Συνών. όποιος δε βλέπει πού πατεί, στις λάσπες θε να πέσει·
- περάσαμε χίλιες και μία νύχτες, (ιδίως για νυχτερινή διασκέδαση) περάσαμε έξοχα, παραμυθένια: «χτες βράδυ πήγαμε στο τάδε κλαμπ και περάσαμε χίλιες και μία νύχτες». Ο πλ. γιατί για νυχτερινή διασκέδαση βγαίνει κανείς συνήθως με παρέα. Αναφορά στα παραμύθια της Χαλιμάς·
- σε μια νύχτα, βλ. φρ. μέσα σε μια νύχτα. (Λαϊκό τραγούδι: σε μια νύχτα μου ’χεις κάνει άσπρα τα μαλλιά, μαύρη την καρδιά. Σε μια νύχτα μου ’χεις κάνει το φτωχό κορμί, σαν το δέντρο που το δέρνουν χίλιοι κεραυνοί
- τα στραβά γαϊδούρια τη νύχτα πάν’ και βόσκουν, βλ. λ. γαϊδούρι·
- τη νύχτα την κάνει μέρα, το άτομο, συνήθως νήπιο, για το οποίο γίνεται λόγος, για κάποιο λόγο κοιμάται κατά τη διάρκεια της μέρας και μένει ξυπνητό τη νύχτα: «επειδή βγάζει δοντάκια το μωρό, όλη τη μέρα κλαίει και τη νύχτα την κάνει μέρα»· βλ. και φρ. κάνει τη νύχτα μέρα· 
- το άστρο της νύχτας, βλ. λ. άστρο·
- το βασίλειο της νύχτας, βλ. λ. βασίλειο·
- το πέρασε νύχτα, (ιδίως για κυβέρνηση, υπουργό) λέγεται για κάτι που γίνεται γρήγορα και απροειδοποίητα για να αποφύγουμε ή να προλάβουμε διάφορες αρνητικές αντιδράσεις: «το νομοσχέδιο που αναφερόταν στην περικοπή του κοινωνικού επιδόματος, ο υπουργός το πέρασε νύχτα»· 
- της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά, ό,τι γίνεται ή ό,τι συμφωνείται τη νύχτα, δεν μπορεί παρά να είναι ελαττωματικό ή να μην τηρηθεί, πράγμα που αποδεικνύεται το πρωί·
- φεύγω νύχτα (από κάπου), φεύγω κρυφά, χωρίς να γίνω αντιληπτός από κάπου: «δεν τον πήρε κανείς μυρουδιά πότε έφυγε, γιατί έφυγε νύχτα». (Λαϊκό τραγούδι: μπήκες μόνος σου στη μαύρη λίστα, κοίτα, έρχεσαι και φεύγεις νύχτα).

ξέρα

ξέρα, η, ουσ. [<μσν. ξέρα <ξερός], η ξέρα· η ξεραΐλα (βλ. λ.)·
- βρίσκω ξέρα, βλ. φρ. πέφτω σε ξέρα·
- είμαι στην ξέρα, α. δεν έχω καθόλου χρήματα, είμαι τελείως άφραγκος: «ό,τι λεφτά είχα, τα ’χασα στην τελευταία δουλειά που έκανα, και τώρα είμαι στην ξέρα». β. μένω μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς ερωτικό σύντροφο: «χώρισα με τη γκόμενα που είχα και είμαι στην ξέρα». Από την εικόνα του ατόμου που υποφέρει σε περίοδο ξηρασίας·
- πέφτω σε ξέρα, α. αντιμετωπίζω απρόσμενο εμπόδιο, απρόσμενη δυσκολία που δεν προλαβαίνω να αντιμετωπίσω: «η δουλειά πήγαινε μια χαρά, αλλά τελευταία έπεσα σε ξέρα και αντιμετωπίζω προβλήματα». Από την εικόνα του πλοίου που προσκρούει σε σκόπελο ή ύφαλο. Συνών. πέφτω σε ύφαλο. β. γνωρίζω, συναντώ πολύ άσχημη γυναίκα: «επειδή δεν είχα γκόμενα, είπα στην ξαδέρφη μου να φέρει μια φιλενάδα της, αλλά έπεσα σε ξέρα»·
- τη βγάζω στην ξέρα, βλ. φρ. είμαι στην ξέρα.

ξεροκόμματο

ξεροκόμματο, το, ουσ. [<ξερο- + κομμάτι]. 1. κομμάτι ξερού ψωμιού και, κατ’ επέκταση, αναφερόμαστε σε αυτό, ιδίως όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε τη μεγάλη φτώχια: «πήρε ένα ξεροκόμματο και το βούτηξε μέσα στο τσάι του || απ’ τη μέρα που έχασε την περιουσία του δεν έχει να φάει ούτε ένα ξεροκόμματο». (Λαϊκό τραγούδι: Πρωτοχρονιά, Αγιοβασιληού, στην άμμο καθισμένος, με ένα ξεροκόμματο την πέρασ’ ο καημένος).2. (υποτιμητικά) η ελάχιστη αμοιβή από προσφερόμενη εργασία: «σκοτώνεται στη δουλειά για ένα ξεροκόμματο». 3. στον πλ. τα ξεροκόμματα, τα υπολείμματα γεύματος στο τραπέζι: «μόλις σηκωθήκαμε απ’ το τραπέζι, η μητέρα άρχισε να μαζεύει τα ξεροκόμματα»·
- βγάζω το ξεροκόμματο, βλ. φρ. βγαίνει το ξεροκόμματο·
- βγαίνει το ξεροκόμματο, κατορθώνω να βγάζω τα απαραίτητα για τη ζωή μου: «με τη δουλειά που πατώ όλη μέρα και βέβαια δεν είμαι ευχαριστημένος που βγαίνει μόνο το ξεροκόμματο». Για συνών. βλ. φρ. βγαίνει το καρβέλι, λ. καρβέλι·
- μου πέταξε ένα ξεροκόμματο, μου έδωσε κάποιο μικρό ωφέλημα ή κέρδος από κάτι, ιδίως με προσβλητικό τρόπο: «μόλις τέλειωσε τη δουλειά και πληρώθηκε, μου πέταξε ένα ξεροκόμματο για τη βοήθεια που του πρόσφερα». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εμένα. Από την εικόνα του ατόμου που πετάει ένα κομμάτι ψωμί στο σκυλί του·
- τρέχω για το ξεροκόμματο, αγωνίζομαι για το καθημερινό φαγητό και, κατ’ επέκταση, ζω φτωχικά: «είναι πολύ σκληρό να τρέχεις καθημερινά για το ξεροκόμματο». Για συνών. βλ. φρ. τρέχω για το καρβέλι, λ. καρβέλι.

ξινός

ξινός, -ή, -ό, επίθ. [<μσν. ὀξινός <αρχ. ὄξινος <ὄξος], ξινός. 1. (για πρόσωπα) που είναι δύστροπος, στρυφνός: «είναι πολύ ξινός άνθρωπος, γι’ αυτό και δεν έχει παρέες». 2. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα ξινά (βλ. λ.)·
- μου βγήκε ξινό ή μου βγήκε σε ξινό, ενώ κάτι αρχικά ήταν ευχάριστο, στη συνέχεια είχε δυσάρεστη εξέλιξη: «έκανα ωραίο ταξίδι, αλλά στο τέλος μου βγήκε ξινό, γιατί τράκαρα με τ’ αυτοκίνητό μου»·
- μου το ’βγαλε ξινό ή μου το ’βγαλε σε ξινό, έγινε αιτία ώστε κάποια ευχαρίστηση ή κέρδος που αποκόμισα να το πληρώσω με πολλαπλάσια ζημιά: «με πήγε στα μπουζούκια να με διασκεδάσει, αλλά έγινε αιτία να πλακωθώ στο ξύλο μ’ έναν απ’ το διπλανό τραπέζι και μου το ’βγαλε ξινό ο αφιλότιμος»·
- παλιά ξινά κρασιά, βλ. λ. κρασί·
- παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι, βλ. λ. γαμήσι·
- περσινά ξινά σταφύλια, βλ. λ. σταφύλι·
- τα γέλια θα σου βγουν ξινά ή το γέλιο θα σου βγει ξινό, βλ. λ. γέλιο.

όμορφος

όμορφος, -η, -ο, επίθ. [από υπερίσχυση του ο στη φρ. ο έμορφος <μσν. ἔμορφος <αρχ. εὔμορφος], όμορφος. 1α. ως επιφώνημα όμορφα! δηλώνει ευχαρίστηση, ικανοποίηση: «σου στέλνει ο τάδε τις ευχές του κι αυτή την τούρτα για τα γενέθλιά σου. -Όμορφα! || αύριο θα σου φέρω τα λεφτά που σου χρωστάω. -Όμορφα!». β. (συμβουλευτικά ή απειλητικά) κάθισε ήσυχα, κάθισε φρόνιμα: «αν τον συναντήσω, θα τον σπάσω στο ξύλο. -Όμορφα! || εμένα μη μου μιλάς άγρια, γιατί δεν τα σηκώνω αυτά. -Όμορφα!». Συνών. ήσυχος (2) / φρόνιμος (2). 2. το αρσ. και το θηλ. ως ουσ. ο όμορφος κ. η όμορφη, αυτός που είναι όμορφος: «ποιος είναι εκείνος ο όμορφος;». (Λαϊκό τραγούδι: του άρεσαν οι όμορφες και τα καυτά τα μίνι κι από λεφτάς που ήτανε μπατίρης έχει μείνει).3α. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα όμορφα, (στη γλώσσα της αργκό) οι όμορφες, οι ευχάριστες, οι ωραίες στιγμές ή καταστάσεις: «μόλις συναντηθήκαμε θυμηθήκαμε τα όμορφα που ζήσαμε όταν ήμασταν παλικαράκια». β. τα πράγματα που αρέσουν, που είναι ευπρόσδεκτα, που ικανοποιούν: «μας πρόσφερε ένα γεύμα με όλα τα όμορφα». Συνών. φίνος (3α, β) / ωραίος (6α, β).Επίρρ. όμορφα, α. πολύ καλά, πολύ ωραία: «στην εκδρομή περάσαμε όμορφα». β. όπως πρέπει, όπως επιβάλλεται: «πέρασα απ’ το σπίτι του, του ευχήθηκα όμορφα για τη γιορτή του κι ύστερα από λίγο έφυγα». (Λαϊκό τραγούδι: να χορέψω μες τη ζάλη, όμορφα και ταπεινά, η καρδιά μου είναι μαύρη απ’ τα τόσα βάσανα). (Ακολουθούν 27 φρ.)·
- ακούγεται όμορφα ή όμορφα ακούγεται, αυτό που λέγεται προξενεί καλή, ευχάριστη εντύπωση, δημιουργεί αισιοδοξία: «όπως μου το λες, ακούγεται όμορφα, να δούμε όμως τι θα αντιμετωπίσουμε στην πράξη || σε λίγο θα βγει ο ανταγωνιστής μας στη σύνταξη κι έτσι θ’ αποκτήσουμε και τη δική του πελατεία. -Όμορφα ακούγεται»·
- άσχημη γυναίκα κι όμορφη γκόμενα, βλ. λ. γκόμενα·
- άσχημο παιδί στην κούνια, όμορφο παιδί στη ρούγα, βλ. λ. παιδί·
- βαδίζω όμορφα, ζω τίμια, συμπεριφέρομαι καθώς πρέπει, χωρίς να δημιουργώ καταστάσεις, φασαρίες: «έχω μάθει να μην ενοχλώ κανέναν στη ζωή μου και να βαδίζω όμορφα». Αντίθ. βαδίζω άσχημα·
- βαδίζω όμορφα κι ωραία, επιτείνει την παραπάνω φράση·
- γιατί, για όμορφο θα σε πιάσουμε; ή γιατί, όμορφος είσαι; βλ. φρ. γιατί, για έξυπνο θα σε πιάσουμε; λ. έξυπνος·
- καθαρίζω όμορφα, α. συμπεριφέρομαι με τρόπο ευγενικό, ώστε να μη δημιουργούνται προβλήματα: «στους σωστούς ανθρώπους καθαρίζω όμορφα». β. διακόπτω μια φιλική ή ερωτική σχέση χωρίς σκηνές ή άλλα παρατράγουδα: «επειδή δεν τραβούσε άλλα η σχέση μας, καθάρισα όμορφα κι ο καθένας τράβηξε το δρόμο του». (Λαϊκό τραγούδι: άντρα εκατό καράτια πώς τον έκανες κομμάτια που κι εντάξει σου φερόμουν κι όλα σου τα χάρισα, τώρα για τα περαιτέρω είναι αλλουνού καπέλο, εγώ πήρα το δικό μου κι όμορφα καθάρισα    
- καθαρίζω όμορφα κι ωραία, επιτείνει την παραπάνω φράση·
- λέει όμορφα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- μιλάει όμορφα, α. είναι καλός ρήτορας: «όλοι τον ακούν με μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί μιλάει όμορφα». β. χρησιμοποιεί ευγενικές, κολακευτικές εκφράσεις: «όλες οι γυναίκες τον συμπαθούν, γιατί μιλάει όμορφα». γ. μιλάει με ειλικρίνεια: «όλοι ασπάζονται τη γνώμη του, γιατί μιλάει όμορφα». (Λαϊκό τραγούδι: θα του μιλήσω όμορφα, ντόμπρα, παλικαρίσια· όταν μοιράζει τον παρά να τον μοιράζει ίσια
- ξηγιέμαι όμορφα, συμπεριφέρομαι σωστά, καθώς πρέπει: «όσοι μου φέρονται καλά, ξηγιέμαι κι εγώ όμορφα»·
- ξηγιέμαι όμορφα κι ωραία, επιτείνει την παραπάνω φράση·
- οι όμορφες γυρεύονται κι οι άξιες παινεύονται, βλ. λ. παινεύομαι·
- όμορφα κι ωραία, λέγεται για κάτι που γίνεται με ευχαρίστηση και άνεση: «κι ενώ εμείς κουβεντιάζαμε όμορφα κι ωραία στο μπαλκόνι, η γυναίκα μου απ’ την κουζίνα μας έστελνε συνέχεια διάφορα μεζεδάκια || εκεί που τρώγαμε όμορφα κι ωραία, ήρθε κι ο τάδε που είχαμε καιρό να τον δούμε»·
- όμορφα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- όμορφη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- όμορφη εξήγηση, βλ. λ. εξήγηση·
- όμορφο είναι τ’ όμορφο πέντε φορές και δέκα, μ’ απ’ όλα ομορφότερο η γνωστική γυναίκα, βλ. λ. γυναίκα·
- όμορφος κόσμος ηθικός, αγγελικά πλασμένος, βλ. λ. κόσμος·
- περνώ όμορφα ή την περνώ όμορφα, ζω άνετα και ευχάριστα: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, περνάει όμορφα κι ωραία». (Λαϊκό τραγούδι: άφησε τα κορδελάκια, όμορφα να την περνάς· πήγαινε με τα νερά μου, βρε, και φιγούρες μη ζητάς). Αρκετοί από εμάς θα θυμούνται κατά τη δεκαετία του 1950 και 1960, τη φρ. επεράσαμε όμορφα, όμορφα, όμορφα, επεράσαμε όμορφα και τούτη τη χρονιά! που τραγουδούσαμε ως μαθητές, όταν επιστρέφαμε με τα πούλμαν από την τελευταία σχολική εκδρομή του χρόνου.Συνών. περνώ φίνα ή την περνώ φίνα / περνώ ωραία ή την περνώ ωραία·
- περνώ όμορφα και φίνα, βλ. φρ. περνώ όμορφα κι ωραία·
- περνώ όμορφα κι ωραία ή την περνώ όμορφα κι ωραία, επιτείνει τη φρ. περνώ όμορφα·
- σιγά ρε όμορφε! βλ. φρ. σιγά ρε έξυπνε(!)·
- τ’ ασχημότερο της ρούγας, τ’ ομορφότερο της μάνας, βλ. λ. ρούγα·
- τη βγάζω όμορφα, βλ. φρ. περνώ όμορφα·
- τη βγάζω όμορφα και φίνα, βλ. φρ. περνώ όμορφα και φίνα·
- τη βγάζω όμορφα κι ωραία, βλ. φρ. περνώ όμορφα κι ωραία.

όνομα

όνομα, το, ουσ. [<αρχ. ὄνομα], το όνομα. Υποκορ. ονοματάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. ονοματάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 94 φρ.)·
- ακούει στ’ όνομα, ονομάζεται: «θα βρεις κάποιον που ακούει στ’ όνομα Περικλής»·
- ακούω τ’ όνομά μου, ο νονός ή η νονά δίνει στο εγγόνι μου κατά το μυστήριο της βάπτισης το όνομά μου: «προχτές βάφτισαν τον εγγονό του κι είναι όλος χαρά, γιατί άκουσε τ’ όνομά του»·
- άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη, άλλος έχει τη φήμη πως αξίζει ή πως είναι ικανός σε κάτι, ενώ στην πραγματικότητα άλλος έχει αυτές τις ιδιότητες: «μου λέγατε πως είναι καλό παιδί, όμως, άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη, γιατί καλό παιδί αποδείχτηκε ο αδερφός του, ενώ αυτός είναι μεγάλος μπαγάσας»·
- αμαυρώνω τ’ όνομά μου, ενώ είμαι ευυπόληπτος αποκτώ με τις πράξεις μου κακή φήμη: «κατάγεται από μεγάλη οικογένεια, αλλά αμαύρωσε τ’ όνομά του με τους αλήτες που μπλέχτηκε»·
- αποκτώ όνομα, βλ. φρ. κάνω όνομα·
- αφήνω όνομα, μνημονεύομαι για την καλή ή κακή δράση μου: «άφησε όνομα όσο καιρό είχε τη διεύθυνση του εργοστασίου, γιατί όλοι ήταν ευχαριστημένοι || μπορεί να πέθανε φτωχός, αλλ’ άφησε όνομα με τα ολονύχτια όργιά του»·
- αφήνω στ’ όνομα (κάποιου κάτι), βλ. φρ. γράφω στ’ όνομα (κάποιου κάτι)·
- βάζω τ’ όνομα κάποιου στο στόμα μου, βλ. φρ. πιάνω τ’ όνομα κάποιου στο στόμα μου·
- βάζω τ’ όνομά μου, υπογράφω: «αφού διάβασα πρώτα το συμβόλαιο, έβαλα τ’ όνομά μου»·
- βγάζω όνομα, α. αποκτώ φήμη, γίνομαι διάσημος για κάτι καλό ή κακό: «με το πρώτο βιβλίο που έγραψε, έβγαλε αμέσως όνομα || πώς να μη βγάλεις όνομα με τους αλήτες που κάνεις παρέα!». β. χάνω τη φερεγγυότητά μου: «κάποτε ήταν καλός έμπορος, αλλά έβγαλε όνομα απ’ τη μέρα που άρχισε να παίζει χαρτιά, γιατί δεν πληρώνει τις υποχρεώσεις του»· βλ. και φρ. του βγάζω τ’ όνομα·
- βγάζω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια), βαφτίζω κάποιον ή κάποια και του δίνω όνομα ίδιο με το δικό μου: «βάφτισε κάποιο άπορο παιδί κι επειδή δεν είχε παιδιά, έβγαλε τ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ για την αγάπη σου και για την ομορφιά σου, θε να βαφτίσω ένα παιδί, να βγάλω τ’ όνομά σου)· βλ. και φρ. δίνω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια)·   
- βγαίνει τ’ όνομά μου, διασύρεται η υπόληψή μου: «πρέπει να καταλάβεις πως με τους αλήτες που κάνεις παρέα, βγαίνει τ’ όνομά σου». (Λαϊκό τραγούδι: δε θέλω πια να ξαναρθείς κρυφά από τη μαμά σου, για μένα, το παλιόπαιδο, να βγαίνει τ’ όνομά σου
- για ένα όνομα ζούμε, δηλώνει πως στη ζωή η υπόληψη του ατόμου και η καλή του φήμη είναι υπεράνω όλων: «δε θέλω να ’χω ανάμειξη σε απατεωνιές και λοβιτούρες, γιατί για ένα όνομα ζούμε»·
- για όνομα! βλ. φρ. για (τ’) όνομα του Θεού(!)·
- για (τ’) όνομα του Θεού! βλ. λ. Θεός·
- γίνομαι όνομα, βλ. λ. κάνω όνομα·
- γιορτάζω τ’ όνομά μου, γιορτάζω την ονομαστική μου γιορτή: «του Αγίου Γεωργίου γιορτάζω τ’ όνομά μου»·
- γνωστό όνομα, α. είναι διάσημος, φημισμένος: «μα και βέβαια τον ξέρω τον τάδε, αφού είναι γνωστό όνομα». β. έχω την εντύπωση πως γνωρίζω το άτομο του οποίου αναφέρεται το όνομα, χωρίς όμως να είμαι απόλυτα σίγουρος, ή απλά έχω ακούσει το όνομά του κάπου σε κάποια συζήτηση: «γνωστό όνομα, κάτι μου λέει, αλλά δε μπορώ να θυμηθώ πού συναντηθήκαμε»·
- γράφ’ το στ’ όνομα του… ή γράψ’ το στ’ όνομα του… (ακολουθεί κάποιο όνομα), πίστωσέ το στον…: «θ’ αγοράσω αυτό το πουκάμισο και γράφ’ το στ’ όνομα του φίλου μου του Νίκου»·
- γράφω στ’ όνομα (κάποιου κάτι), ορίζω με διαθήκη σε κάποιον την κυριότητα επί της περιουσίας μου μετά το θάνατό μου: «λίγο πριν πεθάνει, έγραψε στ’ όνομα του γιου του όλη την περιουσία του». (Λαϊκό τραγούδι: όσα κι αν είχα τα ’γραψα απάνω στ’ όνομά της κι ένα πρωί με διώξανε αυτή και η μαμά της
- γράφω τ’ όνομά μου, βλ. συνηθέστ. βάζω τ’ όνομά μου·
- δε λέμε ονόματα, δεν κατονομάζουμε κανέναν, ιδίως όταν δεν είναι παρών: «στην παρέα μας, όταν κουβεντιάζουμε για σοβαρά πράγματα και δεν είμαστε όλοι παρόντες, δε λέμε ονόματα για ν’ αποφεύγονται διάφορες παρεξηγήσεις»· βλ. και φρ. ονόματα να μη λέμε·
- δεν έχει τίποτα στ’ όνομά του, δε φαίνεται με κάποιο νόμιμο έγγραφο να έχει στην ιδιοκτησία του οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι και φτωχός: «επειδή κάνει μεγάλα ανοίγματα στη δουλειά του, έχει μεταβιβάσει όλη την ακίνητη περιουσία στη γυναίκα του και δεν έχει τίποτα στ’ όνομά του». Πολλές φορές, μετά το τίποτα ακολουθεί το γραμμένο·
- δεν κρατώ ονόματα, δε σημειώνω ή δεν μπορώ να θυμάμαι ονόματα: «συναναστρέφομαι με τόσο πού κόσμο, που δεν κρατώ ονόματα»·
- δίνω τ’ όνομά μου (σε κάποια), παντρεύομαι κάποια: «εγώ σου ’δωσα τ’ όνομά μου και δε θέλω να το ντροπιάσεις». Από το ότι παλιότερα, όταν μια γυναίκα παντρευόταν, έπαιρνε το οικογενειακό όνομα του άντρα της· βλ. και φρ. παίρνω τ’ όνομα (κάποιου)·
- δίνω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια), α. υιοθετώ κάποιο παιδί: «επειδή δεν μπορούσε να κάνει η γυναίκα μου παιδί, πήρα ένα αγοράκι απ’ το ορφανοτροφείο και του ’δωσα τ’ όνομά μου». β. αναγνωρίζω νόμιμα ένα νόθο παιδί μου: «συζούσα με την τάδε κι έκανα μαζί της ένα κοριτσάκι, όμως του ’δωσα τ’ όνομά μου για να ’μαι εντάξει με τη συνείδησή μου»· βλ. και φρ. βγάζω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια)   
- έβγαλα κακό όνομα, βλ. φρ. μου βγήκε τ’ όνομα·
- είναι πρώτο όνομα ή είναι το πρώτο όνομα, πρόκειται για πολύ διάσημο πρόσωπο σε ένα χώρο επαγγελματικό, καλλιτεχνικό ή κοινωνικό: «ο κύριος τάδε είναι πρώτο όνομα στο χώρο της ιατρικής || η τάδε είναι το πρώτο όνομα στο χώρο του κινηματογράφου»·
- είναι πρώτο όνομα στη νύχτα ή είναι το πρώτο όνομα στη νύχτα, πρόκειται για πρόσωπο που κυριαρχεί στις παράνομες υποθέσεις που διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια της νύχτας, είναι δηλαδή διάσημος μπράβος, νονός, εκβιαστής, έμπορος ναρκωτικών ή έμπορος λευκής σαρκός: «όλοι θέλουν να τα ’χουν καλά μαζί του, γιατί είναι πρώτο όνομα στη νύχτα»· βλ. και φρ. είναι πρώτο όνομα στην πίστα·
- είναι πρώτο όνομα στην πίστα ή είναι το πρώτο όνομα στην πίστα, πρόκειται για καλλιτέχνη, ιδίως τραγουδιστή ή τραγουδίστρια, που κυριαρχεί στη νυχτερινή διασκέδαση: «η τάδε είναι το πρώτο όνομα στην πίστα»·
- είναι στ’ όνομά του (κάτι), είναι στην κυριότητά του, είναι ιδιοκτήτης του: «δεν είναι φτωχός, γιατί αυτή η βιλάρα που βλέπεις είναι στ’ όνομά του»·
- εν ονόματι του νόμου, δυνάμει του νόμου: «εν ονόματι του νόμου, συλλαμβάνεστε»·
- εξ ονόματος του..., εκ μέρους του..., ως εκπρόσωπος του…: «έρχομαι εξ ονόματος του τάδε»· βλ. και φρ. τον γνωρίζω εξ ονόματος·
- επ’ ονόματι, στο όνομα κάποιου: «το λογαριασμό θα τον ανοίξεις επ’ ονόματι της γυναίκας μου»·
- έχει ένα όνομα, είναι ευυπόληπτος: «δε θέλει να κάνει παρέα μ’ αλήτες, γιατί έχει ένα όνομα!». (Λαϊκό τραγούδι: είχα ένα όνομα, είχα ένα σπίτι, είχα και μιαν αγάπη στην καρδιά κι άξαφνα κατάντησα σαν τον πρώτο αλήτη μια πληγή, μια σκέτη μαχαιριά 
- έχει κακό όνομα, α. δεν είναι ευυπόληπτος, έχει κακή φήμη: «να πεις το γιο σου να μην κάνει παρέα με τον τάδε, γιατί έχει κακό όνομα». β. δεν είναι φερέγγυος: «δεν του κάνει κανείς πίστωση, γιατί έχει κακό όνομα στην αγορά»·
- έχει καλό όνομα, α. είναι ευυπόληπτος, έχει καλή φήμη: «από τη μέρα που κάθισε σ’ αυτή τη γειτονιά, έχει καλό όνομα και τον εκτιμούν όλοι». β. είναι φερέγγυος: «όλοι θέλουν να συνεργάζονται μαζί του, γιατί έχει καλό όνομα στην αγορά»·
- έχει όνομα, είναι διάσημος, ικανός, είναι φημισμένος για κάτι: «χρόνια έχει όνομα με τα βιβλία που γράφει || κάθε φορά που παθαίνει βλάβη τ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, γιατί έχει όνομα»·
- έχει όνομα στη μαρκίζα, βλ. λ. μαρκίζα·
- έχει στ’ όνομά του (κάτι), αποδεικνύει με νόμιμο έγγραφο την κυριότητά του επί κινητής ή ακίνητης περιουσίας: «αυτός ο άνθρωπος έχει στ’ όνομά του τέτοια περιουσία, που μπορεί για χρόνια να θρέφει όλη την πόλη μας»·
- έχω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. γιορτάζω τ’ όνομά μου·
- θα σε κάνω ν’ αλλάξεις όνομα, θα σε καταντροπιάσω, θα σε καταξεφτιλίσω: «αν σε δω να βρίζεις πάλι τους γονείς σου, θα σε κάνω ν’ αλλάξεις όνομα». Πολλές φορές, ακολουθούν διάφοροι υβριστικοί χαρακτηρισμοί, μεταξύ των οποίων, αλήτη ή παλιοαλήτη ή κοπρόσκυλο ή ρεμάλι·
- θέλω αποδείξεις και ονόματα, απαιτώ τεκμήρια και να μου κατονομάσεις ανθρώπους, ιδίως ύποπτους για κάτι: «δε θέλω να μου μιλάς αφηρημένα, θέλω ονόματα». (Τραγούδι: απόψε θέλω αποδείξεις και ονόματα και το κορμάκι σου θα ψάξω πόντο πόντο
- θέλω διευθύνσεις και ονόματα, απαιτώ την πλήρη διαλεύκανση μιας υπόθεσης, ιδίως ύποπτης: «είναι έξαλλος ο διευθυντής, γιατί πιστεύει πως η παραγωγή σκάρτου εμπορεύματος οφείλεται σε σαμποτάζ, γι’ αυτό θέλει διευθύνσεις και ονόματα, αλλιώς θα μας απολύσει όλους»·  
- θέλω ονόματα, απαιτώ να μου κατονομάσεις ανθρώπους, ιδίως ύποπτους για κάτι: «αν θέλεις να συμβάλεις στην έρευνα που κάνω, θέλω ονόματα»·
- κάλλιο (καλύτερα) να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα, βλ. λ. μάτι·
- κάνω όνομα, αποκτώ φήμη, γίνομαι διάσημος: «απ’ τη μέρα που βγήκε στην τηλεόραση, έκανε όνομα»·
- κατ’ όνομα, α. μου είναι γνωστός μόνο ως όνομα, δεν τον γνωρίζω προσωπικά: «δεν τον έχω δει ποτέ μου αυτόν που μου λες, αλλά τον ξέρω κατ’ όνομα». β. δεν έχω προσωπική αντίληψη για κάποιον, ό,τι γνωρίζω γι’ αυτόν, προέρχεται από πληροφορίες: «ξέρω μόνο κατ’ όνομα πως είναι τίμιος έμπορος, αλλά δεν είχα ποτέ μου αλισβερίσι μαζί του». γ. τυπικά, όχι ουσιαστικά: «αυτός κατ’ όνομα είναι διευθυντής του εργοστασίου, γιατί στην πραγματικότητα άλλος το διευθύνει»·
- κηλιδώνω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. λερώνω τ’ όνομά μου·
- κοινό όνομα, συνηθισμένο: «το όνομα Γιάννης είναι το πιο κοινό όνομα στην Ελλάδα»·
- κρατώ τ’ όνομα (κάποιου), το εντυπώνω στο μυαλό μου ή το σημειώνω σε κάποιο σημειωματάριο: «κράτησες τ’ όνομα του κυρίου που με ζήτησε;»·
- λέει για τ’ όνομά μου, αναφέρεται σε μένα θετικά ή αρνητικά: «κάναμε παρέα το καλοκαίρι στις διακοπές μας κι ακόμα λέει για τ’ όνομά μου». (Λαϊκό τραγούδι: όπου σταθείς κι όπου βρεθείς θα λες για τ’ όνομά μου, για τα καλά που πέρασες στα χέρια τα δικά μου
- λεκιάζω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. λερώνω τ’ όνομά μου·
- λερώνω τ’ όνομά μου, προσβάλλω, διασύρω με τις πράξεις μου, τη συμπεριφορά μου το καλό όνομα που έχω: «προσπαθώ να φέρομαι πάντα ευγενικά και τίμια, γιατί δεν έχω σκοπό να λερώσω τ’ όνομά μου»·
- λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους, βλ. λ. πράγμα·
- με τ’ όνομα, με ουσιαστική, με πραγματική αξία για την ιδιότητα που αναφέρεται πως έχει κάποιος: «να τους πεις πως είμαι ο μάστρο Βαγγέλης με τ’ όνομα»·
- μεγάλα ονόματα, πρόσωπα εξέχοντα: «στη δεξίωση ήταν παρόντα όλα τα μεγάλα ονόματα της πόλης μας»·
- μεγάλο όνομα, διάσημος, φημισμένος: «έχω γνωρίσει πολλά μεγάλα ονόματα στο χώρο της λογοτεχνίας». (Λαϊκό τραγούδι: κι άμα θες ακόμα κάνουμε κουμπάρο μ’ όνομα μεγάλο, τον Βασίλη τον Τσιτσάνη. Πες μου το ναι λοιπόν κι αγάπα με κι εσύ!
- μη για όνομα της Παναγίας! βλ. λ. Παναγία·
- μη για όνομα του Θεού! βλ. λ. Θεός·
- μιλάμε με τα μικρά μας ονόματα, είμαστε πολύ γνωστοί, έχουμε μεγάλη οικειότητα μεταξύ μας: «μπορεί να έγινε μεγάλο και τρανός, αλλά μεταξύ μας μιλάμε με τα μικρά μας ονόματα, γιατί γνωριζόμαστε από παιδιά»·
- μου βγάζουν τ’ όνομα, προσβάλλουν, διασύρουν την υπόληψή μου, διαδίδοντας κακοήθειες ή φανταστικά επιλήψιμα γεγονότα: «εγώ ξέρω πως είμαι τίμιος, γι’ αυτό δε μ’ ενδιαφέρει αν μου βγάζουν κάθε τόσο τ’ όνομα». (Λαϊκό τραγούδι: είμ’ αλανιάρα μερακλού, φουμάρω το χασίσι, γι’ αυτό μου βγάλαν τ’ όνομα πως αγαπώ ντερβίση
- μου βγήκε τ’ όνομα, α. απόκτησα κακή φήμη: «απ’ τη μέρα που διέδωσε κάποιος πως έχω μπλέξει με ναρκωτικά, μου βγήκε τ’ όνομα». β. έχασα τη φερεγγυότητά μου: «μια φορά δεν πλήρωσα μια επιταγή κι αμέσως μου βγήκε τ’ όνομα»·
- να μη λέμε ονόματα βλ. φρ. ονόματα να μη λέμε·
- να χαίρεσαι τ’ όνομά σου! α. ευχή σε κάποιον επ’ ευκαιρία της ονομαστικής του γιορτής. Συνών. να χαίρεσαι τη γιορτή σου! β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε κάποιον που αποδίδει στο όνομά του αξία την οποία όμως εμείς αμφισβητούμε: «σε μένα μην κάνεις τον έξυπνο, γιατί εγώ είμαι ο τάδε. -Να χαίρεσαι τ’ όνομά σου! Λες και δεν ξέρουμε τι κουμάσι είσαι»·
- ντροπιάζω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. ρεζιλεύω τ’ όνομά μου·
- ντρόπιασε τ’ όνομά μου, (για γυναίκες), βλ. φρ. ρεζίλεψε τ’ όνομά μου·
- ξέχασε τ’ όνομά του, α. ζαλίστηκε πολύ ύστερα από ισχυρό χτύπημα που δέχτηκε στο κεφάλι του: «του ’ρθε μια αδέσποτη πέτρα στο κεφάλι και ξέχασε τ’ όνομά του». Από το ότι συμβαίνει πολλές φορές να παθαίνει πρόσκαιρη αμνησία κάποιος, όταν δέχεται χτύπημα στο κεφάλι. β. ένιωσε μεγάλη χαρά, ευχαρίστηση ή μεγάλη έκπληξη ή απορία: «ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό που έφαγε, που ξέχασε τ’ όνομά του || μόλις με είδε να κυκλοφορώ με τέτοια αυτοκινητάρα, ξέχασε τ’ όνομά του || του γνώρισα μια γυναίκα, που, μόλις την είδε, ξέχασε τ’ όνομά του»·
- ο λύκος έχει τ’ όνομα κι η αλεπού τη χάρη, βλ. λ. λύκος·
- οικογενειακό όνομα, το επίθετο, το επώνυμο κάποιου: «ξέρω πως ονομάζεται Γιώργος, αλλά δεν ξέρω να σου πω το οικογενειακό του όνομα»·
όνομα και μη χωριό, λέγεται συνήθως ειρωνικά για πρόσωπο που έχει κάνει κάτι μεμπτό, που για κάποιο λόγο δε θέλουμε να το κατονομάσουμε, ενώ ο συνομιλητής μας γνωρίζει για ποιόν πρόκειται: «σαν να μην ξέρουμε τώρα ποιος έκανε τη λοβιτούρα, όνομα και μη χωριό»·
όνομα και πράμα, αυτό που λέγεται για κάποιον ή για κάτι δεν είναι μόνο φήμη, αλλά και πραγματικότητα, ανταποκρίνεται απόλυτα στη φήμη του: «είχε μια γκομενάρα μαζί του σκέτη νεράιδα, όνομα και πράμα σου λέω»·
- όνομα κι εξυπηρέτηση, δηλώνει πως το όνομα που αναφέρεται, ιδίως ονομασία εμπορικής φίρμας, παρέχει στους πελάτες πολλούς τρόπους αγοράς, μεγάλη εξυπηρέτηση προκειμένου να αγοράσει κανείς κάτι. Θυμηθείτε το σλόγκαν: Κωτσόβολος, όνομα κι εξυπηρέτηση·
- ονόματα να μη λέμε, λέγεται συνήθως ειρωνικά για πρόσωπο που έχει κάνει κάτι μεμπτό, που για κάποιο λόγο δε θέλουμε να το κατονομάσουμε, ενώ, τις πιο πολλές φορές ο συνομιλητής μας ξέρει για ποιόν πρόκειται: «σαν να μην ξέρουμε τώρα ποιος έβαλε χέρι στο ταμείο, ονόματα να μη λέμε»· βλ. και φρ. δε λέμε ονόματα·
- ορκίζομαι στ’ όνομά του, βλ. φρ. πίνω νερό στ’ όνομά του·
- παίρνω τ’ όνομα (κάποιου), α. λέγεται σε περιπτώσεις που, σύμφωνα με το έθιμο, ένα παιδί βαφτίζεται με το όνομα του παππού ή της γιαγιάς ή άλλου στενού συγγενικού προσώπου, ή στις περιπτώσεις που, σύμφωνα με τις νέες συνήθειες, κάποια άλλη αιτία δίνει όνομα στο παιδί: «όταν γεννήθηκα, έτυχε να έχει μόλις πεθάνει η αδερφή της μάνας μου και πήρα τ’ όνομα που είχε || από πού πήρες τ’ όνομα Αλίκη; -Τότε ήταν της μόδας οι ταινίες της Βουγιουκλάκη κι η μάνα μου ήταν φαν». β. παντρεύομαι κάποιον: «μετά από πέντε χρόνια δεσμό, επιτέλους πήρε τ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: μα τώρα που ’γινες αφέντρα της καρδιάς μου και πήρες τ’ όνομα του κύρη μου κυρά για να μην έχουμε μπλεξίματα σαν του γιαλού τα κύματα να πας με τα δικά μου τα νερά). Από το ότι, όταν μια γυναίκα παντρεύεται, παίρνει το οικογενειακό όνομα του συζύγου της. Από τη στιγμή όμως που η γυναίκα βγήκε δυναμικά στην παραγωγή και πάλεψε σκληρά για τα δικαιώματά της σαν άτομο στην κοινωνία, αυτό δεν είναι απόλυτο και στο εξής είτε η γυναίκα κρατάει το οικογενειακό της όνομα είτε μετά το δικό της έπεται του συζύγου της, π.χ.: Ελένη Κατσούλη-Κάτου, δηλ. η Ελένη Κατσούλη παντρεύτηκε τον Αναστάσιο Κάτο·  
- παίρνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου βλ. συνηθέστ.  πιάνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου·
- πες για τ’ όνομά μου, ρώτησε να μάθεις για το ποιόν μου, για το χαρακτήρα μου, ρώτησε να μάθεις τι σόι άνθρωπος είμαι: «πες για τ’ όνομά μου, όπου θέλεις, κι αν ακούσεις κακή λέξη, να με φτύσεις!». (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν πιστεύεις, ρώτησε και πες για τ’ όνομά μου, με δείχνουν με το δάχτυλο για την παλικαριά μου
- πιάνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, αναφέρομαι σε κάποιον με όχι κολακευτικά λόγια, κακολογώ κάποιον: «αν πιάσεις ξανά τ’ όνομα της οικογένειάς μου στο στόμα σου, θα σε μαυρίσω στο ξύλο»·
- πίνω νερό στ’ όνομά του, βλ. λ. νερό·
- πίνω στ’ όνομα (κάποιου), πίνω στην υγεία κάποιου: «λείπει ο φίλος μας στο εξωτερικό και πίνουμε στ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: τους μάγκες όλους γλένταγες κι αυτοί σε αγαπάνε και στ’ όνομά σου, Γιάννη μου, τα πίνουν και ρα σπάνε
- ρεζιλεύω τ’ όνομά μου, το διασύρω, το εξευτελίζω: «ρεζίλεψες τ’ όνομά σου με τους αλήτες που κάνεις παρέα». (Λαϊκό τραγούδι: ρεζίλεψα στην τρέλα μου τ’ όνομα του πατέρα μου και κλαίω απ’ τη ντροπή μου
- ρεζίλεψε τ’ όνομά μου, (για γυναίκες) η γυναίκα με την οποία είμαι παντρεμένος με απάτησε: «δε θέλω να την ξαναδώ στα μάτια μου, γιατί ρεζίλεψε τ’ όνομά μου»·
- στ’ όνομα (κάποιου), για λογαριασμό, κυριότητα κάποιου: «πέρασε κάποιος κι άφησε αυτό το δέμα στ’ όνομά σου». (Λαϊκό τραγούδι: θα σου στείλω στ’ όνομά σου τέλια για τον μπαγλαμά σου
- τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, λέγεται στην περίπτωση που η φήμη ενός ανθρώπου δε συμβαδίζει με τον πλούτο: «σπουδαίος συγγραφέας, δε λέω, αλλά τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, γιατί να φάει δεν έχει ο φουκαράς!»·
- της βγάζω τ’ όνομα, διασύρω την υπόληψή της διαδίδοντας κακοήθειες ή φανταστικά γεγονότα, ιδίως ερωτικά: «βγήκε η κοπέλα μια φορά μαζί του και της έβγαλε τ’ όνομα χωρίς λόγο». (Λαϊκό τραγούδι: της το βγάλανε της Άννας τ’ όνομά της κρυφά από τη μαμά της
- το βαφτιστικό όνομα (κάποιου), βλ. φρ. το μικρό όνομα (κάποιου)·
- το καλό τ’ όνομα δε λησμονιέται, αυτός που έχει καλό παρελθόν, υπολογίζεται πάντοτε και εκτιμάται: «απ’ τα νιάτα του ήταν καλό κι ευγενικό παιδί και τον θυμάμαι γιατί, το καλό τ’ όνομα δε λησμονιέται»· 
- το μεγάλο όνομα (κάποιου), το οικογενειακό όνομα κάποιου, το επώνυμό του: «το μεγάλο όνομα του βιβλιοπώλη που έχει το “Κατώι του Βιβλίου”, είναι Μπαρμπουνάκης»·
- το μικρό όνομα (κάποιου), το όνομα που δίνει ο νονός ή η νονά σε κάποιον κατά τη βάφτισή του: «το μικρό όνομα του βιβλιοπώλη Μπαρμπουνάκη είναι Μανώλης και επιμένει να γράφει το όνομά του με ωμέγα»·
- τον γνωρίζω εξ ονόματος, δεν τον γνωρίζω προσωπικά, τον έχω ακουστά: «ξέρω για ποιον μου μιλάς, γιατί τον γνωρίζω εξ ονόματος»·
- του βγάζω τ’ όνομα, διασύρω την υπόληψή του, διαδίδοντας κακοήθειες ή φανταστικά επιλήψιμα γεγονότα σε βάρος του: «δε μπορεί κανείς να του βγάλει τ’ όνομα, γιατί αυτός ο άνθρωπος είναι άμεμπτος». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ξανακάνω φυλακή και στου Καπετανάκη – γιαβρούμ, γιατί μου βγάλαν τ’ όνομα πώς πίνω το μαυράκι – αμάν
- του (της) βγάζω τ’ όνομα, βλ. φρ. του (της) δίνω τ’ όνομα·
- του (της) δίνω τ’ όνομα, του (της) δίνω ένα όνομα κατά τη βάφτισή του (της), τον (την) ονομάζω: «η νονά της της έδωσε τ’ όνομα Δέσποινα»·
- φτιάχνω όνομα, βλ. φρ. κάνω όνομα·
- φτύνω στ’ όνομά του, δεν κρύβω τη μεγάλη έχθρα που έχω για το άτομο που γίνεται λόγος: «είναι πολύ παλιάνθρωπος ο τάδε και φτύνω στ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: σε μας δουλειά δε δίνουνε και στ’ όνομά του φτύνουνε
- φωνάζουν τ’ όνομά μου, με καλεί κάποιος από μακριά ονομαστικά: «μου φάνηκε σαν ν’ άκουσα να φωνάζουν τ’ όνομά μου»·
- φωνάζω με τ’ όνομά του (κάποιον), καλώ ονομαστικά κάποιον: «καλά, δεν ακούς τόση ώρα που σε φωνάζουν με τ’ όνομά σου;».

όπου

όπου, επίρρ. [<αρχ. ὅπου], όπου. 1. οπουδήποτε: «απ’ τη στιγμή που έχεις την άδειά μου, μπορείς να πηγαίνεις όπου θέλεις». 2. στο μέρος που, εκεί που: «γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται». (Ακολουθούν 41 φρ.)·
- άμα έχεις το μπαμπάκι, όπου θες κάνεις κονάκι, βλ. λ. μπαμπάκι·
- βάλ’ τον (βάλ’ την, βάλ’ το) όπου μπορείς (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), επωφελήσου με οποιοδήποτε τρόπο μπορείς: «όπως έγινε σήμερα ο κόσμος, βάλ’ τον όπου μπορείς και μη νοιάζεσαι για τίποτα»·
- είναι πολύ όπου, (στη νεοαργκό) είναι πολύ εντυπωσιακός: «δεν περνάει ποτέ απαρατήρητος, γιατί είναι πολύ όπου το άτομο»·
- κι όπου βγει, έκφραση αδιαφορίας για την έκβαση κάποιας ενέργειας ή για την κατάληξη κάποιας πορείας μας: «θα συνεταιριστώ μαζί του κι όπου βγει || θα πάρω αυτόν το δρόμο κι όπου βγει». (Λαϊκό τραγούδι: τρελέ τσιγγάνε, τι με κοιτάς, έρημη μόνη με παρατάς; Πάμε τσιγγάνε, πριν την αυγή θα ’ρθω μαζί σου και όπου βγει
- κι όπου με βγάλει, έκφραση αδιαφορίας για την έκβαση κάποιας ενέργειας ή για την κατάληξη κάποιας πορείας μας: «εγώ θα κάνω αυτή τη δουλειά κι όπου με βγάλει || θα πάρω αυτόν το δρόμο κι όπου με βγάλει». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω πλούτη να σου χαρίσω, μα να πονέσεις δε θα σ’ αφήσω, σκέψου κι αν έχεις καρδιά μεγάλη, έλα μαζί μου κι όπου μας βγάλει 
- κι όπου με βγάλει η άκρη, βλ. λ. άκρη·
- κι όπου με βγάλουν τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- οι όπου γης, βλ. λ. γη·
- όπου ακούς πολλά κεράσια, βάστα και μικρό καλάθι ή όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι, βλ. λ. κεράσι·
- όπου βγαίνει καπνός, υπάρχει και φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- όπου βρεθεί κι όπου σταθεί ή όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, σε οποιοδήποτε μέρος και πάντοτε: «όπου βρεθεί κι όπου σταθεί, μιλάει πάντα με τα καλύτερα λόγια για τη γυναίκα του». (Λαϊκό τραγούδι: όπου σταθείς κι όπου βρεθείς θα λες για τ’ όνομά μου για τα καλά που γνώρισες στα χέρια τα δικά μου
- όπου γάμος και χαρά, η Βασίλω πρώτη, βλ. λ. χαρά·
- όπου γάμος και χαρά και αυτός στη μέση, βλ. λ. χαρά·
- όπου γης, βλ. λ. γη·
- όπου γης και πατρίς, βλ. λ. γη·
- όπου γουστάρεις κι αγαπάς (ενν. να σε πάω, να πάμε), βλ. λ. γουστάρω·
- όπου δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάβολος ανίψια, βλ. λ. ανίψι·
- όπου δεν πίπτει (πέφτει) λόγος, πίπτει (πέφτει) ράβδος, βλ. λ. λόγος·
- όπου δυο κι αυτός τρεις, βλ. λ. αυτός·
- όπου κι αν, οπουδήποτε: «όπου κι αν κρυφτεί θα τον βρω»·
- όπου κι όπου, α. οπουδήποτε και χωρίς πρόγραμμα, χωρίς σκοπό: «τριγυρίζει όπου κι όπου || κάθεται όπου κι όπου και ξεχνιέται με την κουβέντα». β. (για πράγματα) οπουδήποτε και χωρίς τάξη: «αφήνει τα ρούχα του όπου κι όπου κι ύστερα ψάχνει να τα βρει || αφήνει τα εργαλεία του όπου κι όπου κι ύστερα του φταίνε οι άλλοι που τα χάνει»·
- όπου κόσμος και Κοσμάς, βλ. λ. κόσμος·
- όπου λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει, βλ. λ. κοκόρι·
- όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει, βλ. λ. κόκορας·
- όπου λάχει, α. οπουδήποτε και τυχαία: «ξαπλώνει όπου λάχει || όταν πεινάει τρώει όπου λάχει». (Λαϊκό τραγούδι: άδικα μην το παιδεύεις, βρε γυναίκα πονηρή, και το ρίχνεις όπου λάχει τον μπελά του για να βρει
- όπου μπαίνει ο ήλιος, βγαίνει ο γιατρός, βλ. λ. γιατρός·
- όπου να ’ναι, α. συντομότατα: «όπου να ’ναι θα ’ρθει». β. οπουδήποτε και τυχαία: «δεν τρώει όπου να ’ναι, γιατί είναι πολύ σιχασιάρης». γ. (για πράγματα) σε διάφορα μέρη και χωρίς φροντίδα, ακατάστατα: «αφήνει τα πράγματά του όπου να ’ναι κι ύστερα τα ψάχνει με τις ώρες»·
- όπου όπου, βλ. φρ. όπου κι όπου·
- όπου πάει κι όπου βρεθεί, βλ. φρ. όπου βρεθεί κι όπου σταθεί. (Λαϊκό τραγούδι: σε καταριέμαι, όπου πας κι όπου βρεθείς,μια άσπρη μέρα στη ζωή σου να μη δεις
- όπου πάει κι όπου σταθεί, βλ. φρ. όπου πάει κι όπου βρεθεί·
- όπου πατά, χορτάρι δε φυτρώνει ή όπου πατήσει, χορτάρι δε φυτρώνει, βλ. λ. χορτάρι·
- όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιεις νερό, βλ. λ. νερό·
- όπου σταματά η λογική, αρχίζει ο στρατός, βλ. λ. λογική·
- όπου του μέλλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνει, βλ. λ. μέλλει·
- όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- όπου φτώχεια και γκρίνια, βλ. λ. φτώχεια·
- όπου φτωχός κι η μοίρα του, βλ. λ. φτωχός· 
- όπου φύγει φύγει, βιαστική φυγή, βιαστική απομάκρυνση από ένα μέρος, ιδίως από φόβο: «μόλις τον είδα να ’ρχεται αγριεμένος, το ’βαλα στα πόδια κι όπου φύγει φύγει». (Λαϊκό τραγούδι: οι φρατέλοι σαν με δούνε, ψάχνουν δρόμο για να βρούνε, μα τους στρώνω στο κυνήγι και κείνοι όπου φύγει φύγει
- όπου χτυπάει καμπάνα, για πούστης για πουτάνα, βλ. λ. καμπάνα·
- πάει όπου φυσάει ο άνεμος, βλ. λ. άνεμος·
- χώσ’ τον (χώσ’ την, χώσ’ το) όπου μπορείς (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. φρ. βάλ’ τον (βάλ’ την, βάλ’ το) όπου μπορείς.

όρντινο

όρντινο, το, ουσ. [<ιταλ. ordine], διαταγή, παραγγελία: «εγώ δε δέχομαι όρντινο από κανέναν». 2. στον πλ. τα όρντινα, τα κέντρα αποφάσεων: «τα όρντινα των Βρυξελλών, καλούνται να χαράξουν την αγροτική πολιτική των κρατών μελών για τα επόμενα χρόνια || ο ευρωπαϊκός επίτροπος της χώρας μας, έθεσε στα διάφορα όρντινα της Ένωσης το πρόβλημα των Ελλήνων πλημμυροπαθών»·
- βγάζω όρντινο, διατάζω ως αρχή, ως εξουσία: «έβγαλε όρντινο ο διοικητής να μην πάρει κανένας άδεια το Σαββατοκύριακο»·
- στέλνω όρντινο, παραγγέλλω: «επειδή μ’ αρέσουν πολύ τα τραχανά, έστειλα όρντινο στη θεια μου στο χωριό να μου στείλει μερικά».

παιδικός

παιδικός, -η κ. -ιά, -ό, επίθ. [<αρχ. παιδικός], παιδικός. α. το αρσ. ως ουσ. ο παιδικός, δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα με ειδικευμένο προσωπικό στο οποίο οι εργαζόμενες μητέρες αφήνουν την καθημερινή φύλαξη των παιδιών τους προσχολικής ηλικίας με διατροφή και ψυχαγωγία, αλλά ακόμη και νηπίων και βρεφών: «κάθε πρωί αφήνει το παιδί της στον παιδικό κι έπειτα πηγαίνει στη δουλειά της». β. το ουδ. ως ουσ. το παιδικό, κατάλληλα διαμορφωμένοδωμάτιο για παιδί: «παρήγγειλε μια βιβλιοθήκη για το παιδικό». γ. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα παιδικά, (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) κατάλληλα για παιδί: «στη γειτονιά μας άνοιξε ένα κατάστημα που πουλάει μόνο παιδικά»·  
- απ’ τα παιδικά του, βλ. φρ. απ’ τα παιδικάτα του, λ. παιδικάτα·
- βγάζει την παιδική (ενν. αρρώστια), (για νήπια) βγάζει στο κορμί του εξανθήματα τα οποία είναι προάγγελος ιλαράς, ανεμοβλογιάς ή ερυθράς: «πήγε άρον άρον το παιδάκι της στη γιατρό, γιατί έχει την εντύπωση πως βγάζει την παιδική»·
- παιδική χαρά, α. κατάλληλα διαμορφωμένος υπαίθριος χώρος στον οποίο μπορούν να παίζουν τα παιδιά: «η παιδική χαρά της περιοχής μας έχει κούνιες, τραμπάλες, τσουλήθρες κι έναν μεγάλο λαβύρινθο». β. λέγεται ειρωνικά για εργασιακό χώρο όπου δεν επικρατεί τάξη και ο καθένας κάνει ό,τι θέλει ή προσέρχεται και φεύγει όποια ώρα θέλει: «αυτή δεν είναι επιχείρηση, αλλά παιδική χαρά κι απ’ ό,τι βλέπω, δεν το γλιτώνει το λουκέτο». Παρομοίωση με την παιδική χαρά, όπου παίζουν τα μικρά παιδιά·    
- παιδικός σταθμός, βλ. λ. παιδικός (α).

παλικάρι

παλικάρι κ. παλληκάρι, το, ουσ. [<μσν. παλληκάριον (= σωματοφύλακας) υποκορ. του μτγν. πάλληξ]. 1. έφηβος ή νεαρός άντρας: «κάθε Κυριακή μεσημέρι όλα τα παλικάρια της γειτονιάς πηγαίνουν στο γήπεδο». (Λαϊκό τραγούδι: νύχτωσε χωρίς φεγγάρι, το σκοτάδι είναι βαθύ, όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί). 2. νεαρός άντρας άφοβος, γενναίος, τολμηρός: «είναι πολύ παλικάρι ο τάδε και δε φοβάται να τα βάλει με κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: άντε, τράβα στη δουλειά σου, να μην έβρεις τον μπελά σου και, αν είσαι παλικάρι, τράβα, κάνε μου τη χάρη). 3. άντρας που έχει το θάρρος της γνώμης, που συμπεριφέρεται ακριβοδίκαια, καθώς πρέπει: «όταν έχουμε διαφορές στην παρέα μας, μας τις λύνει ο τάδε, που είναι παλικάρι, κι όλοι μας τον ακούμε». 4. χαρακτηρισμός άντρα που αντεπεξέρχεται με αξιοθαύμαστο τρόπο τις δυσκολίες που προκύπτουν ή που επιδεικνύει μεγάλη αντοχή σε κάποια δραστηριότητά του: «πέσανε πάνω του να τον εμποδίσουν, αλλά αυτός είναι παλικάρι στις τρικλοποδιές και τα κατάφερε μια χαρά στη δουλειά που ανέλαβε || είναι παλικάρι στο ποτό». 5. ο ανύπαντρος: «είναι ακόμα παλικάρι». 6. προσφώνηση σε έφηβο ή σε νεαρό άντρα που δε γνωρίζουμε το όνομά του: «έχεις ώρα, ρε παλικάρι;». 7. στον πλ. τα παλικάρια, οι γενναίοι αγωνιστές που υπηρετούσαν στις διαταγές κάποιου οπλαρχηγού κατά την επανάσταση του 1821: «γύρισαν νικητές ο Κολοκοτρώνης και τα παλικάρια του». (Δημοτικό τραγούδι: σαράντα παλικάρια από τη Λιβαδειά πάνε για να πατήσουν μωρ’ την Τριπολιτσά). Μεγέθ. παλίκαρος, ο (βλ. λ.).Υποκορ. παλικαράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- άξιο παλικάρι, που είναι ικανό, εργατικό, που αντεπεξέρχεται με επιτυχία στις δυσκολίες και στα προβλήματα που προκύπτουν: «τον θαυμάζω, γιατί γενικά είναι άξιο παλικάρι || θα ξεπεράσει κι αυτή τη δυσκολία του, γιατί είναι άξιο παλικάρι». Με την παραπάνω φρ. υπήρχε και το ακόλουθο τετράστιχο, που λεγόταν από τα παιδιά υπό τύπο κοροϊδίας: ο τάδε (κάποιο όνομα) το καλό παιδί και τ’ άξιο παλικάρι, γαϊδάρου κώλο φίλησε και πήρ’ ένα δεκάρι·  
- βγάζω παλικάρι (κάποιον ή κάποια), βοηθώ κάποιον ή κάποια να αντεπεξέλθει με επιτυχία κάποια προσωπική δυσκολία, κάποια δουλειά ή υπόθεση: «στις δύσκολες στιγμές της ζωής μου, μόνο ο τάδε μ’ έβγαλε παλικάρι». (Λαϊκό τραγούδι: γύρνα πάλι στη δουλειά σου, συγκεντρώσου στα μυαλά σου, να σε βλέπω με καμάρι, να με βγάλεις παλικάρι)·    
- βγαίνω παλικάρι, (και για τα δυο φύλα) αντεπεξέρχομαι με επιτυχία σε κάποια προσωπική δυσκολία, σε κάποια δουλειά ή υπόθεση: «όποια δυσκολία και να του τύχει, βγαίνει παλικάρι». (Τραγούδι: μα με του Θεού τη χάρη, βγήκα πάλι παλικάρι)· βλ. και φρ. με βγάζει παλικάρι (κάτι)·
- η ανάγκη κάνει το παλικάρι, βλ. λ. ανάγκη·
- κακό παλικάρι, που είναι ανάγωγο, ανήθικο, που δεν μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη: «πρόσεχε μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι κακό παλικάρι»·
- καλό παλικάρι, που είναι ευγενικό, τίμιο, ηθικό και παράλληλα ανδρείο, γενναίο, τολμηρό: «ο τάδε είναι το πιο καλό παλικάρι της γειτονιάς μας»·
- κάνω το παλικάρι, προσποιούμαι τον ανδρείο, το γενναίο, τον τολμηρό: «όσο και να κάνεις το παλικάρι, ξέρω καλά τι κλάνας είσαι»·
- με βγάζει παλικάρι (κάτι), συντελεί ώστε να αντεπεξέλθω κάποια δυσκολία: «η δουλειά που είναι να τρέχω κάθε μέρα μέσα στον κάμπο σε διάφορα χωράφια κι έχω ένα φορτηγάκι, που με βγάζει παλικάρι». (Λαϊκό τραγούδι: μόνος κανένας μπάρμπας σου μπορεί να σ’ αβαντάρει· τα τσεκ απ’ την Αμερική σε βγάζουν παλικάρι)· βλ. και φρ. βγαίνω παλικάρι·   
- με του γέρου το τομάρι παίρνει η νέα παλικάρι, βλ. λ. τομάρι·
- ο ύπνος θρέφει το παιδί κι ο ήλιος το μοσχάρι και το κρασί τον γέροντα τον κάνει παλικάρι, βλ. λ. ύπνος·
- παλικάρι της φακής, ο ψευτοπαλικαράς: «σε όσους δεν τον ξέρουν, κάνει τον άγριο, αλλά σε μένα κάθεται σούζα, γιατί ξέρω καλά τι παλικάρι της φακής είναι!»·
- παλικάρι της φακής και σκατά της Αφρικής, ο δειλός, ο φοβητσιάρης, που προσποιείται τον άφοβο, τον τολμηρό, ενώ στην πραγματικότητα μπορεί και να χεστεί επάνω του από το φόβο του: «ποιος είναι παλικάρι, ο τάδε; Αυτός είναι παλικάρι της φακής και σκατά της Αφρικής»·
- πρώτο παλικάρι, που είναι πολύ ηθικό, πολύ τίμιο, αλλά και πολύ άφοβο, γενναίο, τολμηρό: «όλοι θέλουμε να κάνουμε παρέα μαζί του, γιατί είναι πρώτο παλικάρι». (Λαϊκό τραγούδι: στη γειτονιά με είχανε πρώτο παλικάρι και πάντα λυμένο για καβγά είχα το ζωνάρι
- σωστό παλικάρι, που είναι ευγενικό, που δε θέλει να αδικήσει κανέναν, που συμπεριφέρεται καθώς πρέπει και παράλληλα είναι ανδρείο, γενναίο, τολμηρό: «σήμερα, δύσκολα θα βρεις μέσα στη νεολαία σωστά παλικάρια, όπως τα παλιά τα χρόνια»·
- το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι, λέγεται για άτομο, ή από το ίδιο το άτομο για τον εαυτό του, που βρίσκει τον τρόπο να ξεπερνάει κάποιο εμπόδιο ή δυσκολία, ακόμη και αν αυτός είναι δυναμικός, πλάγιος ή ανέντιμος: «μου δημιουργούσε συνέχεια προβλήματα και, παρά τις συστάσεις μου, δεν έλεγε να βάλει μυαλό, αλλά το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι, γιατί τον πλάκωσα στο ξύλο κι έτσι έκατσε στ’ αβγά του || θέλησα δια της νομίμου οδού να πάρω την άδεια για να χτίσω ένα σπιτάκι στην εξοχή, αλλά επειδή απ’ το ’να γραφείο μ’ έστελναν στ’ άλλο, λάδωσα κάνα δυο τρεις και τέλειωσε η δουλειά μου, γιατί το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι»·
- τον βγάζω παλικάρι, δεν τον εκθέτω, γιατί διεκπεραιώνω με επιτυχία αυτό που μου αναθέτει: «είναι πολύ ατσίδα ο τύπος κι οτιδήποτε του αναθέσει κάποιος, τον βγάζει παλικάρι». (Λαϊκό τραγούδι: το πορτοφόλι σήμερα έχει μεγάλη χάρη, σε κάθε δύσκολη στιγμή σε βγάζει παλικάρι).

Παναγία

Παναγία κ. Παναγιά, η, ουσ. [<λόγ. μτγν. Παναγία, θηλ. του επιθ. πανάγιος], ένα από τα προσωνυμία της μητέρας του Χριστού. Αποκούμπι και ελπίδα των πονεμένων, λατρεύεται από χριστιανούς και μη και ο λαός της έχει δώσει δεκάδες εκατοντάδες προσωνύμια: Θεοτόκος, ο Γλυκασμός των Αγγέλων, η Μεγάλη Μητέρα, η Πλατυτέρα των Ουρανών, Παναγία η Γοργοϋπήκοος, Παναγία η Δεξιά, Παναγία η Εκατονταπυλιανή, Παναγία η Τριχερούσα, η Παναγία Σουμελά, η Παναγία Φανερωμένη, Παναγία η Ελεούσα και έπεται μεγάλη συνέχεια. Υποκορ. Παναγίτσα (βλ. λ.) και Παναΐτσα, η. (Ακολουθούν 45 φρ.)·
- Ανάσταση Παναγιά μου! βλ. λ. Ανάσταση·
- αρχίζω τους Χριστούς και τις Παναγίες, βλ. λ. Χριστός·
- βγάζει της Παναγιάς τα μάτια, κερδίζει πολλά χρήματα από τη δουλειά του: «έχει ένα εμπορικό στο κέντρο της αγοράς και βγάζει της Παναγιάς τα μάτια». Συνών. βγάζει άντερα ή βγάζει τ’ άντερά του / βγάζει λεφτά με ουρά / βγάζει λεφτά με τη σέσουλα / βγάζει λεφτά με το ζεμπίλι / βγάζει λεφτά με το τσουβάλι / βγάζει παρά με ουρά ή βγάζει παράδες με ουρά / βγάζει τα κέρατά του / βγάζει τα μαλλιά της κεφαλής του / βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του / βγάζει τρελά λεφτά (α) / βγάζει χοντρά λεφτά / βγάζει χοντρό χρήμα / βγάζει χρήμα με ουρά·
- βόηθα Χριστέ και Παναγιά! ή βοήθα Χριστέ και Παναγία! βλ. λ. Χριστός·
- γαμώ την Παναγία μου! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ατόμου: «πάλι λάθος έκανα στη δουλειά, γαμώ την Παναγία μου!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ την Παναγία σου! ή σου γαμώ την Παναγία! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «πρόσεχε, γαμώ την Παναγία σου, γιατί με ξενύχιασες!». (Λαϊκό τραγούδι: τον έσπασ’ ο μανδύας σου γαμώ την Παναγία σου!). β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ· 
- γίνομαι Παναγία, συμπεριφέρομαι φρόνιμα, σεμνά, συνεσταλμένα: «όσο άτακτο παιδί και να ’ναι, μόλις βλέπει τον πατέρα του, γίνεται Παναγία»·
- εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε βόηθα Παναγιά ή εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε Παναγία βοήθα, βλ. λ. Θεός· 
- έλα Παναγιά μου! επιφώνημα έκπληξης, ειρωνείας, δυσπιστίας ή δυσαρέσκειας, ανάλογα με τον τόνο της φωνής που λέγεται·  
έλα Χριστέ και Παναγία! ή έλα Χριστέ και Παναγιά μου! βλ. λ. Χριστός·
- η Παναγία μαζί σου ή η Παναγιά μαζί σου, ευχή σε κάποιον που ετοιμάζεται να επιχειρήσει κάτι ή που ξεκινάει για ταξίδι. (Λαϊκό τραγούδι: ώρα καλή σας-ώρα καλή σας, άιντε να πάτε στο καλό κι η Παναγιά μαζί σας
- η Παναγιά να σε καλοδρομίζει, ευχή σε κάποιον που πρόκειται να ταξιδέψει·
- η Παναγιά στ’ αμπέλι κι εμείς στο βαρέλι, πρόποση που γίνεται ανάμεσα σε πότες, με την έννοια να βοηθήσει η Παναγία να υπάρξει καλή σοδειά για να μπορέσουμε να πιούμε εμείς το κρασί που θα βγει από αυτή·
- κάθεται σαν Παναγία, κάθεται σε μια θέση φρόνιμος, σεμνός και συνεσταλμένος: «μπορεί να είναι άτακτο παιδί, αλλά όταν έρχονται επισκέψεις στο σπίτι, κάθεται σαν Παναγία»·
- κάνω την Παναγία, α. προσποιούμαι το φρόνιμο, το σεμνό, το συνεσταλμένο: «κάθε φορά που είναι μπροστά του ο πατέρας του, κάνει την Παναγία». β. προσποιούμαι τον ανήξερο, τον αδιάφορο: «σε σένα μιλάω, μην κάνεις την Παναγία!»·
- κατεβάζω Χριστούς και Παναγίες, βλ. λ. Χριστός·
- κλέβει της Παναγιάς τα μάτια, κλέβει ασύστολα: «έχει μια θέση στις προμήθειες του εργοστασίου και κλέβει της Παναγιάς τα μάτια»·
- μα την Παναγία! ή μα την Παναγιά! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «μα την Παναγία, σου λέω, έτσι έγιναν τα πράγματα!». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έφαγες, ρε Ερηνάκι, και δεν έχω γεια, μ’ αν σε πιάσω, θα σε σκίσω, μα την Παναγιά). Ο όρκος  πολλές φορές δίνεται έπειτα από απαίτηση του συνομιλητή μας με το ορκίσου και είναι φορές που συνοδεύεται και από σταυροκόπημα·
- με της Παναγίας τη χάρη, με τη βοήθεια, με την ευσπλαχνία της Παναγίας: «με της Παναγίας τη χάρη, έγινε καλά το παιδί μου»·
- μέχρι Παναγίας, μέχρι το τέλος, μέχρι τα άκρα: «θα σε κυνηγήσω μέχρι Παναγίας για να σ’ εκδικηθώ»·
- μη για όνομα της Παναγίας! βλ. συνηθέστ. μη για όνομα του Θεού! λ. Θεός·
- μου βγαίνει η Παναγία, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «μου βγήκε η Παναγία, μέχρι να τελειώσω τη δουλειά». Συνών. μου βγαίνει η πίστη / μου βγαίνει η ψυχή / μου βγαίνει ο Θεός / μου βγαίνει ο κώλος / μου βγαίνει ο πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
- μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα, καταβασανίζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «κάθε μέρα μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα για να μπορέσω να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει η πίστη ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα / μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα / μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα·
- να με κάψει η Παναγία! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «να με κάψει η Παναγία, αν σου λέω ψέματα!»·
- ο Χριστός κι η Παναγία! βλ. λ. Χριστός·
- παιδί της Παναγιάς, βλ. λ. παιδί·
- Παναγιά βόηθα! ή Παναγία βοήθα! ή βόηθα Παναγιά μου! ή βοήθα Παναγιά μου! επίκληση για βοήθεια από την Παναγία: «Παναγιά μου, βόηθα να περάσει κι αυτό το κακό! || Παναγία μου, βοήθα να περάσει ο γιος μου στο πανεπιστήμιο!». (Λαϊκό τραγούδι: και βουλιάζει η ζωή μας στα λασπόνερα, βόηθα, Παναγιά μου,και μη χειρότερα). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν. Συνών. Βαγγελίστρα βόηθα! ή Βαγγελίστρα βοήθα ή βόηθα Βαγγελίστρα μου! ή βοήθα Βαγγελίστρα μου! / Θεέ μου βόηθα! ή Θεέ μου βοήθα! ή βόηθα Θεέ μου! ή βοήθα Θεέ μου(!)·
- Παναγιά μου! ή Παναγία μου! έκφραση απορίας, έκπληξης, θαυμασμού, φόβου, τρόμου ή παράκλησης: «πώς το ’κανα εγώ αυτό, Παναγία μου! || Παναγιά μου, ούτε που το περίμενα πως θα περνούσαμε τόσο καλά! || Παναγιά μου, τι όμορφα που είναι εδώ! || Παναγιά μου, θα τρακάρουμε! || Παναγιά μου, κάνε να γίνει καλά το παιδί μου!». (Λαϊκό τραγούδι: σε καλό μου, Παναγιά μου, πούλησα τον μπαγλαμά μου // Παναγιά μου,ένα μωρό που μπήκε μέσα στο χορό). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το πω πω. Συνών. Βαγγελίστρα μου! / Θεέ μου! / Θεέ μου Μεγαλοδύναμε! / Χριστέ μου(!)·
- Παναγιά μου φύλαγε! ή Παναγία μου φύλαγε! επίκληση στην Παναγία για προστασία. (Λαϊκό τραγούδι: ένας άντρας το πρωί το αίμα του εκύλαγε το δικό μου το παιδί. –Παναγιά μου φύλαγε). Συνών. Θεέ μου φύλαγε! / Χριστέ μου φύλαγε(!)·
- ρίχνω Χριστούς και Παναγίες, βλ. λ. Χριστός·
- στέκεται σαν Παναγία, βλ. φρ. κάθεται σαν Παναγία·
- τ’ αλογάκι της Παναγιάς, βλ. λ. αλογάκι·
- τάζει της Παναγιάς κερί, του διάβολου λιβάνι, βλ. λ. κερί·
- τάζω της Παναγιάς τα μάτια, υπόσχομαι πολλά και απίθανα πράγματα: «του ’ταξα της Παναγιάς τα μάτια, αν θα κατέθετε ως μάρτυρας υπεράσπισης»·
- Της Παναγίας, η 15η Αυγούστου ως ημέρα γιορτής αφιερωμένης στην Παναγία: «Της Παναγίας το ’χουμε τάμα να πάμε στην Τήνο»·
- της Παναγιάς τα μάτια, πλήθος υλικών αγαθών: «κουβαλάει στο σπίτι του της Παναγιάς τα μάτια»·
- το δάκρυ της Παναγιάς, βλ. λ. δάκρυ·
- το ζωνάρι της Παναγιάς, βλ. λ. ζωνάρι·
- τον έκανα Παναγία, τον θερμοπαρακάλεσα, τον ικέτεψα: «μια ώρα τον έκανα Παναγία, μέχρι να τ’ αποφασίσει να με βοηθήσει»·
- του αλλάζω την Παναγία, βλ. φρ. του βγάζω την Παναγία·
- του βγάζω την Παναγία, τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ, τον τυραννώ: «αν πέσει στα χέρια μου, θα του βγάλω την Παναγία, γιατί τον έχω άχτι». Συνών. του βγάζω την πίστη / του βγάζω την ψυχή / του βγάζω το Θεό / του βγάζω το λάδι / του βγάζω το Χριστό ·
- του βγάζω την Παναγία ανάποδα, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ, τον κατατυραννώ: «αν τον πάρω στη δουλειά μου, θα του βγάλω την Παναγία ανάποδα για να μάθει τι θα πει δουλειά στις οικοδομές». Συνών. του βγάζω την πίστη ανάποδα / του βγάζω την ψυχή ανάποδα / του βγάζω την ψυχή απ’ το στόμα / του βγάζω το Θεό ανάποδα / του βγάζω το Χριστό ανάποδα / του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω) / του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω)·
- του βγάζω την Παναγία στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του γαμώ την Παναγία, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή δεν του επέστρεφε τα δανεικά που του χρωστούσε, τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε την Παναγία». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις τον είδε ο πατέρας του μεθυσμένο, του γάμησε την Παναγία || τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε την Παναγία». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·  
- Χριστέ και Παναγία! ή Χριστέ και Παναγιά! ή Χριστέ και Παναγιά μου! ή Χριστός και Παναγία! βλ. λ. Χριστός.

πανεπιστήμιο

πανεπιστήμιο, το, ουσ. [<πᾶν + επιστήμη + κατάλ. -ιον], το πανεπιστήμιο· περιβάλλον όπου το άτομο αντιμετωπίζει διάφορες δύσκολες καταστάσεις, που αποτελούν πολύτιμες εμπειρίες για τη ζωή του: «το πεζοδρόμιο είναι το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο»·
- βγάζω το πανεπιστήμιο, αποφοιτώ από κάποια πανεπιστημιακή σχολή: «βγήκα απ’ το πανεπιστήμιο την τάδε χρονιά, ύστερα από εξαετή φοίτηση στην ιατρική σχολή»·
- βγαίνω απ’ το πανεπιστήμιο, βλ. φρ. βγάζω το πανεπιστήμιο·
- μπαίνω στο πανεπιστήμιο, βλ. φρ. περνώ στο πανεπιστήμιο·
- περνώ στο πανεπιστήμιο, εισάγομαι ύστερα από εξετάσεις σε μια από τις πανεπιστημιακές σχολές: «μετά από σκληρό διάβασμα πέρασε στο πανεπιστήμιο απ’ τους πρώτους».

παντελόνι

παντελόνι κ. πανταλόνι, το, ουσ. [<ιταλ. pantaloni <γαλλ. pantalon], το παντελόνι. 1. η τσέπη, το πορτοφόλι, ιδίως αυτό που είναι γεμάτο με λεφτά: «όταν έχεις παντελόνι, δε φοβάσαι τίποτα». 2. συχνά ο πλ. με τη σημασία του εν. αριθμού: «σου ’πεσαν τα παντελόνια || κούμπωσε με τρόπο τα παντελόνια του».Υποκορ. παντελονάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 18 φρ.)·
- αν έχεις παντελόνια, έλα, βλ. συνηθέστ. αν φοράς παντελόνια, έλα·
- αν φοράς παντελόνια, έλα, αν είσαι πράγματι άντρας έλα (ενν. να αναμετρηθούμε δυναμικά): «εμένα δε με τρομάζεις με τα λόγια κι αν φοράς παντελόνια, έλα»·
- απ’ το παντελόνι μου (σου, του κ.λπ.), από τα λεφτά μου (σου, του κ.λπ.), από την τσέπη μου (σου, του κ.λπ.): «όλη αυτή τη σπιταρόνα που βλέπεις, την έφτιαξα απ’ το παντελόνι μου»·
- βράζει το παντελόνι του, βρίσκεται πάνω στα νιάτα του, πάνω στη σεξουαλική του ορμή: «το μυαλό του γιου μου είναι συνέχεια στις γυναίκες, γιατί βράζει το παντελόνι του»·
- έκοψε το μανίκι, για να μπαλώσει το παντελόνι, πρόκειται για πάρα πολύ φτωχό άτομο: «εσύ δεν είσαι τόσο φτωχός, γιατί ξέρω κάποιον που έκοψε το μανίκι, για να μπαλώσει το παντελόνι»·
- θα σου βγάλω το παντελόνι ή θα σου βγάλω τα παντελόνια, θα σε καταξεφτιλίσω, θα σε καταντροπιάσω: «αν πιάσεις ξανά τ’ όνομά μου στο στόμα σου, θα σου βγάλω τα παντελόνια μπροστά στον κόσμο»·
- και φοράς (και) παντελόνια! βλ. φρ. κρίμα στα παντελόνια σου(!)·
- κατεβάζω το παντελόνι ή κατεβάζω το παντελόνι μου ή κατεβάζω τα παντελόνια ή κατεβάζω τα παντελόνια μου, αποδέχομαι όλες τις απαιτήσεις κάποιου, υποκύπτω ολοκληρωτικά στις απαιτήσεις κάποιου: «για να πάρει μια θέση στο εργοστάσιο, κατέβασε και τα παντελόνια του στο διευθυντή»·
- κοντό παντελόνι, βλ. λ. παντελονάκι·
- κρίμα στα παντελόνια σου! ή κρίμα στα παντελόνια που φοράς! υποτιμητική ή επιτιμητική έκφραση σε άντρα που συμπεριφέρεται ανάρμοστα ή δειλά σε αντιδιαστολή με τον πραγματικό άντρα, που συμπεριφέρεται καθώς πρέπει ή με γενναιότητα: «δε ντρέπεσαι να δέρνεις μικρό παιδί, κρίμα στα παντελόνια που φοράς! || σαν δε ντρέπεσαι να φοβάσαι αυτό το σκυλάκι, κρίμα στα παντελόνια σου!»·
- μακρύ παντελόνι, που τα μπατζάκια του καλύπτουν τα πόδια μέχρι τους αστραγάλους
- παντελόνι σωλήνας, που έχει στενά μπατζάκια και για το λόγο αυτό είναι πολύ εφαρμοστό στα πόδια: «το παντελόνι σωλήνας ήταν κάποτε πολύ της μόδας»·
- τα κάνω παντελόνια (ενν. τα πούλια μου), (για τάβλι) συσσωρεύω πολλά πούλια μου πάνω σε πιασμένο αντίπαλο πούλι ή σε πόρτα μου: «αφού έτσι μου ’ρχεται το ζάρι, είμαι υποχρεωμένος να τα κάνω παντελόνια». Από το μήκος που δημιουργείται, όταν συσσωρεύονται τα πούλια το ένα πάνω στο άλλο, κάτι που παρομοιάζεται με το μπατζάκι του παντελονιού. Συνών. τα κάνω κοκορέτσι·
- τα ’χω στο παντελόνι (ενν. τα χρήματα), έχω λεφτά (χωρίς απαραίτητα να είμαι και πλούσιος): «σήμερα που πληρώθηκα και τα ’χω στο παντελόνι, μπορώ να πάω να σας κεράσω από ένα ουίσκι»·
- τιμώ τα παντελόνια μου ή τιμώ τα παντελόνια που έχω, βλ. συνηθέστ. τιμώ τα παντελόνια μου ή τιμώ τα παντελόνια που φορώ·
- τιμώ τα παντελόνια μου ή τιμώ τα παντελόνια που φορώ, συμπεριφέρομαι ως πραγματικός άντρας: «σαν άντρας έχω μια αξιοπρέπεια, γι’ αυτό τιμώ τα παντελόνια που φορώ»·
- του ’πεσαν τα παντελόνια, φοβήθηκε πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκε: «μόλις τον είδε να τραβάει το περίστροφό του, του ’πεσαν τα παντελόνια»·
- του πήραν και το παντελόνι ή του πήραν και τα παντελόνια, του πήραν όλα τα χρήματα που είχε επάνω του, ιδίως του κέρδισαν όλα τα χρήματα σε χαρτοπαίγνιο: «έκατσε να παίξει με τα σαΐνια της πιάτσας και του πήραν και τα παντελόνια».

παντζάρι

παντζάρι, το, ουσ. [<τουρκ. pancar], το παντζάρι· η ερεθισμένη, η κόκκινη βάλανος από την έντονη επιβολή της σεξουαλικής πράξης: «την πηδούσα όλο το βράδυ κι έγινε ο πούτσος μου παντζάρι». Από το ότι, το παντζάρι έχει βαθύ κόκκινο χρώμα. Παλιότερα, ανάμεσα στα παιδιά, κυκλοφορούσε το παρακάτω λογοπαίγνιο: -Πες Αμεντέο Νατσάρι (γνωστός ηθοποιός του ιταλικού κινηματογράφου στις δεκαετίες του 1950 και 1960). -Αμεντέο Νατσάρι. -Να στη βάλω καρότο, να στη βγάλω παντζάρι», βλ. φρ. πιο κάτω·
- γίνομαι κόκκινος παντζάρι ή γίνομαι κόκκινος σαν παντζάρι ή γίνομαι κόκκινος σαν το παντζάρι, κοκκινίζω από ντροπή ή θυμό: «είναι τόσο ντροπαλό παιδί, που, μόλις το κακομιλήσεις λίγο, γίνεται κόκκινος παντζάρι || όταν του ’βρισε ο άλλος τη μάνα, έγινε κόκκινος σαν το παντζάρι ο δικός σου και χίμηξε απάνω του να τον φάει»·
- κοκκινίζω σαν παντζάρι ή κοκκινίζω σαν το παντζάρι, βλ. φρ. γίνομαι κόκκινος παντζάρι·
- τη βάζει καρότο και τη βγάζει παντζάρι (ενν. την πούτσα, την ψωλή στον κώλο του), δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο, και όσον αφορά τον άντρα, είναι ομοφυλόφιλος, πούστης: «η τάδε δε λέει σε τίποτα όχι κι αν θέλεις, τη βάζει καρότο και τη βγάζει παντζάρι || τα ’μαθες για τον τάδε; Τη βάζει καρότο και τη βγάζει παντζάρι!». Ιδίως μεταξύ των παιδιών της δεκαετίας του 1950, η έκφραση αυτή εκτοξευόταν και ως βρισιά. Συνών. τον βάζει λάχανο και τον βγάζει κουνουπίδι.

παπούτσι

παπούτσι, το, πλ. παπούτσια κ. παπούτσα, τα, ουσ. [<μσν. παπούτσιν <τουρκ. papuç, αραβ. αρχής], το παπούτσι. Πολλές φορές, ο εν. με την έννοια του πλ. δηλώνει το ζευγάρι: «πήρα ένα παπούτσι που σκίζει». (Λαϊκό τραγούδι: σφίξε με και κούτσα κούτσα το πολύ πολύ να φάμε τα παλιά μας τα παπούτσα). Υποκορ. παπουτσάκι, το. (Ακολουθούν 33 φρ.)·
- από γλώσσα, παπούτσι, βλ. λ. γλώσσα·
- γελάνε τα παπούτσια μου, (ειρωνικά) έχουν ανοίξει μπροστά και γύρω γύρω, έχουν ξεχαρβαλωθεί και, κατ’ επέκταση, είμαι πολύ φτωχός: «έφτασα στο σημείο να γελάνε τα παπούτσια μου και να μην μπορώ ν’ αγοράσω άλλα». (Λαϊκό τραγούδι: γελάνε τα παπούτσια μου,πάει το παντελόνι, σε τούτο το ρεστάρισμα καμιά δε με ζυγώνει). Από την εικόνα του παπουτσιού που η σόλα του είναι ξεκολλημένη και μαζί με τα καρφιά (παλιότερα), που προεξέχουν, παρομοιάζεται με στόμα που χαμογελάει και φαίνονται τα δόντια του·
- γλώσσα παπούτσι, αλλά μυαλό κουκούτσι, βλ. λ. γλώσσα·
- γυαλίζει τα παπούτσια (κάποιου), συμπεριφέρεται δουλικά σε κάποιον: «είναι πολύ περήφανος άνθρωπος και δε γυαλίζει τα παπούτσια κανενός»·
- δε γαμάς ψηλά καπέλα και παπούτσια ελβιέλα! ή δε γαμείς ψηλά καπέλα και παπούτσια ελβιέλα! βλ. λ. καπέλο·
- δεν ξέρει να δέσει τα παπούτσια του, βλ. συνηθέστ. δεν ξέρει να δέσει τα κορδόνια του, λ. κορδόνι·
- έβγαλε μια γλώσσα σαν παπούτσι! βλ. λ. γλώσσα·
- έβγαλε τα παπούτσια του και μπήκε, αγόρασε σπίτι πλήρες επιπλωμένο: «βέβαια, έδωσε κάτι παραπάνω γι’ αυτό το σπίτι, αλλά έβγαλε τα παπούτσια του και μπήκε». Από τη συνήθεια που έχουν πολύ να βγάζουν τα παπούτσια τους στην εξώπορτα και να μπαίνουν μέσα ή αμέσως μόλις μπουν στο σπίτι·
- έλιωσα τα παπούτσια μου, περπάτησα πάρα πολύ, ιδίως ψάχνοντας κάποιον ή αναζητώντας εργασία ή χρήματα, ή τα έφθειρα, τα πάλιωσα από την πολλή χρήση: «αμάν ρε παιδάκι μου, έλιωσα τα παπούτσια μου, μέχρι να σε βρω! || για να βρω αυτή τη δουλίτσα, έλιωσα τα παπούτσια μου || έλιωσα τα παπούτσια μου, γιατί δεν είχα δεύτερο ζευγάρι να φορέσω». Πολλές φορές, η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία το χέρι, δείχνει μπροστά και κάτω στα πόδια, όπου υπάρχουν τα παπούτσια και, πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση, η φρ. στον τύπο έλιωσα πολλά ζευγάρια παπούτσια·
- έφαγα τα παπούτσια μου, περπάτησα πάρα πολύ, έλιωσα τα παπούτσια μου: «πήρα τα μπαράκια με τη σειρά κι έφαγα τα παπούτσια μου, μέχρι να σε βρω». (Λαϊκό τραγούδι: σφίξε με και κούτσα κούτσα, το πολύ πολύ να φάμε τα παλιά μας τα παπούτσα
- έχει μια γλώσσα σαν παπούτσι! βλ. λ. γλώσσα· 
- η γλώσσα μου έγινε παπούτσι ή η γλώσσα μου έγινε σαν παπούτσι, βλ. λ. γλώσσα·
- θέλει γαμήσι δίχως σάλιο, στενό παπούτσι και κατήφορο, βλ. λ. γαμήσι·
- κρεμώ τα παπούτσια ή κρεμώ τα παπούτσια μου, (για ποδοσφαιριστές) σταματώ να παίζω ποδόσφαιρο, ιδίως λόγω προχωρημένης ηλικίας: «με το τέλος του πρωταθλήματος, λέω να κρεμάσω τα παπούτσια μου, γιατί παραμεγάλωσα»·
- με κόβουν τα παπούτσια, είναι στενά, με στενεύουν: «προχωρήστε εσείς κι εγώ θα ’ρθω πιο αργά, γιατί με κόβουν τα παπούτσια»·
- με χτυπάει το παπούτσι ή με χτυπάνε τα παπούτσια, είναι στενό, στενά και πληγώνεται το πόδι μου, τα πόδια μου: «με χτυπάνε τα παπούτσια, γι’ αυτό δεν μπορώ να περπατήσω γρήγορα»·
- μένω με μισό παπούτσι, περιέρχομαι σε μεγάλη φτώχεια: «απ’ τη μέρα που έπεσε έξω η επιχείρησή του, έμεινε με μισό παπούτσι»·
- παίρνω παπούτσι, α. απολύομαι από την εργασία μου, από τη δουλειά μου: «ήθελαν να κάνουν περικοπές και πήρα παπούτσι μαζί με καμιά δεκαριά άλλους». β. με διώχνει ο ερωτικός μου σύντροφος: «την έπιασα να φιλιέται μ’ έναν άλλον και πήρε παπούτσι». Συνών. παίρνω πόδι·
- παπούτσι από τον τόπο σου (κι ας είν’ και μπαλωμένο), είναι προτιμότερος ο γάμος μεταξύ συμπατριωτών: «πρόσεξε εκεί που θα πας μην μπλέξεις με καμιά ξένη που έχει τα μυαλά της πάνω απ’ το κεφάλι, γιατί θέλω να ’χεις καλά μέσ’ στο μυαλό σου πως παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είν’ και μπαλωμένο». (Λαϊκό τραγούδι: με σπαραγμό, παιδάκι μου, τη γνώμη μου σου στέλνω, παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο
- πατώ στις μύτες των παπουτσιών μου, βλ. συνηθέστ. πατώ στις μύτες των ποδιών μου, λ. μύτη·
- περπατάει με τρύπια παπούτσια, είναι πολύ φτωχός (τόσο, που δεν έχει χρήματα να αγοράσει καινούρια παπούτσια): «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, περπατάει με τρύπια παπούτσια»·
- περπατώ στις μύτες των παπουτσιών μου, βλ. λ. συνηθέστ. περπατώ στις μύτες των ποδιών μου, λ. μύτη·
- πιάσε τον ξυπόλυτο και πάρε τα παπούτσια του ή πιάσε τον ξυπόλυτο και πάρ’ του τα παπούτσια, λέγεται ειρωνικά στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει δυνατότητα να πάρει κανείς από κάποιον κάτι, ιδίως χρήματα, όταν αυτός δεν έχει: «του ’δωσα κάποτε κάτι δανεικά και δεν μπορώ να του τα πάρω. -Τι να πάρεις από ένα χρεοκοπημένο, πιάσε τον ξυπόλυτο και πάρ’ του τα παπούτσια». Συνών. πάρ’ τ’ αβγό και κούρεψ’ το· βλ. και φρ. πιάσε τον αστακό και κόψε το μαλλί του, λ. αστακός·
- τα γράφω όλα στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά μου τα παπούτσια, δε με μέλει, δε με νοιάζει για τίποτα, αδιαφορώ τελείως για όλα: «όπως έγιναν τα πράγματα στη ζωή, τα έχω όλα γραμμένα στα παλιά μου τα παπούτσια». Συνών. τα γράφω όλα στ’ αρχίδια μου ή τα έχω γραμμένα όλα στ’ αρχίδια μου / τα γράφω όλα στον πούτσο μου ή τα έχω γραμμένα όλα στον πούτσο μου (στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου) / τα γράφω όλα στα παλιά μου υποδήματα ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά μου υποδήματα / τα γράφω όλα στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά των υποδημάτων μου / τα γράφω όλα στα τελευταία των υποδημάτων μου ή τα έχω γραμμένα όλα στα τελευταία των υποδημάτων μου / τα γράφω όλα στο μουνί μου ή τα έχω γραμμένα όλα στο μουνί μου / τα γράφω όλα στο παλιό μου το τεφτέρι ή τα έχω γραμμένα όλα στο παλιό μου το τεφτέρι / τα γράφω όλα στου διαβόλου το κατάστιχο ή τα έχω γραμμένα όλα στου διαβόλου το κατάστιχο / τα γράφω  όλα εκεί που δεν πιάνει μελάνι ή τα έχω γραμμένα όλα εκεί που δεν πιάνει μελάνι·
- τα γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα στα παλιά μου τα παπούτσια (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), δεν τα υπολογίζω, δεν τα παίρνω διόλου υπόψη μου: «ό,τι να μου πεις τα γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια». Συνών. τα γράφω στ’ αρχίδια μου ή τα έχω γραμμένα στ’ αρχίδια μου / τα γράφω στον πούτσο μου ή τα έχω γραμμένα στον πούτσο μου (στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου) / τα γράφω στα παλιά μου υποδήματα ή τα έχω γραμμένα στα παλιά μου υποδήματα / τα γράφω στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα έχω γραμμένα στα παλιά των υποδημάτων μου / τα γράφω στα τελευταία των υποδημάτων μου ή τα έχω γραμμένα στα τελευταία των υποδημάτων μου / τα γράφω στο μουνί μου ή τα έχω γραμμένα στο μουνί μου / τα γράφω στο παλιό μου το τεφτέρι ή τα έχω γραμμένα στο παλιό μου το τεφτέρι / τα γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο ή τα έχω γραμμένα στου διαβόλου το κατάστιχο / τα γράφω εκεί που δεν πιάνει μελάνι ή τα έχω γραμμένα εκεί που δεν πιάνει μελάνι·   
- της δίνω τα παπούτσια στο χέρι ή της δίνω τα παπούτσια της στο χέρι, διακόπτω τον ερωτικό δεσμό που έχω μαζί της, τη διώχνω: «τον τελευταίο καιρό ήταν όλο γκρίνια, γι’ αυτό της έδωσα τα παπούτσια στο χέρι κι ησύχασα»·
- της (του) πέταξε τα παπούτσια έξω απ’ την πόρτα, έδιωξε το ερωτικό του (της) ταίρι με βίαιο, με σκαιό τρόπο: «μόλις άρχισε να του αντιμιλάει η λεγάμενη, της πέταξε τα παπούτσια έξω απ’ την πόρτα || μόλις τον είδε να ’ρχεται πάλι μεθυσμένος στο σπίτι, του πέταξε τα παπούτσια έξω απ’ την πόρτα». Από την εικόνα του εκνευρισμένου ατόμου που, όταν μαλώνει και διώχνει το ερωτικό του ταίρι από το δωμάτιο, πετάει και διάφορα προσωπικά του αντικείμενα καθώς και τα παπούτσια·
- το ’να τσαρούχι και τ’ άλλο παπούτσι, λέγεται για τα άτομα που δεν ξέρουν να συνδυάζουν τα ρούχα τους και για το λόγο αυτό γίνονται γελοία: «έχει τόσα λεφτά και δεν ξέρει να ντυθεί, γιατί, όπως κυκλοφορεί, είναι το ’να τσαρούχι και τ’ άλλο παπούτσι»·
- το στόμα μου έγινε παπούτσι ή το στόμα μου έγινε σαν παπούτσι, βλ. λ. στόμα·
- τον γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τον έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια, α. αδιαφορώ, τον περιφρονώ τελείως, τον αγνοώ: «εσένα να σε βοηθήσω, αλλά το φίλο σου τον έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια». β. δεν τον υπολογίζω, δεν τον φοβάμαι καθόλου: «αν σου ξαναπεί πως θα με δείρει, να του πεις πως τον γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια». (Λαϊκό τραγούδι: ας πάει και το παλιάμπελο, δε νοιάζομαι σταλιά, τον κόσμο στα παπούτσια μου τον γράφω τα παλιά).Συνών. τον γράφω στ’ αρχίδια μου ή τον έχω γραμμένο στ’ αρχίδια μου / τον γράφω στον πούτσο μου (στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου) ή τον έχω γραμμένο στον πούτσο μου (στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου) ή τον γράφω στα παλιά μου υποδήματα ή τον έχω γραμμένο στα παλιά μου υποδήματα / τον γράφω στα τελευταία των υποδημάτων μου ή τον έχω γραμμένο στα τελευταία των υποδημάτων μου / τον γράφω στο μουνί μου ή τον έχω γραμμένο στο μουνί μου / τον γράφω στο παλιό μου το τεφτέρι ή τον έχω γραμμένο στο παλιό μου το τεφτέρι / τον γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο ή τον έχω γραμμένο στου διαβόλου το κατάστιχο / τον γράφω εκεί που δεν πιάνει μελάνι ή τον έχω γραμμένο εκεί που δεν πιάνει μελάνι·
- του βάζω τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι, βλ. λ. πόδι·
- του δίνω τα παπούτσια στο χέρι ή του δίνω τα παπούτσια του στο χέρι, τον διώχνω από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου ή διακόπτω τον ερωτικό δεσμό που έχω μαζί του: «επειδή έκανε συνέχεια κοπάνα, του ’δωσα τα παπούτσια του στο χέρι». (Λαϊκό τραγούδι: βρε κουτσαβάκι, μη μου κάνεις τον καμπόσο, τα παπούτσια στο χεράκι θα σου δώσω)· βλ. και φρ. της δίνω τα παπούτσια στο χέρι·
- τρώω παπούτσι, βλ. φρ. παίρνω παπούτσι.

παράρτημα

παράρτημα, το, ουσ. [<μτγν. παράρτημα <παραρτῶ (= αναρτώ κοντά)], το παράρτημα· έκτακτη έκδοση εφημερίδας·
- βγάζω παράρτημα, κοινολογώ, διαδίδω μυστικό που μου εμπιστεύτηκε κάποιος, ή διαδίδω επιλήψιμη πράξη κάποιου: «μια φορά του ’πα ένα μυστικό μου κι αυτός πήγε και το ’βγαλε παράρτημα || μ’ είδε αγκαλιά με την γκόμενα κι αμέσως πήγε κι έβγαλε παράρτημα στη γυναίκα μου». Αναφορά στο έκτακτο παράρτημα εφημερίδας για κάποια σπουδαία είδηση ή γεγονός, που διαλαλούσαν παλιότερα οι εφημεριδοπώλες στους δρόμους. Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το έκτακτο. Πρβλ.: έκτακτο παράρτημα μόλις κυκλοφόρησε βούιξ’ όλη η γειτονιά, σ’ είδε ο κόσμος όλος χτες το βράδυ που ’χες μπει σε μια κούρσα πονηρή και καθόταν πλάι σου ο λιμοκοντόρος (Λαϊκό τραγούδι).

παρατσούκλι

παρατσούκλι, το, ουσ. [<μσν. παρατσούκλιον <ίσως από το σπάν. παρατίτλιον, υποκορ. του παράτιτλον], ειρωνικό ή κοροϊδευτικό παρανόμι σε άνθρωπο απ’ αφορμή κάποιας κακιάς ή αστείας ιδιότητάς του, απ’ αφορμή κάποιου σωματικού ή άλλου κουσουριού του ή απ’ αφορμή του επαγγέλματός του ή κάποιας κακής έξης του. Έτσι αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι λέγεται ειρωνικά κεφάλας, αυτός που έχει μεγάλη μύτη μυταράς, αυτός που είναι δειλός, φοβητσιάρης χέστης, αυτός που είναι κουτσός κουτσάβλας, αυτός που κατασκευάζει καζάνια καζάνας κ.λπ. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις, το παρατσούκλι αντικατέστησε το επίσημο επώνυμο·
- του βγάζω παρατσούκλι ή του βγάζω το παρατσούκλι, βλ. φρ. του κολλώ παρατσούκλι· 
- του κολλώ παρατσούκλι ή του κολλώ το παρατσούκλι, προβάλλω, διατυμπανίζω την κακιά ή αστεία ιδιότητα κάποιου και την χρησιμοποιώ αντί του ονόματός του: «επειδή έχει μεγάλα αφτιά, του κόλλησαν το παρατσούκλι αφταράς».

πάτος

πάτος, ο, ουσ. [<αρχ. πάτος], ο πάτος. 1. (στη γλώσσα της αργκό) ο κώλος, ο πρωκτός, κωλοτρυπίδα: «είμαι πολύ δυσκοίλιος και κάθε φορά που χέζω μου πονάει ο πάτος». 2. γυναίκα όμορφη με καλοσχηματισμένα καπούλια: «κυκλοφορούσε με μια γκόμενα που ήταν πολύ πάτος». 3. εκστομίζεται και ως βρισιά: «της μάνας σου ο πάτος || της αδερφής σου ο πάτος». Μεγεθ. πατάκλα, η κ. πάταρος, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- απ’ την κορφή μέχρι τον πάτο ή απ’ την κορφή ως τον πάτο, βλ. λ. κορφή·
- άσπρο(ς) πάτο(ς), προτροπή ανάμεσα σε πότες να πιουν το ποτό τους μέχρι και την τελευταία σταγόνα, μονορούφι. (Λαϊκό τραγούδι: μία πάνω μία κάτω δε βαριέσαι κι άσπρο πάτο
- βγάζω πάτο, φέρνω σε πέρας κάποια δουλειά ή κάποια υπόθεση: «όλες μου τις δουλειές τις αναθέτω στον τάδε, γιατί πάντα βγάζει πάτο». Από την εικόνα του κολυμβητή, που στοιχηματίζει να φτάσει με μακροβούτι από την επιφάνεια που βρίσκεται στον πυθμένα της θάλασσας και, ως απόδειξη, ξεφυτρώνει φύκια ή κλείνει στη χούφτα του άμμο από τον πυθμένα·
- βρίσκω πάτο, βλ. φρ. πιάνω πάτο·
- είμαι πάτος, βλ. φρ. έρχομαι πάτος·
- είναι βαρέλι δίχως πάτο, πρόκειται για εντελώς ανάξιο άτομο, ασήμαντο, τιποτένιο: «μόνο ομορφιά έχει αυτός ο άνθρωπος, γιατί, κατά τ’ άλλα, είναι βαρέλι δίχως πάτο». Αναφορά στο παιδικό παιχνίδι γγέω Βαγγέω στο οποίο, εκτός των άλλων, τραγουδιότανε και το παρακάτω δίστιχο: σας δίνουμε, σας δίνουμε φλουρί κωσταντινάτο. -Μας δίνετε, μας δίνετε βαρέλι δίχως πάτο·   
- έρχομαι πάτος, έρχομαι τελευταίος σε κάποιο διαγώνισμα, αγώνισμα ή αναμέτρηση: «οι αθλητές μας στους τελευταίους Βαλκανικούς ήρθαν πάτος || στις τελευταίες εξετάσεις ήρθα πάτος». Από την εικόνα του βουτηχτή που κατεβαίνει μέχρι τον πυθμένα της θάλασσας·
- θα σου φύγει ο πάτος, α. θα νιώσεις πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, θα εξουθενωθείς: «είναι τόσο σκληρός εργοδότης, που, αν δουλέψεις στη δουλειά του, θα σου φύγει ο πάτος». β. θα νιώσεις τέτοια έκπληξη, που δε θα μπορέσεις να αρθρώσεις λέξη: «είναι τόσο όμορφη η γυναίκα αυτή με την οποία τα ’φτιαξε, που, αν τη δεις, θα σου φύγει ο πάτος». Συνών. θα σου φύγει ο κώλος / θα σου φύγει το καφάσι / θα σου φύγει το κλαπέτο·  
- μου βγαίνει ο πάτος, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι υπερβολικά, εξαντλούμαι από επίμονη εργασία ή προσπάθεια: «κάθε μέρα μου βγαίνει ο πάτος για να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία / μου βγαίνει η πίστη / μου βγαίνει η ψυχή / μου βγαίνει ο Θεός / μου βγαίνει ο κώλος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
- μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (όξω), κατακουράζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι από επίμονη εργασία ή προσπάθεια: «μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω κάθε μέρα για να χορτάσω πέντε στόματα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα / μου βγαίνει η πίστη ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα / μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα / μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα·
- μου ’φυγε ο πάτος, α. ένιωσα πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, εξουθενώθηκα: «ήταν τόσο δύσκολη η μετακόμιση, που μου ’φυγε ο πάτος». β. ένιωσα έντονη έκπληξη, που δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη: «συνόδευε τέτοια γυναικάρα, που μου ’φυγε ο πάτος». Συνών. μου ’φυγε ο κώλος / μου ’φυγε το καφάσι / μου ’φυγε το κλαπέτο·
- πάω πάτο, βλ. συνηθέστ. έρχομαι πάτος·
- πάω στον πάτο, α. βουλιάζω: «η βάρκα γέμισε νερά και πήγε στον πάτο». β. (για πρόσωπα) πνίγομαι: «τα κύματα τύλιξαν τον άμοιρο ναυαγό και τον πήγαν στον πάτο»·
- πιάνω πάτο, α. βρίσκομαι σε απόλυτη οικονομική ή ψυχική εξαθλίωση: «όταν μετά τη χρεοκοπία μου έπιασα πάτο, ο μόνος που μου στάθηκε ήταν ο κουμπάρος μου». (Τραγούδι: κανείς δεν ξέρει πού πηγαίνει, δεν ξέρει πού θα βγει, βουλιάζουμε όλο και πιο κάτω, όλο και πιο βαθιά, πότε θα πιάσουμε επιτέλους πάτο πια). β. φτάνω στο έσχατο σημείο: «οι τιμές στο χρηματιστήριο έπιασαν πάτο». γ. αποτυχαίνω εντελώς σε κάποια προσπάθειά μου, αποτυχαίνω να πετύχω κάτι: «στις εξετάσεις έπιασα πάτο»· βλ. και φρ. έρχομαι πάτος·
- του άνοιξε τον πάτο, βλ. φρ. του ξέσκισε τον πάτο·
- του βγάζω τον πάτο, τον κουράζω, τον ταλαιπωρώ, τον τυραννώ υπερβολικά, τον εξαντλώ από επίμονη εργασία ή προσπάθεια που τον υποχρεώνω να καταβάλλει: «του ανέθεσα να μου τελειώσει μια δύσκολη δουλειά και του ’βγαλα τον πάτο». Συνών. του βγάζω την Παναγία / του βγάζω την πίστη / του βγάζω την ψυχή / του βγάζω το Θεό / του βγάζω το λάδι / του βγάζω το Χριστό / του βγάζω τον κώλο·
- του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (όξω), τον κατακουράζω, τον καταταλαιπωρώ, τον κατατυραννώ από επίμονη εργασία ή προσπάθεια που τον υποχρεώνω να καταβάλλει: «του αναθέτω όλες τις δύσκολες δουλειές και του βγάζω τον πάτο απ’ έξω κάθε μέρα». Συνών. του βγάζω την Παναγία ανάποδα / του βγάζω την πίστη ανάποδα / του βγάζω την ψυχή ανάποδα / του βγάζω την ψυχή απ’ το στόμα / του βγάζω το Θεό ανάποδα / του βγάζω το Χριστό ανάποδα / του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω)·
- του έσκισε τον πάτο, βλ. συνηθέστ. του ξέσκισε τον πάτο·
- του (της) ξέσκισε τον πάτο, α. του (της) επέβαλε βίαια τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο και, κατ’ επέκταση, τον (την) τιμώρησε σκληρά ή τον (την) καταξεφτίλισε: «τον συνάντησε έξω απ’ το καφενείο κι εκεί μπροστά στον κόσμο του ξέσκισε τον πάτο». (Τραγούδι: και θυμάμαι και τη Μαίρη από κάτω, που ’κανε στον γκόμενο φλογέρα και σπαγγάτο και που φώναζε, σκίσε μου τον πάτο την έστησα και φτιάχτηκα κι εγώ κανονικά).β. τον κατανίκησε: «πιάστηκε με τον τάδε στα χέρια και μέσα σε λίγη ώρα του ξέσκισε τον πάτο». Πολλές φορές, συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με τα δυο χέρια ξεκινώντας από το ύψος του στήθους να κινούνται απομακρυνόμενα νευρικά το ένα από το άλλο, σαν να ξεσκίζουν κάποιο ύφασμα. Συνών. του (της) ξέσκισε τα βάρδουλα / του (της) ξέσκισε τα κωλοβάρδουλα / του (της) ξέσκισε τον κώλο·
- τους ξεσκίσαμε τον πάτο, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), τους κατανικήσαμε, τους διασύραμε: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που τους ξεσκίσαμε τον πάτο». Συνήθως παρατηρείται η χειρονομία της παραπάνω φράσης. Συνών. τους ξεσκίσαμε τα βάρδουλα / τους ξεσκίσαμε τα κωλοβάρδουλα / τους ξεσκίσαμε τον κώλο·
- τους σκίσαμε τον πάτο, βλ. συνηθέστ. τους ξεσκίσαμε τον πάτο·
- φέρνω στον πάτο (κάτι, ιδίως ποτήρι, κανάτα, δοχείο), αδειάζω εντελώς το υγρό που περιέχει, ιδίως πίνοντας ή καταναλώνοντάς το: «διψούσε τόσο πολύ, που έφερε το ποτήρι στον πάτο || του γέμισε το ποτήρι κι αυτός το ’φερε στον πάτο μονοκοπανιά || κάθε φορά που ήθελε λάδι, αντλούσε απ’ το τάδε δοχείο, ώσπου το ’φερε στον πάτο»·  
- φτάνω στον πάτο, βλ. φρ. πιάνω πάτο·
- χτυπώ πάτο, βλ. φρ. πιάνω πάτο.

πένσα

πένσα, η, ουσ. [<γαλλ. pince], είδος τανάλιας, λαβίδας: «με την πένσα μπορεί κανείς να ξεκαρφώσει πιο εύκολα ένα καρφί»·
- έχει ένα χέρι σαν πένσα, βλ. φρ. έχει ένα χέρι σαν τανάλια, λ. τανάλια·
- του βγάζεις τα λόγια με την πένσα ή του παίρνεις τα λόγια με την πένσα, βλ. λ. λόγος·
- του τα βγάζεις ένα ένα με την πένσα  ή του τα βγάζεις με την πένσα ή του τα παίρνεις ένα ένα με την πένσα ή του τα παίρνεις με την πένσα (ενν. τα λόγια), βλ. συνηθέστ. του βγάζεις τα λόγια με την πένσα.

πέρα

πέρα, επίρρ. [<αρχ. πέρα(ν)], πέρα. 1. σε μέρος που είναι συνήθως μακριά από το σημείο του ομιλούντος: «πρέπει να πας πέρα στην άλλη γειτονιά για να βρεις περίπτερο ανοιχτό». 2. απέναντι: «πήγαμε βόλτα με τη βάρκα στην πέρα ακτή». 3. (για χρονικό ή τοπικό προσδιορισμό) μετά: «θα είμαι στο σπίτι πέρα από τις οκτώ || θα προχωρήσεις ευθεία και στο πρώτο δρομάκι πέρα απ’ την κολόνα θα στρίψεις δεξιά». (Ακολουθούν 39 φρ.)·
- απ’ τ’ Άι-Γιωργιού και πέρα, δώσ’ του φουστανιού σου αέρα, βλ. λ. φουστάνι·
- από δω και πέρα, βλ. λ. εδώ·
- από δω και πέρα αρχίζουν τα δύσκολα, βλ. λ. δύσκολος·
- από κει και πέρα, βλ. λ. εκεί·
- από πέρα, από μακρινή απόσταση, από μακριά: «από πέρα ακούστηκε το σφύριγμα του τρένου, που πλησίαζε στο σταθμό»·
- βγαίνω πέρα, αντεπεξέρχομαι στις οικονομικές μου υποχρεώσεις και γενικά στις δυσκολίες της ζωής, καταφέρνω και ζω κάπως καλά: «ευτυχώς μου ’πεσε μια μικρή κληρονομιά και βγαίνω πέρα, γιατί αλλιώς ήμουν για κλάματα»·
- βγαίνω στην πέρα μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- για τα παρά πέρα, βλ. φρ. για τα παραπέρα, λ. παραπέρα·
- δε βγαίνω πέρα, δεν μπορώ να αντεπεξέλθω στις οικονομικές μου υποχρεώσεις και γενικά στις δυσκολίες της ζωής: «δεν μπορώ να σου δώσω τα λεφτά που μου ζητάς, γιατί με την αναδουλειά που έπεσε δε βγαίνω πέρα»·
- δε βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του, βλ. λ. μύτη·
- δεν τα βγάζω πέρα, α. δεν έχω τη δυνατότητα να φέρω σε πέρας μια δύσκολη δουλειά, υπόθεση, ή να νικήσω κάποιον αντίπαλό μου σε δυναμική ή άλλη  αναμέτρηση: «την άφησα εκείνη τη δουλειά, γιατί δεν μπορούσα να τα βγάλω πέρα || δε μαλώνω μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δεν τα βγάζω πέρα μαζί του». β. δεν μπορώ να αντεπεξέλθω στις οικονομικές μου υποχρεώσεις και γενικά στις δυσκολίες της ζωής: «αν συνεχιστεί αυτή η αναδουλειά, αυτό το μήνα δεν τα βγάζω πέρα». (Λαϊκό τραγούδι: κοίτα, βρε Αθηναίισσα, τα κόλπα σου μην κάνεις, με μένανε που έμπλεξες, βρ’ αμάν, αμάν πέρα δε θα τα βγάλεις
- εδώ πέρα, βλ. λ. εδωπέρα·
- είναι πέρα νυχτωμένος, βλ. λ. νυχτωμένος·
- ένα μήλο την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα, βλ. λ. γιατρός·
- κάνω πέρα, α. παραμερίζω, αποτραβιέμαι, απομακρύνομαι: «μόλις είδα πως άρχισαν να μαλώνουν, έκανα πέρα». (Λαϊκό τραγούδι: βρε μάγκα, σπάσε και κάνε πέρα,δε σε γουστάρω, δε σ’ αγαπώ· άσε τα λούσα και τη φοβέρα κι εγώ μαζί σου δεν περπατώ // κάν ’τε πέρα να περάσω, κάν ’τε πέρα να διαβώ, μην τα κάνω όλα λίμπα, μην τα κάνω ρημαδιό). β. αποτραβιέμαι από κάποιον ή κάποιους, διακόπτω τις επαφές μου: «μόλις κατάλαβα ότι ήταν παλιόπαιδα, έκανα πέρα απ’ την παρέα τους». (Λαϊκό τραγούδι: μια γυναίκα σε φέρνει βόλτα και σ’ έχει κάνει να κλαις, κάνε πέρα,γυναίκες θα ’βρεις να σ’ αγαπήσουν πολλές). γ. απομακρύνω κάτι από τη θέση στην οποία βρίσκεται: «κάνε πέρα αυτό το βάζο, γιατί θα ’ρθουν τα παιδιά και μπορεί να το σπάσουν»· βλ. και φρ. τον κάνω πέρα·
- κάνω κατά πέρα, βλ. φρ. κάνω καταπέρα, λ. καταπέρα·
- κάνω παρά πέρα, βλ. φρ. κάνω παραπέρα, λ. παραπέρα·
- κάνω πιο πέρα, βλ. φρ. κάνω πέρα·
- λίγο πιο πέρα, σε μικρή απόσταση από το σημείο στο οποίο βρίσκεται ο ομιλητής: «πήγε λίγο πιο πέρα, γιατί του ’τυχε κάποια δουλίτσα, και θα ξανάρθει σύντομα»·
- πάω πέρα, βλ. φρ. κάνω πέρα. (Λαϊκό τραγούδι: βρε μάγκα, σπάσε και πάνε πέρα, δε σε γουστάρω, δε σ’ αγαπώ, άσε τα λούσα και τη φοβέρα κι εγώ μαζί σου δεν περπατώ
- πέρα από…, πιο μακριά από το σημείο που αναφέρει ο ομιλητής: «το χωριό που ζητάς βρίσκεται πέρα απ’ αυτό το βουνό || δε θα φύγεις πέρα απ’ το σπίτι, αν προηγουμένως δεν κάνεις τα μαθήματά σου»·
- πέρα από κάθε αμφιβολία, βλ. λ. αμφιβολία·
- πέρα από το δέον ή πέρα του δέοντος, βλ. λ. δέον·
- πέρα βρέχει, δεν προσέχω, προσποιούμαι τον αδιάφορο, κάνω πως δεν καταλαβαίνω, μου είναι αδιάφορο, δε με νοιάζει, δε δίνω σημασία: «εγώ σου μιλάω κι εσύ πέρα βρέχει || εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτός πέρα βρέχει». (Λαϊκό τραγούδι: στο σεράι δάκρυ τρέχει, στην καλύβα πέρα βρέχει,ευτυχία και παράς δεν πάν’ μαζί
- πέρα για πέρα, εντελώς, τελείως, υπερβολικά: «είσαι πέρα για πέρα βλάκας || έχεις πέρα για πέρα λάθος || είσαι πέρα για πέρα εκτός θέματος»· βλ. και φρ. πέρα ως πέρα·
- πέρα δώθε, α. εδώ και εκεί: «όλη τη μέρα γύριζε πέρα δώθε». β. επαναλαμβανόμενη απομάκρυνση και επιστροφή στο ίδιο σημείο: «όλο το βράδυ πήγαινε πέρα δώθε έξω απ’ το μπαρ περιμένοντας η καημενούλα να βγει ο άντρας της»·
- πέρα ως πέρα, α. εντελώς, ολοκληρωτικά: «είσαι πέρα ως πέρα εκτός θέματος || είναι πέρα ως πέρα κατεστραμμένο». (Λαϊκό τραγούδι: ντυμένο σε προσέχουνε κι όλοι κοντά σου τρέχουνε! Σαν παλιώσουν πέρα ως πέρα,δε σου λένε καλημέρα!). β. από τη μια πλευρά έως την άλλη: «η δυνατή του φωνή ακούστηκε πέρα ως πέρα στον κάμπο»· βλ. και φρ. πέρα για πέρα·
- πήγε κατά πέρα, βλ. φρ. πήγε καταπέρα, λ. καταπέρα·
- τα βγάζω πέρα, α. τα καταφέρνω σε μια δύσκολη δουλειά, υπόθεση ή με ένα δυνατό αντίπαλο: «μου ’πεσε μια πολύ δύσκολη δουλειά, αλλά ευτυχώς, προς το παρόν, τα βγάζω πέρα || δε μαλώνω μαζί του, γιατί δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα». (Λαϊκό τραγούδι: ο πλάστης, όπου είχε και τα μέσα, με τη γυναίκα είχε μια μέρα παιδευτεί· εγώ, ο δόλιος, πώς θέλ’ να τα βγάλω πέρα, που είμαι ένας μικρός πάνω στη γη;).β. αντεπεξέρχομαι στις οικονομικές μου υποχρεώσεις και γενικά στις δυσκολίες της ζωής, καταφέρνω και ζω κάπως καλά: «αυτόν το μήνα τα βγάζω πέρα, αλλά, αν συνεχιστεί η αναδουλειά, δεν ξέρω τι θα κάνω || είναι δύσκολη η ζωή σε μια μεγαλούπολη, αλλά, ευτυχώς, τα βγάζω πέρα». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ ένα μικρό φτωχόσπιτο σπούδαξα νύχτα μέρα και έμαθα μες τη ζωή πώς να τα βγάζω πέρα
- τα φέρνω πέρα, βλ. συνηθέστ. τα βγάζω πέρα·
- την κάνω πέρα, διαλύω τον ερωτικό δεσμό που έχω μαζί της: «κάθε φορά που ακούω γκόμενα να μου μιλάει για γάμο, την κάνω πέρα»·
- το βρήκα πιο πέρα, ήρθα μετά από καιρό αντιμέτωπος με κάποια κατάσταση, ιδίως όχι επιθυμητή: «όλο το καλοκαίρι δεν άνοιξα βιβλίο αλλά το βρήκα πιο πέρα, γιατί δεν πέρασα στις εξετάσεις». (Λαϊκό τραγούδι: έννοια σου και θα τα βρεις πιο πέρα, όταν θα με ψάχνεις νύχτα μέρα
- τον βρήκα πιο πέρα, ήρθα αντιμέτωπος μετά από καιρό με κάποιον, που για κάποιο λόγο απέφευγα να συναντήσω, να αντιμετωπίσω: «επειδή δεν του ’χα φερθεί καλά δεν ήθελα να τον συναντήσω, όμως τον βρήκα πιο πέρα διευθυντή στο εργοστάσιο που είχα πιάσει δουλειά»·
- τον κάνω πέρα, α. τον διώχνω από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «μου δημιουργούσε συνέχεια προβλήματα στο εργοστάσιο με τα συνδικαλιστικά του και τον έκανα πέρα». β. (για γυναίκες) διαλύω τον ερωτικό δεσμό που έχω μαζί του. (Λαϊκό τραγούδι: μην ξαναπερνάς, μην ξαναρωτάς, σ’ έχω κάνει πέρα και πια δε με κρατάς!). γ. (γενικά)παύω να τον κάνω παρέα, τον παραμερίζω: «επειδή, όπου πηγαίναμε, δημιουργούσε φασαρίες, τον έκανα πέρα»·
- τραβιέμαι πέρα, απομακρύνομαι, αποτραβιέμαι, παραμερίζω: «κάθε φορά που βλέπω καβγά, τραβιέμαι πέρα || τραβήξου λίγο πέρα για να καθίσω κι εγώ»·
- τραβώ κατά πέρα, βλ. φρ. τραβώ καταπέρα, λ. καταπέρα·
- τραβώ πάρα πέρα, βλ. φρ. τραβώ παραπέρα, λ. παραπέρα·
- τραβώ πέρα, βλ. συνηθέστ. τραβιέμαι πέρα.

περίδρομος

περίδρομος, ο, ουσ. [<αρχ. περίδρομος ή από το περίδερμος (= φλόγωση του δαχτύλου) με παρετυμολ. επίδραση του ουσ. δρόμος]. 1. πόνος μικρής διάρκειας αλλά έντονος, που εμφανίζεται ξαφνικά στα έντερα ή στο στομάχι. 2. φλεγμονή του δέρματος στην περιοχή γύρω από το νύχι. 3. δηλώνει μεγάλο αριθμό: «έχει ένα σόι που είναι ολόκληρος περίδρομος»·
- βγάλε τον περίδρομο, (απειλητικά ή συμβουλευτικά) μη μιλάς, πάψε να μιλάς: «βγάλε τον περίδρομο, γιατί θα στις βρέξω || βγάλε τον περίδρομο, γιατί θα μπερδευτείς χωρίς λόγο». Συνών. βγάλε τον σκασμό / βγάλε τον αγλέουρα·
- έφαγε τον περίδρομο, α. έφαγε πάρα πολύ, μέχρι σκασμού: «καθίσαμε να τσιμπήσουμε κάτι κι αυτός έφαγε τον περίδρομο». β. καταχράστηκε πολλά χρήματα, ιδίως του δημοσίου: «απ’ τη μέρα που έχει μπει στο υπουργείο, έχει φάει τον περίδρομο». Πρβλ.: και του δώσαν τα πανιά του για να πάει στη δουλειά του, με το ξένο του το σόι τον περίδρομο να τρώει (Λαϊκό τραγούδι). γ. σπατάλησε πολλά χρήματα: «αυτόν να μην τον λυπάσαι, γιατί στα νιάτα του έφαγε τον περίδρομο». Συνών. έφαγε άντερα ή έφαγε τ’ άντερά του / έφαγε το καταπέτασμα / έφαγε τον αβλέμονα / έφαγε τον αγλέουρα / έφαγε τον άμπακα ·
- κατεβάζω τον περίδρομο, βλ. φρ. τρώω τον περίδρομο·  
- να βγάλεις τον περίδρομο, είδος κατάρας με την έννοια να βγάλεις φλεγμονή στο δέρμα στην περιοχή γύρω από το νύχι. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το α που·
- περίδρομος να σε κόψει! είδος κατάρας με την έννοια να σε πιάσει δυνατός πόνος στο στομάχι·
- ρίχνω τον περίδρομο, βλ. φρ. τρώω τον περίδρομο·
- τρώω τον περίδρομο, τρώω πάρα πολύ, υπερβολικά, μέχρι σκασμού: «κάθε φορά που κάθεται στο τραπέζι, τρώει τον περίδρομο». Συνών. τρώω άντερα ή τρώω τ’ άντερά μου / τρώω το καταπέτασμα / τρώω τον αβλέμονα / τρώω τον αγλέουρα / τρώω τον άμπακα· βλ. και φρ. έφαγε τον περίδρομο·
- φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο, βλ. λ. μάτι.

περίπατος

περίπατος, ο, ουσ. [<αρχ. περίπατος], οτιδήποτε γίνεται με μεγάλη ευκολία: «δώσε μου να κάνω κάτι πιο δύσκολο, γιατί αυτό που μου ανέθεσες είναι για μένα περίπατος»·
- βγαίνω περίπατο, περπατώ για ευχαρίστηση σε χώρο αναψυχής: «όταν ο καιρός είναι καλός, βγαίνω περίπατο στην παραλία»·
- κάνω περίπατο, πετυχαίνω κάτι με μεγάλη ευκολία, χωρίς να κουραστώ, χωρίς να κοπιάσω: «είχε την εντύπωση πως θα τελείωνε τη δουλειά κάνοντας περίπατο, αλλά απ’ την πρώτη στιγμή άρχισε να πέφτει απ’ το ένα παλούκι στ’ άλλο || κι ο Μουσολίνι είχε την εντύπωση πως θα κατακτούσε την Ελλάδα κάνοντας περίπατο!»· βλ. και φρ. βγαίνω περίπατο·
- κάνω τον περίπατό μου, βλ. φρ. βγαίνω περίπατο·
- με περίπατο, με μεγάλη ευκολία, πανεύκολα: «τέλειωσα τη δουλειά με περίπατο || τους νικήσαμε με περίπατο»·
- πάει περίπατο, α. (για πρόσωπα) χάθηκε οριστικά, πέθανε, ιδίως σκοτώθηκε: «έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του και πάει περίπατο, όταν έπεσε πάνω σ’ ένα τοίχο!». β. (για πράγματα) καταστράφηκε ανεπανόρθωτα, αχρηστεύτηκε: «είχα κι εγώ ένα αυτοκίνητο, αλλά, μετά το τρακάρισμα που του ’κανα, πάει περίπατο». γ. χάθηκε οριστικά κάτι: «κάποτε αγαπιόμασταν, αλλά είναι καιρός που ο έρωτάς μας πάει περίπατο»·
- πάω περίπατο, βλ. φρ. βγαίνω περίπατο·
- τον βγάζω περίπατο, τον οδηγώ ή τον συνοδεύω στον περίπατό του: «επειδή ο παππούς πρέπει να περπατάει λόγω καρδιάς, όταν ο καιρός είναι καλός, τον βγάζω περίπατο στην παραλία»·
- τον κάνω περίπατο, βλ. συνηθέστ. τον βγάζω περίπατο·
- τον πάω περίπατο, βλ. φρ. τον βγάζω περίπατο·
- τον στέλνω περίπατο, (ειρωνικά) τον διώχνω, τον απολύω από την εργασία μου, από τη δουλειά μου: «όποιον πιάνει να κάνει κοπάνα, τον στέλνει περίπατο χωρίς δεύτερη κουβέντα».

πέτρα

πέτρα, η, ουσ. [<αρχ. πέτρα], η πέτρα. 1. ο πολύτιμος λίθος, το πετράδι: «της αγόρασε ένα δαχτυλίδι, που είχε απάνω του μια πέτρα να!». 2. πετρώδης σχηματισμός, που δημιουργείται στον οργανισμό, ιδίως στα νεφρά, στη χολή ή στα δόντια: «έχει πέτρα στα νεφρά || θα κάνει εγχείρηση, γιατί έχει πέτρα στη χολή || πήγε στον οδοντογιατρό του για να του καθαρίσει την πέτρα απ’ τα δόντια». 3. καθετί που είναι σκληρό σαν πέτρα: «το ψωμί έγινε πέτρα και δεν τρώγεται». 4. η τσακμακόπετρα: «τέλειωσε η πέτρα και δεν μπορώ ν’ ανάψω το τσακμάκι μου». 5. (στη γλώσσα της αργό) τα καταναγκαστικά έργα: «άμα περάσεις απ’ την πέτρα, δεν την ξεχνάς ποτέ». Υποκορ. πετρούλα κ. πετρίτσα, η κ. πετραδάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 43 φρ.)·
- αλέθω πέτρες, βλ. φρ. το στομάχι μου αλέθει και πέτρες·
- βγάζει (κι) απ’ την πέτρα λάδι, α. εκμεταλλεύεται στο έπακρο και την παραμικρή ευκαιρία, αποκομίζει κέρδος και από κει που κανείς δεν το περιμένει: «είναι τόσο καπάτσος άνθρωπος, που βγάζει κι απ’ την πέτρα λάδι». β. είναι πάρα πολύ δυνατός: «δεν τολμάει κανείς να τα βάλει μαζί του, γιατί βγάζει κι απ’ την πέτρα λάδι». Από την εικόνα του ατόμου που συνθλίβει με μεγάλη δύναμη μια πέτρα μέσα στη χούφτα του (και βγαίνει λάδι, όπως όταν συνθλίβεται μια ελιά)·
- δεν άφησε πέτρα πάνω στην πέτρα, βλ. φρ. δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα·
- δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα, καταστράφηκαν, ισοπεδώθηκαν τα πάντα: «τ’ αεροπλάνα βομβάρδιζαν κατά κύματα την πόλη, ώσπου στο τέλος δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα». Το ίδιο και για καιρικά ή άλλα φαινόμενα: «απ’ όπου πέρασε ο τυφώνας, δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα || ήταν τόσο δυνατός ο σεισμός, που δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα». Πρβλ.: κάψτε τα όλα μη μείνει τίποτα, πέτρα στην πέτρα όλα διαλύστε τα (Λαϊκό τραγούδι)·   
- είναι η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα ή η καρδιά του είναι σκληρή σαν πέτρα, βλ. λ. καρδιά·
- έκλαιγαν κι οι πέτρες ή έκλαψαν κι οι πέτρες, εκτυλίσσονταν, εκτυλίχθηκαν τόσο σπαρακτικές σκηνές, που έκλαιγαν, έκλαψαν οι πάντες: «τη στιγμή που ήταν να κατεβάσουν το φέρετρο στον τάφο, έπεσε ο γιος με σπαρακτικές φωνές πάνω στο νεκρό κι έκλαψαν κι οι πέτρες»·
- έχει καρδιά από πέτρα ή έχει καρδιά πέτρα, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καρδιά σκληρή σαν πέτρα, βλ. λ. καρδιά·
- η καρδιά του είναι από πέτρα ή η καρδιά του είναι πέτρα, βλ. λ. καρδιά·
- θα δέσω μια πέτρα στο λαιμό μου, βρίσκομαι σε τόσο δεινή οικονομική ή ψυχολογική θέση, που σκέφτομαι να αυτοκτονήσω: «είμαι σε τόσο απελπιστική κατάσταση, που θα δέσω μια πέτρα στο λαιμό μου». (Λαϊκό τραγούδι: κυρ-τζίτζικα, συμπάθα με που δε σε σιγοντάρω, μ’ απ’ όλα αυτά που πάθαμε μου ’ρχεται να φουντάρω, να βάλω πέτρα στο λαιμό και μια και δυο στον ποταμό).Είναι και φορές που η φρ. κλείνει με το και θα φουντάρω ή με το και θα φουντάρω στη θάλασσα. Από το ότι, συνήθως παλιότερα, πολλοί αυτόχειρες έδεναν μια πέτρα στο λαιμό τους και έπεφταν στη θάλασσα·
- θα πάρω πέτρα, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε αυστηρά, σκληρά: «κάτσε καλά, γιατί θα πάρω πέτρα». (Λαϊκό τραγούδι: άσε τα παιχνιδίσματα, κόψε τα βλεφαρίσματα, αλλιώς θα πάρω πέτρα
- θα σηκωθούν κι οι πέτρες, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα υπάρξει καθολική αντίδραση: «αν το δικαστήριό σας καταδικάσει αυτόν τον αθώο άνθρωπο, θα σηκωθούν κι οι πέτρες»·
- κάνω πέτρα την καρδιά ή κάνω την καρδιά μου πέτρα, υπομένω αγόγγυστα κάποιον ψυχικό πόνο, κάνω υπομονή, προσπαθώ να φαίνομαι ψύχραιμος: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, έκανε την καρδιά του πέτρα για να μη δείχνει τον πόνο του στους άλλους». (Λαϊκό τραγούδι: ήσουνα ξελογιασμένη και με άλλονε μπλεγμένη· τώρα κλαις· δε σε λυπάμαι, ούτε σε πονώ· την καρδιά μου θα την κάνω πέτρα, σαν βουνό
- κεφάλι δίχως μέτρα θέλει χτύπημα στην πέτρα, βλ. λ. κεφάλι·
- κόβει την πέτρα με μαχαίρι ή κόβει την πέτρα με μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- μη ρίχνεις πέτρα στο πηγάδι που σε δρόσισε, βλ. λ. πηγάδι·
- όποια πέτρα κι αν γυρίσεις, θα τον βρεις από κάτω ή όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω, χώνεται σε όλες ανεξαιρέτως τις υποθέσεις, είναι παντού αναμεμειγμένος: «είναι σε όλους γνωστός, γιατί, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω». (Λαϊκό τραγούδι: όποια πέτρα να σηκώσεις, θα ’μαι από κάτω. Όποια πόρτα κι αν κλειδώσεις μέσα θα με βρεις
- πέτρα πέτρα ή πέτρα την πέτρα, βλ. συνηθέστ. πετραδάκι πετραδάκι, λ. πετραδάκι·
- πέτρα που κυλάει, μαλλί δεν πιάνει, α. αρνητική έκφραση για άτομο που δε στεριώνει, που δε ριζώνει σε καμιά δουλειά, σε καμιά θέση εργασίας: «αν μου πεις και για τον τάδε, πέτρα που κυλάει, μαλλί δεν πιάνει, γιατί έχει πάει μέχρι σήμερα σ’ ένα σωρό δουλειές κι ύστερα από λίγο ή φεύγει ή τον διώχνουν». Από την εικόνα της πέτρας που, επειδή βρίσκεται για μεγάλο χρονικό διάστημα στο ίδιο σημείο, η βάση της καλύπτεται από διάφορους μύκητες, που εκλαμβάνονται ως μαλλί. β. το ενεργητικό άτομο δεν αποτελματώνεται, ανανεώνει συνεχώς τις γνώσεις και αυξάνει τις ικανότητές του: «το μικρό μου το γιο δε τον φοβάμαι καθόλου, γιατί είναι ζωντανό κι αεικίνητο παιδί και, πέτρα που κυλάει, μαλλί δεν πιάνει». Συνών. τροχός που γυρίζει, σκουριά δεν πιάνει·
- πέτρα του σκανδάλου, αιτία που προκαλεί σκάνδαλο ή φιλονικία: «δεν ξέρει κανείς γιατί μάλωσαν, αλλά όλοι υποπτεύονται πως πέτρα του σκανδάλου υπήρξε μια γυναίκα»·
- πετώ την πέτρα του αναθέματος (σε κάποιον), βλ. λ. ανάθεμα·
- ρίχνω μαύρη πέτρα (πίσω μου) ή ρίχνω πέτρα (πίσω μου), φεύγω από ένα μέρος ή από έναν τόπο με την απόφαση να μην ξαναγυρίσω ποτέ πίσω: «επειδή ήταν φτωχός κι όλοι τον κορόιδευαν στο χωριό, έριξε μαύρη πέτρα πίσω του και πήγε στην ξενιτιά». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω την καρδιά να σφίξω, πέτρα πίσω μου να ρίξω και να φύγω
- ρίχνω την πέτρα του αναθέματος (σε κάποιον), βλ. λ. ανάθεμα·
- σηκώθηκαν κι οι πέτρες, υπήρξε καθολική αντίδραση: «μόλις μαθεύτηκε πως κι ο υπουργός ήταν μπλεγμένος στο ροζ σκάνδαλο, σηκώθηκαν κι οι πέτρες»·
- σκάει η πέτρα, κάνει αβάσταχτη, ανυπόφορη ζέστη: «τις περισσότερες χρονιές τον Ιούλιο μήνα στον τόπο μας σκάει η πέτρα». Συνών. σκάει ο τζίτζικας·
- στις πέτρες να φυτρώνει! (για ποτά, ιδίως τσίπουρα, ούζα, κρασιά) ευχή που ανταλλάσσουν οι πότες τη στιγμή που τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους, με την έννοια να υπάρχει άφθονο ποτό, να το βρίσκει κανείς παντού·
- στύβω την πέτρα, είμαι πάρα πολύ δυνατός, είμαι χειροδύναμος: «όταν ήμουν στα νιάτα μου, έστυβα την πέτρα»·
- Συμπληγάδες Πέτρες, κάθε επικίνδυνη ή προβληματική κατάσταση, την οποία δύσκολα μπορεί να αποφύγει ή να ξεπεράσει κανείς με επιτυχία: «οι Συμπληγάδες Πέτρες της παγκοσμιοποίησης || οι Συμπληγάδες Πέτρες του κυπριακού προβλήματος». Αναφορά στους δυο μυθικούς βράχους, που ανοιγόκλειναν, συνθλίβοντας τα καράβια που επιχειρούσαν να περάσουν ανάμεσά τους, γνωστοί από την Αργοναυτική εκστρατεία· 
- την πέτρα στύβει και την τρίχα σχίζει, πρόκειται για άνθρωπο που είναι δυνατός και έξυπνος, που έχει μεγάλες ικανότητες: «όλοι θέλουν να τον έχουν στην παρέα τους γιατί, είναι άνθρωπος που την πέτρα στύβει και την τρίχα σχίζει»·
- το ξέρουν κι οι πέτρες, το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πια σε όλους γνωστό: «μπορώ να σου πω πώς ακριβώς έγινε η δουλειά, γιατί το ξέρουν κι οι πέτρες»·
- το πρόσωπό του έγινε σκληρό σαν πέτρα, έγινε σκληρό, ψυχρό και ανέκφραστο: «μόλις έμαθε τα δυσάρεστα νέα, το πρόσωπό του έγινε σκληρό σαν πέτρα»·
- το στομάχι μου αλέθει και πέτρες, βλ. λ. στομάχι·
- τον βρήκε η πέτρα (ενν. στο κεφάλι), βλ. φρ. τον πήρε η πέτρα·
- τον βρήκε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. φρ. τον πήρε η πέτρα·
- τον έβαλαν στην πέτρα, (στη γλώσσα της αργκό), βλ. φρ. τον έριξαν στην  πέτρα·
- τον έριξαν στην πέτρα, (στη γλώσσα της αργκό) τον καταδίκασαν σε καταναγκαστικά έργα: «δεν μπόρεσε ν’ αποδείξει την αθωότητά του και τον έριξαν πέντε χρόνια στην πέτρα». Η ποινή αυτή επιβαλλόταν σε παλιότερες εποχές. Σήμερα, κατάλοιπο ίσως της προηγούμενης ποινής, είναι η κοινωνική προσφορά που προσφέρει για ένα χρονικό διάστημα ο καταδικασθείς, τόσο, όσο όρισε ως ποινή ο δικαστής για ελαφρά βεβαίως αδικήματα, κυρίως νέων·
- τον ξέρουν κι οι πέτρες, είναι πολύ γνωστός, είναι πασίγνωστος: «αυτόν που μου λες, τον ξέρουν κι οι πέτρες»·
- τον πήραν με τις πέτρες, α. (για δημόσιους αγορητές ή πολιτικούς) αντέδρασαν επιθετικά, τον γιουχάισαν άγρια, τον προπηλάκισαν: «μόλις βγήκε στο μπαλκόνι να μιλήσει, όσοι ήταν μαζεμένοι, τον πήραν με τις πέτρες»· βλ. και φρ. τον πήραν με τ’ αβγά, λ. αβγό. β. (γενικά) τον κυνήγησαν με άγριες διαθέσεις, τον πετροβόλησαν: «μόλις αντιλήφθηκε ο κόσμος ποιος ήταν ο παιδεραστής, τον πήραν με τις πέτρες». Ίσως από αφορμή της καταδίκης σε θάνατο δια λιθοβολισμού, σύμφωνα με τον Ιουδαϊκό νόμο·
- τον πέτυχε η πέτρα (ενν. στο κεφάλι), βλ. συνηθέστ. τον πήρε η πέτρα·
- τον πέτυχε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. συνηθέστ. τον πήρε η πέτρα·
- τον πήρε η πέτρα (ενν. στο κεφάλι), α. τον έτυχε, τον πέτυχε, τον χτύπησε, ιδίως στο κεφάλι: «μόλις έβγαλε το κεφάλι απ’ τη γωνιά να δει τι γίνεται, τον πήρε η πέτρα». β. λέγεται ειρωνικά για κάποιον που είναι βλαμμένος, που παρουσιάζει κάποια βλάβη στο μυαλό, που είναι αργόστροφος: «δεν φταίει ο καημένος, φταίει που τον πήρε η πέτρα, όταν ήταν μικρός»·
- τον πήρε η πέρα στο κεφάλι, βλ. φρ. τον πήρε η πέτρα·
- τον σιχαίνονται κι οι πέτρες, με τις πράξεις του και γενικά με τη συμπεριφορά του προκαλεί υπερβολική απέχθεια στους άλλους: «δεν τον θέλει κανένας στην παρέα μας, γιατί με τα καμώματά του τον σιχαίνονται κι οι πέτρες».

πιάτο

πιάτο, το, ουσ. [<ιταλ. piatto <λατιν. σπάν. platus <ελλ. πλατύς], το πιάτο. 1. η ποσότητα τροφής, που περιέχεται σε ένα πιάτο: «του πρόσφερα ένα πιάτο φασουλάδα και το ’φαγε όλο || ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό, που έφαγα δυο πιάτα». 2. τοποθεσία σε πλατιά και ανοιχτή έκταση, που τη βλέπει κανείς από υψόμετρο: «αν ανεβείς στα κάστρα, έχεις πιάτο μπροστά σου τη Θεσσαλονίκη». 3. ειδική μεταλλική επιφάνεια που χρησιμοποιείται στις ρόδες του αυτοκινήτου για να καλύπτει το μέρος εκείνο όπου υπάρχουν τα μπουλόνια: «σε μια απότομη στροφή μου ’φυγε το πιάτο του πίσω δεξιού τροχού». 4α. στον πλ. τα πιάτα, οι κεραίες της δορυφορικής τηλεόρασης: «στις πλούσιες βίλες του Πανοράματος βλέπει κανείς συχνά πυκνά τα πιάτα της δορυφορικής τηλεόρασης». β. μουσικά κρουστά εξαρτήματα των ντραμς: «τα πιάτα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των ντραμς». Υποκορ. πιατάκι, το. (Ακολουθούν 23 φρ.)·
- βγάζω πιάτο, προσφέρω στους καλεσμένους μου πιάτο με ποικιλία κρύων φαγητών: «μαζευτήκαμε μερικοί φίλοι στο σπίτι μου κι η γυναίκα μου έβγαλε πιάτο με διάφορα τυριά, κασέρια και σαλάμια»·
- για ένα πιάτο φαΐ, βλ. συνηθέστ. για ένα πιάτο φακή·
- για ένα πιάτο φακή (αντί πινακίου φακής), βλ. λ. φακή·
- δεύτερο πιάτο, βλ. λ. το κυρίως πιάτο·
- έγλειψα το πιάτο μου, έφαγα όλο το φαγητό μου είτε γιατί ήταν πολύ νόστιμο είτε γιατί πεινούσα πολύ: «είχα τέτοια πείνα, που έγλειψα το πιάτο μου || ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό, που έγλειψα το πιάτο μου». Από την εικόνα του ατόμου που για έναν από τους δυο παραπάνω λόγους με μια βούκα ψωμιού, ιδίως ψίχας, σκουπίζει προσεκτικά ό,τι τυχόν έμεινε από το φαγητό στο πιάτο του, ενώ, όταν το άτομο αυτό είναι μικρό παιδί, το γλείφει κυριολεκτικά με τη γλώσσα του·
- ένα πιάτο την ημέρα κι όπου θέλεις βάλ’ το, δηλώνει μεγάλη φτώχεια ή έντονη δίαιτα, δηλ. το άτομο έχει τη δυνατότητα να φάει μόνο μια φορά την ημέρα. Το βάλ’ το θέλει να δηλώσει μέρος του σώματος (πλευρά, χέρια, πόδια, πρόσωπο, κ.λπ.) με την έννοια τι θα πρωτοπρολάβει να θρέψει τόσο λίγο φαγητό·
- ζητώ (και) δεύτερο πιάτο, ζητώ επιπλέον φαγητό από αυτό που μου έδωσαν: «ήταν τόσο νόστιμος ο μουσακάς, που ζήτησα και δεύτερο πιάτο»·
- ζητώ κι άλλο πιάτο, βλ. φρ. ζητώ (και) δεύτερο πιάτο·
- η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο, βλ. λ. εκδίκηση·
- θέλει μουνί, το θέλει και στο πιάτο, βλ. λ. μουνί·
- θέλει το φαΐ στο πιάτο, βλ. φρ. τα θέλει όλα στο πιάτο·
- θέλω να φάω και το πιάτο, λέγεται για φαγητό που είναι πολύ νόστιμο, που μου αρέσει πάρα πολύ: «κάθε φορά που τρώω μουσακά, θέλω να φάω και το πιάτο»·
- κάνει τα πιάτα να τρίζουν, (για υγρά καθαρισμού πιάτων) τα καθαρίζει στην εντέλεια: «βγήκε ένα καινούριο υγρό καθαρισμού, που κάνει τα πιάτα να τρίζουν». Από διαφημιστικό σλόγκαν·
- κρύο πιάτο, ποικιλία από φαγητά που σερβίρονται κρύα (τυριά, κασέρια, σαλάμια κ.ά): «μαζί με τα ουισκάκια μας παραγγείλαμε κι ένα κρύο πιάτο»·
- πρώτο πιάτο, το φαγητό που σερβίρεται σε ένα γεύμα πριν από το κυρίως πιάτο, δηλ. σούπα ή διάφορα ορεκτικά: «τι περιείχε το πρώτο πιάτο;»·   
- σπάω πιάτα, διασκεδάζω έντονα σε μπουζουκτσίδικο σπάζοντας πιάτα στην πίστα: «πάμε το Σάββατο να σπάσουμε πιάτα;». Από τη συνήθεια που επικρατεί σε λαϊκά κυρίως μαγαζιά, τα σκυλάδικα, οι θαμώνες να σπάνε πιάτα ως ένδειξη κεφιού ή θαυμασμού προς τον τραγουδιστή ή την τραγουδίστρια·
- τα βρίσκει όλα στο πιάτο ή όλα στο πιάτο τα βρίσκει, τα βρίσκει όλα έτοιμα από τους άλλους, χωρίς να καταβάλει τον παραμικρό κόπο ή προσπάθεια, και, κατ’ επέκταση, είναι πολύ χαϊδεμένος από κάποιους: «είναι μοναχογιός και τα βρίσκει όλα στο πιάτο || ώρες ώρες, μου ’ρχεται να τον σπάσω στο ξύλο, γιατί, όλα στο πιάτο τα βρίσκει και παραπονιέται κι από πάνω»·
- τα θέλει όλα στο πιάτο ή όλα στο πιάτο τα θέλει, τα θέλει όλα έτοιμα χωρίς να καταβάλει τον παραμικρό κόπο ή την παραμικρή προσπάθεια, και, κατ’ επέκταση, είναι ανίκανος, ιδίως τεμπέλης: «έχει αρχίσει να μου σπάει τα νεύρα αυτός ο άνθρωπος, γιατί όλη τη μέρα κάθεται και τα θέλει όλα στο πιάτο || είναι τόσο τεμπέλης άνθρωπος, που όλα στο πιάτο τα θέλει»·
- τα κάνω πιάτα (ενν. τα λεφτά μου), (ειρωνικά ή επιτιμητικά) τα ξοδεύω ασυλλόγιστα σπάζοντας πιάτα στα μπουζούκια: «πώς να μην πέσει έξω, αφού όλα του τα λεφτά τα κάνει πιάτα»·
- το κυρίως πιάτο, α. το κυρίως φαγητό από το οποίο αποτελείται ένα γεύμα: «το κυρίως πιάτο, που μας σερβίρισε, ήταν κρέας με μελιτζάνες». β. το κυρίως, το πιο ενδιαφέρον και ουσιαστικό σημείο μιας υπόθεσης, μιας συνομιλίας: «δε συμφωνήσαμε, γιατί, μόλις φτάσαμε στο κυρίως πιάτο της κουβέντας μας, τον ειδοποίησαν πως τράκαρε ο γιος του, κι έφυγε σαν παλαβός»·
- το πιάτο της ημέρας, συγκεκριμένο φαγητό που σερβίρεται σε ένα εστιατόριο εκτός από το άλλο μενού: «σήμερα το πιάτο της ημέρας αποτελείται από λαγό στιφάδο, σαλάτα, φρούτο εποχής ή γλυκό»·
- του ’δωσε το γκολ στο πιάτο, βλ. λ. γκολ·
- του χαρτοπαίχτη, του ψαρά, του κυνηγού το πιάτο, δέκα φορές είν’ αδειανό και μια φορά γεμάτο, έκφραση που δηλώνει πως, όποιος έχει τις παραπάνω δραστηριότητες, συνήθως είναι χωρίς χρήματα, περνάει φτωχικά.

πίστη

πίστη, η, ουσ. [<αρχ. πίστις], η πίστη. 1. η εμπιστοσύνη: «απ’ τη μέρα που σε γνώρισα, μου λες συνέχεια ψέματα, με ποια πίστη, λοιπόν, θέλεις να σου συμπεριφερθώ!». 2. η εμπορική αξιοπιστία: «πρόσεχέ τον, γιατί δεν έχει καθόλου πίστη στην αγορά». 3. η προσωπική άποψη, ο υποκειμενικός τρόπος αντίληψης και ερμηνείας των πραγμάτων, ιδίως για περιπτώσεις αμετακίνητης γνώμης: «αν αυτή είναι η πίστη σου, δεν μπορώ να στην αλλάξω». (Ακολουθούν 31 φρ.)·
- αλλάζω πίστη ή αλλάζω την πίστη μου, αλλαξοπιστώ: «δεν αλλάζω την πίστη μου για όλα τα καλά του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι μου ’ρχεται την πίστη μου ν’ αλλάξω,να μπω στο χαρέμι να σ’ αρπάξω, άι χανουμάκι σκερτσόζικο
- γαμώ την πίστη μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου: «γαμώ την πίστη μου, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ την πίστη σου! ή σου γαμώ την πίστη! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «έλα δω ρε, γαμώ την πίστη σου, γιατί ασχολείσαι συνεχώς μαζί μου! || σου γαμώ την πίστη αν ξαναπιάσεις στο στόμα σου τ’ όνομά μου!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- δε δίνω πίστη (ενν. σε κάποιον ή στα λόγια κάποιου), δεν τον πιστεύω, δεν πιστεύω: «στο ’χω πει χίλιες φορές πως δε δίνω πίστη σε κανέναν || δε δίνω πίστη σ’ αυτά που μου λέει, γιατί είναι γνωστός ψεύτης»·
- δεν έχει ούτε πίστη ούτε νόμο, στερείται κάθε ηθικής αρχής: «μαζί του να ’χεις τα μάτια σου τέσσερα, γιατί αυτός ο άνθρωπος δεν έχει ούτε πίστη ούτε νόμο»·
- δεν έχει πίστη, α. είναι κακόπιστος, δόλιος: «πρόσεχε τον τύπο με τον οποίο κάνεις παρέα, γιατί δεν έχει πίστη και υπάρχει φόβος να σε μπλέξει». β. είναι αφερέγγυος, είναι κακοπληρωτής: «μην του δώσεις ούτε ένα ευρώ με πίστωση, γιατί δεν έχει πίστη». γ. δεν πιστεύει σε καμιά ανώτερη θεϊκή δύναμη, είναι άθεος: «αφού δεν έχει πίστη, γιατί να πάει στην εκκλησία;». δ. δεν έχει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, απογοητεύεται εύκολα: «δεν έχει πίστη ο άνθρωπος και με την παραμικρή δυσκολία που του τυχαίνει τα παρατάει όλα στη μέση»·
- δίνω πίστη (ενν. σε κάποιον ή στα λόγια κάποιου), πιστεύω, τον πιστεύω: «δίνω πίστη σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί ξέρω καλά το χαρακτήρα του || δίνω πίστη σ’ αυτά που μου λέει, γιατί είναι φιλαλήθης»·
- δίνω πίστη στα λόγια του, πιστεύω σε αυτά που μου λέει: «ξέρω ότι είναι έντιμος άνθρωπος, γι’ αυτό δίνω πίστη στα λόγια του»·
- ε μα την πίστη μου! έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας: «ε μα την πίστη μου, πάψε να λες ανοησίες!». Συνών. ε μα την αλήθεια! / ε μα το Θεό! / ε μα το ναι! / ε μα τον άγιο(!)·
- είναι άνθρωπος κακής πίστης, πρόκειται για κακόπιστο άνθρωπο: «ό,τι και να του πεις σε κοιτά καχύποπτα, γιατί είναι άνθρωπος κακής πίστης»·
- είναι άνθρωπος καλής πίστης, πρόκειται για καλόπιστο άνθρωπο: «είναι καλόπιστος άνθρωπος και πιστεύει αμέσως ό,τι κι αν του πεις»·
- η πίστη μετακινεί βουνά, με τη δύναμη της πίστης μπορεί κανείς να πετύχει το ακατόρθωτο: «όσο δύσκολη κι αν είναι η δουλειά πίστευε εσύ πως θα τη φέρεις σε πέρας, γιατί η πίστη μετακινεί βουνά»·   
- κακή πίστη, α. η αφερεγγυότητα, η κακοπιστία, η δολιότητα: «η κακή πίστη δεν πρέπει να υπάρχει σ’ ένα υγιές εμπόριο». β. η αρνητική στάση απέναντι σε κάποιο γεγονός ή σε κάποια θέση, η εκ των προτέρων απόρριψή του: «αυτή η κακή πίστη που έχεις δε σ’ αφήνει να δεις πιο καθαρά τα πράγματα»·
- κακή τη πίστει, με δολιότητα, με κακοπιστία ή δυσπιστία: «απ’ τη στιγμή που με αντιμετωπίζεις κακή τη πίστει, δε θα μπορέσουμε να συνεργαστούμε»·
- καλή πίστη, α. η ειλικρίνεια, η φερεγγυότητα: «μόνο με καλή πίστη μπορεί κανείς να προκόψει στο εμπόριο». β. ο θετικός τρόπος αντίληψης και ερμηνείας των πραγμάτων: «αφού λείπει η καλή πίστη μεταξύ σας, ό,τι και να κάνεις, θα το παίρνει στραβά»·
- καλή τη πίστει, α. με ειλικρίνεια, με φερεγγυότητα: «πρέπει να καθίσουμε να κουβεντιάσουμε καλή τη πίστει || του δάνεισα ένα ποσό καλή τη πίστει»·
- μα την πίστη μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «μα την πίστη μου, ακριβώς έτσι έγιναν τα πράγματα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω. β. έκφραση που δηλώνει διαμαρτυρία, δυσφορία ή έκπληξη για κάτι: «μα την πίστη μου, ην κάνεις θόρυβο, όταν κοιμάμαι! || μα την πίστη μου, γίνονται ακόμη τέτοια πράγματα!»·
- με κακή πίστη, βλ. φρ. κακή τη πίστει·
- με καλή πίστη, βλ. φρ. καλή τη πίστει·
- με πίστη, με εμμονή σε αυτό που κάνει κάποιος, με αγωνιστικότητα: «αγωνίζεται με πίστη για τα δημοκρατικά ιδεώδη»·
- μου βγαίνει η πίστη, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «μου βγαίνει η πίστη κάθε μέρα, για να μπορέσω να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία / μου βγαίνει η ψυχή / μου βγαίνει ο Θεός / μου βγαίνει ο κώλος / μου βγαίνει ο πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
- μου βγαίνει η πίστη ανάποδα, καταβασανίζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «έχω τόσα πολλά χρέη, που κάθε μέρα μου βγαίνει η πίστη ανάποδα, για να τα καλύψω». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα / μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα / μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα ·
- πήγε υπέρ πίστεως και πατρίδος, α. (ειρωνικά για πρόσωπα) σκοτώθηκε άδικα: «έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του, ώσπου μια μέρα πήγε υπέρ πίστεως και πατρίδος». β. (για αντικείμενα) χάθηκε ή κλάπηκε και δεν υπάρχει περίπτωση να ξαναβρεθεί: «άφησα για λίγο τον αναπτήρα μου πάνω στο τραπέζι και πήγε υπέρ πίστεως και πατρίδος». γ. (για μηχανήματα) καταστράφηκε εντελώς, αχρηστεύτηκε: «έφαγε τέτοια τράκα τ’ αυτοκίνητό μου, που πήγε υπέρ πίστεως και πατρίδος»·
- στην πίστη σου! δηλώνει παράκληση ή προτάσσεται παρακλητικής έκφρασης: «στην πίστη σου, κάνε λίγη ησυχία ν’ ακούσω τι λέει ο άνθρωπος! || στην πίστη σου, βοήθησέ με να ξεπεράσω αυτή τη δυσκολία!». (Λαϊκό τραγούδι: Μεμέτη μου, στην πίστη σου πάρε και μένα σπίτι σου
- συζυγική πίστη, η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων να μην πέσουν στο παράπτωμα της μοιχείας: «η οικογένεια στηρίζεται πάνω στη συζυγική πίστη»·
- του αλλάζω την πίστη, βλ. φρ. του βγάζω την πίστη·
- του αλλάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του βγάζω την πίστη, τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ, τον τυραννώ: «του ’βγαλα την πίστη μέχρι να του δώσω πίσω τα δανεικά». Συνών. του βγάζω την Παναγία / του βγάζω την ψυχή / του βγάζω το Θεό / του βγάζω το λάδι / του βγάζω το Χριστό·
- του βγάζω την πίστη ανάποδα, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ, τον κατατυραννώ: «αν πέσει στα χέρια μου, θα του βγάλω την πίστη ανάποδα». Συνών. του βγάζω την Παναγία ανάποδα / του βγάζω την ψυχή ανάποδα / του βγάζω την ψυχή απ’ το στόμα / του βγάζω το Θεό ανάποδα / του βγάζω το Χριστό ανάποδα / του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω) / του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω)·
- του βγάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του γαμώ την πίστη, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε την πίστη». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «επειδή ενοχλούσε γέρο άνθρωπο, τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε την πίστη || τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε την πίστη». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του γαμώ την πίστη στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά.

πλύσιμο

πλύσιμο, το, ουσ. [<μσν. πλύσιμον <πλύση + κατάλ. -ιμον], το πλύσιμο· η διαδικασία για την παρουσίαση ως νομίμων χρημάτων που έχουν κερδιστεί παράνομα, ιδίως από πωλήσεις ναρκωτικών ή πωλήσεις όπλων, από εμπόριο λευκής σαρκός ή και από τζόγο: «πρέπει να βρούμε κάποιον που θα μπορέσει ν’ αναλάβει το πλύσιμο των χρημάτων μας»·
- έβγαλε στο πλύσιμο, (για ρούχα) ξέβαψε στην πλύση: «είχε πολύ ωραίο χρώμα αυτό το μπλουζάκι, αλλά έβγαλε στο πλύσιμο»·
- μπήκε στο πλύσιμο, α, (για ρούχα) μάζεψε μετά την πλύση του: «ήταν μια χαρά το πουκάμισό μου, αλλά τώρα μου ’ρχεται στενό, γιατί μπήκε στο πλύσιμο». β. (για πρόσωπα) ειρωνική αναφορά σε κοντό άνθρωπο: «καλό παιδί, δε λέω, αλλά, απ’ ότι βλέπεις, μπήκε στο πλύσιμο ο φουκαράς».

ποδαράτα

ποδαράτα, επίρρ. [του επιθ. ποδαράτος]. 1. πρόχειρα, στα όρθια, στο πόδι: «έφαγε ποδαράτα κι έφυγε βιαστικά». 2. με τα πόδια, πεζός: «δεν είχαμε λεφτά για ταξί και γυρίσαμε ποδαράτα»·
- τη βγάζω ποδαράτα, α. στέκομαι όρθιος, ιδίως για μεγάλο χρονικό διάστημα: «είναι τέτοιο το πόστο της δουλειάς μου, που τη βγάζω ποδαράτα». β. περπατώ μια διαδρομή, πεζοπορώ: «όλη τη διαδρομή την έβγαλα ποδαράτα»·
- το κόβω ποδαράτα, πηγαίνω κάπου με τα πόδια, πεζοπορώ: «τους άφησα στην πλατεία και το ’κοψα ποδαράτα για το σπίτι»·
- το παίρνω ποδαράτα, βλ. φρ. το κόβω ποδαράτα.

πόδι

πόδι, το, ουσ. [<αρχ. πόδιον, υποκορ. του ουσ. πούς], το πόδι. 1. στήριγμα επίπλου: «το πόδι της καρέκλας || το πόδι του κρεβατιού». 2. χερσόνησος: «το Άγιο Όρος βρίσκεται στο τρίτο πόδι της Χαλκιδικής». Υποκορ. ποδαράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 191 φρ.)·
- ακολουθώ κατά πόδας (κάποιον), παρακολουθώ στενά κάποιον, βρίσκομαι συνέχεια από πίσω του: «μόλις βγήκε απ’ το σπίτι του, τον ακολούθησα κατά πόδας και κατέγραψα όλες τις κινήσεις του»·
- αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια, χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις ποτέ κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο όφελος: «η ζωή δεν είναι εύκολη κι αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια». Συνών. αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια / αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά·
- αν σπάσει ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- άναψαν τα πόδια μου, ζεστάθηκαν πάρα πολύ από την ορθοστασία, την πεζοπορία, από το ότι έχω μεγάλο χρονικό διάστημα να βγάλω τα παπούτσια μου ή από τα συνεχή τρεξίματα για διάφορες δουλειές, για διάφορες υποθέσεις: «έχω ολόκληρη μέρα να βγάλω τα παπούτσια μου κι άναψαν τα πόδια μου || άναψαν τα πόδια μου σήμερα, μέχρι να τακτοποιήσω όλες τις εκκρεμότητες που είχα»·
- ανοίγει τα πόδια της, (για γυναίκες) δέχεται με ευκολία να της επιβληθεί η σεξουαλική πράξη: «για ποια παρθένα μου μιλάς, αφού ξέρω πως αυτή ανοίγει τα πόδια της από μικρή». Από τη στάση που παίρνει συνήθως η γυναίκα κατά τη σεξουαλική πράξη. Συνών. ανοίγει τα σκέλια της· βλ. και φρ. σηκώνει τα πόδια της·
- άνοιξε τα πόδια σου! προτροπή ή παράκληση σε κάποιον να επιταχύνει το βηματισμό του: «άνοιξε τα πόδια σου, γιατί, έτσι όπως πάμε, δε θα φτάσουμε ούτε αύριο». Συνών. άνοιξε το βήμα σου(!)·
- αντιστέκομαι με χέρια και με πόδια, βλ. λ. χέρι·
- απλώνω τα πόδια μου, επεκτείνω τις ασχολίες μου, τη δουλειά μου, τα επαγγελματικά μου ενδιαφέροντα: «οι καιροί είναι πονηροί, γι’ αυτό δεν πρέπει ν’ απλώνεις τα πόδια σου όπου να ’ναι»·
- απλώνω τα πόδια μου μέχρις εκεί που φτάνει το πάπλωμα, ενεργώ σύμφωνα με τις δυνάμεις μου ή τις δυνατότητές μου: «δεν έχω κάνει ποτέ μεγάλα ανοίγματα στη ζωή μου, γιατί πάντα απλώνω τα πόδια μου, μέχρις εκεί που φτάνει το πάπλωμα»· βλ. και φρ. κατά το πάπλωμα και το ξάπλωμα, λ. πάπλωμα·
- βαδίζω στις μύτες των ποδιών μου, βλ. λ. μύτη·
- βάζω πόδι, κατοχυρώνω μια εργασιακή θέση: «τώρα που έβαλε πόδι στο εργοστάσιο, δεν τον διώχνει κανένας, γιατί είναι πολύ εργατικός και τίμιος»·
- βάζω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, α. κάθομαι αναπαυτικά: «έβαλε το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο κι αφοσιώθηκε στο έργο». β. δεν κάνω τίποτα, χάνω τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «έβαλε το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο και τα περιμένει όλα απ’ τους άλλους». Πρβλ.: το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο και φουμάρει και τσιγάρο (Λαϊκό τραγούδι)·
- βάζω το πόδι μου (κάπου), εισέρχομαι σε έναν εργασιακό χώρο με σκοπό να εδραιωθώ επαγγελματικά: «έτσι όπως άρχισε αυτός, θα βάλει το πόδι του σε κάθε μορφή εμπορικής δραστηριότητας». (Λαϊκό τραγούδι: ακόμα και στο Χόλιγουντ θα βάλω το ποδάρι, που ’ναι στρωμένο μάλαμα και με μαργαριτάρι  
- βγάζουν τα πόδια μου φωτιά ή βγάζουν τα πόδια μου φωτιές ή βγάζουν φωτιά τα πόδια μου ή βγάζουν φωτιές τα πόδια μου ή τα πόδια μου βγάζουν φωτιά ή τα πόδια μου βγάζουν φωτιές, α. είμαι πολύ γρήγορος στο τρέξιμο: «όταν αρχίζω να τρέχω, δεν μπορεί κανένας να με φτάσει, γιατί βγάζουν τα πόδια μου φωτιές || ειδοποίησε τον τάδε πως ήρθε ο γιος του απ’ το εξωτερικό, αλλά θέλω να βγάλουν φωτιά τα πόδια σου»· βλ. και φρ. άναψαν τα πόδια μου·
- βγήκε το πόδι μου, εξαρθρώθηκε: «όπως έτρεχα, παραπάτησα και βγήκε το πόδι μου»·
- βρίσκομαι στο πόδι, βλ. φρ. είμαι στο πόδι·
- γίγαντας με πήλινα πόδια, βλ. λ. γίγαντας·
- γίνεται βαρίδι στα πόδια μου (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. βαρίδι·
- γίνεται στο πόδι (κάτι), λέγεται για οτιδήποτε γίνεται βιαστικά και πρόχειρα: «το βρίσκεις σωστό μια τόσο σοβαρή δουλειά να γίνεται στο πόδι;»·
- γράφει με τα πόδια, είναι πολύ κακογράφος, δεν μπορείς να διαβάσεις αυτά που γράφει: «αποκλείεται να διαβάσεις αυτά που σου ’γραψε, γιατί αυτός ο άνθρωπος γράφει με τα πόδια»·
- γράφει στο πόδι, βλ. συνηθέστ. γράφει στο γόνατο, λ. γόνατο·
- γράφω στο πόδι (κάτι), βλ. συνηθέστ. γράφω στο γόνατο, λ. γόνατο·
- γύρισε το πόδι μου, το στραμπούλιξα και πιο σπάνια το έσπασα: «όπως πήγα να πηδήξω πάνω στο πεζοδρόμιο, γύρισε το πόδι μου κι έκατσα αμέσως στα πλακάκια απ’ τον πόνο που ένιωσα»·
- (δε) βάζει το πόδι του στη φωτιά, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο ποδοσφαιριστής για τον οποίο γίνεται λόγος, (δεν) παίρνει μέρος σε φάσεις που χρειάζεται δυναμική επέμβαση, (δε) διστάζει να διεκδικήσει δυναμικά την μπάλα: «είχε ένα πρόσφατο τραυματισμό στην κνήμη του, γι’ αυτό δε βάζει το πόδι του στη φωτιά»·
- δε με βαστούν τα πόδια μου, βλ. φρ. δε με κρατούν τα πόδια μου·
- δε με κρατούν τα πόδια μου, είμαι πάρα πολύ κουρασμένος, είμαι πολύ εξαντλημένος: «έχω τέτοια κούραση, που δε με κρατούν τα πόδια μου». Πρβλ.: δεν περνάει μέρα να μην πικραθώ, όλα πια τα βάρη πέσανε σε μένα και στα δυο μου πόδια πώς να κρατηθώ (Λαϊκό τραγούδι)· βλ. και φρ. δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου·
- δε μου κόβονται καλύτερα τα πόδια! ή δε μου κόβεται καλύτερα το πόδι! κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δεν έχει την παραμικρή διάθεση να πάει ή να μπει σε κάποιο χώρο που του έχουμε απαγορεύσει ή όχι: «θα πας κι εσύ στο μαγαζί του τάδε; -Δε μου κόβονται καλύτερα τα πόδια!»·
- δε μου κόβονταν καλύτερα τα πόδια! ή δε μου κοβόταν καλύτερα το πόδι! έκφραση απογοήτευσης ή μεταμέλειας για την είσοδο σε κάποιο χώρο: «πήγες μια φορά στο μαγαζί του κι έδωσες αξία σ’ αυτόν τον απατεώνα. -Δε μου κόβονταν καλύτερα τα πόδια!»·
- δείχνω τα πόδια μου, με τις πράξεις μου ή τη συμπεριφορά μου αποκαλύπτω το ποιόν μου, το χαρακτήρα μου: «περίμενε πρώτα να δείξει τα πόδια του και μετά τον μονιμοποιούμε στη δουλειά || με την πρώτη δυσκολία έδειξε τα πόδια του και τον έδιωξαν πυξ λαξ»·
- δεν έκοβα καλύτερα τα πόδια μου! ή δεν έκοβα καλύτερα το πόδι μου! έκφραση πικρά μετανιωμένου ατόμου, που δηλώνει πως δε θα ξαναπάει σε ένα τόπο, σε ένα χώρο: «πήγα στο τάδε μέρος για διακοπές, αλλά δεν έκοβα καλύτερα τα πόδια μου!»·
- δεν έχει παιχνίδια στα πόδια του, (για ποδοσφαιριστές), βλ. λ. παιχνίδι·
- δεν έχω κουράγιο να πάρω τα πόδια μου ή δεν έχω το κουράγιο να πάρω τα πόδια μου, βλ. λ. κουράγιο·
- δεν κόβω καλύτερα τα πόδια μου! ή δεν κόβω καλύτερα το πόδι μου! έκφραση ατόμου που δηλώνει απερίφραστα πως δεν πρόκειται να πάει σε ένα τόπο, σε ένα χώρο: «δεν κόβω καλύτερα τα πόδια μου, που θα πάω να ζήσω στην Αθήνα να με πνίγει όλη τη μέρα το τσιμέντο!»·
- δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του, είναι πολύ μικρό;, είναι νήπιο και δεν μπορεί να σταθεί όρθιο, να περπατήσει: «πόσο χρονώ είναι ο γιος σου; -Δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του». Πολλές φορές, συνήθως μετά το ρ. μπορεί, ακούγεται το ακόμα, ενώ της φρ. προτάσσεται το α·
- δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου, α. είμαι τόσο κουρασμένος, τόσο εξαντλημένος, που δεν μπορώ να περπατήσω: «αν δε σταματήσεις να ξεκουραστούμε λίγο, θα πέσω κάτω, γιατί δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου». β. είμαι τόσο ηλικιωμένος, που αδυνατώ να περπατήσω: «είχαν κι ένα γεροντάκι μαζί τους, που δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του»·
- δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου, α. είναι τόσο κουρασμένος, τόσο εξαντλημένος, που δεν μπορώ να στέκομαι όρθιος: «σήκω να καθίσω, γιατί είχα τόσα τρεξίματα σήμερα, που δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου». β. είμαι τόσο ηλικιωμένος, που αδυνατώ να σταθώ όρθιος: «ο παππούς μας είναι τόσο γέρος, που δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του». Πολλές φορές, συνήθως μετά το ρ. μπορώ, ακούγεται το άλλο ή το πια·
- δεν μπορώ να σύρω τα πόδια μου, βλ. συνηθέστ. δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου·
- δεν πατάει πόδι, βλ. συνηθέστ. δεν πατάει άνθρωπος, λ. άνθρωπος·
- (δεν) πατώ το πόδι μου, (δεν) πηγαίνω, (δε) συχνάζω κάπου: «είναι τόσο κακόφημο μπαράκι, που δεν πατώ το πόδι μου || ο μόνος απ’ την παρέα που πατάει το πόδι του σ’ αυτό το μπαράκι είμαι εγώ»·
- δίνω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- δίνω το ένα μου πόδι για να…, δηλώνει πολύ μεγάλη επιθυμία μου για κάτι: «δίνω το ένα μου πόδι για να πάω έστω και μια φορά μ’ αυτή τη γυναίκα»·
- δουλειά στο πόδι, βλ. λ. δουλειά·
- έβαλε ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- έβαλε τα πόδια στην πλάτη του, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια στον ώμο του·
- έβαλε τα πόδια του στον ώμο, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια του στον ώμο·
- έβαλε φτερά στα πόδια του, βλ. λ. φτερό·
- έβγαλαν καντήλες τα πόδια του, βλ. λ. καντήλα·
- είμαι με το ’να πόδι να φύγω και με τ’ άλλο πόδι να μείνω, αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα στο αν πρέπει να φύγω ή να μείνω σε ένα χώρο: «απ’ την ώρα που ήρθε αυτός ο αλήτης στη γιορτή σου, είμαι με το ’να πόδι να φύγω και με τ’ άλλο πόδι να μείνω»· 
- είμαι στο πόδι, α. είμαι όρθιος, είμαι ξυπνητός: «είμαι στο πόδι απ’ τις έξι το πρωί». β. είμαι σε έντονη ενεργοποίηση: «απ’ το πρωί όλα τα στελέχη ήταν στο πόδι για να πετύχει η υποδοχή του αρχηγού του κόμματος»·
- είμαι στο πόδι του, βλ. φρ. μένω στο πόδι του·
- είμαι στο πόδι όλη μέρα (όλη νύχτα) ή είμαι στο πόδι όλη τη μέρα (όλη τη νύχτα), δεν κάθισα καθόλου, δεν ξεκουράστηκα καθόλου λόγω υπερβολικής δουλειάς ή άλλων ασχολιών και, κατ’ επέκταση, είμαι πολύ κουρασμένος, πολύ εξαντλημένος: «σήκω να καθίσω λιγάκι, γιατί είμαι στο πόδι όλη μέρα»·
- είναι βαρίδι στα πόδια μου (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. βαρίδι·
- είναι γραμμένο με τα πόδια, το κείμενο για το οποίο γίνεται λόγος είναι γραμμένο με πολύ δυσανάγνωστα γράμματα: «δεν μπορώ να διαβάσω το σημείωμα που μου ’στειλε, γιατί είναι γραμμένο με τα πόδια»·
- είναι γραμμένο στο πόδι, βλ. φρ. είναι γραμμένο στο γόνατο·
- είναι γρήγορος στα πόδια, τρέχει πολύ γρήγορα: «όσο και να τον κυνηγάς, δεν μπορείς να τον πιάσεις, γιατί είναι γρήγορος στα πόδια»·
- είναι με τα δυο πόδια (του) στο λάκκο, βλ. φρ. είναι με τα δυο πόδια (του) στον τάφο·
- είναι με το ένα πόδι (του) στο λάκκο, βλ. φρ. είναι με το ένα πόδι (του) στον τάφο·
- είναι με τα δυο πόδια (του) στον τάφο, α. είναι υπερβολικά ηλικιωμένος: «είναι απ’ τα μυστήρια της φύσεως αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι με τα δυο πόδια του στον τάφο και ζει!». β. είναι εντελώς σίγουρο πως πεθαίνει, πεθαίνει: «ο άρρωστος είναι με τα δυο πόδια του στον τάφο κι οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια τους»·
- είναι με το ένα πόδι (του) στον τάφο, α. είναι πολύ ηλικιωμένος: «τον αφιλότιμο, είναι με το ένα πόδι του στον τάφο κι ακόμα δε λέει να πεθάνει!». β. είναι ετοιμοθάνατος: «οι γιατροί αποφάνθηκαν πως ο άρρωστος είναι με το ένα πόδι του στον τάφο»·
- είναι όλοι στο πόδι, είναι όλοι έντονα ενεργοποιημένοι: «απ’ την ώρα που μαθεύτηκε πως ο πρωθυπουργός θα επισκεφθεί την πόλη μας, είναι όλοι στο πόδι για να του ετοιμάσουν θριαμβευτική υποδοχή»·
- έκαναν καντήλες τα πόδια μου, βλ. λ. καντήλα·
- έσπασε ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- έτσι και σπάσει ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- έφαγα τα πόδια μου, κουράστηκα υπερβολικά, ιδίως από πολύωρο περπάτημα: «έφαγα τα πόδια μου, καθώς έψαχνα να σε βρω από μπαράκι σε μπαράκι»·
- έφτασαν τα πόδια στην πλάτη του, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια στον ώμο του·
- έφτασαν τα πόδια στον ώμο του, έτρεξε τόσο γρήγορα και με τόσο μεγάλες δρασκελιές, που έδινε την εντύπωση από μακριά πως τα πόδια του ακουμπούσαν στον ώμο του: «έκανε τέτοιο τρέξιμο, όταν τον κυνήγησαν οι αστυνομικοί, που έφτασαν τα πόδια στον ώμο του»·
- έφυγε η γη κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. γη·
- έχει βαρίδια στα πόδια του, βλ. λ. βαρίδι·
- έχει καλό πόδι (για ποδοσφαιριστές) έχει πολύ δυνατό και ευθύβολο σουτ: «όλα τα φάουλ τα χτυπάει ο τάδε, γιατί έχει καλό πόδι»·
- έχει κάτι πόδια σαν βάρκες, βλ. λ. βάρκα·
- έχει πόδι, (για ποδοσφαιριστές) βλ. φρ. έχει καλό πόδι·
- έχει το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, δεν κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, έχει το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο και φιλοσοφεί»·
- έχει φτερά στα πόδια του, βλ. λ. φτερό·
- έχει ωραίο πόδι, (για ποδοσφαιριστές) βλ. φρ. έχει καλό πόδι·
- ζωγραφίζει με τα πόδια, (για ποδοσφαιριστές) χειρίζεται με μεγάλη μαεστρία την μπάλα, είναι δεινός μπαλαδόρος: «ο τάδε είναι άπιαστος παίχτης κι έρχονται στιγμές που ζωγραφίζει με τα πόδια». Ίσως αναφορά στον καλλιτέχνη που, λόγω ελλείψεως των χεριών του, απόκτησε τη δυνατότητα να ζωγραφίζει με το πόδι·
- θα σου κόψω τα πόδια ή θα σου κόψω το πόδι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσω πολύ αυστηρά, πως θα τον τιμωρήσω παραδειγματικά, αν επιδιώξει να πάει ή να μπει κάπου που του το έχουμε απαγορέψει: «αν ξαναπάς σ’ αυτό το κέντρο, θα σου κόψω τα πόδια»· βλ. και φρ. θα σου σπάσω τα πόδια·
- θα σου σπάσω τα πόδια ή θα σου σπάσω το πόδι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσω αυστηρά, αν ξανακάνει κάτι που του το έχουμε απαγορέψει: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σου σπάσω τα πόδια»· βλ. και φρ. θα σου κόψω τα πόδια·
- κεντάει με τα πόδια, βλ. φρ. ζωγραφίζει με τα πόδια·
- κι ο κουτσός με τόνα πόδι, κούτσα κούτσα πάει στην πόλη, βλ. λ. κουτσός·
- κόπηκαν τα πόδια μας ή μας κόπηκαν τα πόδια, (για ποδοσφαιρικές ομάδες) δεν μπορέσαμε να αποδώσουμε σύμφωνα με τις δυνατότητές μας: «απ’ τη στιγμή που φάγαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, κόπηκαν τα πόδια μας και δεν μπορούσαμε να παίξουμε με πεσμένο το ηθικό»·
- κόπηκαν τα πόδια μου ή μου κόπηκαν τα πόδια, α. κουράστηκα υπερβολικά, εξαντλήθηκα, με εγκατέλειψαν οι δυνάμεις μου: «κόπηκαν τα πόδια μου, μέχρι να φτάσω στην κορυφή του λόφου». β. φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις είδα τον άλλον να τραβάει το μαχαίρι του, μου κόπηκαν τα πόδια». γ. αποθαρρύνθηκα: «όταν έμαθα το ποσό που έπρεπε να διαθέσω για ν’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο, μου κόπηκαν τα πόδια κι έκανα πίσω»·
- κόπηκαν τα πόδια μου απ’ το φόβο ή μου κόπηκαν τα πόδια απ’ το φόβο, φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις είδα το φορτηγό να ’ρχεται καταπάνω μου, κόπηκαν τα πόδια μου απ’ το φόβο»·
- κουλάθηκε το πόδι μου, παρέλυσε, δεν μπορώ να το ελέγξω, ιδίως ύστερα από δυνατό χτύπημα που δέχτηκε: «μου ’δωσε τόσο δυνατή κλοτσιά, που κουλάθηκε το πόδι μου»·
- κούνα τα πόδια σου! βλ. συνηθέστ. πάρε τα πόδια σου(!)·
- κουνιέται το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. συνηθέστ. τρέμει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου·
- λιώνει στα πόδια του, α. εξαντλείται καθημερινά, ιδίως από χρόνια ασθένεια, χωρίς όμως να μένει στο κρεβάτι του: «λιώνει στα πόδια του απ’ την κακιά και δε βλέπω να ’χει πολλή ζωή ακόμα». β. κουράζεται καθημερινά υπερβολικά: «λιώνει κάθε μέρα στα πόδια του για να τα φέρει βόλτα στο φτωχικό του». γ. υποφέρει αβάσταχτα από ερωτικό πόθο που δεν έχει ανταπόκριση: «λιώνει στα πόδια του ο δόλιος για πάρτη της κι αυτή ούτε που νοιάζεται»·
- λύγισαν τα πόδια μου, α. δεν μπόρεσα να αντέξω άλλο το βάρος που κουβαλούσα, και κατέρρευσα: «είχα παραφορτωθεί και κάποια στιγμή λύγισαν τα πόδια μου». β. εξουθενώθηκα στην κούραση από πολύωρη ορθοστασία και δεν μπόρεσα να μείνω άλλο όρθιος: «κάποια στιγμή λύγισαν τα πόδια μου περιμένοντάς την, γι’ αυτό πήγα και κάθισα στο παγκάκι»·
- λύθηκαν τα πόδια του, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο ποδοσφαιριστής για τον οποίο γίνεται λόγος, μετά από ένα διάστημα άρχισε να παίζει σύμφωνα με τις δυνατότητές του: «λίγη ώρα μετά την είσοδο του παίχτη στον αγωνιστικό χώρο κι έπειτα από τις πρώτες πάσες που δέχτηκε απ’ τους συμπαίχτες του, λύθηκαν τα πόδια του κι άρχισε να ζωγραφίζει μέσα στο γήπεδο»·  
- μ’ αφήνει στο πόδι του (κάποιος), με ορίζει κάποιος αντικαταστάτη του ή πληρεξούσιό του, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «κάθε φορά που λείπει τ’ αφεντικό μου απ’ τη δουλειά, μ’ αφήνει στο πόδι του»·
- με τα πόδια ή με το πόδι, πεζή, ποδαράτα, περπατώντας: «ήρθα με τα πόδια, γιατί δεν έβρισκα ταξί || έφυγε με τα πόδια». (Λαϊκό τραγούδι: μου τα παίρναν’ και γυρνούσα με τα πόδια στις Συκιές, και δεν είχα να γουστάρω στα μπουζούκια δυο πενιές
- με το που πάτησε το πόδι του, από την πρώτη στιγμή του ερχομού του, της παρουσίας του σε κάποιο χώρο: «ο νέος διοικητής, με το που πάτησε το πόδι του στο στρατόπεδο, μας πήδηξε στα καψώνια || με το που πάτησε το πόδι του ο τάδε στο μπαράκι, άρχισε τη φασαρία»·
- με χέρια και με πόδια, βλ. λ. χέρι·
- μένω στο πόδι του, είμαι αντικαταστάτης του ή πληρεξούσιός του, τον αντικαθιστώ, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «κάθε φορά που φεύγει ο διευθυντής μας στο εξωτερικό, μένω στο πόδι του»·
- μέχρι να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα το πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, λέγεται ειρωνικά για άτομο που είναι πάρα πολύ νωθρό, πάρα πολύ αργοκίνητο και, κατ’ επέκταση, που είναι τεμπέλης: «κάναμε δέκα ώρες να έρθουμε, γιατί συνόδευα τον τάδε, που, μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο || μην του αναθέσεις καμιά δουλειά, γιατί μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο και θα σου την τελειώσει το μήνα που δεν έχει Σάββατο». Συνών. μέχρι να σηκώσει το δεξί του, βρομάει τ’ αριστερό του ·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. συνηθέστ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- μην κοιτάς τα στραβά πόδια μου, κοίτα την ίσια τύχη μου, βλ. λ. τύχη·
- μπερδεύεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου, α. παρεμβάλλεται με το σώμα του και εμποδίζει την κίνησή μου: «είναι που είναι μικρό το γραφείο μας, μπερδεύεται κι αυτός ανάμεσα στα πόδια μου και δεν μπορώ να κινηθώ με άνεση». β. ανακατεύεται στις δουλειές μου, στις υποθέσεις μου και μου δημιουργεί προβλήματα: «πρέπει να κάνω κάτι μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί μπερδεύεται κάθε τόσο ανάμεσα στα πόδια μου και χάνω ένα σωρό δουλειές»·  
- μπλέκει ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου ή μπλέκεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου, βλ. συνηθέστ. μπερδεύεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου·
- να μου κοπούν τα πόδια ή να μου κοπεί το πόδι, κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δε θα ξαναπάει, δε θα ξαναπεράσει από έναν χώρο: «αν ξανάρθω εγώ στο μαγαζί σου, να μου κοπούν τα πόδια»·
- να μου ξεραθούν τα πόδια ή να μου ξεραθεί το πόδι, βλ. συνηθέστ. να μου κοπούν τα πόδια·
- να σπάσεις το πόδι σου! ανταλλάσσεται ως ευχή μεταξύ τους ηθοποιών θεάτρου λίγο πριν από την παράσταση, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως η ευχή καλή επιτυχία! τους φέρνει γρουσουζιά. Συνών. σκατά(!)·
- νιώθω τα πόδια μου βαριά σαν μολύβι, περπατώ με πολύ μεγάλη δυσκολία, γιατί είμαι πολύ κουρασμένος: «όλη τη μέρα, σήμερα, έτρεχα μέσα στους δρόμους για διάφορες δουλειές και τώρα νιώθω τα πόδια μου βαριά σαν μολύβι»·
- ξένο πόδι, δηλώνει το άγνωστο άτομο, τον άγνωστο άνθρωπο: «στο σπίτι του δεν πατάει ποτέ ξένο πόδι»·
- ξεράθηκε το πόδι μου, δεν το νιώθω, αναισθητοποιήθηκε, ιδίως ύστερα από ισχυρό χτύπημα που δέχτηκε: «μου ’ρθε μια πετριά στο γόνατο και ξεράθηκε το πόδι μου»·
- ξεροσταλιάζω στα πόδια μου, παραμένω για πολλή ώρα όρθιος σε ένα μέρος: «ξεροστάλιασα στα πόδια μου να σε περιμένω»·
- ξεσηκώνω τον κόσμο στο πόδι, βλ. λ. κόσμος·
- οικονομία με πήλινα πόδια, βλ. λ. οικονομία·
- όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια, βλ. λ. μυαλό·
- όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του, όποιος μπλέκει σε βρόμικες, σε ύποπτες υποθέσεις υφίσταται και τις δυσάρεστες συνέπειες: «να μην έμπλεκες μ’ αυτούς τους αλήτες για να μη σε κυνηγούσε η αστυνομία, γιατί όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του». Συνών. όποιος ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες / όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια / όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του / όποιος πάει στο βάλτο να κυνηγήσει, θα γελαστεί·
- όσο πατάει το πόδι της μύγας, βλ. συνηθέστ. όσο πατάει η γάτα, λ. γάτα·
- πάγωσαν τα πόδια μου, βλ. φρ. πάγωσα απ’ το φόβο μου, λ. φόβος·
- πάγωσαν τα πόδια μου απ’ το φόβο, βλ. φρ. κόπηκαν τα πόδια μου απ’ το φόβο·
- παίρνω πόδι, α. με διώχνουν από τη θέση εργασίας που κατέχω σε μια δουλειά, σε μια επιχείρηση, με διώχνουν από την υπηρεσία μου: «ήθελαν να κάνουν περικοπές στα έξοδα και πήρα πόδι μαζί με μερικούς άλλους». β. (για δημόσιους υπαλλήλους) παίρνω δυσμενή μετάθεση: «μόλις ανέλαβε η νέα κυβέρνηση, όσοι ήταν υποστηρικτές της προηγούμενης, πήραν πόδι σε διάφορες απομακρυσμένες περιοχές». γ. με διώχνει ο ερωτικός μου σύντροφος: «βρήκε κάποιον λεφτά και πήρα πόδι»·
- παίρνω τα πόδια μου, περπατώ, προχωρώ, ιδίως αποχωρώ από κάπου: «παιδιά, εγώ παίρνω τα πόδια μου για το σπίτι, γιατί με περιμένουν οι δικοί μου»·
- πάρε τα πόδια σου! α. περπάτα πιο γρήγορα, τάχυνε το βήμα σου, βιάσου: «άντε, πάρε τα πόδια σου, γιατί, όπως πάμε, δε φτάνουμε ούτε αύριο!». β. μάζεψε τα πόδια σου, συμμαζέψου, μην κάθεσαι απλωτά: «πάρε τα πόδια σου να περάσω»·
- πατώ με τα δυο πόδια μου στη γη, βλ. λ. γη·
- πατώ πόδι, α. απαιτώ κάτι έντονα, ζητώ άφοβα το δίκιο μου, επιμένω στην αξίωσή μου: «πρέπει να πατήσεις πόδι για να πάρεις αυτά που σου ανήκουν». β. επιβάλλω δυναμικά τη γνώμη μου, τη θέλησή μου: «οι εργάτες πάτησαν πόδι με τις απεργίες τους κι αντικατέστησαν τον εργοδηγό τους». γ. έθιμο κατά την τελετή του γάμου, σύμφωνα με το οποίο, όποιος από τους δύο νεόνυμφους προλάβει να πατήσει το πόδι του άλλου, όταν ακούγεται το ἡ δέ γυνή ἵνα φοβῆται τόν ἄντρα, αυτός θα έχει τον πρώτο λόγο στην οικογένεια: «πρόσεξε μη σου πατήσει πόδι η νύφη και ξεφτιλιστείς μέσα στην εκκλησία!»·
- πατώ στα δάχτυλα των ποδιών μου, βλ. λ. δάχτυλο·
- πατώ στα νύχια των ποδιών μου, βλ. λ. νύχι·
- πατώ σταθερά στα πόδια μου, δεν έχω την ανάγκη βοήθειας κανενός, γιατί μπορώ και στηρίζομαι στις δικές μου δυνάμεις: «από μικρός έχω μάθει να πατώ σταθερά στα πόδια μου και δεν είμαι σε κανέναν υποχρεωμένος»·
- πατώ στις μύτες των ποδιών μου, βλ. λ. μύτη·
- πατώ το πόδι μου, πηγαίνω σε ένα μέρος, κάνω την εμφάνισή μου κάπου: «μόλις πάτησε το πόδι του στο μπαράκι, άρχισαν οι φασαρίες || δε θέλω ξανά να πατήσεις το πόδι σου στο μαγαζί μου». (Λαϊκό τραγούδι: όπου πατώ το πόδι μου και ρίχνω τη ματιά μου, μεγάλος ντόρος γίνεται γύρω από τ’ όνομά μου
- περπατώ στα δάχτυλα των ποδιών μου, βλ. λ. δάχτυλο·
- περπατώ στα νύχια των ποδιών μου, βλ. λ. νύχι·
- περπατώ στις μύτες των ποδιών μου, βλ. λ. μύτη·
- πέφτω στα πόδια του, τον εκλιπαρώ, τον ικετεύω για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «μόλις πληροφορήθηκε πως ήθελε να τον απολύσει, έπεσε στα πόδια του, μήπως και του αλλάξει γνώμη»·
- πήρε τα πόδια στον ώμο του, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια στον ώμο του·
- πιάστηκαν τα πόδια μου ή μου πιάστηκαν τα πόδια, βλ. φρ. κόπηκαν τα πόδια μου·
- πιάστηκε το πόδι μου, α. μούδιασε ή έπαθε αγκύλωση: «καθόμουν μια ώρα σταυροπόδι και πιάστηκε το πόδι μου»·
- πιάστηκε το πόδι μου (κάπου), συνάντησε κάποιο εμπόδιο, μπερδεύτηκε ή αιχμαλωτίστηκε κάπου: «όπως πήγα να σκαρφαλώσω στο φράχτη, πιάστηκε το πόδι μου σε κάτι σύρματα»·
- πίνω στο πόδι, πίνω βιαστικά: «ήπιε στο πόδι ένα σφηνάκι κι έφυγε»·
- πριονίζω τα πόδια (κάποιου), υπονομεύω, φθείρω, αποδυναμώνω κάποιον αργά και μεθοδικά, μέχρι να καταρρεύσει: «από μπροστά του ’κανε το φίλο, αλλά μυστικά και ύπουλα του πριόνιζε τα πόδια για να του φάει τη θέση»·
- προσπαθεί να σταθεί στα πόδια μου, αγωνίζεται να ξεπεράσει μια δύσκολη κατάσταση στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις, αγωνίζεται ύστερα από κάποια οικονομική ή ψυχική καταστροφή να ανασυγκροτήσει τον διαλυμένο του εαυτό: «προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του ύστερα απ’ τη χρεοκοπία του || του στοίχισε πολύ η απιστία της γυναίκας του, αλλά η ζωή συνεχίζεται και προσπαθεί να στηθεί στα πόδια του». Συνήθως μετά το πρώτο ρ. της φρ. και πιο αραιά το δεύτερο ακολουθεί το πάλι·
- ρέβει στα πόδια του, βλ. φρ. λιώνει στα πόδια του·
- ρίχνομαι στα πόδια του, βλ. συνηθέστ. πέφτω στα πόδια του·
- σέρνομαι στα πόδια του, βλ. συνηθέστ. πέφτω στα πόδια του·
- σέρνω τα πόδια μου, περπατώ με μεγάλη δυσκολία είτε λόγω υπερβολικής κούρασης είτε λόγω γηρατειών: «φεύγω απ’ το πρωί για τη δουλειά κι όταν γυρίζω αργά το βράδυ στο σπίτι, σέρνω τα πόδια μου || είναι τόσο ηλικιωμένος, που, όταν περπατάει, σέρνει τα πόδια του»·
- σηκώθηκαν όλοι στο πόδι, α. αναστατώθηκαν όλοι από φόβο ή εξεγέρθηκαν από αγανάκτηση: «μόλις έμαθαν πως οι τρομοκράτες θα χτυπούσαν κάπου στη γειτονιά τους, σηκώθηκαν όλοι στο πόδι || είχε το ραδιοφωνάκι του μεσάνυχτα στη διαπασών και σηκώθηκαν όλοι στο πόδι». β. ενεργοποιήθηκαν όλοι έντονα: «σηκώθηκαν όλοι στο πόδι μέσα στην πόλη μας για την υποδοχή του πρωθυπουργού»·
- σηκωθήκανε τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι, α. λέγεται ειρωνικά για κάποιον αδύναμο σωματικά ή οικονομικά που επιχειρεί να εναντιωθεί σε κάποιον ισχυρότερο ή ανώτερό του. β. λέγεται ειρωνικά για κάποιον που, ενώ έχει άδικο, επιχειρεί με φωνές ή άλλο δυναμικό τρόπο να μας πείσει για το αντίθετο, ή για κάποιον που θέλει να φανεί πιο έξυπνος από εμάς, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Συνών. σηκωθήκανε τ’ αγγουράκια να γαμήσουν το μανάβη / σηκωθήκανε τα κολοκυθάκια να χτυπήσουν το μανάβη / σηκωθήκανε τα λάχανα να χτυπήσουν το μανάβη·
- σηκώνει τα πόδια της, (για γυναίκες) δέχεται με ευκολία να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «έναν καφέ να την κεράσεις, σηκώνει αμέσως τα πόδια της». Από την εικόνα της γυναίκας που σηκώνει τα πόδια της κατά τη σεξουαλική πράξη για την ευκολότερη και καθολική είσοδο του πέους στον κόλπο της· βλ. και φρ. ανοίγει τα πόδια της·
- σηκώνω όλους στο πόδι, δημιουργώ μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη φασαρία, που κάνω όλους να ανησυχήσουν ή να διαμαρτυρηθούν: «κάθε βράδυ γυρνούσε μεθυσμένος στο σπίτι του και με τις φωνές του σήκωνε όλους στο πόδι μέσα στην πολυκατοικία»·
- σηκώνω τη γειτονιά στο πόδι ή σηκώνω στο πόδι τη γειτονιά, βλ. λ. γειτονιά·
- σηκώνω τον κόσμο στο πόδι ή σηκώνω στο πόδι τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- σκουπίζω στα πόδια του, πρόληψη, σύμφωνα με την οποία, όταν σκουπίζουν μπροστά στα πόδια κάποιου, δε θα παντρευτεί: «καλέ, μη σκουπίζεις στα πόδια του, κι είναι αρραβωνιασμένο το παλικάρι!»·
- σκουπίζω τα πόδια μου στο χαλάκι, βλ. λ. χαλάκι·
- στέκομαι στα πόδια μου, αντιμετωπίζω μια δύσκολη κατάσταση με θάρρος και αντοχή, καταφέρνω σε μια δύσκολη στιγμή να στηριχθώ με επιτυχία στις δικές μου δυνάμεις: «παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισα μετά τη χρεοκοπία μου, δε γονάτισα και στάθηκα στα πόδια μου». (Λαϊκό τραγούδι: παραιτήθηκα, στα πόδια να σταθώ δε φοβήθηκα, καλύτερη δουλειά θα βρω, τ’ ορκίστηκα, παραιτήθηκα
- στέκομαι στο πόδι του, βλ. φρ. μένω στο πόδι του·
- στήθηκε στα πόδια του, α. ανέλαβε τις δυνάμεις του, ιδίως μετά από αρρώστια: «μόλις βγήκε απ’ το νοσοκομείο, τον άρχισε η γυναίκα του στις κοτόσουπες και στις κρεατόσουπες και μέσα σε λίγο καιρό στήθηκε στα πόδια του». β. ξεπέρασε κάποια σοβαρή δυσκολία που είχε, ορθοπόδησε: «στην αρχή κανείς δεν πίστευε πως θα ξεπεράσει το θάνατο της γυναίκας του, αλλά με τον καιρό στήθηκε πάλι στα πόδια του || μπορεί να έπεσε έξω στις δουλειές του, όμως βρήκε τρόπο και στήθηκε πάλι στα πόδια του». γ. προέβαλε αντίσταση, αντιστάθηκε σθεναρά: «στην αρχή δείλιασε να του αντιμιλήσει, αλλά κάποια στιγμή στήθηκε στα πόδια του και του τα ’πε απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη»·
- στηρίζομαι στα πόδια μου, έχω εμπιστοσύνη, αγωνίζομαι αποκλειστικά με τις δικές μου δυνάμεις: «δε συνεταιρίζεται με κανένα, γιατί έχει μάθει να στηρίζεται στα πόδια του»·
- στο πόδι! προσταγή για ετοιμότητα αναχώρησης: «μετά από λίγη ώρα ανάπαυλας ακούστηκε η φωνή του λοχαγού μας: στο πόδι!»·
- στο πόδι, στα όρθια, βιαστικά και πρόχειρα: «συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο και τα ’παμε στο πόδι»·
- στυλώνομαι στα πόδια μου, δυναμώνω, τονώνομαι οικονομικά ή σωματικά, αναλαμβάνω οικονομικά ή σωματικά: «βρισκόμουν σε οικονομικό αδιέξοδο, αλλά με τα λεφτά που μου ’δωσε ο φίλος μου, στυλώθηκα στα πόδια μου και συνέχισα τη δουλειά || μετά την εγχείρηση το ’ριξα στο φαγητό και σε λίγο καιρό στυλώθηκα πάλι στα πόδια μου»·
- στυλώνω τα πόδια μου, πεισμώνω πολύ, μένω αμετακίνητος στη γνώμη μου, στην άποψή μου, υποστηρίζω τα επιχειρήματά μου, ακόμη και αν αυτά δεν είναι σωστά: «αν τύχει και στυλώσει τα πόδια του, δεν αλλάζει γνώμη με τίποτα». Από την εικόνα πολλών ζώων, ιδίως του γαϊδάρου ή του αλόγου, που, όταν πεισμώσουν, στυλώνουν μπροστά τα δυο τους πόδια και δε λένε να περπατήσουν·
- σωριάστηκε στα πόδια του, κατέρρευσε, έχασε τις αισθήσεις του: «μόλις του είπαν πως χτύπησε το γιο του αυτοκίνητο, σωριάστηκε στα πόδια του»·
- τα θέλει όλα στα πόδια του ή όλα στα πόδια του τα θέλει, είναι τόσο απαιτητικός ή καλομαθημένος ή τόσο τεμπέλης, που τα θέλει όλα έτοιμα, χωρίς αυτός να κοπιάσει καθόλου: «τον κακόμαθαν το μοναχογιό τους και τα θέλει όλα στα πόδια του || αυτός, αγόρι μου, δεν είναι για δουλειά, γιατί όλα στα πόδια του τα θέλει»·
- τα πόδια του χτυπούν στ’ αφτιά του ή τα πόδια του χτυπούν στην πλάτη του ή τα πόδια του χτυπούν στις πλάτες του ή τα πόδια του χτυπούν στο κεφάλι του, βλ. συνηθέστ. οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του, βλ. λ. φτέρνα·
- τα ’χει όλα στα πόδια του, είναι τόσο απαιτητικός ή καλομαθημένος, που του ετοιμάζουν τα πάντα, χωρίς αυτός να κοπιάσει καθόλου: «του έχουν τόσο μεγάλη αδυναμία οι γονείς του, που τα ’χει όλα στα πόδια του»·
- τα χρυσά πόδια, (για ποδοσφαιριστές) χαρακτηρισμός των ποδιών ποδοσφαιριστή που πετυχαίνει πολλά γκολ: «είναι ο πιο αγαπημένος παίχτης της ομάδας, γιατί με τα χρυσά του πόδια ανέβασε την ομάδα μας στον πίνακα της βαθμολογίας»·     
- τη βγάζω στο πόδι, στέκομαι όρθιος, ιδίως για μεγάλο χρονικό διάστημα: «είναι τέτοιο το πόστο που έχω στη δουλειά μου, που για μεγάλο χρονικό διάστημα τη βγάζω στο πόδι»·
- την έβγαλα στο πόδι, (για αρρώστιες) βλ. φρ. την πέρασα στο πόδι·
- την πέρασα στο πόδι, (για αρρώστιες) γιατρεύτηκα χωρίς να μείνω στο κρεβάτι: «πριν από καιρό είχα μια γερή γρίπη, αλλά την πέρασα στο πόδι»·
- της ανοίγω τα πόδια, (για γυναίκες) της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «αφού την είχε ολόκληρη βραδιά στην γκαρσονιέρα του, σίγουρα της άνοιξε τα πόδια»·
- της (του) δίνω πόδι, διαλύω τον ερωτικό μου δεσμό, διώχνω το ερωτικό μου ταίρι: «μόλις αρχίζει να του μιλάει για γάμο η γυναίκα που συνδέεται μαζί του, της δίνει πόδι»·
- το βάζω στα πόδια, φεύγω τρέχοντας από φόβο ή επειδή με καταδιώκουν, τρέπομαι σε φυγή: «μόλις έβγαλε ο άλλος το μαχαίρι του, το ’βαλα στα πόδια || μόλις τους είδα να τρέχουν προς το μέρος μου, το ’βαλα στα πόδια». (Τραγούδι: τώρα κατάλαβα τα λόγια, τώρα κατάλαβα γιατί, γιατί το έβαλα στα πόδια, γιατί δεν ήρθα στη γιορτή
- το καλό το πόδι ή το καλό πόδι, (για ποδοσφαιριστές) το πόδι εκείνο που χρησιμοποιεί με επιτυχία για να σημειώσει γκολ (δηλ., αν είναι δεξιός, το δεξί του πόδι, αν είναι αριστερός, το αριστερό του): «ο παίχτης έφερε την μπάλα στο καλό πόδι και σουτάρισε με δύναμη προς την αντίπαλη εστία»·
- το κόβω με τα πόδια ή το κόβω με το πόδι, διανύω μια απόσταση με τα πόδια, πεζοπορώ: «επειδή δεν μπορούσα να βρω ταξί, το ’κοψα με τα πόδια για το σπίτι»·
- τον αφήνω στο πόδι μου, τον αφήνω αντικαταστάτη μου ή πληρεξούσιό μου: «επειδή έλειψα δυο βδομάδες απ’ τη δουλειά μου, τον άφησα στο πόδι μου να επιβλέπει τους εργάτες»·
- τον βάζω στο πόδι μου, βλ. φρ. τον αφήνω στο πόδι μου·
- τον βρίσκω συνέχεια μπροστά στα πόδια μου, τον συναντώ συνέχεια μπροστά μου, ιδίως ως εμπόδιο: «τι κακό μ’ αυτόν τον άνθρωπο! Όπου κι αν πάω, τον βρίσκω συνέχεια μπροστά στα πόδια μου και καθυστερώ να τελειώσω τη δουλειά μου»·
- τον έστησα στα πόδια του, τον σήκωσα όρθιο και τον υποχρέωσα να πατήσει στα πόδια του: «επειδή ο γιατρός μας συνέστησε πως ο άρρωστος πρέπει να περπατάει, τον σήκωσα απ’ το κρεβάτι του και τον έστησα στα πόδια του»·
- τον έχω ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου, βλ. φρ. μπερδεύεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου·
- τον έχω στο ένα πόδι, τον ελέγχω απόλυτα, τον έχω υποχείριό μου: «αγαπάει τόσο πολύ τη γυναίκα του, που τον έχει στο ένα πόδι». Συνών. τον έχω σούζα·
- τον έχω στο πόδι, τον έχω σε διαρκή ετοιμότητα: «μόλις του πεις τ’ όνομά μου, θα σ’ εξυπηρετήσει αμέσως, γιατί του μίλησα για σένα και τον έχω στο πόδι»·
- του βάζω τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι, α. τον φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση, τον αναγκάζω να υποκύψει, να γίνει πειθήνιος ή ακίνδυνος: «ήταν ο πιο τσαμπουκάς της παρέας μας, αλλά, μόλις ήρθε ο τάδε, του ’βαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι και τον έκανε αρνάκι». β. αναγκάζω, υποχρεώνω κάποιον να ενεργοποιηθεί έντονα, κάτι που δεν έκανε προηγουμένως: «όσο ήταν ο παλιός διευθυντής, το εργοστάσιο ήταν μπάτε σκύλοι αλέστε, μόλις ήρθε όμως ο καινούριος, τους έβαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι»·
- του βάζω το πόδι στο γύψο, του περιορίζω την ελεύθερη διακίνησή του και, κατ’ επέκταση, τον καταπιέζω, ιδίως για να τον σωφρονίσω: «είναι άνθρωπος που κανείς δεν μπορεί να του βάλει το πόδι του στο γύψο». Η έκφραση άρχισε να χρησιμοποιείται μετά την επιβολή της δικτατορίας του 1967 και η πατρότητά της ανήκει στο δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλο·
- του δίνω πόδι, τον διώχνω από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «όποιος απ’ τους υπαλλήλους του κάνει κοπάνα, του δίνει αμέσως πόδι»·
- του κόβω τα πόδια, τον εμποδίζω, ιδίως τον αποθαρρύνω να πραγματοποιήσει κάτι: «ήθελε ν’ ανοίξει τη δουλειά του και στο χώρο των ηλεκτρονικών, αλλά του ’κοψα τα πόδια, γιατί υπάρχει κρίση»·
- του πήρε τα πόδια, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πάνω στην προσπάθειά του να αποσπάσει την μπάλα από τον αντίπαλο παίχτη, τον κλότσησε στα πόδια και τον σώριασε κάτω: «μόλις ο επιθετικός τον προσπέρασε, ο αντίπαλος αμυντικός του πήρε τα πόδια»·
- τραβώ το χαλί κάτω απ’ τα πόδια του, βλ. λ. χαλί·
- τρέμει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- τρέμουν τα πόδια μου, α. δεν μπορώ να μείνω άλλο όρθιος ή νηστικός, γιατί εξουθενώθηκα από την κούραση, την πολύωρη ορθοστασία ή την πείνα: «μόλις ένιωσα να τρέμουν τα πόδια μου, βρήκα μια θέση και θρονιάστηκα του καλού καιρού || δώσε μου να βάλω κάτι στο στόμα μου, γιατί τρέμουν τα πόδια μου». β. νιώθω μεγάλο φόβο ή τρόμο: «μόλις αγρίεψε ο άλλος και κινήθηκε εναντίον μου, άρχισαν να τρέμουν τα πόδια μου»·
- τρίζει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- τρώω στο πόδι, τρώω βιαστικά και πρόχειρα: «όταν έχω πολλή δουλειά τρώω στο πόδι, γιατί δεν προλαβαίνω να πάω στο εστιατόριο»·
- υπογράφω και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. χέρι·
- υποχωρεί το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- φεύγει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- φιλώ πόδια, ταπεινώνομαι για να πετύχω κάτι: «φίλησε πόδια προκειμένου να βάλει το γιο του στο δημόσιο»·
- χάνω το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου , βλ. λ. έδαφος·
- χέστηκ’ ο Πολύδωρος που ’ταν στα πόδια γρήγορος, βλ. φρ. χέστηκ’ η Φατμέ στο Γενί τζαμί, βλ. λ. τζαμί·
- ώσπου να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. συνηθέστ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο.

πουθενά

πουθενά, επίρρ. [<αρχ. πόθεν· κατ’ άλλους από το πούθε <πόθεν, κατά τα εδωνά, εκεινά]. 1. σε κανένα μέρος, καθόλου: «έψαξα παντού, αλλά δεν το βρήκα πουθενά || μη σταματάς πουθενά». 2. (αόριστα) σε κάποιο μέρος, σε κάποιον τόπο, κάπου: «αν σε βρω πουθενά, θα σε σπάσω στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: θα κάνω ντου βρε πονηρή στα στέκια που αράζεις κι αν σε τρακάρω πουθενά μ’ αυτόν τον άνθρωπο ξανά, στο λέω δεν τη βγάζεις). 3. σε ερωτηματ. τύπο, κάπου, σε κάποιο μέρος: «είδες πουθενά τον αναπτήρα μου;»·
- δε βγάζει πουθενά, α. (για δρόμους) είναι αδιέξοδο: «αυτός ο δρόμος δε βγάζει πουθενά, γιατί λίγο πιο κάτω υπάρχει ο τοίχος μιας αυλής». β. (για ενέργειες) δε φτάνει σε κανένα θετικό αποτέλεσμα: «οι κόντρες και τα μαλώματα δε βγάζουν πουθενά»·
- δε με χωράει πουθενά, βρίσκομαι σε τόσο έντονη ψυχική αναστάτωση, που δεν μπορώ να μείνω για πολύ στο ίδιο μέρος: «όταν αργούν το βράδυ να επιστρέψουν τα παιδιά μου στο σπίτι, δε με χωράει πουθενά». (Λαϊκό τραγούδι: παίρνω το δρόμο, δε σταματώ, δε με χωράει πια πουθενά, στο ταβερνάκι για να καθίσω, και η καρέκλα ζητάει λεφτά
- δεν οδηγεί πουθενά, βλ. φρ. δε βγάζει πουθενά·
- δεν πάω πουθενά, αρνούμαι να φύγω από το μέρος που βρίσκομαι, αρνούμαι να πάω κάπου: «αν δεν έρθει κι ο τάδε μαζί μου, δεν πάω πουθενά». (Λαϊκό τραγούδι: δεν πάω πουθενά, πουθενά, εδώ θα μείνω
- δεν πιάνεται από πουθενά, είναι ικανότατος, πανέξυπνος, έχει απεριόριστες γνώσεις και ικανότητες, είναι πάρα πολύ διαβασμένος, πάρα πολύ μορφωμένος: «δεν πιάνεται από πουθενά αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι πάνσοφος»· βλ. και φρ. δεν πιάνεται με τίποτα, λ. τίποτα·
- δεν πιστεύει πουθενά, είναι άθεος και, κατ’ επέκταση, είναι άτομο από το οποίο μπορεί κανείς να πάθει κάθε κακό: «όταν ένας άνθρωπος δεν πιστεύει πουθενά, δεν έχει την παραμικρή αναστολή για οποιοδήποτε κακό»·
- μην το πεις πουθενά, βλ. φρ. μην το πεις ούτε στον παπά, λ. παπάς·
- πάω στο πουθενά, α. πεθαίνω: «κάποια μέρα όλοι θα πάμε στο πουθενά». Από την πεποίθηση πολλών ανθρώπων πως δεν υπάρχει ζωή μετά θάνατον. β. έχω χάσει τον προσανατολισμό μου και δεν ξέρω προς τα πού πηγαίνω: «για πες μου σε παρακαλώ πού βρίσκομαι, γιατί έχω χάσει το δρόμο μου κι εδώ και ώρα πάω στο πουθενά»·
- στην άκρη του πουθενά, βλ. λ. άκρη.

προσωπείο

προσωπείο, το, ουσ. [<μτγν. προσωπεῖον], το προσωπείο. 1. η μάσκα: «με το προσωπείο που φορούσε, δεν μπορούσε κανένας μας να τον αναγνωρίσει». 2. υποκριτική συμπεριφορά ή στάση που προβάλλουμε για να καλύψουμε τις πραγματικές μας προθέσεις, ιδίως για να εξαπατήσουμε κάποιον ή κάποιους: «με το προσωπείο της γοητείας που διαθέτει, ξεγέλασε πολλές γυναίκες». (Λαϊκό τραγούδι: κατηγορώ την προστυχιά και την πλεονεξία, το προσωπείο της ψευτιάς τη μαύρη δυστυχία
- αφαιρώ το προσωπείο, βλ. φρ. πετώ το προσωπείο·
- βγάζω το προσωπείο, βλ. φρ. πετώ το προσωπείο·
- έπεσε το προσωπείο του, αποκαλύφθηκε ποιος πραγματικά ήταν, ξεμπροστιάστηκε: «μας έκανε τον καλό και τον τίμιο, αλλά, μόλις έπεσε το προσωπείο του, τότε καταλάβαμε τι κουμάσι ήταν!»·
- πετώ το προσωπείο, αφήνω την υποκριτική στάση που κρατούσα και παρουσιάζω τον πραγματικό μου εαυτό, αποκαλύπτω τις πραγματικές μου προθέσεις: «στην αρχή καθόμουν σαν άκακο αρνάκι και τους άκουγα χωρίς ν’ αντιδρώ, αλλά μόλις πέταξα το προσωπείο κι απαίτησα δυναμικά το δίκιο μου, έκατσαν όλοι στ’ αβγά τους»·
- ρίχνω το προσωπείο, βλ. φρ. πετώ το προσωπείο·
- του αφαιρώ το προσωπείο, αποκαλύπτω την υποκριτική του στάση, αποκαλύπτω ποιος πραγματικά είναι, τον ξεμπροστιάζω: «μας παρουσιαζόταν συνέχεια για καλός και τίμιος και μόνο όταν του αφαίρεσα το προσωπείο, κατάλαβαν όλοι τι παλιάνθρωπος ήταν!»·
- του βγάζω το προσωπείο, βλ. φρ. του αφαιρώ το προσωπείο.

ράφτης

ράφτης, ο, πλ. ράφτες κ. ράφτηδες κ. ραφτάδες, οι, ουσ. [<μσν. ράφτης <μτγν. ράπτης], ο ράφτης·
- ο ράφτης, όταν κόβει την τσόχα, τη δική του βγάζει πρώτα, ο καθένας αρχίζει τις ενέργειές του, έχοντας ως γνώμονα το προσωπικό του συμφέρον: «μην πιστεύεις που σου λέει πως ενδιαφέρεται μόνο για το δικό σου καλό, γιατί ο ράφτης, όταν κόβει την τσόχα, τη δική του βγάζει πρώτα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. Συνών. ο παπάς πρώτα τα γένια του ευλογάει.

ρετσινιά

ρετσινιά, η, ουσ. [<ρετσίνι + κατάλ. -ιά], δυσφήμιση που δεν μπορεί εύκολα να απαλειφθεί: «αφού έχεις τη ρετσινιά του καταχραστή, κάνουν πάρα πολύ καλά που κανείς δε θέλει να σε πάρει στη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: πενικιλίνες, αφροδίσια και χάπια και φαρμακεία τυραννάνε τη ζωή της, μα η ρετσινιά που φέρνει τ’ όνομά της θα μείνει πάντα αγιάτρευτη πληγή της).Από το ότι η ρετσινιάήταν παλιότερα δερμάτινο έμπλαστρο αλειμμένο με ρητίνη, που, όταν κολλούσε στο σώμα, δεν ξεκολλούσε εύκολα, αλλά και όταν ξεκολλούσε, άφηνε σημάδι στο μέρος εκείνο που ήταν κολλημένο·
- μου βγαίνει η ρετσινιά, μου προσάπτουν μια κακιά ιδιότητα ή έξη, με δυσφημούν: «όποιος μου ’βγαλε τη ρετσινιά πως είμαι πρεζάκιας, θα τον σακατέψω στο ξύλο»·
- μου μένει η ρετσινιά, δεν μπορώ να εξαλείψω κάποια δυσφήμιση που μου έγινε: «μου ’μεινε η ρετσινιά του καταχραστή και δεν μπορώ να πιάσω πουθενά δουλειά»·
- του βγάζω τη ρετσινιά, βλ. συνηθέστ. του κολλώ τη ρετσινιά·
- του κολλώ τη ρετσινιά, του προσάπτω μια κακιά ιδιότητα ή έξη, τον δυσφημώ: «απ’ τη μέρα που του κόλλησαν τη ρετσινιά του πρεζάκια, δε θέλει κανένας απ’ την παρέα του να του κάνει συντροφιά».

ρούχο

ρούχο, το, ουσ. [<μσν. ροῦχον <σλαβ. ruho], το ρούχο. 1. στον πλ. τα ρούχα, το σύνολο των ενδυμάτων που συνθέτουν και ολοκληρώνουν την εξωτερική μας εμφάνιση: «μόλις βγω απ’ το μπάνιο, θέλω να ’χεις έτοιμα τα ρούχα μου, γιατί βιάζομαι να φύγω». 2. τα κλινοσκεπάσματα, τα στρωσίδια: «τα ρούχα στο κρεβάτι ήταν άνω κάτω». Υποκορ. ρουχάκι, το κ. ρουχαλάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 44 φρ.)·
- αλλάζω ρούχα, βγάζω τα λερωμένα ή τα καθημερινά μου ρούχα και φορώ καθαρά ή επίσημα: «μόλις γύρισε απ’ τη δουλειά του, άλλαξε ρούχα και πήγε στο μπαράκι να βρει τους φίλους του || μόλις γύρισε απ’ το γραφείο του, άλλαξε ρούχα και πήγε στη δεξίωση»·
- άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε τα ρούχα (του) αλλιώς, λέγεται ειρωνικά για την επιφανειακή μόνο αλλαγή των πραγμάτων: «τώρα που ανέλαβε η νέα κυβέρνηση, να δεις που θα πάνε καλύτερα τα πράγματα. -Εμένα μου λες! Άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς»·
- άνετο ρούχο, που δεν είναι στενό, που είναι αεράτο, μπόλικο και οπωσδήποτε όχι επίσημο: «ρίξε πάνω σου ένα άνετο ρούχο κι έλα»·
- άνθρωπος του φύλα τα ρούχα σου, βλ. λ. άνθρωπος·
- βάζω τα ρούχα μου, ντύνομαι: «περίμενε μια στιγμή να βάλω τα ρούχα μου κι έρχομαι»·
- βαριά ρούχα, αυτά που φοριούνται το χειμώνα, τα χειμωνιάτικα ρούχα: «κάθε χειμώνα φορώ βαριά ρούχα, γιατί στα μέρη μας κάνει πολύ κρύο»·
- βγάζω τα ρούχα μου, ξεντύνομαι: «μόλις επέστρεψε στο σπίτι, έβγαλε τα ρούχα του και μπήκε στο μπάνιο»·
- βγαίνω απ’ τα ρούχα μου, νευριάζω πάρα πολύ και αντιδρώ έντονα: «όταν ακούω να λένε βλακείες, βγαίνω απ’ τα ρούχα μου και τους βάζω αμέσως στη θέση τους». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το έξω·
- γλυκός ο ύπνος το πρωί, παλιά τα ρούχα τη Λαμπρή, βλ. λ. ύπνος·
- δαγκάνω τα ρούχα μου, βλ. συνηθέστ. έχω τα ρούχα μου·
- δεν έχει ρούχο να φορέσει, βλ. φρ. δεν έχει ένα ρούχο να ρίξει απάνω του·
- δεν έχει ένα ρούχο να ρίξει απάνω του, είναι πάμφτωχος: «εδώ δεν έχει ένα ρούχο να ρίξει απάνω του κι ονειρεύεται τη μεγάλη ζωή ο ερίφης!»·
- δεν μπαίνει στα ρούχα του, πάχυνε πάρα πολύ: «ξεσκίστηκε όλο το καλοκαίρι στο φαγητό και στον ύπνο και τώρα δεν μπαίνει στα ρούχα του»·
- είναι (για) να φυλάς τα ρούχα σου, είναι συστηματικός κλέφτης, είναι μεγάλος απατεώνας: «πρόσεξε μην μπλέξεις μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι για να φυλάς τα ρούχα σου»·
- είναι κάτω απ’ τα ρούχα, είναι άρρωστος, είναι κλινήρης: «κρυολόγησε στην εκδρομή που έκαναν το Σαββατοκύριακο, και τώρα είναι κάτω απ’ τα ρούχα». Συνών. έπεσε στα ρούχα·
- είναι στα ρούχα, βλ. φρ. είναι κάτω απ’ τα ρούχα·
- ελαφρά ρούχα, αυτά που φοριούνται το καλοκαίρι, τα καλοκαιρινά ρούχα: «πότε θα ’ρθει το καλοκαίρι να φορέσουμε ελαφρά ρούχα!»·  
- έλιωσα τα ρούχα μου, τα έφθειρα, τα πάλιωσα: «έλιωσα τα ρούχα μου απ’ το να φοράω πάντα τα ίδια»·
- έπεσε στα ρούχα, είναι άρρωστος και μένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι του: «κρυολόγησε στην εκδρομή που πήγε με τους φίλους του και, μόλις επέστρεψε στο σπίτι, έπεσε στα ρούχα». Συνών. είναι κάτω απ’ τα ρούχα·
- έχει τα ρούχα της, (για γυναίκες) έχει περίοδο, έχει τα έμμηνά της: «η γυναίκα μου δε θα ’ρθει για μπάνιο στη θάλασσα, γιατί έχει τα ρούχα της»· βλ. και φρ. έχω τα ρούχα μου·
- έχω τα ρούχα μου, (για άντρες) δεν είμαι στις καλές μου, έχω τα νεύρα μου, δυστροπώ: «όταν έχω τα ρούχα μου, δε θέλω κουβέντα από κανέναν». Από την εικόνα της γυναίκας, που, όταν περνάει αυτόν το βιολογικό κύκλο, έχει μια έξαψη και μια υπερένταση·
- η γεια στα ρούχα δε χωρεί, βλ. λ. γεια·
- θα πουλήσω τα ρούχα μου (για κάποιον ή για κάτι), θα δώσω ό,τι έχω και δεν έχω να πετύχω ή να πραγματοποιήσω κάτι: «θα πουλήσω τα ρούχα μου, μέχρι να σπουδάσω αυτό το παιδί»·
- κοιμάται με τα ρούχα, κοιμάται πολύ ελαφρά και έτοιμος να αντιδράσει σε περίπτωση που εκδηλωθεί κάποιος κίνδυνος: «επειδή έχει τραβήγματα με τις αστυνομίες, κοιμάται με τα ρούχα». Από το ότι, ιδίως στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα, αλλά και αργότερα, στην Κατοχή, στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο, οι άντρες που είχαν ενεργεί συμμετοχή κοιμούνταν με τα ρούχα, για να μπορέσουν να φύγουν γρήγορα σε περίπτωση κινδύνου·    
- κολυμπάει (μέσα) στα ρούχα του, βλ. φρ. πλέει (μέσα) στα ρούχα του·
- κρέμονται τα ρούχα απάνω του, βλ. συνηθέστ. πλέει (μέσα) στα ρούχα του·
- μ’ έβγαλε απ’ τα ρούχα μου, με νευρίασε πάρα πολύ και αντέδρασα έντονα: «μ’ έβγαλε απ’ τα ρούχα μου με τις βλακείες που έλεγε, και τον πλάκωσα στο ξύλο, γιατί δεν άντεξα άλλο». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το έξω·
- μαλώνει με τα ρούχα του, βλ. συνηθέστ. τρώγεται με τα ρούχα του· 
- μου πήραν και τα ρούχα, έχασα όλα τα χρήματά μου, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «έπεσα σ’ ένα καρέ χαρτοκλεφτών και μου πήραν και τα ρούχα»·
- ξεσκίζω τα ρούχα μου, νιώθω έντονη αγανάκτηση, διαμαρτύρομαι έντονα: «μόλις τον πληροφόρησαν πως τον είχαν συμπεριλάβει στον κατάλογο των μεταθέσεων, άρχισε να ξεσκίζει τα ρούχα του». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έπιασε το παράπονο, τα ρούχα μου ξεσκίζω, και το πρωί θα μ’ έβρουνε στους δρόμους να τρικλίζω). Από την εικόνα του αρχιερέα Άννα που ξέσκισε τα ρούχα του μπροστά στο Χριστό·
- όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά, όποιος είναι προσεκτικός, προνοητικός, έχει μικρές απώλειες: «πρόσεχε καλά αυτόν τον απατεώνα, γιατί, όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά»·
- πετώ τα ρούχα από πάνω μου, ξεντύνομαι, ιδίως με βιασύνη: «μόλις γύρισα στο σπίτι, πέταξα τα ρούχα από πάνω μου και μπήκα στο μπάνιο»·
- πλέει (μέσα) στα ρούχα του, α. είναι πολύ αδύνατος, ιδίως μετά από κάποια αρρώστια: «έμεινε δυο βδομάδες στο νοσοκομείο, κι αν τον δεις, πλέει μέσα στα ρούχα του». β. φοράει πολύ φαρδιά ρούχα: «όταν φοράει στενά ρούχα νιώθει δυσφορία, γι’ αυτό θέλει να πλέει μέσα στα ρούχα του»·
- πουλώ (και) τα ρούχα (για κάποιον ή για κάτι), κάνω το παν για να βοηθήσω κάποιον ή για να πετύχω κάτι: «είναι τόσο καλό παλικάρι, που, στην περίπτωση που έχει κάποια δυσκολία, πουλώ και τα ρούχα μου για να την ξεπεράσει || μ’ αρέσει τόσο πολύ αυτό τ’ αυτοκίνητο, που πουλώ και τα ρούχα μου για να τ’ αγοράσω». (Λαϊκό τραγούδι: για σένα, βρε Μανόλη, τα ρούχα μου πουλώ, και φέρνω μπαγλαμάδες και παίζω και γλεντώ
- ρούχα αγγαρείας, βλ. λ. αγγαρεία·
- ρούχα εποχής, ενδυμασία κάποιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου: «τον ενδιαφέρουν τα ρούχα εποχής, γιατί ασχολείται με τη ραπτική»·
- σκίζω τα ρούχα μου, βλ. συνηθέστ. ξεσκίζω τα ρούχα μου·
- τα ρούχα της δουλειάς, βλ. λ. δουλειά·
- τον βγάζω απ’ τα ρούχα του, τον εκνευρίζω τόσο πολύ, ώστε τον αναγκάζω να αντιδράσει έντονα: «κάθε φορά που τον στήνω στο ραντεβού μας, τον βγάζω απ’ τα ρούχα του και κάνει μέρες να μου μιλήσει». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το έξω·
- του φταίνε και τα ρούχα του, βρίσκεται σε τέτοια δύσκολη ψυχολογική κατάσταση, που πειράζεται, ενοχλείται από όλα: «όταν δεν είναι στα καλά του, του φταίνε και τα ρούχα του». (Λαϊκό τραγούδι: δε με χωράει το σπίτι μου, τα ρούχα μου μου φταίνε, για μια γυναίκα στη ζωή τα δυο μου μάτια κλαίνε
- του φτωχού τα ρούχα, δυο φορές του λένε με γεια, ο φτωχός λόγω ανέχειας κρατάει τα ρούχα του μεγάλο χρονικό διάστημα και τα φοράει όλες τις εποχές: «ένα κουστούμι έχει χειμώνα καλοκαίρι, γι’ αυτό και του φτωχού τα ρούχα, δυο φορές του λένε με γεια»·
- τρώγεται με τα ρούχα του, α. γκρινιάζει συνεχώς: «απ’ την ώρα που ήρθε στο γραφείο, τρώγεται με τα ρούχα του». β. είναι έτοιμος για καβγά: «μην του πας πολύ κόντρα σήμερα, γιατί τρώγεται με τα ρούχα του»·
- φύλαγε τα ρούχα σου (για) να ’χεις τα μισά, βλ. φρ. όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά·
- χαμένο ρούχο, α. άνθρωπος ανίκανος, άχρηστος, τιποτένιος: «μην αναθέσεις τη δουλειά σ’ αυτό το χαμένο ρούχο, γιατί θα την κάνει σαν τα μούτρα του». β. άνθρωπος με κακές συναναστροφές, με ανήθικη ζωή: «αν σε ξαναδώ να κάνεις παρέα μ’ αυτό το χαμένο ρούχο, θα το πω στον πατέρα σου». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά: «ουστ από δω ρε, χαμένο ρούχο». Συνών. χαμένο κορμί / χαμένο παρτάλι / χαμένο πατσί / χαμένο υποκείμενο.

σαγόνι

σαγόνι, το, ουσ. [<μσν. σαγόνιν <αρχ. σιαγόνιον, υποκορ. του ουσ. σιαγών], το σαγόνι. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- γλίτωσα απ’ τα σαγόνια του καρχαρία, διέφυγα από μεγάλο, από θανάσιμο κίνδυνο: «ευτυχώς που πρόλαβα και πετάχτηκα έξω απ’ τ’ αυτοκίνητο, λίγο πριν αρχίσει αυτό να παίρνει τις κουτρουβάλες του στο γκρεμό! Όταν το είδα να σκάει κάτω και να παίρνει φωτιά, τότε μόνο κατάλαβα πως είχα γλιτώσει απ’ τα σαγόνια του καρχαρία». Η φρ. άρχισε να κυκλοφορεί ευρέως στις αρχές της δεκαετίας του 1970, μετά την προβολή του κινηματογραφικού έργου Στα σαγόνια του καρχαρία·
- γλίτωσα απ’ το στόμα του καρχαρία, βλ. συνηθέστ. γλίτωσα απ’ τα σαγόνια του καρχαρία·
- μ’ έστειλαν στα σαγόνια του καρχαρία, αντιμετώπισα μεγάλο, θανάσιμο κίνδυνο: «αν ήξερα πως θα μ’ έστελναν στα σαγόνια του καρχαρία, θα καθόμουν στ’ αβγά μου»·
- μου βγήκαν τα σαγόνια ή μου βγήκε το σαγόνι, γέλασα πάρα πολύ, ξεκαρδίστηκα: «γέλασα τόσο πολύ με το αστείο που μας είπε, που μου βγήκαν τα σαγόνια»· βλ. και φρ. μου ’φυγαν τα σαγόνια·
- μου ’πεσε το σαγόνι, α. ένιωσα μεγάλο θαυμασμό ή έκπληξη από κάτι που είδα: «μου ’πεσε το σαγόνι, μόλις είδα τι γκομενάρα συνόδευε! || μόλις μου ’δωσε αμέσως τα δανεικά που του ζήτησα, μου ’πεσε το σαγόνι, γιατί είναι γνωστός τσιγκούνης». Από την εικόνα του ατόμου που, καθώς είναι κυριευμένος από θαυμασμό ή έκπληξη, ανοίγει το στόμα του έτσι, που να φαίνεται πως έπεσε το σαγόνι του». β. μέθυσα πάρα πολύ, έγινα σκνίπα, έγινα φέσι: «χτες βράδυ στο μπαράκι ήπια τόσο πολύ, που μου ’πεσε το σαγόνι». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν πιει πάρα πολύ και μεθύσει, δεν έχει τη δύναμη να κλείσει καλά το στόμα του και φαίνεται σαν να του έπεσε το σαγόνι»·
- μου ’φυγαν τα σαγόνια ή μου ’φυγε το σαγόνι, χασμουριόμουν ακατάσχετα: «είχα τέτοια νύστα, που μου ’φυγαν τα σαγόνια απ’ το χασμουρητό»· βλ. και φρ. μου βγήκαν τα σαγόνια· 
- πέρασα απ’ τα σαγόνια του καρχαρία, διέτρεξα μεγάλο, θανάσιμο κίνδυνο: «μόνο εγώ που δουλεύω στις οικοδομές, ξέρω να σας πω, πόσες φορές στη ζωή μου πέρασα απ’ τα σαγόνια του καρχαρία»·
- πρόσεχε μη βγάλεις κανένα σαγόνι ή πρόσεχε μη σου φύγει κανένα σαγόνι, ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που μασάει πολύ γρήγορα, με σκοπό να προλάβει να φάει όσο μπορεί περισσότερο από το φαγητό που υπάρχει μπροστά του·
- σώθηκα απ’ τα σαγόνια του καρχαρία, βλ. φρ. γλίτωσα απ’ τα σαγόνια του καρχαρία·
- σώθηκα απ’ το στόμα του καρχαρία, βλ. συνηθέστ. γλίτωσα απ’ τα σαγόνια του καρχαρία·
- τρέμει το σαγόνι μου ή τρέμουν τα σαγόνια μου, κρυώνω υπερβολικά: «όσο καθόμουν στη γωνία και σε περίμενα, έτρεμαν τα σαγόνια μου απ’ το κρύο»·
- χτυπάει το σαγόνι μου ή χτυπάνε τα σαγόνια μου, νιώθω υπερβολικό φόβο: «κάθε φορά που περνώ βράδυ έξω από νεκροταφείο, χτυπάνε τα σαγόνια μου»· βλ. και φρ. τρέμει το σαγόνι μου.

σάλιαγκας

σάλιαγκας κ. σάλιακας κ. σάλιαγκος κ. σαλιαγκός, ο, ουσ. [<μσν. σάλιακας <επίθ. σιαλικός], το σαλιγκάρι· (ειρωνικά) άνθρωπος με εξογκωμένα μάτια όπως και αυτά που έχει το σαλιγκάρι στις άκρες των κεραιών του: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί είναι ίδιος με σάλιαγκα». Συνών. βάτραχος· βλ. και λ. γυμνοσάλιαγκας·
- όταν ο σάλιαγκας ζητεί ν’ αλλάξει το καυκί του, πρώτα βγάζει τα κέρατα κι έπειτα το κορμί του, λέγεται γι’ αυτούς που ενεργούν σύμφωνα με τη φυσική πορεία των πραγμάτων, με επιμέλεια, με τάξη: «θα ξεκινήσεις σιγά σιγά τη δουλειά σου κι θ’ απλώνεις κάθε φορά τα πόδια σου όσα φτάνει το πάπλωμα, γιατί, όταν ο σάλιαγκας ζητεί ν’ αλλάξει το καυκί του, πρώτα βγάζει τα κέρατα κι έπειτα το κορμί του».

σβέρκος

σβέρκος, ο κ. σβέρκο, το, ουσ. [<αλβαν. zverk], ο αυχένας, ο τράχηλος: «σήκωσε το παιδάκι ψηλά και το φορτώθηκε πάνω στο σβέρκο του». (Ακολουθούν 26 φρ.·
- ας κόψουν το σβέρκο τους, έκφραση τέλειας αδιαφορίας για τις έριδες κάποιων: «πάλι μαλώνουν οι συνέταιροι της εταιρείας. -Ας κόψουν το σβέρκο τους»·
- δεν πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου! βλ. φρ. κόψε το σβέρκο σου(!)·
- θα κόψω το σβέρκο μου, θα κάνω τα πάντα για να πετύχω ή για να πραγματοποιήσω κάτι: «το συμπαθώ τόσο πολύ αυτό το παιδί, που θα κόψω το σβέρκο μου, για να πετύχει στη ζωή του». Συνών. θα κόψω το κεφάλι μου / θα κόψω το λαιμό μου·
- θα σε βγάλω σβέρκο κώλο, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε βγάλω βίαια, κακήν κακώς, ιδίως από έναν κλειστό χώρο: «αν σε ξαναδώ να ενοχλείς τις άλλες παρέες, θα σε βγάλω σβέρκο κώλο απ’ το μαγαζί»·
- θα σε διώξω σβέρκο κώλο, βλ. φρ. θα σε βγάλω σβέρκο κώλο·
- θα σε πετάξω σβέρκο κώλο, βλ. φρ. θα σε βγάλω σβέρκο κώλο·     
- θα σου κόψω το σβέρκο, βλ. φρ. θα σου πάρω το σβέρκο·
- θα σου πάρω το σβέρκο, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως δεν αστειεύομαι και πως έχω την πρόθεση και τον τρόπο να τον τιμωρήσω παραδειγματικά, αν παραβεί αυτά που του λέω ή αν προσπαθήσει να με βλάψει ή να με κοροϊδέψει: «αν μάθω πως με κατηγόρησες ξανά, θα σου κόψω το σβέρκο || αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σου κόψω το σβέρκο». Συνών. θα σου πάρω το κεφάλι / θα σου πάρω το λαιμό·
- κόβω το σβέρκο μου, α. στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή, γι αυτό και στοιχηματίζω με σιγουριά: «αν δε γίνουν τα πράγματα έτσι όπως στα λέω, εγώ κόβω το σβέρκο μου». β. είμαι εντελώς σίγουρος για κάτι: «κόβω το σβέρκο μου πως ήταν ο τάδε». Συνών. κόβω το κεφάλι μου / κόβω το λαιμό μου·
- κόψε το σβέρκο σου!  α. δε με ενδιαφέρει διόλου πώς θα αντεπεξέλθεις στις δυσκολίες σου ή πώς θα πετύχεις αυτό που επιδιώκεις: «και τι με ενδιαφέρει εμένα πώς θα ξεμπλέξεις, κόψε το σβέρκο σου». β. έκφραση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι να κάνω: «τώρα τι να κάνω που δεν έχω τα λεφτά για να πληρώσω το χρέος μου; -Κόψε το σβέρκο σου!». Συνών. κόψε το κεφάλι σου! / κόψε το λαιμό σου! / κόψε τον κώλο σου(!)· βλ. και φρ. να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου(!)·
- με καβάλησε στο σβέρκο, βλ. φρ. μου κάθισε στο σβέρκο·
- μου κάθισε στο σβέρκο, με καταπιέζει, επιδιώκει να μου επιβάλλει καταπιεστικά τη θέλησή του: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα, μου κάθισε στο σβέρκο και θέλει να επεμβαίνει στις δουλειές μου || απ’ τη στιγμή που κατάλαβα πως ήθελε να μου καθίσει στο σβέρκο, της έδωσα τα παπούτσια της στο χέρι»·
- να κόψεις το σβέρκο σου! βλ. φρ. να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου(!)·
- να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου! δε με ενδιαφέρει ποιον τρόπο ή ποια μέσα θα χρησιμοποιήσεις για να ικανοποιήσεις κάποια απαίτησή μου: «μα πώς θα μπορέσω μέσα σε μια βδομάδα να βρω τόσα πολλά λεφτά για να σε ξεχρεώσω; -Να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου». Συνών. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! / να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! / να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου(!)· βλ. και φρ. κόψε το σβέρκο σου(!)·
- ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- τον αρπάζω απ’ το σβέρκο, α. τον συλλαμβάνω βίαια: «την ώρα που έβγαινε αμέριμνος απ’ το καφενείο, έπεσαν οι αστυνομικοί απάνω του και τον άρπαξαν απ’ το σβέρκο». β. του ζητώ πιεστικά να μου επιστρέψει κάτι που μου ανήκει ή που μου οφείλει: «μόλις τον συνάντησε, τον άρπαξε απ’ το σβέρκο και του ζητούσε να του επιστρέψει τα λεφτά που του ’χε δανείσει»·
- τον βγάζω σβέρκο κώλο, τον βγάζω από ένα κλειστό χώρο βίαια, κακήν κακώς: «όποιος ενοχλεί τις πελάτισσές μου μέσα στο μπαράκι μου, τον βγάζω σβέρκο κώλο, χωρίς δεύτερη κουβέντα». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν βγάζει βίαια κάποιον από έναν χώρο, τον αρπάζει με τα χέρια του από το σβέρκο και από τον κώλο και τον σπρώχνει προς την έξοδο·
- τον βουτώ απ’ το σβέρκο, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ το σβέρκο·
- τον γραπώνω απ’ το σβέρκο, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ το σβέρκο·
- τον διώχνω σβέρκο κώλο, βλ. φρ. τον βγάζω σβέρκο κώλο·
- τον έχω στο σβέρκο, είμαι απόλυτα υπεύθυνος για κάποιον: «μου έχουν αναθέσει την προστασία του και τον έχω εδώ κι ένα μήνα στο σβέρκο»· βλ. κ. φρ. μου κάθισε στο σβέρκο ·
- τον μαγκώνω απ’ το σβέρκο, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ το σβέρκο·
- τον πετώ σβέρκο κώλο, βλ. φρ. τον βγάζω σβέρκο κώλο·
- τον πιάνω απ’ το σβέρκο, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ το σβέρκο·
- του παίρνω το σβέρκο, α. τον τιμωρώ αυστηρά, παραδειγματικά: «όποιος μου πάει κόντρα του παίρνω το σβέρκο». β. τον θανατώνω με αποκεφαλισμό, τον αποκεφαλίζω: «σήκωσε το σπαθί του και μ’ ένα δυνατό χτύπημα του πήρε το σβέρκο». Συνών. του παίρνω το κεφάλι (α, β) / του παίρνω το λαιμό·
- ψώνισε από σβέρκο, α. απότυχε στην αγορά που έκανε ή εξαπατήθηκε: «αν αγόρασε αυτό το πράγμα απ’ το τάδε μαγαζί, ψώνισε από σβέρκο, γιατί πάντα φέρνουν εκεί δεύτερη ποιότητα». β. απότυχε στην εκλογή συζύγου: «πριν από μια βδομάδα ο τάδε παντρεύτηκε την τάδε. -Ψώνισε από σβέρκο, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, η γυναίκα αυτή έχει κακό χαρακτήρα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα. Από το ότι ο σβέρκος του σφαγίου, επειδή έρχεται σε επαφή με το αλέτρι, σκληραίνει και για το λόγο αυτό, δε θεωρείται καλό κομμάτι για να το φάει κανείς.

σηκωτός

σηκωτός, -ή, -ό, επίθ. [<σηκώνω + κατάλ. -τός], που μεταφέρεται υποβασταζόμενος είτε γιατί τραυματίστηκε είτε γιατί σκοτώθηκε: «όπως έτρεχε, έπεσε κι έσπασε το πόδι του και δυο παλικάρια τον μετέφεραν σηκωτό στον Ερυθρό Σταυρό». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι, μα τον σταυρό, θα σου τον στείλω σηκωτό και πια δε θα ’χεις άντρα
- θα σε στείλω σηκωτό, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε σκληρά, παραδειγματικά, πως θα τον σκοτώσουμε: «αν ενοχλήσεις ξανά την αδερφή μου, θα σε στείλω σηκωτό»·
- τον έβγαλαν σηκωτό, τον έβγαλαν από κάπου δια της βίας: «επειδή φώναζε συνέχεια και δεν άφηνε κανέναν να μιλήσει, τον έβγαλαν σηκωτό απ’ την αίθουσα»·
- τον έστειλε σηκωτό, τον πλήγωσε βαριά ή τον σκότωσε: «πάνω στο θυμό του έβγαλε την κάμα του και τον έστειλε σηκωτό»·
- τον έφεραν σηκωτό, α. παρά τη θέλησή του, με τη βία: «δεν ήθελε να ’ρθει στο δικαστήριο να καταθέσει και τον έφεραν σηκωτό». β. πληγώθηκε βαριά ή σκοτώθηκε. (Λαϊκό τραγούδι: και κάποιο δειλινό μουντό μας τον εφέραν σηκωτό  στο σπίτι λαβωμένο, με ματωμένη τραχηλιά σπασμένη ραχοκοκαλιά, πολύ βαριά μαχαιρωμένο). Από την εικόνα του βαριά τραυματισμένου ή πεθαμένου, που τον μεταφέρουν άλλοι·
- τον πήγαν σηκωτό, α. παρά τη θέλησή του, με τη βία: «δεν ήθελε να πάει να καταθέσει στο δικαστήριο και τον πήγαν σηκωτό». (Λαϊκό τραγούδι: θε να σας κάνω τσιμπητούς και θα σας πάνε σηκωτούς). β. πληγώθηκε βαριά ή  πέθανε: «ήταν χρόνια στο κρεβάτι και προχτές τον πήγαν σηκωτό». Από την εικόνα του νεκρού μέσα στο φέρετρο που οι νεκροθάφτες το κουβαλούν στους ώμους τους μέχρι τον τάφο. γ. (για πολιτικούς) τον μετέφεραν (οι οπαδοί του) στα χέρια, στους ώμους τους, ιδίως από ενθουσιασμό: «μόλις ο πρωθυπουργός βγήκε απ’ το αυτοκίνητό του, οι οπαδοί του κόμματος τον πήγαν σηκωτό μέχρι την είσοδο του ξενοδοχείου»· βλ. κ. φρ. τον πήραν σηκωτό·
- τον πήραν σηκωτό, α. τον πήραν παρά τη θέλησή του, με τη βία: «δεν ήθελε ν’ ακολουθήσει τους αστυνομικούς με το καλό και τον πήραν σηκωτό». β. τραυματίστηκε πολύ σοβαρά: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του πάνω σε μια κολόνα και τον πήραν σηκωτό». Από την εικόνα του τραυματισμένου ατόμου που μεταφέρεται από τους τραυματιοφορείς με το φορείο μέχρι το ασθενοφόρο.

σίδερο

σίδερο, το, ουσ. [<μσν. σίδερον <αρχ. σίδηρος], το σίδερο. 1. οικιακή συσκευή για το σιδέρωμα των ρούχων: «μόλις μπήκα σπίτι, βρήκα τη γυναίκα μου να σιδερώνει με το σίδερο τα ρούχα». 2. οτιδήποτε είναι πάρα πολύ δυνατό. (Λαϊκό τραγούδι: δεν εγνώριζε όμως ότι τα ’χε μ’ έναν Περαιώτη, Περαιώτη ντερμπεντέρη, σίδερο το χέρι, άσο στη μπουνιά ). 3. το σιδερικό (βλ. λ.). 4. στον πλ. τα σίδερα, (στη γλώσσα της αργκό) τα κάγκελα της φυλακής και, κατ’ επέκταση, η φυλακή. (Λαϊκό τραγούδι: για φέρτε τον κατάδικο, η μάνα τον ζητάει, δε λογαριάζει σίδερα η μάνα σαν πονάει). Συνών. αλυσίδες (3) / κάγκελα (3) / μπουζού (3) / στενή (2) / στρουγκού / φρέσκο / χάψη / ψειρού. 5. οι χειροπέδες: «για να μην προσπαθήσει ξανά να το σκάσει, του φόρεσαν τα σίδερα». (Λαϊκό τραγούδι: τα σίδερα τους φόρεσαν και στη στενή τους πάνε κι αν δε βρεθούν τα λάχανα το ξύλο που θα φάνε!). Συνών. αλυσίδες (2) / βραχιόλια (1) / κελεψέδες / χαλκάδες (2). 6. πιο σπάνια τα κάγκελα του τρελοκομείου και, κατ’ επέκταση, το τρελοκομείο: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, σάλεψε ο φουκαράς και τον έκλεισαν στα σίδερα». 7. οτιδήποτε είναι πάρα πολύ βαρύ: «βάλε ένα χεράκι να σηκώσω αυτό το κιβώτιο, γιατί είναι σίδερο». 8. (ειδικά για τα πόδια) που είναι πάρα πολύ κρύα, που είναι παγωμένα: «μόλις ξάπλωσε στο κρεβάτι, τα πόδια του ήταν σίδερο και τα ’βαλε ανάμεσα στα μπούτια της γυναίκας του για να ζεσταθούν». Τέλος, (τουλάχιστο παλιότερα) τοποθετούνταν ένα σίδερο στην πόρτα του σπιτιού γυναίκας που μόλις γέννησε, και θεωρούνταν ξόρκι που διώχνει κάθε κακό και βοηθάει το νεογέννητο να γίνει πολύ δυνατό (σαν το σίδερο). (Ακολουθούν 34 φρ.)·  
- βάζω σίδερο, (για νοικοκυρές) ετοιμάζομαι, οργανώνομαι για να σιδερώσω τα ρούχα του νοικοκυριού μου και ιδίως αυτά που προέρχονται από πλύση: «αν θέλεις τη φιλενάδα σου, είναι στην κουζίνα και βάζει σίδερο»·
- βγαίνω απ’ τα σίδερα, αποφυλακίζομαι: «σε δυο μήνες και τρεις μέρες βγαίνω απ’ τα σίδερα». (Λαϊκό τραγούδι: φωτιά μεγάλη μ’ άναψες, βρε άτιμη γυναίκα, μόλις θα βγω απ’ τα σίδερα,θα σφάξω άλλους δέκα
- δαγκάνω σίδερα, είμαι πολύ ανήσυχος, πολύ εκνευρισμένος: «δεν επέστρεψε ακόμα η κόρη του στο σπίτι απ’ την εκδρομή της και δαγκάνει σίδερα || είναι στο γραφείο του και δαγκάνει σίδερα, γιατί δεν ήρθαν τρεις από τους υπαλλήλους του»· βλ. και φρ. τρώω σίδερα·
- διά πυρός και σιδήρου, βλ. λ. πυρ·
- δουλεύει κρύο σίδερο, ματαιοπονεί: «ξεκίνησε μια δουλειά χωρίς φράγκο κι απ’ ότι φαίνεται, δουλεύει κρύο σίδερο ο ταλαίπωρος». Από το ότι μπορεί κανείς να επεξεργαστεί το σίδερο μόνο όταν το εκθέσει σε υψηλές θερμοκρασίες·
- έγινε ένα μάτσο σίδερα, (για μηχανήματα) καταστράφηκε τελείως, ολοσχερώς: «μετά την τράκα, τ’ αυτοκίνητό μου έγινε ένα μάτσο σίδερα»·
- είναι για τα σίδερα, α. είναι τρελός σε επικίνδυνο βαθμό, οπότε επιβάλλεται να κλειστεί σε τρελοκομείο: «απορώ πώς τον αφήνουν και κυκλοφορεί ακόμα, γιατί, με την τρέλα που έχει, είναι για τα σίδερα». β. είναι πολύ ριψοκίνδυνος: «αν επιχείρησε τέτοιο σάλτο που μου λες, ε, είναι για τα σίδερα!»·
- είναι σίδερο μονάχο, είναι υγιέστατος: «ποιος έχει πρόβλημα με την υγεία του, ο τάδε; Αυτός, αγόρι μου, είναι σίδερο μονάχο»·
- έφαγα τα σίδερα, α. μεταχειρίστηκα κάθε δυνατό μέσο για να πετύχω κάτι: «έφαγα τα σίδερα για να μπορέσω να βάλω το γιο μου στην τράπεζα». β. είχα τρομερή ανυπομονησία, μέχρι να συμβεί κάτι που ποθούσα πάρα πολύ ή μέχρι να συναντήσω κάποιον: «έφαγα τα σίδερα μέχρι να τα φτιάξω μ’ αυτή τη γυναίκα || έφαγα τα σίδερα μέχρι να ’ρθει η ώρα του ραντεβού μας»· βλ. και φρ. τρώω σίδερα ·
- έχω σίδερο, (για νοικοκυρές) έχω ρούχα για σιδέρωμα, σιδερώνω ρούχα, ιδίως αυτά που προέρχονται από πλύση: «αν θέλεις τη φιλενάδα σου, είναι στην κουζίνα κι έχει σίδερο»·
- έχω σίδερο βουνό, (για νοικοκυρές) έχω να σιδερώσω πάρα πολλά ρούχα, ιδίως αυτά που προέρχονται από πλύση: «δε θα ’ρθω να πιω καφέ μαζί σας, γιατί έχω σίδερο βουνό και πρέπει κάποια στιγμή να τελειώνω»·
- θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, βλ. λ. μύγα·
- θα φάω τα σίδερα για να…, θα μεταχειριστώ κάθε δυνατό μέσο για να πετύχω κάτι: «εγώ θα φάω τα σίδερα για να σπουδάσω αυτό το παιδί»·
- λυγίζω σίδερα, α. είμαι πάρα πολύ δυνατός: «απ’ τη μέρα που βγήκα απ’ το νοσοκομείο λυγίζω σίδερα». β. είμαι υγιέστατος: «αυτός δε φοβάται το κρύο, γιατί λυγίζει σίδερα»·
- λύγισαν και τα σίδερα ή λύγισαν σίδερα ή λύγισαν τα σίδερα, υπήρξε τόσο έντονη συγκίνηση, που ακόμα και οι πιο σκληροί συγκινήθηκαν: «έπεσε τόσο κλάμα στην κηδεία της κοπέλας, που λύγισαν και τα σίδερα». (Λαϊκό τραγούδι: θα κλάψω σήμερα, λυγίστε σίδερα και σεις βουνά ραγίστε απ’ τον πόνο μου, παιδί μου σε χάνω πια, στα στήθια μου ανοίγεις πληγή βαριά
- μασάει σίδερα και τα φτύνει πινέζες, είναι πάρα πολύ σκληρός, πάρα πολύ δυνατός άντρας: «στο λέω για το καλό σου μην τα βάζεις μαζί του, γιατί αυτός μασάει σίδερα και τα φτύνει πινέζες»·
- μασάω σίδερα, α. είμαι πολύ δυνατός: «αυτός μασάει σίδερα, χαζός είμαι να τα βάλω μαζί του!». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν μασάει σίδερα και κάνει το λιοντάρι, στο τσαρδί του ο Κουταλιανός τρέμει σαν το ψάρι στην κυρά του μπρος αχ πώς τη φοβάται ο φτωχός Κουταλιανός). β. είμαι υγιέστατος: «δε φοβάμαι το κρύο, γιατί μασάω σίδερα». γ. έχω πολύ δυνατά δόντια (που μπορώ και μασάω σίδερα) ή έχω πολύ δυνατό στομάχι (που μπορεί να χωνέψει και τα σίδερα που μάσησα): «αυτός, αγόρι μου, μασάει σίδερα, η φασουλάδα θα τον πειράξει!». δ. είμαι πολύ εκνευρισμένος, είμαι εκτός εαυτού: «είναι κλεισμένος απ’ το πρωί στο γραφείο του και μασάει σίδερα»· βλ. και φρ. τρώω σίδερα·
- μην παίζεις με τα σίδερα! φιλική συμβουλή ή προειδοποίηση σε κάποιον, που χειρονομεί επάνω μας, να πάψει να το κάνει γιατί, αν συνεχίσει, υπάρχει περίπτωση να τον δείρουμε: «άραξε στα κιλά σου και μην παίζεις με τα σίδερα, γιατί θα τις φας!»·
- μπαίνω στα σίδερα, μπαίνω φυλακή, φυλακίζομαι: «κάθε δυο και τρεις μπαίνει στα σίδερα»·
- ξηγιέμαι σίδερο, είμαι έτοιμος για καβγά, είμαι επιρρεπής στους καβγάδες: «μην του κάνεις πολλά αστεία, γιατί ξηγιέται σίδερο»·
- πατώ στο σίδερο, (για ρούχα) σιδερώνω: «βρε γυναίκα, πάτησε στο σίδερο το πουκάμισό μου, γιατί είναι τσαλακωμένο!»·
- πέφτω στα σίδερα, μπαίνω φυλακή, φυλακίζομαι: «πολλοί αγωνιστές έπεσαν στα σίδερα κατά την περίοδο της χούντας». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν έπεσα στα σίδερα,ξανά στον κόσμο βγήκα, γι’ αυτήν που πήγα να χαθώ, σαν γύρισα στο σπίτι μου, σ’ άλλη αγκαλιά τη βρήκα
- πίσω απ’ τα σίδερα, στη φυλακή και πιο σπάνια στο τρελοκομείο: «μετά την καταδικαστική απόφαση, τον μετέφεραν πίσω απ’ τα σίδερα || τον έπιασε μεγάλη κρίση και τον μετέφεραν πίσω απ’ τα σίδερα»·
- σίδερο αναμμένο, βασανιστικός ερωτικός καημός και γενικά μεγάλη στενοχώρια: «απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, έχει σίδερο αναμμένο στην ψυχή του». (Λαϊκό τραγούδι: ένα σίδερο αναμμένο έχω στην καρδιά, είναι η δική σου αγάπη που με τυραννά
- σίδερο στη μέση! ευχή σε κάποιον που ανάρρωσε να έχει στο εξής πολύ καλή υγεία. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε και·
- σπάω τα σίδερα, αποκτώ βίαια την ελευθερία μου, επαναστατώ: «οι Έλληνες έσπασαν το 1821 τα σίδερα κι αποτίναξαν τον τουρκικό ζυγό». (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω πια τα σίδερα,δε ζούνε σκλάβοι σήμερα). Συνών. σπάω τα δεσμά ή σπάω τα δεσμά μου / σπάω τις αλυσίδες·
- στη βράση κολλάει το σίδερο, βλ. λ. βράση·
- της φυλακής τα σίδερα είναι για τα κορόιδα, βλ. λ. φυλακή·
- της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες, βλ. λ. φυλακή·
- το ’κανα ένα μάτσο σίδερα, (για μηχανήματα) το κατάστρεψα τελείως, ολοσχερώς: «τράκαρα με τ’ αυτοκίνητό μου σ’ ένα δέντρο και το ’κανα ένα μάτσο σίδερα»·
- τον βάζω στα σίδερα, βλ.συνηθέστ. τον ρίχνω στα σίδερα. (Λαϊκό τραγούδι: στα σίδερα με βάλανε για τα δικά σου μάτια, το βλάμη που γουστάριζες τον έκαμα κομμάτια
- τον ρίχνω στα σίδερα, τον φυλακίζω: «μετά την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου, τον έριξαν στα σίδερα». (Λαϊκό τραγούδι: άδικα με δικάσανε και με κατηγορούνε· στα σίδερα με ρίξανε για να μ’ εκδικηθούνε
- τρώω σίδερα, είμαι πολύ ανήσυχος, πολύ εκνευρισμένος. (Τραγούδι: δεν σ’ είδα σήμερα και τρώω σίδερα απ’ το κακό μου)· βλ. και φρ. μασάω σίδερα·
- χτύπα σίδερο! έκφραση με την οποία ευχόμαστε να συνεχιστεί η καλή υγεία του ατόμου στο οποίο αναφερόμαστε: «τον είδα προχτές στο γυμναστήριο κι ήταν μια χαρά, χτύπα σίδερο!»· βλ. και φρ. χτύπα ξύλο! λ. ξύλο.

σκασμός

σκασμός, ο, ουσ. [<μσν. σκασμός, από το θέμα αόρ. του ρ. σκάω + κατάλ. -μος]. 1. μεγάλη στενοχώρια, μεγάλη ψυχική δυσφορία: «έχω τέτοιο σκασμό σήμερα, που κοντεύω να τρελαθώ!». 2. ως επιφών. σκασμός! (προστακτικά) πάψε να μιλάς, σώπασε: «σκασμός, γιατί θα σε σπάσω στο ξύλο!»·
- βγάλε το σκασμό, (απειλητικά ή συμβουλευτικά) μη μιλάς, πάψε να μιλάς: «βγάλε το σκασμό, γιατί θα σε χειροτονήσω || βγάλε το σκασμό και μη χώνεσαι, γιατί θα μπερδευτείς χωρίς λόγο». Παρμένο από τη γλώσσα του στρατού. Συνών. βγάλε τον αγλέουρα / βγάλε τον περίδρομο·
- μέχρι σκασμού, λέγεται στην περίπτωση που φάγαμε ή ήπιαμε πάρα πολύ: «ήταν τόσο ωραία τα φαγητά, που φάγαμε μέχρι σκασμού || ήταν τόσο ωραίο το κρασί, που ήπιαμε μέχρι σκασμού»·
- να βγάλεις το σκασμό, βλ. φρ. βγάλε το σκασμό·
- τρώω μέχρι σκασμού ή τρώω το σκασμό ή τρώω του σκασμού, τρώω υπερβολικά: «όταν καθίσω σε τραπέζι, τρώω το σκασμό». Συνών. τρώω το καταπέτασμα / τρώω τον αγλέουρα / τρώω τον άμπακο / τρώω τον περίδρομο.

σκουλήκι

σκουλήκι, το, ουσ. [<μσν. σκουλήκιν <αρχ. σκωλήκιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. σκώληξ], το σκουλήκι. 1. άνθρωπος εντελώς ανάξιος λόγου, εντελώς ασήμαντος, εντελώς τιποτένιος, άνθρωπος σιχαμερός, χαμερπής, γλοιώδης: «αν σε δω να ξανακάνεις παρέα μ’ αυτό το σκουλήκι, θα σου κόψω την καλημέρα». (Τραγούδι: γόβα στιλέτο, μπαλέτο οι φόβοι, τα φίδια στα σάπια σανίδια. Βόλτα στη φρίκη μπροστά σου το κάθε σκουλήκι να θέλει τα ίδια).2. άνθρωπος που ενεργεί αθόρυβα σε βάρος των άλλων, άνθρωπος ύπουλος, μπαμπέσης: «μακριά απ’ αυτό το σκουλήκι, γιατί δεν ξέρεις πότε κι από πού θα στη φέρει». 3. έμμονη ιδέα που βασανίζει κάποιον αργά, αλλά σταθερά: «η ζήλια είναι πολύ βασανιστικό σκουλήκι». 4. (ειδικά) ασπόνδυλος μικροοργανισμός που χρησιμοποιείται από τους ερασιτέχνες ψαράδες ως δόλωμα: «ξέρω κάποιον που πουλάει καλό σκουλήκι». Συνών. τσουτσούνι (2) / ψολιάγκος. 5. στον πλ. τα σκουλήκια, παρασιτικά σκουλήκια που ζουν στο πεπτικό σύστημα ανθρώπων και ζώων: «θέλει να πάει να τον εξετάσει ένας γιατρός, γιατί αντιλήφθηκε πως έχει σκουλήκια». 6. (ειρωνικά ή υβριστικά στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) οι παίχτες και οι φίλαθλοι της ποδοσφαιρικής ομάδας του Άρη Θεσσαλονίκης: «έκλαιγαν τα σκουλήκια απαρηγόρητα, γιατί έπεσαν στη βήτα εθνική». Από το υποκίτρινο χρώμα πολλών σκουληκιών, που αποτελεί και το επίσημο χρώμα αυτής της ομάδας. Υποκορ. σκουληκάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- έβγαλε σκουλήκια, το άτομο ή ο χώρος για τον οποίο γίνεται λόγος είναι πάρα πολύ βρόμικος: «έχει να πλυθεί ένα μήνα κι έβγαλε σκουλήκια || έχω να σκουπίσω το υπόγειο πάνω από έναν χρόνο κι έβγαλε σκουλήκια»· 
- έχει σκουλήκια ο κώλος του, δεν μπορεί να καθίσει για πολλή ώρα σε μια θέση, και κινείται διαρκώς: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί έχει σκουλήκια ο κώλος του και πηγαίνει συνέχεια πέρα δώθε». Συνών. έχει αγκάθια ο κώλος του·
- έχει το σκουλήκι, έχει κάποιο κρυφό καημό, κάποιο κρυφό πάθος ή κάποια έμμονη ιδέα: «ξέρω πως έχει το σκουλήκι γι’ αυτή τη γυναίκα και πως κάθε βράδυ την ονειρεύεται || είναι καλό και φιλότιμο παιδί, αλλά  έχει το σκουλήκι της χαρτοπαιξίας || αγαπάει πολύ τη γυναίκα του, αλλά τη βασανίζει, γιατί έχει το σκουλήκι της ζήλιας». Συνήθως μετά το τέλος της φράσης ακολουθεί το μέσα του·
- θα βγάλεις σκουλήκια! προειδοποιητική έκφραση σε πολύ βρόμικο άτομο με την ελπίδα μήπως και πάει να πλυθεί: «πάνε να πλυθείς, ρε παιδάκι μου, γιατί θα βγάλεις σκουλήκια!»·
- θα σε πατήσω (κάτω) σαν σκουλήκι ή θα σε πατήσω (κάτω) σαν το σκουλήκι, θα σε διαλύσω, θα σε κάνω ένα με τη γη, ένα με το χώμα, θα σε λιώσω: «αν σταθείς ποτέ εμπόδιο στο δρόμο μου, θα σε πατήσω σαν σκουλήκι»·
- θα σε φάνε τα σκουλήκια! βλ. φρ. θα βγάλεις σκουλήκια(!)·
- σκουλήκια έχει ο κώλος σου; έκφραση απορίας ή δυσφορίας σε άτομο που δεν μπορεί να καθίσει για πολλή ώρα ήσυχο σε μια θέση, που κινείται διαρκώς: «παλουκώσου, ρε παιδάκι μου, σε μια θέση να κουβεντιάσουμε με την ησυχία μας, σκουλήκια έχει ο κώλος σου;». Συνών. αγκάθια έχει ο κώλος σου(;)·
- σκουλήκια έχει ο κώλος του, βλ. φρ. έχει σκουλήκια ο κώλος του·
- σκουλήκια έχεις; βλ. φρ. σκουλήκια έχει ο κώλος σου(;)·
- το πουλί που ξυπνάει πρωί, τρώει το σκουλήκι, αυτός που δεν τεμπελιάζει, που ενεργοποιείται νωρίς έχει και τις ανάλογες ευκαιρίες να προκόψει, να πετύχει στη ζωή του: «πάντα σηκώνεται πρωί και τρέχει στη δουλειά, γιατί το πουλί που ξυπνάει πρωί, τρώει το σκουλήκι». Συνήθως απευθύνεται σε κάποιον ως συμβουλή, ως προτροπή, να πηγαίνει νωρίς στη δουλειά του. Συνών. όποιος ξυπνάει πρωί, βρίσκει το φλουρί·
- τον έφαγαν τα σκουλήκια, πέθανε πριν από πολλά χρόνια: «πού τον θυμήθηκες, ρε παιδάκι μου, αυτόν τον άνθρωπο! Αυτόν τον έφαγαν τα σκουλήκια»· βλ. και φρ. έβγαλε σκουλήκια·
- τον πάτησε σαν σκουλήκι ή τον πάτησε σαν το σκουλήκι, τον διέλυσε, τον έκανε ένα με τη γη, ένα με το χώμα: «όταν αρπάχτηκαν στα χέρια, ο δικός σου τον πάτησε σαν σκουλήκι»·
- τον τρώει το σκουλήκι, α. πάσχει από ανίατη αρρώστια: «καλύτερα να πεθάνει να ησυχάσει ο άνθρωπος, γιατί χρόνια τώρα τον τρώει το σκουλήκι». β. υποφέρει από ψυχικό βάσανο, τον τρώνε οι τύψεις: «αργά το κατάλαβε πως σε κατηγόρησε λάθος, αλλά από κείνη τη μέρα τον τρώει το σκουλήκι». γ. υποφέρει από κάποια έμμονη ιδέα: «υποφέρει πάρα πολύ αυτός ο άνθρωπος, γιατί τον τρώει το σκουλήκι της αμφιβολίας για τη γυναίκα του».

σπανός

σπανός, -ή, -ό, επίθ. [<μτγν. σπανός (= φτωχός, αραιός)], ο σπανός. 1. που δεν έχει καθόλου χρήματα, που είναι τελείως άφραγκος: «πού τον βρήκες αυτόν το σπανό και τον κουβάλησες στην παρέα μας και, κάθε φορά που είναι να μπει στο ρεφενέ, θυμάται να πάει να κατουρήσει!». Από παρομοίωση του σπανού, που δεν έχει καθόλου γένια, με την έλλειψη χρημάτων 2. το αρσ. ως ουσ. ο σπανός, οι γλουτοί, ο κώλος, ιδίως ο γυναικείος: «είχε περάσει το χέρι του κάτω απ’ τη φούστα της και της χάιδευε το σπανό της»·
- από σπανό τρίχα δύσκολα βγάζεις, τίποτα δεν μπορείς να πάρεις από φτωχό άνθρωπο: «όσα και να σου χρωστάει δε θα μπορέσεις να του πάρεις ούτε ευρώ, γιατί από σπανό τρίχα δύσκολα βγάζεις». Συνών. ο φαλακρός ψείρες δεν έχει·
- είναι πολλοί οι μπαρμπέρηδες για του σπανού τα γένια, βλ. λ. μπαρμπέρης·
- μα τα γένια του σπανού! ή μα του σπανού τα γένια! λέγεται με παικτική διάθεση στο ορκίσου που μας λέει ο συνομιλητής μας, όταν για διάφορους λόγους δε θέλουμε να ορκιστούμε πραγματικά. Συνών. μα το βρακί σου(!)·
- μόνο του σπανού τα γένια δε γίνονται, τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο, όταν κάποιος θέλει πραγματικά να το κατορθώσει: «κι εγώ σου λέω πως θα μπορέσουμε να κάνουμε αυτή τη δουλειά, γιατί μόνο του σπανού τα γένια δε γίνονται». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το όλα γίνονται·
- όταν βγάλει ο σπανός γένια, ποτέ: «είναι μεγάλος απατεώνας και θα σου επιστρέψει τα λεφτά, όταν βγάλει ο σπανός γένια»·
- σπανός ξυράφι αγόραζε, λέγεται για άτομο που ενεργεί άστοχα, που προβαίνει σε άστοχη αγορά, που αγοράζει πράγματα που δεν του χρειάζονται: «πώς του ’ρθε, ρε παιδάκι μου, να πουλήσει το σπίτι του για να ρίξει τα λεφτά στο χρηματιστήριο! -Σπανός ξυράφι αγόραζε || δεν έχει ο βλάκας να φορέσει ένα ρούχο της προκοπής, και πήγε και μου ’ραψε φράκο! -Σπανός ξυράφι αγόραζε»·

σπαρτιάτικα

σπαρτιάτικα, επίρρ. [του επιθ. σπαρτιάτικος], σύμφωνα με τον τρόπο ζωής των Σπαρτιατών·
- ζω σπαρτιάτικα, βλ. φρ. τη βγάζω σπαρτιάτικα·
- τη βγάζω σπαρτιάτικα, ζω λιτά, στερημένα, φτωχικά: «απ’ τη μέρα που έπεσαν έξω οι δουλειές του, τη βγάζει σπαρτιάτικα». Αναφορά στο λιτό τρόπο ζωής των αρχαίων Σπαρτιατών·
- την περνώ σπαρτιάτικα, βλ. συνηθέστ. τη βγάζω σπαρτιάτικα.

σπασμένα

σπασμένα, τα, ουσ. [πλ. ουδ. του επιθ. σπασμένος]. 1. τα πιάτα, τα ποτήρια, τα μπουκάλια που έχουμε σπάσει σε κάποιο κέντρο διασκέδασης, ιδίως με μπουζούκια, επάνω στην έκρηξη του κεφιού μας: «γύρω απ’ το τραπέζι μας ήταν ένα σωρό σπασμένα». (Λαϊκό τραγούδι: η πενιά ας μη γεράσει, στα μπουζούκια δώσε βάση, σπάστα, τα σπασμένα τα πληρώνω, το κορίτσι μου γλεντώ). 2. το ουδ. στον πλ. ως επιφών. σπασμένα! (ενν. τα χαρτιά) απάντηση που δίνουμε σε αυτόν που διευθύνει το παιχνίδι όταν μας ζητάει να σπάσουμε τα χαρτιά για να αρχίσει το παιχνίδι ότι αυτά τα έχουμε σπάσει. Στην περίπτωση που δεν τα έχουμε σπάσει και πούμε τη λ. σπασμένα! τότε το παιχνίδι μπορεί να αρχίσει κανονικά. Συνών. κομμένος! (8α)·
- βγάζω τα σπασμένα, ισοφαρίζω με κάτι τη ζημιά που έπαθα: «έχασα λεφτά στο χρηματιστήριο, αλλά, ευτυχώς, πήγαν πολύ καλά οι δουλειές μου κι έτσι έβγαλα τα σπασμένα»·
- πληρώνω σπασμένα, καλύπτω ανέλπιστα έξοδα ή ζημιές: «ακόμα πληρώνω σπασμένα από κείνη την πλημμύρα που έπαθα στο μαγαζί μου». Συνών. πληρώνω γαμησιάτικα / πληρώνω κερατιάτικα·
- πληρώνω τα σπασμένα, α. πληρώνω τη ζημιά χωρίς να είμαι ο υπαίτιος, πληρώνω κοροϊδίστικα: «έκανε ο αδερφός μου κάτι ζημιές με την παρέα του και πάω τώρα να πληρώσω τα σπασμένα». (Λαϊκό τραγούδι: σου ’χω πολλά ως τώρα μαζεμένα και θα εξηγηθώ όμορφα κι απλά, γιατί θα τα πληρώσεις τα σπασμένα, στο ξαναλέω ακόμα μια φορά). β. υφίσταμαι τις συνέπειες των πράξεων κάποιου ή κάποιων άλλων, χωρίς να είμαι εγώ ο υπαίτιος: «κάνει ο αδερφός του διάφορες ζημιές τα βράδια στα μπουζούκια κι αυτός πηγαίνει την άλλη μέρα και πληρώνει τα σπασμένα». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα με το σπίτι μου μαλώνω· τα δικά σου τα σπασμένα εγώ πληρώνω). Συνών. πληρώνω τα γαμησιάτικα / πληρώνω τα κερατιάτικα / πληρώνω τη νύφη / πληρώνω το μάρμαρο.

σπίτι

σπίτι, το, ουσ. [<μσν. σπίτιν <ὁσπίτιον <λατιν. hospitium], το σπίτι. 1. η οικογένεια: «αυτή τον αγαπάει πολύ, αλλά δεν τον θέλουν απ’ το σπίτι της || δεν καταλαβαίνεις πως μ’ αυτές τις βλακείες που κάνεις στενοχωρείς το σπίτι σου; || χαιρετισμούς στο σπίτι!». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα με το σπίτι μου μαλώνω· τα δικά σου τα σπασμένα εγώ πληρώνω). 2. (γενικά) ο οικιακός εξοπλισμός, καθώς και η επίπλωση: «έχει κάνει ένα σωρό έξοδα, γιατί παντρεύει την κόρη του και στήνει το σπίτι της». 3. ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο: «όλα τα σπίτια είναι μαζεμένα γύρω απ’ το λιμάνι». 4. κατάλληλα διαμορφωμένα κλειστός χώρος, όπου διαδραματίζονται οι περιπέτειες των παιχτών του big brother: «από την κόντρα των τάδε, επικρατούσε για τρίτη μέρα μεγάλη ένταση στο σπίτι».  5. ως επίρρ., σπίτι, στο σπίτι: «όταν κάνει κρύο, μένω σπίτι». Υποκορ. σπιτάκι, το, (βλ. λ.). (Ακολουθούν 121 φρ.)·
- αδειάζω το σπίτι, α. το απογυμνώνω από τα πράγματα αξίας που έχει, το κατακλέβω: «χτες βράδυ τα κλεφτρόνια άδειασαν τα πιο πολλά σπίτια της γειτονιάς». β. το ξενοικιάζω είτε ως ιδιοκτήτης είτε ως ένοικος: «την άλλη βδομάδα αδειάζω το σπίτι και μπορώ να στο νοικιάσω || την άλλη βδομάδα αδειάζω το σπίτι, γιατί βρήκα άλλο με φθηνότερο νοίκι»·
- άδειο σπίτι, α. το ξενοίκιαστο: «ξέρεις πουθενά κανένα άδειο σπίτι, για να το νοικιάσω;». β. που δεν έχει ενοίκους, που δε ζει κανένας ή που δε ζουν όσοι ζούσαν, όσοι θα έπρεπε να ζουν: «εδώ κάποτε ζούσε ολόκληρη οικογένεια, αλλά ξεκληρίστηκε σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα κι απόμεινε άδειο σπίτι || κάποτε μέσα στο σπίτι αντιλαλούσαν οι χαρούμενες φωνές των παιδιών, όμως τα παιδιά μεγάλωσαν, έκαναν δικές τους οικογένειες κι απόμειναν μόνοι, δυο γέροι, μέσα στ’ άδειο σπίτι»·
- αλλάζω σπίτι, μετακομίζω από αυτό στο οποίο διαμένω σε ένα άλλο: «την άλλη βδομάδα αλλάζω σπίτι, γιατί σ’ αυτό που μένω θα εγκατασταθεί η κόρη του ιδιοκτήτη που παντρεύτηκε»·
- άμα θέλεις να βρεις σπίτι, ψάξε για γείτονα, βλ. λ. γείτονας·
- αν δε σε θέλουν στο χωριό, μη ζητάς το σπίτι του παπά, βλ. λ. χωριό·
- αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει, όποιος δεν παινεύει κάποιον της οικογενείας του ή κάτι που είναι δικό του τότε βλάπτει αρχικά τον ίδιο του τον εαυτό. Συνήθως λέγεται ειρωνικά και σε κάποιον, που εκθειάζει τις αρετές και τις ικανότητες συγγενικού του προσώπου·
- αν δεν παντρέψεις κόρη κι αν δε χτίσεις σπίτι, δεν ξέρεις τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- ανάποδο σπίτι, που δεν έχει καλή διαρρύθμιση, που δεν είναι βολικό: «μπορεί να είναι μεγάλο και καλοχτισμένο, αλλά με τους διαδρόμους και τα δωματιάκια του είναι τελικά ανάποδο σπίτι»·
- άνθρωπος του σπιτιού, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγω σπίτι, παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια: «μόλις βρω μια σταθερή δουλειά, θα βρω κι ένα καλό κορίτσι για ν’ ανοίξω σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ το κρητικόπουλο από τον Ψηλορείτη αγάπησα μια κοπελιά, μ’ αυτή θ’ ανοίξω σπίτι). Συνών. ανοίγω νοικοκυριό·
- ανοίγω το σπίτι, κάνω διάρρηξη: «χτες βράδυ άνοιξαν το σπίτι του τάδε»·
- ανοίγω το σπίτι μου, δέχομαι κοινωνικές επισκέψεις, έχω κοινωνική, κοσμική  ζωή: «αν δεν περάσουν τρία χρόνια απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου, δε θ’ ανοίξω το σπίτι μου»·
- ανοιχτό σπίτι, το κοσμικό, το φιλόξενο: «έχουν ανοιχτό σπίτι και κάθε τόσο κάνουν διάφορα πάρτι || όποιος φίλος περνάει απ’ την πόλη μας, κοιμάται στον τάδε, γιατί έχει ανοιχτό σπίτι»·
- απ’ τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- από σπίτι σε σπίτι, από το ένα σπίτι στο άλλο διαδοχικά: «κάθε μέρα γυρίζει από σπίτι σε σπίτι και κάνει κουτσομπολιό || είναι τόσο φτωχός, που κάθε μέρα ζητιανεύει από σπίτι σε σπίτι»·
- βασιλικός στη γειτονιά, κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι, λέγεται γι’ αυτούς, που ενώ στις παρέες τους είναι ευγενικοί και πρόσχαροι στην οικογένειά τους φέρονται σκληρά, τυραννικά: «έτσι είναι τα πιο πολλά σημερινά παιδιά, βασιλικός στη γειτονιά κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι»·
- βαστώ το σπίτι, συντηρώ, φροντίζω την οικογένειά μου: «ένας Θεός ξέρει με τι κόπους και θυσίες βαστώ αυτό το σπίτι!»·
- γαμώ το σπίτι μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου: «γαμώ το σπίτι μου, πάλι λάθος έκανα!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ το σπίτι σου! ή σου γαμώ το σπίτι! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ το σπίτι σου, μου δημιουργείς συνέχεια προβλήματα! || σου γαμώ το σπίτι αν ξανακάνεις κοπάνα!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- δε με χωράει το σπίτι, νιώθω έντονη στενοχώρια, ανυπομονησία ή ανησυχία για κάτι ή νιώθω έντονη χαρά για κάτι, πράγμα που με κάνει να μην μπορώ να μείνω στο σπίτι: «όταν είμαι στενοχωρημένος, δε με χωράει το σπίτι, γιατί έχω την εντύπωση ότι πνίγομαι || κάθε βράδυ μέχρι να επιστρέψουν τα παιδιά μου, δε με χωράει το σπίτι || όταν μου τηλεφώνησαν πως κέρδισα το λαχείο, πετάχτηκα στους δρόμους, γιατί δε με χωρούσε το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: τους δρόμους πήρα μες στην παγωνιά κι ήρθα να πιω σε μια γωνιά. Δε με χωράει το σπίτι μου, τα ρούχα μου μου φταίνε, για μια γυναίκα στη ζωή τα δυο μου μάτια κλαίνε
- δεν είναι για σπίτι, (και για τα δυο φύλα) λόγω χαρακτήρα ή επαγγέλματος δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει οικογένεια: «όπως έχει μάθει αυτός με τις παλιοπαρέες και τα ξενύχτια, δεν είναι για σπίτι || όσο να πεις, ένας ναυτικός δεν είναι για σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: στου Αιγάλεω το Σίτυ, στου Αιγάλεω το Σίτυ “περιτράνως απεδείχθη” πως δεν είσαι συ για σπίτι
- δεν κάνει για σπίτι, (και για τα δυο φύλα) δεν είναι ικανός, κατάλληλος ή ώριμος για να κάνει οικογένεια: «είναι καλό παιδί, αλλά άμυαλο, γι’ αυτό δεν κάνει για σπίτι || όταν δει κάποιον όμορφο παίζει το μάτι της, γι’ αυτό δεν κάνει για σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μου στέρησες το σπλάχνο μου και ρήμαξε η ζωή μου, δεν έκανες για σπίτι εσύ ούτε για το παιδί μου
- δεν ξέρει τι θα πει σπίτι ή δεν ξέρει τι πάει να πει σπίτι, δεν πηγαίνει τακτικά στο σπίτι του, είτε γιατί δουλεύει πάρα πολύ είτε γιατί το ’χει ρίξει στις διασκεδάσεις: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, δεν ξέρει τι θα πει σπίτι, γιατί δουλεύει σαν σκυλί || όσο ήταν λεύτερος, δεν ήξερε τι πάει να πει σπίτι, γιατί είχε το μυαλό του συνέχεια στις διασκεδάσεις»·    
- δεν πάω σπίτι μου απόψε! έκφραση ενθουσιασμένου ανθρώπου, που βρίσκεται σε απόλυτη ψυχική ευφορία, ιδίως λόγω ποτού. (Λαϊκό τραγούδι: δεν πάω σπίτι μου απόψε,να χαρώ την όμορφη βραδιά, απόψε όλα θα τα σπάσω και το πρωί θα πάρω τα κλειδιά
- δεν το κάνω σπίτι, δε συνηθίζω να κάνω κάτι ή το κάνω πάρα πολύ αραιά: «κάπου κάπου πηγαίνω κι εγώ στα μπουζούκια, αλλά δεν το κάνω σπίτι». Από το ότι το σπίτι του καθενός είναι ο χώρος που συνήθως περνάει τις περισσότερες ώρες της ημέρας ή είναι ο χώρος όπου επιστρέφει κάθε μέρα·
- διέλυσε το σπίτι του, διέλυσε την οικογένειά του, χώρισε με τη σύζυγό του: «για μια γυναίκα της νύχτας διέλυσε το σπίτι του»·
- δουλειές του σπιτιού, βλ. λ. δουλειά·
- είναι από καλό σπίτι, βλ. φρ. είναι από σπίτι·
- είναι από μεγάλο σπίτι, κατάγεται από πλούσια, από αριστοκρατική οικογένεια. (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμ’ εγώ παλιόπαιδο και μη με λες αλήτη, είμ’ από οικογένεια κι από μεγάλο σπίτι
- είναι από σπίτι, είναι από καλή οικογένεια, έχει καλή ανατροφή: «απ’ τη στάση και τους τρόπους του φαίνεται αμέσως πως το παιδί είναι από σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μου γίνανε στενός κορσές και μου μπήκανε στη μύτη, έλα πάρ’ το μου φωνάζουν, κι είν’ κορίτσι από σπίτι
- είναι από σπίτι με αρχές, είναι από ηθική και τίμια οικογένεια: «είναι παιδί από σπίτι με αρχές και δεν κάνει παρέα με τους αλήτες της γειτονιάς»·
- είναι κορίτσι από σπίτι, βλ. λ. κορίτσι·
- είναι του σπιτιού, ανήκει στην ίδια την οικογένεια με κάποιους άλλους, είναι συγγενής της οικογένειας: «άφησέ τον να μπει μέσα, γιατί είναι του σπιτιού»·
- είχαμε κηδεία στο σπίτι, βλ. λ. κηδεία·
- επιστρέφω στο σπίτι μου, (για ανώτερους δημόσιους λειτουργούς ή για πολιτικούς) τερματίζω τη σταδιοδρομία μου: «όλοι οι ηλικιωμένοι του κόμματος επέστρεψαν στο σπίτι τους, για ν’ αναλάβουν οι νεότεροι»·
- έφυγε απ’ το σπίτι, εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι ή εγκατέλειψε τη σύζυγό του, την οικογένειά του: «μάλωσε άγρια με το γέρο του κι έφυγε απ’ το σπίτι || τα ’μπλεξε με μια παρδαλή κι έφυγε απ’ το σπίτι του»· βλ. και φρ. το ’σκασε απ’ το σπίτι·
- έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό, βλ. λ. γυναίκα·
- ζει σε γυάλινο σπίτι, είναι απαλλαγμένος από κάθε είδους διαπλοκή ή από άλλες ύποπτες ή παράνομες ενέργειες: «ένας πολιτικός πρέπει να ζει σε γυάλινο σπίτι, για να δίνει με τη διαγωγή του το καλό παράδειγμα και στους πολίτες». Από το ότι, αυτός που ζει μέσα σε γυάλινο σπίτι, δεν μπορεί να κάνει τίποτα κρυφό, γιατί όλες του οι ενέργειες βρίσκονται σε κοινή θέα·
- ζει το σπίτι του, συντηρεί το σπίτι του: «είναι πολύ άξιο παλικάρι, γιατί από μικρός ζει το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: πέντε χρόνια στη δουλειά σου ζούσες σπίτι, τα παιδιά σου, ήσουνα τεχνίτης πρώτης, ο Αντώνης ο Πειραιώτης
- ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει δυο σπίτια, ένας αποτυχημένος γάμος, έχει οπωσδήποτε συνέπεια και στις οικογένειες των δυο συζύγων: «δεν είναι μόνο που και οι δυο τους είναι στραβόξυλα, αλλά το κακό είναι πως ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει δυο σπίτια»·
- η βασίλισσα του σπιτιού, βλ. λ. βασιλιάς·
- η μικρή μαγεριά, κάνει μεγάλα σπίτια, με την οικονομία δημιουργεί κανείς πλούτο: «αυτός θα γίνει πλούσιος μια μέρα με την οικονομία που κάνει, γιατί η μικρή μαγειριά, κάνει τα μεγάλα σπίτια»·
- θα σε στείλω σπίτι ή θα σε στείλω σπίτι σου ή θα σε στείλω στο σπίτι σου, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε απολύσω από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «αν σε ξαναπιάσω να κάνεις κοπάνα, θα σε στείλω στο σπίτι σου»·
- θρέφω το σπίτι μου, προσφέρω στην οικογένειά μου τα απαραίτητα για να ζήσει: «κάνω δυο δουλειές για να θρέψω το σπίτι μου»·
- κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του, ο καθένας νιώθει πολύ άνετα και ευχάριστα στο σπίτι του: «όλη τη μέρα μπερδεύομαι μ’ ένα σωρό ανθρώπους και μόλις γυρίσω στο σπίτι νιώθω ευτυχισμένος, γιατί κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του»·
- και του χρόνου σπίτια μας! ή και του χρόνου στα σπίτια μας! ευχετική έκφραση α. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα ξενιτεμένα άτομα, με το νέο χρόνο να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, στην οικογένειά τους. β. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα άτομα που είναι ανύπαντρα, με το νέο χρόνο να παντρευτούν και να βρίσκονται στο δικό τους σπίτι, στη δική τους οικογένεια. γ. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα στρατευμένα άτομα, με το νέο χρόνο να έχουν πάρει το απολυτήριό τους και να βρίσκονται στα σπίτια τους·
- καίει το σπίτι, επικρατεί στους χώρους του μεγάλη ζέστα: «άνοιξε κανένα παράθυρο να δροσιστούμε, γιατί καίει το σπίτι»·
- καιρός για σπίτι, βλ. λ. καιρός·
- κακόφημο σπίτι, ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο: «όλα τα κακόφημα σπίτια βρίσκονταν κάποτε στην περιοχή του λιμανιού»·
- κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι, καλύτερα φτωχός και να αφεντεύω το σπίτι μου, παρά να είμαι σε ένα πλουσιόσπιτο και να με αφεντεύουν άλλοι: «κάντε εσείς παρέα μ’ αυτό το πλουσιόπαιδο, γιατί εγώ, κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι»·  
- κάνω σπίτι, α. παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια: «μόνο αν βρω την κατάλληλη γυναίκα θα κάνω σπίτι». Συνών. κάνω νοικοκυριό. β. χτίζω σπίτι: «επειδή η κόρη μου έφτασε σε ηλικία γάμου, της κάνω ένα σπίτι για προίκα»·
- κάνω το σπίτι, καθαρίζω το εσωτερικό του, τους χώρους όπου ζω και κινούμαι: «επειδή αύριο έχω κάποιους φίλους καλεσμένους, δε θα ’ρθω μαζί σας στην εκδρομή, γιατί πρέπει με την κυρά μου να κάνω το σπίτι»·
- κλείνω το σπίτι μου, διαλύω την οικογένειά μου: «έμπλεξε με κάτι παρδαλές κι έκλεισε το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια
- κολόνα του σπιτιού, βλ. λ. κολόνα·
- κουρελού έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. κουρελού·
- μ’ έφαγε το σπίτι, κουράστηκα πολύ για να το συμμαζέψω, να το συγυρίσω: «μόλις γυρίσαμε απ’ τις διακοπές, μ’ έφαγε το σπίτι, μέχρι να το βάλω σε μια τάξη»·
- μαζεύω σπίτι μου ή μαζεύω στο σπίτι μου (κάποιον), προσφέρω στέγη σε κάποιον: «επειδή για ένα διάστημα δεν είχε πού να μείνει, τον μάζεψα στο σπίτι μου»·
- μαζεύω το σπίτι, βλ. φρ. συμμαζεύω το σπίτι·
- μου ’βαλε φωτιά στο σπίτι, προκάλεσε ανυπολόγιστο κακό στην οικογένειά μου: «μου ’βαλε φωτιά στο σπίτι, ο άτιμος, γιατί παρέσυρε το γιο μου στα ναρκωτικά». (Λαϊκό τραγούδι: αισθήματα δεν είχες μέσα στην καρδιά σου και να με κάψει, ήθελες, το προμελέτημά σου. Μπαμπέσικη καρδιά, πώς μ’ έχεις βασανίσει, έβαλες στο σπίτι μου φωτιά
- μου διέλυσε το σπίτι, ήταν η αιτία που χώρισα με τη γυναίκα μου: «τον θεωρούσα φίλο κι αυτός ξεμυάλισε τη γυναίκα μου και μου διέλυσε το σπίτι»· βλ. και φρ. μου ’κλεισε το σπίτι·
- μου ’κλεισε το σπίτι, μου προξένησε μεγάλη ηθική ή οικονομική ζημιά ή προκάλεσε ανυπολόγιστο κακό στην οικογένειά μου ή σε κάποιο μέλος της οικογένειάς μου: «δε μου επέστρεψε τα λεφτά την ημερομηνία που μου είχε υποσχεθεί και μου ’κλεισε το σπίτι, γιατί δεν είχα τη δυνατότητα να συνεχίσω τη δουλειά  μου || τα ’μπλεξε με τη γυναίκα μου και μου ’κλεισε το σπίτι το κάθαρμα || σκότωσε το γιο μου με τ’ αυτοκίνητό του και μου ’κλεισε το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: Δημήτρη μου, Δημήτρη μου, μου το ’κλεισες το σπίτι μου // πόσα σπιτάκια έκλεισες και είναι ρημαγμένα, πόσοι λεβέντες μπήκανε στη φυλακή για σένα
- μου τίναξε το σπίτι στον αέρα, βλ. φρ. μου διέλυσε το σπίτι·
- μπερντέ έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. μπερντές·
- να πάει σπίτι ή να πάει στο σπίτι ή να πάει στο σπίτι του, έκφραση που απευθύνεται σε όσους δε συμπεριφέρονται ή δεν εργάζονται σύμφωνα με τους όρους μιας ομάδας ή μιας επιχείρησης με την έννοια να αποχωρήσουν, να φύγουν, να παραιτηθούν: «οι όροι του καταστατικού της ομάδας είναι αυτοί και, όποιος δε συμφωνεί, να πάει σπίτι || η επιχείρηση δουλεύει με αυτό το σύστημα κι όποιου δεν του αρέσει, να πάει στο σπίτι || το ωράριο είναι εφτά πέντε κι όποιος δε συμφωνεί, να πάει στο σπίτι του»·
- ντύνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) στρώνω τα χαλιά: «λέω όπου να ’ναι να ντύσω το σπίτι, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα»·
- ξεσηκώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) κάνω γενική καθαριότητα: «κάθε φορά που πλησιάζουν μεγάλες γιορτές, η μάνα μου ξεσηκώνει το σπίτι»·
- ξεστρώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) βγάζω τα χαλιά: «κάθε φορά που πλησιάζει το καλοκαίρι, η μάνα μου ξεστρώνει το σπίτι»·
- ο άντρας του σπιτιού, βλ. λ. άντρας·
- όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου, α. λέγεται για κείνους που αισθάνονται άνετα και οικεία σε οποιοδήποτε περιβάλλον: «αυτός ο άνθρωπος έχει τη φιλοσοφία όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου κι έτσι νιώθει παντού άνετα». β. αναφορά σε παλιότερες εποχές, όταν επικρατούσε ανθρωπιά και αλληλεγγύη μεταξύ των γειτόνων σε αντιδιαστολή με τη σημερινή εποχή, όπου κυριαρχεί η απανθρωπιά και ο ατομικισμός·
- όποιος κατηγορεί το σπίτι του, πέφτει και τον πλακώνει, όποιος δεν είναι ευχαριστημένος με αυτά που έχει, ως τιμωρία του τα χάνει και αυτά·
- όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του, αυτός που διαχειρίζεται καλά τα του οίκου του, διαχειρίζεται σωστά και λογικά και τη ζωή του: «πες μου τι κάνει στο σπίτι του και θα σου πω για τη ζωή του, γιατί όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του»·
- όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, γίνεται ρεζίλι του κόσμου αυτός που πουλάει το σπίτι του και ύστερα δεν έχει πού να μείνει: «μα με τα σωστά σου, θα πουλήσεις το σπίτι σου και θα ξεσπιτωθείς για να κάνεις μια αμφίβολη δουλειά; Όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, χαϊβάνι, έ χαϊβάνι!»·
- όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό, όταν γίνει το κακό, η ζημιά, τότε όλοι δήθεν προθυμοποιούνται να βοηθήσουν: «τώρα ξύπνησες να με βοηθήσεις που καταστράφηκα; Αλλά βέβαια, όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό»·
- όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα κάποιο κακό, γενικεύεται: «η κοινωνία πρέπει να απομονώνει και να λύνει έγκαιρα το πρόβλημα που προκύπτει, γιατί, όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου»·
- ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή, όλες οι οικογένειες λίγο πολύ έχουν τα ψεγάδια τους, τα ηθικά παραπτώματά τους: «εμένα μη μου λες πως είστε άγιοι στην οικογένειά σας, γιατί ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή»·
- ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι, λέγεται στην περίπτωση που ενώ συνήθως το κάθε σπίτι έχει τον προστάτη σύζυγο, πατέρα, αυτός επειδή εργάζεται εξαντλητικά είναι συνεχώς έξω από το σπίτι του: «απ’ το πρωί σκοτώνομαι με το νοικοκυριό και με την ανατροφή των παιδιών, γιατί ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι να βάλει κι αυτός κανένα χεράκι»·
- παίρνω δουλειά στο σπίτι, βλ. λ. δουλειά·
- παλιό σπίτι, οικογένεια αριστοκρατική, αρχοντική: «είναι το πιο παλιό σπίτι της πόλης μας»·
- παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα να μην μπαίνουνε στο σπίτι, ένδειξη πως σίγουρα κάτι άσχημο, κάτι οδυνηρό θα συμβαίνει·
- πεινά το σπίτι του, βρίσκεται σε έσχατη στέρηση, σε έσχατη φτώχεια, είναι πολύ φτωχοί: «εδώ πεινά το σπίτι του κι αυτός ούτε που νοιάζεται». (Τραγούδι: δεν ντρέπεσαι Μηνά, το σπίτι σου πεινά κι εσύ στο καπηλειό πίνεις κρασί παλιό
- πεταμένο μου παιδί, νοικοκύρης του σπιτιού, βλ. λ. παιδί·
- πιάνω σπίτι, νοικιάζω: «έπιασα ένα σπίτι κοντά στην παραλία»·
- σαν σε τιμά το σπίτι σου, σε τιμά κι η γειτονιά σου, ο σεβασμός και η εκτίμηση που δείχνει στον άντρα το σπίτι του, η οικογένειά του, έχει αντίκτυπο και στον κόσμο που φέρεται ανάλογα: «μα και βέβαια σ’ εκτιμά και σε υπολήπτεται ο κόσμος, γιατί σαν σε τιμά το σπίτι σου, σε τιμά κι η γειτονιά σου»·
- σαν στο σπίτι σου! ή σαν το σπίτι σου! φιλοφρονητική έκφραση σε άτομο που μας επισκέπτεται στο σπίτι μας, να νιώσει και να κινηθεί με μεγάλη άνεση, όπως δηλ. και στο σπίτι του·
- σήκωσαν όλο το σπίτι, το κατάκλεψαν, δεν άφησαν τίποτα μέσα: «το καλοκαίρι, που λείπαμε διακοπές, ήρθαν οι κλέφτες και σήκωσαν όλο το σπίτι»·
- σπίτι με τα όλα του, με όλες τις ανέσεις, με όλα τα κομφόρ: «είναι αρκετά πλούσιος κι έχει ένα σπίτι με τα όλα του»·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) πορδοκαλυβάκι μου, ό,τι και παρακάτω, με μια διάθεση περισσότερης οικειότητας ή χάριν αστεϊσμού·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) σπιτοκαλυβάκι μου, έκφραση αγάπης για το σπίτι μας. Λέγεται και με νοσταλγική διάθεση, όταν βρισκόμαστε μακριά του ή ως εκδήλωση λατρείας, όταν επιστρέφουμε σε αυτό μετά από πολύ καιρό απουσίας·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) φτωχοκαλυβάκι μου, ό,τι και το παραπάνω·
- σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, να μάθεις να ξεχωρίζεις και να ενεργείς ανάλογα με αυτό που σε ωφελεί περισσότερο και σε βάθος χρόνου: «άσε τις πολυτέλειες και τις μεγαλομανίες και συγκεντρώσου στη δουλειά σου, γιατί σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, αν θέλεις να προκόψεις»·
- σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός, (γενικά) όταν κάποιος δεν προνοεί, τότε πέφτει σε δύσκολες ή δυσάρεστες καταστάσεις, ιδίως όταν πρόκειται για θέματα υγείας: «πρέπει να προσέχει καλά κανείς τον εαυτό του, γιατί σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός». Από την εικόνα της νοικοκυράς που ανοίγει τα παράθυρα για να αεριστεί το σπίτι και να μπει ο ήλιος μέσα, κίνηση που εντάσσεται στους κανόνες υγιεινής ενός σπιτιού·
- σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει, βλ. λ. Γιάννης·
- στην οικία του σπιτιού μας ή στην οικία του σπιτιού μου, απάντηση που δίνεται συνήθως χάριν αστεϊσμού σε άτομο που μας ρωτάει πού περάσαμε, ιδίως την περίοδο κάποιων θρησκευτικών ή εθνικών εορτών και έχει την έννοια πως τις περάσαμε στο σπίτι. Ο πλ. επειδή ίσως να υπάρχει και οικογένεια, αλλά και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.   
- στήνω σπίτι, βλ. συνηθέστ. στήνω σπιτικό, λ. σπιτικό·
- στις εννιά του μακαρίτη, άλλος έρχεται στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μέσ’ στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι, βλ. λ. μακαρίτης·
- στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σκοινί ή στου κρεμασμένου το σπίτι δε μιλάνε για σκοινί, α. δεν πρέπει να κατηγορεί κάποιος έναν άλλον για λάθη, παρατυπίες ή παρανομίες που προηγουμένως τις έχει κάνει και ο ίδιος. β. δεν πρέπει να μιλάμε παρουσία κάποιου για θέματα που προηγουμένως τον έχουν πληγώσει ή τον έχουν βασανίσει πολύ·
- στου κλέφτη το σπίτι, κλέφτες δεν πατούν, βλ. λ. κλέφτης·
- στρώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) στρώνω στο πάτωμα τα χαλιά, ιδίως στην αρχή της χειμερινής περιόδου: «αύριο έχω σκοπό να στρώσω το σπίτι, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα». Είναι και φορές που ακούγεται μόνο το ρήμα: «αύριο έχω σκοπό να στρώσω, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα»·
- συμμαζεύω το σπίτι, το τακτοποιώ, το νοικοκυρεύω: «απ’ το πρωί η μητέρα συμμαζεύει το σπίτι, γιατί το βράδυ θα έχουμε επισκέψεις»·
- ταΐζω το σπίτι μου, βλ. φρ. θρέφω το σπίτι μου·
- τινάζω το σπίτι μου στον αέρα, διαλύω την οικογένειά μου, χωρίζω με τη σύζυγό μου: «τίναξε το σπίτι του στον αέρα για μια παρδαλή»·
- το ’σκασε απ’ το σπίτι, (ιδίως για νεαρά άτομα) εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι: «επειδή την καταπίεζε ο πατέρας της, το ’σκασε απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: δε γουστάρω πια το τσίτι και τη φτωχογειτονιά, θα το σκάσω απ’ το σπίτι,να γλεντήσω τον ντουνιά
- το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη, αν και είμαστε φτωχοί, προσφέρουμε πλούσια φιλοξενία: «όσους φιλοξενήσαμε έχουνε να το λένε, γιατί το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη»· 
- το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνες μην κάνεις, μη βοηθάς κάποιον χρηματικά, όταν η οικογένειά σου έχει ανάγκη από αυτά τα χρήματα: «σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή που περνάει η οικογένειά σου, σταμάτα να βοηθάς τον έναν και τον άλλον, γιατί το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνες μην κάνεις»·
- το σπίτι της αμαρτίας, σπίτι όπου παρατηρείται έντονη σεξουαλική δραστηριότητα, όπου συμβαίνουν όργια: «απ’ τη μέρα που τον παράτησε η γυναίκα του, κατάντησε το σπίτι του σπίτι της αμαρτίας»·
- το σπίτι των ανέμων, κακοδιατηρημένο ή εγκαταλελειμμένο σπίτι που βρίσκεται σε κάποιο ύψωμα: «τα μικρά παιδιά ένιωθαν φόβο σαν αντίκριζαν το σπίτι των ανέμων»·
- τον έδιωξε απ’ το σπίτι, του στέρησε το δικαίωμα να μένει μαζί με την οικογένειά του, τον έδιωξε από την οικογένειά του: «επειδή ο γιος του μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά, τον έδιωξε απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: στους παράνομους τους δρόμους μαύρη μ’ έριξε. Ως κι η μάνα μου ακόμα, που με τάιζε στο στόμα, απ’ το σπίτι μ’ έδιωξε
- τον έστειλα σπίτι ή τον έστειλα σπίτι του ή τον έστειλα στο σπίτι του, τον απέλυσα από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «επειδή έκανε συνέχεια κοπάνες, τον έστειλα σπίτι του»·
- τον πλακώνει το σπίτι, του προκαλεί δυσθυμία, τον καταπιέζει ψυχικά: «βρήκε τη δικαιολογία πως τον πλακώνει το σπίτι, και κάθε βράδυ ξεπορτίζει»·
- τον χάνει το σπίτι του, βρίσκεται συχνά ή για αρκετό καιρό μακριά από την οικογένειά του: «τον τελευταίο καιρό έχει μπλέξει με κάτι παλιοπαρέες και κάθε τόσο τον χάνει το σπίτι του || δουλεύει πλασιέ σε μια εταιρεία και τον χάνει το σπίτι του, καθώς βγαίνει κάθε τόσο στην επαρχία για να δειγματίζει τα νέα προϊόντα»·
- του άδειασαν το σπίτι, μπήκαν μέσα διαρρήκτες και έκλεψαν όλα ή τα περισσότερα πράγματα: «χτες βράδυ, που έλειπε με τη γυναίκα του, του άδειασαν το σπίτι»·
- του άνοιξαν το σπίτι, μπήκαν μέσα διαρρήκτες: «χτες βράδυ του άνοιξαν το σπίτι και του πήραν τηλεόραση και βίντεο»·
- του γαμώ το σπίτι, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή μπεκροπίνει, τον έπιασε ο αδερφός του μπροστά στον κόσμο και του γάμησε το σπίτι». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση τον κατανικώ: «επειδή έκανε κοπάνα απ’ τη δουλειά, ο διευθυντής του του γάμησε το σπίτι || τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε το σπίτι». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του σήκωσαν το σπίτι, βλ. φρ. του άδειασαν το σπίτι·
- του χρόνου σπίτι σας! ευχή σε ζευγάρι να είναι παντρεμένο τον επόμενο χρόνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και·
- του χρόνου σπίτι σου! (και για τα δυο φύλα) ευχή να είναι παντρεμένο τον επόμενο χρόνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και·
- τους βγάζω απ’ το σπίτι, (συνήθως για οικογένεια) τους κάνω έξωση: «τους βγάζω απ’ το σπίτι, γιατί έχουν μαζέψει στο διαμέρισμα τέσσερα σκυλιά, που έχουν σηκώσει στο πόδι την πολυκατοικία με τα γαβγίσματά τους»·
- τους πετώ απ’ το σπίτι, (συνήθως για οικογένεια) τους κάνω έξωση βίαια ή με ένδικα μέσα: «επειδή δε με πλήρωσαν πέντε νοίκια, τους πέταξα απ’ το σπίτι»·
- φεύγω απ’ το σπίτι, α. εγκαταλείπω τη σύζυγό μου, την οικογένειά μου, διακόπτω τις σχέσεις μου με την οικογένειά μου: «τα ’μπλεξε με μια πιτσιρίκα κι έφυγε απ’ το σπίτι || ο γιος του έμπλεξε με κάτι παλιοπαρέες κι έφυγε απ’ το σπίτι». β. ξενοικιάζω το σπίτι που μένω: «τον άλλο μήνα φεύγω απ’ το σπίτι που μένω, γιατί βρήκα άλλο καλύτερο»·
- φτιάχνω σπίτι, βλ. φρ. ανοίγω σπίτι και κάνω σπίτι·
- χαλώ το σπίτι μου, διαλύω την οικογένειά μου, χωρίζω με τη σύζυγό μου: «εγώ για καμιά γυναίκα δεν πρόκειται να χαλάσω το σπίτι μου»·
- χόρευε κυρά και σειού, μα έχε κι έννοια του σπιτιού, βλ. λ. κυρά.

στάνη

στάνη, η, ουσ. [<σλαβ. stan], η στάνη· χώρος, ιδίως κλειστός, που είναι βρόμικος και ακατάστατος: «είναι τόσο τσαπατσούλικο παιδί, που έχει πάντα το δωμάτιό του σαν στάνη». Από την εικόνα της στάνης που είναι ακατάστατη και βρόμικη·
- αρνί που φεύγει απ’ τη στάνη, το τρώει ο λύκος, βλ. λ. αρνί·
- αυτή η στάνη αυτό το τυρί βγάνει, ανάλογα με τις συναναστροφές, με το περιβάλλον στο οποίο έζησε ή ζει κανείς είναι και οι πράξεις του, ή ανάλογα με τις δυνατότητές του είναι και οι ενέργειές του, η προσφορά του: «αφού έμπλεξε με αλήτες αλητείες θα κάνει, γιατί αυτή η στάνη αυτό το τυρί βγάνει || μη ζητάς παραπάνω, γιατί αυτή η στάνη αυτό το τυρί βγάνει».    

στόμα

στόμα, το, ουσ. [<αρχ. στόμα], το στόμα. 1. ο άνθρωπος ως μονάδα κατανάλωσης τροφής: «σκοτώνεται κάθε μέρα στη δουλειά, γιατί έχει πέντε στόματα να θρέψει». (Λαϊκό τραγούδι: και στο σπίτι δεν υπάρχει ούτε μια σταγόνα λάδι, τόσα στόματα πώς ζούνε πρωί, μεσημέρι, βράδυ;). 2. στον πλ. τα στόματα, ο κοινωνικός περίγυρος, που σχολιάζει, που κριτικάρει τις πράξεις κάποιου ή κάποιων: «έχω ακούσει πως μερικά στόματα σε κατακρίνουν για τις παρέες που κάνεις». Υποκορ. στοματάκι, το. Μεγεθ. στοματάρα, η. Σπάνια ακούγεται λανθασμένα και στόμας, ο. (Ακολουθούν 189 φρ.)·
- αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα, βλ. λ. γάιδαρος·
- αθύρωτο στόμα, βλ. συνηθέστ. απύλωτο στόμα·
- ακόμη το στόμα του μυρίζει γάλα, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους, που είναι και μεγαλύτεροί του αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «ακόμη το στόμα του μυρίζει γάλα και θέλει να μας κάνει και το δάσκαλο!». Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- αμάν αυτό το στόμα σου! έκφραση αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας σε κάποιον που μιλάει ασταμάτητα ή που κακολογεί συνεχώς: «αμάν αυτό το στόμα σου! Όταν αρχίζει(ς) να μιλά(ς) δεν αφήνει(ς) άλλον κανέναν να μιλήσει || αμάν αυτό το στόμα σου! Δε θα πει(ς) καλό λόγο για κανέναν!»·
- αν είχε στόμα, θα μιλούσε, βλ. φρ. στόμα να ’χε, θα μιλούσε·
- άναψε το στόμα μου, α. κάηκα από κάποιο φαγητό, γιατί περιείχε πολλά μπαχαρικά, ή από κάποιο ρόφημα, που ήταν πολύ ζεστό: «μόλις έφαγα την πρώτη κουταλιά, άναψε το στόμα μου απ’ το πιπέρι που είχε το φαγητό». β. μιλούσα ασταμάτητα και για πολλή ώρα: «άναψε το στόμα μου να τον συμβουλεύω, αλλά αυτός πού να βάλει μυαλό!»·
- ανοίγω το στόμα μου, α. μιλώ: «μην ανοίγεις το στόμα σου, αφού δεν ξέρεις για ποιο πράγμα μιλάμε». (Νησιώτικο τραγούδι: ήρθε η ώρα κι η στιγμή το στόμα μου ν’ ανοίξω και στην καλή παρέα μου καληνύχτα ν’ αφήσω).β. προδίδω: «έφαγε τόσο ξύλο στην Ασφάλεια, που στο τέλος άνοιξε το στόμα του και τα ξέρασε όλα»·
- άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή! αντιμίλησε προκλητικά: «εγώ του είπα να προσέχει να μην κάνει καμιά ζημιά, κι αυτός άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή!». Πολλές φορές, συνοδεύεται με χειρονομία του ομιλητή να επιδεικνύει την πιθαμή του· βλ. και φρ. άνοιξ’ ένα στόμα να(!)·
- άνοιξ’ ένα στόμα να! έμεινε κατάπληκτος, εμβρόντητος: «μόλις μ’ είδε με το καινούριο μου αυτοκίνητο, άνοιξ’ ένα στόμα να!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με τις δυο παλάμες, καθώς εφάπτονται με τις εσωτερικές τους πλευρές και με τους καρπούς σταθερά ενωμένους σε οριζόντια θέση, να ανοίγουν από την πλευρά των δαχτύλων, σαν να θέλει ο ομιλητής να καταδείξει το μέγεθος του ανοίγματος του στόματος· βλ. και φρ. άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή(!)·
- άνοιξ’ ένα στόμα σαράντα πήχες! βλ. συνηθέστ. άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή(!)·
- άνοιξαν πολλά στόματα, μίλησαν πολλά άτομα για ένα θέμα το οποίο επιδίωκαν κάποιοι να μείνει στην αφάνεια, να το κουκουλώσουν: «μετά την αποκάλυψη της ανάμειξης του υπουργού στις παράνομες προμήθειες, άνοιξαν πολλά στόματα τα οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή δε μιλούσαν»· 
- άνοιξε το στόμα σου! (προτρεπτικά) μίλα: «άνοιξε, επιτέλους, το στόμα σου, πες κι εσύ κάτι!»·
- απ’ το δικό σου στόμα, από σένα τον ίδιο, από σένα προσωπικά: «αυτό που άκουσα πως λες για μένα, θέλω να τ’ ακούσω κι απ’ το δικό σου στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε με στο τηλέφωνο, κι απ’ το δικό σου στόμα, θέλω ν’ ακούσω να μου πεις πως μ’ αγαπάς ακόμα
- απ’ το στόμα μου το πήρες, είπες ακριβώς αυτό που ήμουν έτοιμος να πω: «απ’ τη στιγμή που ξέρουμε πως είναι καρφί, αν ξανάρθει στην παρέα μας λέω να τον διώξουμε. -Απ’ το στόμα μου το πήρες»·
- απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί! βλ. λ. Θεός·
- από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα, βλ. λ. κόρακας·
- από στόμα σε στόμα, με τον προφορικό λόγο, προφορικά: «η μεγάλη είδηση διαδόθηκε αμέσως από στόμα σε στόμα»·
- απύλωτο στόμα, λέγεται για άτομο που συνηθίζει να αυθαδιάζει ή να κατηγορεί συστηματικά τους άλλους, που δηλ. το στόμα του δεν κλείνεται από καμιά θύρα, πύλη: «ένα τέτοιο απύλωτο στόμα, αν είναι δυνατό να πει καλή κουβέντα για άνθρωπο!»·
- βάζω κάτι στο στόμα μου ή βάζω στο στόμα μου κάτι, α. τρώω σε μικρή ποσότητα είτε από βιασύνη είτε για να ξεγελάσω την πείνα μου: «κατά τις δώδεκα βάζω κάτι στο στόμα μου, γιατί δεν αντέχω μ’ άδειο στομάχι μέχρι το μεσημέρι». β. πολλές φορές προτρεπτικά ή συμβουλευτικά βάλε κάτι στο στόμα σου ή βάλε στο στόμα σου κάτι: «βάλε κάτι στο στόμα σου, γιατί θ’ αργήσουμε να φάμε»·
- βάζω λόγια στο στόμα του, βλ. λ. λόγος·
- βάζω στο στόμα μου (κάποιον), βλ. φρ. πιάνω στο στόμα μου (κάποιον)·
- βάζω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου, βλ. λ. κεφάλι·
- βαστώ το στόμα μου κλειστό, βλ. φρ. κρατώ το στόμα μου κλειστό·
- βγάζει αφρούς απ’ το στόμα του, βλ. λ. αφρός·
- βγάζει φλόγες απ’ το στόμα του, βλ. λ. φλόγα·
- βγάζει φωτιές απ’ το στόμα του, βλ. λ. φωτιά·
- βουλώνω πολλά στόματα, θρέφω πολλούς ανθρώπους, συντηρώ μεγάλη οικογένεια: «σκοτώνεται όλη τη μέρα στη δουλειά, γιατί έχει να βουλώσει πολλά στόματα»· βλ. και φρ. ταΐζω πολλά στόματα·
- βουλώνω τα στόματα του κόσμου ή βουλώνω το στόμα του κόσμου, με διάφορους τρόπους αποτρέπω αρνητικά σχόλια για κάποιον ή για μένα τον ίδιο: «τόσα χρόνια βοηθάω τους πάντες μόνο και μόνο για να βουλώνω τα στόματα του κόσμου απ’ την κακή διαγωγή σου»·
- βουλώνω το στόμα μου, βλ. φρ. κλείνω το στόμα μου·
- γαμώ το στόμα σου, υβριστική έκφραση σε άτομο που μιλάει συνέχεια ή σε άτομο που αισχρολογεί, που κακολογεί συνεχώς. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το ρ. γαμώ: «κλείσ’ το, γαμώ το στόμα σου, γαμώ για να μιλήσει και κανένας άλλος! || γαμώ το στόμα σου γαμώ, δε θα πεις ποτέ καλή κουβέντα για άνθρωπο!»·
- γεια στο στόμα σου! βλ. λ. γεια·
- γλίτωσα απ’ το στόμα του καρχαρία, βλ. συνηθέστ. γλίτωσα απ’ τα σαγόνια του καρχαρία, λ. σαγόνι·
- γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- γλίτωσα απ’ του χάρου το στόμα, βλ. λ. χάρος·
- δε βάζει τη γλώσσα στο στόμα του, βλ. λ. γλώσσα·
- δε βγάζω λέξη απ’ το στόμα μου, βλ. λ. λέξη·
- δεν ανοίγω το στόμα μου, α. δεν αρθρώνω, δε λέω λέξη από αμηχανία, ταραχή, κατάπληξη, ντροπή, φόβο ή τρόμο: «κάθε φορά που έχω άδικο, ό,τι και να μου πουν, δεν ανοίγω το στόμα μου || μόλις τον είδα αγκαλιά με τη γυναίκα του καλύτερου φίλου του, δεν μπόρεσα ν’ ανοίξω το στόμα μου || δεν μπόρεσα ν’ ανοίξω το στόμα μου, μόλις τον είδα να ’ρχεται καταπάνω μου με το μαχαίρι στο χέρι». β. (γενικά) δε μιλώ, δε λέω τίποτα: «όταν πεισμώσει, ό,τι και να του πεις, δεν ανοίγει το στόμα του». γ. δεν προδίδω: «παρόλο το ξύλο που έφαγε στην Ασφάλεια να μαρτυρήσει τους συνενόχους του, δεν άνοιξε το στόμα του». δ. είμαι κατ’ εξοχήν ολιγόλογος: «όταν μιλούν άνθρωποι που ξέρουν πολλά περισσότερα από μένα, εγώ δεν ανοίγω το στόμα μου»·
- δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου, δεν έφαγα τίποτα, είμαι νηστικός: «απ’ το πρωί δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου και τώρα πεινώ σαν λύκος»·
- δεν έκλεισε καθόλου το στόμα του, μιλούσε συνεχώς, φλυαρούσε αδιάκοπα: «απ’ τη στιγμή που κάθισε στην παρέα μας, δεν έκλεισε καθόλου το στόμα του»·
- δεν έβαλα τίποτα στο στόμα μου, βλ. φρ. δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου·
- δεν έκλεισε καθόλου το στόμα του, βλ. φρ. δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του·
- δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, μιλούσε συνεχώς: «απ’ την ώρα που ήρθε και κάθισε στο τραπέζι μας, δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του»·
- δεν έχει να βάλει ψωμί στο στόμα του, βλ. λ. ψωμί·
- δεν ξέρει ν’ ανοίξει το στόμα του, (για τραγουδιστές, τραγουδίστριες) δεν ξέρει να τραγουδά, δεν έχει φωνή για να ασχοληθεί επαγγελματικά με το τραγούδι: «πολλοί επώνυμοι κατηγορούν το fame story ότι βραβεύει τραγουδιστές, που δεν ξέρουν ν’ ανοίξουν το στόμα τους»·
- δεν παίρνεις κουβέντα απ’ το στόμα του, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του, βλ. λ. λέξη·
- έβγαλε το στόμα μου μαλλιά ή έβγαλε μαλλιά το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. μάλλιασε το στόμα μου·
- είναι άσχημο στόμα, βλ. συνηθέστ. έχει άσχημο στόμα·
- είναι βρόμικο στόμα, βλ. συνηθέστ. έχει βρόμικο στόμα·
- είναι κακό στόμα, βλ. συνηθέστ. έχει κακό στόμα·
- είναι ένα στόμα! βλ. συνηθέστ. έχει ένα στόμα(!)·
- είναι με το γέλιο στο στόμα ή έχει το γέλιο στο στόμα, βλ. λ. γέλιο·
- έμεινα με τη γλύκα στο στόμα, βλ. λ. γλύκα·
- έμεινε με το δάχτυλο στο στόμα, βλ. λ. δάχτυλο·
- έπεσα στου λύκου το στόμα, βλ. λύκος·
- έφτασε η ψυχή στο στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- έφυγε με την μπουκιά στο στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- έχει άσχημο στόμα, α. είναι αισχρολόγος: «δεν μπορεί να πει καλό για κανέναν, γιατί έχει άσχημο στόμα». β. μιλάει σκληρά, δε χαρίζεται σε κανέναν: «πρόσεξε μην τα βάλει μαζί σου, γιατί έχει άσχημο στόμα»·
- έχει βρόμικο στόμα, συνηθίζει να βρίζει: «όταν υπάρχουν γυναίκες στην παρέα μας τον διώχνουμε, γιατί έχει βρόμικο στόμα»·
- έχει γλυκό στόμα, α. είναι ευχάριστος, ευγενικός: «χαίρεσαι να τον ακούς, γιατί έχει γλυκό στόμα». β. (για γυναίκες) είναι ποθητό, ηδονικό: «χαίρεσαι να τη φιλάς, γιατί έχει γλυκό στόμα». (Λαϊκό στόμα: σαν λουλούδι πλάνο, μαγικό, μυρωμένο και μεθυστικό είναι το γλυκό της στόμα το φιδίσιο της το σώμα
- έχει ένα στόμα! α. είναι ιδιαίτερα αισχρολόγος: «δεν μπορείς να κάνεις σοβαρή κουβέντα μαζί του, γιατί έχει ένα στόμα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το Θεός να σε φυλάει. β.μιλάει πολύ σκληρά, δε χαρίζεται σε κανέναν: «μην τον τσιγκλάς, γιατί έχει ένα στόμα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το Θεός να σε φυλάει. γ. είναι μεγάλος κουτσομπόλης: «μη διανοηθείς να του εμπιστευτείς τίποτα, γιατί έχει ένα στόμα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το Θεός να σε φυλάει. δ.είναι ιδιαίτερα ικανός ρήτορας: «έχει ένα στόμα, που, όση ώρα και να μιλάει, χαίρεσαι να τον ακούς!». ε. (ιδίως για γυναίκες) έχει όμορφο στόμα, σαρκώδη χείλη: «έχει ένα στόμα, που σου ’ρχεται να το δαγκάσεις!»·
- έχει ένα στόμα σαν απόπατο ή έχει ένα στόμα σκέτο απόπατο, βλ. φρ. έχει ένα στόμα σαν βόθρο·
- έχει ένα στόμα σαν βόθρο ή έχει ένα στόμα σκέτο βόθρο, είναι πολύ αθυρόστομος, βρίζει ακατάσχετα: «όταν είναι στα καλά του, το στόμα του στάζει μέλι, όταν όμως νευριάσει, έχει ένα στόμα σαν βόθρο»·
- έχει ένα στόμα σαν χρεία ή έχει ένα στόμα σκέτη χρεία, βλ. συνηθέστ. έχει ένα στόμα σαν βόθρο·
- έχει ένα στόμα σαν πηγάδι, έχει πολύ μεγάλο στόμα: «όταν κάνει πως γελάει αυτός ο άνθρωπος, σε τρομάζει, γιατί έχει ένα στόμα σαν πηγάδι»· βλ. και φρ. έχει μεγάλο στόμα·
- έχει κακό στόμα, μιλάει πάντοτε με κακία για τους άλλους: «δεν είπε ποτέ καλό για κανέναν, γιατί έχει κακό στόμα»· βλ. και φρ. έχει άσχημο στόμα·
- έχει καλό στόμα, α. μιλάει πάντοτε με καλοσύνη και αγάπη: «δεν άκουσα ποτέ απ’ αυτόν τον άνθρωπο να πει κακό για κάποιον, γιατί έχει καλό στόμα». β. είναι καλός ρήτορας: «μπορώ να τον ακούω με άνεση, γιατί έχει καλό στόμα»·
- έχει κλειδωνιά στο στόμα του, βλ. λ. κλειδωνιά·
- έχει λουκέτο στο στόμα του, βλ. λ. λουκέτο·
- έχει μεγάλο στόμα, μιλάει πολύ, ιδίως συνηθίζει να αντιμιλάει ή να αναφέρεται θαρρετά στα κακώς κείμενα: «μην του πας κόντρα αυτού του ανθρώπου γιατί έχει μεγάλο στόμα και θα σου σπάσει τα νεύρα || δε θα του βγει σε καλό που έχει μεγάλο στόμα, γιατί έμαθε ο διευθυντής του πως τον κατηγορεί ως υπεύθυνο για τις απολύσεις που έγιναν»·
- έχει φερμουάρ στο στόμα του, βλ. λ. φερμουάρ·
- έχω το στόμα μου βουλωμένο ή έχω βουλωμένο το στόμα μου, βλ. φρ. βουλώνω το στόμα μου·
- έχω το στόμα μου κλεισμένο ή έχω κλεισμένο το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. έχω το στόμα μου κλειστό·
- έχω το στόμα μου κλειστό ή έχω κλειστό το στόμα μου, βλ. φρ. κλείνω το στόμα μου·
- θα μου ’βγαινε η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- θα σου βάλω πιπέρι στο στόμα ή θα σου βάλω στο στόμα πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- κλείνω το στόμα μου, παύω να μιλώ, σωπαίνω: «όταν υπάρχουν γεροντότεροι στην παρέα, κλείνω το στόμα μου και ακούω προσεκτικά τι λένε»· βλ. και φρ. κρατώ το στόμα μου κλειστό·
- κοιτάζω μ’ ανοιχτό στόμα ή κοιτάζω μ’ ανοιχτό το στόμα ή κοιτάζω μ’ ανοιχτό το στόμα μου ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό ή κοιτάζω με το στόμα μου ανοιχτό, βλ. φρ. μένω μ’ ανοιχτό στόμα. (Τραγούδι: πλήρωσες να μπεις και κοιτάς με ορθάνοιχτο στόμα, φλόγες να έχουν ζώσει τον στίβο και πού είσαι ακόμα
- κόλλησε το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. κόλλησε η γλώσσα μου, λ. γλώσσα·
- κρατώ το στόμα μου κλειστό ή κρατώ κλειστό το στόμα μου, σωπαίνω, δε μιλώ, δεν αποκαλύπτω μυστικό, που μπορεί να βλάψει κάποιον: «μπορούσε με μια λέξη του να μας ρίξει όλους στη φυλακή, όμως, ευτυχώς, κράτησε το στόμα του κλειστό». (Τραγούδι: κράτα το στόμα σου κλειστό, κράτα για σένα το σωστό κι άσε με μένα τον τρελό, κατά πώς θέλω να γλεντώ το χάλι μου, κύριε Μιχάλη
- κρέμομαι απ’ το στόμα του, η τύχη μου εξαρτάται από αυτό που θα πει: «το ξέρει πως κρέμομαι απ’ το στόμα του, γι αυτό πιστεύω πως θα σκεφτεί καλά τι θα καταθέσει στη δίκη»· βλ. και φρ. κρέμομαι απ’ τα χείλη του, λ. χείλι·
- λέει ό,τι του ’ρχεται στο στόμα, μιλάει απερίσκεπτα, στην τύχη, τα νοήματά του δεν έχουν ειρμό και περιεχόμενο: «όταν πιει κάνα δυο ποτηράκια, λέει ό,τι  του ’ρχεται στο στόμα». Συνών. λέει ό,τι θέλει / λέει ό,τι λάχει / λέει ό,τι του καπνίσει / λέει ό,τι του κατέβει / λέει ό,τι να ’ναι / λέει ό,τι του ’ρθει / λέει ό,τι φτάσει·
- μ’ άφησε μ’ ανοιχτό το στόμα ή μ’ άφησε με το στόμα ανοιχτό, από κάτι που μου είπε ή μου έδειξε ή από την εν γένει συμπεριφορά του με άφησε κατάπληκτο, εμβρόντητο και δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη: «μόλις μου ’δωσε χωρίς δεύτερο λόγο τα δανεικά που του ζήτησα, μ’ άφησε με το στόμα ανοιχτό»·
- μ’ άφησε με τη γλύκα στο στόμα, βλ. λ. γλύκα·
- μ’ ένα στόμα, δια βοής και ομόφωνα: «οι υπερασπιστές της πόλης απέρριψαν μ’ ένα στόμα την πρόταση παράδοσης»·
- μ’ έστειλαν στου λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- μάζεψε το στόμα σου, (απειλητικά) πάψε να μιλάς, ιδίως άσχημα ή προσβλητικά για μένα τον ίδιο ή και για πρόσωπο που με ενδιαφέρει: «μάζεψε το στόμα σου και πάψε να με κατηγορείς, γιατί θα πλακωθούμε στις μπουνιές»·
- μάλλιασε το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. μάλλιασε η γλώσσα μου·
- με μισό στόμα, συμφωνία ή υπόσχεση που γίνεται ή που δίνεται χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση: «μου ’δωσε το λόγο του πως θα με βοηθήσει, αλλά μου το ’πε με μισό στόμα»·
- με την κοιλιά στο στόμα, βλ. λ. κοιλιά·
- με την μπουκιά στο στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- με την ψυχή στο στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- με το στόμα άρα μάρα, με τα χέρια κουλαμάρα, βλ. λ. άρα μάρα·
- με το στόμα μπάρα μπάρα, με τα χέρια κουλαμάρα, βλ. λ. μπάρα μπάρα·
- με το στόμα φάε σκατά και με τα χέρια κάτσε, βλ. συνηθέστ. με το στόμα άρα μάρα, με τα χέρια κουλαμάρα·
- μένω μ’ ανοιχτό στόμα ή μένω μ’ ανοιχτό το στόμα ή μένω μ’ ανοιχτό το στόμα μου ή μένω με το στόμα ανοιχτό ή μένω με το στόμα μου ανοιχτό, α. εκπλήσσομαι έντονα, δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη από απροσδόκητο λόγο ή συμβάν που ακούω ή βλέπω: «έμεινα με το στόμα ανοιχτό, μόλις τον είδα να φιλιέται με τη γυναίκα του φίλου του». (Λαϊκό τραγούδι: ως κι ο Διάβολος ακόμα μένει μ’ ανοιχτό το στόμα και του έρχεται ζαλάδα, στων Ρωμιών την εξυπνάδα).β. αισθάνομαι έντονη απορία ή θαυμασμό για κάτι που ακούω ή βλέπω, και δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη: «μόλις του ζήτησα δανεικά και μου τα ’δωσε αμέσως, έμεινα με το στόμα ανοιχτό || έμεινα με το στόμα μου ανοιχτό, μόλις έμαθα πως πέρασε πρώτος στο πανεπιστήμιο»·
- μέσα στο στόμα μου το ’χω, βλ. φρ. στο στόμα μου το ’χω·
- μην ανοίξω το στόμα μου! απειλητική έκφραση εναντίον κάποιου πως αν αρχίσω να μιλάω, θα πω πράγματα που δεν του συμφέρουν καθόλου ή και που τον ενοχοποιούν: «σε μένα μην κάνεις το μάγκα, γιατί μην ανοίξω το στόμα μου! Δε θα ξέρεις από πού να φύγεις». (Λαϊκό τραγούδι: φύγε πριν ανοίξω το στόμα μου, φύγε πριν στα πω μαζεμένα, φύγε οι πληγές μου στο σώμα μου είν’ ακόμη από σένα
- μην πέσεις στο στόμα του, συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να προσέχει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί συνηθίζει να βρίζει, να κατηγορεί, να κακολογεί, να διαβάλλει: «πρόσεχε μην πέσεις στο στόμα του, γιατί δε σε ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας»·
- μιλώ έξω απ’ το στόμα, βλ. συνηθέστ. μιλώ έξω απ’ τα δόντια, λ. δόντι·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου άρπαξε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- μου βγήκε η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- μου πήρε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου πήρε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου ’φαγε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου ’φερε την ψυχή στο στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- μπήκα στου λύκου στο στόμα, βλ. λ. λύκος· 
- ν’ αγιάσει το στόμα σου! βλ. φρ. γεια στο στόμα σου! λ. γεια·
- να κρέμεσαι απ’ το στόμα του! βλ. συνηθέστ. να κρέμεσαι απ’ τα χείλη του! λ. χείλι·
- να μη σε πιάσω στο στόμα μου! (απειλητική ή προειδοποιητικά) αν ασχοληθώ με το άτομό σου, θα σε κακολογήσω τόσο πολύ, που σίγουρα θα σου δημιουργήσω πρόβλημα: «μη με πας κόντρα, γιατί, να μη σε πιάσω στο στόμα μου!». Μερικές φορές, η φρ. κλείνει με το άντε γιατί α· βλ. και φρ. να μην ανοίξω το στόμα μου(!)·
- να μην ανοίξω το στόμα μου! (απειλητικά ή προειδοποιητικά) να μην αρχίσω να μιλώ, γιατί θα πω πράγματα που δε σε συμφέρουν και που πιθανώς μπορεί και να σε βλάψουν: «μην κάνεις σε μένα που σε ξέρω τον καλό και τον τίμιο, για να μην ανοίξω το στόμα μου!». Μερικές φορές, η φρ. κλείνει με το άντε γιατί α· βλ. και φρ. να μη σε πιάσω στο στόμα μου(!)·
- ξεράθηκε το στόμα μου, βλ. φρ. στέγνωσε το στόμα μου·
- ξέφυγα απ’ του χάρου το στόμα, βλ. λ. χάρος·
- όταν μιλάς για (κάποιον ή κάτι), να πλένεις πρώτα το στόμα σου, δηλώνει πως το πρόσωπο ή το θέμα στο οποίο αναφέρεται ο συνομιλητής μας είναι πολύ σπουδαίο και για το λόγο αυτό είναι άξιο μεγάλου σεβασμού: «όταν μιλάς για τη μάνα μου, να πλένεις πρώτα το στόμα σου || όταν μιλάς για τη δημοκρατία, να πλένεις πρώτα το στόμα σου». Συνήθως μετά το τέλος της φρ. αναφέρεται και το είδος με το οποίο πρέπει να πλυθεί το στόμα, όπως είναι η χλωρίνη, το κεζάπι, το άκουα φόρτε, το ντουμποφλό και άλλα παρόμοια δραστικά απορρυπαντικά ή καθαριστικά υγρά, και πολύ σπάνια αναφέρεται η οδοντόκρεμα·
- παίρνω στο στόμα μου (κάποιον), βλ. συνηθέστ. πιάνω στο στόμα μου (κάποιον)·
- παίρνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- πέρασα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- πες τα ν’ αγιάσει το στόμα σου! βλ. συνηθέστ. πες τα χρυσόστομε! λ. χρυσόστομος·
- πες το ν’ αγιάσει το στόμα σου! βλ. συνηθέστ. πες το χρυσόστομε! λ. χρυσόστομος·
- πέφτω στα στόματα του κόσμου ή πέφτω στο στόμα του κόσμου, συζητιέμαι, σχολιάζομαι αρνητικά: «πώς να μην πέσεις στα στόματα του κόσμου με τις παλιοπαρέες που γυρνάς!»·
- πέφτω στο στόμα του, με βρίζει, με κατηγορεί, με κακολογεί, με διαβάλλει: «κάθε φορά που πέφτω στο στόμα του, έχω φασαρίες με τη γυναίκα μου, γιατί πιστεύει σ’ αυτά που λέει»·
- πιάνω στο στόμα μου (κάποιον), αναφέρομαι σε κάποιον με όχι κολακευτικά λόγια, τον κακολογώ: «εμένα μην μου παριστάνεις τον τίμιο άνθρωπο, γιατί, αν σε πιάσω στο στόμα μου, δε θα ξέρεις από πού να φύγεις!»·
- πιάνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- ποιος ακούει το στόμα της! αναφορά σε γυναίκα από την οποία είμαστε σίγουροι πως θα δεχτούμε αυστηρές επιπλήξεις ή πως θα υποχρεωθούμε να υπομένουμε την ακατάσχετη γκρίνια της, αν κάνουμε ή δεν κάνουμε κάτι: «είναι κάπως αδιάθετη η γυναίκα μου κι αν δεν πάω σήμερα νωρίς στο σπίτι, ποιος ακούει το στόμα της! || αύριο έχουμε την επέτειο του γάμου μας κι αν δεν της αγοράσω ένα δαχτυλίδι που της γυάλισε, ποιος ακούει το στόμα της!». Η αναφορά σε γυναίκα, γιατί πως, αυτή δημιουργεί συνήθως την γρίνια σε ένα σπίτι. Λέγεται και για άντρα·
- πρόσεχε το στόμα σου! α. συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να είναι κόσμιος στις εκφράσεις του: «εκεί που θα πάμε πρόσεχε το στόμα σου, γιατί θα είναι όλοι με τις οικογένειές τους». β. απειλητική έκφραση σε άτομο που μιλάει προσβλητικά, προκλητικά ή επιθετικά σε μας ή για άτομο που μας ενδιαφέρει, γιατί θα επέμβουμε δυναμικά εναντίον του: «πρόσεχε το στόμα σου, γιατί δε θ’ ανεχτώ άλλο τις βλακείες που λες για το φίλο μου!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. Συνών. πρόσεχε τα λόγια σου! / πρόσεχε τη γλώσσα σου(!)· 
- πρόσεχε το στόμα του, συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να προσέχει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί συνηθίζει να κακολογεί, να διαβάλλει τους άλλους: «όχι πολλά πάρε δώσε με τον τάδε, και το κυριότερο, πρόσεχε το στόμα του». Συνών. πρόσεχε τη γλώσσα του·
- ράβω το στόμα μου, α. αποφασίζω να πάψω στο εξής να μιλώ: «αφού κανείς δε μ’ ακούει, ράβω κι εγώ το στόμα μου και πέστε ό,τι θέλετε»·
- ράψε το στόμα σου! λέγεται προτρεπτικά, συμβουλευτικά ή και απειλητικά με την έννοια πάψε να μιλάς, βούλωσ’ το(!): «ράψε το στόμα σου, γιατί δεν ανέχομαι να κατηγορείς το φίλο μου!»·  
- σε κλεισμένο στόμα μύγα δεν μπαίνει, βλ. λ. μύγα·
- στέγνωσε το στόμα μου, α. δίψασα υπερβολικά: «δώσε μου να πιω ένα ποτήρι κρύο νερό, γιατί στέγνωσε το στόμα μου». β. μιλούσα αδιάκοπα, ιδίως συμβουλεύοντας κάποιον: «στέγνωσε το στόμα μου να τον συμβουλεύω, αλλά αυτός πέρα βρέχει»·
- στο στόμα μου το ’χω, α. λέγεται στην περίπτωση που ξέρουμε τι θέλουμε να πούμε ή γνωρίζουμε πώς να ονοματίσουμε κάτι, αλλά μας διαφεύγει ακριβώς τη στιγμή που γίνεται η κουβέντα. Συνών. στη γλώσσα μου το ’χω. β. είμαι έτοιμος να πω κάτι, κρατιέμαι για να μην πω κάτι που δε θα είναι αρεστό σε κάποιον ή κάποιους: «εμένα μη μου κάνεις τον τίμιο, γιατί στο στόμα μου το ’χω ν’ αποκαλύψω τη βρομιά σου»·
- στόμα έχει και μιλιά δεν έχει, α. είναι ιδιαίτερα ολιγόλογος: «αυτό το παιδί στόμα έχει και μιλιά δεν έχει». β. ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα ατόμου πως κάποιος είναι ολιγόλογος, ενώ στην πραγματικότητα είναι το αντίθετο: «ποιος δε μιλάει, ο τάδε; Τι να σου πω, στόμα έχει και μιλιά δεν έχει»·
- στόμα να ’χε, θα μιλούσε, έκφραση που επιτείνει κάποια αρνητική ενέργειά μας: «πώς αντέχει το στομάχι σου με τόσο ποτό; Στόμα να ’χε, θα μιλούσε || το διέλυσες τ’ αυτοκίνητό σου έτσι όπως το τρέχεις μέσα στα χωράφια. Στόμα να ’χε, θα μιλούσε»·
- σώθηκα απ’ το στόμα του καρχαρία, βλ. φρ. γλίτωσα απ’ του στόμα του καρχαρία·
- σώθηκα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- σώθηκα απ’ του χάρου το στόμα, βλ. λ. χάρος·
- τ’ άκουσα απ’ το ίδιο του το στόμα, το άκουσα να το λέει ο ίδιος: «είμαι σίγουρος γι’ αυτό που σου λέω, γιατί τ’ άκουσα απ’ το ίδιο του το στόμα»·
- τα λέμε στόμα με στόμα, κουβεντιάζουμε εντελώς ιδιωτικά: «έβγαλαν όλους τους άλλους έξω απ’ το δωμάτιο και τα λένε μέσα στόμα με στόμα»·
- τα λέω έξω απ’ το στόμα, βλ. συνηθέστ. τα λέω έξω απ’ τα δόντια, λ. δόντι·
- ταΐζω πολλά στόματα, α. θρέφω πολλούς ανθρώπους, συντηρώ μεγάλη οικογένεια: «σκοτώνομαι απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ στη δουλειά, γιατί ταΐζω πολλά στόματα». β. δωροδοκώ πολλούς ανθρώπους, για να πετύχω το σκοπό μου: «τάισα πολλά στόματα μέσα στην πολεοδομία, μέχρι να πάρω την άδεια ανέγερσης της πολυκατοικίας δίπλα στην παραλία»·
- της τον (τη, το) δίνω απ’ το στόμα ή της τον (τη, το) δίνω στο στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), της επιβάλλω το στοματικό έρωτα: «κάθε φορά που κάνουμε έρωτα, της τον δίνω απαραίτητα στο στόμα»·
- το κάνει απ’ το στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. φρ. τον (την, το) παίρνει απ’ το στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί)·
- το στόμα μου έγινε παπούτσι ή το στόμα μου έγινε σαν παπούτσι, βλ. φρ. η γλώσσα μου έγινε παπούτσι, λ. γλώσσα·
- το στόμα μου είναι δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα μου είναι φαρμάκι·
- το στόμα μου είναι φαρμάκι, είναι πολύ πικρό, συνήθως από αδιάκοπο κάπνισμα και έντονη κατανάλωση αλκοόλ: «όλη τη νύχτα πίναμε και καπνίζαμε και το πρωί το στόμα μου ήταν φαρμάκι»·
- το στόμα του βγάζει φωτιές, α. μιλάει ακατάπαυστα: «όταν αρχίζει να μιλάει, το στόμα του βγάζει φωτιές». β. κατακεραυνώνει τους αντιπάλους του ή τους ενόχους σε μια υπόθεση: «όταν ανέβηκε στο βήμα της Βουλής ο τάδε βουλευτής, το στόμα του έβγαζε φωτιές για τους εμπνευστές του αντεργατικού νομοσχεδίου»· 
- το στόμα του είναι δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του είναι μέλι, βλ. φρ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του είναι πετμέζι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει πετμέζι·
- το στόμα του είναι σαν πηγάδι, βλ. φρ. έχει ένα στόμα σαν πηγάδι·  
- το στόμα του είναι ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του είναι ροσόλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του είναι σερμπέτι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει σερμπέτι·
- το στόμα του είναι φαρμάκι, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του είναι χαβούζα, είναι πολύ βρομόστομος: «όταν θυμώνει με κάποιον, το στόμα του είναι χαβούζα». Αναφορά στις ακαθαρσίες και στα βρομόνερα που περιέχει μια χαβούζα·
- το στόμα του πάει ροδάνι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του πάει ροδάνι, λ. γλώσσα·
- το στόμα του πάει σαν μυδραλιοβόλο, βλ. φρ. το στόμα του πάει σαν πολυβόλο·
- το στόμα του πάει σαν οπλοπολυβόλο, βλ. φρ. το στόμα του πάει σαν πολυβόλο·
- το στόμα του πάει σαν πολυβόλο, μιλάει αδιάκοπα, ασταμάτητα: «όταν αρχίζει να μιλάει αυτός ο άνθρωπος, το στόμα του πάει σαν πολυβόλο». Αναφορά στο κροτάλισμα των πυροβόλων όπλων·
- το στόμα του πάει σαν ραπτομηχανή, μιλάει αδιάκοπα, ασταμάτητα: «όταν αποφασίσει να μιλήσει αυτός ο άνθρωπος, το στόμα του πάει σαν ραπτομηχανή». Αναφορά στο συνεχή ήχο που αφήνει η ραπτομηχανή, όταν γαζώνει·
- το στόμα του στάζει δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του στάζει μέλι, είναι πολύ γλυκομίλητος, μιλάει πολύ κολακευτικά, με πολλή αγάπη για κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στη γυναίκα του, το στόμα του στάζει μέλι». Αναφορά στη γλυκύτητα του μελιού·
- το στόμα του στάζει πετμέζι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει ροσόλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει σερμπέτι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει φαρμάκι, είναι κακεντρεχής, μιλάει με μεγάλη κακία, με μεγάλη κακεντρέχεια, λέει αυτό που μπορεί να στενοχωρήσει, να πικράνει ή να βλάψει κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στον τάδε, το στόμα του στάζει φαρμάκι»·
- το στόμα του στάζει χολή, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του χύνει δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του χύνει φαρμάκι, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του χύνει χολή, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το χρήμα αλλού ανοίγει τα στόματα κι αλλού τα κλείνει, βλ. λ. χρήμα·
- τον αφήνω με το στόμα ανοιχτό ή τον αφήνω μ’ ανοιχτό το στόμα, του προξενώ μεγάλη έκπληξη, τον αφήνω κατάπληκτο, άναυδο: «μόλις με είδε με την κουρσάρα και την γκομενάρα που είχα μέσα, τον άφησα με το στόμα ανοιχτό»·
- τον βρήκα με το πιστόλι στο στόμα, βλ. λ. πιστόλι·
- τον έχω όλο στο στόμα μου, σχολιάζω ή αναφέρομαι συνεχώς σε ένα άτομο που δεν είναι παρόν: «μου ήταν τόσο αγαπητός φίλος κι απ’ τη μέρα που έφυγε στο εξωτερικό, τον έχω όλο στο στόμα μου»·
- τον (την, το) παίρνει απ’ το στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή), το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ιδίως γυναίκα, επιδίδεται στο στοματικό έρωτα: «η τάδε είναι πολύ καλή στο κρεβάτι και, το κυριότερο, τον παίρνει απ’ το στόμα»·
- τον πιάνω στο στόμα μου, μιλώ για κάποιον, ιδίως αναφέρω τις κακές του ιδιότητες, τις παρατυπίες ή τις παρανομίες του: «να του πεις να μην ασχολείται μαζί μου, γιατί, αν τον πιάσω στο στόμα μου, δε θα τον ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας»·
- τον (την) ταΐζει στο στόμα, τον (τη) λατρεύει, τον (την) υπεραγαπά, του (της) πραγματοποιεί κάθε επιθυμία: «είναι πολύ τυχερός, γιατί έχει μια γυναίκα που τον ταΐζει στο στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: στους παράνομους τους δρόμους μαύρη μοίρα μ’ έριξε. Ως κι η μάνα μου ακόμα, που με τάιζε στο στόμα, απ’ το σπίτι μ’ έδιωξε
- του άρπαξα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του άρπαξα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του βγάζω την ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- του βούλωσα το στόμα, τον χτύπησα με τη γροθιά μου στο στόμα του: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, του ’δωσα μια και του βούλωσα το στόμα»· βλ. και φρ. του ’κλεισα το στόμα·
- του ’κλεισα το στόμα, α. με τη στάση, τις ενέργειές ή τη συμπεριφορά μου του απέδειξα ότι δεν είμαι αυτός που κατηγορούσε ότι ήμουν, τον αποστόμωσα: «έλεγε πως ήθελα το κακό του, αλλά, όταν πήγα στο δικαστήριο και κατέθεσα υπέρ του, του ’κλεισα το στόμα». β. τον δωροδόκησα για να μην πει κάτι κακό ή παράνομο που έκανα: «είχε σκοπό να με καρφώσει, αλλά του ’δωσα πέντε χιλιάδες ευρώ του ’κλεισα το στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: το δάσκαλο, το δάσκαλο αυτό το σαρδανάπαλο, που κατσαπλιάδες έχει γύρω, παράδες θα γιομίσετε, το στόμα αν του κλείσετε,που τάζει τους κολήγους κλήρο)·  
- του ’κλεισα το στόμα μια για πάντα, τον δολοφόνησα, τον σκότωσα, για να μην πει κάτι κακό ή παράνομο που έκανα: «επειδή κάθε τόσο μ’ εκβίαζε πως θα με καρφώσει στην Ασφάλεια, του ’κλεισα το στόμα μια για πάντα·
- του μπούκωσα το στόμα, α. τον δωροδόκησα πλουσιοπάροχα, για να μην πει κάτι κακό ή παράνομο που έκανα: «του μπούκωσα το στόμα, για να μην καταθέσει εναντίον μου». β. του το γέμισα υπερβολικά με φαγητό: «έτσι όπως του μπούκωσες το στόμα, μπορεί να πνιγεί το παιδί»·
- του πήρα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του πήρα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του ’φαγα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- φάε στόμα, χέσε κώλο! βλ. λ. κώλος·
- φοβάμαι το στόμα του, φοβάμαι τον τρόπο με τον οποίο μιλάει ή το σκεπτικό με το οποίο κρίνει: «μ’ αυτόν τον άνθρωπο θέλω να τα ’χω πάντα καλά, γιατί φοβάμαι το στόμα του»·
- χίλια χέρια ευλογημένα, πολλά στόματα καταραμένα, βλ. λ. χέρι·

συγκαλά

συγκαλά, τα, άκλ. ουσ. [<συν + καλά, πλ. ουδ. του επιθ. καλός], η καλή φυσιολογική κατάσταση, ιδίως η διανοητική ισορροπία·
- βγήκε απ’ τα συγκαλά μου, βλ. φρ. δεν είναι στα συγκαλά του·
- δεν είναι στα συγκαλά του, δεν ελέγχει τη συμπεριφορά του, ενεργεί χωρίς σκέψη, παράλογα, και, κατ’ επέκταση, παραφρόνησε, τρελάθηκε: «μην τον ενοχλείτε τον άνθρωπο, γιατί δεν είναι στα συγκαλά του και μπορεί να ξεσπάσει βίαια». Συνών. δεν είναι στα γνωστικά του / δεν είναι στα καλά του / δεν είναι στα λογικά του / δεν είναι στα μυαλά του / δεν είναι στα σωστά του·
- είμαι στα συγκαλά μου, έχω διανοητική ισορροπία, σκέφτομαι σωστά, λογικά: «τώρα που είμαι στα συγκαλά μου, μπορούμε να κουβεντιάσουμε»·
- έλα στα συγκαλά σου, προτρεπτική ή παρακλητική έκφραση σε κάποιον να συμπεριφερθεί σωστά, λογικά, να λογικευτεί: «έλα στα συγκαλά σου κι άσε τις βλακείες, γιατί έγινες κοτζάμ παλικάρι!». Συνών. έλα στα γνωστικά σου / έλα στα καλά σου / έλα στα λογικά σου / έλα στα μυαλά σου / έλα στα σωστά σου / έλα στη ρότα σου·
- έρχομαι στα συγκαλά μου, ξαναβρίσκω την καλή φυσιολογική μου κατάσταση, ισορροπώ διανοητικά, σκέφτομαι λογικά: «τώρα που ήρθα στα συγκαλά μου, μπορούμε να κουβεντιάσουμε»·
- τον βγάζω απ’ τα συγκαλά του, τον εκνευρίζω τόσο πολύ, που αρχίζει να συμπεριφέρεται σαν παράφρονας: «πρόσεξε μην τον βγάλεις απ’ τα συγκαλά του, γιατί τότε δε μας σώζει ούτ’ ο Θεός»·
- τον φέρνω στα συγκαλά του, τον ηρεμώ, τον συνεφέρνω: «όταν αγριέψει, δεν μπορεί κανείς να τον φέρει στα συγκαλά του || έμεινε για λίγο λιπόθυμος, αλλά ο γιατρός τον έφερε πάλι στα συγκαλά του».

συρτάρι

συρτάρι, το, ουσ. [<μσν. συρτάριον, υποκορ. του αρχ. επιθ. συρτός + κατάλ. -άριον], το συρτάρι· το ταμείο μαγαζιού, καταστήματος: «για δες πόσα λεφτά υπάρχουν στο συρτάρι;». Υποκορ. συρταράκι, το·
- βάζω στο συρτάρι, αποσύρω, κρατώ αναξιοποίητη, ανενεργή μελέτη ή έγγραφη πρόταση: «ο προκάτοχός του είχε κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη για την πάταξη των ναρκωτικών, όμως αυτός την έβαλε στο συρτάρι»·
- βγάζω απ’ το συρτάρι, επαναφέρω, χρησιμοποιώ μελέτη ή έγγραφη πρόταση που ήταν καιρό αναξιοποίητη: «στην κατάλληλη στιγμή έβγαλε απ’ το συρτάρι και παρουσίασε τη μελέτη του για την πάταξη των ναρκωτικών»·
- έχω στο συρτάρι, κρατώ ανενεργή κάποια επίσημη μελέτη, έγγραφη πρόταση ή κάποιο νόμο που ψηφίστηκε πρόσφατα: «μπορεί, κύριοι της κυβέρνησης, να ψηφίσατε το νόμο για την ενίσχυση των κατώτατων μισθών και συντάξεων, αλλά επί δυο χρόνια τον έχετε στο συρτάρι»·
- κρατώ στο συρτάρι, βλ. φρ. έχω στο συρτάρι·
- μένει στο συρτάρι, λέγεται για μελέτη, για έγγραφη πρόταση που μένει καιρό αναξιοποίητη: «έχει κάνει μια σπουδαία μελέτη για την πάταξη της φοροδιαφυγής, αλλά μένει στο συρτάρι, γιατί κανένας αρμόδιος δεν ενδιαφέρθηκε γι’ αυτή»·
- μπήκε στο συρτάρι, αποσύρθηκε, κρατήθηκε αναξιοποίητη, ανενεργή μελέτη ή έγγραφη πρόταση: «ο βουλευτής παρουσίασε εμπεριστατωμένη μελέτη για την πάταξη της φοροδιαφυγής αλλά μπήκε στο συρτάρι από τον αρμόδιο υπουργό»·   
- πετώ στο συρτάρι, βλ. φρ. βάζω στο συρτάρι.

τάκος

τάκος, ο, ουσ. [<βενετ. taco (= κομμάτι ξύλου που χρησιμεύει για υποστήριγμα)], ο τάκος. 1. κομμάτι ψωμιού, ιδίως ξερού: «έχω πρόβλημα με τα δόντια μου και δεν μπορώ να φάω αυτόν τον τάκο που μου ’δωσες». 2. γυναίκα πολύ όμορφη: «παντρεύτηκε μια γυναίκα που είναι πολύ τάκος». Συνών. πάτος. 3. άνθρωπος ανόητος, ηλίθιος, βλάκας, μικρόνους: «πού να καταλάβει αυτός ο τάκος τι του έλεγες!». 4. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) μεγάλο κομμάτι από χασίσι: «έχει ολόκληρο τάκο και δε μου δίνει ούτε μια νυχιά». Υποκορ. τακάκι, το·
- βγάζω στον τάκο, (στη γλώσσα του στρατού) βγάζω στην αναφορά: «αν σε ξαναπιάσω να κάνεις κοπάνα, θα σε βγάλω στον τάκο»·
- μου ’φυγε ο τάκος, βλ. φρ. μου ’φυγε ο πάτος, λ. πάτος.

τανάλια

τανάλια κ. ντανάλια, η, ουσ. [<ιταλ. tanaglia], η τανάλια·
- έχει ένα χέρι σαν τανάλια, έχει πολύ δυνατά χέρια, ιδίως σφίγγει με μεγάλη δύναμη: «πρόσεχε, όταν θα σου κάνει χειραψία, γιατί έχει ένα χέρι σαν τανάλια». Πρβλ. αετήσια μάτια που σφαλλούν τα χαύνα μεσημέρια, ζεστές καρδιές που πάγωσαν στη βαρυχειμωνιά, και δυο τανάλιες έγιναν τα λατρευτά σου χέρια, σαν με κρατούν, για πάντα εδώ με πνίγουν μ’ απονιά).Συνών. έχει ένα χέρι σαν πένσα·
- του βγάζεις τα λόγια με την τανάλια ή του παίρνεις τα λόγια με την τανάλια, βλ. λ. λόγος·
- του τα βγάζεις ένα ένα με την τανάλια ή του τα βγάζεις με την τανάλια ή του τα παίρνεις ένα ένα με την τανάλια ή του τα παίρνεις με την τανάλια (ενν. τα λόγια), βλ. συνηθέστ. του βγάζεις τα λόγια με την τανάλια.

τζαμπατζίδικος

τζαμπατζίδικος κ τσαμπατζίδικος, -η κ. -ια, -ο, επίθ. [<τζαμπατζής + κατάλ. -ίδικος]. 1. που χαρακτηρίζει τον τζαμπατζή: «τζαμπατζίδικια νοοτροπία». 2. που προσφέρεται χωρίς πληρωμή, δωρεάν: «τζαμπατζίδικος περίπατος || τζαμπατζίδικη διασκέδαση || τζαμπατζίδικο θέαμα». Επίρρ. τζαμπατζίδικα κ. τσαμπατζίδικα·
- τζαμπατζίδικη δουλειά ή τζαμπατζίδικες δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- τη βγάζω τζαμπατζίδικα, επωφελούμαι και απολαμβάνω κάτι χωρίς πληρωμή, δωρεάν: «έχει έναν φίλο πολύ λεφτά και, κάθε φορά που βγαίνουν έξω για διασκέδαση, τη βγάζει τζαμπατζίδικα».

τζίτζιλο

τζίτζιλο, το, ουσ. [;], συνήθως στον πλ. τα τζίτζιλα, τα έντερα·
- βγάζω τα τζίτζιλα, κάνω ακατάσχετο εμετό: «κάθε φορά που ταξιδεύω με καράβι, βγάζω τα τζίτζιλα»·
- θα σου βγάλω τα τζίτζιλα, (απειλητικά) θα σε δείρω πολύ άγρια, θα σε διαλύσω, θα σε κομματιάσω: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σου βγάλω τα τζίτζιλα»·
- θα σου λιώσω τα τζίτζιλα, (απειλητικά) θα σε δείρω πολύ άγρια, θα σε διαλύσω, θα σε εξουθενώσω: «αν ξαναπείς κακό για το φίλο μου, θα σου λιώσω τα τζίτζιλα»·
- θα σου πατήσω τα τζίτζιλα, βλ. φρ. θα σου λιώσω τα τζίτζιλα.

τηλεόραση

τηλεόραση, η, ουσ. [<γαλλ. television <αρχ. ελλ. επίρρ. τῆλε (= μακριά) + όραση], η τηλεόραση. Υποκορ. τηλεορασίτσα κ. τηλεορασούλα, η·
- ανάβω την τηλεόραση, πατώ το συγκεκριμένο κουμπί για να αρχίσει να εκπέμπει: «μόλις θα πατήσει το πόδι του μέσα στο σπίτι, η πρώτη του δουλειά είναι ν’ ανάψει την τηλεόραση»·
- ανοίγω την τηλεόραση, βλ. φρ. ανάβω την τηλεόραση·
- είμαι στην τηλεόραση, ασχολούμαι, δουλεύω στην τηλεόραση ως τεχνικός, ως παρουσιαστής ή ως παραγωγός διάφορων τηλεοπτικών παραγωγών: «εδώ και δέκα χρόνια είμαι στην τηλεόραση»·
- θα σε βγάλω στην τηλεόραση, βλ. συνηθέστ. θα σε βγάλω στις ειδήσεις, λ. είδηση·
- κάνω τηλεόραση, βλ. φρ. είμαι στην τηλεόραση·
- κλείνω την τηλεόραση, βλ. φρ. σβήνω την τηλεόραση·
- σβήνω την τηλεόραση, πατώ το συγκεκριμένο κουμπί για να πάψει να εκπέμπει: «μην ξεχάσεις φεύγοντας να σβήσεις την τηλεόραση || σβήσε, επιτέλους, την τηλεόραση και διάβασε κανένα βιβλίο!»·
- τον βλέπω για την τηλεόραση, βλ. συνηθέστ. τον βλέπω για τις ειδήσεις, λ. είδηση·
- χαμηλώνω την τηλεόραση, ελαττώνω την ένταση του ήχου της: «χαμήλωσε την τηλεόραση, γιατί είναι περασμένη η ώρα».

τίποτα

τίποτα κ. τίποτε κ. τίποτας κ. τίποτες κ. τίποτις, άκλ. αόρ. αντων. [<μσν. τίποτα <τίποτε <αρχ. τί ποτέ, κατά τα επιρρ. σε -α], τίποτα. (Λαϊκό τραγούδι: χωρίς να κάνεις τίποτις, το λέει η ψυχή σου, και κάθε μέρα βρίσκεται – κορόιδο! σπασμένη η κεφαλή σου). 1. κάτι: «υπάρχει τίποτα να φάω;». Πολλές φορές, ακούγεται η φρ.: πάρε καμιά (κάποια) φορά κανέναν (κάποιον) φίλο σου να πάμε πουθενά (κάπου) να φάμε τίποτα (κάτι). 2α. (σε ερωτηματικό τύπο) δηλώνει κάτι σπουδαίο, κάτι σημαντικό: «είναι τίποτα αυτός ο άνθρωπος ή είναι μόνο λόγια; || είναι τίποτα αυτό τ’ αυτοκίνητο ή τζάμπα τα λεφτά που έδωσες;». β. μήπως: «είναι τίποτα συγγενής σου αυτός που σε περιμένει; || ενοχλώ τίποτα ή να καθίσω;». 3. (σε αρνητική έκφραση) ούτε το ελάχιστο: «δεν αξίζει τίποτα || δε ζήτησε τίποτα». 4. ως φιλοφρονητική απάντηση στις λ. ευχαριστώ ή συγνώμη που μας απευθύνει κάποιος: «ευχαριστώ για τη βοήθειά σας. -Τίποτα || με συγχωρείτε που σας ανησύχησα. -Τίποτα». 5. λέγεται για κάτι το ελάχιστο, το ασήμαντο, το μηδαμινό: «με κείνο το τίποτα που του άφησε πεθαίνοντας ο πατέρας του, έγινε μεγάλος και τρανός». 6. το ουδ. άρθρο το τίποτα, η άλλη ζωή, ο θάνατος: «κάποια μέρα όλους μας μας περιμένει το τίποτα». (Ακολουθούν 120 φρ.)·
- άλλο τίποτα, βλ. λ. άλλος·
- άλλο τίποτα; βλ. λ. άλλος·
- αν τον γυρίσεις ανάποδα, δεν πέφτει τίποτα απ’ τις τσέπες του, βλ. λ. τσέπη·
- απ’ το τίποτα, εκ του μηδενός: «έγινε μεγάλος και τρανός απ’ το τίποτα». (Τραγούδι: μαραμένο μου λουλούδι, μάτια μου καχύποπτα, το δικός μας το τραγούδι, φτιάχνω απ’ το τίποτα)· βλ. και φρ. για το τίποτα·
- από δουλειά άλλο τίποτα, βλ. λ. δουλειά·
- από λεφτά άλλο τίποτα, βλ. λ. λεφτά·
- από λόγια άλλο τίποτα, βλ. λ. λόγος·
- από μυαλό άλλο τίποτα, βλ. λ. μυαλό·
- από προβλήματα άλλο τίποτα, βλ. λ. πρόβλημα·
- από υγεία άλλο τίποτα, βλ. λ. υγεία·
- από ψέμα άλλο τίποτα, βλ. λ. ψέμα·
- αφήνει τίποτα; (γενικά για δουλειά) βλ. φρ. βγαίνει τίποτα(;)·
- βγαίνει τίποτα; (γενικά για δουλειά) βγαίνει κάποιο όφελος; κάποιο εμπορικό κέρδος(;): «μου λες ότι έχεις πολλή δουλειά, όμως βγαίνει τίποτα;»·
- βολεύεται με το τίποτα, δεν είναι καθόλου απαιτητικός, είναι ολιγαρκής: «ο μεγάλος μου ο γιος είναι συνέχεια δώσε και δώσε, ενώ ο μικρός μου ο γιος δε μου δημιούργησε ποτέ πρόβλημα, γιατί βολεύεται με το τίποτα»·
- για ένα τίποτα, βλ. φρ. για το τίποτα·
- για τίποτα, για κανένα αντάλλαγμα: «αυτό το ρολόι είναι δώρο του πατέρα μου και δεν τ’ αλλάζω για τίποτα»·
- για τίποτα στον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- για το τίποτα, για κάτι ελάχιστο, για κάτι μηδαμινό: «μάλωσαν για το τίποτα || για το τίποτα βάζει τις φωνές». (Λαϊκό τραγούδι: με ζηλεύεις για το τίποτα κι όλα μου τα βλέπεις ύποπτα
- δε βγάζω τίποτα, α. δεν έχω κανένα χρηματικό ή άλλο όφελος: «αφού εγώ δε βγάζω τίποτα, γιατί να μπλεχτώ σ’ αυτή την υπόθεση;». (Λαϊκό τραγούδι: μην κλαις και μην πικραίνεσαι και μη βαριαστενάζεις, ό,τι κι κάνεις, μάθε το, τίποτα δε θα βγάλεις).β. δεν μπορώ να καταλάβω, να κατανοήσω αυτό για το οποίο γίνεται λόγος: «μου μιλάει μια ώρα, αλλά δε βγάζω τίποτα απ’ αυτά που μου λέει». γ. δεν μπορώ να κατανοήσω κάποιο κακογραμμένο κείμενο: «διαβάζω μια ώρα αυτό το βιβλίο και δε βγάζω τίποτα». δ. δεν μπορώ να κατανοήσω χειρόγραφο κείμενο, γιατί είναι γραμμένο με δυσανάγνωστα γράμματα: «έχει τόσο απαίσιο γραφικό χαρακτήρα που δε βγάζω τίποτα απ’ το σημείωμα που μου ’στειλε»·
- δε βγαίνει τίποτα, α. δεν υπάρχει κανένα αποτέλεσμα, κανένα όφελος: «πρέπει να μιλήσουμε ήρεμα και μυαλωμένα, γιατί με τις γκρίνιες και τα πείσματα δε βγαίνει τίποτα». β. (γενικά για δουλειά) δεν υπάρχει κάποιο χρηματικό όφελος, κάποιο εμπορικό κέρδος: «θα την κλείσω τη δουλειά, γιατί όσο και να δουλεύω δε βγαίνει τίποτα»·
- δε γίνεται καλά με τίποτα, βλ. λ. καλός·
- δε γίνεται τίποτα, βλ. λ. γίνομαι·
- δε θα βγάλεις τίποτα, δε θα έχεις κανένα αποτέλεσμα, δε θα αποκομίσεις κανένα χρηματικό ή άλλο όφελος: «όσο και να με παρακαλέσεις, δε θα βγάλεις τίποτα, γιατί δεν έχω να σου δανείσω ένα τόσο μεγάλο ποσό || μην μπλεχτείς μ’ αυτή τη δουλειά, γιατί δε θα βγάλεις τίποτα»·
- δε θα πει τίποτα! βλ. φρ. δε λες τίποτα(!)·
- δε λέει τίποτα, βλ. λ. λέω·
- δε λες τίποτα! βλ. λ. λέω·
- δε μας χωρίζει τίποτα, α. δεν υπάρχει κάτι που μπορεί να γίνει αιτία να σκιάσει τις σχέσεις μας, να μας κάνει να μαλώσουμε: «δε μας χωρίζει τίποτα, γιατί λοιπόν να μαλώσουμε;». β. δεν υπάρχει κάποια δύναμη ή αιτία που θα μπορέσει να διαλύσει τον ερωτικό μας δεσμό: «αγαπιόμαστε τόσο πολύ, που δε μας χωρίζει τίποτα». (Τραγούδι: τίποτα δε μας χωρίζει, όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα καρδιοχτυπώ για σένα
- δε με κρατάει τίποτα (κάπου), βλ. λ. κρατώ·
- δε με σώνει τίποτα ή δε μας σώνει τίποτα, βλ. λ. σώνω·
- δε μου κοστίζει τίποτα να…, βλ. λ. κοστίζω·
- δε μου λέει τίποτα, βλ. λ. λέω·
- δε σε ξεπλένει τίποτα, βλ. φρ. δε σε ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας, λ. Νιαγάρας·
- δε σου λέω τίποτα! βλ. λ. λέω·
- δε στοιχίζει τίποτα, βλ. λ. στοιχίζω·
- δε σώνεται με τίποτα, βλ. λ. σώνομαι·
- δε φαίνεται τίποτα στον ορίζοντα, βλ. λ. ορίζοντας·
- δε χορταίνει με τίποτα, βλ. λ. χορταίνω·
- δεν αφήνει τίποτα, βλ. φρ. δε βγαίνει τίποτα·
- δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω, α. ασχολείται με όλα τα πράγματα, ιδίως δεν αφήνει αναπάντητο κάποιον υπαινιγμό που έγινε σε βάρος του: «είναι πολύ ζωντανός άνθρωπος και δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω || οι δημοσιογράφοι περίμεναν την αντίδραση του Ευάγγελου Γιαννόπουλου στην μπηχτή του πολιτικού του αντιπάλου, γιατί ήξεραν από άλλες φορές πως ο υπουργός δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω». β. είναι πολύ οικονόμος: «όταν κάπου μπορεί να χρησιμοποιήσει κάτι ή όταν έχει την εντύπωση πως κάπου θα του χρειαστεί, δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω»·
- δεν άφησε τίποτα όρθιο, βλ. λ. όρθιος·
- δεν έβαλα τίποτα στο στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- δεν έγινε τίποτα, βλ. λ. γίνομαι·
- δεν είμαι τίποτα, είμαι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δεν είμαι τίποτα, αφού δεν μπόρεσα να πάρω το πτυχίο μου». (Τραγούδι: δεν είμαι τίποτα, αφού δεν μπόρεσα να σε κρατήσω, δεν είμαι τίποτα, είμ’ ένα σκέτο μηδενικό
- δεν είμαστε τίποτα, δε μας συνδέει καμιά συγγένεια: «μπορεί να έχουμε το ίδιο επώνυμο, αλλά δεν είμαστε τίποτα»· βλ. και φρ. ένα τίποτα είμαστε·
- δεν είναι τίποτα, βλ. συνηθέστ. δεν κάνει τίποτα·
- δεν έμεινε τίποτα όρθιο, βλ. λ. όρθιος·
- δεν έχει να κάνει τίποτα, δεν έχει καμία σχέση, δεν εξηγείται ή δεν συνδέεται λογικά με τα προηγούμενα: «αυτό που μου λες, δεν έχει να κάνει τίποτα μ’ αυτά που έγιναν»·
- δεν έχει τίποτα, α. (για πρόσωπα) δεν έχει περιουσία ή χρήματα: «κάποτε ήταν πλούσιος, αλλά, απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, δεν έχει τίποτα». β. (ειδικά για μαγαζιά, καταστήματα) υπάρχουν πάρα πολλές ελλείψεις: «δεν πάω ξανά στο τάδε σούπερ μάρκετ, γιατί δεν έχει τίποτα»·
- δεν έχει τίποτα στ’ όνομά του, βλ. λ. όνομα·
- δεν έχουμε τίποτα να μοιράσουμε ή δεν έχουμε να μοιράσουμε τίποτα, βλ. λ. μοιράζω·
- δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε ή δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα , βλ. λ. χωρίζω·
- δεν έχω να χάσω τίποτα ή δεν έχω τίποτα να χάσω, βλ. λ. χάνω·
- δεν έχω τίποτα, α. είμαι καλά στην υγεία μου: «την προηγούμενη βδομάδα έκανα ένα γενικό τσεκ απ κι ο γιατρός με διαβεβαίωσε πως δεν έχω τίποτα». β. δε μου συμβαίνει κάτι κακό ή δυσάρεστο: «πώς σου πέρασε η ιδέα πως κάτι μου συμβαίνει; Δεν έχω τίποτα»·
- δεν έχω τίποτα εναντίον (κάποιου), δεν έχω κανένα παράπονο από κάποιον, ιδίως δεν τον εχθρεύομαι: «αφού δεν έχω τίποτα εναντίον του, γιατί να μην τον χαιρετάω;»· βλ. και φρ. δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο·
- δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο, βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να…, επιτείνει την ενέργεια του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, ασχολείται συνεχώς με το ίδιο πράγμα, καλό ή κακό: «όλη τη μέρα δεν κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να τεμπελιάζει || είναι πολύ πλούσιος και σ’ όλη του ζωή δεν κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να ταξιδεύει || αυτός ο άνθρωπος δεν κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να πίνει || αυτό το παιδί δεν κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να διαβάζει»·
- δεν κάνει τίποτα, α. φιλοφρονητική ή ειρωνική απάντηση στο ευχαριστώ ή στο  συγνώμη που μας απευθύνει κάποιος: «σ’ ευχαριστώ πολύ που με βοήθησες. -Δεν κάνει τίποτα || συγνώμη που σας πάτησα. -Δεν κάνει τίποτα». β. (για πρόσωπα ή πράγματα) δεν έχει καμιά αξία, είναι άχρηστος: «έχω την εντύπωση πως δεν κάνει τίποτα ο τύπος που μου γνώρισες || αγόρασε ένα αυτοκίνητο αλλά δεν κάνει τίποτα»·
- δεν κάνω τίποτα, α. τεμπελιάζω: «την περίοδο του καλοκαιριού, την αράζω σ’ ένα νησί και δεν κάνω τίποτα, μέχρι να τελειώσουν οι διακοπές μου». β. είμαι αργόσχολος: «έχω βρει κάτι εισοδήματα από τον πατέρα μου και δεν κάνω τίποτα στη ζωή μου». γ. αδρανώ: «επειδή η αγορά δεν πάει καλά, δεν κάνω τίποτα, μέχρι να δω τι θα γίνει»· 
- δεν καταλαβαίνω τίποτα, α. είμαι ανένδοτος, αποφασισμένος για κάτι: «ό,τι να πεις, ό,τι και να κάνεις, δεν καταλαβαίνω τίποτα, γιατί πρέπει να τιμωρηθείς». β. δε μ’ ενδιαφέρει, δε με νοιάζει τίποτα: «ο κόσμος όλος να καίγεται, εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα». (Λαϊκό  τραγούδι: δεν καταλαβαίνω τίποτα, τίποτα και ας χάσω τη ζωή μου τη μισή)·
- δεν κρατιέται με τίποτα, βλ. φρ. δεν κρατιέται ούτε μ’ αλυσίδες, βλ. λ. αλυσίδα·
- δεν ξέρει τίποτα για το φόνο, βλ. λ. φόνος·
- δεν πάει τίποτα κάτω, δεν έχω καθόλου όρεξη, ιδίως δεν έχω διάθεση να φάω ή να πιω στο ελάχιστο: «είμαι τόσο στενοχωρημένος, που δεν πάει τίποτα κάτω»·
- δεν πάω για τίποτα, α. με κανένα τίμημα, ό,τι και να μου δώσουν: «δεν πάω για τίποτα σ’ αυτή την παρέα, γιατί όλοι τους είναι αλήτες». β. δεν επιδιώκω το ελάχιστο, το παραμικρό: «εσύ πρέπει ν’ αγωνιστείς, γιατί αυτό είναι το συμφέρον σου, εγώ όμως που δεν πάω για τίποτα γιατί ν’ αγωνιστώ;»·
- δεν πάω με τίποτα, με κανέναν τρόπο: «όσο και να με παρακαλούν, δεν πάω με τίποτα σ’ αυτό το μαγαζί»·
- δεν πιάνεται με τίποτα, α. εξελίσσεται, προοδεύει συνεχώς: «απ’ τη μέρα που έριξε τα λεφτά που κέρδισε από το λαχείο στη δουλειά του, δεν πιάνεται με τίποτα». β. είναι απρόσιτος, απλησίαστος: «απ’ τη μέρα που πέρασε στο πανεπιστήμιο, δεν πιάνεται με τίποτα». γ. είναι τόσο έξυπνος που ξεγλιστράει πάντα επιτήδεια: «όσες παγίδες και να του στήσεις αυτού του ανθρώπου, δεν πιάνεται με τίποτα». δ. είναι ταχύτατος: «όσο και να τον κυνηγήσεις, δεν πιάνεται με τίποτα». ε. βρίσκεται σε μεγάλη ψυχική ευφορία: «απ’ τη μέρα που πέρασε στο πανεπιστήμιο, δεν πιάνεται με τίποτα». στ. είναι ασυναγώνιστος σε μια δουλειά ή σε μια τέχνη: «είναι τόσο καλός μηχανικός, που δεν πιάνεται με τίποτα»· βλ. και φρ. δεν πιάνεται από πουθενά, λ. πουθενά·
- δεν το ’χει για τίποτα ή δεν το ’χει και τίποτα ή δεν το ’χει σε τίποτα ή δεν το ’χει τίποτα,, δεν του είναι καθόλου δύσκολο να κάνει αυτό που κουβεντιάζουμε, δεν το ’χει για πολύ: «μην του λες να πάει στην Αθήνα με τα πόδια, γιατί δεν το ’χει σε τίποτα να ξεκινήσει!»·
- δεν τον έχω για τίποτα, τον θεωρώ εντελώς ανάξιο να κάνει κάτι: «εσύ μπορεί να υπολογίζεις αυτόν τον άνθρωπο, όμως εγώ δεν τον έχω για τίποτα»·
- δεν τον έχω τίποτα, δεν έχω καμιά συγγένεια ή άλλη σχέση μαζί του: «μπορεί να ’χουμε το ίδιο επώνυμο, αλλά δεν τον έχω τίποτα || αφού δεν τον έχω τίποτα, γιατί να τον βοηθήσω;»·
- δεν τον πάω με τίποτα, (στη νεοαργκό) δεν τον συμπαθώ διόλου: «δεν ξέρω γιατί, αλλά, απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο, δεν τον πάω με τίποτα»·
- δεν του λείπει τίποτα, έχει όλα όσα του είναι απαραίτητα, για να ζήσει μια άνετη ή ευτυχισμένη ζωή: «υγεία έχει, λεφτά και οικογένεια που τον αγαπάει έχει, δεν του λείπει τίποτα, κι όμως παραπονιέται»·
- δεν του ξεφεύγει τίποτα ή τίποτα δεν του ξεφεύγει, αντιλαμβάνεται όλα όσα συμβαίνουν γύρω του: «ήταν παλιός αστυνομικός, γι’ αυτό δεν του ξεφεύγει τίποτα απ’ όσα συμβαίνουν μέσα στο καφενείο που συχνάζει»·
- δεν του στοιχίζει τίποτα να…, δεν του είναι καθόλου δύσκολο να…, δε διστάζει καθόλου να…: «δεν του στοιχίζει τίποτα να σε πετάξει στο δρόμο μέσα στο καταχείμωνο, αν του καθυστερήσεις μερικές μέρες το νοίκι»·
- δεν τρέχει τίποτα, δηλώνει α. άρνηση: «θα μου δώσεις εκείνα τα λεφτά που σου ζήτησα; -Δεν τρέχει τίποτα». β. αδιαφορία: «εσύ κάνε ό,τι θέλεις μ’ αυτή τη δουλειά, γιατί για μένα δεν τρέχει τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: κι όμως δεν τρέχει τίποτα,κι ούτε καημός με τρώει· αν είν’ καλά, βρε μάγκες μου, το μαύρο κομπολόι).γ. περιφρόνηση: «εγώ να κάνω παρέα μ’ αυτούς τους τύπους; Δεν τρέχει τίποτα». δ. συγχώρηση: «πάνω στα νεύρα του με κατηγόρησε χωρίς λόγο, αλλά, αφού το κατάλαβε και μου ζήτησε συγνώμη, δεν τρέχει τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: και δεν τρέχει τίποτα,μην κοιτάς το δάκρυ μου, θα τη βρω την άκρη μου, θα σε ξεχάσω). ε. ότι δε συμβαίνει κάτι σπουδαίο, κάτι σημαντικό: «γιατί είναι τόσος κόσμος μαζεμένος εκεί κάτω; -Δεν τρέχει τίποτα»·
- δεν τρώγεται με τίποτα, α. είναι εντελώς ανυπόφορος: «όταν αρχίζει να γκρινιάζει αυτός ο άνθρωπος, δεν τρώγεται με τίποτα». β. είναι εντελώς άσχημος: «μπορεί να πήρε μεγάλη προίκα, αλλά η γυναίκα του δεν τρώγεται με τίποτα». γ. ο λόγος, η υπόθεση η κατάσταση ή η πράξη για την οποία γίνεται λόγος, παρ’ όλη την καλή μας διάθεση, δεν μπορεί να γίνει πιστευτή: «όσο και να θέλω να σε πιστέψω, είναι τόσο απίθανο αυτό που μου λες, που δεν τρώγεται με τίποτα»·
- δεν τρώει τίποτα, είναι πολύ λιτοδίαιτος: «πώς να πάρει κάνα κιλό απάνω του, αφού δεν τρώει τίποτα!»·
- δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο, λέγεται για κάτι που έχει ιδιαίτερη αξία, σημασία, σπουδαιότητα, σοβαρότητα για κάποιον: «γι’ αυτόν τον άνθρωπο δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο απ’ την οικογένειά του || δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο γι’ αυτόν τον άνθρωπο εκτός απ’ τη δουλειά του»·
- δόσιμο, του Θεού το δόσιμο· τ’ ανθρώπου τίποτα δεν είναι, βλ. λ. Θεός· 
- έγινε πολύ κακό για το τίποτα, βλ. λ. κακός·
- έγινε πολύς θόρυβος για το τίποτα, βλ. λ. θόρυβος·
- έγινε πολύς λόγος για το τίποτα, βλ. λ. λόγος·
- έγινε πολύς ντόρος για το τίποτα, βλ. λ. ντόρος·
- είμαστ’ ένα τίποτα ή ένα τίποτα είμαστε, δηλώνει τη ματαιότητα της ζωής: «σ’ αυτή τη ζωή που ζούμε όλοι είμαστε ένα τίποτα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ερωτηματικό τι είμαστε·
- είμαστε τα ψαράκια τίποτα, βλ. λ. ψαράκι·
- είναι ένα και τίποτα, (ειρωνικά) είναι πάρα πολύ κοντός: «επειδή, όπως βλέπεις, είναι ένα και τίποτα, έγινε πολύ κομπλεξικό άτομο». Συνών. είναι ένα και γη / είναι ένα και χώμα·
- είναι ένα τίποτα, (για πρόσωπα ή πράγματα) είναι ασήμαντος, τιποτένιος, δεν έχει καμιά αξία: «έχω την εντύπωση πως αυτός που μου σύστησες είναι ένα τίποτα || αγόρασα ένα αυτοκίνητο, αλλά είναι ένα τίποτα»·
- είναι τίποτα; αξίζει καθόλου το άτομο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, έχει κάποιο αξίωμα, κάποια σπουδαία ειδικότητα, κάποιο σπουδαίο επάγγελμα που αξίζει ή κάποια ξεχωριστή ιδιότητα που να το κάνει να ξεχωρίζει(;): «είναι τίποτα αυτός ο τύπος και του συμπεριφέρεσαι με τόση ευγένεια; || είναι τίποτα αυτό τ’ αυτοκίνητο και κάνει τόσα πολλά λεφτά;»· 
- είπατε τίποτα; ή είπες τίποτα; α. έκφραση με την οποία θέλουμε να δώσουμε στο συνομιλητή μας να καταλάβει πως δε δεχόμαστε αντίρρηση ή αμφισβήτηση σε αυτό που του λέμε, είτε γιατί είμαστε ανώτεροι ή ισχυρότεροι είτε γιατί πιστεύουμε πως έχουμε απόλυτο δίκαιο σε αυτό που λέμε: «μετά το τέλος της βάρδιας σου θα καθίσεις δυο ώρες υπερωρία, είπες τίποτα; || κι εγώ σου λέω πως αυτός έβαλε χέρι στο ταμείο, είπες τίποτα;». β. αμφιβάλλεις ότι τα πράγματα, όσο απίστευτα και αν φαίνονται, είναι ή έγιναν  έτσι όπως τα λέω(;): «κάθε βράδυ αυτός ο κύριος γυρίζει σουρωμένος στο σπίτι του και δέρνει γυναίκα και παιδιά, είπατε τίποτα;». γ. ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας ζητάει κάτι παράλογο ή πέρα από τις δυνατότητές μας ή που εν τέλει  δεν είμαστε διατεθειμένοι να του το δώσουμε: «θα μου δώσεις γι’ αύριο ένα εκατομμύριο; -Είπατε τίποτα;». Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο·
- εκείνος που κρατάει τον αετό απ’ την ουρά και τη γυναίκα απ’ το λόγο της, δεν κρατάει τίποτα, βλ. λ. γυναίκα·
- έφτασα στο τίποτα, η προσπάθειά μου είχε μηδενική κατάληξη, απέτυχα: «τόσον καιρό πάλευα να πάρω αυτή τη δουλειά και στο τέλος έφτασα στο τίποτα κι ησύχασα»·
- έχει να κάνει τίποτα; έχει καμιά σχέση, εξηγείται ή συνδέεται λογικά με τα προηγούμενα(;): «έχει να κάνει τίποτα αυτά που λες μ’ αυτά που έγιναν;»·
- έχει τίποτα; έχει κάποια περιουσία; είναι πλούσιος(;): «έχει τίποτα για να τον βάλουμε στην παρέα μας ή θα μας ταράξει στην τράκα;»· βλ. και φρ. έχεις τίποτα(;)·
- έχεις τίποτα; α. μήπως έχεις κάποιο πρόβλημα με την υγεία σου(;): «έχεις τίποτα και τρέχεις κάθε τόσο στο γιατρό;». β. μήπως σου συμβαίνει κάτι κακό ή δυσάρεστο(;): «έχεις τίποτα κι είσαι ανήσυχος; || έχεις τίποτα κι είσαι εκνευρισμένος;»· βλ. και φρ. έχει τίποτα(;)·
- λέει τίποτα; α. (για πρόσωπα) έχει κάποια σπουδαιότητα, είναι σημαντικός(;): «λέει τίποτα αυτός ο φίλος σου ή μήπως είναι κι αυτός κουμάσι σαν και τον προηγούμενο;». β. (για πράγματα, αντικείμενα) έχει κάποια αξία, αξίζει(;): «λέει τίποτα τ’ αυτοκίνητο που αγόρασες ή μήπως έδωσες τζάμπα τα λεφτά σου;». γ. (για δημόσια θεάματα, λογοτεχνικά ή γενικά καλλιτεχνικά έργα) παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον(;): «λέει τίποτα το έργο που είδες, για να πάω να το δω κι εγώ; || λέει τίποτα το βιβλίο που διάβασες, για να το πάρω να το διαβάσω;»·
- μας χωρίζει τίποτα; έκφραση απορίας σε κάποιον που κρατάει εναντίον μας επιθετική στάση χωρίς να υπάρχει λόγος ή αιτία: «μας χωρίζει τίποτα και μου φέρεσαι μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μήπως·
- με τίποτα, με κανέναν τρόπο, με κανένα αντάλλαγμα: «δεν έρχομαι με τίποτα σ’ αυτό το μαγαζί || δεν τ’ αλλάζω το σπίτι μου με τίποτα»·
- με τίποτα στον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- με το τίποτα, για κάτι ελάχιστο, για κάτι μηδαμινό ή χωρίς λόγο: «πρόσεχε πώς του μιλάς, γιατί θυμώνει με το τίποτα αυτός ο άνθρωπος»·
- μη λες τίποτα! βλ. λ. λέω·
- ξεκίνησε απ’ το τίποτα, άρχισε κάτι χωρίς καθόλου ή με ελάχιστα εφόδια: «ξεκίνησε απ’ το τίποτα, όταν ήρθε απ’ το χωριό του στην πόλη, και έγινε σε λίγα χρόνια μεγάλος και τρανός»·
- ο κύριος τίποτα, λέγεται για άτομο που προβάλλεται ως πολύ αξιόλογο, ενώ στην πραγματικότητα είναι ανάξιος λόγου: «μ’ αυτή την απαξιωτική έκφραση είχε χαρακτηρίσει ο Θόδωρος Πάγκαλος τον Δημήτρη Αβραμόπουλο στην εκλογική τους αναμέτρηση του 1996 για το δήμο Αθηναίων, έκφραση όμως που δεν ενστερνίστηκε το εκλογικό σώμα και καταψήφισε τον Θόδωρο Πάγκαλο»·  
- πειράζεται με το τίποτα, βλ. λ. πειράζομαι·
- πολλή φασαρία για το τίποτα, βλ. λ. φασαρία·
- πολύ κακό για το τίποτα, βλ. λ. κακός·
- πολύς θόρυβος για το τίποτα, βλ. λ. θόρυβος·
- πολύς λόγος για το τίποτα, βλ. λ. λόγος·
- πολύς ντόρος για το τίποτα, βλ. λ. ντόρος·
- σαν να μη συμβαίνει τίποτα, βλ. λ. συμβαίνει·
- σαν να μην τρέχει τίποτα, βλ. λ. τρέχω·
- συμβαίνει τίποτα; βλ. λ. συμβαίνει·
- τι ’ν’ ο άνθρωπος! Ένα τίποτα, βλ. λ. άνθρωπος·
- τίποτ’ άλλο; έκφραση ειρωνείας ή δυσφορίας σε κάποιον που επιδιώκει να μας αναθέσει πολλές ξεχωριστές ασχολίες, που δεν έχουμε τη διάθεση να τις επωμισθούμε: «επειδή έχω δουλειά, θέλω να πας να μου πληρώσεις το φως, το νερό, το τηλέφωνο κι έπειτα να πας στην τράπεζα να μου πληρώσεις αυτή την επιταγή. -Τίποτ’ άλλο;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ·  
- τίποτα το λες εσύ; έκφραση απορίας ή δυσαρέσκειας σε άτομο που θεωρεί ασήμαντο κάτι που κατά τη γνώμη μας είναι πολύ σημαντικό: «τίποτα το λες εσύ που δεν έχω τα λεφτά να καλύψω την επιταγή; || τίποτα το λες εσύ που έπαθε τέτοια καταστροφή το σπίτι μου απ’ το σεισμό;». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το αυτό·
- τόση φασαρία για το τίποτα! βλ. λ. φασαρία·
- τόσο κακό για το τίποτα! βλ. λ. κακός·
- τόσος θόρυβος για το τίποτα! βλ. λ. θόρυβος·
- τόσος λόγος για το τίποτα! βλ. λ. λόγος·
- τόσος ντόρος για το τίποτα! βλ. λ. ντόρος·
- τρέχει τίποτα; βλ. λ. τρέχω·
- χίλιοι φίλοι τίποτα, όταν εχθρός είναι ένας, βλ. λ. εχθρός.

τιρμπουσόν

τιρμπουσόν, το, άκλ. ουσ. [<γαλλ. tire-bouchon], μικροεργαλείο για το ξεβούλωμα των μπουκαλιών: «αν δε βρεις το τιρμπουσόν, δε θα μπορέσουμε ν’ ανοίξουμε το μπουκάλι». (Λαϊκό τραγούδι: γκαρσόν γκαρσόν γκαρσόν γκαρσόν, φέρε πενήντα τιρμπουσόν και άνοιγε μπουκάλια και άνοιγε μπουκάλια και άνοιγε μπουκάλια). Από άγνοια ή από ευκολία ακούγεται και τριμπουσιόν·
- του βγάζεις τα λόγια με το τιρμπουσόν ή του παίρνεις τα λόγια με το τιρμπουσόν, βλ. λ. λόγος·
- του τα βγάζεις ένα ένα με το τιρμπουσόν ή του τα βγάζεις με το τιρμπουσόν ή του τα παίρνεις ένα ένα με το τιρμπουσόν ή του τα  παίρνεις με το τιρμπουσόν (ενν. τα λόγια) βλ. συνηθέστ. του βγάζεις τα λόγια με το τιρμπουσόν.

τούνελ

τούνελ, το, άκλ. ουσ. [<ιταλ. tunnel <αγγλ. tunnel], το τούνελ· πολύ δύσκολη κατάσταση, ιδίως οικονομική: «δεν υπάρχει περίπτωση να γλιτώσω απ’ αυτό το τούνελ που βρίσκομαι τον τελευταίο καιρό». Θυμηθείτε πόσος λόγος έγινε τα τελευταία χρόνια από τους πολιτικούς για το φως στο βάθος του τούνελ·
- βγάζω απ’ το τούνελ (κάποιον), βοηθώ, ιδίως απαλλάσσω κάποιον από πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται: «ευτυχώς που ήταν ο φίλος του και τον έβγαλε απ’ το τούνελ με τα λεφτά που του ’δωσε»·
- βγαίνω απ’ το τούνελ, ξεπερνώ την πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση στην οποία είχα περιέλθει: «πριν από καιρό δεν είχα λεφτά ούτε για τσιγάρα, αλλά ευτυχώς τώρα βγαίνω απ’ το τούνελ»·
- βλέπω φως στην άκρη του τούνελ ή βλέπω φως στο βάθος του τούνελ, βλ. λ. φως·
- περνώ τούνελ, αντιμετωπίζω πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση: «μη μου ζητάς ούτε δραχμή, γιατί περνώ τέτοιο τούνελ, που μόνο ο Θεός ξέρει τι μέλλει γενέσθαι!»·
- πετυχαίνω το τούνελ, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πετυχαίνω να περάσω την μπάλα κάτω από τα πόδια του αντίπαλου παίχτη και να κινηθώ επιθετικά: «μόλις ο παίχτης πέτυχε το τούνελ στον αντίπαλο παίχτη, ξεχύθηκε σαν τον άνεμο προς την αντίπαλη εστία».  

τραχανάς

τραχανάς, ο κ. τραχανό, το, ουσ. [<τουρκ. tarhana], ο τραχανάς· άνθρωπος ανόητος, κουτός, βλάκας: «θα πάρει ώρα, μέχρι να συνεννοηθείς μ’ αυτόν τον τραχανά!»·
- απλώνω πολύ τον τραχανά, (στη γλώσσα της αργκό) ασχολούμαι, συζητώ ταυτοχρόνως πολλά ενδιαφέροντα θέματα ή κάνω πολλή κουβέντα πάνω σε ένα θέμα: «πρέπει ν’ αναπτύσσεις ένα ένα το θέμα και να μην απλώνεις πολύ τον τραχανά || πρέπει να ασχοληθούμε και με την υγεία των παιδιών, γιατί απλώσαμε πολύ τον τραχανά πάνω στο πρόβλημα των ναρκωτικών»·
- απλώνω τον τραχανά, (στη γλώσσα της αργκό) ασχολούμαι με μια σοβαρή υπόθεση ή κατάσταση: «θέλει να ψήσει τον τάδε για να τον χρηματοδοτήσει, γι’ αυτό τον έχει απ’ το πρωί στο γραφείο του κι απλώνει τον τραχανά»· βλ. και φρ. απλώνω τραχανά·
- απλώνω τραχανά, (στη γλώσσα της αργκό) αδιαφορώ τελείως: «μάλλιασε η γλώσσα μου να τον συμβουλεύω κι αυτός απλώνει τραχανά». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν απλώνει τον τραχανά στον ήλιο για να στεγνώσει, είναι αφοσιωμένος σε αυτό που κάνει και δε νοιάζεται για τίποτε άλλο· βλ. και φρ. απλώνω τον τραχανά·
- βγάζω τον τραχανά ή βγαίνει ο τραχανάς, βλ. συνηθέστ. βγάζω τη φασουλάδα, λ. φασουλάδα·
- έχω τραχανά απλωμένο, (στη γλώσσα της αργκό) έχω κάποια σοβαρή εκκρεμότητα, που δε μου δίνει τη δυνατότητα να ασχοληθώ με κάτι άλλο: «δεν μπορώ να σ’ εξυπηρετήσω, γιατί έχω τραχανά απλωμένο κι αν δεν τακτοποιήσω την εφορία μου, δεν μπορώ να διαθέσω ούτε ευρώ». Από την εικόνα του ατόμου που, από τη στιγμή που άπλωσε τον τραχανά στην αυλή του σπιτιού του για να στεγνώσει στον ήλιο, έχει συνέχεια το νου του, μήπως και του κάνουν ζημιά τα διάφορα κατοικίδια ζώα που έχει· βλ. και φρ. απλώνω τραχανά·
- μαζεύω τον τραχανά, (στη γλώσσα της αργκό) διευθετώ μια δύσκολη υπόθεση ή κατάσταση: «πρώτα κάνει του κεφαλιού του κι ύστερα φωνάζει τον αδερφό του να μαζέψει τον τραχανά»·
- παραπλώνω τον τραχανά, (στη γλώσσα της αργκό) επιδιώκω πράγματα που είναι πάνω από τις δυνάμεις μου, πέρα από τις δυνατότητές μου: «θέλησε να κάνει μια επέκταση στη δουλειά του, αλλά παράπλωσε τον τραχανά και τώρα έχει προβλήματα».

τρελός

τρελός, -ή, -ό, επίθ. [<μσν. τρελός <αρχ. τρηρός (= ελαφρός)], τρελός. 1. που είναι παράφρονας: «είναι επικίνδυνα τρελός, γι’ αυτό και τον έκλεισαν στο τρελάδικο». (Λαϊκό τραγούδι: άσ’ τον τρελό στην τρέλα του και μην τον συνεφέρεις, τι έχει μέσα το μυαλό ενός τρελού δεν ξέρεις). 2. που είναι ανόητος, απερίσκεπτος, παράτολμος, παράλογος, ριψοκίνδυνος: «μια τέτοια ενέργεια μόνο ένας τρελός σαν κι εσένα θα μπορούσε να την κάνει! || ξαφνικά του ’ρθε μια τρελή ιδέα!». 3. που είναι πολύ ερωτευμένος: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισε, είναι τρελός μαζί της». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια του κόσμου μην ακούς αχ, μην ακούς κανένα, γιατί εγώ αχ, μικράκι μου, ψοφώ κι είμαι τρελός για σένα). 4. που είναι άτακτος, θορυβοποιός, φασαρτζής: «είναι τόσο τρελός άνθρωπος, που με το παραμικρό μπορεί ν’ αρπαχτεί με τον οποιοδήποτε». 5. που είναι πολύ εύθυμος, πολύ ζωηρός: «κάναμε ένα τρελό γλέντι || αχ, αυτά τα τρελά νιάτα!». 6. που είναι πολύ δυνατός, παράφορος: «νιώθει έναν τρελό έρωτα γι’ αυτή τη γυναίκα». 7. που γίνεται σε υπερβολικό βαθμό: «όπως πάει θα χρεοκοπήσει, γιατί κάνει τρελά έξοδα». 8. το αρσ. ως ουσ. ο τρελός,(για σκάκι) ο αξιωματικός: «μετακίνησα τον τρελό μου, γιατί κινδύνευε να μου τον φάει με τη βασίλισσα του». 9. το θηλ. ως ουσ. η τρελή, ο ομοφυλόφιλος, ο πούστης που επιδεικνύει προκλητικά την ιδιαιτερότητά του: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτή την τρελή γιατί εκτίθεσαι». 10. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα τρελά (βλ. λ.). Επίρρ. τρελά, με ένταση, με πάθος: «πεινώ τρελά || έτρεχε τρελά». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι μια κούκλα ζωντανή με ομορφιά και χάρη, εγώ σ’ αγάπησα τρελά κι άλλος δε θα σε πάρει). Υποκορ. τρελούτσικος. (Ακολουθούν 54 φρ.)·
- από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- βγάζει τρελά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- βιαστικό ζευγάρωμα τρελό παιδί θα βγάλει, βλ. λ. ζευγάρωμα·
- έβαλαν τον τρελό να βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά, χρησιμοποίησαν κάποιον ανόητο, επιπόλαιο, απερίσκεπτο ή παράτολμο για να φέρει σε πέρας κάποια επικίνδυνη πράξη·
- έβαλαν τον τρελό να βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. φρ. έβαλαν τον τρελό να βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά·
- έγιναν σαν της τρελής τα μαλλιά ή έγιναν σαν της τρελής το μαλλί, συνεπλάκησαν άγρια: «είχαν μακροχρόνια έχθρα και, όταν συναντήθηκαν, αρπάχτηκαν κι έγιναν σαν της τρελής τα μαλλιά». Από την εικόνα δυο ατόμων, που έχουν ξεμαλλιαστεί κατά τη διάρκεια της συμπλοκής τους και παρομοιάζονται με τα μαλλιά της τρελής γυναίκας που τριγυρνάει ξεμαλλιασμένη. Συνών. έγιναν σαν της γριάς τα μαλλιά ή έγιναν σαν της γριάς το μαλλί·
- έγινε σαν της τρελής τα μαλλιά ή έγινε σαν της τρελής το μαλλί, η δουλειά ή η υπόθεση μπερδεύτηκε πάρα πολύ και δεν μπορεί κανείς να βγάλει άκρη: «ο ένας ήθελε να γίνει με το δικό του τρόπο, ο άλλος ήθελε να γίνει με το δικό του τρόπο, ώσπου, στο τέλος η δουλειά έγινε σαν της τρελής το μαλλί». Από την εικόνα της τρελής που κυκλοφορεί με ανακατωμένα, με μπερδεμένα μαλλιά. Συνών. έγινε σαν της γριάς τα μαλλιά ή έγινε σαν της γριάς το μαλλί·
- έγινε της τρελής, α. δημιουργήθηκε πολύ ευχάριστηκατάσταση, επικράτησε εκρηκτικό κέφι: «μόλις άρχισαν να παίζουν τα όργανα, έγινε της τρελής μέσα στο μαγαζί». β. δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή, μεγάλη φασαρία: «κάποια στιγμή, πιάστηκαν στα χέρια οι δυο παρέες κι έγινε της τρελής μέσα στο μαγαζί». γ. παρατηρήθηκε έντονη αναστάτωση από μεγάλη κοσμοσυρροή: «τις γιορτές έγινε της τρελής στα μαγαζιά». Συνών. έγινε και κάτσε καλά ή έγινε το κάτσε καλά / έγινε ο χαμός ή έγινε χαμός / έγινε πατιρντί / έγινε της ανωμαλίας / έγινε της ιεροδούλου / έγινε της ιεροδούλου το κιγκλίδωμα /  έγινε της κακομοίρας / έγινε της μουρλής / έγινε της Πόπης / έγινε της πόρνης / έγινε της πουτάνας / έγινε της πουτάνας το κάγκελο / έγινε της πουτάνας το μαγκάλι / έγινε το έλα να δεις / έγινε το σώσε / έγινε χαλασμός·
- είδε ο τρελός το μεθυσμένο και φοβήθηκε, ο μεθυσμένος πολλές φορές γίνεται πιο επικίνδυνος από τον τρελό·
- είναι μέσ’ στην τρελή χαρά, βλ. λ. χαρά·
- είναι τρελός για δέσιμο! βλ. λ. δέσιμο·
- είναι τρελός και παλαβός, α. είναι πάρα πολύ επικίνδυνος: «πρέπει να τον κλείσουν σ’ ένα τρελάδικο, γιατί είναι τρελός και παλαβός». β. είναι παράφορα ερωτευμένος: «απ’ τη μέρα που γνώρισε την τάδε, είναι τρελός και παλαβός μαζί της»·
- είπαμε του τρελού να χέσει, έβγαλε και τ’ άντερά του, βλ. λ. χέζω·
- είπαν στον τρελό να χέσει κι αυτός ξεκωλώθηκε, βλ. λ. χέζω·
- ελάτ’ εσείς οι γνωστικοί να φάτε του τρελού το βιος, βλ. λ. βιος·
- έχει τρελά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- έχει τρελή μάσα ή έχει τρελές μάσες, βλ. λ. μάσα·
- έχω τρελή δουλειά ή έχω τρελές δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- η νόσος των τρελών αγελάδων, βλ. λ. αγελάδα·
- θα γίνει της τρελής, α. προειδοποιητική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον ότι θα ενεργήσουμε πολύ σκληρά σε βάρος του, αν συμπεριφερθεί με τρόπο που δε μας είναι αρεστός ή επιθυμητός: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα γίνει της τρελής». β. θα επικρατήσει πολύ ευχάριστη κατάσταση, θα επικρατήσει εκρηκτικό κέφι: «το βράδυ θα πάμε με τον τάδε στα μπουζούκια και θα γίνει της τρελής». Για συνών. βλ. φρ. θα γίνει της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- θα ’μαι τρελός, αν… ή θα ’μαι τρελός να…, λέγεται στην περίπτωση που αρνούμαστε να πραγματοποιήσουμε κάτι, γιατί βλέπουμε πως είναι εντελώς αντίθετο προς τα συμφέροντά μας: «θα ’μαι τρελός, αν πω στον ανταγωνιστή μου πως νοικιάζεται το διπλανό μαγαζί απ’ το δικό μου || θα ’μαι τρελός να συνεταιριστώ μ’ αυτόν τον απατεώνα»·
- κάθε ακαμάτρα και τρελή έχει την τύχη την καλή, βλ. λ. ακαμάτης·
- κάνει τρελά πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κάνω σαν τρελός, α. επιθυμώ κάποιον ή κάτι πάρα πολύ, αγαπώ κάποιον παράφορα, παθιάζομαι με κάποιον ή με κάτι: «απ’ τη μέρα που γνώρισε την τάδε, κάνει σαν τρελός για πάρτη της || μια φορά τον πήρα μαζί μου στα μπουζούκια, κι από τότε κάθε βράδυ κάνει σαν τρελός για μπουζούκια». β. ενθουσιάζομαι πάρα πολύ: «μόλις έμαθε πως κέρδισε το λαχείο, έκανε σαν τρελός». γ. εκδηλώνω την έντονη ψυχική ταραχή, την έντονη ανησυχία μου: «μόλις έμαθε πως τράκαρε το πούλμαν που ήταν μέσα και τα παιδιά του, έκανε σαν τρελός». (Λαϊκό τραγούδι: μη χτυπιέσαι, μην κάνεις σαν τρελή, έφυγε και πάει το πουλί
- κάνω τον τρελό, προσποιούμαι τον ανήξερο, πως δεν καταλαβαίνω τίποτα: «όταν τα βρίσκει σκούρα κάνει τον τρελό». (Λαϊκό τραγούδι: εδίψασε για έρωτα και ήρθε να γουστάρει! Γι’ αυτό αν δεις να τη φιλώ, σφύρα και κάνε τον τρελό
- κάνω τρελά όνειρα, βλ. λ. όνειρο·
- κάνω τρέλες, α. ενεργώ ανόητα, απερίσκεπτα, επιπόλαια ή παράτολμα: «από  μικρό παιδί κάνει όλο τρέλες, γι’ αυτό κανείς δεν τον εμπιστεύεται». β. διασκεδάζω έντονα, ιδίως σε νυχτερινά κέντρα: «έχουν μια παρέα και κάθε βράδυ κάνουν τρέλες στα μπουζουκτσίδικα»·
- κάνω τρελές πλάκες, βλ. λ. πλάκα·
- κάνω τρελή δουλειά ή κάνω τρελές δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- κερδίζει τρελά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- μ’ έπιασε το τρελό μου ή μ’ έχει πιάσει το τρελό, ξαφνικά αρχίζω και συμπεριφέρομαι ακατανόητα: «εκεί που καθόμασταν μ’ έπιασε το τρελό μου κι άρχισα να τους βρίζω». (Λαϊκό τραγούδι: μου την έδωσε απόψε· μ’ έχει πιάσει το τρελό· ένα μου ’χει κάνει εκείνη θα της κάνω εκατό – για να δει ποιος είμ’ εγώ 
- ξανθό μουνί, τρελό γαμήσι! βλ. λ. μουνί·
- ο τρελός με την τρελάρα του γεμίζει την κοιλάρα του, βλ. λ. τρελάρα·
- ο τρελός του χωριού, άτομο που παρ’ όλη τη διανοητική του καθυστέρηση είναι αποδεκτό από την παρέα μας, το συναναστρεφόμαστε: «έχουμε κι εμείς τον τρελό του χωριού στην παρέα μας, που μας είναι συμπαθέστατος». Από το ότι συμβαίνει τακτικά κάθε χωριό ή κάθε μεγάλη κοινωνία να έχει και το δικό της τρελό· βλ. και φρ. η πουτάνα του χωριού·
- παίρνει τρελά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- παίρνει τρελό μισθό, βλ. λ. μισθός·
- πιάνει τρελά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- ρίχνω τρελά λεφτά (για κάτι ή για κάποιον), βλ. λ. λεφτά· 
- ρίχνω τρελή μάσα ή ρίχνω τρελές μάσες, βλ. λ. μάσα·
- σ’ άγιο, μικρό και τρελό μην τάξεις, βλ. λ. άγιος·
- σκότωνε τρελούς, πλήρωνε τζερεμέδες, βλ. λ. τζερεμές·
- τα κάνω σαν της τρελής τα μαλλιά ή τα κάνω σαν της τρελής το μαλλί, μπερδεύω μια δουλειά ή μια υπόθεση τόσο πολύ, ώστε κανείς δε μπορεί να βγάλει άκρη: «τον άφησα για λίγο στο πόδι μου να επιβλέπει κι αυτός τα ’κανε σαν της τρελής τα μαλλιά». Συνών. τα κάνω σαν της γριάς τα μαλλιά ή τα κάνω σαν της γριάς το μαλλί·
- τα κουδούνια ο τρελός μοναχός του τα βαράει, βλ. λ. κουδούνι·
- το ρίχνω στην τρελή ή το ’χω ρίξει στην τρελή, α. είμαι τόσο απογοητευμένος, τόσο απελπισμένος, έχω τόσα πολλά δυσεπίλυτα προβλήματα, που εγκαταλείπω πια κάθε προσπάθεια και κάνω πως δεν καταλαβαίνω τίποτα: «συγκεντρώσου και βάλε τα δυνατά σου, γιατί, με το να το ρίχνεις στην τρελή, δε γίνεται τίποτα». β. αδιαφορώ για τα πάντα: «απ’ τη μέρα που το ’ριξα στην τρελή, βρήκα την υγειά μου». (Λαϊκό τραγούδι: σου το ’πα δεν σε θέλω πια, γιατί ξηγιέσαι σαν σουπιά! Κι όλο το ρίχνεις στην τρελή και με διπλώνεις πονηρή! // τα φαρμάκια για να πνίξεις, ρίχ’ το φίλε στην τρελή, ρίχ’ τα στην απέξω τσέπη να γλεντήσεις τη ζωή // το φιλοσόφησα πολύ και το ’χω ρίξει στην τρελή
- τρελά πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τρελές πλάκες, βλ. λ. πλάκα·
- τρελό όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- τρελός αέρας, βλ. λ. αέρας·
- τρελός νονός σε βάφτισε, βλ. λ. νονός·
- τρελός νονός σε βάφτισε; βλ. λ. νονός
- τρελός παπάς σε βάφτισε, βλ. λ. παπάς·
- τρελός παπάς σε βάφτισε; βλ. λ. παπάς·
- τρελού κεφάλι δε γερνάει, βλ. λ. κεφάλι·
- τρέχω σαν τρελός, α. ενεργοποιούμαι έντονα για να αποτρέψω ή για να πετύχω κάτι: «τρέχω σαν τρελός για να πείσω τον τάδε ν’ αποσύρει τη μήνυση που μου ’κανε || τρέχω σαν τρελός να βολέψω κι εγώ το γιο μου σε κάποια δουλειά». β. έχω πολλή δουλειά: «σε όλη τη διάρκεια των γιορτών, απ’ το πρωί που άνοιγα το μαγαζί μέχρι την ώρα που το έκλεινα, έτρεχα σαν τρελός»· 
- ψηλό μουνί, τρελό γαμήσι! βλ. λ. μουνί·
- ως να συλλογιστεί ο γνωστικός, περνά το γεφύρι ο τρελός, βλ. λ. γνωστικός.

τρίχα

τρίχα, η, ουσ. [<μσν. τρίχα, από το τρίχα, αιτ. του αρχ. ουσ. θρίξ], η τρίχα. 1. το τρίχωμα ανθρώπου ή ζώου: «με τέτοια μεταξένια τρίχα που έχει αυτή η γυναίκα, πώς να μη δείχνει ομορφότερη!». 2α. στον πλ. οι τρίχες, τα ψέματα, οι ψευτιές, οι ανοησίες, οι ανακρίβειες, οι ψευδολογίες: «μας αράδιασε ένα σωρό τρίχες κι είχε την εντύπωση πως τον πιστέψαμε». (Λαϊκό τραγούδι: φύγε λοιπόν, αφού το θες αλλού να πας, κι ας τις μουρμούρες και τις κλάψες και τις τρίχες, κι όταν θα σμίξεις με το μάγκα π’ αγαπάς, να μην του πεις ότι για πασατέμπο μ’ είχες). Συνών. κουραφέξαλα (1) / μαμούκαλα (α) / μαμούνια (3α) / μπούρδες (α) / παπάρες (4α) / παπαριές (β) / πίπες (2α) / σάλια (2) / φλούδες (1). β. ως επιφών. τρίχες! έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «έμαθα πως την άλλη Κυριακή παντρεύεται ο τάδε. -Τρίχες!». Πολλές φορές, μετά το επιφώνημα επαναλαμβάνεται από τον αμφισβητία και το ρ. της φρ. που του ανακοινώνεται: «έμαθα πως την άλλη Κυριακή παντρεύεται ο τάδε. -Τρίχες παντρεύεται!», ενώ είναι και φορές που ο αμφισβητίας επαναλαμβάνει όλη τη φρ. που του ανακοινώνεται: «έμαθα πως την άλλη Κυριακή παντρεύεται ο τάδε. -Τρίχες παντρεύεται την άλλη Κυριακή ο τάδε!». Για συνών. βλ. λ. αρχίδι (4). Υποκορ. τριχίτσα, η (βλ. λ.) κ. τριχούλα, η. (Ακολουθούν 59 φρ.)·
- ακόμη δεν έβγαλε τρίχες, βλ. φρ. ακόμη δεν έβγαλε τρίχες στ’ αρχίδια του, λ. αρχίδι·
- άμα είναι η πούτσα κοντή, αμποδούν (= εμποδίζουν) οι τρίχες, βλ. λ. πούτσα·
- από σπανό τρίχα δύσκολα βγάζεις, βλ. λ. σπανός·
- από τρίχα, βλ. συνηθέστ. παρά τρίχα·
- άσπρισαν οι τρίχες μου ή άσπρισε η τρίχα μου, φοβήθηκα πάρα πολύ, κατατρόμαξα: «άσπρισαν οι τρίχες μου, μόλις είδα το φορτηγό να ’ρχεται καταπάνω μου». Από το ότι συμβαίνει πολλές φορές, μπροστά σε κάποιον μεγάλο κίνδυνο, να ασπρίζουν τα μαλλιά αυτού που κινδυνεύει· βλ και φρ. άσπρισαν τα μαλλιά μου, λ. μαλλί·
- βγάζω τρίχες, γίνομαι έφηβος: «μόλις άρχισε να βγάζει τρίχες, το μάτι  του το ’χει όλο στα κοριτσόπουλα»·
- βελονιάζει την τρίχα ή βελονιάζει τρίχα, είναι ευφυέστατος, παμπόνηρος, ικανότατος, καπάτσος, καταφέρνει και τις πιο δύσκολες δουλειές, αντιμετωπίζει με επιτυχία και τις πιο δύσκολες καταστάσεις, πράγμα που τον κάνει επικίνδυνο: «πρόσεχε αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί, απ’ ότι έχω μάθει βελονιάζει την τρίχα και υπάρχει φόβος να σε μπλέξει σε καμιά υπόθεση». Συνών. καλιγώνει τον ψύλλο ή καλιγώνει ψύλλο·
- δε λείπει ούτε τρίχα, βλ. φρ. δεν πείραξα ούτε τρίχα·
- δεν άγγιξα ούτε τρίχα, βλ. φρ. δεν πείραξα ούτε τρίχα·
- δεν είσαι ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν ήταν ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν πείραξα ούτε τρίχα, δεν πήρα την παραμικρή ποσότητα από ένα σύνολο: «δεν ξέρω ποιος έφαγε απ’ το φαγητό, πάντως εγώ δεν πείραξα ούτε τρίχα || δεν ξέρω ποιος πήρε τα λεφτά απ’ το ταμείο, πάντως εγώ δεν πείραξα ούτε τρίχα». Από την εικόνα του ατόμου που δεν απλώνει το χέρι του ούτε για να αποσπάσει κάποια τρίχα που βρίσκεται μέσα στο φαγητό·
- δεν του άγγιξα ούτε τρίχα, βλ. φρ. δεν του πείραξα ούτε τρίχα·
- δεν του άφησε (ούτε) τρίχα, τον ξεμάλλιασε εντελώς και, κατ’ επέκταση, τον τιμώρησε πολύ αυστηρά, παραδειγματικά: «όταν γύρισε μεθυσμένος στο σπίτι του, τον άρπαξε ο πατέρας του και δεν του άφησε τρίχα»·
- δεν του πείραξα ούτε τρίχα, δεν του έκανα το παραμικρό σωματικό κακό, δεν του προκάλεσα την παραμικρή σωματική βλάβη: «εγώ δεν του πείραξα ούτε τρίχα, γιατί άλλος ήταν αυτός που τον πλάκωσε στο ξύλο»·
- είμαι στην τρίχα, είμαι ντυμένος πολύ επίσημα, πολύ κομψά: «κάθε χρόνο στην ονομαστική μου γιορτή είμαι στην τρίχα, γιατί δέχομαι διάφορες επισκέψεις στο σπίτι». Συνών. είμαι στην πένα (α)·
- η ζωή μου κρέμεται από μια τρίχα ή η ζωή μου κρέμεται σε μια τρίχα, βλ. λ. ζωή·
- θα σου βγάλω τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή θα σου βγάλω το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. μαλλί·
- θα σου μαδήσω τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή θα σου μαδήσω το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. μαλλί·
- θα σου ξεριζώσω τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή θα σου ξεριζώσω το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. μαλλί·
- κάθε τρίχα με τον ίσκιο της, ακόμα και ο πιο ασήμαντος, ο πιο ταπεινός άνθρωπος έχει την αξία του, την προσωπικότητά του και την ανάλογη θέση του μέσα στην κοινωνία: «όσο ασήμαντος κι αν είναι, πρέπει να συμπεριφέρεσαι σωστά, γιατί κάθε τρίχα με τον ίσκιο της». Συνών. κάθε δεντράκι με τον ίσκιο του / και το μυρμήγκι έχει το βάρος του·
- κάνει την τρίχα τριχιά, μεγαλοποιεί κάποιο ασήμαντο γεγονός: «δε θα ’χεις σαφή εικόνα, αν σου πει ο τάδε πώς έγινε το δυστύχημα, γιατί αυτός κάνει την τρίχα τριχιά». Συνών. κάνει τη μύγα ελέφαντα / κάνει τον ψύλλο καμήλα·
- κόβει την τρίχα στα δυο, είναι πανέξυπνος, πολυμήχανος: «να ’σαι σίγουρος πως θα τη βρει την άκρη, γιατί αυτός κόβει την τρίχα στα δυο». (Λαϊκό τραγούδι: αλάνικο, αλάνικο γυαλάκι βενετσιάνικο στα δυο κόβεις την τρίχα. Αχ, ταίρι μου να σ’ είχα!
- κρέμομαι από μια τρίχα ή κρέμομαι σε μια τρίχα, βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση ή κατάσταση, η επιτυχία μου εξαρτάται από μια μικρολεπτομέρεια: «έχω δώσει όλα τα δικαιολογητικά για να πάρω αυτή τη θέση, και τώρα κρέμομαι από μια τρίχα || δε με πιάνει ύπνος τα βράδια, γιατί όλη μου η δουλειά κρέμεται από μια τρίχα». Συνών. κρέμομαι από μια κλωστή ή κρέμομαι σε μια κλωστή·
- λέει τρίχες, λέει ανοησίες, βλακείες, ανακρίβειες: «μην τον πιστεύεις, γιατί γενικά λέει τρίχες»·
- μας γέμισε τρίχες ή με γέμισε τρίχες, μας έλεγε ανακρίβειες, ανοησίες, ψευδολογούσε: «ήρθε να μας πει ο τάδε πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα, αλλά μας γέμισε τρίχες». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μου σηκώθηκε η τρίχα ή σηκώθηκε η τρίχα μου, συγκινήθηκα έντονα: «μου σηκώθηκε η τρίχα, όταν τον είδα να σπαράζει πάνω στον τάφο του πατέρα του»· βλ. και φρ. μου σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο·
- μου σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο ή σηκώθηκε η τρίχα μου κάγκελο, α. έμεινα κατάπληκτος, αηδίασα, έφριξα: «μου σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο, μόλις είδα, κοτζάμ παλικάρι, να βρίζει έναν σεβάσμιο γέροντα». β. φοβήθηκα πάρα πολύ, κατατρόμαξα: «μόλις είδα το φορτηγό να ’ρχεται καταπάνω μου, σηκώθηκε η τρίχα μου κάγκελο». Από το ότι συμβαίνει πολλές φορές, μπροστά σε μεγάλο κίνδυνο να σηκώνονται οι τρίχες, ιδίως του κεφαλιού αυτού που κινδυνεύει. γ. συγκινήθηκα έντονα: «όταν τον είδα να κλαίει, μόλις έμαθε για το θάνατο του πατέρα του, μου σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο»·
- μου σηκώθηκε η τρίχα όρθια ή σηκώθηκε η τρίχα μου όρθια, βλ. φρ. μου σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο·
- ντύνομαι στην τρίχα, ντύνομαι πολύ προσεγμένα, πολύ κομψά, ντύνομαι άψογα: «ήταν το πρώτο του ραντεβού με την γκόμενα, γι’ αυτό και ντύθηκε στην τρίχα». Συνών. ντύνομαι στην πένα·
- ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο ζυμάρι, αποτελεί ξεχωριστή αντίθεση, έντονη παραφωνία με τον περίγυρό του, πράγμα που γίνεται αμέσως αντιληπτό: «όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα επάνω του, γιατί, με τα παρδαλά ρούχα που φορούσε, ξεχώριζε σαν την τρίχα στο ζυμάρι». Συνών. ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα·
- ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο προζύμι, βλ. φρ. ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο ζυμάρι·
- ξηγιέμαι στην τρίχα, (στη γλώσσα της αργκό) συμπεριφέρομαι άψογα. (Λαϊκό τραγούδι: τόσες μήνες που την είχα μου ξηγιότανε στην τρίχα· τώρα έγινε από σόι και τα ψάρια δεν τα τρώει
- ξηγιέμαι τρίχες, (στη γλώσσα της αργκό) δε συμπεριφέρομαι σωστά σε κάποιον που μου φέρεται σωστά, συμπεριφέρομαι ανάρμοστα σε κάποιον: «εγώ σου φέρομαι σαν κύριος κι εσύ μου ξηγιέσαι τρίχες». (Λαϊκό τραγούδι: έπαιζα και δαχτυλήθρες κι εσύ μου ξηγιόσουν τρίχες κι έτρωγες τα τάλιρά μου μ’ άλλονε, νοικοκυρά μου
- ο λύκος τρίχα αλλάζει, γνώμη δεν αλλάζει, βλ. λ. λύκος·
- όσα σέρνει η τρίχα του μουνιού, αμάξι δεν τα σέρνει, βλ. συνηθέστ. τρίχα μουνιού σέρνει καράβι·
- παρά τρίχα, λίγο έλειψε να…, παραλίγο: «όπως ερχόμασταν απ’ την Αθήνα, παρά τρίχα να τρακέρναμε μ’ ένα φορτηγό»·
- πιάστηκε από μια τρίχα, επειδή δε βρήκε κάποια σοβαρή παρατυπία ή παρανομία, αναφέρθηκε σε κάτι επουσιώδες προκειμένου να καταφερθεί, να επιτεθεί ή να βλάψει τον αντίπαλό του: «όσο κι αν έψαξε να βρει κάτι μεμπτό για τον προϊστάμενό του, δεν το κατάφερε, γι’ αυτό, πιάστηκε από μια τρίχα, για μια άδεια, δηλαδή, άνευ αποδοχών, που είχε δώσει κάποτε σ’ έναν γνωστό του»·
- σαν βγάλει τρίχες η απαλάμη μου ή σαν βγάλει η απαλάμη μου τρίχες, (ειρωνικά) λέγεται σε περίπτωση κατηγορηματικής άρνησης, ποτέ: «σαν βγάλει τρίχες η απαλάμη μου, τότε θα σου δώσω τα λεφτά που μου ζητάς». Από το ότι ποτέ δεν πρόκειται να βγάλει τρίχες η παλάμη·
- σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής μου, α. ένιωσα φρίκη, αποτροπιασμό: «μόλις τον είδα να χτυπάει το γέρο πατέρα του, σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής μου». β. τρόμαξα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις άκουσα το ουρλιαχτό μέσα στη νύχτα, σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής μου». Από το ότι συμβαίνει, όταν τρομάζει κανείς πολύ, να σηκώνονται οι τρίχες της κεφαλής του·
- σκίζει τρίχα, είναι υπερβολικά τσιγκούνης, υπέρμετρα φιλάργυρος: «μου είναι αδιανόητο πώς αυτός ο άνθρωπος σου ’δωσε δανεικά λεφτά, γιατί αυτός, απ’ ό,τι ξέρω, σκίζει τρίχα»·
- σου το λέω και μου σηκώνεται η τρίχα, έκφραση με την οποία θέλουμε να κάνουμε κάποιον να πιστέψει πως πραγματικά συγκινηθήκαμε πάρα πολύ στην ανάμνηση κάποιου ευχάριστου ή δυσάρεστου γεγονότος: «μ’ αυτή τη γυναίκα πέρασα πάρα πολύ όμορφα χρόνια. Σου το λέω και μου σηκώνεται η τρίχα || όταν θυμάμαι τη στιγμή που θάβαμε τον πατέρα μου, συγκινούμαι πάρα πολύ. Σου το λέω και μου σηκώνεται η τρίχα». Συνήθως της φρ. προτάσσεται και πιο σπάνια ακολουθεί το δεικτικό να και συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με την οποία δείχνουμε στο συνομιλητή μας το βραχίονά μας, για να δει τις τρίχες που, υποτίθεται σηκώνονται ή που πραγματικά σηκώνονται, γιατί μπορεί πράγματι να συμβεί, όταν το άτομο κατέχεται από μεγάλη συγκίνηση. Στην περίπτωση που ο ομιλητής έχει καλυμμένο το βραχίονά του με το ρούχο που φοράει, τότε κάνει πως τραβάει το μανίκι του σακακιού του προς τον αγκώνα του ή κάνει πως ξεκουμπώνει το μανικετόκουμπό του θέλοντας να δείξει στο συνομιλητή του τις σηκωμένες τρίχες του βραχίονά του. Συνών. σου το λέω κι ανατριχιάζω·
- στέκομαι στην τρίχα, α. ενεργώ πολύ πρόθυμα και χωρίς σκέψη προκειμένου να εξυπηρετήσω κάποιον, γίνομαι χίλια κομμάτια προκειμένου να εξυπηρετήσω κάποιον: «όσον καιρό ήμασταν στην πόλη του, το παιδί στεκόταν στην τρίχα για να μη μας λείψει τίποτα». β. βρίσκομαι σε απόλυτη ετοιμότητα προκειμένου να βοηθήσω κάποιον: «όση ώρα έδινα τις απαραίτητες εξηγήσεις στον τάδε, ο φίλος μου στεκόταν στην τρίχα στη γωνία μήπως και τον χρειαστώ». Από την εικόνα του ατόμου που έχει όλες του τις αισθήσεις συγκεντρωμένες σαν να ισορροπεί πάνω σε μια τρίχα·
- στην τρίχα, πολύ όμορφα, πολύ προσεγμένα και με πολύ φροντίδα: «είχε μέσα στην ντουλάπα τα ρούχα του στην τρίχα || είναι πολύ νοικοκυρά κι όλο το σπίτι το ’χει στην τρίχα». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε Σαββάτο έβρισκες τα ρούχα σου στην τρίχα και την αχαριστία σου για πληρωμή μου είχα). Συνών. στην πένα / τσίτα κόρδα / τσίτα πίτα·
- στολίζομαι στην τρίχα, βλ. συνηθέστ. ντύνομαι στην τρίχα·
- τα σέρνει η τρίχα του μουνιού, καράβι δεν τα σούρνει, βλ. συνηθέστ. τρίχα μουνιού σέρνει καράβι·
- την πέτρα στύβει και την τρίχα σχίζει, βλ. λ. πέτρα·
- της κοντής ψωλής της φταίνε οι τρίχες, βλ. λ. ψωλή·
- της στραβής ψωλής της φταίνε οι τρίχες, βλ. λ. ψωλή·
- τον έβγαλε σαν την τρίχα απ’ το προζύμι, του αποστέρησε, του καταπάτησε τα δικαιώματά του, ιδίως τον απέλυσε από τη δουλειά του χωρίς αποζημίωση: «μπορεί να ήταν ο πιο παλιός μέσα στην επιχείρηση, αλλά ο καινούριος διευθυντής τον έβγαλε σαν την τρίχα απ’ το προζύμι»·
- του ’βγαλε τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή του ’βγαλε το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. μαλλί·
- του μάδησε τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή του μάδησε το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. μαλλί·
- του ξερίζωσε τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή του ξερίζωσε το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. μαλλί·
- τρίχα μουνιού σέρνει καράβι, βλ. λ. καράβι·
- τρίχες κατσαρές! α. έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «ο τάδε χώρισε τη γυναίκα του, γιατί την έπιασε μ’ έναν άλλον. -Τρίχες κατσαρές! Αφού τους είδα πριν από λίγο μαζί». β. ανοησίες, αηδίες: «αυτά που μας λες είναι τρίχες κατσαρές!». Είναι φορές, που η φρ. κλείνει με το και παρδαλά κατσίκια·
- τρίχες μιζαμπλί! βλ. συνηθέστ. τρίχες κατσαρές(!)·
- τριχοτομεί την τρίχα, είναι υπερβολικά λεπτολόγος: «εμείς θέλαμε να μας δώσει μια γενική εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε στην Παιδεία κι αυτός άρχισε να τριχοτομεί την τρίχα»·
- φέρνομαι στην τρίχα, βλ. φρ. ξηγιέμαι στην τρίχα. (Λαϊκό τραγούδι: όσα χρόνια ταίρι μου την είχα την φερνόμουνα στην τρίχα).

τσεπάκι

τσεπάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. τσέπη], μικρή κρυφή τσέπη του παντελονιού που βρίσκεται λίγο δίπλα από το σημείο στο οποίο κουμπώνει στη μέση ή μικρή τσέπη του πουκαμίσου ή του σακακιού στο ύψος του στήθους: «έβαλε στο τσεπάκι του παντελονιού ένα πενηντόευρω για ώρα ανάγκης || στο τσεπάκι του πουκαμίσου του έχει πάντα την ταυτότητά του || έβαλε στο τσεπάκι του σακακιού του ένα άσπρο μαντίλι και το τράβηξε λίγο προς τα έξω για να φαίνεται»·
- βάζω στο τσεπάκι μου, βλ. συνηθέστ. βάζω στην τσέπη μου, λ. τσέπη·
- πες πως το ’χω στο τσεπάκι μου, έκφραση με την οποία δηλώνουμε με σιγουριά σε κάποιον πως η απόκτηση του πράγματος για το οποίο γίνεται λόγος, πρέπει να θεωρείται εντελώς βέβαιη. Συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να χτυπάει αρκετές φορές ελαφρά στο σημείο εκείνο που βρίσκεται το τσεπάκι του παντελονιού μας·
- τα βγάζει απ’ το τσεπάκι του, είναι πολύ ετοιμόλογος: «απορώ μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί σε όλα έχει μια γρήγορη απάντηση, λες και τα βγάζει απ’ το τσεπάκι του»·
- τον βάζω στο τσεπάκι μου, α. τον εξαπατώ, τον ξεγελώ με μεγάλη ευκολία: «σε μένα δεν κάνει τον έξυπνο, γιατί ξέρει πως τον βάζω στο τσεπάκι μου οποιαδήποτε ώρα θέλω». β. είμαι κατά πολύ πιο δυνατός από αυτόν, τον κατανικώ: «είναι ντροπή μου να μαλώσω μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί τον βάζω στο τσεπάκι μου». Συνοδεύεται από χειρονομία με τους αντίχειρα και το δείκτη ενωμένους στην άκρη τους, σαν να πιάνουν κάτι ελαφρά να κινούνται προς το μέρος εκείνο του παντελονιού, όπου υπάρχει το τσεπάκι, και, υποτίθεται βάζουν κάτι μέσα. Άλλες φορές, η χειρονομία με τον ίδιο τρόπο κατευθύνεται στο τσεπάκι του σακακιού ή του πουκαμίσου που υπάρχει στο ύψος του στήθους·
- τον έχω στο τσεπάκι μου, τον έχω στη διάθεσή μου ανά πάσα στιγμή και ώρα, τον κάνω ό,τι θέλω, τον εξουσιάζω απόλυτα: «αν του ζητήσω να μας βοηθήσει, δε θα το αρνηθεί, γιατί τον έχω στο τσεπάκι μου». Συνοδεύεται από την παραπάνω χειρονομία· βλ. και φρ. τον βάζω στο τσεπάκι μου.

τσιγκέλι

τσιγκέλι κ. τσεγκέλι, το, ουσ. [<τουρκ. çengel], σιδερένιο άγκιστρο, σιδερένιος γάντζος στον οποίο κρεμούν τα κρέατα: «ο χασάπης κρέμασε το αρνί στο τσιγκέλι». Υποκορ. τσιγκελάκι, το (βλ. λ.)·
- μουστάκι σαν τσιγκέλι ή μουστάκια σαν τσιγκέλι, το μουστάκι που οι δυο άκρες του είναι στριμμένες προς τα πάνω, όπως και η αιχμηρή άκρη του τσιγκελιού: «είχε ένα μουστάκι σαν τσιγκέλι || τα μουστάκια του ήταν σαν τσιγκέλι || κάθε τόσο έστριβε το μουστάκι του, που ήταν σαν τσιγκέλι»· 
-του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι ή του παίρνεις τα λόγια με το τσιγκέλι, βλ. λ. λόγος·
-του τα βγάζεις ένα ένα με το τσιγκέλι ή του τα βγάζεις με το τσιγκέλι ή του τα παίρνεις ένα ένα με το τσιγκέλι ή του τα παίρνεις με το τσιγκέλι (ενν. τα λόγια),  βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι.

τσιμουδιά

τσιμουδιά, η, ουσ. [;], ως επιφών. τσιμουδιά!(συμβουλευτικά ή απειλητικά) μην πεις τίποτα, σιωπή(!): «όσο και να σε ζορίσουν, τσιμουδιά!». Συνών. άχνα! / κιχ! / λέξη! / μιλιά(!)·
- δε βγάζω τσιμουδιά, α. δε λέω τίποτα, σωπαίνω: «όταν μιλάει κάποιος ηλικιωμένος, τον ακούω προσεκτικά και δε βγάζω τσιμουδιά». Πρβλ.: δεν τον τουμπάρεις με ψευτιές και τέτοια παραμύθια. Κι αν ξαναβγάλεις τσιμουδιά, θα δεις τι βάρβαρη καρδιά που κρύβω μες στα στήθια! (Λαϊκό τραγούδι). Συνών. δε βγάζω λέξη (α). β. δεν αντιδρώ, δεν απαντώ σε κριτική ή απειλή που μου γίνεται κατά πρόσωπο: «είχα άδικο, γι’ αυτό κι εγώ δεν έβγαλα τσιμουδιά || μόλις τον αγρίεψε ο άλλος, αυτός δεν έβγαλε άχνα». γ. κρύβομαι, ιδίως από ντροπή ή φόβο, και συγκρατώ, όσο μπορώ, την αναπνοή μου, για να μη γίνω αντιληπτός: «όση ώρα ο αστυνομικός στεκόταν στη γωνιά, αυτός στεκόταν ζαρωμένος στο άνοιγμα της πόρτας και δεν έβγαζε τσιμουδιά». δ. δε λέω απολύτως τίποτα, μένω άφωνος: «όση ώρα με συμβούλευε ο πατέρας μου εγώ δεν έβγαζα τσιμουδιά». Συνών. δε βγάζω άχνα / δε βγάζω κιχ / δε βγάζω μιλιά·  
- δε θα βγάλεις τσιμουδιά, (συμβουλευτικά ή απειλητικά) δε θα πεις απολύτως τίποτα: «ό,τι και να σε ρωτήσουν, εσύ δε θα βγάλεις τσιμουδιά». Συνών. δε θα βγάλεις άχνα / δε θα βγάλεις κιχ / δε θα βγάλεις λέξη / δε θα βγάλεις μιλιά·
- δε θέλω τσιμουδιά, απαιτώ απόλυτη ησυχία: «όσο θα λείπω, δε θέλω τσιμουδιά». Συνών. δε θέλω άχνα / δε θέλω κιχ / δε θέλω τσικ·
- δεν ακούγεται τσιμουδιά, επικρατεί απόλυτη ησυχία: «όταν πέφτει ο πατέρας για ύπνο, δεν ακούγεται τσιμουδιά». Συνών. δεν ακούγεται αναπνοή / δεν ακούγεται ανάσα / δεν ακούγεται κιχ / δεν ακούγεται μιλιά / δεν ακούγεται τσικ·
- δεν ακούς τσικ, βλ. φρ. δεν ακούγεται τσικ·
- δεν έβγαλε τσιμουδιά, δεν ξεστόμισε ούτε λέξη, έμεινε άφωνος: «όσο και να φώναζε ο άλλος, επειδή κατάλαβε το σφάλμα του, δεν έβγαλε τσιμουδιά»·
- μη βγάλεις τσιμουδιά! ή να μη βγάλεις τσιμουδιά! βλ. φρ. δε θα βγάλεις τσιμουδιά·
- μην ακούσω τσιμουδιά ή να μην ακούσω τσιμουδιά βλ. φρ. δε θέλω τσιμουδιά.

τσιμπίδα

τσιμπίδα, η, ουσ. [<ἐμπίδα, αιτιατ του αρχ. ουσ. ἐμπίς, με επίδραση του τσιμπῶ], η τσιμπίδα·
- είναι (για) να τον πιάνεις με την τσιμπίδα! ή είναι (για) να τον πιάνει κανείς με την τσιμπίδα!  είναι τόσο βρόμικος, μας προξενεί τέτοια αηδία από τη βρομιά του, που δε θέλουμε καν να το ακουμπήσουμε: «περνάει και βρομοκοπάει όλος ο τόπος κι όταν πρόκειται να κάνεις χειραψία μαζί του, είναι για να τον πιάνεις με την τσιμπίδα! || είναι τόσο βρόμικος άνθρωπος, που είναι να τον πιάνει κανείς με την τσιμπίδα!»·
- έπεσε στην τσιμπίδα του νόμου (της εφορίας), συνελήφθη, πιάστηκε από την αστυνομία, τσακώθηκε από την εφορία: «τον τελευταίο καιρό είχε χτυπήσει ένα σωρό μαγαζιά, ώσπου έπεσε στην τσιμπίδα του νόμου || πουλούσε χωρίς αποδείξεις, ώσπου μια μέρα έπεσε στην τσιμπίδα της εφορίας»·
- τον έπιασε η τσιμπίδα του νόμου (της εφορίας), τον συνέλαβε η αστυνομία, τον τσάκωσε η εφορία: «είχε την εντύπωση πως μια ζωή θα μπορούσε να κλέβει ανενόχλητος, ώσπου τον έπιασε η τσιμπίδα του νόμου || τον έπιασε η τσιμπίδα της εφορίας, γιατί πουλούσε χωρίς αποδείξεις»·
- του βγάζεις τα λόγια με την τσιμπίδα ή του παίρνεις τα λόγια με την τσιμπίδα, βλ. λ. λόγος·
- του τα βγάζεις ένα ένα με την τσιμπίδα ή του τα βγάζεις με την τσιμπίδα ή του τα παίρνεις ένα ένα με την τσιμπίδα ή του τα παίρνεις με την τσιμπίδα (ενν. τα λόγια), βλ. συνηθέστ. του βγάζεις τα λόγια με την τσιμπίδα.

τσουλούφι

τσουλούφι κ. τζουλούφι, το, ουσ. [<τουρκ. zülüf], τούφα μαλλιών, ιδίως αυτή που πέφτει επάνω στο μέτωπο: «όταν χτενίζεται, κάνει πάντα μπροστά ένα τσουλούφι, γιατί νομίζει ότι γίνεται ομορφότερος». (Λαϊκό τραγούδι: το τσουλούφι που σου πέφτει απ’ το μαλλάκι σου και σου κάνει πονηρό το προσωπάκι σου
- θα σου βγάλω το τσουλούφι ή θα σου ξεριζώσω το τσουλούφι, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε δείρω άγρια, θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν σ’ ακούσω ξανά να βρίζεις τα θεία, θα σου βγάλω το τσουλούφι»·
- του ’βγαλε το τσουλούφι, βλ. φρ. του ξερίζωσε το τσουλούφι·
- του ξερίζωσε το τσουλούφι, τον έδειρε άγρια, τον τιμώρησε σκληρά: «όταν γύρισε μεθυσμένος στο σπίτι του, ο πατέρας του του ξερίζωσε το τσουλούφι».

φαΐ

φαΐ, το, ουσ. [<μσν. φαγεῖ(ν) και φαγεῖον, από το απαρέμφ. του αρχ. ρ. ἐσθίω (= τρώω)], το φαγητό: «τι φαΐ έχουμε σήμερα, ρε γυναίκα;». Υποκορ. φαγάκι, το (βλ. λ.)· βλ. και λ. φαγητό. (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- άλλο φαΐ τώρα, ας αλλάξουμε θέμα: «έλα, πολύ κουβεντιάσαμε γι’ αυτή την υπόθεση. Άλλο φαΐ τώρα»·
- αυτό είναι το φαΐ μου, αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πανεύκολο για μένα ή είναι κάτι με το οποίο ασχολούμαι συνεχώς: «σιγά το δύσκολο πράγμα που με βάζεις να κάνω! Αυτό είναι το φαΐ μου || μα και βέβαια θα ’ρθω κι εγώ για τζόκιν, αφού είναι το φαΐ μου». Από την ευκολία με την οποία τρώει κανείς το φαγητό που του αρέσει·
- βάζω φαΐ, βλ. συνηθέστ. βάζω τραπέζι, λ. τραπέζι·
- βαρύ φαΐ, φαγητό που είναι δύσπεπτο: «πάσχω απ’ το στομάχι μου, γι’ αυτό δεν μπορώ να φάω βαρύ φαΐ»·
- βγάζω το φαΐ μου, κερδίζω τα απαραίτητα για να ζήσω, για να συντηρηθώ: «ποτέ δεν ήμουν πλεονέκτης, γι’ αυτό πάντα λέω δόξα τω Θεώ που βγάζω το φαΐ μου»· 
- βγάζω φαΐ, σερβίρω φαγητό: «μέχρι να βγάλει η μάνα μου το φαΐ, έβλεπα τηλεόραση»·
- για ένα πιάτο φαΐ, βλ. λ. πιάτο·
- είδες, φαΐ κάτσε, είδες ξύλο, φύγε, (συμβουλευτικά) αν δεις ευχάριστη κατάσταση, πάρε κι εσύ μέρος κι αν δεις δυσάρεστη, απομακρύνσου: «μη χώνεσαι όπου να ’ναι, αλλά, είδες φαΐ, κάτσε, είδες ξύλο, φύγε»·
- έχει πολύ φαΐ, αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί μπορούμε να αποκομίσουμε πολλά οφέλη: «εγώ λέω να πάρουμε μέρος σ’ αυτή την επιχείρηση, γιατί, απ’ ό,τι φαίνεται, έχει πολύ φαΐ»·
- έχει φαΐ η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- θέλει το φαΐ στο πιάτο, βλ.λ. πιάτο·
- μασημένο φαΐ, βλ. συνηθέστ. μασημένη τροφή, λ. τροφή·
- μυρίστηκε φαΐ, βλ. συνηθέστ. μυρίστηκε λαγό, λ. λαγός·
- ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά, βλ. λ. Θεός·
- πήγε το φαΐ στη ράχη μου, βλ. φρ. πήγε το φαΐ στην πλάτη μου·
- πήγε το φαΐ στην πλάτη μου, από τη δυσαρέσκεια ή τη στενοχώρια που δοκίμασα ή από τη βιασύνη με την οποία έφαγα το φαγητό μου, δεν το ευχαριστήθηκα καθόλου:  «μ’ όλ’ αυτά τα δυσάρεστα που μου είπες, πήγε το φαΐ στην πλάτη μου || έφαγα τόσο βιαστικά, που πήγε το φαΐ στην πλάτη μου»·
- στο φαΐ και στο γαμήσι ο Θεός δεν κάνει κρίση, βλ. λ. Θεός·
- στρώνομαι στο φαΐ, κάθομαι με άνεση για να φάω, τρώω ικανοποιητικά: «μόλις γύρισε απ’ τη δουλειά του, στρώθηκε στο φαΐ»·
- το στρώνω στο φαΐ, βλ. συνηθέστ. στρώνομαι στο φαΐ·
- το τρως όλο το φαΐ σου; ή το τρως το φαΐ σου; ερώτηση σε μικρό παιδί με την έννοια αν είναι φρόνιμο, αν είναι υπάκουο. Από το ότι, το μικρό παιδί που δεν κάνει νάζια στο φαγητό του και το τρώει όλο, είναι προφανές πως είναι φρόνιμο, υπάκουο·
- φόρεμα του κόσμου και φαΐ της όρεξής μας, βλ. λ. όρεξη.

φασούλι

φασούλι, το, ουσ. [<μσν. φασούλιν <φασηόλιον <υποκορ. του μτγν. φασίολος <λατιν. phaselus], βλ. λ. φασόλι· απροσδόκητη απαίτηση κάποιου ή απροσδόκητο πρόβλημα που προκύπτει: «τι φασούλι είναι πάλι αυτό που μου πέταξες!»·
- μας έβγαλε άλλο φασούλι ή μας έβγαλε καινούριο φασούλι ή μας έβγαλε κι άλλο φασούλι ή μας έβγαλε νέο φασούλι, κοντά στις προηγούμενες απαιτήσεις του, ξαφνικά μας παρουσίασε νέα πρωτοφανή απαίτηση, μας δημιούργησε νέο πρόβλημα: «τη στιγμή που έφτασε η ώρα να υπογράψουμε τα συμβόλαια, μας έβγαλε κι άλλο φασούλι σχετικά με τη διανομή των κερδών»·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι, με οικονομία και αποταμιεύοντας κανείς συστηματικά μικρά χρηματικά ποσά, μπορεί μα τον καιρό να δημιουργήσει ένα μεγάλο χρηματικό απόθεμα: «αν θέλεις να προκόψεις στη ζωή σου, πρέπει να μη σπαταλάς και να είσαι υπομονετικός, γιατί φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι». Συνών. σταλαγματιά σταλαγματιά γεμίζει η στάμνα η βαθιά.

φλόγα

φλόγα, η, ουσ. [<μσν. φλόγα <αρχ. φλόξ], η φλόγα. 1. η θέρμη, η ορμή: «υποστήριξε με τέτοια φλόγα τα επιχειρήματά του, που έκανε σ’ όλους μας εντύπωση». 2. ερωτική θέρμη, ερωτικός πόθος: «έχει τέτοια φλόγα γι’ αυτή τη γυναίκα, που αν δεν την κάνει δικιά του θα τρελαθεί»·
- βγάζει φλόγες απ’ το στόμα του, είναι πάρα πολύ θυμωμένος, είναι εξοργισμένος: «κάθε φορά που βλέπει να λείπουν εργάτες του, βγάζει φλόγες απ’ το στόμα του». (Λαϊκό τραγούδι: η Ελένη η ζωντοχήρα ντέρτι έχει η κακομοίρα: έναν γέρο άντρα έχει κι η καημένη δεν αντέχει· κάθε μέρα αναστενάζει, απ’ το στόμα φλόγες βγάζει· χήρα είμαι, δεν ταιριάζει γέρος να με αγκαλιάζει). Αναφορά στους μυθικούς δράκους που, όταν ένιωθαν θυμό ή απειλή, έβγαζαν φλόγες απ’ το στόμα τους για να επιτεθούν ή για να αμυνθούν·
- σβήνω τη φλόγα, καταπραΰνω την ερωτική θέρμη, το ερωτικό πάθος μου: «μόνο αν την κάνω δικιά μου, θα σβήσω τη φλόγα που έχω γι’ αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: σβήσε τη φλόγα για σένα που έχω, θα πεθάνω δεν αντέχω).

φόρα2

φόρα2, η, ουσ. [<λατιν. fora, πλ. του ουσ. forum (= αγορά)], ιδίως σύνθετο στις παρακάτω φράσεις. (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- βγάζω στα φόρα, βλ. συνηθέστ. βγάζω στη φόρα·
- βγάζω στη φόρα, φανερώνω, αποκαλύπτω δημόσια τις κακές ή τις επιλήψιμες πράξεις κάποιου: «εμένα μη μου κάνεις τον καλό και τον τίμιο, γιατί θα βγάλω στη φόρα όλες τις πομπές σου και τότε δε θα ξέρεις πού να κρυφτείς!». (Λαϊκό τραγούδι: θα στα βγάλω όλα στη φόρα, της αλήθειας ήρθε η ώρα). Από το ότι στην αρχαία αγορά όπου γίνονταν οι δημόσιες συζητήσεις, δεν έμενε τίποτε κρυφό για κανέναν·
- βγάζω τ’ άπλυτά του στη φόρα, βλ. λ. άπλυτα·
- βγαίνω στα φόρα, βλ. συνηθέστ. βγαίνω στη φόρα·
- βγαίνω στη φόρα, έρχονται στο φως, αποκαλύπτονται δημόσια οι κακές ή οι επιλήψιμες πράξεις μου: «αν καταθέσει ο τάδε στη δίκη, θα βγουν στη φόρα όλες οι λοβιτούρες μου». Σπάνια ακούγεται και βγαίνω στα φόρα·
- βγαίνουν τ’ άπλυτά μου στη φόρα, βλ. λ. άπλυτα·
- του βγάζω τ’ άπλυτα στη φόρα, βλ. λ. άπλυτα·
- του τα ’πα φόρα παρτίδα, βλ. φρ. του τα ’πα φάτσα φόρα·
- του τα ’πα φάτσα φόρα, βλ. λ. φάτσα·
- φάτσα φόρα, βλ. λ. φάτσα·
- φόρα κουμπούρι! βλ. λ. κουμπούρι·
- φόρα μαχαίρι! βλ. λ. μαχαίρι·
- φόρα σπαθί! βλ. λ. σπαθί.

φρονιμίτης

φρονιμίτης, ο, ουσ. [φρόνιμος + κατάλ. -ίτης], ο καθένας από τους τέσσερις γομφίους που βγαίνει μετά την εφηβική ηλικία: «πρέπει να επισκεφθώ τον οδοντίατρό μου, γιατί πονάει ο φρονιμίτης μου»·
- ακόμη δεν έβγαλες φρονιμίτη; ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που λέει άστοχα λόγια ή κάνει άστοχες ενέργειες, πράγμα απαράδεκτο για την ηλικία του και έχει την έννοια ακόμη δε μεγάλωσες(;): «καλά, κοτζάμ παλικάρι, ακόμη δεν έβγαλες φρονιμίτη και κάνεις τέτοιες βλακείες;». Από το ότι, αυτός που έχει αφήσει πίσω του την εφηβική του ηλικία, υποτίθεται πως έπηξε το μυαλό του και συμπεριφέρεται φρόνιμα·
- βγάζω φρονιμίτη, είμαι πολύ νευρικός, δυστροπώ με το παραμικρό: «αμάν, βρε παιδάκι μου, φρονιμίτη βγάζεις και τα ’χεις βάλει μ’ όλους!». Από την εικόνα του ατόμου που νιώθει πόνο από το φρονιμίτη που βγάζει και για το λόγο αυτό είναι νευρικό και δύστροπο.

φρούτο

φρούτο, το, ουσ. [<ιταλ. frutto <λατιν. fructus (= καρπός)], το φρούτο. 1. (ειρωνικά) απροσδόκητη κοινωνική συνήθεια ή μόδα που τη χαρακτηρίζει η εκκεντρικότητα και προκαλεί έκπληξη: «άλλο φρούτο πάλι μ’ αυτούς τους νέους! Ξυρίζουν γουλί το κεφάλι τους κι αφήνουν μούσι!». 2. (ειρωνικά) αυτός που είναι παράξενος, ιδιόρρυθμος, εκκεντρικός και, κατ’ επέκταση, ο ανόητος, ο βλάκας: «πού το βρήκες αυτό το φρούτο που κάνεις παρέα;». Υποκορ. φρουτάκι, το (βλ. λ.)·
- είναι καινούριο φρούτο, α. λέγεται ειρωνικά για  απροσδόκητη κοινωνική συνήθεια ή μόδα που τη χαρακτηρίζει η εκκεντρικότητα και που προκαλεί έκπληξη: «πολλοί νεολαίοι βάφουν με διάφορα χρώματα τα μαλλιά τους, γιατί είναι καινούριο φρούτο». β. λέγεται ειρωνικά για παράξενο, ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό άτομο και, κατ’ επέκταση, χαρακτηρίζει τον ανόητο, το βλάκας: «βλέπω, είναι καινούριο φρούτο ο τύπος που κάνεις παρέα!»·
- είναι νέο φρούτο, βλ. φρ. είναι καινούριο φρούτο·
- είναι φρούτο της εποχής, βλ. φρ. είναι καινούριο φρούτο·
- είναι φρούτο του καιρού, βλ. φρ. είναι καινούριο φρούτο. (Λαϊκό τραγούδι: μπορεί να ζεις στο Κολωνάκι, μα, λαχταράς το μπουζουκάκι. Είσαι το φρούτο του καιρού, ο μάγκας του γλυκού νερού
- έπεσε σαν γινωμένο φρούτο, βλ. φρ. έπεσε σαν γινωμένο σύκο, λ. σύκο·
- έπεσε σαν ώριμο φρούτο, βλ. φρ. έπεσε σαν ώριμο σύκο, λ. σύκο·
- η θεωρία του ώριμου φρούτου, η άποψη που υποστηρίζει πως δεν πρέπει να επέμβει κάποιος σε κάποια υπόθεση ή κατάσταση, αλλά να την αφήσει να φθίνει με την πάροδο του χρόνου από τα πολλά προβλήματα που υπάρχουν συσσωρευμένα: «η αντιπολίτευση, ακολουθώντας τη θεωρία του ώριμου φρούτου, δεν κοντράριζε δυναμικά την κυβέρνηση πως έδειχνε πως βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης»·
- η φαφούτα τρώει φρούτα και για μας ούτε γιαρμάς, βλ. λ. φαφούτης·
- σπουδαίο φρούτο! ειρωνική παρατήρηση για άτομο που είναι παράξενο, ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό: «θα ’ρθω μαζί μ’ εκείνον, που είχα έρθει και την προηγούμενη φορά. -Σπουδαίο φρούτο!»·
- τι φρούτα βγάζει η Καλαμάτα; ειρωνικό πείραγμα σε άτομο που μας δίνει την εντύπωση πως είναι πούστης. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί το αγοράκι. Από το ότι στην Καλαμάτα παράγονται νοστιμότατα σύκα·
- τι φρούτο είναι; τι είδος άνθρωπος είναι, ποιο είναι το ποιόν του(;): «είναι συμπαθητικός άνθρωπος, αλλά ξέρει κανείς σας να μου πει τι φρούτο είναι;».

φτερό

φτερό, το, ουσ. [<μσν. φτερόν <αρχ. πτερόν], το φτερό. 1. η φτερούγα: «ασυνείδητοι λαθροκυνηγοί χτύπησαν τον αετό στο φτερό». 2. ξεσκονιστήρι καμωμένο από φτερά ή από πούπουλα: «πήρε το φτερό κι άρχισε να ξεσκονίζει τη βιτρίνα του μαγαζιού του». 3. καμπυλωτή προεξοχή της εξωτερικής κατασκευής του αυτοκινήτου ή άλλου δίτροχου, που έρχεται προστατευτικά πάνω από τις ρόδες: «έκανα όπισθεν και χτύπησα το πίσω δεξιό φτερό σ’ ένα δέντρο». 4. εξάρτημα σε μορφή φτερούγας: «τα φτερά του αεροπλάνου». (Ακολουθούν 34 φρ.)·
- ανοίγω τα φτερά μου, βγαίνω από το στενό κύκλο στον οποίο βρισκόμουν και δημιουργούσα, αποκτώ νέα ενδιαφέροντα, έχω νέες επιδιώξεις, ετοιμάζομαι να μπω σε νέο κύκλο, σε νέα δημιουργική φάση: «μόλις έκλεισε τα είκοσί του χρόνια, άφησε τα παιδιαρίσματα κι άνοιξε τα φτερά του για μια πιο δημιουργική ζωή || μόλις τέλειωσε την Ιατρική, άνοιξε τα φτερά του να δημιουργήσει δικό του ιατρείο». (Τραγούδι: μη μου ζητάς να μείνω στα παλιά, μη μ’ απειλείς πως θα το μετανιώσω, αν δεν ανοίξω τώρα τα φτερά, δε θα ’χω πια καρδιά για να σου δώσω
- απλώνω τα φτερά μου, βλ. φρ. ανοίγω τα φτερά μου·
- βγάζω φτερά, ενηλικιώνομαι και αναλαμβάνω υπεύθυνα τη ζωή μου: «τώρα που έβγαλες φτερά, μπορείς να κάνεις κι εσύ μια δική σου δουλειά». Από την εικόνα του πουλιού που βγάζει φτερά και φεύγει από τη φωλιά του προς αναζήτηση της τροφής του· βλ. και φρ. έβγαλαν φτερά·
- έβαλε φτερά στα πόδια του, έτρεξε πάρα πολύ γρήγορα, ταχύτατα, αστραπιαία: «φεύγοντας το πρωί ο πατέρας του απ’ το σπίτι ξέχασε την τσάντα του κι έβαλε φτερά στα πόδια του να τον προλάβει να του τη δώσει»·
- έβγαλαν φτερά, (για καταναλωτικά αγαθά ή τρόφιμα) οι τιμές τους ανέβηκαν πάρα πολύ, έγιναν πανάκριβα: «τα καλά ρούχα δεν μπορείς να τ’ αγοράσεις, γιατί έβγαλαν φτερά || οι ντομάτες έβγαλαν φτερά»·
- έγινε φύλλο και φτερό, βλ. λ. φύλλο·
- δίνω φτερά (σε κάποιον), ενθαρρύνω κάποιον, ανυψώνω το ηθικό κάποιου, για να κάνει κάτι: «μ’ αρέσει να δίνω φτερά στους νέους, για να παλέψουν με θάρρος στη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: κι όμως κι αυτός, ίσως μπορέσει μια φορά, να βρει ένα όνειρο, μιαν αγκάλη, ένα απάγκιο, να βρει δυο χέρια, να του δώσουμε φτερά, και τα δυο χείλη για να του δώσουνε κουράγιο
- έκανε φτερά, (για πράγματα) χάθηκε και πιο πιθανό κλάπηκε: «άφησα τον  αναπτήρα μου πάνω στο τραπέζι κι έκανε φτερά χωρίς να το πάρω είδηση»· βλ. και φρ. κάνω φτερά·
- έπεσαν τα φτερά μου ή μου ’πεσαν τα φτερά, βλ. φρ. κόπηκαν τα φτερά μου·
- έχει φτερά στα πόδια του, τρέχει ταχύτατα, αστραπιαία: «όσο και να τον κυνηγάνε, δεν μπορούν να τον πιάσουν, γιατί έχει φτερά στα πόδια του». Αναφορά στο θεό Ερμή της ελληνικής μυθολογίας, που, ως αγγελιοφόρος των ολύμπιων θεών, είχε φτερά στα πόδια του·
- θα βγάλω φτερά, θα κινηθώ ταχύτατα, αστραπιαία: «πες μου τι θέλεις να του πω, και θα βγάλω φτερά, να τον ενημερώσω στη στιγμή»· βλ. και φρ. βγάζω φτερά·
- κάνω φτερά, φεύγω, εξαφανίζομαι ταχύτατα: «να δεις για πότε κάνει φτερά, κάθε φορά που μαθαίνει πως έρχονται οι αστυνομικοί να τον συλλάβουν!». (Λαϊκό τραγούδι: βίβα, τα φαρμάκια που ’ταν στοίβα, ποτηράκι ποτηράκι λες και κάνανε φτερά)· βλ. και φρ. έκανε φτερά·
- κατηγορία φτερού, α. ο πολύ αδύνατος άνθρωπος: «ενώ είναι κατηγορία φτερού, θέλει να τα βάλει μ’ αυτόν το γίγαντα». β. η κατώτατη κατηγορία στην οποία κατατάσσονται οι πυγμάχοι και οι παλαιστές ανάλογα με το βάρος τους: «είναι πρωταθλητής του μποξ στην κατηγορία φτερού». Η ανώτατη κατηγορία λέγεται βαρέων βαρών·
- κόπηκαν τα φτερά μου ή μου κόπηκαν τα φτερά, αποθαρρύνθηκα, απογοητεύτηκα, έχασα το ηθικό μου, την ορμή μου, το θάρρος μου: «όταν ήμουν νέος ξεκίνησα με πολλά όνειρα στη ζωή, αλλά στην πορεία μου κόπηκαν τα φτερά απ’ την κακία του κόσμου και κλείστηκα στο καβούκι μου». (Λαϊκό τραγούδι: έριξα ζάρια κι έχασα, κοπήκαν τα φτερά μου, με πνίγει το παράπονο, που έχω στην καρδιά μου
- μάζεψα τα φτερά μου, βλ. φρ. κόπηκαν τα φτερά μου·
- με σπασμένα τα φτερά ή με σπασμένα φτερά, με πεσμένο ηθικό, αποθαρρυμένος, απογοητευμένος: «μετά τη χρεοκοπία του ξεκίνησε νέα δουλειά, αλλά με σπασμένα φτερά δεν τον βλέπω ν’ αντέχει για πολύ». (Λαϊκό τραγούδι: με σπασμένα τα φτερά όλα τα ’βλεπα θολά στη μεγάλη ερημιά μου, ώσπου έφτασες εσύ, ηλιαχτίδα μου χρυσή, και μου πήρες την καρδιά μου // κουράστηκα να περπατώ και να ρωτώ για σένα, με πληγωμένα γόνατα και με φτερά σπασμένα
- μου ’κοψε τα φτερά, με αποθάρρυνε, με απογοήτευσε και εγκατέλειψα κάποια προσπάθειά μου: «ήθελα να κάνω μια δουλειά, αλλά μου ’κοψε τα φτερά μ’ αυτά που μου είπε, και τα παράτησα». (Λαϊκό τραγούδι: μα ένα χέρι λατρεμένο ένα χέρι λατρευτό, μου τα κόβει τα φτερά μου για να μην ψηλά πετώ
- όταν θέλει να χαλάσει ο Θεός τον μέρμηγκα, του βάζει φτερά και πετάει, βλ. λ. μυρμήγκι·
- πετώ με τα φτερά της ελπίδας, είμαι πάρα πολύ αισιόδοξος πως θα πετύχω, πως θα κατορθώσω αυτό που επιδιώκω: «όσο ήμουν νέος, πετούσα με τα φτερά της ελπίδας, αργότερα όμως κατάλαβα πόσο σκληρή και δύσκολη είναι η ζωή»·
- πετώ με τα φτερά της νίκης, βλ. φρ. πετώ με τα φτερά του νικητή·
- πετώ με τα φτερά της νιότης, νιώθω δυνατός, συμπεριφέρομαι ορμητικά, γιατί λόγω του νεαρού της ηλικίας μου πιστεύω πως για μένα είναι όλα κατορθωτά: «προσπάθησε τώρα, που πετάς με τα φτερά της νιότης, να φτιάξεις τις βάσεις για το μέλλον σου»·
- πετώ με τα φτερά της φαντασίας, ονειρεύομαι, ονειροπολώ: «ποιος ξέρει πού πετάει πάλι με τα φτερά της φαντασίας κι έχει αυτό το ευτυχισμένο ύφος στο πρόσωπό του!»·
- πετώ με τα φτερά του νικητή, συμπεριφέρομαι με την αυτοπεποίθηση πως θα νικήσω, με την άνεση ή με τη σιγουριά με την οποία συμπεριφέρεται ένας νικητής: «η ομάδα μας μέσα στο γήπεδο πετούσε με τα φτερά του νικητή || μετά τη νίκη ο αρχηγός της ομάδας μας μίλησε στους δημοσιογράφους με τα φτερά του νικητή»·
- πήρε ό,τι σηκώνει η μύγα στο φτερό της, βλ. λ. μύγα·
- στο φτερό, α. πάρα πολύ γρήγορα: «ξύπνησε αργά, γι’ αυτό έφαγε στο φτερό κι έφυγε στη δουλειά του». β. στον αέρα. (Λαϊκό τραγούδι: τα πουλιά τα βρίσκει ο χάρος στο φτερό. Τα ελάφια όταν σκύβουν για νερό
- τα κάνω φύλλο και φτερό, βλ. λ. φύλλο·
- τα ψάρια έβγαλαν φτερά, βλ. λ. ψάρι·
- το κάνω φύλλο και φτερό, (ειδικά για βιβλίο), βλ. λ. φύλλο·
- τον κάνω φύλλο και φτερό, βλ. λ. φύλλο·
- του δίνω φτερά να πετάξει, τον ενθαρρύνω, του δίνω τα εφόδια για να πετύχει στη ζωή του: «πέτυχε στη ζωή του, γιατί ο πατέρας του, με τη δουλειά που του άφησε, του ’δωσε φτερά να πετάξει». (Λαϊκό τραγούδι: αν ήξερα πως εσύ θα μου ’δινες τόση χαρά αν ήξερα πως εσύ θα μου έδινες φτερά να πετάξω, δεν θα γύριζα ποτέ στη ζωή μου καμιά να κοιτάξω)·   
- του κόβω τα φτερά, του κόβω την ορμή, την αισιοδοξία, τον αποθαρρύνω σε κάποια προσπάθειά του, τον αποκαρδιώνω: «μόλις δει κάποιον νέο να θέλει να κάνει τολμηρά ανοίγματα στη ζωή του, έχει τη μανία να του κόβει τα φτερά»·
- του ψαλιδίζω τα φτερά, βλ. φρ. του κόβω τα φτερά·
- τρέμει σαν φτερό ή τρέμει σαν το φτερό, α. είναι πολύ δειλός, πολύ φοβητσιάρης: «κάθε φορά που περνάει βραδιάτικα έξω από νεκροταφείο, τρέμει σαν φτερό». β. κρυώνει πάρα πολύ: «έκανε τόσο κρύο που έτρεμε σαν το φτερό». (Λαϊκό τραγούδι: μπάτε κορίτσια στο χορό κι αφήστε με μονάχη. Κόπηκα σαν το στάχυ και τρέμω σαν φτερό. Μπάτε κορίτσια στο χορό. Έχασα αυτόν που καρτερώ). Συνών. τρέμει σαν καλάμι ή τρέμει σαν το καλάμι / τρέμει σαν φύλλο ή τρέμει σαν το φύλλο / τρέμει σαν ψάρι ή τρέμει σαν το ψάρι·
- φτερό στον άνεμο, α. άνθρωπος με πολύ άστατο χαρακτήρα: «μην τον εμπιστεύεσαι, γιατί είναι φτερό στον άνεμο και θα σ’ αφήσει ξεκρέμαστο χωρίς να το καταλάβεις». (Τραγούδι: φτερό στον άνεμο γυναίκας μοιάζει, σκέψη αλλάζει, μα δεν τη νοιάζει). β. άνθρωπος διαλυμένος ψυχικά, χωρίς μόνιμη στέγη: «μετά το χωρισμό του είναι φτερό στον άνεμο κι έχασε την προσωπικότητά του». (Λαϊκό τραγούδι: σαν το φτερό στον άνεμο στο δρόμο τον παράνομο
- ψαλιδίστηκαν τα φτερά μου, βλ. φρ. κόπηκαν τα φτερά μου.      

φυλακή

φυλακή, η, ουσ. [<αρχ. φυλακή (= φρουρά). Η σημερινή σημασία μσν.], η φυλακή. 1. η ποινή της φυλάκισης που επιβάλλει το δικαστήριο σε κάποιον: «έφαγε πέντε χρόνια φυλακή». 2. (στη γλώσσα του στρατού) η ποινή που επιβάλλεται από ανώτερο σε κατώτερο και που συνήθως είναι στέρηση της εξόδου από το στρατόπεδο: «τον έπιασε ο λοχαγός του να κάνει κοπάνα πίσω απ’ τα μαγειρεία, και τον τιμώρησε με δέκα μέρες φυλακή». 3. χώρος στενός και σκοτεινός: «ζούσε σ’ ένα υπογειάκι που ήταν σκέτη φυλακή». 4. καθετί που υποτίθεται πως στερεί, περιορίζει ή καταπιέζει την προσωπική ελευθερία του ατόμου: «ο γάμος είναι φυλακή || η μοναξιά είναι φυλακή». (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- άνθρωπος της φυλακής, βλ. λ. άνθρωπος·
- βγαίνω απ’ τη φυλακή, αποφυλακίζομαι, αφού πρώτα εξέτισα την ποινή που μου επέβαλε κάποιο δικαστήριο: «βγαίνει αύριο απ’ τη φυλακή κι είναι μέσ’ στη χαρά του»·
- είμαι φυλακή, (στη γλώσσα του στρατού) είμαι τιμωρημένος με στέρηση εξόδου: «αύριο δε θα βγω έξω, γιατί είμαι φυλακή»·
- έχω φυλακή, (στη γλώσσα του στρατού), βλ. φρ. είμαι φυλακή·
- θα τον (τους) κάνεις παρέα στη φυλακή, βλ. λ. παρέα· 
- θου Κύριε φυλακήν (τω στόματί μου), βλ. λ. κύριος·
- κάνω φυλακή ή κάνω τη φυλακή μου, εκτίω κάποια ποινή που μου επιβλήθηκε από δικαστήριο: «έφαγα πέντε χρόνια και τώρα κάνω τη φυλακή μου». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη που ’χει ντούμπλα το μουστάκι
- μ’ έχει φυλακή, μου στερεί, περιορίζει ή καταπιέζει την προσωπική μου ελευθερία: «αυτός γυρνάει δεξιά αριστερά με τους φίλους του, κι εμένα μ’ έχει φυλακή στο σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: έχω δικαίωμα κι εγώ μες στη ζωή· θέλω χαρούμενα σαν άνθρωπος να ζήσω· δε σε παντρεύτηκα να μ’ έχεις φυλακή και σε μια κάμαρη τα νιάτα μου να κλείσω
- με τα πολλά στη φυλακή και με τα λίγα μέσα, έκφραση απελπισίας ή αδιαφορίας στην περίπτωση που κάποιος, ούτως ή άλλως, είναι ή νιώθει χαμένος: «μην κάνεις πολλά έξοδα, γιατί αύριο μεθαύριο θα το μετανιώσεις. -Με τα πολλά στη φυλακή και με τα λίγα μέσα || αφού δάνεισες λεφτά σ’ αυτόν τον μπαταχτσή, σίγουρα θα τα χάσεις. -Με τα πολλά στη φυλακή και με τα λίγα μέσα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το δε βαριέσαι·
- μπαίνω στη φυλακή ή μπαίνω φυλακή, φυλακίζομαι ύστερα από καταδίκη μου από δικαστήριο: «πριν από πολλά χρόνια μπήκα φυλακή κι ούτε στον εχθρό μου». (Λαϊκό τραγούδι: πόσα σπιτάκια έκλεισες και είναι ρημαγμένα, πόσοι λεβέντες μπήκανε στη φυλακή για σένα
- πάω στη φυλακή ή πάω φυλακή, φυλακίζομαι, ιδίως έχοντας επίγνωση ότι, όταν παρανομούσα ή παρατυπούσα θα φυλακιζόμουν: «δε θα κάνω αυτό που μου λες, γιατί δεν έχω σκοπό να πάω φυλακή για χάρη σου»·
- σαπίζει στη φυλακή, εκτίει μακροχρόνια ποινή, είναι βαρυποινίτης: «διέπραξε ένα στυγερό έγκλημα πριν από χρόνια και τώρα σαπίζει στη φυλακή»·
- την κάπα μου την κρέμασα στη φυλακή, βλ. λ. κάπα·
- της φυλακής τα σίδερα είναι για τα κορόιδα, ειρωνική έκφραση σε άτομο που πηγαίνει χωρίς κανένα σπουδαίο λόγο φυλακή, που καταδικάζεται άδικα·
- της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες, τα τολμηρά και τα ριψοκίνδυνα άτομα, προκειμένου να κάνουν αυτό που έχουν αποφασίσει, δε φοβούνται να πάνε ακόμη και στη φυλακή. (Λαϊκό τραγούδι: της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες, που δε σηκώνουν συμβουλές, ούτε πολλές κουβέντες
- τον βάζω στη φυλακή ή τον βάζω φυλακή, τον φυλακίζω ως δικαστήριο ή ως ιδιώτης που πέτυχα καταδικαστική απόφαση σε βάρος του: «όταν του ’λεγα πως θα τον βάλω φυλακή, δε με πίστευε και, μόλις άκουσε την καμπάνα απ’ τον πρόεδρο, του ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι». (Λαϊκό τραγούδι: αύριο με δικάζουνε και φυλακή με βάζουνε,γιατί αυτή που αγάπησα μ’ έκανε κι εγκλημάτησα
- τον βγάζω απ’ τη φυλακή, πετυχαίνω την αποφυλάκισή του χρησιμοποιώντας διάφορα ένδικα μέσα: «είχε πολύ καλό δικηγόρο και μέσα σε δυο μήνες τον έβγαλε απ’ τη φυλακή»·
- τον κλείνω στη φυλακή ή τον κλείνω φυλακή, βλ. φρ. τον βάζω στη φυλακή. (Λαϊκό τραγούδι: στη φυλακή με κλείσανε ισόβια για σένα, τέτοιο μεγάλονε καημό με πότισες εμένα)·
- τον ρίχνω στη φυλακή ή τον ρίχνω φυλακή, τον φυλακίζω: «μετά την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου τον έριξαν στη φυλακή». (Λαϊκό τραγούδι: στη φυλακή με ρίξανε, στο νούμερο το δέκα, κι αδίκως με δικάσανε για μια παλιογυναίκα
- τον στέλνω φυλακή, τον φυλακίζω: «όποιος προσβάλλει την τιμή του τον στέλνει φυλακή». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν με κάποια θα τα μπλέξεις, να σκεφτείς πως θα ξεμπλέξεις, μη σε στείλει κάποια μέρα φυλακή
- τον χώνω στη φυλακή ή τον χώνω φυλακή, βλ. φρ. τον βάζω στη φυλακή·
- του ρίχνω φυλακή, (στη γλώσσα του στρατού) τον τιμωρώ με στέρηση εξόδου: «επειδή τον έπιασε ο λοχαγός του να κάνει κοπάνα, του ’ριξε δέκα μέρες φυλακή»·
- τρώω φυλακή, (στη γλώσσα του στρατού) τιμωρούμαι με στέρηση εξόδου: «δεν είχα καλά γυαλισμένες τις αρβύλες μου, κι έφαγα πέντε μέρες φυλακή».

φωνή

φωνή, η, ουσ. [<αρχ. φωνή], η φωνή. 1. η κραυγή, το ξεφωνητό: «μέσα στην ησυχία της νύχτας ακούστηκε μια φωνή που έκανε το αίμα μας να παγώσει στις φλέβες». 2. ο άνθρωπος που καλεί κάποιον, που μιλάει: «άκουσε μια φωνή να τον φωνάζει απ’ τ’ απέναντι πεζοδρόμιο || άκουσε μια φωνή πίσω του να του λέει…». 3. άνθρωπος με κύρος, με προσωπικότητα: «δεν υπάρχει σήμερα μια φωνή που θα μας υποδείξει πώς θα βγούμε απ’ τ’ αδιέξοδο». 4. ο ήχος που παράγεται από μουσικά όργανα: «η παραπονιάρικη φωνή του βιολιού ακούστηκε απαλά μέσα στη νύχτα». 5. στον πλ. οι φωνές, θόρυβος από πολλές φωνές, φασαρία, οχλοβοή: «τι φωνές είναι αυτές που ακούγονται απ’ την πλατεία;». Υποκορ. φωνίτσα, η κ. φωνούλα, η. (Ακολουθούν 60 φρ.)·
- αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα, βλ. λ. γάιδαρος·
- ακούει φωνές, έχει παραισθήσεις, ιδίως λόγω ψυχικής διαταραχής: «ακούει φωνές πως έρχεται η συντέλεια του κόσμου || άσ’ τον ν’ ακούει, γιατί και πριν από καιρό άκουγε φωνές πως θα ερχόταν η συντέλεια του κόσμου με τον ερχομό του 2.000!»·
- ανεβάζω τον τόνο της φωνής μου, βλ. φρ. υψώνω τον τόνο της φωνής μου·
- ανοίγω τη φωνή (γιαραδιόφωναήτηλεοράσεις),δυναμώνω την ένταση του ήχου: «άνοιξε τη φωνή ν’ ακούσουμε καλά τι λέει ο παρουσιαστής!»·
- βάζω μια φωνή, καλώ κάποιον από μακριά ή κάποιον που βρίσκεται μακριά: «βάλε μια φωνή μήπως σ’ ακούσει κι έρθει! || όπως ερχόταν, έβαλε μια φωνή ζητώντας μας να τον περιμένουμε»·
- βάζω (τις) φωνές, διαμαρτύρομαι με δυνατές φωνές ή επιπλήττω, κατσαδιάζω έντονα κάποιον: «έβαλε τις φωνές, μόλις του ανακοίνωσαν απ’ τη διεύθυνση πως θα τον μετέθεταν στην επαρχία || δεν έχω τη διάθεση να βάζω τις φωνές στον καθένα που κάνει ανοησίες!»·
- βάζω φωνή μεγάλη, βλ. φρ. βγάζω φωνή μεγάλη·
- βάλε μια φωνή, (παρακλητικά) κάλεσε κάποιον δυνατά, φώναξέ τον: «σε παρακαλώ, βάλε μια φωνή στον τάδε να έρθει, γιατί εγώ δεν μπορώ να φωνάξω δυνατά». (Λαϊκό τραγούδι: βάλε μανούλα μια φωνή και μέσ’ τα μαύρα ντύσου, πάρε τους δρόμους να με βρεις, χάνεται το παιδί σου
- βγάζω μια φωνή, βλ. φρ. βάζω μια φωνή·
- βγάζω φωνή μεγάλη, φωνάζω δυνατά, ξεφωνίζω: «έπεσε απ’ τη σκάλα κι έβγαλε φωνή μεγάλη». (Δημοτικό τραγούδι: κι έπεσε μες στο πηγάδι κι έβγαλε, ωρέ φωνή μεγάλη
- δεν ξέρω ακόμα τον ήχο της φωνής του, δεν τον άκουσα ακόμα να μιλάει: «τόσους μήνες στο Κοινοβούλιο αυτός ο βουλευτής και δεν ξέρω ακόμα τον ήχο της φωνής του»·
- δεν του (της) άρεσε η φωνή μου, λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση που σηκώνουμε το ακουστικό του τηλεφώνου να απαντήσουμε σε αυτόν που κάλεσε, και δε μιλάει κανείς μετά το εμπρός που απευθύνουμε, ίσως γιατί δεν ήμασταν το επιθυμητό πρόσωπο που ανταποκρίθηκε στην κλίση του. Η φρ. και με ειρωνικό τρόπο, όταν στο χώρο μας βρίσκεται το άτομο για το οποίο υποπτευόμαστε ότι έγινε η κλήση·
- δεύτερη φωνή, η διωδία, το σεγκόντο: «τραγουδάει πολύ όμορφα και ψάχνει μια δεύτερη φωνή να τον συνοδεύει»·
- δίνει χρώμα στη φωνή του, βλ. λ. χρώμα·
- είσαι καλά ή να βάλω τις φωνές, έκφραση απορίας ή έκπληξης που λέγεται και με κάποια δυσφορία σε άτομο που μας ζητάει ή κάνει παράλογα ή παράτολμα πράγματα·
- έκλεισε η φωνή μου, βράχνιασα και δεν μπορώ να μιλήσω δυνατά, πόσο μάλλον να τραγουδήσω: «δεν μπορώ να μιλώ δυνατά, γιατί έκλεισε η φωνή μου || δε θα ’ρθω σήμερα στη χορωδία, γιατί έκλεισε η φωνή μου»·
- εμένα μη μου υψώνεις τη φωνή! επιθετική έκφραση σε άτομο που μας μιλάει απειλητικά ή από θέση ισχύος, ενώ δεν έχει αυτή τη δυνατότητα ή αρμοδιότητα: «θα κάνω αυτό που θέλω κι εμένα μη μου υψώνεις τη φωνή, γιατί σ’ έχω γραμμένο!». Το εμένα λέγεται με έμφαση. Από την εικόνα του ατόμου που, όταν απειλεί ή μιλάει σε κάποιον από θέση ισχύος, του μιλάει με έντονη φωνή. Συνών. εμένα μη μου υψώνεις το δάχτυλο(!)·  
- έχασε τη φωνή του, α. δεν μπόρεσε να πει τίποτα, δεν μπόρεσε να βρει δικαιολογία για κάποιο παράπτωμα ή για κάποια ένοχη πράξη του που αποκαλύφθηκε: «όταν αποκάλυψα στην παρέα πως αυτός ήταν που μας είχε κατηγορήσει, έχασε τη φωνή του». β. ένιωσε τέτοια απορία, έκπληξη, θαυμασμό ή φόβο, που δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη: «έχασε τη φωνή του, μόλις με είδε να συνοδεύσω μια τέτοια γυναικάρα! || έκανε τον νταή, αλλά μόλις ο άλλος τράβηξε μαχαίρι, έχασε τη φωνή του ο δικός σου». Συνών. έχασε τα λόγια του (α, β) / έχασε τη λαλιά του / έχασε τη μιλιά του·
- έχει πρώτη φωνή, έχει πολύ καλή φωνή: «αυτός ο τραγουδιστής έχει πρώτη φωνή»·
- έχει φωνή, έχει καλή φωνή: «αυτή η τραγουδίστρια έχει φωνή»·
- έχει φωνή καμπάνα, έχει δυνατή και μεταλλική φωνή: «όταν τραγουδάει, ακούγεται σ’ όλον τον κάμπο, γιατί έχει φωνή καμπάνα || αποκλείεται να μην άκουσες, όταν σε φώναζε, γιατί έχει φωνή καμπάνα»·
- η φωνή του ακούγεται απ’ το πηγάδι, βλ. λ. πηγάδι·
- καθαρίζω τη φωνή μου, βήχω πολλές φορές ελαφρά να απαλλάξω το λάρυγγά μου από τα τυχόν φλέματα, ώστε να γίνει καθαρότερη η φωνή μου: «λίγο πριν αρχίσει να τραγουδάει, ξερόβηξε μερικές φορές να καθαρίσει τη φωνή του»·
- κάνει δεύτερη φωνή, συνοδεύει κάνοντας σεγκόντο, σεγκοντάρει κάποιον στην ερμηνεία ενός τραγουδιού: «όταν τραγουδάει με τον τάδε, κάνει πάντα δεύτερη φωνή»·
- κάνει πρώτη φωνή, στην ερμηνεία ενός τραγουδιού, τραγουδάει με την εντονότερη φωνή: «ποιος κάνει πρώτη φωνή στο συγκρότημα που δημιουργήσατε;»·
- κατά φωνή, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος εμφανίζεται ξαφνικά, ακριβώς τη στιγμή που γίνεται λόγος γι’ αυτόν ή τη στιγμή που τον χρειαζόμαστε·
- κατά φωνή και το πουλί, λέγεται με συμπάθεια για το κατά φωνή·
- κατά φωνή κι ο γάιδαρος, λέγεται με ειρωνική διάθεση ή χάριν αστεϊσμού για το κατά φωνή·
- κατά φωνή κι ο Λάζαρος, λέγεται με συμπάθεια για το κατά φωνή·
- κατεβάζω τη φωνή, (για ραδιόφωνα ή τηλεοράσεις) μειώνω την ένταση του ήχου: «κατέβασε τη φωνή απ’ αυτό το ρημάδι, γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ»· βλ. και φρ. κατεβάζω τη φωνή μου·
- κατεβάζω τη φωνή ή κατεβάζω τη φωνή μου, βλ. φρ. χαμηλώνω τη φωνή·
- κατεβάζω τον τόνο της φωνής μου, βλ. φρ. χαμηλώνω τον τόνο της φωνής μου·
- με μια φωνή, α. ομόφωνα: «συμφώνησαν με μια φωνή να μην αποδεχτούν τις προτάσεις της εργοδοσίας». β. σαν ένας άνθρωπος: «όλοι συμφώνησαν με μια φωνή να μην αφήσουν τον εχθρό να πατήσει ούτε μια πιθαμή γη της πατρίδας τους»·
- μήτε φανιά μήτε λαλιά, βλ. συνηθέστ. ούτε φωνή ούτε ακρόαση·
- μπήγω μια φωνή, βλ. φρ. βάζω μια φωνή·
- μπήγω (τις) φωνές, βλ. φρ. βάζω (τις) φωνές·
- ο κοντός για ψωλή για φωνή, βλ. λ. κοντός·
- ούτε φωνή ούτε ακρόαση, α. λέγεται για άτομο που έχει καιρό να δώσει σημεία ζωής και δεν έχουμε γι’ αυτό καμιά πληροφορία: «είχα βασιστεί στην υπόσχεσή του πως θα με βοηθήσει, αλλά από τότε ούτε φωνή ούτε ακρόαση». β. λέγεται για άτομο που δε δίνει απάντηση, που αδιαφορεί σε ένα αίτημα που του υποβάλαμε: «υπέβαλα αίτηση στο διευθυντή να μου δώσει άδεια τον επόμενο μήνα, αλλά αυτός ούτε φωνή ούτε ακρόαση»·
- πατώ μια φωνή, βλ. φρ. βάζω μια φωνή·
- πατώ (τις) φωνές, βλ. φρ. βάζω (τις) φωνές·
- πιάστηκε η φωνή μου, α. μετά από ένα διάστημα δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη, επειδή μιλούσα, φώναζα ή τραγουδούσα συνεχώς: «τον συμβούλευα μια ώρα πώς έπρεπε να ενεργήσει, ώσπου πιάστηκε η φωνή μου || τραγουδούσαμε όλο το βράδυ και το πρωί δεν μπορούσα να μιλήσω, γιατί πιάστηκε η φωνή μου». β. έχω πρόβλημα ομιλίας λόγω κρυολογήματος: «ήπια πολλές παγωμένες πορτοκαλάδες και πιάστηκε η φωνή μου»·
- πρώτη φωνή, η εντονότερη φωνή στην ερμηνεία ενός τραγουδιού: «έχουμε δημιουργήσει ένα μουσικό συγκρότημα, αλλά μας λείπει η πρώτη φωνή»·  
- σέρνω φωνή μεγάλη, φωνάζω δυνατά και σε διάρκεια: «καθώς είχε απομακρυνθεί ο άλλος αρκετά, έσυρε ο επιστάτης φωνή μεγάλη μήπως και τον ακούσει!»·
- σηκώνω φωνή, βλ. φρ. υψώνω φωνή·
- σηκώνω τη φωνή (μου), βλ. φρ. υψώνω τη φωνή (μου)·
- σηκώνω τον τόνο της φωνής μου, βλ. φρ. υψώνω τον τόνο της φωνής μου·
- του βάζω τις φωνές, τον επιπλήττω, τον κατσαδιάζω έντονα: «επειδή άργησε το πρωί να έρθει στη δουλειά, τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και του ’βαλε τις φωνές»·
- του μπήγω τις φωνές, βλ. φρ. του βάζω τις φωνές·
- του πατώ τις φωνές, βλ. φρ. του βάζω τις φωνές·
- υψώνω τη φωνή μου (υπέρ κάποιου), συνηγορώ σθεναρά (υπέρ κάποιου): «κάθε φορά που αντιλαμβάνομαι πως κάποιος αδικείται, υψώνω τη φωνή μου να τον βοηθήσω»·
- υψώνω τη φωνή (μου), αξιώνω, απαιτώ, διεκδικώ σθεναρά κάτι: «αν δεν υψώσεις τη φωνή σου, δεν πρόκειται να πάρεις αυτά που σου ανήκουν»·
- υψώνω τον τόνο της φωνής μου, α. μιλώ δυνατά: «ύψωσε τον τόνο της φωνής σου να σ’ ακούσει, γιατί δεν ακούει καλά ο άνθρωπος!». β. μιλώ σε έντονο ύφος: «σε μένα μην υψώνεις τον τόνο της φωνής σου, γιατί δεν είμαι κανένα παιδάκι!»·
- υψώνω φωνή, α. διαμαρτύρομαι έντονα: «κάθε φορά που δε γίνεται αυτό που ζητάει ή που περιμένει, υψώνει φωνή και μας κάνει άνω κάτω». β. αντιμιλώ, αυθαδιάζω: «εμένα μη μου υψώνεις φωνή, γιατί θα σε στείλω από κει που ’ρθες!»·
- υψώνω φωνή διαμαρτυρίας, διαμαρτύρομαι έντονα με φωνές: «οι εργάτες ύψωσαν φωνή διαμαρτυρίας για τις απολύσεις που ανήγγειλε η διεύθυνση του εργοστασίου»·
- φωνή βοώντος εν τη ερήμω, λέγεται στην περίπτωση που δε φέρνουν κανένα αποτέλεσμα οι προτροπές ή οι συμβουλές που απευθύνονται σε κάποιον, γιατί τις αντιμετωπίζει με αδιαφορία: «χίλιες φορές του ’πα να μη συνεταιριστεί μ’ αυτόν τον απατεώνα, αλλά φωνή βοώντος εν τη ερήμω και στο τέλος την πάτησε». Πολλές φορές, ακούγεται μόνο στον τύπο φωνή βοώντος: «ολόκληρη μέρα τον συμβούλευα τι έπρεπε να κάνει, αλλά φωνή βοώντος, γιατί αυτός έκανε πάλι του κεφαλιού του». Αναφορά στον Ιωάννη τον Βαπτιστή·
- φωνή λαού, οργή Θεού, η δίκαιη κινητοποίηση του λαού από αγανάκτηση για την κακή, αντιλαϊκή ή αυταρχική διακυβέρνηση της χώρας από κάποια κυβέρνηση, έχει μεγάλη δύναμη και φέρνει άμεσα αποτελέσματα. Τη φρ. την είδαμε πολλές φορές ως κύριο τίτλο σε εφημερίδες, πάνω από την ολοσέλιδη φωτογραφία που έδειχνε το πλήθος του κόσμου το οποίο είχε παρακολουθήσει την ομιλία του αρχηγού του κόμματός του·
- φωνή και κακό! λέγεται ειρωνικά ή με κάποια δυσφορία για άτομο που δημιουργεί μεγάλη φασαρία με τις φωνές του, ιδίως για ασήμαντα πράγματα: «βρε, φωνή και κακό, επειδή του ζήτησα να πάει λίγο πιο μπροστά τ’ αυτοκίνητό του για να παρκάρω κι εγώ!»·
- χαμηλώνω τη φωνή, (για ραδιόφωνα ή τηλεοράσεις) ελαττώνω την ένταση του ήχου: «χαμήλωσε, σε παρακαλώ, τη φωνή του ραδιοφώνου, γιατί θέλω να κοιμηθώ»· βλ. και φρ. χαμηλώνω τη φωνή μου·
- χαμηλώνω τη φωνή ή χαμηλώνω τη φωνή μου, μετριάζω τις απαιτήσεις μου, τις αξιώσεις μου, γίνομαι λιγότερο απαιτητικός ή διεκδικητικός: «αφού πρώτα πήρα αυτά που ήθελα να τους πάρω, έπειτα χαμήλωσα τη φωνή μου»·
- χαμηλώνω τον τόνο της φωνής μου, μιλώ σιγά, σιγότερα ή ηπιότερα: «χαμήλωσε τον τόνο της φωνής σου, όταν μου μιλάς, γιατί δεν είμαι κουφός»·
- χοντρή φωνή, που είναι βαριά ή βαθιά, που είναι μπάσα: «έχει τόσο χοντρή φωνή, που μπορώ να την ξεχωρίσω ανάμεσα από χίλιες άλλες»·
- χρυσή φωνή, τραγουδιστής ή τραγουδίστρια με πάρα πολύ καλή φωνή: «σαν τη φωνή του Καζαντζίδη δε θα υπάρξει άλλη χρυσή φωνή». Συνών. χρυσό λαρύγγι·
- χρωματίζει τη φωνή του, βλ. λ. χρωματίζω.

φωτιά

φωτιά, η, ουσ. [<μσν. φωτιά <μτγν. φωτία <αρχ. φῶς], η φωτιά. 1. η πυρκαγιά, ο εμπρησμός: «μετά τις φωτιές του καλοκαιριού έμειναν λιγότερα τα δάση στην πατρίδα μας». 2. ένοπλη σύγκρουση, πολεμική μάχη: «τα παλικάρια με την ιαχή “αέρααα!” έπεσαν στη φωτιά». 3. ο αναπτήρας, τα σπίρτα ως μέσο να ανάψει κανείς κάτι: «δώσε μου τη φωτιά σου ν’ ανάψω το τσιγάρο μου || έχεις φωτιά ν’ ανάψουμε τα προσανάμματα;». 4. (Λαϊκό τραγούδι: άναψε το τσιγάρο, δώσ’ μου φωτιά, έχω μεγάλο ντέρτι μες την καρδιά). 5. έντονος ερωτικός πόθος: «έχει τέτοια φωτιά γι’ αυτή τη γυναίκα, που, αν δεν την παντρευτεί, θα πεθάνει». (Λαϊκό τραγούδι: έλα να σβήσεις τη φωτιά, τον πόνο μου να γειάνεις, Σαμιώτισσα μικρούλα μου, γιατί θα με πεθάνεις). 6. (για ποτά) πολύ δυνατό: «μην πιεις τσικουδιά, γιατί είναι φωτιά». 7. οτιδήποτε ενοχοποιεί σοβαρά κάποιον: «μετά από συντονισμένες  έρευνες βρέθηκε η ατζέντα φωτιά, όπου είχε καταχωρημένες όλες τις παράνομες προμήθειες». Υποκορ. φωτίτσα, η. (Ακολουθούν 94 φρ.)·
- αν δε βάλεις την κατσαρόλα στη φωτιά, δε βράζει, βλ. λ. κατσαρόλα·
- ανάβω φωτιά ή ανάβω φωτιές, α. (και για τα δυο φύλα) προκαλώ τον ερωτικό πόθο σε κάποιον: «όπου και να πάει αυτή η γυναίκα, ανάβει φωτιές». (Λαϊκό τραγούδι: αχ Μουσταφά, αχ Μουσταφά, εσύ μου άναψες φωτιά). Συνών. ανάβω καρδιές. β. δημιουργώ φασαρίες, δυσάρεστες καταστάσεις: «δεν τον παίρνουμε μαζί μας, γιατί, όπου και να πάμε, ανάβει φωτιές κι ύστερα κάθεται και κάνει χάζι». Συνών. ανάβω δαδί / ανάβω καντήλα / ανάβω λάμπα / ανάβω λαμπάδα / ανάβω φιτίλια / ανάβω φόκο·
- αρπάζει αμέσως φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·
- αρπάζει εύκολα φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·
- αρπάζει με το πρώτο φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·
- αρπάζω φωτιά, βλ. φρ. παίρνω φωτιά·
- βάζω το χέρι μου στη φωτιά, βλ. λ. χέρι·
- βάζω φωτιά, πυρπολώ: «πήγε ένα βράδυ κι έβαλε φωτιά στο σπίτι του ανταγωνιστή του για να τον εκδικηθεί». (Λαϊκό τραγούδι: με τη ντάμα με το ρήγα κι όλα τ’ άλλα τα χαρτιά σου ’χα φτιάξει ένα σπιτάκι αλλά του ’βαλες φωτιά)· βλ. και φρ. ανάβω φωτιά·
- βάζω φωτιά στα τόπια, βλ. λ. τόπι·
- βγάζει φωτιά ή βγάζει φωτιές (κάτι), α. χρησιμοποιώ έντονα και με δύναμη κάτι: «τα σπαθιά των υπερασπιστών της πόλης έβγαζαν φωτιά». (Λαϊκό τραγούδι: να πολεμάω τις μέρες στα κάστρα και το σπαθί μου να βγάζει φωτιά και να κρατάω τις νύχτες με τ’ άστρα μια ομορφούλα αγκαλιά). β. είναι πάρα πολύ ζεστό, ζεματάει: «κάνε λίγο υπομονή, γιατί μόλις κατέβασα το φαγητό απ’ το μάτι κι ακόμη βγάζει φωτιά»·
- βγάζει φωτιές (κάποιος), βλ. φρ. βγάζει φωτιές απ’ το στόμα του·
- βγάζει φωτιές απ’ το στόμα του, βλ. φρ. βγάζει φλόγες απ’ το στόμα του, λ. φλόγα·
- βγάζει φωτιές απ’ τον κώλο του ή βγάζει απ’ τον κώλο του φωτιές, έχει μεγάλη ενεργητικότητα, είναι πολύ δραστήριος, είναι αεικίνητος: «όσες δουλειές και να του αναθέσεις, τις διεκπεραιώνει όλες, γιατί είναι άνθρωπος που βγάζει φωτιές απ’ τον κώλο του»·
- βγάζει φωτιές ο κώλος του ή βγάζει ο κώλος του φωτιές, είναι στο πόδι συνεχώς, γιατί πρέπει να τελειώσει πολλές και επείγουσες δουλειές ή υποθέσεις: «βγάζει φωτιές ο κώλος του, γιατί τρέχει να καλύψει κάτι υποχρεώσεις του || αυτές τις μέρες βγάζει φωτιές ο κώλος του, γιατί σε μια βδομάδα παντρεύει την κόρη του»·
- βγάζουν τα πόδια μου φωτιά ή βγάζουν τα πόδια μου φωτιές ή βγάζουν φωτιά τα πόδια μου ή βγάζουν φωτιές τα πόδια μου, βλ. λ. πόδι· 
- βγάζω τα κάστανα απ’ τη φωτιά, βλ. λ. κάστανο·
- γίνομαι φωτιά και λάβρα, βλ. λ. λάβρα·
- δε βάζει το πόδι του στη φωτιά, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. λ. πόδι·
- δε βγαίνει καπνός εκεί που δεν υπάρχει φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- δε βγαίνει καπνός χωρίς φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- δεν αρπάζει εύκολα φωτιά, βλ. φρ. δεν παίρνει εύκολα φωτιά·
- δεν παίρνει εύκολα φωτιά, δεν καταλαβαίνει εύκολα αυτό που του λέμε ή τις υποδείξεις που του κάνουμε για κάτι, δεν είναι εύστροφος, δεν παίρνει εύκολα μπρος: «πρέπει να του πεις κάτι πολλές φορές, για να το καταλάβει, γιατί δεν παίρνει εύκολα φωτιά ο φουκαράς!»·
- δεν υπάρχει καπνός εκεί που δεν υπάρχει φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- έβαλαν τον τρελό να βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά, βλ. λ.τρελός·
- είναι φωτιά, α. είναι πανέξυπνος: «έχω πάρει έναν πιτσιρικά για τις εξωτερικές δουλειές του γραφείου που είναι φωτιά ο άτιμος!». β. (ειρωνικά) λέγεται και με την αντίθετη εντελώς σημασία: «πρέπει να του πεις πολλές φορές κάτι, για να καταλάβει, γιατί είναι φωτιά ο αφιλότιμος!»·
- είναι φωτιά (κάποιος εναντίον κάποιου), είναι πολύ εκνευρισμένος με κάποιον, βάλλει με μανία εναντίον κάποιου: «είναι φωτιά με το γιο του, γιατί είναι η τρίτη φορά που δίνει εξετάσεις και δεν περνάει στο πανεπιστήμιο || είναι φωτιά με τον τάδε υπάλληλό του, γιατί έστειλε λάθος παραγγελία»·
- είναι φωτιά και λάβρα, βλ. λ. λάβρα·
- είναι φωτιά παραχωμένη, είναι πολύ κακός και ύπουλος: «πρόσεχε μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι φωτιά παραχωμένη και δε θα καταλάβεις για πότε θα σου τη φέρει». Από ότι πολλές φορές μέσα στη στάχτη υπάρχουν κάρβουνα αναμμένα που καίνε το άτομο που τη σκαλίζει ανύποπτο·
- έπεσε φωτιά και τσεκούρι, προκλήθηκαν πολύ μεγάλες καταστροφές, ιδίως σε περίοδο πολέμου: «στον εμφύλιο πόλεμο έπεσε φωτιά και τσεκούρι κι απ’ τις δυο παρατάξεις». (Λαϊκό τραγούδι: το Βελιγκέκα σαν χτυπούσε, χτυπούσε όλη την Τουρκιά, πάντα το Χάρο αψηφούσε, ρε σεις, τσεκούρι και φωτιά να πάρουμε τη λευτεριά
- έχω μεγάλη φωτιά ή έχω φωτιά μεγάλη, έχω μεγάλο ερωτικό πόθο: «έχω μεγάλη φωτιά γι’ αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι κι εγώ αγάπησα κι έχω φωτιά μεγάλη· καημούς που δεν περίμενα, μου ’ρθανε στο κεφάλι). Πολλές φορές, αναφέρεται και το σημείο εκείνο που έχει κανείς τη φωτιά και που είναι η καρδιά ή τα στήθια. (Λαϊκό τραγούδι: το ξέρεις πως την αγαπώ κι έχω φωτιά στα στήθια κι ας μη πιστεύεις πως εγώ την αγαπώ στ’ αλήθεια)·   
- έχω φωτιά στην καρδιά μου, έχω ερωτικό πόθο: «απ’ τη μέρα που την είδα, έχω φωτιά στην καρδιά μου γι’ αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ αυτά τα μάτια τα γλυκά και κοραλλένια χείλη μες στην καρδιά μου έχω φωτιά, πες μου τι θ’ απογίνει;
- η αγορά είναι φωτιά, βλ. λ. αγορά·
- θα πέσει φωτιά να μας κάψει! στερεότυπη έκφραση των ηλικιωμένων, καθώς βρίσκονται αντιμέτωποι με την ελεύθερη αντίληψη και συμπεριφορά που έχουν σήμερα οι νέοι για τη ζωή: «θα πέσει φωτιά να μας κάψει, παλιόπαιδα, που φιλιέστε μέσ’ στη μέση του δρόμου!»·  
- θα πέσει φωτιά να σε κάψει! επιτιμητική έκφραση σε άτομο που συμπεριφέρεται έξω από τα κοινά και παραδεγμένα: «θα πέσει φωτιά να σε κάψει, αν εγκαταλείψεις γέρους γονείς για ένα παλιογύναικο του δρόμου!»·
- κόκκινο της φωτιάς ή κόκκινο φωτιάς, πολύ έντονο κόκκινο χρώμα: «φορούσε ένα φουστάνι κόκκινο της φωτιάς»·
- κολλάω τις φωτιές, (στη γλώσσα της αργκό) ανάβω τον αργιλέ: «έχει πάρει ένα τσιμπούκ ογλάν στον τεκέ του να κολλάει τις φωτιές για τους μερακλήδες». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ αρέσει να ’μαι χασικλού, αμάν να πίνω στους τεκέδες και να κολλάω τις φωτιές σ’ όλους τους αργιλέδες
- μ’ άναψε μεγάλη φωτιά, α. μου προξένησε πολύ σοβαρό πρόβλημα: «μ’ άναψε μεγάλη φωτιά μ’ αυτό το πείσμα του να μην υπογράψει το συμβόλαιο». (Λαϊκό τραγούδι: φωτιά μεγάλη μ’ άναψες, βρε άτιμη γυναίκα, μόλις βγω απ’ τα σίδερα, θα σφάξω άλλους δέκα). β. λέγεται και για ερωτικό πόθο·
- μ’ άναψε φωτιά ή μ’ άναψε φωτιές, α. (και για τα δυο φύλα) μου προκάλεσε ερωτικό πόθο: «μόλις την είδα αυτή τη γυναίκα, μ’ άναψε φωτιά». (Λαϊκό τραγούδι: τι φωτιά που μου άναψες, τι φωτιά, έκαψες τη φτωχούλα μου την καρδιά). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το λάβρα. β. μου προξένησε σοβαρό πρόβλημα: «όταν τον ρώτησε η γυναίκα μου αν ήμασταν μαζί χτες το βράδυ, της είπε όχι, ο βλάκας, και μ’ άναψε φωτιά, γιατί εγώ της είπα ότι ήμουν μ’ αυτόν»·
- μ’ άναψε φωτιά και λάβρα, βλ. λ. λάβρα·
- μ’ άναψε φωτιά στα σπλάχνα, βλ. συνηθέστ. μ’ άναψε φωτιά στα στήθια·
- μ’ άναψε φωτιά στα στήθια, (και για τα δυο φύλα) μου προκάλεσε έντονο ερωτικό πόθο: «απ’ τη μέρα που την είδα αυτή τη γυναίκα, μ’ άναψε φωτιά στα στήθια και δε θα ησυχάσω, αν δεν την κάνω δική μου»·
- μ’ άναψε φωτιά στην καρδιά, βλ. φρ. μ’ άναψε φωτιά στα στήθια·
- μην παίζεις με τη φωτιά! α. συμβουλή σε κάποιον να μην καταπιάνεται με πράγματα ή υποθέσεις που είναι πάνω από τις δυνάμεις του και που σίγουρα θα αποβούν σε βάρος του: «κάτσε στ’ αβγά σου και μην παίζεις με τη φωτιά, γιατί αυτή η δουλειά δεν είναι για τα κότσια σου!». β. συμβουλή σε κάποιον να μη συνάψει ερωτικό δεσμό με πανέμορφη γυναίκα, γιατί υπάρχει περίπτωση να πληγωθεί σοβαρά: «μην παίζεις με τη φωτιά, αγόρι μου, γιατί αυτή η γυναίκα είναι γι’ άλλα σαλόνια!»·
- να πέσει φωτιά να με κάψει! έκφραση για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «αν σου λέω ψέματα, να πέσει φωτιά να με κάψει!»·
- να πέσει φωτιά να σε κάψει! είδος κατάρας·
- οι τιμές είναι φωτιά, βλ. λ. τιμή·
- όποιος παίζει με τη φωτιά, καίγεται, όποιος καταπιάνεται με επικίνδυνα πράγματα, έρχεται κάποτε η στιγμή που υφίσταται τις συνέπειες: «άσε τις επιδείξεις και τα σαλτανάτια με τ’ αυτοκίνητο, γιατί όποιος παίζει με τη φωτιά, καίγεται»· βλ. και φρ. μην παίζεις με τη φωτιά(!)·
- όπου βγαίνει καπνός, υπάρχει και φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου, βλ. λ. σπίτι·
- παίζω με τη φωτιά, αψηφώ τον κίνδυνο σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση, ριψοκινδυνεύω: «οι καιροί είναι πολύ δύσκολοι κι αν κάνεις αυτό το άνοιγμα στη δουλειά σου, παίζεις με τη φωτιά»·
- παίρνει αμέσως φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·  
- παίρνει εύκολα φωτιά, α. θυμώνει, νευριάζει πολύ εύκολα: «μην κάνεις αστεία μαζί του, γιατί παίρνει εύκολα φωτιά κι ύστερα καλά ξεμπερδέματα». β. αντιλαμβάνεται κάτι αμέσως, είναι πανέξυπνος: «θα καταλάβει αμέσως περί τίνος πρόκειται, γιατί παίρνει εύκολα φωτιά»·
- παίρνει με το πρώτο φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·
- παίρνω φωτιά, α. θυμώνω, εκνευρίζομαι, εξάπτομαι: «πρόσεξε πώς θα του μιλήσεις, γιατί παίρνει φωτιά χωρίς λόγο». β. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, μπαίνω στο νόημα: «μόλις του ’κανα νόημα πως έρχεται η γυναίκα του, πήρε αμέσως φωτιά κι έδιωξε την γκόμενα || μέχρι να πάρεις εσύ φωτιά, πέταξε το πουλί». γ. νιώθω ερωτικό πόθο: «πώς να μην παίρνεις φωτιά, όταν βλέπεις τέτοια γυναικάρα!». (Λαϊκό τραγούδι: πήρε φωτιά μια καρδιά, καίγεται κι ο καημός δε λέγεται). δ. (για εύφλεκτα υλικά) ανάβω εύκολα: «μην πας με το τσιγάρο σου αναμμένο κοντά στη βενζίνη, γιατί παίρνει φωτιά». ε. (για πυροβόλα όπλα) εκπυρσοκροτώ: «δεν παίρνει φωτιά στα καλά καθούμενα ένα όπλο, εκτός κι αν πατήσει κάποιος τη σκανδάλη του». (Λαϊκό τραγούδι: Αντώνη τ’ άρματά σου δεν παίρνουνε φωτιά, μόν’ κάνουν για λαμπάδες για την Αγιά Σοφιά)·  
- παιχνίδι φωτιά, βλ. λ. παιχνίδι·
- πέρασε σαν φωτιά και λάβα, βλ. λ. λάβα·
- πέφτω (και) στη φωτιά (για κάποιον ή για κάτι), είμαι πρόθυμος για κάθε θυσία, είμαι πρόθυμος να θυσιάσω και την ίδια μου τη ζωή: «γι’ αυτόν τον άνθρωπο πέφτω στη φωτιά || για τις ιδέες του πέφτει και στη φωτιά». (Λαϊκό τραγούδι: τη ζωή μου δε λογάριασα μπαμπέσα, που για σένα έχω πέσει στη φωτιά! Κι όταν σ’ έκανα τρανή σαν πριγκιπέσα, μ’ εγκατέλειψες αχάριστη καρδιά!
- πήραν τα μπατζάκια μου φωτιά ή πήραν φωτιά τα μπατζάκια μου, βλ. λ. μπατζάκι·
- πήραν τα πιρούνια φωτιά ή πήραν φωτιά τα πιρούνια, βλ. λ. πιρούνι·
- πήραν τα τηλέφωνα φωτιά ή πήραν φωτιά τα τηλέφωνα, βλ. λ. τηλέφωνο·
- πήρε ο κώλος του φωτιά ή πήρε φωτιά ο κώλος του, βλ. λ. κώλος·
- πήρε το κορμί μου φωτιά, βλ. λ. κορμί·
- πήρε φωτιά απ’ την πρώτη σκάλα, θύμωσε αμέσως: «μόλις έμαθε ποιος ήταν αυτός που τον κατηγόρησε, πήρε φωτιά απ’ την πρώτη σκάλα κι αμέσως του ζήτησε το λόγο»·
- πιάνει αμέσως φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·
- πιάνει εύκολα φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·
- πιάνει με το πρώτο φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·
- πιάνω φωτιά, βλ. φρ. παίρνω φωτιά·
- ρίχνω κάρβουνα στη φωτιά, βλ. λ. κάρβουνο·
- ρίχνω λάδι στη φωτιά, βλ. λ. λάδι·
- σβήνω τη φωτιά μου, ικανοποιώ, καταλαγιάζω τον ερωτικό μου πόθο: «την είχα όλο το βράδυ στην γκαρσονιέρα μου, για να μπορέσω να σβήσω τη φωτιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: πότε θες να ’ρθεις να σου πω πως καίγεται η καρδιά μου, μ’ ένα φιλάκι σου γλυκό να σβήσεις τη φωτιά μου
- τα μάτια του βγάζουν φωτιές, βλ. λ. μάτι·
- τα μάτια του πετούν φωτιές, βλ. λ. μάτι·
- τα ρίχνω όλα στη φωτιά, ξεχνώ, διαγράφω όλες τις κακές στιγμές που πέρασα, ιδίως όλα τα άσχημα ή κατακριτέα που έκανε κάποιος σε βάρος μου: «απ’ τη στιγμή που έρχεσαι και μου ζητάς συγνώμη, όσα άσχημα είπες για μένα τα ρίχνω όλα στη φωτιά». (Λαϊκό τραγούδι: σε περίμενα να έρθεις απ’ την ξενιτιά· τώρα που ’ρθες θα σουρώσω, χόρεψε να καμαρώσω, κι όσα τράβηξα τα ρίχνω στη φωτιά
- τιμές φωτιά ή τιμή φωτιά, βλ. λ. τιμή·
- το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά, βλ. λ. καρδιά·
- το μέτωπο της φωτιάς, βλ. λ. μέτωπο·
- το νερό της φωτιάς, βλ. λ. νερό·
- το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα, βλ. λ. ψάρι·
- το στόμα του βγάζει φωτιές, βλ. λ. στόμα·
- το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει, α. το κακό μπορεί να καταπολεμηθεί με την αυστηρή τιμωρία: «μόλις τον ξυλοφόρτωσε ο πατέρας του, άφησε τις βόλτες κι άρχισε αμέσως το διάβασμα. -Το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει». β. ο άνθρωπος εξελίσσεται με τη μόρφωση: «πρέπει να διαβάσεις πολύ για να πετύχεις στη ζωή σου, γιατί το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ ή το εμ βλέπεις. γ. έκφραση απογοήτευσης για αδιόρθωτο άτομο: πάλι έκανε τις ίδιες βλακείες αυτός ο άνθρωπος. -Μα περιμένεις! Το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει», δηλ. μόνο αν πεθάνει θα πάψει να κάνει ανοησίες, βλακείες·
- τον έκανα φωτιά και λάβρα, βλ. λ. λάβρα·
- φωτιά και λάβρα να σε κάψει! βλ. λ. λάβρα·
- φωτιά να με κάψει! έκφραση για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «φωτιά να με κάψει, αν νομίζεις πως σου λέω ψέματα!». (Λαϊκό τραγούδι: όρκο παίρνω φωτιά να με κάψει και σεισμός να με βρει μες τη γη, αν εγώ σ’ αρνηθώ
- φωτιά να σε κάψει! είδος κατάρας·
- φωτιά πάνω στη φωτιά ή φωτιά στη φωτιά, αντίδραση με τα ίδια βίαια ή σκληρά μέτρα: «κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου οι αντίπαλοι ήταν φωτιά πάνω στη φωτιά»·
- φωτιά που μ’ άναψε! το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, μου προξένησε μεγάλο πρόβλημα: «φωτιά που μ’ άναψε το παλιόπαιδο με το ν’ αποπλανήσει την κόρη του φίλου μου!»·
- φωτιά που μ’ έκαψε! ή φωτιά που μας έκαψε! με βρήκε μεγάλο κακό, μας βρήκε μεγάλο κακό, μεγάλη συμφορά: «αν γίνει έλεγχος τώρα στο ταμείο, φωτιά που μ’ έκαψε, γιατί είναι μείον! || φωτιά που μας έκαψε, αν πέσει κι άλλο το χρηματιστήριο!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- φωτιά στα κόκκινα κι εγώ πυροσβέστης! θαυμαστικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα η οποία είναι ντυμένη με κόκκινα ρούχα και τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·
- φωτιά στα μπατζάκια σου! σε βρήκε ή θα σε βρει μεγάλο κακό, μεγάλη συμφορά, αλίμονό σου: «αχ, καημένε μου, αν έρθει για έλεγχο η εφορία, φωτιά στα μπατζάκια σου, γιατί τα λογιστικά σου είναι και μη χειρότερα!»·
- χαμηλώνω τη φωτιά, την κάνω να καίει λιγότερο και για ηλεκτρική κουζίνα ελαττώνω την ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος που διοχετεύει θερμότητα στο ηλεκτρικό μάτι ή στον ηλεκτρικό φούρνο: «η μητέρα έβαλε τον τέντζερη στο μάτι και χαμήλωσε τη φωτιά, για να βράσει αργά το φαγητό»·
- χύνω λάδι στη φωτιά, βλ. λ. λάδι· 
- χωρίς φωτιά καπνός δε βγαίνει, βλ. λ. καπνός1.

φωτογραφία

φωτογραφία, η, ουσ. [<γαλλ. photographie <ελλην. φως + γραφή + κατάλ. -ία], η φωτογραφία·
- βγάζω (μια) φωτογραφία (κάποιον ή κάτι), φωτογραφίζω κάποιον ή κάτι: «μου ’δωσε τη φωτογραφική του μηχανή και με παρακάλεσε να τους βγάλω μια φωτογραφία || όταν έχει λεύτερο χρόνο παίρνει τη φωτογραφική του μηχανή και βγάζει διάφορες φωτογραφίες στην παλιά πόλη»·
- βγάζω φωτογραφία (κάποιον), βλ. λ. φωτογραφίζω·
- βγάζω φωτογραφίες, (ιδίως για γυναίκα) κάθομαι με τέτοιο τρόπο, ώστε αποκαλύπτω προκλητικά τα μπούτια μου και πολλές φορές και την κιλότα μου: «όταν κάθεται αυτή κάπου, οι άντρες πηγαίνουν και κάθονται ακριβώς απέναντί της, γιατί της αρέσει να βγάζει φωτογραφίες και να τους βλέπει να χαλβαδιάζουν»·
- βγαίνω φωτογραφία, φωτογραφίζομαι: «κατά καιρούς βγαίνω ορισμένες φωτογραφίες, για να τις βλέπω όταν γεράσω»·
- οικογενειακή φωτογραφία, ομαδική φωτογράφηση των επιφανών προσώπων τα οποία συμμετείχαν σε κάποιο συνέδριο, ιδίως πολιτικό: «μετά το τέλος του συνεδρίου, οι ηγέτες των ευρωπαϊκών κρατών συγκεντρώθηκαν για την κλασική οικογενειακή φωτογραφία». Από την παλιά κυρίως συνήθεια των οικογενειών να φωτογραφίζονται με όλα τα μέλη τους·   
- παίρνω φωτογραφία (κάποιον ή κάτι), φωτογραφίζω κάποιον ή κάτι: «κάθε φορά που με παίρνει φωτογραφία ο τάδε, δεν ξέρω τι φταίει, αλλά με βγάζει πάντα με κόκκινες τις κόρες των ματιών μου»·
- τον βγάζω φωτογραφία, αποκαλύπτω τις κακές ή τις επιλήψιμες πράξεις του: «απ’ τη μέρα που τον έβγαλα φωτογραφία πως κολλάει τη γυναίκα του φίλου του, μ’ έχει στην μπούκα του κανονιού». Από την εικόνα του ατόμου που επιδεικνύει στους άλλους τη φωτογραφία που έβγαλε· βλ. και λ. φωτογραφίζω·
- τραβώ (μια) φωτογραφία (κάποιον ή κάτι), βλ. φρ. βγάζω (μια) φωτογραφία.

χακί

χακί, το, ουσ. [<αγγλ. khaki, ινδ. αρχής], είδος γκριζοπράσινου ή γκριζοκίτρινου υφάσματος που χρησιμοποιείται ιδίως για στρατιωτικές στολές και, κατ’ επέκταση, ο στρατός. (Λαϊκό τραγούδι: μάνα γλυκιά, σαν φύγω, δε θέλει κλάματα το ελληνικό χακί. Ένα κερί στην Παναγιά ν’ ανάψεις να είναι η Νίκη πάντα ελληνική
- βάζω το χακί, βλ. φρ. ντύνομαι στο χακί. (Λαϊκό τραγούδι: του ’παν θα βάλεις το χακί, θα μπεις στην πρώτη τη γραμμή και ήρωας θα γίνεις. Εκείνος δε μιλάει πολύ, του ’ναι μεγάλη η στολή και βάσανο οι αρβύλες
- βγάζω το χακί, απολύομαι από τις τάξεις του στρατού μετά την εκπλήρωση της στρατιωτικής μου θητείας: «σε δυο μήνες βγάζω το χακί και θα συνεχίσω τις σπουδές μου». (Λαϊκό τραγούδι: βαρύς είναι ο πόνος μου, πολλά τα βάσανά μου μέχρι να βγάλεις το χακί να ξαναρθείς κοντά μου
- ντύνομαι στο χακί, προσέρχομαι στις τάξεις του στρατού, για να υπηρετήσω τη στρατιωτική μου θητεία: «μου ήρθε το χαρτί της στρατολογίας και σε δυο μήνες ντύνομαι στο χακί». (Λαϊκό τραγούδι: φύλλο πορείας μου δώσανε απόψε και την αυγούλα ξεκινώ κι αν στο χακί θα είμαι πια ντυμένος θα ζω με πόθο πως θα σε ξαναδώ
- ντύνομαι το χακί, βλ. συνηθέστ. ντύνομαι στο χακί·
- φορώ το χακί, βλ. φρ. ντύνομαι στο χακί.

χέζω

χέζω, ρ. [<αρχ. χέζω], χέζω. 1. καθυβρίζω, βρίζω χυδαία κάποιον: «μόλις τον τσάκωσε ο διευθυντής του να κάνει κοπάνα, τον έχεσε και τον απείλησε με απόλυση». 2. αδιαφορώ, περιφρονώ κάποιον: «αφού δεν ήθελε να μ’ ακούσει, τον έχεσα κι έφυγα». (Ακολουθούν 57 φρ.)·
- αν…, να με χέσεις, λέγεται εν είδει στοιχήματος με τη σιγουριά ότι αυτό που λέω, αυτό που υποθέτω είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί, δε θα πραγματοποιηθεί ή δε θα έχει τη χρησιμότητα ή χρηστικότητα που επιδιώκουμε: «εγώ λέω ότι είναι αθώος κι αν αποδειχτεί το αντίθετο, να με χέσεις || αν έρθει μαζί μας, να με χέσεις || αν σε βοηθήσει, να με χέσεις || αν μπορέσεις να καρφώσεις μ’ αυτό το πράγμα ένα τέτοιο καρφί, να με χέσεις». Πολλές φορές, μετά την υποθετική πρόταση ακολουθεί το εμένα ή το τότε εμένα. Συνών. αν…, γράψε με ή αν…, γράψε μας / αν…, εγώ θα κάτσω να με γαμήσεις / αν…, να με φτύσεις / αν… να μου περάσεις χαλκά στη μύτη / αν…, να μου τρυπήσεις τη μύτη·
- άσε να σε χέσουνε κι αν σε πλύνουν, πες μου το, βλ. λ. πλένω·
- γάμο χωρίς παπά, χέσ’ τονε, βλ. λ. γάμος·
- δε μας χέζεις! ή δε με χέζεις! επιθετική έκφραση εκνευρισμένου ανθρώπου σε ενοχλητικό ή απαιτητικό άτομο: «δε μας χέζεις, που έμαθες συνεχώς να ζητάς!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε ή το ρε. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δεν είναι σκατά, μόν’ η γριά τα χέζει, βλ. λ. σκατά·
- δεν τον χέζεις! μην τον υπολογίζεις, αγνόησέ τον, περιφρόνησέ τον: «δεν τον χέζεις τέτοιος αχάριστος που είναι!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε ή το ρε·
- είπα, ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε του τρελού να χέσει, έβγαλε και τ’ άντερά του, βλ. συνηθέστ. είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή ξεκωλώθηκε, λ. κλάνω·
- είπαν στον τρελό να χέσει κι αυτός ξεκωλώθηκε, βλ. συνηθέστ. είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή ξεκωλώθηκε, λ. κλάνω·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, βλ. λ. μύγα·
- ένας χεσμένος ταύρος, όλα του κοπαδιού τα ζωντανά θα τα χέσει, βλ. λ. ταύρος·
- έτσι που είναι ο καιρός, χέσε και πέσε, βλ. λ. καιρός·
- έφτασα στο μη χέσω! εξάντλησα τα όρια της αντοχής μου, της υπομονής μου και είμαι έτοιμος να επέμβω δυναμικά: «κάτσε καλά, γιατί έφτασα στο μη χέσω!»·
- θα σε κάνω να χέσεις αίμα, βλ. λ. αίμα·
- θα σου χέσω το γάιδαρο, βλ. λ. γάιδαρος·
- κλάνει ο νοικοκύρης, χέζει ο μουσαφίρης, βλ. λ. νοικοκύρης·
- μας έφαγε την κότα και μας έχεσε την πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
- μη χέζουμε! ας μιλήσουμε, ας συμπεριφερθούμε με σοβαρότητα, μη διακωμωδούμε την κατάσταση που εξελίσσεται: «μη χέζουμε, ρε παιδιά, γιατί, αν δε σοβαρευτούμε, για να πάρουμε γρήγορα μια απόφαση, μπορεί και να την πατήσουμε!»·
- μη χέσω! απειλητική έκφραση σε άτομο που προβάλλει διάφορες αντιρρήσεις μόνο και μόνο να μη μας κάνει το χατίρι ή να μη συμμορφωθεί στις υποδείξεις μας·
- να σε χέσω! α. έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας προς κάποιον ή για κάτι που μας δημιουργεί προβλήματα: «να σε χέσω! Πόσες φορές πρέπει να στο πω πως δεν πρέπει να πειράζεις αυτόν το διακόπτη!». β. λέγεται και στην περίπτωση που θέλουμε να εκφράσουμε σε κάποιον μια συγκρατημένη περιφρόνηση, αλλά και συμπάθεια: «να σε χέσω! Πάλι του κεφαλιού σου έκανες! || να σε χέσω! Πώς τα κατάφερες και σου ’δωσε δανεικά αυτός ο τσιγκούνης;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ε. Συνών. να σε βράσω! / να σε γαμήσω(!)·
- να τα χέσω! (ενν. τα λεφτά σου), δε δίνω σε αυτά καμιά αξία, καμιά σημασία, δεν τα υπολογίζω, τα περιφρονώ: «το ξέρω πως με κάνεις παρέα για τα λεφτά μου. -Να τα χέσω! Εγώ εσένα αγαπάω». Συνών. να τα βράσω! (ενν. τα λεφτά σου)·
- να τα χέσω τα λεφτά σου! βλ. λ. λεφτά·
- να το χέσω! βλ. φρ. χέσ’ το! Συνών. να το βράσω(!)·
- να τον χέσω! βλ. φρ. χέσ’ τον! Συνών. να τον βράσω(!)·
- να χέσω μέσα! βλ. λ. μέσα·
- να χέσω τα μουστάκια σου! ή να χέσω το μουστάκι σου! βλ. λ. μουστάκι·
- να χέσω τα μούτρα σου! βλ. λ. μούτρο·
- να χέσω τον πατέρα και τη μάνα σου, βλ. λ. πατέρας·
- ντύσου, γδύσου, χέσε, φάε και κοιμήσου, βλ. λ. κοιμάμαι·
- όποιος σε κλάσει, χέσε τον, μη βγει καλύτερός σου, να φερθείς με σκληρότητα σε αυτόν που δε σου φέρεται καλά, για να μη σε καβαλήσει, για να μη σου πάρει τον αέρα, για να μη φτάσει η στιγμή που θα σε επιβληθεί: «σήμερα δεν είναι καιρός για ευγένειες, γι’ αυτό  όποιος σε κλάσει, χέσε τον, μη βγει καλύτερός σου»·
- πάει να χέσει, βλ. φρ. πάει για χέσιμο, λ. χέσιμο·
- πάτησα στη γη, χέζω τη βάρκα σου, βλ. λ. βάρκα·
- ποιος τον χέζει! έκφραση με την οποία δείχνουμε πως δεν υπολογίζουμε το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ποιος τον υπολογίζεις, ποιος του δίνει σημασία(!): «θα είναι καλύτερα, αν έχουμε μαζί μας και τον τάδε. -Ποιος τον χέζει!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το μωρέ·
- τον έχεσα πατόκορφα, βλ. λ. πατόκορφα·
- του χέζω το γάιδαρο, βλ. λ. γάιδαρος·
- του χέζω το ταμτιριρί, βλ. λ. ταμτιριρί·
- του χέζω τον αδόξαστο, βλ. λ. αδόξαστος·
- του χέζω τον αντίθεο, βλ. λ. αντίθεος·
- του χέζω τον αντίχριστο, βλ. λ. αντίχριστος·
- φάε στόμα, χέσε κώλο! βλ. λ. κώλος·
- φοβάται να χέσει, για να μην πεινάσει, είναι υπερβολικά τσιγκούνης: «αποκλείεται να σου έδωσε αυτός ο άνθρωπος δανεικά, γιατί απ’ ό,τι ξέρω φοβάται να χέσει, για να μην πεινάσει»·
- χέζε ψηλά κι αγνάντευε, αδιαφόρησε τελείως: «όπως έγιναν σήμερα οι πολιτικοί, χέζε ψηλά κι αγνάντευε»·
- χέζει με ξένο κώλο, βλ. λ. κώλος·
- χέζω μαλλί, βλ. λ. μαλλί·
- χέζω μπακακάκια, βλ. λ. μπακακάκι·
- χέσ’ τα! άφησέ τα, μην τα υπολογίζεις, είναι ανάξια προσοχής, ενδιαφέροντος ή φροντίδας: «ό,τι έγινε μέχρι τώρα, χέσ’ τα και κοίταξε να κάνεις μια καινούρια αρχή!». Συνών. βράσ’ τα! / γάμησέ τα(!)·
- χέσ’ τα και κατούρα τα! βλ. συνηθέστ. χέσε μέσα(!)·
- χέσ’ τα κι άσ’ τα! απάντηση αποκαρδιωμένου ανθρώπου από τη ζωή του ή από την κακή πορεία των εργασιών του σε άτομο που τον ρωτάει από ενδιαφέρον πώς πάει ή πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα. Συνών. βράσ’ τα κι άσ’ τα! / γάμησέ τα κι άφησέ τα(!)·
- χέσ’ το! άφησέ το, μην το υπολογίζεις, είναι εντελώς άχρηστο: «χέσ’ το, που κάθεσαι και στενοχωριέσαι γι’ αυτό το παλιόπραμα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μωρέ. Συνών. βράσ’ το! / γάμησέ το(!)·
- χέσ’ το κι άσ’ το! επιτείνει την παραπάνω έννοια. Συνών. βράσ’ το κι άσ’ το! / γάμησέ το κι άφησέ το(!)·
- χέσ’ τον! άφησέ τον, μην τον υπολογίζεις, είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «χέσ’ τον που κάθεσαι και στενοχωριέσαι για έναν απατεώνα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μωρέ. Συνών. βράσ’ τον! / γάμησέ τον(!)·
- χέσ’ τον κι άσ’ τον! επιτείνει την παραπάνω έννοια. Συνών. βράσ’ τον κι άσ’ τον! / γάμησέ τον κι άφησέ τον(!)·
- χέσε θέατρο, βλ. λ. θέατρο·
- χέσε θέατρο, κατούρα παράσταση, βλ. λ. θέατρο·
- χέσε με! ή χέσε μας! άφησέ με ήσυχο, παράτα με: «χέσε μας, ρε παιδάκι μου, γιατί με τρέλανες με την γκρίνια σου!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. γάμησέ με! ή γάμησέ μας(!)·  
- χέσε μέσα! βλ. λ. μέσα·
- χέσε μέσα Παντελή! βλ. λ. μέσα·
- χέσε μέσα Πολυχρόνη που δε γίναμε ευζώνοι! βλ. λ. μέσα.

χειμώνας

χειμώνας, ο, ουσ. [<αρχ. χειμών + κατάλ. αιτιατ. -ώνα], ο χειμώνας· άσχημη ψυχολογική κατάσταση, θλίψη, κατάθλιψη: «η καρδιά της γέμισε από χειμώνα». (Τραγούδι: στης ζωής μου το χειμώνα άνθισε μια ανεμώνα). (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- άνοιξες πόρτα για το χειμώνα! βλ. λ. πόρτα·
- από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα, από το ότι, πολλές φορές, από το μήνα Μάρτιο ο καιρός αρχίζει κατά διαστήματα να ζεσταίνει θυμίζοντας καλοκαίρι κι από τον Αύγουστο με τα μελτέμια αρχίζει κατά διαστήματα να ψυχραίνει θυμίζοντας χειμώνα. Συνών. από Μαρτιού πουκάμισο κι απ’ Αύγουστο σεγκούνι·
- βαρύς χειμώνας, που κάνει δυνατό, αφόρητο κρύο, χιόνια και παγωνιά: «φέτος είχαμε τόσο βαρύ χειμώνα, που θύμιζε Σιβηρία». (Τραγούδι: τι χειμώνας βαρύς, έλα απόψε νωρίς
- γιατί, θα σε πιάσω πόρτα για το χειμώνα; βλ. λ. πόρτα·
- γλυκός χειμώνας, που είναι μαλακός, ήπιος: «φέτος περάσαμε γλυκό χειμώνα και δε φόρεσα ούτε μια φορά παλτό»·  
- ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι! βλ. λ. μυαλό·
- έπιασε (ο) χειμώνας ή μας έπιασε (ο) χειμώνας, α. χειμώνιασε: «φέτος έπιασε νωρίς ο χειμώνας». β. λέγεται για ψυχρό καιρό, άσχετα από την εποχή που διανύουμε: «τι γίνεται, ρε παιδιά, Μάης μήνας και μας έπιασε χειμώνας!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- θρέψε λύκο το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι, βλ. λ. λύκος·
- καλό χειμώνα! ευχή σε κάποιον να περάσει εύκολο χειμώνα·
- μαζεύει ήλιο για το χειμώνα, βλ. λ. ήλιος·
- μέσα στην καρδιά του χειμώνα, βλ. λ. καρδιά·
- μήτε Μάρτης καλοκαίρι μήτε Αύγουστος χειμώνας, βλ. λ. Μάρτης·
- ο χειμώνας της ζωής, η γεροντική ηλικία, τα γηρατειά: «παρόλο που βρίσκεται στο χειμώνα της ζωής του, δεν εννοεί να το βάλει κάτω και να παραδεχτεί πως ξόφλησε»·  
- όποιος τον Αύγουστο γαμεί, κακό χειμώνα βγάζει, δηλώνει πως ο άνθρωπος πρέπει να είναι προνοητικός: «άσε τα γλέντια και τις διασκεδάσεις και προγραμμάτισε τη ζωή σου, γιατί, όποιος τον Αύγουστο γαμεί, κακό χειμώνα βγάζει». Πρβλ.: το τζιτζίκι και μυρμήγκι (Αίσωπος).Συνών. αν ζυμώσεις το πρωί, αποβραδίς κοσκίνα / άναψε το φανάρι σου, προτού να σ’ εύρει η νύχτα / ήρθε ο Άι Λιας, μάσε τα δαδιά σ’, ήρθε κι ο Σταυρός, κάτσε και πυρώσ’ / των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν μαγειρεύουν. Αντίθ. άμα δεν πεινάσει, δε ζυμώνει·
- στην καρδιά του χειμώνα, βλ. λ. καρδιά·
- στο χειμώνα της ζωής μου ή στης ζωής μου το χειμώνα, στα γεράματά μου: «στο χειμώνα της ζωής του εγκατέλειψε την πόλη κι επέστρεψε στο χωριό του». (Λαϊκό τραγούδι: στης ζωής μου το χειμώνα, άνθισε μια ανεμώνα
- τον έπιασες πόρτα για το χειμώνα! βλ. λ. πόρτα·
- φύλαξε φίδι το χειμώνα να σε δαγκώσει το καλοκαίρι, βλ. λ. φίδι·
- χειμώνα καιρό, χειμωνιάτικα, σε περίοδο χειμώνα: «χειμώνα καιρό κι ο διαχειριστής της πολυκατοικίας έχει σβηστά τα καλοριφέρ»·
- χειμώνα καλοκαίρι, αδιάκοπα, συνέχεια, σε όλη τη διάρκεια του χρόνου: «αυτός έχει δουλειά χειμώνα καλοκαίρι». (Λαϊκό τραγούδι: χαρείτε νέοι τη ζωή χειμώνα καλοκαίρι,γιατί θα είναι πια αργά, όταν θα είστε γέροι).

χρήμα

χρήμα, το, ουσ. [<αρχ. χρήμα], το χρήμα. 1. ο πλούτος: «σε όλους είναι γνωστό πως σήμερα το χρήμα κυβερνάει τον κόσμο». (Λαϊκό τραγούδι: τα δίχτυα ρίχνουνε κι όποια πετύχουνε, τα δυο να ζουν χρήμα και έρως και βγαίνουν άσοι οι τρεις Καμπαλέρος). 2. το κέρδος: «τι χρήμα μπορεί να βγάλει τ’ ανθρωπάκι απ’ αυτό το μαγαζάκι;». Οι παλιότεροι έλεγαν: έλλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου, δηλ. όταν δεν υπάρχουν χρήματα, δεν μπορεί να υπάρξει ή να προοδεύσει το εμπόριο· βλ. και λ. λεφτά. (Ακολουθούν 56 φρ.)·
- βγάζει γλυκό χρήμα, βλ. συνηθέστ. βγάζει γλυκά λεφτά, λ. λεφτά·
- βγάζει ζεστό χρήμα, συναλλάσσεται τοις μετρητοίς: «άνοιξε ένα φαστφουντάδικο στην καρδιά της αγοράς και βγάζει ζεστό χρήμα»·
- βγάζει χοντρό χρήμα, βλ. φρ. βγάζει χρήμα με ουρά·
- βγάζει χρήμα, κερδίζει χρήματα: «κόβει το μυαλό του και βγάζει χρήμα κι απ’ τις πιο απίθανες δουλειές»·
- βγάζει χρήμα με ουρά, κερδίζει πολλά χρήματα απ’ τη δουλειά του: «έχει ένα σούπερ μάρκετ και βγάζει χρήμα με ουρά». Συνών. βγάζει άντερα ή βγάζει τ’ άντερά του / βγάζει λεφτά με ουρά / βγάζει λεφτά με τη σέσουλα / βγάζει λεφτά με το ζεμπίλι / βγάζει λεφτά με το τσουβάλι / βγάζει παρά με ουρά ή βγάζει παράδες με ουρά / βγάζει τα κέρατά του / βγάζει τα μαλλιά της κεφαλής του / βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του / βγάζει της Παναγιάς τα μάτια / βγάζει τρελά λεφτά / βγάζει χοντρά λεφτά / βγάζει χοντρό χρήμα·
- βρόμικα χρήματα ή βρόμικο χρήμα, τα χρήματα που αποκτώνται παράνομα, ιδίως από πωλήσεις όπλων, ναρκωτικών, από εμπόριο λευκής σαρκός, από παροχή προστασίας ή και από τζόγο: «τα τελευταία χρόνια κυκλοφορεί πολύ βρόμικο χρήμα»·
- γλυκό χρήμα, βλ. συνηθέστ. γλυκά λεφτά·
- δε βαστώ χρήματα απάνω μου ή δε βαστώ απάνω μου χρήματα, βλ. φρ. δε βαστώ λεφτά απάνω μου, λ. λεφτά·
- δε βρίσκονται τα χρήματα στο δρόμο ή δε βρίσκονται στο δρόμο τα χρήματα, βλ. φρ. τα χρήματα δε βρίσκονται στο δρόμο·
- δεν κρατώ χρήματα απάνω μου ή δεν κρατώ απάνω μου χρήματα, βλ. φρ. δεν κρατώ λεφτά απάνω μου, λ. λεφτά·   
- είναι γλυκό το χρήμα, έκφραση με την οποία προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε την παράνομη ενέργεια κάποιου για την απόκτηση χρημάτων, μια και το χρήμα έχει ελκυστική δύναμη: «ήταν ταμίας στην τάδε τράπεζα κι έβαλε χέρι στο ταμείο, γιατί, βλέπεις, είναι γλυκό το χρήμα». Πολλές φορές, μετά το γλυκό, ακολουθεί το άτιμο·
- είναι υπεράνω χρημάτων, δεν ενδιαφέρεται για το χρήμα και, σε περίπτωση δημοσίων υπαλλήλων, δε δωροδοκείται, δε λαδώνεται, δε χρηματίζεται: «μην τον πλησιάσεις να σου τελειώσει τη δουλειά, γιατί είναι υπεράνω χρημάτων»·
- έπεσε ζεστό το χρήμα, καταβλήθηκε τοις μετρητοίς: «πούλησα ένα διαμέρισμα κι έπεσε ζεστό το χρήμα»·
- έπεσε πολύ χρήμα ή έπεσαν πολλά χρήματα, ξοδεύτηκαν ή επενδύθηκαν πολλά χρήματα: «έπεσε πολύ χρήμα, για να γίνει το Μέγαρο Μουσικής της Θεσσαλονίκης || έπεσαν πολλά χρήματα σ’ αυτή τη δουλειά, για να ορθοποδήσει»·
- έπηξε στο χρήμα, βλ. φρ. χέστηκε στο χρήμα·
- εύκολα χρήματα ή εύκολο χρήμα, τα χρήματα που αποκτήθηκαν χωρίς κόπο: «όποιος κερδίζει εύκολα χρήματα, τα ξοδεύει κι εύκολα, γιατί δεν τα πονάει»·
- έχει το χρήμα ή έχει χρήμα, έχει χρήματα, είναι πλούσιος: «όποιος έχει το χρήμα, κάνει ό,τι θέλει || απ’ το αυτοκίνητο που οδηγεί, καταλαβαίνεις πως έχει χρήμα ο άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: ε ρε και να ’χαμε, το χρήμα λέει να ’χαμε και τη μιζέρια μας να δεις πού θα τη γράφαμε
- έχει χρήμα με ουρά, έχει πάρα πολλά χρήματα, είναι πάρα πολύ πλούσιος: «πραγματοποιεί με άνεση κάθε του τρέλα, γιατί έχει χρήμα με ουρά». (Λαϊκό τραγούδι: στην κολόνα της Δ.Ε.Η., που θαμπά φωτάει, ένα πένθιμο χαρτί γράφει ότι πάει, πάει κι ο Νίκος, που ’χε χρήμα με ουρά,μα δε βόηθαγε κανέναν φουκαρά
- ζεστό χρήμα, τα μετρητά: «είδες εσύ ποτέ κανέναν να λέει όχι στο ζεστό χρήμα;»·
- κατέβαινε το χρήμα! βλ. φρ. κατέβαινε το παραδάκι! λ. παραδάκι·
- κόβω το χρήμα, (για κυβερνήσεις) το υποτιμώ: «υπάρχει μεγάλη αναταραχή στην αγορά, γιατί κυκλοφόρησαν κάτι φήμες πως η κυβέρνηση θα κόψει το χρήμα»·
- κόβω χρήμα, βλ. συνηθέστ. κόβω μονέδα, λ. μονέδα·
- κολυμπάει στο χρήμα, είναι υπερβολικά πλούσιος: «παντρεύτηκε μια γυναίκα που κολυμπάει στο χρήμα». (Λαϊκό τραγούδι: θα περνάω έξτρα πρίμα και θα κολυμπάω στο χρήμα). Παρομοίωση του πλήθους των χρημάτων με τη θάλασσα·  
- κυλιέται στο χρήμα, βλ. συνηθέστ. πλέει στο χρήμα·
- μάζεψε όλο το χρήμα, βλ. φρ. πήρε όλο το χρήμα·
- μαύρα χρήματα ή μαύρο χρήμα, τα χρήματα που αποκτώνται από διάφορες δραστηριότητες, νόμιμες ή παράνομες, για τα οποία δεν υπάρχουν επίσημα παραστατικά και για το λόγο αυτό δε δηλώνονται στην εφορία: «αν μου τελειώσεις πολύ γρήγορα τη δουλειά, θα σε πληρώσω τοις μετρητοίς και θα σου δώσω μαύρο χρήμα, χωρίς τιμολόγια και τέτοια»· βλ. και φρ. βρόμικα χρήματα·
- μένω από χρήματα, μου τελειώνουν τα χρήματα που έχω απάνω μου: «περίμενέ με μισό λεπτό να πεταχτώ μέχρι την τράπεζα, γιατί έμεινα από χρήματα και πρέπει να κάνω ορισμένες αγορές ακόμα»·
- μιλάει το χρήμα, συμπεριφέρεται με τη σιγουριά του πολύ πλούσιου ανθρώπου: «όπου και να πάει, υποκλίνονται μπροστά του, γιατί, βλέπεις, μιλάει το χρήμα»·
- να πέφτει το χρήμα! βλ. φρ. να πέφτει το παραδάκι! λ. παραδάκι·
- ξεπλένει βρόμικο χρήμα, έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί νόμιμους τρόπους για να εμφανίζει ως νόμιμα αποκτηθέντα τα χρήματα εκείνα που έχουν αποκτηθεί παράνομα, ιδίως από πωλήσεις όπλων, ναρκωτικών, από εμπόριο λευκής σαρκός, από παροχή προστασίας ή και από τζόγο: «όλοι τον έχουν στα όπα όπα μέσα στην πιάτσα, γιατί έχει τον τρόπο να ξεπλένει βρόμικο χρήμα»·
- ο χρόνος είναι χρήμα, βλ. λ. χρόνος·
- πέσε το χρήμα! βλ. φρ. πέσε το παραδάκι! λ. παραδάκι·
- πήρε όλο το χρήμα, α. (για χαρτοπαίγνιο) κέρδισε όλα τα χρήματα των παιχτών που έπαιζαν μαζί του: «έπαιζαν όλο το βράδυ κι ο τάδε πήρε όλο το χρήμα κι έφυγε». β. (γενικά) κέρδισε όλα τα χρήματα σε ένα συγκεκριμένο χώρο της αγοράς: «άνοιξε ένα γιγάντιο σούπερ μάρκετ και πήρε όλο το χρήμα της αγοράς»·
- πλαστικό χρήμα, οι πιστωτικές κάρτες: «όσο πιο πολύ πλαστικό χρήμα κυκλοφορεί, τόσο περισσότερη στενότητα χρήματος υπάρχει || πολλές οικογένειες έχουν μπερδευτεί με το πλαστικό χρήμα και πέφτουν έξω στον οικογενειακό προϋπολογισμό τους»·
- πλέει στο χρήμα, είναι υπερβολικά πλούσιος: «δεν μπορείς να του εναντιωθείς στο παραμικρό, γιατί πλέει στο χρήμα». Παρομοίωση του πλήθους των χρημάτων με τη θάλασσα·
- πλυντήριο χρημάτων ή πλυντήριο βρόμικων χρημάτων, βλ. λ.πλυντήριο·
- πνίγεται στο χρήμα, βλ. φρ. πλέει στο χρήμα·
- σηκώνω χρήματα, κάνω ανάληψη χρημάτων από τις καταθέσεις που έχω σε κάποια τράπεζα: «όποτε έχω άμεση ανάγκη χρημάτων, σηκώνω χρήματα απ’ τις καταθέσεις μου»·
- σήκωσε όλο το χρήμα, βλ. φρ. πήρε όλο το χρήμα·
- στενότητα χρήματος ή στενότητα χρημάτων, βλ. λ. στενότητα·
- τα χρήματα δε βρίσκονται στο δρόμο, α. απαιτούνται προσπάθειες και κόποι για να πλουτίσει κανείς: «όλα στη ζωή κατακτώνται με τη δουλειά, γιατί τα χρήματα δε βρίσκονται στο δρόμο». β. αρνητική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει δανεικά χρήματα: «θα μου δανείσεις χίλια ευρώ; -Τα χρήματα δε βρίσκονται στο δρόμο»·
- τα χρήματα δεν πέφτουν απ’ τον ουρανό, βλ. φρ. τα χρήματα δε βρίσκονται στο δρόμο·
- το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, βλ. λ. ξέπλυμα·
- το χρήμα αλλού ανοίγει τα στόματα κι αλλού τα κλείνει, όποιος έχει χρήματα, χρησιμοποιεί τους ανθρώπους ανάλογα με το συμφέρον του: «είναι πλούσιος και μην μπλεχτείς μαζί του σε δικαστικό αγώνα, γιατί το χρήμα αλλού ανοίγει τα στόματα κι αλλού τα κλείνει»·
- το χρήμα ανοίγει εύκολα τις πόρτες, βλ. φρ. το χρήμα ανοίγει όλες τις πόρτες·
- το χρήμα ανοίγει όλες τις πόρτες, με τα χρήματα υπερπηδούμε κάθε εμπόδιο, έχουμε παντού πρόσβαση: «όταν είσαι πλούσιος, δεν έχεις κανένα πρόβλημα, γιατί το χρήμα ανοίγει όλες τις πόρτες»·
- το χρήμα δε μυρίζει, δεν ενδιαφέρεται κανείς πώς αποκτήθηκε, αν κερδίσθηκε τίμια ή παράνομα: «όλοι μας θέλουμε να κάνουμε παρέα με πλούσιους ανθρώπους, γιατί το χρήμα δε μυρίζει»·
- το χρήμα είναι ακριβό, οι όροι δανεισμού του, ιδίως από τράπεζες, είναι δυσμενείς: «δεν αποφασίζεις εύκολα να μπλέξεις με την τράπεζα, γιατί το χρήμα είναι ακριβό»·
- το χρήμα είναι φτηνό, οι όροι δανεισμού του, ιδίως από τράπεζες, είναι ευνοϊκοί: «όταν το χρήμα είναι φτηνό, πιο εύκολα δανείζεται κανείς απ’ τις τράπεζες, για να κάνει επενδύσεις»·
- τοποθετώ τα χρήματά μου (κάπου), τα επενδύω: «απ’ όσα κερδίζω δεν ξοδεύω ευρώ, γιατί τοποθετώ τα χρήματά μου στην τάδε επιχείρηση»·
- τραβώ χρήματα (από κάποιον), του αποσπώ χρήματα: «έχει έναν πλούσιο φίλο και κάθε τόσο του τραβάει χρήματα για διάφορες ανάγκες του»·  
- τραβώ χρήματα (από την τράπεζα), κάνω ανάληψη, αποσύρω: «μην πας και τραβάς χρήματα με την παραμικρή δυσκολία, γιατί στο τέλος δε θα σου μείνει ευρώ στην τράπεζα»·
- τρελάθηκε στο χρήμα, κέρδισε πάρα πολλά χρήματα είτε από τη δουλειά του είτε από κάποιο τυχερό παιχνίδι: «έριξε ένα νέο είδος στην αγορά και τρελάθηκε στο χρήμα || ήταν ο μόνος εξάρης στο τζόκερ και τρελάθηκε στο χρήμα»·
- τρέχει το χρήμα, το έχει κάποιος άφθονο και το ξοδεύει απλόχερα: «ό,τι και να θελήσει, το αποκτάει αμέσως, γιατί τρέχει το χρήμα»·
- χέζεται στο χρήμα, είναι πολύ πλούσιος: «αυτός δεν έχει ανάγκη κανέναν, γιατί χέζεται στο χρήμα». Συνών. χέζεται στα λεφτά / χέζεται στο τάλιρο·
- χέστηκε στο χρήμα, κέρδιζε πολλά χρήματα, ιδίως από κάποια δουλειά: «καταπιάστηκε με εξαγωγές και χέστηκε στο χρήμα». Συνών. χέστηκε στα λεφτά / χέστηκε στο τάλιρο.

Χριστός

Χριστός, ο, [<μτγν. Χριστός], ο Χριστός· ως επιφών. Χριστός! λέγεται ευχετικά με την έννοια να επέμβει ο Χριστός για κάποιον, ιδίως για μωρό ή για μικρό παιδί, όταν στραβοκαταπίνει τη στιγμή που τρώει ή πίνει και του δημιουργείται πρόβλημα πνιγμού ή βήχα. Υποκορ. Χριστούλης, ο. (Χριστουγεννιάτικο τραγούδι: εγεννήθηκες χωρίς στρωματάκι, καλέ μας Χριστούλη, εγεννήθηκες χωρίς μια σκουφίτσα να φορείς). (Ακολουθούν 36 φρ.)·
- Ανάσταση Χριστέ μου! (Χριστούλη μου!), βλ. λ. Ανάσταση·
- αρχίζω τους Χριστούς και τις Παναγίες, βλ. συνηθέστ. αρχίζω τις Χριστοπαναγίες, λ. Χριστοπαναγία·
- βόηθα Χριστέ και Παναγιά! ή βοήθα Χριστέ και Παναγία! επίκληση στο Χριστό και την Παναγία για βοήθεια. (Λαϊκό τραγούδι: βοήθα, Χριστέ και Παναγιά, πάντοτε το στρατό μας, δώσε μεγάλη δύναμη, το δίκιο είν’ δικό μας
- γαμώ το Χριστό μου! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ατόμου: «γαμώ το Χριστό μου πάλι έκανα λάθος!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ· 
- γαμώ το Χριστό σου! ή σου γαμώ το Χριστό! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «κάτσε φρόνιμα, γαμώ το Χριστό σου, γιατί μ’ έχεις φέρει μέχρι δω απάνω και θα τις φας! || σου γαμώ το Χριστό αν ξαναμάθω πως είπες κάτι για μένα!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως πιο πάνω κλείνει πάλι με το γαμώ· βλ. και λ. γαμώ·
- δε διάβασα Χριστό, είμαι εντελώς αδιάβαστος, εντελώς αμελέτητος: «αν με σηκώσει σήμερα στο μάθημα ο καθηγητής, την πάτησα, γιατί δε διάβασα Χριστό»·
- δεν ακούει Χριστό, είναι θεόκουφος: «πρέπει να φωνάζεις δυνατά, όταν του μιλάς, γιατί δεν ακούει Χριστό»· βλ. και φρ. δεν καταλαβαίνει Χριστό·
- δεν καταλαβαίνει Χριστό, α. δεν αλλάζει τη γνώμη του, είναι ανένδοτος, αμετάπειστος: «απ’ τη στιγμή που σου είπε πως δε θα σου δώσει άδεια μην τον ενοχλείς άλλο, γιατί δεν καταλαβαίνει Χριστό». β. είναι αδιάφορος συναισθηματικά, σκληρός, ψυχρός: «μην πας στον τάδε να σε βοηθήσει, γιατί δεν καταλαβαίνει Χριστό». γ. δε δείχνει την παραμικρή διάθεση κατανόησης ή συνεννόησης: «τζάμπα θα χάσεις τα λόγια σου να συνεννοηθείς μαζί του, γιατί δεν καταλαβαίνει Χριστό». δ. δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό από όσα συμβαίνουν γύρω του, ιδίως κακά: «εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτός δεν καταλαβαίνει Χριστό». Συνών. δεν καταλαβαίνει γρυ / δεν καταλαβαίνει μία / δεν καταλαβαίνει τ’ άντερά του / δεν καταλαβαίνει τη μάνα του·
- είδα το Χριστό καμπόη, βλ. φρ. είδα το Χριστό φαντάρο·
- είδα το Χριστό φαντάρο, α. εντυπωσιάστηκα πάρα πολύ, ένιωσα πολύ μεγάλη έκπληξη, έμεινα άναυδος: «μόλις την είδα να φιλιέται με τον γκόμενό της μπροστά στα παιδιά της, είδα το Χριστό φαντάρο». (Τραγούδι: ένα βράδυ στο Πεκίνο με ποτίσαν από κείνο κι είδα το Χριστό φαντάρο και φοβήθηκα. Στην ομίχλη στην αιθάλη μ’ έναν ήλιο στο κεφάλι φάτσα φόρα με το χάρο κι αναστήθηκα). β. έπαθα ισχυρό κλονισμό από ξαφνικό χτύπημα ή από ανέλπιστη, από πρωτόγνωρη κατάσταση, ιδίως αρνητική: «μου ’ρθε μια πέτρα στο κεφάλι κι είδα το Χριστό φαντάρο || μόλις μου άνοιξε την πόρτα είδα το Χριστό φαντάρο, γιατί η τύπισσα ήταν εντελώς γυμνή»·
- έλα Χριστέ και Κύριε! ή έλα Χριστέ και Παναγία! ή έλα Χριστέ και Παναγιά μου! ή έλα Χριστέ και Παναγίτσα μου! ή έλα Χριστέ κι Απόστολε! ή έλα Χριστέ μου! ή Χριστέ μου! ή Χριστέ και Κύριε! ή Χριστέ και Παναγία! ή Χριστέ και Παναγιά μου! ή Χριστέ κι Απόστολε! ή Χριστός και Παναγία! ή Χριστός κι Απόστολος! επιφωνηματική έκφραση, που ανάλογα με το ύφος και τον τόνο της φωνής που λέγεται, δηλώνει έκπληξη, ειρωνεία, δυσαρέσκεια ή αποδοκιμασία. Πολλές φορές, η φρ. συνοδεύεται με ταυτόχρονο σταυροκόπημα. (Λαϊκό τραγούδι: συννεφιασμένη Κυριακή μοιάζεις με την καρδιά μου, που έχει πάντα συννεφιά, Χριστέ και Παναγιά μου
- θέλοντας του βλάχου και μη θέλοντας του ζωγράφου, φόρεσες κι εσύ Χριστέ μου κόκκινα τσαρούχια, βλ. λ. βλάχος·
- Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά ή Ιησούς Χριστός νικάει κι όλα τα κακά σκορπάει, είδος εξορκισμού για να αποτρέψουμε κάποιο κακό που μας απειλεί. Συνήθως επαναλαμβάνεται τρεις φορές με παράλληλο σταυροκόπημα, ενώ παρατηρείται και τριπλό φτύσιμο στον κόρφο ή στον αέρα·
- Ιησούς Χριστός περνά κι όλα τα κακά σκορπά ή Ιησούς Χριστός περνάει κι όλα τα κακά σκορπάει, βλ. φρ. Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά·
- κατεβάζω Χριστούς και Παναγίες, βλ. συνηθέστ. κατεβάζω Χριστοπαναγίες, λ. Χριστοπαναγία. (Λαϊκό τραγούδι: και ξετρελαίνομαι, γιατί ξεχνώ τις δυστυχίες και κατεβάζω αυθωρεί Χριστούς και Παναγίες!)·
- μα το Χριστό! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε: «μα το Χριστό, τα πράγματα έγιναν έτσι ακριβώς όπως σου τα λέω!». Πολλές φορές, συνοδεύεται και από σταυροκόπημα. Συνήθως ο όρκος δίνεται ύστερα από απαίτηση του συνομιλητή μας με το ορκίσου(!)·
- μου βγαίνει ο Χριστός, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο Χριστός κάθε μέρα στις οικοδομές που δουλεύω»·
- μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα, καταβασανίζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα κάθε μέρα, για να τα φέρω βόλτα»·
- να με κάψει ο Χριστός! βλ. συνηθέστ. μα το Χριστό(!)· βλ. και φρ. να με κάψει ο Θεός! λ. Θεός·
- ο Χριστός κι η Παναγία! έκφραση απορίας, έκπληξης, θαυμασμού, φόβου ή τρόμου: «ο Χριστός κι η Παναγία, γίνονται τέτοια πράγματα στις μέρες μας!»·   
- οι μετά Χριστόν προφήτες, βλ. λ. προφήτης·
- όλοι οι μετά Χριστόν προφήτες γάιδαροι, βλ. λ. προφήτης·
- περνώ του Χριστού τα πάθη, βλ. φρ. τραβώ του Χριστού τα πάθη·
- προ Χριστού, λέγεται για κάτι που είναι πάρα πολύ παλαιό: «έχει κι αυτός ένα αυτοκίνητο προ Χριστού και νομίζει πως κάτι έχει!»·
- ρίχνω Χριστούς και Παναγίες, βλ. συνηθέστ. ρίχνω Χριστοπαναγίες, λ. Χριστοπαναγία·
- τα λεφτά σταύρωσαν το Χριστό, βλ. λ. λεφτά·
- τον έκανα Χριστό, τον θερμοπαρακάλεσα: «τον έκανα Χριστό ν’ αποσύρει τη μήνυσή του, αλλά αυτός ήταν ανένδοτος || για να με βοηθήσει τον έκανα Χριστό»·
- του βγάζω το Χριστό, τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ, τον τυραννώ: «κάθε φορά που τον βλέπω, του βγάζω το Χριστό στα καψόνια»·
- του βγάζω το Χριστό ανάποδα, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ, τον κατατυραννώ: «επειδή δεν τον χωνεύω καθόλου, κάθε φορά που τον συναντώ, του βγάζω το Χριστό ανάποδα»·
- του βγάζω το Χριστό στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·   
- του γαμώ το Χριστό, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «διέδωσε μπροστά στον κόσμο πως ήταν καταχραστής και του γάμησε το Χριστό». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «του γάμησε το Χριστό πατέρας του όταν έμαθε πως την έκανα κοπάνα απ’ τη δουλειά || κάποια στιγμή αρπάχτηκαν στα χέρια και του γάμησε το Χριστό ο δικός σου». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ· 
- του ’δωσαν τα χρόνια του Χριστού ή του ’δωσαν του Χριστού τα χρόνια, (στη γλώσσα της αργκό) τον καταδίκασαν σε πολύ βαριά ποινή, τον καταδίκασαν ισόβια: «ήταν πολύ βαρύ το παράπτωμά του και στη δίκη που επακολούθησε του ’δωσαν τα χρόνια του Χριστού»·
- τραβώ του Χριστού τα πάθη, υποφέρω πάρα πολύ, τραβώ τα πάνδεινα: «τράβηξα του Χριστού τα πάθη, μέχρι να σπουδάσω τα παιδιά μου». Αναφορά στο μαρτύριο του Γολγοθά·
- Χριστέ βόηθα! ή Χριστέ βοήθα! ή βόηθα Χριστέ μου! ή βοήθα Χριστέ μου! ή Χριστέ και Παναγιά! επίκληση για βοήθεια από το Χριστό: «Χριστέ, βόηθα, γιατί δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα! || βόηθα, Χριστέ μου, να γίνει καλά το παιδί!». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρισε πάλι ο ουρανός, ανάψανε τα σύννεφα, Χριστέ και Παναγιά, αχ! Τι μεγάλο κακό με περιμένει, τι μεγάλη συμφορά! Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν. Συνών. Βαγγελίστρα βόηθα! ή Βαγγελίστρα βοήθα! ή βόηθα Βαγγελίστρα μου! ή βοήθα Βαγγελίστρα μου! / Θεέ μου βόηθα! ή Θεέ μου βοήθα! ή βόηθα Θεέ μου! ή βοήθα Θεέ μου! / Παναγιά βόηθα! ή Παναγία βοήθα! ή βόηθα Παναγιά μου! ή βοήθα Παναγιά μου(!)·
- Χριστέ μου! έκφραση απορίας, έκπληξης, θαυμασμού, φόβου, τρόμου ή παράκλησης: «Χριστέ μου, τόσο βλάκας είμαι! || μα ήταν δυνατό να περάσω τόσο όμορφα, Χριστέ μου! || Χριστέ μου, ένας παίδαρος! || Χριστέ μου, θα σκοτωθούμε! || Χριστέ μου, δείξε μου πώς θα ξεπεράσω τις δυσκολίες μου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το πω πω. Συνών. Βαγγελίστρα μου! / Θεέ μου! / Θεέ μου Μεγαλοδύναμε! / Παναγία μου! ή Παναγιά μου(!)·  
- Χριστέ μου φύλαγε! επίκληση στο Χριστό για προστασία: «Χριστέ μου φύλαγε τον κόσμο από κάθε κακό!». Συνών. Θεέ μου φύλαγε! / Παναγιά μου φύλαγε! ή Παναγία μου φύλαγε!

χρονοντούλαπο

χρονοντούλαπο, το, ουσ. [<χρόνος + ντουλάπι],  δηλώνει το παρελθόν, τη λήθη: «έχει ξεθάψει απ’ το χρονοντούλαπο τα παλιά ερωτικά γράμματα και αναπολεί τα νιάτα του»·
- βάζω στο χρονοντούλαπο (κάτι) ή βάζω στο χρονοντούλαπο της ιστορίας (κάτι), παραμερίζω, αχρηστεύω, ξεχνώ κάτι, βάζω στο αρχείο κάτι: «ο ανακριτής έβαλε την υπόθεση στο χρονοντούλαπο || ο δημοκρατικός λαός έβαλε με την ψήφο του τη βασιλεία στο χρονοντούλαπο της ιστορίας». Υπήρξε η αγαπημένη προεκλογική φρ. του Ανδρέα Παπανδρέου·
- βγάζω απ’ το χρονοντούλαπο (κάτι) ή βγάζω απ’ το χρονοντούλαπο της ιστορίας (κάτι), ξαναφέρνω στην επικαιρότητα, ξαναφέρνω σε χρήση κάτι: «ο ανακριτής έβγαλε απ’ το χρονοντούλαπο την υπόθεση, γιατί παρουσιάστηκαν νέα στοιχεία || η κυβέρνηση έβγαλε απ’ το χρονοντούλαπο της ιστορίας έναν μεταξικό νόμο περί απαλλοτριώσεων, για να περάσει το νομοσχέδιο στη Βουλή».  

χρυσή

χρυσή, η, ουσ. [θηλ. του επιθ. χρυσός], πάθηση του συκωτιού, ο ίκτερος·
- βγάζω τη χρυσή, α. στενοχωριέμαι πάρα πολύ: «δε θα βγάζω τη χρυσή εγώ, επειδή εσύ θέλεις να κάνεις του κεφαλιού σου». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τη λαχτάρα μου θα βγάλω τη χρυσή, θέλω να λείπει η αγάπη σου κι εσύ). β. θυμώνω πάρα πολύ: «βγάζει τη χρυσή, όταν του πάει κανείς κόντρα». γ. φοβάμαι πάρα πολύ: «έβγαλα τη χρυσή, μόλις ο άλλος τράβηξε μαχαίρι κι όρμησε εναντίον μου»·
- βγάζω τη χρυσή απ’ το κακό μου, στενοχωριέμαι, ζηλεύω πάρα πολύ, ιδίως από τις επιτυχίες κάποιου: «έχουμε από μικρά παιδιά ανταγωνισμό μεταξύ μας κι όταν έμαθα πως είχε μεγαλύτερη βαθμολογία από μένα, έβγαλα τη χρυσή απ’ το κακό μου».

ψάρι

ψάρι, το, ουσ. [<μσν. ψάρι(ν) <μτγν. ὀψάριον, υποκορ. του ουσ. ὄψον (= προσφάγι)], το ψάρι. 1. (ειρωνικά), άνθρωπος που δεν ανοίγει συχνά το στόμα του για να μιλήσει: «μην κάθεσαι σαν ψάρι, ρε παιδάκι μου, πες μας κι εσύ τη γνώμη σου!». 2. (ειρωνικά) αυτός που είναι κακός τραγουδιστής: «με πιάνουν τα νεύρα, όταν ακούω αυτό το ψάρι να τραγουδάει». 3. άνθρωπος εύπιστος, αφελής, που πέφτει εύκολα στις παγίδες που του στήνουν οι άλλοι: «να ’σαι από κοντά του να τον συμβουλεύεις, γιατί είναι ψάρι ο μικρός και θα τον ξεγελάσουν». Από την εικόνα του ψαριού που πιάνεται στο αγκίστρι. 4. άνθρωπος που σαστίζει εύκολα, που με το παραμικρό χάνει το θάρρος του, δειλιάζει: «λίγο να κάνεις πως τον αγριεύεις, είναι τέτοιο ψάρι που δεν ξέρει πώς να αντιδράσει!». Από την εικόνα των ψαριών που με το παραμικρό χτύπημα στη θάλασσα εξαφανίζονται αμέσως. 5. (ειρωνικά στη γλώσσα του στρατού) ο νεοσύλλεκτος: «έλα δω, ρε ψάρι, γιατί δε χαιρετάς τον ανώτερό σου;». 6. στον πλ. τα ψάρια, (στη γλώσσα του στρατού), το σύνολο των νεοσυλλέκτων: «την άλλη βδομάδα θα γεμίσει το κέντρο εκπαιδεύσεως με ψάρια». Τέλος, όποιος δει ψάρια στον ύπνο του, σύμφωνα με την ερμηνευτική των ονείρων, θα περάσει κάποια μεγάλη λαχτάρα. Υποκορ. ψαράκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. ψαρούκλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 45 φρ.)·
- άλλο ψάρια κι άλλο μακαρόνια, βλ. λ. μακαρόνι·
- αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια, βλ. λ. πόδι·
- αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια, βλ. λ. κώλος·
- αν δε ρίξεις την πετονιά, δεν πιάνεις ψάρι, βλ. λ. πετονιά·
- βαφτίζει το κρέας ψάρι, προβάλλει κάθε δικαιολογία προκειμένου να πετύχει το σκοπό του: «προκειμένου να πετύχει αυτό που θέλει, δεν έχει κανένα πρόβλημα να βαφτίζει το κρέας ψάρι». Λέγεται ότι κάτι τέτοιο έκαναν οι καθολικοί μοναχοί κατά το Μεσαίωνα, προκειμένου να σπάσουν την αποχή τους από τη νηστεία του κρέατος. Συνών. ο καλόγηρος είπε το ψάρι φακή και το ’φαγε Σαρακοστή·
- βρόμικα ψάρια, καλά παζάρια, λέγεται στην περίπτωση που διαθέτουμε κακό εμπόρευμα και έχουμε το φόβο πως δε θα το πουλήσουμε, αλλά, λόγω έλλειψης του εμπορεύματος αυτού από τη λαϊκή αγορά, από το παζάρι, το μοσχοπουλάμε: «είχα πράμα δεύτερης και τρίτης διαλογής κι είχα την αγωνία μη μου μείνει, αλλά, επειδή δεν πρόσφερε άλλος αυτό το είδος στη λαϊκή, αποδείχτηκε περίτρανα το βρόμικα ψάρια, καλά παζάρια κι έτσι, τα κονόμησα»·
- γλιστράει σαν ψάρι ή γλιστράει σαν το ψάρι, αποφεύγει με επιδεξιότητα διάφορους κινδύνους ή ανεπιθύμητες καταστάσεις: «ούτε κι η αστυνομία μπορεί να τον πιάσει, γιατί γλιστράει σαν ψάρι || θέλησαν να τον κουκουλώσουν με μια πιτσιρίκα, αλλά γλίστρησε σαν το ψάρι»·
- είμαι σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, είμαι έξω από το γνωστό περιβάλλον και ενεργώ αμήχανα, απερίσκεπτα ή φοβισμένα, επειδή αντιμετωπίζω συνθήκες που δεν τις έχω συνηθίσει: «όταν βρίσκομαι στ’ αριστοκρατικά σαλόνια είμαι σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, γιατί εγώ είμαι λαϊκός άνθρωπος»·
- είμαι σαν το ψάρι στη στεριά, βλ. φρ. είμαι σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό·
- είναι βουβός σαν ψάρι, δεν ανοίγει το στόμα του να μιλήσει, μένει εντελώς σιωπηλός: «κάθε φορά που τον παίρνω μαζί μου, είναι βουβός σαν ψάρι»·
- είναι (μεγάλο) ψάρι, είναι (πολύ) εύπιστος, (πολύ) αφελής και πέφτει (πολύ) εύκολα στις παγίδες που του στήνουν οι άλλοι: «πρόσεχέ τον καλά να μην του φάνε τα λεφτά, γιατί είναι μεγάλο ψάρι»·
- είναι σαν το ψάρι στη θάλασσα, βρίσκεται ακριβώς στο περιβάλλον που γνωρίζει καλάι ή που του ταιριάζει απόλυτα: «άφησέ τον μοναχό του και μη νοιάζεσαι καθόλου, γιατί όταν διοργανώνει χορούς είναι σαν το ψάρι στη θάλασσα»·
- είναι ψάρι χωρίς κόκαλο, λέγεται για υποψήφιο γαμπρό ο οποίος είναι πετυχημένος, χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις (γονείς που δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν, αδελφή ελεύθερη ή άλλες οικονομικές υποχρεώσεις) και για το λόγο αυτό περιζήτητος: «είναι πολύ χαρούμενος, γιατί τα ’φτιαξε η κόρη του μ’ έναν άντρα που είναι ψάρι δίχως κόκαλο». Από το ότι το ψάρι που δεν έχει κόκαλα προτιμάται από τα άλλα, γιατί, εκτός από την ευκολία με την οποία τρώγεται είναι και πολύ νόστιμο (γλώσσα, λαβράκι κ. ά.)·
- έχει πολλά ψάρια η θάλασσα, βλ. συνηθέστ. είναι κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, λ. πορτοκαλιά·
- κάθεται βουβός σαν ψάρι, βλ. φρ. είναι βουβός σαν ψάρι·
- κολυμπάει σαν ψάρι ή κολυμπάει σαν το ψάρι, είναι δεινός κολυμβητής: «είναι άπιαστος μέσα στη θάλασσα, γιατί κολυμπάει σαν το ψάρι»· 
- λέει το βόδι ψάρι, βλ. λ. βόδι·
- μένει βουβός σαν ψάρι, βλ. φρ. είναι βουβός σαν ψάρι·
- μου τηγάνισε το ψάρι στα χείλη, βλ. συνηθέστ. μου ’ψησε το ψάρι στα χείλη·
- μου ’ψησε το ψάρι στα χείλη ή μου ’χει ψήσει το ψάρι στα χείλη ή μου ’χει ψημένο το ψάρι στα χείλη, με καταβασάνισε, με καταταλαιπώρησε, με έκανε να μαρτυρήσω: «μου ’ψησε το ψάρι στα χείλη, μέχρι να μου επιστρέψει τα λεφτά που του ’χα δανείσει». (Λαϊκό τραγούδι: μην παραπονιέσαι πως δεν σε κοιτάζει κι ότι τώρα πλέον σε παραμελεί, ξέρεις πως στα χείλη ψάρι του ’χεις ψήσει, έχει δίκιο το παιδί // μου ’χεις ψημένο το ψάρι στα χείλη καιρό πολύ καιρό, πρέπει να φύγω, μα μένω κοντά σου, γιατί σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ
- να δούμε τι ψάρια θα πιάσουμε, λέγεται στην περίπτωση που ξεκινάμε κάποια προσπάθειά μας, κι έχει την έννοια να δούμε τι θα καταφέρουμε, τι θα πετύχουμε: «εγώ θα την ξεκινήσω τη δουλειά, αλλά να δούμε τι ψάρια θα πιάσουμε || θα δώσω εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, αλλά να δούμε τι ψάρια θα πιάσουμε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- να δούμε τι ψάρια πιάσαμε, λέγεται στην περίπτωση που τελειώσαμε κάποια προσπάθειά μας, κι έχει την έννοια να δούμε τι καταφέραμε, τι πετύχαμε, τι κέρδος αποκομίσαμε: «τώρα που τέλειωσε η δουλειά, να δούμε τι ψάρια πιάσαμε || τώρα που θα βγουν τ’ αποτελέσματα των εξετάσεων, να δούμε τι ψάρια πιάσαμε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- νιώθω σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, βλ. φρ. είμαι σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό·
- νιώθω σαν το ψάρι στη στεριά, βλ. φρ. είμαι σαν το ψάρι στη στεριά·
- ξεγλιστράει σαν ψάρι ή ξεγλιστράει σαν το ψάρι, βλ. φρ. γλιστράει σαν ψάρι·
- ο καλόγηρος είπε το ψάρι φακή και το ’φαγε Σαρακοστή, βλ. λ. καλόγηρος·
- ο μουσαφίρης και το ψάρι, την τρίτη μέρα βρομάνε, βλ. λ. μουσαφίρης·
- όσοι μήνες δεν έχουν ρω, ψάρι δε βγαίνει στο γιαλό, βλ. λ. μήνας·
- πιάνω μεγάλο ψάρι, μου τυχαίνει πολύ ωφέλιμη, πολύ κερδοφόρα περίπτωση, είμαι πολύ τυχερός: «έπιασε μεγάλο ψάρι ο κερατούκλης, γιατί ήταν ο μοναδικός νικητής στο τζόκερ»· βλ. και φρ. πιάνω λαβράκι, λ. λαβράκι·
- πουτάνα θάλασσα που σε γαμάν τα ψάρια, βλ. λ. πουτάνα·
- σπαρταρώ σαν ψάρι ή σπαρταρώ σαν το ψάρι, α. φοβάμαι πάρα πολύ, τρέμω από το φόβο μου: «κάθε φορά που περνώ βράδυ έξω από νεκροταφείο, σπαρταρώ σαν το ψάρι». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν είναι μάγκας τι μ’ αυτό εγώ τον αγαπάω κι όταν μου λείψει μια βραδιά σαν ψάρι σπαρταράω). β. νιώθω πολύ έντονο πόνο, συσπώμαι, υποφέρω πολύ από τον πόνο: «έπιασα το δάχτυλό μου στην πόρτα και για μισή ώρα σπαρταρούσα σαν το ψάρι». (Λαϊκό τραγούδι: μάνα μου βήχω και πονώ και σπαρταρώ σαν ψάρι, κάποια βραδιά στην κλίνη μου ο χάρος θα με πάρει). γ. συσπώμαι ολόκληρος από ηδονή: «όταν άρχισα να τη χαϊδεύω στα ευαίσθητα σημεία της, άρχισε να σπαρταρά σαν ψάρι»·
- στέκεται βουβός σαν ψάρι, βλ. φρ. είναι βουβός σαν ψάρι·  
- τα ψάρια έβγαλαν φτερά, είναι πανάκριβα: «πηγαίνω κάθε τόσο στην ψαραγορά, αλλά φεύγω μ’ άδεια χέρια, γιατί τα ψάρια έβγαλαν φτερά»·
- ταΐζει τα ψάρια, (ειρωνικά) λέγεται για άτομο που ψαρεύει με καθετή και όλο χάνει το δόλωμα από το αγκίστρι του, γιατί του το τρώνε τα ψάρια: «μην τον πιστεύεις, όταν σου λέει πως πιάνει ψαρούκλες, γιατί, κάθε φορά που πάει για ψάρεμα, ταΐζει τα ψάρια»· βλ. και φρ. τάισε τα ψάρια·
- τάισε τα ψάρια, (ειρωνικά) πνίγηκε: «ήθελε να μας κάνει το μεγάλο κολυμβητή και τάισε τα ψάρια»· βλ. και φρ. ταΐζει τα ψάρια·
- της θάλασσας τα ψάρια δεν μπαίνουν μόνα τους στον νταβά, βλ. λ. νταβάς1·
- τι ψάρια έπιασες; ή τι ψάρια έχεις πιάσει; τι κατάφερες; τι πέτυχες; ποιο είναι το αποτέλεσμα των προσπαθειών σου(;): «παραδέχομαι πως κουράστηκες στη ζωή σου, αλλά τι ψάρια έπιασες;»·
- το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό, το δίκαιο του ισχυρότερου είναι κανόνας της ζωής: «από απαρχής κόσμου και σ’ όλες τις κοινωνίες το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό»·
- το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που από κάποια δουλειά ή ενέργειά του υπολογίζει πολύ πρόωρα είτε κάποια οφέλη είτε πως θα του συμβεί κάποιο κακό: «περίμενε πρώτα να δούμε πώς θα πάει η δουλειά κι ύστερα θα σκεφτούμε τι θα κάνουμε τα κέρδη μας, γιατί το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα είναι μόνο για τους ανόητους || δεν πηγαίνω ορειβασία, γιατί θα σκοτωθώ. -Αμάν, ρε παιδάκι μου, το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα κι εσύ  σκοτώθηκες κιόλας;». Συνών. ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε ή ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε / το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε / προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά·
- το ψάρι βρομάει απ’ το κεφάλι, η διαφθορά και η ανηθικότητα ξεκινάει από τα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, από τους ηγέτες, από την εξουσία: «μην ψάχνεις ανάμεσα στον κοσμάκη να βρεις ενόχους και καταχραστές, γιατί το ψάρι βρομάει απ’ το κεφάλι»·
- το ψάρι μυρίζει απ’ το κεφάλι, βλ. φρ. το ψάρι βρομάει απ’ το κεφάλι·
- τρέμει σαν ψάρι ή τρέμει σαν το ψάρι, α. είναι πολύ δειλός, πολύ φοβητσιάρης: «όσο και να του βρίζεις τη μάνα του, δε λέει να μαλώσει, γιατί τρέμει σαν το ψάρι ο φουκαράς». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν μασάει σίδερα και κάνει το λιοντάρι,στο τσαρδί τουο Κουταλιανός τρέμει σαν το ψάρι στην κυρά του μπρος, αχ, πώς τη φοβάται ο φτωχός Κουταλιανός). β. κρυώνει πάρα πολύ: «είναι άνθρωπος που δεν το αντέχει το κρύο, γι’ αυτό το χειμώνα τρέμει σαν το ψάρι». Συνών. τρέμει σαν καλάμι ή τρέμει σαν το καλάμι / τρέμει σαν φύλλο ή τρέμει σαν το φύλλο / τρέμει σαν φτερό ή τρέμει σαν το φτερό·
- τσίμπησε το ψάρι, λέγεται για αφελή, για εύπιστο άτομο, που έπεσε στην παγίδα που του στήσαμε: «του παρουσίασε με τόσο όμορφο τρόπο τα πράγματα, που τσίμπησε το ψάρι και του ’φαγε τα λεφτά»· βλ. και φρ. τσίμπησε το μελανούρι, λ. μελανούρι·
- φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο, βλ. λ. μάτι·
- χωρίς δόλωμα ψάρι δεν πιάνεται, βλ. λ. δόλωμα.

ψεύτης

ψεύτης κ. ψεύτρης, ο, θηλ. ψεύτρα κ. ψευτρού, η, ουσ. [<μσν. ψεύτης <αρχ. ψεύστης], ο ψεύτης· αυτός που παραποιεί την αλήθεια, συνήθως για ιδιοτελείς σκοπούς και, κατ’ επέκταση, ο απατεώνας, ο κατεργάρης: «να τον προσέχεις, γιατί είναι μεγάλος ψεύτης και δεν ξέρεις πότε θα σου τη φέρει». Υποκορ. ψευτάκος κ. ψευταράκος κ. ψευτράκος, ο (βλ. λ.). Μεγεθ. ψευταράς κ. ψεύταρος, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- βγαίνω ψεύτης, διαψεύστηκαν οι προβλέψεις ή οι εκτιμήσεις μου, διαψεύδομαι από την εξέλιξη των γεγονότων: «πίστευα πως θα γίνονταν μεγάλες φασαρίες, αλλά ευτυχώς τα γεγονότα μ’ έβγαλαν ψεύτη κι όλα πήγαν κατ’ ευχήν || ήμουν σίγουρος πως τα πάντα θα εξελίσσονταν ομαλά, όμως δυστυχώς βγήκα ψεύτης, γιατί σημειώθηκαν διάφορα έκτροπα»·
- και βγάλε με για ψεύτη ή και βγάλε με και ψεύτη ή και βγάλε με ψεύτη, λέγεται στην περίπτωση που δεν μπορεί κάποιος να μας διαψεύσει: «ήσουν μόνος μεσ’ στο μαγαζί, όταν πετάχτηκα για λίγο έξω, κι όταν είχε επιστρέψει μετά από λίγο έλειπαν τα λεφτά απ’ το ταμείο και βγάλε με και ψεύτη». (Λαϊκό τραγούδι: μοβόρο μη με ξαναπείς και την αλήθεια αν θες να δεις, κοιτάξου στον καθρέφτη και βγάλε με για ψεύτη
- κάτω οι ψεύτες! απειλητική έκφραση, που ακούμε συνήθως να απευθύνεται σε πολιτικούς·
- κόσμε ψεύτη, χάρο κλέφτη, βλ. λ. κόσμος·
- με βγάζει ψεύτη, α. εμφανίζει με τέτοιο τρόπο τα λεγόμενά μου, ώστε να φαίνεται πως λέω ψέματα: «ό,τι λέω, αυτός το μεταφέρει πάντα αλλιώς, γιατί θέλει να με βγάζει ψεύτη». β. με διαψεύδει: «ό,τι κι αν λέω, με βγάζει ψεύτη, γιατί ισχυρίζεται πως τα πράγματα έγιναν αλλιώς»·
- ο Θεός να με βγάλει ψεύτη! βλ. λ. Θεός·
- ο ψεύτης δεν πιστεύεται κι όταν αλήθεια λέει, αυτός που συνήθως λέει ψέματα, ακόμη και στην περίπτωση που λέει την αλήθεια, δε γίνεται πιστευτός: «αυτός ο ψεύταρος, μια φορά ευδόκησε να μας πει αλήθεια, αλλά, ποιος να τον πιστέψει, γιατί, ο ψεύτης δεν πιστεύεται κι όταν αλήθεια λέει»·
- ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται, αποκαλύπτονται σύντομα και υφίστανται τις συνέπειες·
- ρώτα και το θείο μου τον ψεύτη, (ειρωνικά) λέγεται στην περίπτωση που κάποιος επικαλείται τη μαρτυρία αναξιόπιστου ατόμου, για να επαληθεύσει τα όσα μας λέει: «αν θέλεις να σιγουρευτείς, μπορεί να στο διαβεβαιώσει κι ο τάδε. -Ρώτα και το θείο μου τον ψεύτη». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα·
- ρώτα και τον αδερφό μου τον ψεύτη, βλ. φρ. ρώτα και το θείο μου τον ψεύτη·
- ρώτα και τον μπάρμπα μου τον ψεύτη, βλ. φρ. ρώτα και το θείο μου τον ψεύτη·
- τον βγάζω ψεύτη, εμφανίζω με τέτοιο τρόπο τα λεγόμενά του, ώστε να φαίνεται πως λέει ψέματα, τον διαψεύδω: «αν σου είπε πως τα πράγματα έγιναν με αυτόν τον τρόπο, τότε τον βγάζω ψεύτη, γιατί έγιναν εντελώς διαφορετικά».

ψυχή

ψυχή, η, ουσ. [<αρχ. ψυχή], η ψυχή. 1. ο άνθρωπος ως μονάδα: «στο χωριό είχαν μείνει όλο κι όλο εκατό ψυχές». (Λαϊκό τραγούδι: αγάπησα κι εγώ μία ψυχή, μα ο τζόγος δε μας άφησε να ’ρθουμε σ’ επαφή).2. η πεταλούδα: «πάνω στο λουλούδι πήγε και κάθισε μια πολύχρωμη ψυχή». Υποκορ. ψυχίτσα κ. ψυχούλα, η (βλ. λ.). Μεγεθ. ψυχάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 157 φρ.)·
- άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου! βλ. λ. άβυσσος·
- αδερφές ψυχές, βλ. λ.αδερφή·
- αναστέναξε η ψυχή μου, βλ. συνηθέστ. αναστέναξε η καρδιά μου, λ. καρδιά·
- άνθρωπος της ψυχής, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγει η ψυχή μου, βλ. φρ. ανοίγει η καρδιά μου, λ. καρδιά·
- άντεξε ψυχή μου! βλ. φρ. άντεξε καρδιά μου! λ. καρδιά·
- αντέχει η ψυχή σου; βλ. φρ. βαστά η καρδιά σου; λ. καρδιά·
- αντέχει η ψυχή σου να…; βλ. φρ. βαστά η καρδιά σου να…; λ. καρδιά·
- απ’ τα βάθη της ψυχής μου ή απ’ το βάθος της ψυχής μου, με θέρμη, με απόλυτη ειλικρίνεια: «σου εύχομαι απ’ τα βάθη της ψυχής μου να πετύχεις»·
- βάζω την ψυχή μου (σε κάτι), ασχολούμαι με πολύ όρεξη, με μεγάλο μεράκι με αυτό που κάνω: «έβαλα την ψυχή μου σ’ αυτό το λεξικό || με ό,τι κι αν ασχοληθεί αυτός ο άνθρωπος, βάζει την ψυχή του»·
- βάζω ψυχή (σε κάτι), βλ. φρ. δίνω ψυχή σε κάτι. (Λαϊκό τραγούδι: μη βασανίζεσαι μ’ αυτά που λένε, όλα είναι, μάνα μου, ψιλή βροχή, εσύ κάνε όνειρα όσα σε καίνε κι εγώ ξοπίσω τους βάζω ψυχή
- βαραίνει η ψυχή μου, βλ. λ. βαραίνει η καρδιά μου, λ. καρδιά·
- βάστα ψυχή μου! βλ. φρ. βάστα καρδιά μου! λ. καρδιά·
- βαστά η ψυχή σου; βλ. φρ. βαστά η καρδιά σου; λ. καρδιά·
- βαστά η ψυχή σου να…; βλ. φρ. βαστά η καρδιά σου να…; βλ. λ. καρδιά·
- βγήκε η ψυχή του, ξεψύχησε, πέθανε: «βγήκε η ψυχή του ένα ήρεμο βράδυ του χειμώνα». (Λαϊκό τραγούδι: δε με πόνεσε κανείς ούτε στιγμή μεσ’ στη ζωή μου, μέσ’ στους δρόμους ξαφνικά κάποιο πρωί θα βγει η ψυχή μου
- γέλασα με την ψυχή μου, γέλασα πάρα πολύ, ξεκαρδίστηκα: «ήταν τόσο πετυχημένο τ’ ανέκδοτο που είπε, που γέλασα με την ψυχή μου»·
- για την ψυχή του, για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του: «κάνει διάφορες ελεημοσύνες για την ψυχή του»·
- για την ψυχή του πατέρα μου! (του μπαμπά μου!), έκφραση με την οποία αρνούμαστε να δώσουμε ή να κάνουμε κάτι σε κάποιο άτομο δωρεάν, με την έννοια γιατί δωρεάν, μήπως για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του πατέρα μου που είναι πεθαμένος! Αναφέρεται και για τη μάνα·
- για την ψυχή του πατέρα μου (του μπαμπά μου), λέγεται στην περίπτωση που δίνουμε ή κάνουμε κάτι για κάποιον ή για κάποιο κοινό σκοπό, με την ελπίδα πως θα συγχωρεθούν οι αμαρτίες του πεθαμένου πατέρα μου. Αναφέρεται και για τη μάνα·
- δε βαστά η ψυχή μου, δεν μπορώ να υπομένω άλλο, δεν αντέχω: «δε βαστά η ψυχή μου άλλα βάσανα»·
- δε βαστά η ψυχή μου να…, βλ. φρ. δεν το βαστά η ψυχή μου να(…)·
- δε θα πάρει ψυχή, βλ. φρ. ψυχή θα πάρει(!)·
- δε μου κάνει ψυχή να…, βλ. συνηθέστ. δε μου κάνει καρδιά να…, λ. καρδιά·
- δε φαίνεται ψυχή, δε φαίνεται ούτε ένας άνθρωπος: «άδεια η πλατεία και δε φαίνεται ψυχή μ’ αυτό το κρύο»·
- δε φαίνεται ψυχή ζώσα, επιτείνει την παραπάνω έννοια·
- δεν αντέχει η ψυχή μου, βλ. φρ. δε βαστά η ψυχή μου·
- δεν έχει ψυχή μέσα του, δεν έχει σθένος, δεν έχει θάρρος, είναι δειλός: «δεν έχει ψυχή μέσα του να τα βάλει μαζί μου»·
- δεν έχεις ψυχή μέσα σου; έκφραση απορίας σε άτομο που δεν αντιδρά δυναμικά στις προκλητικές ενέργειες κάποιου: «δεν έχεις ψυχή μέσα σου, που τον αφήνεις τόση ώρα να σου βρίζει τη μάνα;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά·                                            
- δεν  πατάει ψυχή, στο χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος, δε συχνάζει κανένας: «είναι τόσο απομακρυσμένο αυτό το εξοχικό που μου λες, που δεν πατάει ψυχή»·
- δεν το αντέχει η ψυχή μου να…, βλ. φρ. δεν το βαστά η ψυχή μου να (…)·
- δεν το βαστά η ψυχή μου να…, α. δεν μπορώ να ενεργήσω με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο, γιατί είναι έξω από τη φιλοσοφία μου ή γιατί το θεωρώ άδικο: «δεν το βαστά η ψυχή μου να μαλώσω με γέρο άνθρωπο || δεν το βαστά η ψυχή μου να τον κλείσω μέσα για χίλια ευρώ». β. δεν έχω το θάρρος, το κουράγιο, το ψυχικό σθένος να κάνω κάτι: «δεν το βαστάει η ψυχή μου να μαλώσω μ’ αυτόν τον αγριάνθρωπο»·
- δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος: «το χειμώνα στην παραλία, δεν υπάρχει ψυχή»·
- δεν υπάρχει ψυχή ζώσα, επιτείνει την παραπάνω έννοια·
- δεν υπάρχει ψυχή στο δρόμο, υπάρχει απόλυτη απουσία ανθρώπων, δεν υπάρχει άνθρωπος να κυκλοφορεί στο δρόμο: «κάνει τόσο κρύο, που δεν υπάρχει ψυχή στο δρόμο»·
- δίνω και την ψυχή μου ή δίνω την ψυχή μου (για κάποιον ή για κάτι), α. αγαπώ υπερβολικά κάποιον: «για τη γυναίκα του δίνει και την ψυχή του || για τα παιδιά μου δίνω και την ψυχή μου». β. κουράζομαι υπερβολικά, δυσκολεύομαι υπερβολικά για να αποκτήσω κάτι: «έδωσα και την ψυχή μου για να μπορέσω ν’ αγοράσω κι εγώ ένα σπιτάκι». γ. κάνω υπερπροσπάθεια για να βοηθήσω κάποιον ή για να πετύχω κάποιο σκοπό: «έδωσα και την ψυχή μου για να πάει μπροστά αυτός ο άνθρωπος || έδωσα την ψυχή μου για να πετύχει η δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: Παναθηναϊκέ σαν θύελλα ορμάς, την ψυχή σου δίνεις πάντα και νικάς
- δίνω ψυχή (σε κάτι), δίνω ζωηράδα, ζωντάνια σε κάτι: «καλά που ήρθε ο τάδε κι έδωσε ψυχή στο πάρτι μας»·
- έγινε η ψυχή μου κουβάρι, βλ. φρ. μαζεύτηκε η ψυχή μου κουβάρι·
- εγώ δεν έχω ψυχή; έκφραση που εκφράζει το παράπονό μας, όταν μας απαγορεύουν να κάνουμε κάτι που οι άλλοι κάνουν ή, όταν δε μας δίνουν να φάμε από αυτό που τρώνε: «γιατί να μην έρθω κι εγώ μαζί σας στα μπουζούκια, ρε παιδιά, εγώ δεν έχω ψυχή; || δώσε μου να φάω μια μπουκιά, εγώ δεν έχω ψυχή;»· 
- είμαι δοσμένος ψυχή τε και σώματι, είμαι αφοσιωμένος ολόψυχα σε κάποιον ή σε κάτι: «είμαι δοσμένος ψυχή τε και σώματι σ’ αυτή τη γυναίκα || είμαι δοσμένος ψυχή τε και σώματι σ’ αυτή τη δίκαιη υπόθεση»·
- είναι δυο κορμιά μια ψυχή, βλ. λ. κορμί·
- είναι ένα σώμα μια ψυχή, (για ζευγάρια) βλ. λ. σώμα·
- είναι μεγάλη ψυχή, βλ. φρ. έχει μεγάλη ψυχή·
- είναι η ψυχή…, είναι αυτός που συμβάλλει αποφασιστικά σε μια δουλειά, επιχείρηση, υπόθεση ή σε μια συλλογική δραστηριότητα: «ο τάδε είναι η ψυχή της επιχείρησης || είναι η ψυχή της ομάδας || είναι η ψυχή της παρέας || είναι η ψυχή των κινητοποιήσεων»·
- είναι η ψυχή μου (κάποιος ή κάτι), βλ. φρ. είναι η ζωή μου, λ. ζωή·
- είναι κακιά ψυχή, βλ. φρ. έχει κακιά ψυχή·
- είναι καλή ψυχή, βλ. φρ. έχει καλή ψυχή·
- είναι πούστης στην ψυχή, βλ. λ. πούστης·
- είναι πουτάνα στην ψυχή, βλ. λ. πουτάνα·
- εκ βάθους ψυχής, βλ. φρ. με όλη μου την ψυχή·
- εν βρασμώ ψυχής, σε κατάσταση ψυχικής έντασης ή ταραχής: «ο φόνος διεπράχθη εν βρασμώ ψυχής», οπότε ο δολοφόνος δικάζεται με ελαφρυντικό, Από τη νομική ορολογία·
- έφτασε η ψυχή στο στόμα, απηύδησα, εξουθενώθηκα: «εγώ παραιτούμαι απ’ τη δουλειά, γιατί, με τις δυσκολίες που προκύπτουν συνεχώς, έφτασε η ψυχή στο στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμαι παιδί κακό, γιατί θέλεις να πονώ, έφτασε η ψυχή στο στόμα,μ’ ένα ασόδυο ακόμα απ’ τον κόσμο θα χαθώ)· βλ. και φρ. μου ’φερε την ψυχή στο στόμα·
- έφυγε η ψυχή μου απ’ τον τόπο της, βλ. συνηθέστ. έφυγε η καρδιά μου απ’ τον τόπο της, λ. καρδιά·
- έχει κακιά ψυχή, είναι κακός άνθρωπος: «πρόσεχέ τον πολύ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί έχει κακιά ψυχή και θα μπλέξεις»·
- έχει καλή ψυχή, είναι καλός άνθρωπος, είναι πονόψυχος: «βοηθάει όλο τον κόσμο, γιατί έχει καλή ψυχή». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί διστάζεις να ’ρθεις μαζί μου, ο μάγκας έχει καλή ψυχή. Θα ’σαι πριγκίπισσα μες στο τσαρδί μου και θα περάσεις χρυσή ζωή
- έχει μαύρη ψυχή, είναι πολύ κακός, είναι άσπλαχνος, μοχθηρός: «πρόσεξε μην μπλέξεις μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει μαύρη ψυχή και θα πάθεις μεγάλο κακό». (Λαϊκό τραγούδι: όπου έχει μαύρη ψυχή έχει και το μαχαίρι, κι όπου το φίδι καρτερεί εκεί ’ναι περιστέρι
- έχει μεγάλη ψυχή, είναι μεγαλόψυχος: «είμαι σίγουρος πως δε θα σου κρατήσει κακία, γιατί έχει μεγάλη ψυχή». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ είμαι εργατόπαιδο, μα έχω ψυχή μεγάλη, είμαι παιδάκι του λαού της Παναγιάς και του Θεού μα με ζεστή αγκάλη
- έχει πονετική ψυχή, είναι πολύ σπλαχνικός: «έχει πονετική ψυχή και βοηθάει όλους τους ανθρώπους»·
- έχει σκοτεινή ψυχή, βλ. φρ. έχει μαύρη ψυχή·
- έχει την ψυχή, έχει το σθένος, το θάρρος: «ποιος έχει την ψυχή να τα βάλει μαζί του;». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος άντρας έχει την ψυχή παρέα να τα πιούμε γι’ αγάπη και αισθήματα κουβέντα να μην πούμε;
- έχει ψυχή, έχει ενεργητικότητα, ζωντάνια, έχει θάρρος: «χαίρομαι να τον βλέπω, γιατί έχει ψυχή αυτός ο νέος || δεν κωλώνει με τίποτα, γιατί έχει ψυχή». (Λαϊκό τραγούδι: βρε μάγκα, το μαχαίρι σου για να το κουσουμάρεις, πρέπει να έχεις την ψυχή, καρδιά για να το βγάλεις
- έχω ένα βάρος στην ψυχή, βλ. λ. βάρος·
- έχω πίκρα στην ψυχή, βλ. λ. πίκρα·
- ζητά η ψυχή μου ή η ψυχή μου ζητά, βλ. συνηθέστ. λαχταρά η ψυχή μου·
- η ψυχή μου το ξέρει! βλ. φρ. η ψυχούλα μου το ξέρει! λ. ψυχούλα·
- η ψυχή του σύμπαντος (κόσμου), ο Θεός·
- ήρθε η ψυχή μου στη θέση της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στη θέση της, λ. καρδιά·
- ήρθε η ψυχή μου στον τόπο της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της, λ. καρδιά·
- θα μου ’βγαινε η ψυχή ή θα μου ’βγαινε η ψυχή απ’ το στόμα, τρόμαξα, φοβήθηκα πάρα πολύ, που παραλίγο να πέθαινα από το φόβο μου: «μόλις μου κόλλησε το πιστόλι στον κρόταφο, θα μου ’βγαινε η ψυχή απ’ το στόμα»·
- θέλω να γενώ καλόγερος να σώσω την ψυχή μου, μα δε μ’ αφήνει ο διάβολος που ’χω μέσ’ στο βρακί μου, βλ. λ. διάβολος·
- καλή ψυχή! α. ευχή σε πολύ ηλικιωμένο άτομο, να πεθάνει ήρεμο κι ευτυχισμένο. β. λέγεται και ειρωνικά σε πολύ ηλικιωμένο άτομο, που έχασε την ενεργητικότητά του, τη ζωντάνια του, πως από δω και πέρα για το μόνο που θα πρέπει να ενδιαφέρεται είναι για το πώς θα πεθάνει καλά, ήρεμα, ευτυχισμένα . (Λαϊκό τραγούδι: όταν έφτανες πενήντα την παλιά την εποχή, σου φωνάζαν όλοι, γέρο, άιντε και καλή ψυχή
- κάνω ψυχή, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου), ενώ είχα χάσει σχεδόν όλα τα χρήματά μου, αρχίζω σιγά σιγά να τα ξανακερδίζω: «απ’ όλα λεφτά που είχα, όταν ξεκίνησα, έμειναν κάποια στιγμή μόνο με είκοσι ευρώ και μ’ αυτά έκανα ψυχή»·
- κάποια ψυχή, α. κάποιος που δε θέλουμε να αναφέρουμε το όνομά του ή που θέλουμε να το κρατήσουμε κρυφό: «κάποια ψυχή μου έλεγε τις προάλλες, πως ο τάδε πάει για φούντο || ήρθε κάποια ψυχή και ρωτούσε για σένα». β. κάποιος, ιδίως γυναίκα, που από διακριτικότητα δε θέλουμε να αναφέρουμε το όνομά της, γιατί είναι γνωστή στην ομήγυρη: «κάποια ψυχή μου είπε, πως της ζήτησες να τα φτιάξετε». γ. (αόριστα) κάποιος: «σε ζητούσε κάποια ψυχή». Συνών. ένας κάποιος / κάποιο πρόσωπο / μια ψυχή·
- κατάθεση ψυχής, (ιδίως για καλλιτεχνικό ή συγγραφικό έργο) έκφραση που δηλώνει την ψυχική συμμετοχή του καλλιτέχνη, του συγγραφέα στο έργο που προσφέρει: «το λεξικό που κρατάτε στα χέρια σας αποτελεί κατάθεση ψυχής του συγγραφέα του»·
- κλαίει η ψυχή μου, νιώθω μεγάλο ψυχικό πόνο, λυπάμαι υπερβολικά: «κλαίει η ψυχή μου, κάθε φορά που βλέπω την κατάντια αυτού του ανθρώπου». (Λαϊκό τραγούδι: αν θέλεις, μάνα, να το δεις το δύστυχο παιδί σου, έλα μες στο Γεντί Κουλέ να κλάψει η ψυχή σου
- κολασμένη ψυχή, άτομο πολύ αμαρτωλό, πολύ διεφθαρμένο: «έχω συναντήσει πολλούς πρόστυχους ανθρώπους στη ζωή μου, αλλά τέτοια κολασμένη ψυχή πρώτη φορά γνωρίζω»·
- λαχταρά η ψυχή μου ή η ψυχή μου λαχταρά, επιθυμώ έντονα να αποκτήσω κάποιον ή κάτι: «πώς λαχταρά η ψυχή μου να κατακτήσω αυτή τη γυναίκα! || η ψυχή μου λαχταρά μια μεγάλη και αγαπημένη οικογένεια»·
- μαζεύτηκε η ψυχή μου κουβάρι, ένιωσα πολύ άσχημα, πολύ δυσάρεστα, στενοχωρήθηκα πάρα πολύ: «μόλις τον είδα να σέρνεται μεθυσμένος μέσα στο δρόμο, μαζεύτηκε η ψυχή μου κουβάρι»·
- ματώνει η ψυχή μου, νιώθω μεγάλο ψυχικό πόνο, λυπάμαι υπερβολικά: «ματώνει η ψυχή μου, κάθε φορά που τον βλέπω να κυλιέται μεθυσμένος μέσ’ στους δρόμους»·
- μαύρη ψυχή, χαρακτηρίζει τον κακό, τον άσπλαχνο, το μοχθηρό: «φύγε από κοντά μου, μαύρη ψυχή, γιατί μου κατάστρεψες τη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: πες μου γιατί, πες μου γιατί με παρατάς, μαύρη ψυχή,σαν το δεντρί το μοναχό, σαν βάρκα στον ωκεανό
- μαύρισε η ψυχή μου, στενοχωρήθηκα πάρα πολύ: «μαύρισε η ψυχή μου, μόλις έμαθα τα δυσάρεστα νέα». (Λαϊκό τραγούδι: η μοναξιά σαν το μαχαίρι με τρυπά, μου έλειψες και μαύρισε η ψυχή μου, δε συναντιέμαι όπως πριν με τη χαρά και συντροφιά μου έχουνε μείν’ οι στεναγμοί μου
- με βαριά ψυχή, α. χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση, σχεδόν με το ζόρι: «θα σε βοηθήσω, αλλά με βαριά ψυχή, γιατί είσαι πολύ αχάριστος άνθρωπος». β. με μεγάλη στενοχώρια, με ψυχική οδύνη: «μόλις γύρισε απ’ το νεκροταφείο, κλείστηκε με βαριά ψυχή στο δωμάτιό του κι έκλαψε πικρά»·
- με μια ψυχή και μια καρδιά, ολόψυχα: «είναι πολύ αγαπητός άνθρωπος στην παρέα μας, γι’ αυτό, όταν χρειάστηκε τη βοήθειά μας, τον βοηθήσαμε όλοι με μια ψυχή και μια καρδιά»·
- με όλη μου την ψυχή ή με όλη την ψυχή μου, α. με όλη την ευχαρίστηση και ειλικρίνειά μου, ολόθερμα, ολόψυχα: «σου εύχομαι με όλη μου την ψυχή να ευτυχίσεις». β. με δύναμη θέλησης, με πάθος: «κάθε μέρα δουλεύω με όλη μου την ψυχή, γιατί έχω βάλει διάφορους στόχους στη ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: η νύχτα είναι δική μας, η νύχτα είναι δική μας και πρέπει να γλεντήσουμε με όλη την ψυχή μας)· βλ. και φρ. με την ψυχή μου·  
- με την ψυχή μου (σου, του, της κ.λπ.), δηλώνει ένταση ή υπερβολή: «διασκεδάσαμε με την ψυχή μας || φάγαμε με την ψυχή μας || τον έβρισα με την ψυχή μου || του ’δωσα ξύλο με την ψυχή μου». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα που καις σαν τη φωτιά, τώρα που έχεις ρέντα, μεσάνυχτα και χαραυγές με την ψυχή σου γλέντα)· βλ. και φρ. με όλη μου την ψυχή·
- με την ψυχή στα δόντια, βλ. φρ. με την ψυχή στο στόμα·
- με την ψυχή στο στόμα, α. με μεγάλο άγχος και βιασύνη, για να προλάβω κάτι: «πρόλαβα τ’ αεροπλάνο με την ψυχή στο στόμα». β. με μεγάλη αγωνία: «περίμενε να δει το γιο του με την ψυχή στο στόμα». γ. τελείως εξαντλημένος και τελείως φοβισμένος: «ήρθε τρέμοντας με την ψυχή στο στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: τι να την κάνω τέτοια ζωή με την ψυχή στο στόμα; Όλοι μ’ εγκαταλείψανε κι εσύ, κι εσύ, κι εσύ ακόμα
- με ψυχή, με σθένος, με θάρρος: «αντιμετώπισε με ψυχή όλες τις επιθέσεις εναντίον του || ο στρατός μας απέκρουε με ψυχή όλες τις επιθέσεις του εχθρού»·
- μια ψυχή, βλ. φρ. κάποια ψυχή. (Λαϊκό τραγούδι: ήρθε για βασικές πενιές μ’ ένα γλυκό ντουζένι για να σ’ ακούσει μια ψυχή που σε καταλαβαίνει
- μια ψυχή θα βγει που θα βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα, βλ. φρ. μια ψυχή που ’ναι να βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα·
- μια ψυχή που ’ναι να βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα, κάτι που είναι αναπόφευκτο, ας γίνει όσο πιο γρήγορα, για να απαλλαγούμε από αυτό: «αφού δεν υπάρχει τρόπος να γλιτώσει η επιχείρηση, μια ψυχή που ’ναι να βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα, για να δούμε ύστερα τι θα κάνουμε». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να ησυχάσουμε ή με το να τελειώνουμε·
- μιλάει στην ψυχή μου, α. (για πρόσωπα) μου είναι πολύ αρεστός, με συγκινεί πάρα πολύ ερωτικά: «αυτός ο άνθρωπος έχει πολύ καλός χαρακτήρας και μιλάει στην ψυχή μου || αυτή η γυναίκα μιλάει στην ψυχή μου». (Λαϊκό τραγούδι: έχεις κάτι που μ’ αρέσει και μιλάει στην ψυχή μου, μάθε, μια χαρά δική σου είναι και χαρά δική μου, γιατί είσαι η ζωή μου). β. (για πράγματα) είναι της αρεσκείας μου: «αυτό τ’ αυτοκίνητο, μιλάει στην ψυχή μου». γ. λέγεται για οτιδήποτε μας συγκινεί πάρα πολύ: «διάβασα το τάδε βιβλίο, που μίλησε στην ψυχή μου». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ίσια ή το κατευθείαν. Συνών. μιλάει στην καρδιά μου·
- μου βαραίνει την ψυχή, νιώθω ψυχική δυσφορία, νιώθω μεγάλη στενοχώρια: «μου βαραίνει την ψυχή το αίσθημα εγκατάλειψης που νιώθω».(Λαϊκό τραγούδι: Μανταλένα, Μανταλένα μου μικρή, μας εχώρισε η μοίρα η σκληρή και ο πόνος μου βαραίνει την ψυχή)· βλ. και φρ. το ’χω βάρος στην ψυχή μου·
- μου βγαίνει η ψυχή, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «κάθε μέρα μου βγαίνει η ψυχή, για να τα φέρω βόλτα». (Λαϊκό τραγούδι: πες μου· τι λόγια σου ’χουν πει; γιατ’ είσαι πικραμένη; ποτέ δε μ’ αποκρίνεσαι και η ψυχή μου βγαίνει).Συνών. μου βγαίνει η Παναγία / μου βγαίνει η πίστη / μου βγαίνει ο Θεός / μου βγαίνει ο κώλος / μου βγαίνει ο πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
- μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα, καταβασανίζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «έχω πολύ μεγάλη οικογένεια και, για να τη θρέψω, μου βγαίνει κάθε μέρα η ψυχή ανάποδα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα / μου βγαίνει η πίστη ανάποδα / μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα / μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα·
- μου βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. φρ. μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα·
- μου μάτωσε την ψυχή, μου προξένησε έντονο ψυχικό πόνο: «μου μάτωσε την ψυχή, σαν μου εξιστόρησε τα βάσανά του»·
- μου μαύρισε την ψυχή, με στενοχώρησε πάρα πολύ: «μου μαύρισε την ψυχή αυτό το παιδί, μέχρι να γίνει άνθρωπος»·
- μου ’φαγε την ψυχή ή μου ’χει φάει την ψυχή, με βασάνισε, με ταλαιπώρησε, με τυράννησε: «μου ’φαγε την ψυχή αυτό το παιδί, μέχρι να του βάλω μυαλό»·
- μου ’φερε την ψυχή στο στόμα, κάποιος ή κάτι μου προξένησε μεγάλη αγωνία, μεγάλο άγχος: «μου ’φερε την ψυχή στο στόμα, μόλις μου ’πε πως χτύπησε ο πατέρας μου». (Λαϊκό τραγούδι: αν και πέφτει η βροχή, περιμένω ακόμα· πού να λησμονήθηκες και δε με λυπήθηκες; η αγωνία μου ’φερε την ψυχή στο στόμα·είναι η ώρα εννιάμιση, περιμένω ακόμα)· βλ. και φρ. έφτασ’ η ψυχή στο στόμα·
- να σ(υ)χωρεθεί η ψυχή του, ευχή για αποθανόντα, να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του: «ήταν καλός άνθρωπος, να σχωρεθεί η ψυχή του»·
- ο Θεός κι η ψυχή μου το ξέρουν! βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός κι η ψυχή του! βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός ν’ αναπαύσει την ψυχή του! βλ. λ. Θεός·
- όποια η μορφή, τέτοια κι η ψυχή, βλ. λ. μορφή·
- όσο αντέχει η ψυχή σου, βλ. φρ. όσο βαστά η ψυχή σου·
- όσο βαστά η ψυχή σου, χωρίς μέτρο: «το εστιατόριο είναι δικό μου, γι’ αυτό μπορείς να φας και να πιεις όσο βαστά η ψυχή σου»·
- ό,τι ζητά η ψυχή σου, βλ. φρ. ό,τι λαχταρά η ψυχή σου·
- ό,τι λαχταρά η ψυχή σου, α. λέγεται για αφθονία υλικών αγαθών: «στο τάδε σούπερ μάρκετ υπάρχει ό,τι λαχταρά η ψυχή σου». β. λέγεται για μεγάλη ελευθερία κινήσεων ή επιλογών: «αν έρθεις μαζί μου θα μπορείς να κάνεις ό,τι λαχταρά η ψυχή σου»·
- ό,τι ποθεί η ψυχή σου, βλ. φρ. ό,τι λαχταρά η ψυχή σου·
- ό,τι τραβά η ψυχή σου, βλ. φρ. ό,τι λαχταρά η ψυχή σου·
- παρέδωσε την ψυχή του, εξέπνευσε, πέθανε: «μέχρι να προλάβουν να τον πάνε στο νοσοκομείο, παρέδωσε την ψυχή του»·
- παρηγοριά στον άρρωστο, ώσπου (μέχρι) να βγει η ψυχή του, βλ. λ. παρηγοριά·
- πήγε η ψυχή μου στα δόντια μου, βλ. συνηθέστ. πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη·
- πήγε η ψύχη μου στην Κούλουρη, φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα να ορμάει επάνω μου με το μαχαίρι στο χέρι του, πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη»·
- πήγε η ψυχή μου στη θέση της, βλ. φρ. πήγε η καρδιά μου στη θέση της, λ. καρδιά·
- πήγε η ψυχή μου στον τόπο της, βλ. φρ. πήγε η καρδιά μου στον τόπο της, λ. καρδιά·
- πιάνεται η ψυχή μου, λέγεται στην περίπτωση που βρίσκομαι σε χώρο ή περιβάλλον που με καταπιέζει ψυχικά: «πιάνεται η ψυχή μου, όταν βρίσκομαι σε χαμηλοτάβανα διαμερίσματα || πιάνεται η ψυχή μου, όταν επισκέπτομαι το γηροκομείο της πόλης μας»· βλ. και φρ. πιάστηκε η ψυχή μου·
- πιάστηκε η ψυχή μου, α. ανησύχησα έντονα: «τα παιδιά μου ήταν στη διαδήλωση και πιάστηκε η ψυχή μου, μέχρι να γυρίσουν στο σπίτι». β. κατατρόμαξα: «πιάστηκε η ψυχή μου, μόλις τον είδα να πετάγεται μπροστά μου μέσα στο σκοτάδι». γ. στενοχωρήθηκα πάρα πολύ: «όταν τον είδα να κλαίει για την αποτυχία του γιου του, πιάστηκε η ψυχή μου». δ. ένιωσα δύσπνοια: «κάποια στιγμή πιάστηκε η ψυχή μου και δεν μπορούσα να αναπνεύσω, αλλά, ευτυχώς, σε λίγο συνήλθα»· βλ. και φρ. πιάνεται η ψυχή μου·
- πούλησε (και) την ψυχή του στο διάβολο, χρησιμοποίησε κάθε αθέμιτη μέθοδο, ενήργησε αδίστακτα, απάνθρωπα, προκειμένου να ωφεληθεί ή να αποκτήσει κάτι: «για να γίνει διευθυντής σ’ αυτό το εργοστάσιο, πούλησε και την ψυχή του στο διάβολο»·
- πρώτα βγαίν’ η ψυχή τ’ ανθρώπου κι ύστερα (βγαίνει) το χούι του, είναι αδύνατο να απαλλαγεί κανείς από τις κακές έξεις του: «είχε ορκιστεί πως θα σταματούσε να χαρτοπαίζει, αλλά πρώτα βγαίν’ η ψυχή τ’ ανθρώπου κι ύστερα το χούι του, γιατί μετά από μερικές μέρες ξανάρχισε το χαρτί»·
- πώς αντέχει η ψυχή σου; βλ. φρ. πώς βαστά η ψυχή σου(;)·
- πώς βαστά η ψυχή σου; βλ. φρ. πώς βαστά η καρδιά σου; λ. καρδιά·
- πώς το αντέχει η ψυχή σου να…; βλ. φρ. πώς το βαστά η ψυχή σου να…(;)·
- πώς το βαστά η ψυχή σου να…; έκφραση που μας απευθύνεται με απορία α. όταν επικείμενη ενέργειά μας εναντίον κάποιου θα έχει σοβαρό αντίκτυπο σε βάρος του: «πώς το βαστά η ψυχή σου να τον σύρεις στα δικαστήρια, ενώ ξέρεις πως μια καταδικαστική απόφαση θα καταστρέψει τη ζωή του;». β. όταν ενεργεί κάποιος σε βάρος μας και δεν αντιδρούμε δυναμικά εναντίον του: «πώς το βαστά η ψυχή σου να σου βρίζει μια ώρα τη μάνα κι εσύ να κάθεσαι και να τον ακούς χωρίς να κάνεις τίποτα;»·
- πώς το μπορεί η ψυχή σου να…; βλ. φρ. πώς το βαστά η ψυχή σου να…(;)·
- σπάραξε η ψυχή μου, ένιωσα μεγάλο ψυχικό πόνο: «μόλις έμαθα πως έμπλεξε με ναρκωτικά, σπάραξε η ψυχή μου»·
- σπαρταρά η ψυχή μου, ποθώ, λαχταρώ κάτι πάρα πολύ: «σπαρταρά η ψυχή μου για ταξίδια»·
- σπαρτάρισε η ψυχή μου, α. ανησύχησα πάρα πολύ: «μόλις έμαθα πως έγινε ατύχημα σπαρτάρισε η ψυχή μου, γιατί έλειπαν τα παιδιά μου απ’ το σπίτι». β. φοβήθηκα πάρα πολύ: «μόλις μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι, σπαρτάρισε η ψυχή μου»· βλ. και φρ. σπαρτάρισε η καρδιά μου, λ. καρδιά·
- στέγνωσε η ψυχή μου, δε μου έμειναν συναισθήματα, ιδίως επειδή έχω υποφέρει πάρα πολύ για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «έχω τραβήξει τόσα πολλά για την προκοπή αυτού του τόπου, που στέγνωσε η ψυχή μου». Οδυνηρή διαπίστωση του Κωνσταντίνου Καραμανλή προς το τέλος της πολιτικής του σταδιοδρομίας·
- στην ψυχή του πατέρα μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε κάποιον: «στην ψυχή του πατέρα μου, έτσι ακριβώς έγιναν τα πράγματα!». Αναφέρεται και για τη μάνα·
- σφίγγεται η ψυχή μου, κυριεύεται από συναισθήματα οίκτου, λύπης, θλίψης: «σφίγγεται η ψυχή μου, σαν αντικρίζω κάθε μέρα τα παιδιά των φαναριών»·
- σώζω την ψυχή μου, λυτρώνομαι από τις αμαρτίες μου: «ξέκοψε απ’ τις παρανομίες και μπήκε στο δρόμο του Θεού, για να σώσει την ψυχή του»·
- τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής, βλ. λ. μάτι·
- τα μάτια είναι τα παράθυρα της ψυχής, βλ. λ. μάτι·
- τι ψυχή έχει; ή τι ψυχή να έχει; λέγεται για πράγματα ευτελούς αξίας, για πράγματα ασήμαντα: «τι ψυχή έχει ένα στιλό και στενοχωριέσαι τόσο πολύ που το ’χασες; || τι ψυχή να έχουν σήμερα δέκα ευρώ;»·
- τι ψυχή θα παραδώσεις; (ενν. στο Θεό), λέγεται για άτομο που έχει διαπράξει πολλές αδικίες, πολλά αμαρτήματα ή που αφήνει κάποιον να καταστραφεί, ενώ μπορεί να τον σώσει, να τον γλιτώσει: «έχεις κάνει του κόσμου τις αδικίες, τι ψυχή θα παραδώσεις; || τι ψυχή θα παραδώσεις που άφησες να καταστραφεί ο άνθρωπος, ενώ ήταν στο χέρι σου να τον γλιτώσεις απ’ τη χρεοκοπία;». (Λαϊκό τραγούδι: για πες μου, άχρηστο κορμί, όταν θα έρθει η στιγμή, τι ψυχή θα παραδώσεις
- το αντέχει η ψυχή σου να…; βλ. φρ. το βαστά η ψυχή σου να…(;)·
- το βαστά η ψυχή σου να…; βλ. φρ. πώς το βαστά η ψυχή σου(;)·
- το λέει η ψυχή του, είναι άφοβος, τολμηρός, γενναίος: «μην ελπίζεις να τον τρομάξεις με τις αγριάδες σου, γιατί το λέει η ψυχή του». (Λαϊκό τραγούδι: χωρίς να κάνεις τίποτις, το λέει η ψυχή σου, και κάθε μέρα βρίσκεται – κορόιδο! σπασμέν’ η κεφαλή σου
- το Σάββατο των ψυχών, βλ. λ. ψυχοσάββατο·
- το φχαριστήθηκε η ψυχή μου, α. ικανοποιήθηκα απόλυτα: «κάναμε τόσο όμορφο ταξίδι, που το φχαριστήθηκε η ψυχή μου || ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό, που το φχαριστήθηκε η ψυχή μου». β. έκφραση απόλυτης ικανοποίησης για το πάθημα κάποιου εχθρού μας: «μου είπαν πως τράκαρε ο τάδε. -Το φχαριστήθηκε η ψυχή μου». Σε αυτή την περίπτωση, της φρ. προτάσσεται το ωχ, ενώ παρατηρείται κίνηση κατά την οποία η παλάμη, αρχίζοντας από τη βάση του λαιμού, σέρνεται πάνω στο στήθος και σταματάει στο ύψος της κοιλιάς, υπονοώντας ίσως την ευχαρίστηση που νιώθει κάποιος, όταν τρώει κάποιο καλό φαγητό ή όταν πίνει κάποιο ωραίο ποτό·
- το ’χω βάρος στην ψυχή μου, βλ. λ. βάρος·
- τον πονά η ψυχή μου, ενδιαφέρομαι γι’ αυτόν, πάσχω, υποφέρω, όταν του συμβαίνει κάτι κακό: «δικός μου άνθρωπος είναι και τον πονά η ψυχή μου»·
- τον σιχάθηκε η ψυχή μου, μου προξενεί έντονο αίσθημα αποστροφής, σιχασιάς, είτε γιατί είναι πολύ βρόμικος είτε γιατί μου έγινε πολύ ενοχλητικός, πολύ φορτικός: «έχει τέτοια απλυσιά, που τον σιχάθηκε η ψυχή μου || είναι τόσο γκρινιάρης, που τον σιχάθηκε η ψυχή μου». (Λαϊκό τραγούδι: δεν τη θέλω τη ζωή μου, σε σιχάθηκε η ψυχή μου
- τον χαίρεται η ψυχή μου, νιώθω μεγάλη χαρά, αγαλλίαση, ευχαρίστηση με την παρουσία του: «δεν ξέρω τι νιώθεις εσύ, αλλά εμένα τον χαίρεται η ψυχή μου αυτόν τον άνθρωπο»· 
- του βγάζω την ψυχή, τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ, τον τυραννώ: «τον πήρα στη δουλειά μου, και τον πρώτο καιρό του ’βγαλα την ψυχή, μέχρι να συνηθίσει να δουλεύει». Συνών. του βγάζω την Παναγία / του βγάζω την πίστη / του βγάζω το Θεό / του βγάζω το λάδι / του βγάζω το Χριστό / του βγάζω τον κώλο / του βγάζω τον πάτο·
- του βγάζω την ψυχή ανάποδα, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ, τον κατατυραννώ: «μόνο και μόνο για να τον εκδικηθώ, του ’βγαλα την ψυχή ανάποδα, μέχρι να υπογράψω, για να πάρει το δάνειο». Συνών. του βγάζω την Παναγία ανάποδα / του βγάζω την πίστη ανάποδα / του βγάζω το Θεό ανάποδα / του βγάζω το Χριστό ανάποδα / του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω) / του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω)·
- του βγάζω την ψυχή απ’ το στόμα, βλ. φρ. του βγάζω την ψυχή ανάποδα·
- του βγάζω την ψυχή στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τραβά η ψυχή μου ή η ψυχή μου τραβά, βλ. φρ. λαχταρά η ψυχή μου·
- χαίρεται η ψυχή μου, νιώθω μεγάλη χαρά, αγαλλίαση, ευφροσύνη: «κάθε φορά που έρχονται να με δούνε τα παιδιά μου, χαίρεται η ψυχή μου»·
- χάθηκαν πολλές ψυχές, σκοτώθηκαν πολλοί άνθρωποι: «στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο χάθηκαν πολλές ψυχές»·
- χάνω την ψυχή μου, δε σώζομαι, πηγαίνω στην κόλαση: «πολλοί άνθρωποι έχασαν την ψυχή τους για τις εφήμερες απολαύσεις»·
- ψυχή ζώσα, ούτε ένας άνθρωπος: «οι δρόμοι άδειοι, ψυχή ζώσα μέσ’ στο σκοτάδι»·
- ψυχή θα πάρει! λέγεται στην περίπτωση που ενδίδουμε σε κάποιον ο οποίος απαιτεί πιεστικά ή εκβιαστικά, κάτι, που του χρωστάμε, κάτι, που του ανήκει, ιδίως χρήματα. Η έκφραση δηλώνει αισιοδοξία και απαξιεί την ύλη. Πρβλ.: κάντε πιο πέρα, μάγκες μου, να ρίξω τη ζαριά μου· ψυχή δεν παίρνετε ποτέ, μονάχα τα λεφτά μου (Λαϊκό τραγούδι)·
- ψυχή μου! προσφώνηση τρυφερότητας σε αγαπημένο πρόσωπο: «γιατί κλαις, ψυχή μου!».

ψωμί

ψωμί, το, ουσ. [<μτγν. ψωμίν <ψωμίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ψωμός (= μπουκιά)], το ψωμί. Υποκορ. ψωμάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. ψωμάρα, η (βλ. λ.). Τέλος, οι παλαιότεροι το είχαν ως αμαρτία, ως γρουσουζιά, αν έβλεπαν ψωμί με την επίπεδη επιφάνειά του στραμμένη ψηλά, γιατί θεωρούσαν πως αυτοί που το είχαν, μούντζωναν το Θεό. (Ακολουθούν 76 φρ.)·
- απλώνεται σαν βούτυρο στο ψωμί, βλ. λ. βούτυρο·
- βγάζω το ψωμί μου, βλ. φρ. βγαίνει το ψωμί. (Λαϊκό τραγούδι: μέρα νύχτα εγώ δουλεύω για να βγάλω το ψωμί μου,για να ζήσω τα παιδιά μου μέσ’ σε τούτη τη ζωή)·
- βγάζω το ψωμί (μου) με αίμα και ιδρώτα ή βγάζω το ψωμί (μου) με ιδρώτα και αίμα, κερδίζω τα προς το ζην με αφάνταστες θυσίες, ταλαιπωρίες και κόπους: «από μικρό παιδί στη φτώχεια, έμαθα να βγάζω το ψωμί μου με ιδρώτα και αίμα». (Λαϊκό τραγούδι: φτωχέ πατέρα, τι τραβάς και πώς κρατιέσαι ακόμα, στον κόσμο αυτόν που κυβερνά το μίσος και το ψέμα, πικρό το βγάζεις το ψωμί με ίδρωτα και αίμα
- βγαίνει το ψωμί, κερδίζω τα απαραίτητα για τη ζωή μου: «μπορεί να μην είμαι πλούσιος, αλλά, απ’ τη στιγμή που βγαίνει το ψωμί, είμαι ευχαριστημένος». Για συνών. βλ. φρ. βγαίνει το καρβέλι, λ. καρβέλι·
- για ένα καρβέλι ψωμί, βλ. λ. καρβέλι·
- για ένα κομμάτι ψωμί, βλ. λ. κομμάτι·
- για μια μπουκιά ψωμί, βλ. λ. μπουκιά·
- δαγκάνει το χέρι που του δίνει ψωμί, βλ. λ. χέρι·
- δε δαγκάνω το χέρι που μου δίνει ψωμί, βλ. λ. χέρι·
- δεν έφαγα γλυκό ψωμί ή δε φάγαμε γλυκό ψωμί, κέρδιζα πάντοτε τα απαραίτητα προς το ζην με πολλές πίκρες και στενοχώριες: «είμαι πολύ κουρασμένος κι απελπισμένος, γιατί μέχρι τώρα δεν έφαγα γλυκό ψωμί». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δεν έχει να βάλει ψωμί στο στόμα του, βλ. φρ. δεν έχει να φάει·
- δεν έχει ψωμί να φάει, βρίσκεται σε περίοδο μεγάλης φτώχειας, είναι πάμφτωχος, λιμοκτονεί: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, δεν έχει ψωμί να φάει». (Λαϊκό τραγούδι: ξεκίνησα μια Κυριακή, στον Πειραιά τραβάω, ούτε τσιγάρο είχα ’γω, ούτε ψωμί να φάω
- δικό σου ψωμί τρως, ξένο γκαϊλέ τραβάς, βλ. λ. γκαϊλές·
- είναι λίγα τα ψωμιά του ή λίγα είναι τα ψωμιά του, βρίσκεται στο τέλος της ζωής του, όπου να ’ναι θα πεθάνει: «ο παππούς μας είναι πολύ άρρωστος, κι απ’ ό,τι φαίνεται είναι λίγα τα ψωμιά του»· βλ. και φρ. τα ’φαγε τα ψωμιά του·
- είναι μετρημένα τα ψωμιά του ή μετρημένα είναι τα ψωμιά του, βλ. φρ. είναι λίγα τα ψωμιά του·
- είναι το ψωμί μου, αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, μου είναι πάρα πολύ εύκολο να το κάνω, γιατί το κατέχω απόλυτα: «αυτό που για σένα είναι τόσο δύσκολο να κάνεις, για μένα είναι το ψωμί μου, γιατί έχω ασχοληθεί άπειρες φορές με παρόμοια πράγματα»·
- εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα σέρνει πίτα, δηλώνει την ανισότητα που υπάρχει μεταξύ των ανθρώπων στην κατανομή των υλικών αγαθών, αυτοί που έχουν πραγματική ανάγκη από κάποιο υλικό αγαθό το στερούνται, ενώ, άλλοι, αν και κατώτεροι, που δεν τους είναι και τόσο απαραίτητο το έχουν άφθονο: «εγώ που σπούδασα ζω φτωχικά κι αυτός, μπιτ αγράμματος, έχει όλα τα καλά του κόσμου, αλλά έτσι είναι στη ζωή· εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα σέρνει πίτα»·
- έφαγε τα ψωμιά του, βλ. φρ. τα ’φαγε τα ψωμιά του·
- έχασα το ψωμί μου, απολύθηκα από την εργασία μου, έχασα τη δουλειά μου: «λόγω περικοπής δαπανών, προχώρησε η διεύθυνση σε απολύσεις κι έχασα το ψωμί μου, μαζί με δέκα άλλους εργάτες»·  
- έχει πολύ ψωμί, παρουσιάζει κάτι, ιδίως δουλειά, εργασία, μεγάλο ενδιαφέρον από άποψη ωφέλειας ή κέρδους: «σκέφτηκα να κάνω μια δουλειά, που έχει πολύ ψωμί»·
- έχει πολύ ψωμί η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχω να φάω ακόμα ψωμιά ή έχω να φάω πολλά ψωμιά ακόμα, πρέπει να περάσει ακόμα πολύ καιρός, πρέπει να εργαστώ ακόμα πολύ, για να τελειώσω αυτό που έχω αναλάβει, ή για να φτάσω σε αξία κάποιον που είναι πιο άξιος από εμένα: «η δουλειά προχωράει κανονικά, αλλά, για να την τελειώσω, έχω να φάω ακόμα ψωμιά || είμαι κι εγώ γιατρός, αλλά, για να φτάσω τον τάδε, έχω να φάω πολλά ψωμιά ακόμα»· 
- η μαρμελάδα είναι για το ψωμί κι όχι για τ’ αφτιά, βλ. λ. μαρμελάδα·
- θα πούμε το ψωμί ψωμάκι, θα ζήσουμε σε υπερβολική φτώχεια: «αν συνεχιστεί αυτή η αναδουλειά, σε λίγο καιρό θα πούμε το ψωμί ψωμάκι». Πρβλ.: κι αν πεις και για την αγορά που μαύρη τηνε λένε, όλου του κόσμου τα παιδιά μάνα ψωμάκι λένε (Λαϊκό τραγούδι)·
- θα φάει πολλά ψωμιά ακόμα, για να…, θα αργήσει πολύ ακόμα, για να πετύχει κάτι, γιατί πρέπει να κάνει ή να μάθει ακόμα πολλά: «πες του πως θα φάει πολλά ψωμιά ακόμα, για να στήσει μια τέτοια επιχείρηση». Συνών. θα φάει πολλά καρβέλια ακόμα, για να(…)·
- …και ξερό ψωμί, έκφραση με την οποία θέλει να τονίσει κανείς τη φανατική προσήλωσή του σε κάποιον ή σε κάτι, ιδίως για αθλητική ομάδα. Πρωτακούστηκε ως σύνθημα από τους οπαδούς της ποδοσφαιρικής ομάδας του ΠΑΟΚ Θεσσαλονίκης: «ΠΑΟΚ και ξερό ψωμί»·
- κάλλιο ψωμί και κρεμμύδι, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως είμαστε αποφασισμένοι να δεχτούμε κάθε φτώχεια, κάθε ταλαιπωρία προκειμένου να…: «κάλλιο ψωμί και κρεμμύδι για να προκόψει το παιδί μου». (Λαϊκό τραγούδι: δολάρια δε θέλω, πώς να σου το πω; κάλλιο ψωμί, κρεμμύδι κι αυτόνε π’ αγαπώ
- καν ψωμί δεν είχαμε, και πούτσα μέχρι το γόνα, βλ. λ. πούτσα·
- κερδίζω το ψωμί μου, βλ. φρ. βγάζω το ψωμί μου·
- λέει το ψωμί ψωμάκι, είναι υπερβολικά φτωχός, είναι πάμφτωχος: «κάποτε ήταν πολύ πλούσιος, αλλά, απ’ τη μέρα που έχασε την περιουσία του στα χαρτιά, λέει το ψωμί ψωμάκι». (Λαϊκό τραγούδι: η μάνα μου φοράει τσεμπέρι σαν τις μανάδες τις παλιές. Παίρνει την Παναγι’ απ’ το χέρι και τρέχουμε στις γειτονιές και σμίγουνε με τον κοσμάκη που λέει το ψωμί-ψωμάκι
- μου δίνει και τρώω ψωμί ή μου δίνει ψωμί και τρώω, τρέφομαι από αυτόν, κερδίζω τα χρήματα προς το ζην δουλεύοντας στη δουλειά του, στην επιχείρησή του: «αυτόν τον άνθρωπο τον τιμώ και τον εκτιμώ, γιατί μου δίνει και τρώω ψωμί»·  
- μου κόβει το ψωμί (μου), γίνεται με κάποιο τρόπο εμπόδιο στη δουλειά μου: «στέλνει κάθε τόσο μικροπωλητές να στέκονται μπροστά στη βιτρίνα του μαγαζιού μου και μου κόβει το ψωμί». (Λαϊκό τραγούδι: σύρμα εδώ σύρμα εκεί μου σπάει τη χολή μου, ζημιά μου κάνει στη δουλειά, μου κόβει το ψωμί μου)· 
- μου παίρνει το ψωμί (μου), βλ. φρ. μου τρώει το ψωμί (μου)·
- μου πέταξε ένα κομμάτι ψωμί, βλ. λ. κομμάτι·
- μου ’ρθε βούτυρο στο ψωμί, βλ. λ. βούτυρο·
- μου τρώει το ψωμί (μου), με νόμιμα, παράνομα ή αθέμιτα μέσα, μου αποσπά σοβαρά κέρδη από τη δουλειά μου, ή μου στερεί τους πόρους ζωής για προσωπικό του όφελος: «μου τρώει το ψωμί, γιατί ασχολείται με βιομηχανικές προδιαγραφές με το αντικείμενο που ασχολούμαι εγώ βιοτεχνικά || κάνει διάφορες κομπίνες με διάφορους προμηθευτές μου και μου τρώει το ψωμί»·
- να φάω κι εγώ μια φορά γλυκό ψωμί ή να φάμε κι εμείς μια φορά γλυκό ψωμί, λέγεται στην περίπτωση που ύστερα από μεγάλη περίοδο οικονομικών δοκιμασιών και δυσκολιών τα πράγματα εξομαλύνονται και αρχίζουν να μας έρχονται ευνοϊκά: «επιτέλους άνοιξαν οι δουλειές, να φάμε κι εμείς μια φορά γλυκό ψωμί». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- ξερό ψωμί, που τρώγεται χωρίς άλλο προσφάγι, σκέτο ψωμί: «δεν είχε τίποτε άλλο μαζί του κι έφαγε μόνο ξερό ψωμί»·
- ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου άσ’ το ή ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φά’ το, βλ. λ. λόγος·
- όλα τα στραβά ψωμιά απ’ τη νύφη καμωμένα, βλ. λ. νύφη·
- περνώ με ψωμί κι ελιά ή περνώ με ψωμί κι ελιές, βλ. φρ. την περνώ με ψωμί κι ελιά ή την περνώ με ψωμί κι ελιές·
- πετώ (σε κάποιον κάτι) όπως πετάνε στο σκύλο το ψωμί, βλ. λ. σκύλος·
- πλάθω ψωμί, ζυμώνω: «η μητέρα πλάθει ψωμί για το σπίτι»·
- πουλιέται σαν ψωμί, βλ. φρ. φεύγει σαν ψωμί· 
- στο ψωμί που τρώω! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «στο ψωμί που τρώω, ακριβώς έτσι έγιναν τα πράγματα!»·
- στου σκύλου το προσκέφαλο, ψωμί δεν ξημερώνει, βλ. λ. σκύλος·
- σώθηκαν τα ψωμιά του, βλ. φρ. τα ’φαγε τα ψωμιά του·
- τα ’φαγε τα ψωμιά του, α. βρίσκεται στα τελευταία του, όπου να ’ναι πεθαίνει: «οι γιατροί αποφάνθηκαν πως ο παππούς τα ’φαγε τα ψωμιά του». β. (για μηχανήματα, ιδίως για αυτοκίνητα ή μοτοσικλέτες), λόγω της πολλής χρήσης του (της) αχρηστεύτηκε ή θα αχρηστευτεί σε λίγο, οπότε πρέπει να αποσυρθεί από την κυκλοφορία: «το ’χω τριάντα χρόνια αυτό τ’ αυτοκίνητο και δικαιολογημένα τα ’φαγε τα ψωμιά του»·
- τέλειωσαν τα ψωμιά του, βλ. φρ. τα ’φαγε τα ψωμιά του·
- τη βγάζω με ψωμί κι ελιά ή τη βγάζω με ψωμί κι ελιές, περνώ, ζω πολύ φτωχικά: «τον τελευταίο καιρό δεν πάνε καθόλου καλά οι δουλειές και τη βγάζω με ψωμί κι ελιά». Πρβλ. λιαζόταν ξάπλα στην πλατεία κι είχε κρεβάτι μια σπηλιά, ήταν γι’ αυτόν η ευτυχία λίγο ψωμί και μια ελιά (Λαϊκό τραγούδι)·
- την περνώ με ψωμί κι ελιά ή την περνώ με ψωμί κι ελιές, βλ. φρ. τη βγάζω με ψωμί κι ελιά·
- του ’φαγε το ψωμί, με νόμιμα, παράνομα ή αθέμιτα μέσα, του απέσπασε σοβαρά κέρδη από τη δουλειά του, ή του στέρησε τους πόρους ζωής για προσωπικό του όφελος: «δίπλα απ’ το μπακάλικό του άνοιξε κάποιος ένα σούπερ μάρκετ και του ’φαγε το ψωμί || τα ’κανε πλακάκια ο ανταγωνιστής του με τον υπεύθυνο των προμηθειών και του ’φαγε το ψωμί»·
- τρέχω για το ψωμί, αγωνίζομαι για το καθημερινό φαγητό μου και, κατ’ επέκταση, ζω φτωχικά: «κουράστηκα να τρέχω για το ψωμί απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ». Για συνών. βλ. φρ. τρέχω για το καρβέλι, λ. καρβέλι·
- τρώει το ψωμί χαράμι, δεν είναι άξιος για τίποτα, είναι εντελώς ανίκανος, εντελώς άχρηστος: «μην του αναθέσεις τίποτα, γιατί τρώει το ψωμί χαράμι»·
- τρώω βρόμικο ψωμί, κερδίζω τα απολύτως αναγκαία προς το ζην με πολύ αγώνα και κόπο: «κουράστηκα να τρώω μια ζωή βρόμικο ψωμί». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε, τρώνε βρώμικο ψωμί, έλεγε ο Μπάτης μια Κυριακή
- τρώω γλυκό ψωμί, κερδίζω τα προς το ζην χωρίς ιδιαίτερο κόπο: «απ’ τη μέρα που βολεύτηκα στο δημόσιο, τρώω γλυκό ψωμί»·
- τρώω με πόνο το ψωμί μου, κερδίζω τα προς το ζην με μεγάλο κόπο: «απ’ τη μέρα που βγήκα στη ζωή, τρώω με πόνο το ψωμί μου». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί, πατέρα, γιατί, πατέρα, είσαι θλιμμένος και σκεφτικός, ποια μαύρη σκέψη σε βασανίζει και το ψωμί σου με πόνο τρως
- τρώω πικρό ψωμί, κερδίζω τα προς το ζην με πολύ κόπο και αγώνα: «απ’ τον καιρό που βγήκα στην ζωή, τρώω πικρό ψωμί». Πρβλ.: αυτές γλυκαίνουν το πικρό μας το ψωμί και το φτωχόσπιτό μας φαίνεται παλάτι (Τραγούδι)·
- τρώω ψωμί κι ελιά ή τρώω ψωμί κι ελιές, βλ. συνηθέστ. τη βγάζω με ψωμί κι ελιά·
- τρώω το ψωμί του, βλ. φρ. μου δίνει και τρώω ψωμί·  
- φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι, περάσαμε μαζί τα πάνδεινα, μας συνδέουν παλιοί και στενοί δεσμοί: «με τον παππού σου ήρθαμε απ’ τη Μικρασία με την Καταστροφή και φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι, μέχρι να ορθοποδήσουμε»·
- φάγαμε μαζί ψωμί κι ελιά ή φάγαμε μαζί ψωμί κι ελιές, βλ. συνηθέστ. φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι·
- φεύγει σαν ψωμί, α. (για προϊόντα) πουλιέται με μεγάλη ευκολία, έχει μεγάλη ζήτηση: «έριξε ένα νέο προϊόν στην αγορά, που φεύγει σαν ψωμί». β. (για δουλειές) εξελίσσεται χωρίς καμιά δυσκολία, πανεύκολα: «έχει βάλει το καπέλο του στραβά, γιατί η δουλειά που ανέλαβε φεύγει σαν ψωμί». Από το ότι το ψωμί ως βασική τροφή του ανθρώπου, καταναλώνεται καθημερινά με μεγάλη ευκολία. Συνών. φεύγει σαν σπόρια / φεύγει σαν στραγάλια / φεύγει σαν φιστίκια·
- χαράμι το ψωμί που τρώει, βλ. λ. τρώει το ψωμί χαράμι·
- χάσικο ψωμί, βλ. λ. χάσικος·
- χορταίνω ψωμί, ζω άνετα από την εργασία μου, από τη δουλειά μου: «απ’ τη μέρα που μπήκα στο δημόσιο χορταίνω ψωμί». (Λαϊκό τραγούδι: πού είναι η προκοπή που έχω μες τη μαύρη μου ζωή; Κι αν δουλεύω σαν το σκλάβο δε χορταίνω το ψωμί
- χωριάτικο ψωμί, το καλοζυμωμένο, που είναι σφιχτό και με σκληρή κόρα: «στο σπίτι μας αγοράζουμε χωριάτικο ψωμί που είναι καμωμένο από αγνά υλικά, γιατί το δήθεν πολυτελείας γίνεται σαν λάστιχο, όταν πας να το κόψεις»·
- χωρίς ψωμί, χωρίς κρασί, παγώνει η αγάπη, βλ. λ. αγάπη·
- ψωμί δε γίνεται χωρίς προζύμι, για να πετύχει κανείς στο σκοπό του απαιτούνται τα κατάλληλη, τα απαραίτητα μέσα: «πώς πας ν’ αρχίσεις δουλειά χωρίς να έχεις λεφτά! Δεν έχεις μάθει φαίνεται πως ψωμί δε γίνεται χωρίς προζύμι»·  
- ψωμί δεν είχαμε, τυρί μας ήρθε, βλ. λ. τυρί· 
- ψωμί δεν έχουμε να φάμε, ραπανάκια για την όρεξη γυρεύουμε, λέγεται ειρωνικά για κείνους, που ενώ στερούνται τα απολύτως αναγκαία, επιζητούν τα περιττά.
- ψωμί και τυρί, ειρωνική απάντηση στην ερώτηση κάποιου με το τι(;)· βλ. και λ. τυρί·
- ψωμί κι ελιά, δηλώνει πολύ φτωχική ζωή: «όσοι μεγάλωσαν με ψωμί κι ελιά ξέρουν τι πάει να πει δύσκολη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα το πήρα απόφαση ν’ αράξω στη στεριά, καλύτερα ψωμί κι ελιά και μες στην αγκαλιά σου παρά του κόσμου τα καλά και να ’μαι μακριά σου
- ψωμί κι ελιά και Κώτσο βασιλιά, βλ. λ. βασιλιάς·
- ψωμί, παιδεία, ελευθερία, το ιστορικό φοιτητικό σύνθημα κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου·
- ψωμί τυρί δεν είχαμε, χοντρή ψωλή γυρεύαμε, βλ. λ. ψωλή.

ψωμοτύρι

ψωμοτύρι, το, ουσ. [<ψωμο- + τυρί]. 1. το φτωχικό γεύμα: «κάθε μέρα, όταν κάνουν παύση εργασίας, για να ξεκουραστούν, τρώει ψωμοτύρι για κολατσιό». 2. λόγος ή πράξη, που επαναλαμβάνεται συχνά ή που γίνεται με ευκολία από κάποιον: «έχει τη δικαιολογία ψωμοτύρι || για μένα αυτή η δουλειά είναι ψωμοτύρι». (Τραγούδι: αστραπή, αστραπή πανηγύρι η χαρά κι ο καημός ψωμοτύρι
- βγάζω το ψωμοτύρι μου, βλ. συνηθέστ. βγάζω το ψωμί μου, λ. ψωμί·
- βγαίνει το ψωμοτύρι, βλ. συνηθέστ. βγαίνει το ψωμί, λ. ψωμί·
- είναι το ψωμοτύρι μου, βλ. συνηθέστ. είναι το ψωμί μου, λ. ψωμί·
- τη βγάζω με ψωμοτύρι, ζω λιτά, φτωχικά: «άλλοτε ζω άνετα και άλλοτε τη βγάζω με ψωμοτύρι, έτσι είναι η ζωή»·
- το πήρε (για) ψωμοτύρι ή το ’χει πάρει (για) ψωμοτύρι, βλ. φρ. το ’χει (για) ψωμοτύρι·
- το ’χει (για) ψωμοτύρι, επαναλαμβάνει συχνά και με ευκολία κάτι: «αυτός ο άνθρωπος το ’χει το ψέμα για ψωμοτύρι || το μάλωμα το ’χει ψωμοτύρι»·
- τρέχω για το ψωμοτύρι, βλ. συνηθέστ. τρέχω για το ψωμί, λ. ψωμί.

ωραίος

ωραίος, -α, -ο, επίθ. [<μτγν. ὡραῖος <αρχ. ὡραῖος (= στη σωστή στιγμή, στην ώρα του)], ωραίος. 1. που είναι ευχάριστος στη συναναστροφή του, που θέλγει με τη χάρη του και τη συμπεριφορά του: «ωραίος άνθρωπος || ωραία γυναίκα». (Τραγούδι: τι ωραία που είσαι, τι μετάξι μαλλιά, τι βελούδινα χείλη, τι φλογάτα φιλιά // είμαι πολύ ωραίος, βεβαίως βεβαίως). 2. που είναι άμεμπτος, αξιοπρεπής στη συμπεριφορά του ή στις δοσοληψίες του: «θέλω να συνεργάζομαι μαζί του, γιατί είναι ωραίος στο αλισβερίσι του». 3. που είναι ικανός σε μια επαγγελματική δραστηριότητα ή σε κάποιο άθλημα: «είναι ωραίος μηχανικός || βρήκα έναν πολύ ωραίο δικηγόρο || είναι πολύ ωραίος ποδοσφαιριστής». 4. (ειρωνικά) διατυπώνει δυσμενή ή μειωτική κρίση για κάποιον ή για κάτι: «ωραίο φίλο έχεις! || ωραία γυναίκα διάλεξες ! || ωραίο αυτοκίνητο αγόρασες!». Συνήθως άλλες φορές προτάσσεται και άλλες ακολουθεί το τι να σου πω ή το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ. Συνών. καλός (18). 5.το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ωραίος κ. η ωραία, αυτός που είναι όμορφος: «ποια είναι εκείνη η ωραία;». (Λαϊκό τραγούδι: κι από τότε, στρείδι μύδι, βάλαμε και δαχτυλίδι, κι όλοι λέγαν στην παρέα, ο ωραίος κι η ωραία). 6α. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα ωραία, (στη γλώσσα της αργκό) οι όμορφες, οι ευχάριστες, οι ωραίες στιγμές ή καταστάσεις: «μόλις την είδα, θυμήθηκα τα ωραία που περνούσαμε, όταν ήμασταν στο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό τραγούδι: αγκαλιές, αγκαλιές πού ’ναι τα ωραία μας στις ακρογιαλιές). β. τα πράγματα που αρέσουν, που είναι ευπρόσδεκτα, που ικανοποιούν: «μας πρόσφερε ένα γεύμα μ’ όλα τα ωραία». (Λαϊκό τραγούδι: έλα να νιώσεις πώς είν’ η ζωή κι όλα τα ωραία μέχρι το πρωί). Συνών. όμορφος (3α, β) / φίνος (3α, β). Επίρρ. ωραία, α. εντάξει: «θα ’ρθεις μαζί μας; -Ωραία». β. πάρα πολύ καλά, περίφημα, έξοχα: «στην εξοχή περάσαμε πολύ ωραία || ωραία του τα ’πες του παλιοαλήτη». (Ακολουθούν 36 φρ.)·
- βαδίζω όμορφα κι ωραία, βλ. λ. όμορφος·
- για τα ωραία σου τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- είμαι στα ωραία μου, βρίσκομαι σε πολλή καλή ψυχολογική ή οικονομική κατάσταση: «πες μου, αγάπη μου, τώρα που είμαι στα ωραία μου τι θέλεις να σου αγοράσω!». Συνών. είμαι στ’ απάνω μου / είμαι στα απ / είμαι στα χάι ή είμαι στα χάι μου ή είμαι στο χάι μου·
- είμαι ωραίος, δεν έχω την ανάγκη κανενός: «απ’ τη μέρα που βολεύτηκα στο δημόσιο, είμαι ωραίος»·
- είναι ωραίος λαιμός, βλ. λ. λαιμός·
- έχει ωραίο λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- έχει ωραίο λαρύγγι, βλ. λ. λαρύγγι·
- έχει ωραίο πόδι, (για ποδοσφαιριστές) βλ. λ. πόδι·
- η Ωραία Πύλη, βλ. λ.πύλη·
- καθαρίζω όμορφα κι ωραία, βλ. λ. όμορφος·
- κάνει τον ωραίο, προσποιείται τον ακατάδεκτο, πως δεν έχει την ανάγκη κανενός: «κέρδισε κάποιο ποσό στο λαχείο κι από τότε κάνει τον ωραίο»·
- κάποια(ν) ωραία(ν) πρωία(ν) ή μια(ν) ωραία(ν) πρωία(ν), βλ. λ. πρωία·
- ξηγιέμαι μάγκικα κι ωραία, βλ. λ. μάγκικος·
- ξηγιέμαι όμορφα κι ωραία, βλ. λ. όμορφος·
- ξηγιέμαι ωραία, συμπεριφέρομαι σωστά, καθώς πρέπει: «είναι καλό παλικάρι, και πάντα ξηγιέται ωραία». (Λαϊκό τραγούδι: νύχτες κάνανε παρέα και ξηγιόντουσαν ωραία, κάτω στο Πασαλιμάνι που ξηγιούνται μάνι-μάνι
- ο ωραίος Μπρούμελ, α. πάρα πολύ όμορφος άντρας: «στα νιάτα του υπήρξε ο ωραίος Μπρούμελ». β. θαυμαστικός χαρακτηρισμός του πολιτικού Άκη Τσοχατζόπουλου από τους οπαδούς του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και ειρωνικός από τους αντιπάλους του. Αναφορά στο ομώνυμο αμερικανικό κινηματογραφικό έργο της δεκαετίας του 1950, με πρωταγωνιστή τον Στιούαρ Γκρέιντζερ·
- όλα καλά κι όλα ωραία, βλ. λ. όλος·
- όμορφα κι ωραία, βλ. λ. όμορφος·
- περνώ όμορφα κι ωραία ή την περνώ όμορφα κι ωραία, βλ. λ. όμορφος·
- περνώ φίνα κι ωραία ή την περνώ φίνα κι ωραία, βλ. λ. φίνος·
- περνώ ωραία ή την περνώ ωραία, ζω άνετα και ευχάριστα: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, την περνώ ωραία». (Λαϊκό τραγούδι: θα ’μαστε οι δυο παρέα και θα την περνάμε ωραία). Συνών. περνώ όμορφα ή την περνώ όμορφα / περνώ φίνα ή την περνώ φίνα·
- τη βγάζω όμορφα κι ωραία, βλ. φρ. περνώ όμορφα κι ωραία·
- τη βγάζω φίνα κι ωραία, βλ. λ. φίνος·
- τη βγάζω ωραία, βλ. φρ. περνώ ωραία·
- το ωραίο είναι ότι…, το αξιοπερίεργο στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι…: «το ωραίο είναι ότι αντί να μου φέρει τα λεφτά που μου χρωστούσε, ήρθε και μου ζητούσε να του δώσω κι άλλα || το ωραίο είναι ότι αντί να ζητήσει συγνώμη για τη φασαρία που δημιούργησε, ήθελε και τα ρέστα»·
- το ωραίο να λέγεται, έκφραση με την οποία εκφράζουμε το θαυμασμό μας για κάποια ωραία γυναίκα που ίσως δεν έπρεπε να εκδηλωθούμε: «κρύψε το θαυμασμό σου για την τάδε, γιατί είναι γυναίκα φίλου μου. -Το ωραίο να λέγεται». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το α· βλ. και φρ. το καλό να λέγεται, λ. καλόςκ. το σωστό να λέγεται, λ. σωστός·
- ωραία δουλειά! βλ. λ.δουλειά·
- ωραία εξήγηση, βλ. λ. εξήγηση·
- ωραία τα ’κανες! ειρωνική έκφραση σε άτομο που, αντί να πετύχει να φέρει σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση, την έκανε χειρότερη: «ωραία τα ’κανες έτσι όπως χειρίστηκες την υπόθεση!»·
- το ωραίο φύλο, βλ. λ.φύλο·
- ωραία λέει! βλ. λ. λέω·
- ωραίοι καιροί! βλ. λ.καιρός·
- ωραίο πράμα! βλ. λ.πρά(γ)μα·
- ωραίοι τρόποι, βλ. λ. τρόπος·
- ωραίος καιρός! βλ. λ.καιρός·
- ωραίος τρόπος! βλ. λ. τρόπος.