Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 αποτελέσματα (1 έως 20)
βάλτος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βάλτος, ο, ουσ. [<μσν. βάλτος, βάλτον <σλαβ. blato], ο βάλτος· (στη γλώσσα της αργκό) ο πρωκτός: «τον βάζει συνέχεια σ’ όποιον βάλτο βρει και δεν μπορεί ν’ απαλλαγεί απ’ τα σαπρόφυτα και τις τριχομονάδες»·
- όποιος πάει στο βάλτο να κυνηγήσει, θα γελαστεί, όποιος μπλέκει σε ύποπτες, σε βρόμικες υποθέσεις υφίσταται και τις δυσάρεστες συνέπειες: «να προσέχεις πολύ με ποιους κάνεις παρέα και σε τι δουλειές μπλέκεις γιατί, όποιος πάει στο βάλτο να κυνηγήσει, θα γελαστεί». Συνών. όποιος ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες / όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια / όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, μπαίνουν στα μάτια του / όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του / όποιος κοιμάται με σκύλους, σηκώνεται με ψύλλους.    

βαλτός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βαλτός, -ή, -ό, επίθ. [από το αρχ. ρ. βάλλομαι], που τοποθετήθηκε από κάποιον επίτηδες κάπου για ένα ορισμένο σκοπό, συνήθως ύποπτο: «όταν θα βλέπεις αυτόν τον τύπο, πρόσεχε τα λόγια σου, γιατί είναι βαλτός του τάδε»· που ενεργεί δόλια σύμφωνα με την υπόδειξη ή την προτροπή κάποιου έναντι αμοιβής, ο εγκάθετος, ο πληρωμένος: «ήταν βαλτός του τάδε για να κάνει φασαρία»·
- βαλτός είσαι; λέγεται σε άτομο που, συνήθως, χωρίς να έχει την πρόθεση, λέει ή κάνει πράγματα που μας ενοχλούν, μας ερεθίζουν ή μας εκνευρίζουν, γιατί μας θυμίζουν κάτι όχι ευχάριστο, ή που είναι αντίθετα προς τα συμφέροντά μας: «α, ρε παιδιά, ωραίο πράγμα η οικογένεια! -Βαλτός είσαι και μιλάς μπροστά του έτσι; Δεν ξέρεις που μόλις χώρισε; || εγώ αν ήμουν στη θέση του, δε θα τ’ αγόραζα αυτό τ’ αυτοκίνητο. -Βαλτός είσαι και κάνω αμάν να το ξεφορτωθώ;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά και κλείνει με το κι εσύ.