Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
βαριά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βαριά, η, ουσ. [θηλ. του επιθ. βαρύς], μεγάλο και βαρύ σφυρί: «ο σιδεράς χτυπούσε δυνατά το λιωμένο μέταλλο με τη βαριά».