Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
βασανιστήριο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βασανιστήριο, το, ουσ. [<μτγν. βασανιστήριον, ουδ. του επιθ. βασανιστήριος], το βασανιστήριο· η ταλαιπωρία, το παίδεμα, ο παιδεμός: «υπάρχει τέτοιο μποτιλιάρισμα κάθε πρωί στους δρόμους, που είναι μεγάλο βασανιστήριο μέχρι να φτάσω στη δουλειά μου». (Λαϊκό τραγούδι: πικρό βασανιστήριο που είν’ αυτός ο έρως, αχ! δύσκολα ξεμπερδεύεται αν μπλέξεις σ’ ένα μέρος).