βάλτος
βάλτος,
ο, ουσ.
[<μσν. βάλτος, βάλτον <σλαβ. blato],
ο βάλτος· (στη γλώσσα της αργκό) ο πρωκτός: «τον βάζει συνέχεια σ’ όποιον βάλτο
βρει και δεν μπορεί ν’ απαλλαγεί απ’ τα σαπρόφυτα και τις τριχομονάδες»·
-
όποιος πάει στο βάλτο να κυνηγήσει, θα γελαστεί, όποιος μπλέκει σε ύποπτες, σε
βρόμικες υποθέσεις υφίσταται και τις δυσάρεστες συνέπειες: «να προσέχεις πολύ
με ποιους κάνεις παρέα και σε τι δουλειές μπλέκεις γιατί, όποιος πάει στο βάλτο
να κυνηγήσει, θα γελαστεί». Συνών. όποιος ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον
τρώνε οι κότες / όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια /
όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, μπαίνουν στα μάτια του / όποιος κλοτσάει τ’
αγκάθια, πονάνε τα πόδια του / όποιος κοιμάται με σκύλους, σηκώνεται με
ψύλλους.
βαλτός
βαλτός,
-ή, -ό,
επίθ. [από το αρχ. ρ. βάλλομαι], που τοποθετήθηκε από κάποιον επίτηδες κάπου
για ένα ορισμένο σκοπό, συνήθως ύποπτο: «όταν θα βλέπεις αυτόν τον τύπο,
πρόσεχε τα λόγια σου, γιατί είναι βαλτός του τάδε»· που ενεργεί δόλια σύμφωνα
με την υπόδειξη ή την προτροπή κάποιου έναντι αμοιβής, ο εγκάθετος, ο
πληρωμένος: «ήταν βαλτός του τάδε για να κάνει φασαρία»·
- βαλτός
είσαι; λέγεται σε άτομο που, συνήθως, χωρίς να έχει την πρόθεση, λέει ή
κάνει πράγματα που μας ενοχλούν, μας ερεθίζουν ή μας εκνευρίζουν, γιατί μας
θυμίζουν κάτι όχι ευχάριστο, ή που είναι αντίθετα προς τα συμφέροντά μας: «α,
ρε παιδιά, ωραίο πράγμα η οικογένεια! -Βαλτός είσαι και μιλάς μπροστά του έτσι;
Δεν ξέρεις που μόλις χώρισε; || εγώ αν ήμουν στη θέση του, δε θα τ’ αγόραζα
αυτό τ’ αυτοκίνητο. -Βαλτός είσαι και κάνω αμάν να το ξεφορτωθώ;». Πολλές φορές,
της φρ. προτάσσεται το καλά και κλείνει με το κι εσύ.