Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 αποτελέσματα (1 έως 20)
βασιλικός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βασιλικός, ο, ουσ. [<μσν. βασιλικός, αρσ. του αρχ. επιθ. βασιλικός], το καλλωπιστικό φυτό βασιλικός και στον πλ. τα βασιλικά, που είναι ιδιαίτερα αγαπητό στο λαό. (Δημοτικό τραγούδι: μανά μ’ σγουρός βασιλικός, πλατύφυλλος και δροσερός)·
- βασιλικός στη γειτονιά, κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι, βλ. λ. σπίτι· 
- για χάρη του βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα, βλ. λ. χάρη·
- ο βασιλικός κι αν μαραθεί, τη μυρωδιά την έχει, το ήθος, η ευγένεια του χαρακτήρα, τα ευγενικά αισθήματα του ανθρώπου, δε χάνονται με τις ατυχίες της ζωής, τη δυστυχία ή τη φτώχεια: «και τώρα που ξέπεσε οικονομικά, ξεχωρίζει ακόμη για το ήθος του και τα ευγενικά του αισθήματα, γιατί ο βασιλικός κι αν μαραθεί, τη μυρωδιά την έχει». (Μαντινάδα: ο βασιλικός κι αν μαραθεί, τη μυρωδιά την έχει και μένα η αγάπη μου την έγνοια μου την έχει). Συνών. η λίρα και στα σκατά να πέσει, πάλι λίρα θα είναι / ο χρυσός κι αν ξεφλουδίζεται, πάλι χρυσάφι μένει·
- χάρη στο βασιλικό πίνει η γλάστρα το νερό, βλ. λ. χάρη.

βασιλικός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βασιλικός, -ή κ.-ιά, -ο, επίθ. [<αρχ. βασιλικός], βασιλικός. 1α. που ταιριάζει σε βασιλιά, που είναι λαμπρός, πλούσιος, πλουσιοπάροχος: «βασιλικά ρούχα || βασιλικό γλέντι || βασιλικό γεύμα». β. που χαρακτηρίζει το βασιλιά: «βασιλικός πλούτος». 2. ως ουσ. ο βασιλικός, αυτός που υποστηρίζει το βασιλιά ή τη βασιλεία: «ο ένας του γιος είναι βασιλικός κι ο άλλος δημοκρατικός»·
- βασιλικά έξοδα, βλ. λ. έξοδο·
- βασιλική γόπα, βλ. λ. γόπα·
- βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα, βλ. λ. διαταγή·
- βασιλικό δώρο, βλ. λ. δώρο·
- βασιλικό τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- έχει βασιλικό αίμα, βλ. λ. αίμα·
- με βασιλικές τιμές, βλ. λ. τιμή.

γόπα

γόπα, η, ουσ. [<βώπα <μτγν. βῶξ <βόαξ ή βόωψ], είδος μικρού ψαριού· το αποτσίγαρο. (Λαϊκό τραγούδι: δεν τον νοιάζει γόπες να φουμάρει, φτάνει να τον λένε παλικάρι
- βασιλική γόπα, μεγάλο αποτσίγαρο: «από τη μέρα που τα κονόμησε, πετάει όλο βασιλικές γόπες». Από το ότι, υποτίθεται πως ο βασιλιάς, μετά από μερικές ρουφηξιές πετάει το τσιγάρο του·
- καπνίζει και τη γόπα, καπνίζει πάρα πολύ, είναι μανιώδης καπνιστής: «όσους όρκους και να σου ’δωσε, αποκλείεται να κόψει το τσιγάρο, γιατί αυτός καπνίζει και τη γόπα». Συνών. καπνίζει και το φίλτρο / καπνίζει σαν αράπης / καπνίζει σαν καμινάδα / καπνίζει σαν μπουρί / καπνίζει σαν τζάκι / καπνίζει σαν τσιμινιέρα / καπνίζει σαν φουγάρο.

σπίτι

σπίτι, το, ουσ. [<μσν. σπίτιν <ὁσπίτιον <λατιν. hospitium], το σπίτι. 1. η οικογένεια: «αυτή τον αγαπάει πολύ, αλλά δεν τον θέλουν απ’ το σπίτι της || δεν καταλαβαίνεις πως μ’ αυτές τις βλακείες που κάνεις στενοχωρείς το σπίτι σου; || χαιρετισμούς στο σπίτι!». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα με το σπίτι μου μαλώνω· τα δικά σου τα σπασμένα εγώ πληρώνω). 2. (γενικά) ο οικιακός εξοπλισμός, καθώς και η επίπλωση: «έχει κάνει ένα σωρό έξοδα, γιατί παντρεύει την κόρη του και στήνει το σπίτι της». 3. ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο: «όλα τα σπίτια είναι μαζεμένα γύρω απ’ το λιμάνι». 4. κατάλληλα διαμορφωμένα κλειστός χώρος, όπου διαδραματίζονται οι περιπέτειες των παιχτών του big brother: «από την κόντρα των τάδε, επικρατούσε για τρίτη μέρα μεγάλη ένταση στο σπίτι».  5. ως επίρρ., σπίτι, στο σπίτι: «όταν κάνει κρύο, μένω σπίτι». Υποκορ. σπιτάκι, το, (βλ. λ.). (Ακολουθούν 121 φρ.)·
- αδειάζω το σπίτι, α. το απογυμνώνω από τα πράγματα αξίας που έχει, το κατακλέβω: «χτες βράδυ τα κλεφτρόνια άδειασαν τα πιο πολλά σπίτια της γειτονιάς». β. το ξενοικιάζω είτε ως ιδιοκτήτης είτε ως ένοικος: «την άλλη βδομάδα αδειάζω το σπίτι και μπορώ να στο νοικιάσω || την άλλη βδομάδα αδειάζω το σπίτι, γιατί βρήκα άλλο με φθηνότερο νοίκι»·
- άδειο σπίτι, α. το ξενοίκιαστο: «ξέρεις πουθενά κανένα άδειο σπίτι, για να το νοικιάσω;». β. που δεν έχει ενοίκους, που δε ζει κανένας ή που δε ζουν όσοι ζούσαν, όσοι θα έπρεπε να ζουν: «εδώ κάποτε ζούσε ολόκληρη οικογένεια, αλλά ξεκληρίστηκε σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα κι απόμεινε άδειο σπίτι || κάποτε μέσα στο σπίτι αντιλαλούσαν οι χαρούμενες φωνές των παιδιών, όμως τα παιδιά μεγάλωσαν, έκαναν δικές τους οικογένειες κι απόμειναν μόνοι, δυο γέροι, μέσα στ’ άδειο σπίτι»·
- αλλάζω σπίτι, μετακομίζω από αυτό στο οποίο διαμένω σε ένα άλλο: «την άλλη βδομάδα αλλάζω σπίτι, γιατί σ’ αυτό που μένω θα εγκατασταθεί η κόρη του ιδιοκτήτη που παντρεύτηκε»·
- άμα θέλεις να βρεις σπίτι, ψάξε για γείτονα, βλ. λ. γείτονας·
- αν δε σε θέλουν στο χωριό, μη ζητάς το σπίτι του παπά, βλ. λ. χωριό·
- αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει, όποιος δεν παινεύει κάποιον της οικογενείας του ή κάτι που είναι δικό του τότε βλάπτει αρχικά τον ίδιο του τον εαυτό. Συνήθως λέγεται ειρωνικά και σε κάποιον, που εκθειάζει τις αρετές και τις ικανότητες συγγενικού του προσώπου·
- αν δεν παντρέψεις κόρη κι αν δε χτίσεις σπίτι, δεν ξέρεις τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- ανάποδο σπίτι, που δεν έχει καλή διαρρύθμιση, που δεν είναι βολικό: «μπορεί να είναι μεγάλο και καλοχτισμένο, αλλά με τους διαδρόμους και τα δωματιάκια του είναι τελικά ανάποδο σπίτι»·
- άνθρωπος του σπιτιού, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγω σπίτι, παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια: «μόλις βρω μια σταθερή δουλειά, θα βρω κι ένα καλό κορίτσι για ν’ ανοίξω σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ το κρητικόπουλο από τον Ψηλορείτη αγάπησα μια κοπελιά, μ’ αυτή θ’ ανοίξω σπίτι). Συνών. ανοίγω νοικοκυριό·
- ανοίγω το σπίτι, κάνω διάρρηξη: «χτες βράδυ άνοιξαν το σπίτι του τάδε»·
- ανοίγω το σπίτι μου, δέχομαι κοινωνικές επισκέψεις, έχω κοινωνική, κοσμική  ζωή: «αν δεν περάσουν τρία χρόνια απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου, δε θ’ ανοίξω το σπίτι μου»·
- ανοιχτό σπίτι, το κοσμικό, το φιλόξενο: «έχουν ανοιχτό σπίτι και κάθε τόσο κάνουν διάφορα πάρτι || όποιος φίλος περνάει απ’ την πόλη μας, κοιμάται στον τάδε, γιατί έχει ανοιχτό σπίτι»·
- απ’ τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- από σπίτι σε σπίτι, από το ένα σπίτι στο άλλο διαδοχικά: «κάθε μέρα γυρίζει από σπίτι σε σπίτι και κάνει κουτσομπολιό || είναι τόσο φτωχός, που κάθε μέρα ζητιανεύει από σπίτι σε σπίτι»·
- βασιλικός στη γειτονιά, κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι, λέγεται γι’ αυτούς, που ενώ στις παρέες τους είναι ευγενικοί και πρόσχαροι στην οικογένειά τους φέρονται σκληρά, τυραννικά: «έτσι είναι τα πιο πολλά σημερινά παιδιά, βασιλικός στη γειτονιά κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι»·
- βαστώ το σπίτι, συντηρώ, φροντίζω την οικογένειά μου: «ένας Θεός ξέρει με τι κόπους και θυσίες βαστώ αυτό το σπίτι!»·
- γαμώ το σπίτι μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου: «γαμώ το σπίτι μου, πάλι λάθος έκανα!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ το σπίτι σου! ή σου γαμώ το σπίτι! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ το σπίτι σου, μου δημιουργείς συνέχεια προβλήματα! || σου γαμώ το σπίτι αν ξανακάνεις κοπάνα!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- δε με χωράει το σπίτι, νιώθω έντονη στενοχώρια, ανυπομονησία ή ανησυχία για κάτι ή νιώθω έντονη χαρά για κάτι, πράγμα που με κάνει να μην μπορώ να μείνω στο σπίτι: «όταν είμαι στενοχωρημένος, δε με χωράει το σπίτι, γιατί έχω την εντύπωση ότι πνίγομαι || κάθε βράδυ μέχρι να επιστρέψουν τα παιδιά μου, δε με χωράει το σπίτι || όταν μου τηλεφώνησαν πως κέρδισα το λαχείο, πετάχτηκα στους δρόμους, γιατί δε με χωρούσε το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: τους δρόμους πήρα μες στην παγωνιά κι ήρθα να πιω σε μια γωνιά. Δε με χωράει το σπίτι μου, τα ρούχα μου μου φταίνε, για μια γυναίκα στη ζωή τα δυο μου μάτια κλαίνε
- δεν είναι για σπίτι, (και για τα δυο φύλα) λόγω χαρακτήρα ή επαγγέλματος δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει οικογένεια: «όπως έχει μάθει αυτός με τις παλιοπαρέες και τα ξενύχτια, δεν είναι για σπίτι || όσο να πεις, ένας ναυτικός δεν είναι για σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: στου Αιγάλεω το Σίτυ, στου Αιγάλεω το Σίτυ “περιτράνως απεδείχθη” πως δεν είσαι συ για σπίτι
- δεν κάνει για σπίτι, (και για τα δυο φύλα) δεν είναι ικανός, κατάλληλος ή ώριμος για να κάνει οικογένεια: «είναι καλό παιδί, αλλά άμυαλο, γι’ αυτό δεν κάνει για σπίτι || όταν δει κάποιον όμορφο παίζει το μάτι της, γι’ αυτό δεν κάνει για σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μου στέρησες το σπλάχνο μου και ρήμαξε η ζωή μου, δεν έκανες για σπίτι εσύ ούτε για το παιδί μου
- δεν ξέρει τι θα πει σπίτι ή δεν ξέρει τι πάει να πει σπίτι, δεν πηγαίνει τακτικά στο σπίτι του, είτε γιατί δουλεύει πάρα πολύ είτε γιατί το ’χει ρίξει στις διασκεδάσεις: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, δεν ξέρει τι θα πει σπίτι, γιατί δουλεύει σαν σκυλί || όσο ήταν λεύτερος, δεν ήξερε τι πάει να πει σπίτι, γιατί είχε το μυαλό του συνέχεια στις διασκεδάσεις»·    
- δεν πάω σπίτι μου απόψε! έκφραση ενθουσιασμένου ανθρώπου, που βρίσκεται σε απόλυτη ψυχική ευφορία, ιδίως λόγω ποτού. (Λαϊκό τραγούδι: δεν πάω σπίτι μου απόψε,να χαρώ την όμορφη βραδιά, απόψε όλα θα τα σπάσω και το πρωί θα πάρω τα κλειδιά
- δεν το κάνω σπίτι, δε συνηθίζω να κάνω κάτι ή το κάνω πάρα πολύ αραιά: «κάπου κάπου πηγαίνω κι εγώ στα μπουζούκια, αλλά δεν το κάνω σπίτι». Από το ότι το σπίτι του καθενός είναι ο χώρος που συνήθως περνάει τις περισσότερες ώρες της ημέρας ή είναι ο χώρος όπου επιστρέφει κάθε μέρα·
- διέλυσε το σπίτι του, διέλυσε την οικογένειά του, χώρισε με τη σύζυγό του: «για μια γυναίκα της νύχτας διέλυσε το σπίτι του»·
- δουλειές του σπιτιού, βλ. λ. δουλειά·
- είναι από καλό σπίτι, βλ. φρ. είναι από σπίτι·
- είναι από μεγάλο σπίτι, κατάγεται από πλούσια, από αριστοκρατική οικογένεια. (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμ’ εγώ παλιόπαιδο και μη με λες αλήτη, είμ’ από οικογένεια κι από μεγάλο σπίτι
- είναι από σπίτι, είναι από καλή οικογένεια, έχει καλή ανατροφή: «απ’ τη στάση και τους τρόπους του φαίνεται αμέσως πως το παιδί είναι από σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μου γίνανε στενός κορσές και μου μπήκανε στη μύτη, έλα πάρ’ το μου φωνάζουν, κι είν’ κορίτσι από σπίτι
- είναι από σπίτι με αρχές, είναι από ηθική και τίμια οικογένεια: «είναι παιδί από σπίτι με αρχές και δεν κάνει παρέα με τους αλήτες της γειτονιάς»·
- είναι κορίτσι από σπίτι, βλ. λ. κορίτσι·
- είναι του σπιτιού, ανήκει στην ίδια την οικογένεια με κάποιους άλλους, είναι συγγενής της οικογένειας: «άφησέ τον να μπει μέσα, γιατί είναι του σπιτιού»·
- είχαμε κηδεία στο σπίτι, βλ. λ. κηδεία·
- επιστρέφω στο σπίτι μου, (για ανώτερους δημόσιους λειτουργούς ή για πολιτικούς) τερματίζω τη σταδιοδρομία μου: «όλοι οι ηλικιωμένοι του κόμματος επέστρεψαν στο σπίτι τους, για ν’ αναλάβουν οι νεότεροι»·
- έφυγε απ’ το σπίτι, εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι ή εγκατέλειψε τη σύζυγό του, την οικογένειά του: «μάλωσε άγρια με το γέρο του κι έφυγε απ’ το σπίτι || τα ’μπλεξε με μια παρδαλή κι έφυγε απ’ το σπίτι του»· βλ. και φρ. το ’σκασε απ’ το σπίτι·
- έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό, βλ. λ. γυναίκα·
- ζει σε γυάλινο σπίτι, είναι απαλλαγμένος από κάθε είδους διαπλοκή ή από άλλες ύποπτες ή παράνομες ενέργειες: «ένας πολιτικός πρέπει να ζει σε γυάλινο σπίτι, για να δίνει με τη διαγωγή του το καλό παράδειγμα και στους πολίτες». Από το ότι, αυτός που ζει μέσα σε γυάλινο σπίτι, δεν μπορεί να κάνει τίποτα κρυφό, γιατί όλες του οι ενέργειες βρίσκονται σε κοινή θέα·
- ζει το σπίτι του, συντηρεί το σπίτι του: «είναι πολύ άξιο παλικάρι, γιατί από μικρός ζει το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: πέντε χρόνια στη δουλειά σου ζούσες σπίτι, τα παιδιά σου, ήσουνα τεχνίτης πρώτης, ο Αντώνης ο Πειραιώτης
- ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει δυο σπίτια, ένας αποτυχημένος γάμος, έχει οπωσδήποτε συνέπεια και στις οικογένειες των δυο συζύγων: «δεν είναι μόνο που και οι δυο τους είναι στραβόξυλα, αλλά το κακό είναι πως ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει δυο σπίτια»·
- η βασίλισσα του σπιτιού, βλ. λ. βασιλιάς·
- η μικρή μαγεριά, κάνει μεγάλα σπίτια, με την οικονομία δημιουργεί κανείς πλούτο: «αυτός θα γίνει πλούσιος μια μέρα με την οικονομία που κάνει, γιατί η μικρή μαγειριά, κάνει τα μεγάλα σπίτια»·
- θα σε στείλω σπίτι ή θα σε στείλω σπίτι σου ή θα σε στείλω στο σπίτι σου, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε απολύσω από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «αν σε ξαναπιάσω να κάνεις κοπάνα, θα σε στείλω στο σπίτι σου»·
- θρέφω το σπίτι μου, προσφέρω στην οικογένειά μου τα απαραίτητα για να ζήσει: «κάνω δυο δουλειές για να θρέψω το σπίτι μου»·
- κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του, ο καθένας νιώθει πολύ άνετα και ευχάριστα στο σπίτι του: «όλη τη μέρα μπερδεύομαι μ’ ένα σωρό ανθρώπους και μόλις γυρίσω στο σπίτι νιώθω ευτυχισμένος, γιατί κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του»·
- και του χρόνου σπίτια μας! ή και του χρόνου στα σπίτια μας! ευχετική έκφραση α. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα ξενιτεμένα άτομα, με το νέο χρόνο να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, στην οικογένειά τους. β. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα άτομα που είναι ανύπαντρα, με το νέο χρόνο να παντρευτούν και να βρίσκονται στο δικό τους σπίτι, στη δική τους οικογένεια. γ. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα στρατευμένα άτομα, με το νέο χρόνο να έχουν πάρει το απολυτήριό τους και να βρίσκονται στα σπίτια τους·
- καίει το σπίτι, επικρατεί στους χώρους του μεγάλη ζέστα: «άνοιξε κανένα παράθυρο να δροσιστούμε, γιατί καίει το σπίτι»·
- καιρός για σπίτι, βλ. λ. καιρός·
- κακόφημο σπίτι, ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο: «όλα τα κακόφημα σπίτια βρίσκονταν κάποτε στην περιοχή του λιμανιού»·
- κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι, καλύτερα φτωχός και να αφεντεύω το σπίτι μου, παρά να είμαι σε ένα πλουσιόσπιτο και να με αφεντεύουν άλλοι: «κάντε εσείς παρέα μ’ αυτό το πλουσιόπαιδο, γιατί εγώ, κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι»·  
- κάνω σπίτι, α. παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια: «μόνο αν βρω την κατάλληλη γυναίκα θα κάνω σπίτι». Συνών. κάνω νοικοκυριό. β. χτίζω σπίτι: «επειδή η κόρη μου έφτασε σε ηλικία γάμου, της κάνω ένα σπίτι για προίκα»·
- κάνω το σπίτι, καθαρίζω το εσωτερικό του, τους χώρους όπου ζω και κινούμαι: «επειδή αύριο έχω κάποιους φίλους καλεσμένους, δε θα ’ρθω μαζί σας στην εκδρομή, γιατί πρέπει με την κυρά μου να κάνω το σπίτι»·
- κλείνω το σπίτι μου, διαλύω την οικογένειά μου: «έμπλεξε με κάτι παρδαλές κι έκλεισε το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια
- κολόνα του σπιτιού, βλ. λ. κολόνα·
- κουρελού έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. κουρελού·
- μ’ έφαγε το σπίτι, κουράστηκα πολύ για να το συμμαζέψω, να το συγυρίσω: «μόλις γυρίσαμε απ’ τις διακοπές, μ’ έφαγε το σπίτι, μέχρι να το βάλω σε μια τάξη»·
- μαζεύω σπίτι μου ή μαζεύω στο σπίτι μου (κάποιον), προσφέρω στέγη σε κάποιον: «επειδή για ένα διάστημα δεν είχε πού να μείνει, τον μάζεψα στο σπίτι μου»·
- μαζεύω το σπίτι, βλ. φρ. συμμαζεύω το σπίτι·
- μου ’βαλε φωτιά στο σπίτι, προκάλεσε ανυπολόγιστο κακό στην οικογένειά μου: «μου ’βαλε φωτιά στο σπίτι, ο άτιμος, γιατί παρέσυρε το γιο μου στα ναρκωτικά». (Λαϊκό τραγούδι: αισθήματα δεν είχες μέσα στην καρδιά σου και να με κάψει, ήθελες, το προμελέτημά σου. Μπαμπέσικη καρδιά, πώς μ’ έχεις βασανίσει, έβαλες στο σπίτι μου φωτιά
- μου διέλυσε το σπίτι, ήταν η αιτία που χώρισα με τη γυναίκα μου: «τον θεωρούσα φίλο κι αυτός ξεμυάλισε τη γυναίκα μου και μου διέλυσε το σπίτι»· βλ. και φρ. μου ’κλεισε το σπίτι·
- μου ’κλεισε το σπίτι, μου προξένησε μεγάλη ηθική ή οικονομική ζημιά ή προκάλεσε ανυπολόγιστο κακό στην οικογένειά μου ή σε κάποιο μέλος της οικογένειάς μου: «δε μου επέστρεψε τα λεφτά την ημερομηνία που μου είχε υποσχεθεί και μου ’κλεισε το σπίτι, γιατί δεν είχα τη δυνατότητα να συνεχίσω τη δουλειά  μου || τα ’μπλεξε με τη γυναίκα μου και μου ’κλεισε το σπίτι το κάθαρμα || σκότωσε το γιο μου με τ’ αυτοκίνητό του και μου ’κλεισε το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: Δημήτρη μου, Δημήτρη μου, μου το ’κλεισες το σπίτι μου // πόσα σπιτάκια έκλεισες και είναι ρημαγμένα, πόσοι λεβέντες μπήκανε στη φυλακή για σένα
- μου τίναξε το σπίτι στον αέρα, βλ. φρ. μου διέλυσε το σπίτι·
- μπερντέ έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. μπερντές·
- να πάει σπίτι ή να πάει στο σπίτι ή να πάει στο σπίτι του, έκφραση που απευθύνεται σε όσους δε συμπεριφέρονται ή δεν εργάζονται σύμφωνα με τους όρους μιας ομάδας ή μιας επιχείρησης με την έννοια να αποχωρήσουν, να φύγουν, να παραιτηθούν: «οι όροι του καταστατικού της ομάδας είναι αυτοί και, όποιος δε συμφωνεί, να πάει σπίτι || η επιχείρηση δουλεύει με αυτό το σύστημα κι όποιου δεν του αρέσει, να πάει στο σπίτι || το ωράριο είναι εφτά πέντε κι όποιος δε συμφωνεί, να πάει στο σπίτι του»·
- ντύνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) στρώνω τα χαλιά: «λέω όπου να ’ναι να ντύσω το σπίτι, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα»·
- ξεσηκώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) κάνω γενική καθαριότητα: «κάθε φορά που πλησιάζουν μεγάλες γιορτές, η μάνα μου ξεσηκώνει το σπίτι»·
- ξεστρώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) βγάζω τα χαλιά: «κάθε φορά που πλησιάζει το καλοκαίρι, η μάνα μου ξεστρώνει το σπίτι»·
- ο άντρας του σπιτιού, βλ. λ. άντρας·
- όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου, α. λέγεται για κείνους που αισθάνονται άνετα και οικεία σε οποιοδήποτε περιβάλλον: «αυτός ο άνθρωπος έχει τη φιλοσοφία όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου κι έτσι νιώθει παντού άνετα». β. αναφορά σε παλιότερες εποχές, όταν επικρατούσε ανθρωπιά και αλληλεγγύη μεταξύ των γειτόνων σε αντιδιαστολή με τη σημερινή εποχή, όπου κυριαρχεί η απανθρωπιά και ο ατομικισμός·
- όποιος κατηγορεί το σπίτι του, πέφτει και τον πλακώνει, όποιος δεν είναι ευχαριστημένος με αυτά που έχει, ως τιμωρία του τα χάνει και αυτά·
- όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του, αυτός που διαχειρίζεται καλά τα του οίκου του, διαχειρίζεται σωστά και λογικά και τη ζωή του: «πες μου τι κάνει στο σπίτι του και θα σου πω για τη ζωή του, γιατί όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του»·
- όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, γίνεται ρεζίλι του κόσμου αυτός που πουλάει το σπίτι του και ύστερα δεν έχει πού να μείνει: «μα με τα σωστά σου, θα πουλήσεις το σπίτι σου και θα ξεσπιτωθείς για να κάνεις μια αμφίβολη δουλειά; Όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, χαϊβάνι, έ χαϊβάνι!»·
- όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό, όταν γίνει το κακό, η ζημιά, τότε όλοι δήθεν προθυμοποιούνται να βοηθήσουν: «τώρα ξύπνησες να με βοηθήσεις που καταστράφηκα; Αλλά βέβαια, όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό»·
- όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα κάποιο κακό, γενικεύεται: «η κοινωνία πρέπει να απομονώνει και να λύνει έγκαιρα το πρόβλημα που προκύπτει, γιατί, όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου»·
- ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή, όλες οι οικογένειες λίγο πολύ έχουν τα ψεγάδια τους, τα ηθικά παραπτώματά τους: «εμένα μη μου λες πως είστε άγιοι στην οικογένειά σας, γιατί ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή»·
- ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι, λέγεται στην περίπτωση που ενώ συνήθως το κάθε σπίτι έχει τον προστάτη σύζυγο, πατέρα, αυτός επειδή εργάζεται εξαντλητικά είναι συνεχώς έξω από το σπίτι του: «απ’ το πρωί σκοτώνομαι με το νοικοκυριό και με την ανατροφή των παιδιών, γιατί ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι να βάλει κι αυτός κανένα χεράκι»·
- παίρνω δουλειά στο σπίτι, βλ. λ. δουλειά·
- παλιό σπίτι, οικογένεια αριστοκρατική, αρχοντική: «είναι το πιο παλιό σπίτι της πόλης μας»·
- παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα να μην μπαίνουνε στο σπίτι, ένδειξη πως σίγουρα κάτι άσχημο, κάτι οδυνηρό θα συμβαίνει·
- πεινά το σπίτι του, βρίσκεται σε έσχατη στέρηση, σε έσχατη φτώχεια, είναι πολύ φτωχοί: «εδώ πεινά το σπίτι του κι αυτός ούτε που νοιάζεται». (Τραγούδι: δεν ντρέπεσαι Μηνά, το σπίτι σου πεινά κι εσύ στο καπηλειό πίνεις κρασί παλιό
- πεταμένο μου παιδί, νοικοκύρης του σπιτιού, βλ. λ. παιδί·
- πιάνω σπίτι, νοικιάζω: «έπιασα ένα σπίτι κοντά στην παραλία»·
- σαν σε τιμά το σπίτι σου, σε τιμά κι η γειτονιά σου, ο σεβασμός και η εκτίμηση που δείχνει στον άντρα το σπίτι του, η οικογένειά του, έχει αντίκτυπο και στον κόσμο που φέρεται ανάλογα: «μα και βέβαια σ’ εκτιμά και σε υπολήπτεται ο κόσμος, γιατί σαν σε τιμά το σπίτι σου, σε τιμά κι η γειτονιά σου»·
- σαν στο σπίτι σου! ή σαν το σπίτι σου! φιλοφρονητική έκφραση σε άτομο που μας επισκέπτεται στο σπίτι μας, να νιώσει και να κινηθεί με μεγάλη άνεση, όπως δηλ. και στο σπίτι του·
- σήκωσαν όλο το σπίτι, το κατάκλεψαν, δεν άφησαν τίποτα μέσα: «το καλοκαίρι, που λείπαμε διακοπές, ήρθαν οι κλέφτες και σήκωσαν όλο το σπίτι»·
- σπίτι με τα όλα του, με όλες τις ανέσεις, με όλα τα κομφόρ: «είναι αρκετά πλούσιος κι έχει ένα σπίτι με τα όλα του»·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) πορδοκαλυβάκι μου, ό,τι και παρακάτω, με μια διάθεση περισσότερης οικειότητας ή χάριν αστεϊσμού·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) σπιτοκαλυβάκι μου, έκφραση αγάπης για το σπίτι μας. Λέγεται και με νοσταλγική διάθεση, όταν βρισκόμαστε μακριά του ή ως εκδήλωση λατρείας, όταν επιστρέφουμε σε αυτό μετά από πολύ καιρό απουσίας·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) φτωχοκαλυβάκι μου, ό,τι και το παραπάνω·
- σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, να μάθεις να ξεχωρίζεις και να ενεργείς ανάλογα με αυτό που σε ωφελεί περισσότερο και σε βάθος χρόνου: «άσε τις πολυτέλειες και τις μεγαλομανίες και συγκεντρώσου στη δουλειά σου, γιατί σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, αν θέλεις να προκόψεις»·
- σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός, (γενικά) όταν κάποιος δεν προνοεί, τότε πέφτει σε δύσκολες ή δυσάρεστες καταστάσεις, ιδίως όταν πρόκειται για θέματα υγείας: «πρέπει να προσέχει καλά κανείς τον εαυτό του, γιατί σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός». Από την εικόνα της νοικοκυράς που ανοίγει τα παράθυρα για να αεριστεί το σπίτι και να μπει ο ήλιος μέσα, κίνηση που εντάσσεται στους κανόνες υγιεινής ενός σπιτιού·
- σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει, βλ. λ. Γιάννης·
- στην οικία του σπιτιού μας ή στην οικία του σπιτιού μου, απάντηση που δίνεται συνήθως χάριν αστεϊσμού σε άτομο που μας ρωτάει πού περάσαμε, ιδίως την περίοδο κάποιων θρησκευτικών ή εθνικών εορτών και έχει την έννοια πως τις περάσαμε στο σπίτι. Ο πλ. επειδή ίσως να υπάρχει και οικογένεια, αλλά και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.   
- στήνω σπίτι, βλ. συνηθέστ. στήνω σπιτικό, λ. σπιτικό·
- στις εννιά του μακαρίτη, άλλος έρχεται στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μέσ’ στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι, βλ. λ. μακαρίτης·
- στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σκοινί ή στου κρεμασμένου το σπίτι δε μιλάνε για σκοινί, α. δεν πρέπει να κατηγορεί κάποιος έναν άλλον για λάθη, παρατυπίες ή παρανομίες που προηγουμένως τις έχει κάνει και ο ίδιος. β. δεν πρέπει να μιλάμε παρουσία κάποιου για θέματα που προηγουμένως τον έχουν πληγώσει ή τον έχουν βασανίσει πολύ·
- στου κλέφτη το σπίτι, κλέφτες δεν πατούν, βλ. λ. κλέφτης·
- στρώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) στρώνω στο πάτωμα τα χαλιά, ιδίως στην αρχή της χειμερινής περιόδου: «αύριο έχω σκοπό να στρώσω το σπίτι, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα». Είναι και φορές που ακούγεται μόνο το ρήμα: «αύριο έχω σκοπό να στρώσω, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα»·
- συμμαζεύω το σπίτι, το τακτοποιώ, το νοικοκυρεύω: «απ’ το πρωί η μητέρα συμμαζεύει το σπίτι, γιατί το βράδυ θα έχουμε επισκέψεις»·
- ταΐζω το σπίτι μου, βλ. φρ. θρέφω το σπίτι μου·
- τινάζω το σπίτι μου στον αέρα, διαλύω την οικογένειά μου, χωρίζω με τη σύζυγό μου: «τίναξε το σπίτι του στον αέρα για μια παρδαλή»·
- το ’σκασε απ’ το σπίτι, (ιδίως για νεαρά άτομα) εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι: «επειδή την καταπίεζε ο πατέρας της, το ’σκασε απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: δε γουστάρω πια το τσίτι και τη φτωχογειτονιά, θα το σκάσω απ’ το σπίτι,να γλεντήσω τον ντουνιά
- το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη, αν και είμαστε φτωχοί, προσφέρουμε πλούσια φιλοξενία: «όσους φιλοξενήσαμε έχουνε να το λένε, γιατί το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη»· 
- το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνες μην κάνεις, μη βοηθάς κάποιον χρηματικά, όταν η οικογένειά σου έχει ανάγκη από αυτά τα χρήματα: «σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή που περνάει η οικογένειά σου, σταμάτα να βοηθάς τον έναν και τον άλλον, γιατί το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνες μην κάνεις»·
- το σπίτι της αμαρτίας, σπίτι όπου παρατηρείται έντονη σεξουαλική δραστηριότητα, όπου συμβαίνουν όργια: «απ’ τη μέρα που τον παράτησε η γυναίκα του, κατάντησε το σπίτι του σπίτι της αμαρτίας»·
- το σπίτι των ανέμων, κακοδιατηρημένο ή εγκαταλελειμμένο σπίτι που βρίσκεται σε κάποιο ύψωμα: «τα μικρά παιδιά ένιωθαν φόβο σαν αντίκριζαν το σπίτι των ανέμων»·
- τον έδιωξε απ’ το σπίτι, του στέρησε το δικαίωμα να μένει μαζί με την οικογένειά του, τον έδιωξε από την οικογένειά του: «επειδή ο γιος του μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά, τον έδιωξε απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: στους παράνομους τους δρόμους μαύρη μ’ έριξε. Ως κι η μάνα μου ακόμα, που με τάιζε στο στόμα, απ’ το σπίτι μ’ έδιωξε
- τον έστειλα σπίτι ή τον έστειλα σπίτι του ή τον έστειλα στο σπίτι του, τον απέλυσα από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «επειδή έκανε συνέχεια κοπάνες, τον έστειλα σπίτι του»·
- τον πλακώνει το σπίτι, του προκαλεί δυσθυμία, τον καταπιέζει ψυχικά: «βρήκε τη δικαιολογία πως τον πλακώνει το σπίτι, και κάθε βράδυ ξεπορτίζει»·
- τον χάνει το σπίτι του, βρίσκεται συχνά ή για αρκετό καιρό μακριά από την οικογένειά του: «τον τελευταίο καιρό έχει μπλέξει με κάτι παλιοπαρέες και κάθε τόσο τον χάνει το σπίτι του || δουλεύει πλασιέ σε μια εταιρεία και τον χάνει το σπίτι του, καθώς βγαίνει κάθε τόσο στην επαρχία για να δειγματίζει τα νέα προϊόντα»·
- του άδειασαν το σπίτι, μπήκαν μέσα διαρρήκτες και έκλεψαν όλα ή τα περισσότερα πράγματα: «χτες βράδυ, που έλειπε με τη γυναίκα του, του άδειασαν το σπίτι»·
- του άνοιξαν το σπίτι, μπήκαν μέσα διαρρήκτες: «χτες βράδυ του άνοιξαν το σπίτι και του πήραν τηλεόραση και βίντεο»·
- του γαμώ το σπίτι, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή μπεκροπίνει, τον έπιασε ο αδερφός του μπροστά στον κόσμο και του γάμησε το σπίτι». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση τον κατανικώ: «επειδή έκανε κοπάνα απ’ τη δουλειά, ο διευθυντής του του γάμησε το σπίτι || τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε το σπίτι». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του σήκωσαν το σπίτι, βλ. φρ. του άδειασαν το σπίτι·
- του χρόνου σπίτι σας! ευχή σε ζευγάρι να είναι παντρεμένο τον επόμενο χρόνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και·
- του χρόνου σπίτι σου! (και για τα δυο φύλα) ευχή να είναι παντρεμένο τον επόμενο χρόνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και·
- τους βγάζω απ’ το σπίτι, (συνήθως για οικογένεια) τους κάνω έξωση: «τους βγάζω απ’ το σπίτι, γιατί έχουν μαζέψει στο διαμέρισμα τέσσερα σκυλιά, που έχουν σηκώσει στο πόδι την πολυκατοικία με τα γαβγίσματά τους»·
- τους πετώ απ’ το σπίτι, (συνήθως για οικογένεια) τους κάνω έξωση βίαια ή με ένδικα μέσα: «επειδή δε με πλήρωσαν πέντε νοίκια, τους πέταξα απ’ το σπίτι»·
- φεύγω απ’ το σπίτι, α. εγκαταλείπω τη σύζυγό μου, την οικογένειά μου, διακόπτω τις σχέσεις μου με την οικογένειά μου: «τα ’μπλεξε με μια πιτσιρίκα κι έφυγε απ’ το σπίτι || ο γιος του έμπλεξε με κάτι παλιοπαρέες κι έφυγε απ’ το σπίτι». β. ξενοικιάζω το σπίτι που μένω: «τον άλλο μήνα φεύγω απ’ το σπίτι που μένω, γιατί βρήκα άλλο καλύτερο»·
- φτιάχνω σπίτι, βλ. φρ. ανοίγω σπίτι και κάνω σπίτι·
- χαλώ το σπίτι μου, διαλύω την οικογένειά μου, χωρίζω με τη σύζυγό μου: «εγώ για καμιά γυναίκα δεν πρόκειται να χαλάσω το σπίτι μου»·
- χόρευε κυρά και σειού, μα έχε κι έννοια του σπιτιού, βλ. λ. κυρά.

τιμή

τιμή, η, ουσ. [<αρχ. τιμή], η τιμή. 1. η καλή κοινωνική φήμη, η κοινωνική υπόληψη: «για μια τιμή ζούσε σ’ αυτή την κοινωνία». 2. (για γυναίκες) η αγνότητα, η παρθενία: «στα παλιά χρόνια οι γυναίκες πέθαιναν για την τιμή τους κι όχι όπως σήμερα, που τη δίνουν για έναν καφέ!». 3. (για παντρεμένες γυναίκες) η συζυγική πίστη: «πάνω απ’ όλα έχει την τιμή της». 4. τα χρήματα που πρέπει να πληρώσει κάποιος για την αγορά οποιουδήποτε πράγματος ή για κάποια υπηρεσία, η αξία, το αντίτιμο: «τι τιμή έχει αυτό το ρολόι; || τι τιμή έχει αυτό το κουστούμι;». (Ακολουθούν 77 φρ.)·
- ανεβάζω την τιμή ή ανεβάζω τις τιμές, πουλώ εμπόρευμα σε υψηλότερη από την κανονική του τιμή είτε αυθαίρετα είτε σύμφωνα με το νόμο: «τον έστειλε η αγορανομία στο αυτόφωρο, γιατί ανέβασε τις τιμές των εμπορευμάτων του χωρίς λόγο || όλοι οι έμποροι ανέβασαν τις τιμές των εμπορευμάτων τους σύμφωνα με τις νέες οδηγίες του Υπουργείου Εμπορίου»·
- ανεβαίνουν οι τιμές, παρατηρείται αύξηση της τιμής πώλησης, ιδίως των καταναλωτικών αγαθών, κυρίως λόγω πληθωρισμού: «τον τελευταίο καιρό με την άνοδο του πληθωρισμού ανεβαίνουν συνέχεια οι τιμές»·
- αρμυρή τιμή, που είναι πολύ υψηλή, υπερβολική: «βρήκα ένα πολύ ωραίο ρολόι, αλλά έχει αρμυρή τιμή και δεν είναι για την τσέπη μου»·
- για λόγους τιμής, λέγεται για πράξη που γίνεται από κάποιον, όταν νιώθει να προσβάλλεται η τιμή του, η αξιοπρέπειά του: «έπιασε τη γυναίκα του με τον γκόμενό της και τους σκότωσε για λόγους τιμής || σκότωσε το βιαστή της αδερφής του για λόγους τιμής || ο δολοφόνος επικαλέστηκε λόγους τιμής»·
- για μια τιμή ζούμε, δηλώνει πως η τιμή του ανθρώπου είναι υπεράνω όλων στη ζωή: «δε θα επιτρέψω σε κανέναν να με προσβάλλει, γιατί για μια τιμή ζούμε»·
- για την τιμή των όπλων, α. για να διαφυλαχτεί η αξιοπρέπεια αυτού που χάνει, υποχωρεί ή ηττάται: «χάναμε τέσσερα μηδέν, αλλά λίγο πριν λήξει ο αγώνας βάλαμε κι εμείς ένα γκολ για την τιμή των όπλων || ό,τι κι αν μου πρότεινε, το δέχτηκα, γιατί τον είχα ανάγκη, αλλά για την τιμή των όπλων έβαλα στο συμβόλαιο τον όρο να προσέρχομαι στη δουλειά μου γύρω στις δέκα || ο εχθρός ήταν πολύ πιο ισχυρός από εμάς και, πριν υποχωρήσουμε, ρίξαμε πέντε δέκα ντουφεκιές για την τιμή των όπλων». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση, όταν κάποιος συνουσιάζεται με κάποια άσχημη γυναίκα ή με γυναίκα που δεν τον προσελκύει ερωτικά, μόνο και μόνο για να μην αμφισβητηθεί ο αντρισμός του: «δεν ήταν καθόλου του γούστου μου, αλλά πήγα μαζί της μόνο και μόνο για την τιμή των όπλων, για να μην έχουν να λένε»·
- γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή, βλ. λ. γυναίκα·
- δεν έχει τιμή, α. (για προϊόντα) δεν πουλιέται σε ικανοποιητική τιμή: «το λάδι φέτος δεν έχει τιμή || τα καπνά δεν έχουν τιμή». β. (για πρόσωπα) είναι άτιμος: «μην τον εμπιστεύεσαι, γιατί δεν έχει τιμή»·
- δίνω το λόγο της τιμής μου, βλ. λ. λόγος·
- είναι ζήτημα τιμής, πρόκειται για θέμα αξιοπρέπειας, για ηθικό θέμα: «πρέπει οπωσδήποτε να του επιστρέψω τα δανεικά, γιατί για μένα είναι ζήτημα τιμής». (Λαϊκό τραγούδι: ήτανε ζήτημα τιμής που έσβησε η Τροία· το δείξαν οι αρχαίοι μας…κι αρχίζει πια η Οδύσσεια, μα είναι άλλη ιστορία)· βλ. και φρ. για λόγους τιμής·   
- έκλεψε την τιμή της, λέγεται για άντρα που ξεγέλασε τη γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος και την ξεπαρθένεψε: «της είχε υποσχεθεί πως θα την παντρευτεί και της έκλεψε την τιμή της»·
- έπεσαν οι τιμές, παρατηρείται πτώση της τιμής πώλησης, ιδίως των καταναλωτικών αγαθών: «λόγω της αναδουλειάς έπεσαν οι τιμές στην αγορά»·
- έπεσε στο πεδίο της τιμής, βλ. λ. πεδίο·
- έχασε την τιμή της, λέγεται για γυναίκα που έχασε την παρθενιά της, που ξεπαρθενεύτηκε από κάποιον άντρα: «απ’ τη μέρα που έχασε την τιμή της, πηγαίνει απ’ τον έναν άντρα στον άλλον»·
- έχω την τιμή να…, έκφραση ευγένειας: «έχω την τιμή να σας προσκαλέσω στα εγκαίνια του καταστήματός μου || έχουμε την τιμή να σας προσκαλέσουμε στο γάμο των παιδιών μας»·
- η τιμή της αγοράς, βλ. φρ. η τιμή της πιάτσας·
- η τιμή της πιάτσας, η τρέχουσα τιμή: «γι’ αυτό το είδος που ενδιαφέρεσαι ν’ αγοράσεις, η τιμή της πιάτσας είναι περίπου σ’ αυτά τα λεφτά που σου λέω»·
- η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει), η κοινωνική υπόληψη του ανθρώπου δεν εξαγοράζεται με κανένα τίμημα: «όσα λεφτά κι αν μου δώσεις, δεν μπορώ ν’ αθετήσω το λόγο μου, γιατί για μένα η τιμή τιμή δεν έχει»·
- η τρέχουσα τιμή, αυτή που ισχύει σήμερα: «η τρέχουσα τιμή του είδους που σ’ ενδιαφέρει, είναι περίπου εκατό χιλιάδες»·
- θα το θεωρήσω μεγάλη τιμή αν… ή θα το θεωρήσω μεγάλη τιμή να…, βλ. φρ. θα μου κάνετε μεγάλη τιμή αν(…)·
- θα μου κάνετε μεγάλη τιμή αν… ή θα μου κάνετε μεγάλη τιμή να…, έκφραση ευγένειας: «θα μου κάνετε μεγάλη τιμή, αν παρευρεθείτε στα εγκαίνια του καταστήματός μου || θα μας κάνετε μεγάλη τιμή να παρευρεθείτε στο γάμο των παιδιών μας»·
- λόγος τιμής, βλ. λ. λόγος·
- λόγω τιμής, βλ. λ. λόγος·
- μα την τιμή μου! βλ. φρ. στην τιμή μου(!)·
- με βασιλικές τιμές, με πολύ επίσημες εκδηλώσεις για να τιμηθεί κάποιο σπουδαίο πρόσωπο: «οι κάτοικοι και οι αρχές της πόλης υποδέχτηκαν τον πρωθυπουργό με βασιλικές τιμές»·
- με τιμή ή μετά τιμής, στερεότυπη φρ. με την οποία τελειώνει κάποιος γραπτή αίτηση ή αναφορά σε προϊσταμένη αρχή, κι έχει την έννοια με εκτίμηση, με σεβασμό. Ακολουθεί η υπογραφή του αιτούντος ή του ατόμου που αναφέρει κάτι·
- μεγάλη μας τιμή! ή μεγάλη μου τιμή! έκφραση ευγένειας, όταν μας χαρίζει κάποιος κάτι ή όταν μας προσκαλεί κάπου. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- οι τιμές είναι φαρμάκι, υπάρχει μεγάλη ακρίβεια στην αγορά: «δεν τολμώ να κατέβω στην αγορά, γιατί οι τιμές είναι φαρμάκι»·
- οι τιμές είναι φωτιά, είναι πάρα πολύ υψηλές, υπάρχει πολύ μεγάλη ακρίβεια στην αγορά: «δεν τολμώ να σκεφτώ ν’ αγοράσω κάτι, γιατί οι τιμές είναι φωτιά»·
- όλοι έχουν την τιμή τους, απαισιόδοξη διαπίστωση πως όλοι εξαγοράζονται με τα κατάλληλα χρήματα: «απ’ τη στιγμή που όλοι έχουν την τιμή τους, δεν μπορείς πια να έχεις εμπιστοσύνη σε κανέναν»·
- ορισμένη τιμή, που δεν επιδέχεται διαπραγματεύσεις, παζάρια: «δεν μπορώ να σου κάνω την παραμικρή έκπτωση, γιατί αυτό το είδος έχει ορισμένη τιμή»·
- ποιος έχασε την τιμή του, (για) να τη βρεις εσύ; ειρωνική έκφραση σε άτομο που ορκίζεται στο λόγο της τιμής του, ενώ εμείς είμαστε εντελώς σίγουροι από προηγούμενες φορές πως δεν έχει καθόλου υπόληψη και, φυσικά, δεν το πιστεύουμε·
- προς τιμή(ν) (κάποιου), για να τιμηθεί κάποιος: «ο δήμος ενέκρινε την ανέγερση ανδριάντα προς τιμήν του τάδε αγωνιστή της δημοκρατίας»·
- προς τιμή(ν) του, επαινετική έκφραση για το λόγο ή την πράξη κάποιου: «μόνο ο τάδε, προς τιμήν του, με υπερασπίστηκε, όταν με κατηγόρησε ο διευθυντής για υποκινητή της κατάληψης του εργοστασίου»·
- ράλι τιμών, ραγδαία αύξηση των τιμών: «δεν είναι να κατεβείς στην αγορά, γιατί, με το ράλι τιμών που παρατηρείται συνεχώς, δεν μπορείς ν’ αγοράσεις τίποτα»·
- ρίχνω την τιμή ή ρίχνω τις τιμές, πουλώ εμπόρευμα σε τιμή μικρότερη από την κανονική του: «για να μην του μείνει το εμπόρευμα, μια και ήταν τέλος εποχής, έριξε τις τιμές κι έγινε ανάρπαστο»·
- σε καλή τιμή, σε τιμή που συμφέρει: «αγόρασα ένα ρολόι σε καλή τιμή || πούλησα ένα οικόπεδο σε καλή τιμή»·
- σε συμβολική τιμή, (για προϊόντα) σε τιμή κατώτερη από την πραγματική του: «θα σου το δώσω σε συμβολική τιμή, γιατί σε συμπάθησα»·
- σε τιμή γνωριμίας, (για προϊόντα) που πουλιέται σε χαμηλή τιμή, επειδή ο πελάτης αγοράζει για πρώτη φορά από το συγκεκριμένο κατάστημα: «για να σε κάνω μόνιμο πελάτη του μαγαζιού μου, θα σου δώσω αυτό το είδος σε τιμή γνωριμίας»·
- σε τιμή εργοστασίου, (για βιομηχανικά προϊόντα) που για κάποιους λόγους πουλιέται όσο κόστισε η κατασκευή του: «έχει άμεση ανάγκη από μετρητά ο άνθρωπος, γι’ αυτό πουλάει τα ψυγεία σε τιμή εργοστασίου»·
- σε τιμή ευκαιρίας, (για προϊόντα) που για διάφορους λόγους πωλείται σε τιμή πολύ κατώτερη από την κανονική του: «αγόρασα ένα αυτοκίνητο για την κόρη μου, γιατί το βρήκα σε τιμή ευκαιρίας»·
- σε τιμή κόστους, (για προϊόντα) που για κάποιους λόγους πουλιέται όσο κόστισε, χωρίς κανένα κέρδος για τον πωλητή: «όσα απόμειναν απ’ αυτά τα μπλουζάκια, τα πουλάει σε τιμή κόστους, γιατί του χρόνου αλλάζει η μόδα»·
- σε τιμή προσφοράς, (για προϊόντα) που πουλιέται σε συμφέρουσα, σε πολύ χαμηλή τιμή: «κάθε μέρα το σούπερ μάρκετ έχει ένα είδος σε τιμή προσφοράς»· 
- σπάσιμο τιμών, βλ. λ. σπάσιμο·
- σπάω την τιμή ή σπάω τις τιμές, πουλώ εμπόρευμα σε χαμηλότερη τιμή από την κανονική, πουλώ με έκπτωση, κάνω εκπτώσεις: «θα πάω να ψωνίσω απ’ το τάδε μαγαζί, γιατί έμαθα πως σπάει τις τιμές»·
- στην προσκοπική μου τιμή, βλ. φρ. στο λόγο της τιμής μου·
- στην τιμή μου! (ενν. ορκίζομαι), όρκος για να γίνει κάποιος πιστευτός σε αυτά που λέει ή για να βεβαιώσει κάποιον πως δε θα αθετήσει κάποια υπόσχεση που του έδωσε: «στην τιμή μου, σου λέω, έτσι έγιναν τα πράγματα! || εντέλει, αν μου χρειαστούν εκείνα τα χρήματα, θα μου τα δώσεις; -Στην τιμή μου, μόλις τα χρειαστείς, θα στα δώσω!»·
- στο λόγο της τιμής μου! βλ. λ. λόγος·
- συμβόλαιο τιμής, βλ. λ. συμβόλαιο·
- τελευταία τιμή, η πιο χαμηλή στην οποία προσφέρεται κάποιο προϊόν: «το πήρα τελευταία τιμή εκατόν πενήντα ευρώ»·
- τελική τιμή, βλ. φρ. τελευταία τιμή·
- την πήρε δόξη και τιμή, βλ. λ. δόξα·
- την πήρε με δόξα και τιμή, βλ. λ. δόξα·
- τιμές για όλα τα βαλάντια, βλ. λ. βαλάντιο·
- τιμές για όλα τα πορτοφόλια, βλ. λ. πορτοφόλι·
- τιμές για όλες τις τσέπες, βλ. λ. τσέπη·
- τιμές περίπτωση! ή τιμή περίπτωση! (για προϊόντα) που πουλιέται σε τιμή τόσο χαμηλή, που εντυπωσιάζει·
- τιμές φωτιά ή τιμή φωτιά, που είναι πολύ υψηλές, πολύ ακριβές, που είναι πολύ υψηλή, πολύ ακριβή: «με τέτοιες τιμές φωτιά που υπάρχουν στην αγορά, ο κόσμος αγοράζει μόνο τα στοιχειώδη πράγματα»·
- τιμή μου και καμάρι μου, καύχημά μου: «είναι τιμή μου και καμάρι μου που έχω φίλο τον τάδε»·
- τιμή πόρτας, η αρχική τιμή που δίνει συνήθως ένα ξενοδοχείο, που είναι κατά πολύ αυξημένη, πάνω στην οποία όμως γίνεται μια σχετική έκπτωση, για να φανεί πως η επιχείρηση κάνει εκπτώσεις στους πελάτες της: «τα εκατό ευρώ τη βραδιά είναι τιμή πόρτας, γι’ αυτό ν’ απαιτήσεις να σου κάνουν έκπτωση»·
- τιμής ένεκεν, α. έκφραση σε ένδειξη σεβασμού, εκτίμησης η τιμής στο πρόσωπο κάποιου ή έντονης επιδοκιμασίας για τις ενέργειες κάποιου: «ο παππούς μας, κάθεται πάντοτε τιμής ένεκεν στην κεφαλή του τραπεζιού || του ’δωσα τιμής ένεκεν το πρώτο αντίτυπο του βιβλίου μου που κυκλοφόρησε || όταν αποχωρούσε απ’ τη διεύθυνση, οι υπάλληλοι του ’καναν τιμής ένεκεν ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι || ο σύλλογος του απένεμε τιμής ένεκεν μια πλακέτα ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις ακάματες προσπάθειές του για τη διάδοση του αθλητισμού». β. πολλές φορές, λέγεται άσχετα από την πράξη στην οποία προβαίνει κάποιος: «όση ώρα τον περίμενα, ήπια τιμής ένεκεν δυο ουισκάκια»·
- το γκολ της τιμής, βλ. λ. γκολ·
- το κρατάει για την τιμή του αντρού της, α. είναι παρθένα και δε δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη πριν από το γάμο της, για να δώσει τη χαρά του ξεπαρθενέματός της στο μελλοντικό σύζυγό της: «μαζί της έχεις μόνο μερικά φιλιά και κάτι χαδάκια κι αυτό είναι όλο, γιατί το άλλο το κρατάει για την τιμή του αντρού της». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε γυναίκα που δε δέχεται να της επιβάλουμε τη σεξουαλική πράξη· βλ. και φρ. από μπροστά παρθένα κι από πίσω μπαίνουν τρένα, λ. πίσω·
- του ’καναν βασιλικές τιμές, λέγεται με ειρωνική διάθεση, όταν περιποιούνται υπερβολικά κάποιον: «του ’καναν βασιλικές τιμές οι φίλοι του, όταν βγήκε απ’ τη φυλακή»· βλ. και φρ. με βασιλικές τιμές·
- του στραπατσάρισε την τιμή, βλ. φρ. του τσαλάκωσε την τιμή·
- του τσαλάκωσε την τιμή, του συμπεριφέρθηκε περιφρονητικά,τον καταντρόπιασε, τον καταξεφτίλισε: «τον συνάντησε στο καφενείο κι εκεί μπροστά στον κόσμο του τσαλάκωσε την τιμή»·
- του τσαλαπάτησε την τιμή, βλ. φρ. του τσαλάκωσε την τιμή·
- τσιμπάνε οι τιμές, βλ. λ. τσούζουν οι τιμές·
- τσιμπημένη τιμή, βλ. φρ. αρμυρή τιμή·
- τσούζουν οι τιμές, οι τιμές των προϊόντων στην αγορά είναι αρκετά υψηλές: «τον τελευταίο καιρό δεν αγοράζω τίποτα, γιατί παντού τσούζουν οι τιμές»·
- τσουχτερή τιμή, βλ. φρ. αρμυρή τιμή·
- υψώνω την τιμή ή υψώνω τις τιμές, βλ. συνηθέστ. ανεβάζω την τιμή·
- φανταστικές τιμές ή φανταστική τιμή, που είναι πολύ χαμηλές, που είναι πολύ χαμηλή: «τον τελευταίο μήνα στην αγορά υπάρχουν γενικά φανταστικές τιμές || αγόρασε ένα αυτοκίνητο σε φανταστική τιμή»·
- φαρμακερές τιμές ή φαρμακερή τιμή, βλ. φρ. οι τιμές είναι φαρμάκι·
- φιλική τιμή, πολύ χαμηλή τιμή, ιδίως για φίλους: «αγόρασα αυτό τ’ αυτοκίνητο από κάποιον, που μου το ’δωσε σε φιλική τιμή»·
- φόρος τιμής, βλ. λ. φόρος·
- χρέος τιμής, βλ. λ. χρέος·
- χτυπώ την τιμή, ανάλογα με τη στιγμή, πλειοδοτώ ή μειοδοτώ σε κάποια δημοπρασία ή σε κάποια ανάληψη εργασίας: «περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσει την τιμή».

χάρη

χάρη, η, ουσ. [<αρχ. χάρις], η χάρη. 1. η ωραία εξωτερική εμφάνιση, η κομψότητα: «ήταν ντυμένη με χάρη». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι μια κούκλα ζωντανή με ομορφιά και χάρη, εγώ σ’ αγάπησα τρελά κι άλλος δε θα σε πάρει). 2. παροχή υπηρεσίας ή εξυπηρέτησης από εύνοια, το ρουσφέτι: «από δω και πέρα δεν έχει άλλες χάρες κι ό,τι κάνεις, θα το κάνεις με την αξία σου». (Λαϊκό τραγούδι: θέλει να πάει στο λοχαγό του και συλλογιέται τι να του πει, να του γυρέψει και καμιά χάρη, φοβάται μη τυχόν και του αρνηθεί). 3. στον πλ. οι χάρες, τα έμφυτα ψυχικά, πνευματικά, σωματικά ή καλλιτεχνικά χαρίσματα που έχει κάποιος: «αυτό το παιδί είναι όλο χάρες». (Λαϊκό τραγούδι: για την Πάτρα και την Μαίρη κάτι πάντοτε θα ξέρει και τις χάρες της Βασίλως εκθειάζει καταλλήλως). (Ακολουθούν 51 φρ.)·
- άλλη χάρη έχει (κάτι από κάτι άλλο), υπερτερεί κάτι από κάτι άλλο: «άλλη χάρη έχει ένα μεγάλο αυτοκίνητο από ένα κατσαριδάκι»·
- άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη, βλ. λ. όνομα·
- για χάρη, εξαιτίας κάποιου συγκεκριμένου σκοπού, για το συμφέρον, προς ικανοποίηση: «ξόδεψε όλη την περιουσία του για χάρη της πατρίδας»·
- για χάρη σου, για να σε ευχαριστήσω, για να σε ικανοποιήσω, για το χατίρι  σου: «αγόρασα αυτό το δαχτυλίδι για χάρη σου». (Λαϊκό τραγούδι: μια μπαμπεσιά γυρέψανε προχτές να μου σκαρώσουν και τη βουβή για χάρη σου να μου τηνε καρφώσουν  
- για χάρη του βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα, λέγεται για κείνους, που ενώ δεν το αξίζουν, επωφελούνται κοντά σε κάποιους άλλους που αξίζουν: «αν δεν ήταν συνέταιρος κι ο αδερφός του, δε θα ’δινα σ’ αυτόν καμιά δουλειά, αλλά επειδή εκείνος είναι πολύ καλό παιδί, για χάρη του βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα»·
- για χάρη γούστου ή για χάριν γούστου, βλ. λ. γούστο·
- δίνω χάρη, χαρίζω την ποινή που επιβλήθηκε σε κάποιον από δικαστήριο: «έφαγε δέκα χρόνια φυλακή, αλλά στα τελευταία τρία του δώσανε χάρη». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έφταιξε σε τίποτα και χάρη δεν του δίνουν, τα δάκρυα της μάνας του κατάρα θα τους γίνουν
- δώρο, και μικρό, μεγάλη χάρη έχει, βλ. λ. δώρο·
- έχε χάρη που..., να χρωστάς ευγνωμοσύνη που…: «έχε χάρη που είσαι γνωστός του αδερφού μου, γιατί αλλιώς θα σε σακάτευα στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι μου ζητάς στο δίνω, σαν κορόιδο σ’ αγαπώ, κι αν μου μάσησες τα φράγκα, βρε τρελόπαιδο, έχε χάρη που ’σαι μάγκας κι ομορφόπαιδο
- έχει κλινικές χάρες, βλ. λ. κλινικός·
- έχει τη χάρη να…, έχει το χάρισμα να…: «έχει τη χάρη να τραγουδάει πολύ ωραία || έχει τη χάρη να μιλάει πολύ όμορφα»·
- ζητώ χάρη (από κάποιον), α. παρακαλώ κάποιον να με εξυπηρετήσει σε κάτι: «ζήτησα χάρη απ’ το διευθυντή, να μου δώσει μια μέρα άδεια». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ μάνα μ’ θα πεθάνω και μια χάρη σου ζητώ, δυο στεφάνια πικροδάφνη μες στον τάφο μου να βρω). β. υποβάλλω αίτηση να μου χαριστεί κάποια ποινή ή συνήθως το υπόλοιπο από κάποια ποινή που εκτίω στη φυλακή: «το δικαστήριο του επέβαλε δεκαπέντε χρόνια φυλάκιση και, μόλις εκτίσει τα δέκα, θα ζητήσει χάρη για τα υπόλοιπα». (Τραγούδι: τώρα παραδίνομαι εσύ να με δικάσεις, δε θα ζητήσω χάρη αν με καταδικάσεις
- η Θεία Χάρη ή η Θεία Χάρις, η εκδήλωση αγάπης και εύνοιας από το Θεό στον άνθρωπο: «η Θεία Χάρη Του σκεπάζει όλους τους ανθρώπους»·
- η χάρη θέλει αντίχαρη, πρέπει να ανταποδώσουμε το καλό που μας έκανε κάποιος: «επειδή κάποτε με βοήθησε, τώρα που βρίσκεται σε δύσκολη θέση θα τον βοηθήσω κι εγώ, γιατί η χάρη θέλει αντίχαρη»·
- η χάρη θέλει αντίχαρη για να σου φέρει χάρη, πρέπει να ανταποδώσεις το καλό που σου έκανε κάποιος, αν θέλεις να σου κάνει πάλι να σου κάνει κάποιο καλό και στο μέλλον: «επειδή δεν ξέρεις πως έρχονται τα πράγματα στη ζωή, αφού σου ’κανε καλό ανταπόδωσέ το, γιατί η χάρη θέλει αντίχαρη για να σου φέρει χάρη»·
- η χάρη θέλει αντίχαρη και πάλι χάρη μένει, αυτός που ευεργετήθηκε από κάποιον είναι υποχρεωμένος να του την ανταποδώσει, αλλά και πάλι εξακολουθεί να είναι υποχρεωμένος·
- η Χάρη Της, λέγεται για να εκφράσουμε το σεβασμό μας, όταν αναφερόμαστε στην Παναγία: «άναψε ένα κερί στη Χάρη Της, για να κάνει καλά το γιο της»·
- κάνε μου τη χάρη, α. παρακλητική έκφραση για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «κάνε μου τη χάρη να μην αναφέρεις στο διευθυντή την πρωινή μου καθυστέρηση || κάνε μου τη χάρη να προσέχεις λίγο τη βαλίτσα μου». (Λαϊκό τραγούδι: γύρνα πίσω συντροφιά μου, έλα, κάνε μου τη χάρη, είναι κρίμα ν’ αγκαλιάζω το μικρό σου μαξιλάρι). β. αυστηρή ή απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον να πάψει να μας ενοχλεί: «κάνε μου τη χάρη κι άσε με στην ησυχία μου». (Λαϊκό τραγούδι: έρωτά μου, κατεργάρη, φύγε, κάνε μου τη χάρη). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για·
- κάνω χάρες, α. (γενικά) είμαι εξυπηρετικό άτομο: «το ’χει μέσ’ στο αίμα του να κάνει χάρες || εγώ δεν μπορώ να σ’ εξυπηρετήσω κι αν θέλεις, πάνε στον τάδε, που κάνει χάρες». β. παρέχω υπηρεσίες ή εξυπηρετήσεις από εύνοια: «μόλις έγινε υπουργός άρχισε να κάνει χάρες»·
- κάνω χάρη, εξυπηρετώ κάποιον από εύνοια: «είναι τόσο γραφειοκρατικός υπάλληλος, που δεν κάνει χάρη ούτε στον αδερφό του»·
- λόγου χάρη ή λόγου χάριν, βλ. λ. λόγος·
- με της Παναγίας τη χάρη, βλ. λ. Παναγία·
- με του Θεού τη χάρη, βλ. λ. Θεός·
- με χάρη, με κομψότητα: «ντύνεται με χάρη». (Λαϊκό τραγούδι: κάνει χτενίσματα με γούστο και με χάρη, κι από τις Παριζιάνες ξέρει πιο πολλά· με πλάνεψες μ’ αυτό σου το όμορφο καμάρι, Καλλιπολίτισσα, ναζιάρα μου γλυκιά
- μεγάλη η χάρη σου! α. (μετά από πολλή σκέψη ή διάφορους ενδοιασμούς) θα σου κάνω το χατίρι, θα σε βοηθήσω, αλλά, να ξέρεις, είναι δύσκολο αυτό που μου ζητάς,: «θα σου δώσω αυτό που μου ζητάς, αλλά να το ξέρεις, μεγάλη η χάρη σου!». β. λέγεται και ειρωνικά όταν αποφασίζουμε να μην ανταποκριθούμε στους παραπάνω λόγους, αποκλείεται: «μεγάλη η χάρη σου, που θέλεις να σου δώσω τόσα λεφτά!»·
- Μεγάλη η Χάρη Της! λέγεται για να εκφράσουμε το σεβασμό μας όταν αναφερόμαστε στην Παναγία: «της Παναγίας, Μεγάλη η Χάρη Της, αρραβωνιάζω την κόρη μου»·
- Μεγάλη η Χάρη Του! λέγεται για να εκφράσουμε το σεβασμό μας, όταν αναφερόμαστε σε έναν άγιο: «εγώ έχω για προστάτη τον Άγιο Γεώργιο, Μεγάλη η Χάρη Του!»·
- μεζές που δεν ποτίζεται, δεν έχει χάρη, βλ. λ. μεζές·
- μέχρις εκεί έφτασε η χάρη του! βλ. φρ. ως εκεί έφτασε η χάρη του(!)·
- μου κάνεις τη χάρη να…, παρακλητική έκφραση αλλά που ενέχει και απειλή: «μου κάνεις τη χάρη να πάψεις, επιτέλους, να γκρινιάζεις; || μου κάνεις τη χάρη να μου αδειάσεις τη γωνιά;»·
- να με συμπαθάει η χάρη σου, βλ. φρ. (να) με συχωρεί η χάρη σου·
- να με συχωρεί η χάρη σου, έκφραση με την οποία διαφωνούμε σε αυτά που μας λέει κάποιος, παρόλο που μπορεί και να τον συμπαθούμε: «να με συγχωρεί η χάρη σου, γιατί τα πράγματα δεν έγιναν έτσι όπως μας τα λες»· 
- να μου λείπει η χάρη σου, έκφραση άρνησης σε κάποια πρόταση που μας γίνεται από άτομο που μπορεί και να το συμπαθούμε: «το ξέρεις πως σε συμπαθώ, αλλά να μου λείπει η χάρη σου, γιατί δεν μπορώ να σου δώσω τόσα λεφτά χωρίς απόδειξη»· βλ. και φρ. να με συχωρεί η χάρη σου·
- να το , να το χάρες γεμάτο! έκφραση σε μικρό παιδί ή σε αγαπημένο πρόσωπο εν είδει ταχταρίσματος·
- να ’χεις χάρη που..., να ευγνωμονείς που..., να το χρωστάς…: «να ’χεις χάρη που είμαι φίλος με τον πατέρα σου και δε σε ξυλοφορτώνω». (Λαϊκό τραγούδι: το δικό σου το μαράζι θα με φάει, πάει χαμένη η ζωή μου, τώρα πάει και με δίχως να ντραπώ, δώσε βάση τι θα πω να ’χεις χάρη μάγκα που σε αγαπώ
- να ’χεις χάρη τον..., να ευγνωμονείς τον..., να χρωστάς χάρη στον…: «να ’χεις χάρη τον τάδε, που δε σε τιμώρησα»·
- ο λύκος έχει τ’ όνομα κι η αλεπού τη χάρη, βλ. λ. λύκος·
- ο χωριάτης άγιος κι αν γενεί, σκατένια έχει τη χάρη, βλ. λ. χωριάτης·
- οι τρεις Χάριτες, ειρωνικός χαρακτηρισμός παρέας που αποτελείται από τρεις άσχημες και ιδιότροπες γυναίκες: «κάθε φορά που έρχονται στο μπαράκι αυτές οι τρεις Χάριτες, όλοι αποτραβιούνται από κοντά τους». Αναφορά στις τρεις θεότητες της ελληνικής μυθολογίας που συμβόλιζαν την ομορφιά, την ευφροσύνη και τη χάρη·
- οφείλω χάρη (σε κάποιον), βλ. φρ. χρωστάω χάρη (σε κάποιον)·
- παίρνω χάρη, χαρίζεται ένα μέρος της ποινής που μου επέβαλε κάποιο δικαστήριο: «έκανε αίτηση για να πάρει χάρη». (Λαϊκό τραγούδι: λίγο πριν να φέξει η μέρα και χαράξει η αυγή, πήρε χάρη το παιδί της, αχ, μα η μάνα είναι νεκρή
- παραδείγματος χάρη ή παραδείγματος χάριν, βλ. λ. παράδειγμα·
- ποιος τη χάρη του! λέγεται θαυμαστικά για κάποιον που του συνέβη κάτι ευχάριστο: «ποιος τη χάρη του, που του ’πεσε ο πρώτος αριθμός του λαχείου! || έμαθε πως έρχεται ο γιος του με άδεια απ’ το στρατό και ποιος τη χάρη του!». Πολλές φορές, άλλοτε πριν και άλλοτε μετά τη φρ. ακολουθεί το τώρα·
- πού τέτοια χάρη! έκφραση με την οποία δηλώνουμε με παράπονο πως δεν περιμένουμε να μας συμβεί κάποιο παρόμοιο καλό με αυτό που μας αναφέρει ο συνομιλητής μας: «έπεσα σ’ έναν διευθυντή που δείχνει μεγάλη κατανόηση στα προβλήματα των υφισταμένων του. -Πού τέτοια χάρη, γιατί ο δικός μου είναι μεγάλο στραβόξυλο!»·   
- χάρη γούστου ή χάριν γούστου, βλ. λ. γούστο·
- χάρη σε… ή χάρη στο(ν)…, με τη βοήθεια κάποιου προσώπου ή πράγματος: «χάρη σε σένα γλίτωσα τη χρεοκοπία, γιατί με βοήθησες ουσιαστικά || χάρη στον τάδε έβαλα το γιο μου σε μια δουλειά || χάρη στο γρήγορο αυτοκίνητό μου ήρθα απ’ την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη μέσα σε τέσσερις ώρες»·  
- χάρη σου κάνω, λέγεται στην περίπτωση που κάνουμε κάτι όχι γιατί πρέπει να το κάνουμε, αλλά μόνο και μόνο για την εξυπηρέτηση κάποιου, ενέχοντας πολλές φορές και την έννοια της παρατυπίας: «χάρη σου κάνω να σου δώσω να διαβάσεις αυτό το έγγραφο, γιατί, αν το μάθουν απ’ τη διεύθυνση, μπορεί να ’χω και τραβήγματα»·
- χάρη στο βασιλικό πίνει η γλάστρα το νερό, βλ. φρ. για χάρη του βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα·
- χάριν ευκολίας, βλ. λ. ευκολία·
- χάριν φιλίας, βλ. λ. φιλία·
- χρωστάω χάρη (σε κάποιον), είμαι ευγνώμων σε κάποιον: «χρωστάω χάρη στον τάδε, γιατί βόλεψε το γιο μου σε κάποια δουλειά»·
- ως εκεί έφτασε η χάρη του! α. λέγεται θαυμαστικά για άτομο, που η φήμη του εξαπλώθηκε πολύ μακριά ή λέγεται θαυμαστικά για ταξιδευτή, που έφτασε σε πολύ μακρινά μέρη: «το βιβλίο του μεταφράστηκε στα Ισλανδικά. -Ως εκεί έφτασε η χάρη του! || ο τάδε πήγε στη Γη του Πυρός. -Ως εκεί έφτασε η χάρη του!». β. λέγεται συνήθως για άτομο του οποίου ο κακός του χαρακτήρας ή οι παρανομίες του έγιναν γνωστές πολύ μακριά από τον τόπο στον οποίο συντελέστηκαν: «μπήκα σ’ ένα μπαράκι των Χανίων και μόλις ανέφερα τ’ όνομά του, θα με σακάτευαν στο ξύλο. -Ως εκεί έφτασε η χάρη του!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται διπλό βρε ή το σώπα, ρε παιδί μου.