Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
βαπτίζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βαπτίζω, ρ., βλ. λ. βαφτίζω.

βαφτίζω

βαφτίζω κ. βαπτίζω, ρ. [<μσν. βαφτίζω <αρχ. βαπτίζω (= βυθίζω σε υγρό)], βαφτίζω. 1. με αφορμή την καλή ή την κακή ιδιότητα κάποιου, του δίνω ένα καινούριο όνομα, του κολλώ ένα παρατσούκλι: «ο Δημόπουλος ήταν μεγάλο γκολτζής, γι’ αυτό δίκαια τον βάφτισαν φονιά || επειδή είχε μεγάλα αφτιά, τον βάφτισαν αφταρά || επειδή είναι πολύ ψηλός, τον βάφτισαν ψηλέα». 2. (για ποτά), νερώνω: «αν δεν πάψεις να βαφτίζεις τη ρετσίνα σου, θ’ αλλάξουμε μαγαζί». 3. (στη γλώσσα της αργκό για μαχαίρια) βάφω το μαχαίρι μου με αίμα, μαχαιρώνω κάποιον: «μπορεί να τραβάει κάθε τόσο μαχαίρι, αλλά δεν έχει κώλο να το βαφτίσει». Συνών. ματώνω (3). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε, βλ. λ. Γιάννης·
- βαφτίζει το κρέας ψάρι, βλ. λ. ψάρι·
- βαφτίζω το γάλα, βλ. λ. γάλα·
- βαφτίζω το κρασί, βλ. λ. κρασί·
- ζουρλός παπάς σε βάφτισε; βλ. λ. παπάς·
- ζουρλός παπάς σε βάφτισε, βλ. λ. παπάς·
- το βαφτίζω το μυρώνω άρα ζήσει άρα μη ζήσει, βλ. λ. ζω·
- τον (τη, το) βαφτίζω (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη, ιδίως σε γυναίκα: «αν δεν τον βαφτίσω δυο τρεις φορές τη βδομάδα, δεν ησυχάζω». Από παρομοίωση του μωρού με το πέος και της κολυμβήθρας, μέσα στην οποία μπαίνει κατά τη βάφτισή του, με το γυναικείο αιδοίο·
- τρελός νονός σε βάφτισε; βλ. λ. νονός·
- τρελός νονός σε βάφτισε, βλ. λ. νονός· 
- τρελός παπάς σε βάφτισε; βλ. λ. παπάς·
- τρελός παπάς σε βάφτισε, βλ. λ. παπάς.