Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
βασικός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βασικός, -ή κ. -ιά, -ό, επίθ. [<βάσις + κατάλ. -ικός], βασικός. 1. το αρσ. ως ουσ. ο βασικός, α. ο μισθός χωρίς επιδόματα ή άλλες προσαυξήσεις: «πόσος είναι ο βασικός σου; || ο βασικός μου είναι οχτακόσια ευρώ κι αν βάλεις τα επιδόματα και τις προσαυξήσεις που παίρνω κάθε μήνα, φτάνει στα χίλια διακόσια ευρώ». 2. ο αθλητής (ποδοσφαιριστής, μπασκετμπολίστας κ.ά.) που αποτελεί τη βάση της ομάδας και που ξεκινά πάντα το παιχνίδι: «η ομάδα μας άρχισε το παιχνίδι με τους βασικούς της». Επίρρ. βασικά (βλ. λ.).