Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
βαθύς

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βαθύς, -ιά, -ύ, επίθ. [<αρχ. βαθύς], βαθύς. 1α. που έχει βάθος: «βαθύς ποταμός || βαθιά θάλασσα || βαθύ πηγάδι». β. που προχωρεί, που εισχωρεί σε βάθος: «ο πλάτανος έχει βαθιές ρίζες». 2. που φτάνει στο ουσιαστικό νόημα των πραγμάτων, που δε μένει στην επιφάνεια, που είναι διεισδυτικός: «ο τάδε είναι βαθύς γνώστης των προβλημάτων της υπαίθρου || δεν καταλαβαίνεις πάντα τι λέει, γιατί τα λόγια του έχουν βαθιά νοήματα». 3. (για έπιπλα) που είναι με τέτοιο τρόπο κατασκευασμένο, ώστε να κάθεται κάποιος πολύ μαλακά και αναπαυτικά, έχοντας παράλληλα την εντύπωση πως, την ώρα που κάθεται, βουλιάζει: «βαθύς καναπές || βαθιά πολυθρόνα». 4. το ουδ. ως ουσ. το βαθύ, ο γκρεμός: «δεν πρέπει να προχωρήσουμε απ’ αυτό το μονοπάτι, γιατί πιο πέρα υπάρχει ένα βαθύ, που είναι απέραστο». Επίρρ. βαθιά, α. σε μεγάλο βάθος: «το μονοπατάκι προχωρούσε βαθιά μέσα στο δάσος». β. σε μεγάλο βαθμό, πάρα πολύ, έντονα: «είμαι βαθιά συγκινημένος που με βοήθησες || είμαι βαθιά πικραμένος απ’ την αδιαφορία σου». (Ακολουθούν 31 φρ.)·
- αρμενίζω βαθύ ρέμα, βλ. λ. ρέμα·
- αρμενίζω σε βαθιά νερά, βλ. λ. νερό·
- αρμενίζω στα βαθιά (ενν. νερά), (στη γλώσσα της αργκό) καταπιάνομαι με δουλειές που είναι πέρα από τις γνώσεις μου και τις δραστηριότητές μου ή πέρα από τις ικανότητές μου και υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να αποτύχω: «όσο είχα το μαγαζάκι μου, τα κονομούσα μια χαρά, μόλις όμως άρχισα ν’ αρμενίζω στα βαθιά, είμαι όλο προβλήματα»·
- βάζω βαθιά το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη μου, βλ. λ. χέρι·
- βαθιά γεράματα, βλ. λ. γεράματα·
- βαθιά μεσάνυχτα, βλ. λ. μεσάνυχτα·
- βαθιά σιωπή, βλ. λ. σιωπή·
- βαθιά υπόκλιση, βλ. λ. υπόκλιση·
- βαθιά χαράματα, βλ. λ. χαράματα·
- βαθύ κάθισμα, βλ. λ. κάθισμα·
- βαθύ μυστήριο, βλ. λ. μυστήριο·
- βαθύς ύπνος, βλ. λ. ύπνος·
- είναι βαθιά νυχτωμένος, βλ. λ. νυχτωμένος·
- έχει βαθιά μεσάνυχτα, βλ. λ. μεσάνυχτα·
- έχει βαθύ πάγκο, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. πάγκος·
- θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα, βλ. λ. λαγός·
- κοιμάμαι βαθιά, δεν ξυπνώ εύκολα: «όσο θόρυβο και να κάνεις δεν πρόκειται να ξυπνήσει, γιατί κοιμάται βαθιά»·
- κολυμπώ στα βαθιά, βλ. φρ. αρμενίζω στα βαθιά·
- μπρος βαθύ και πίσω ρέμα, βλ. λ. ρέμα·
- όργωσε βαθιά και θα ’χεις πολύ σιτάρι, βλ. λ. σιτάρι·
- όσο πιο βαθιά, τόσο πιο καλά, (για τάβλι) έκφραση παίχτη που αφήνει ένα πιασμένο αντίπαλο πούλι για να πιάσει ένα άλλο, που βρίσκεται πιο κοντά προς τη μάνα, εννοώντας ότι με αυτό το νέο πιάσιμο, εξασφαλίζει περισσότερο τη νίκη του. Η έκφραση με καθαρά σεξουαλικό υπονοούμενο. Επίσης ακούγεται πολλές φορές και ως ιαχή στα γήπεδα του ποδοσφαίρου ή του μπάσκετ, που απευθύνεται προς τους οπαδούς της αντίπαλης ομάδας από τους οπαδούς της ομάδας που κερδίζει με μεγάλη διαφορά στο σκορ. Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με τα δυο τα χέρια να τεντώνονται ψηλά και με σφιγμένες τις γροθιές, να έρχονται με δύναμη στα πλάγια της μέσης από τη μια και την άλλη πλευρά, στο ύψος περίπου των γεννητικών οργάνων, σαν να πιάνει κανείς κάποιον και να του επιβάλει άγρια τη σεξουαλική πράξη·
- παίρνω βαθιά αναπνοή, βλ. λ. αναπνοή·
- παίρνω βαθιά ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
- πάω (στα) βαθιά (ενν. νερά), ξανοίγομαι στη θάλασσα, ιδίως κολυμπώντας: «μην πας βαθιά, γιατί θα πνιγείς»·
- πέφτω στα βαθιά (ενν. νερά), καταπιάνομαι με δουλειές που είναι πέρα από τις γνώσεις μου και τις δραστηριότητές μου ή πέρα από τις ικανότητές μου, και υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να αποτύχω: «το ’χει μανία να πέφτει στα βαθιά και, όταν την πάθει, χτυπάει το κεφάλι του». (Λαϊκό τραγούδι: και να καταστραφώ εγώ παίρνω το ρίσκο πέφτω στα βαθιά μυαλό δεν έχω πια
- σκοτάδι βαθύ, βλ. λ. σκοτάδι·
- στα βαθιά (ενν. νερά), που έχουν μεγάλο βάθος: «δεν κολυμπάει στα βαθιά, γιατί δεν ξέρει καλό κολύμπι»·
- τα ψηλά βουνά έχουν και βαθιές χαράδρες, βλ. λ. βουνό·
- το βαθύ κράτος, βλ. λ. κράτος·
- το βαθύ ποτάμι, κρότο δεν κάνει, βλ. λ. ποτάμι·
- τον έχω σε βαθιά εκτίμηση, βλ. λ. εκτίμηση.

εκτίμηση

εκτίμηση, η, ουσ. [<μτγν. ἐκτίμησις], η εκτίμηση· η θετική γνώμη που έχουμε για κάποιο πρόσωπο, η υπόληψη, ο σεβασμός: «συνήθως οι πετυχημένοι άνθρωποι, έχουν την εκτίμηση των άλλων»·
- ανεβαίνω στην εκτίμηση (κάποιου), αρχίζει κάποιος να με υπολήπτεται, να με εμπιστεύεται, να με υπολογίζει περισσότερο από ό,τι προηγουμένως: «απ’ τη μέρα που μίλησα θετικά γι’ αυτόν, ανέβηκα στην εκτίμησή του»·
- δεν τον έχω (και) σε μεγάλη εκτίμηση, έχω ενδοιασμούς ως προς το άτομό του, αμφιβάλλω για την ποιότητα του χαρακτήρα του: «τον βλέπω να κινείται μουλωχτά μέσα στην αγορά, γι’ αυτό δεν τον έχω και σε μεγάλη εκτίμηση»·
- δεν τον έχω (και) σε πολλή εκτίμηση, βλ. φρ. δεν τον έχω (και) σε μεγάλη εκτίμηση·
- θρέφω εκτίμηση (για κάποιον), βλ. φρ. τον έχω σ’ εκτίμηση·
- κατά την εκτίμησή μου, σύμφωνα με αυτό που νομίζω ή πιστεύω: «κατά την εκτίμησή μου, πρέπει να είσαι προσεκτικός μ’ αυτόν τον άνθρωπο || κατά την εκτίμησή μου, πρόκειται για πολύ σοβαρή δουλειά». Συνών. κατά τη γνώμη μου / κατά την άποψή μου / κατά την κρίση μου·
- πέφτω στην εκτίμηση (κάποιου), αρχίζει κάποιος να με υπολήπτεται, να με εμπιστεύεται, να με υπολογίζει, λιγότερο από ό,τι προηγουμένως: «απ’ τη μέρα που μ’ έπιασε να κάνω κοπάνα, έπεσα στην εκτίμησή του»·
- τον έχω σ’ εκτίμηση, τον εκτιμώ, τον υπολήπτομαι, τον υπολογίζω, τον σέβομαι: «τον έχω σ’ εκτίμηση, γιατί είναι τίμιος άνθρωπος || τον έχω σ’ εκτίμηση, γιατί βοηθάει τους συνανθρώπους του || ένας απ’ τους λόγους που τον έχω σ’ εκτίμηση είναι γιατί δε λέει ποτέ κακό λόγο για κανέναν»·
- τον έχω σε βαθιά εκτίμηση, βλ. φρ. τον έχω σε μεγάλη εκτίμηση·
- τον έχω σε μεγάλη εκτίμηση, τον εκτιμώ, τον υπολήπτομαι, τον υπολογίζω, τον σέβομαι πάρα πολύ: «ενδιαφέρεται για όλους τους συνανθρώπους του, γι’ αυτό τον έχω σε μεγάλη εκτίμηση αυτόν τον άνθρωπο || είναι πολύ δίκαιος αυτός ο άνθρωπος, γι’ αυτό κι εγώ τον έχω σε μεγάλη εκτίμηση»·
- χαίρω της εκτιμήσεως (κάποιου ή κάποιων), με εκτιμάει, με υπολήπτεται, με υπολογίζει, με σέβεται κάποιος ή κάποιοι: «απ’ τη μέρα που τον υπερασπίστηκα χαίρω της εκτιμήσεώς του || χαίρω της εκτιμήσεως όλων των παραγόντων της επιχείρησης».

κράτος

κράτος, το, ουσ. [<αρχ. κράτος], το κράτος·
- αστυνομικό κράτος, όπου η εξουσία ασκείται με ιδιαίτερα αυστηρά μέτρα: «σ’ ένα αστυνομικό κράτος οργιάζει η βία και η αυθαιρεσία της εξουσίας»·
- κατά κράτος, ολοκληρωτικά: «ο εχθρός νικήθηκε κατά κράτος»·
- κράτος δικαίου, όπου όλοι οι πολίτες είναι ίσοι απέναντι στο νόμο και όπου τα πάντα κατανέμονται δίκαια στους πολίτες: «σ’ ένα κράτος δικαίου δεν υπάρχουν ισχυροί και ανίσχυροι»·
- κράτος εν κράτει, λέγεται για άτομο ή ομάδα ατόμων που έχουν αποκτήσει μεγάλη δύναμη και αυτονομία στα πλαίσια εταιρείας, κόμματος ή κρατικού μηχανισμού και καθορίζουν τις δραστηριότητες των αρμοδίων οργάνων: «ο τάδε μέσα στο εργοστάσιο είναι κράτος εν κράτει και κανείς δεν μπορεί να τα βάλει μαζί του»·
- κράτος πρόνοιας, όπου με θεσμικές ρυθμίσεις υποστηρίζει τους ασθενέστερους οικονομικά πολίτες: «σ’ ένα κράτος πρόνοιας έχει εξαλειφθεί η μεγάλη φτώχεια»·
- το βαθύ κράτος, το ισχυρό κατεστημένο: «η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να συγκρουστεί με το βαθύ κράτος»·
- υπό το κράτος, κάτω από τη δύναμη, την εξουσία, την κυριαρχία υπό την επήρεια, κάτω από την εξουσία ή κυριαρχία: «υπό το κράτος του φόβου τα μαρτύρησε όλα στην Ασφάλεια || υπό το κράτος της βίας υπέγραψε τη δήλωση ενοχής του || ο κόσμος υπό το κράτος του πανικού, έτρεχε μαζικά προς τις εξόδους του γηπέδου || υπό το κράτος της μέθης μπορεί να κάνει κανείς χίλιες δυο ανοησίες»·
- υπό το κράτος της εξουσίας, κάτω από τον εξαναγκασμό της κρατικής εξουσίας ή κυριαρχίας: «υπό το κράτος της εξουσίας τα πάντα ισοπεδώνονται».

λαγός

λαγός, ο, ουσ. [<μσν. λαγός <αρχ. λαγωός], ο λαγός. 1. άνθρωπος δειλός, φοβητσιάρης: «είναι τόσο λαγός, που, μόλις τον αγριέψεις λιγάκι, τρέμει απ’ το φόβο του». Από την εικόνα του λαγού, που σκιάζεται με τον παραμικρό θόρυβο. 2. λέγεται για άτομο που έχει κάποια υψηλή δημόσια θέση και δημοσιοποιεί κάποια ακραία πρόταση, για να δει τις γενικές αντιδράσεις των ενδιαφερομένων, οι οποίες, αν είναι έντονες, την αποσύρει: «ο υπουργός αποδείχτηκε λαγός, γιατί ανασκεύασε την ανακοίνωση που είχε κάνει για την ιδιωτικοποίηση του κρατικού οργανισμού». 3. (στη γλώσσα του αθλητισμού) αθλητής δρόμου χωρίς μεγάλη αντοχή που από την αρχή του αγώνα τρέχει πολύ γρήγορα για να παρασύρει και τους άλλους αθλητές σε μια γρήγορη κούρσα και εφόσον το επιτύχει αποσύρεται: «μετά την τέταρτη στροφή οι αθλητές έφτασαν και ξεπέρασαν το λαγό, ο οποίος αποχώρησε απ’ τον αγώνα». 4. (ειδικά) κινητό τηλέφωνο το οποίο επιλέγεται τυχαία από ένα κέντρο υποκλοπών, για να επιβεβαιωθεί η δυνατότητα υποκλοπής των συνομιλιών του κατόχου του: «κατάλαβε πως το κινητό του ήταν λαγός, γιατί κάθε τόσο έπιανε διάφορα μυστήρια σήματα που δεν μπορούσε να τα εξηγήσει». Η λ. σε χρήση από τις αρχές Φεβρουαρίου του 2006, μετά την αποκάλυψη του μεγάλου σκανδάλου των υποκλοπών των κινητών τηλεφώνων του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή, πολλών υπουργών της κυβέρνησης, καθώς και άλλων σημαντικών προσώπων της ελληνικής πολιτικής και δημοσιογραφικής ζωής του τόπου. Με τη λ. λαγός, υπάρχει και η εξής δίστιχο εν είδει ταχταρίσματος σε μωρό: πάει λαγός να πιει νερό απ’ του (της) (ακολουθεί όνομα του μωρού ή, αν είναι αβάφτιστο, το μπέμπης ή μπέμπα) το λαιμό γκίλι γκίλι γκίλι γκίλι γκίλι· βλ. και λ. γκίλι. Υποκορ. λαγουδάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας ή άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια, βλ. λ. μάτι·
- αν κυνηγάς δύο λαγούς, θα χάσεις και τους δύο, βλ. φρ. όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, δεν πιάνει κανέναν·
- αντί για λαγό, έβγαλε αρκούδα (ενν. το κυνηγετικό σκυλί), βλ. λ. αρκούδα·
- απ’ τα χαμόκλαδα που δεν περιμένεις, βγαίνει ο λαγός, πολλές φορές η επιτυχία, το κέρδος έρχεται από εκεί που δεν το περιμένεις, που δεν το υπολογίζεις: «περίμενα από έναν γνωστό μου να πάρω τη δουλειά, αλλά στο τέλος μου την ανέθεσε κάποιος, που είχαμε γνωριστεί τυχαία σ’ ένα μπαρ γιατί, πολλές φορές, απ’ τα χαμόκλαδα που δεν περιμένεις, βγαίνει ο λαγός»·
- άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες, λέγεται στην περίπτωση που, όσο και αν επιχειρεί κάποιος να καταφέρει κάτι, αποδεικνύεται πως ματαιοπονεί·
- βάζω το λαγό στο φούρνο, επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «είδα τον τάδε με τη δικιά του, που πήγαινε στην γκαρσονιέρα για να βάλει το λαγό στο φούρνο»·
- βγάζει λαγούς απ’ το καπέλο του, κατορθώνει απίθανα, ανέλπιστα πράγματα, κατορθώνει τ’ ακατόρθωτα: «όσο δύσκολη κι αν είναι η δουλειά, αυτός σίγουρα θα την καταφέρει, γιατί είναι τύπος που βγάζει λαγούς απ’ το καπέλο του». Αναφορά σε ένα από τα κόλπα ταχυδακτυλουργού· βλ. και φρ. είχε κρυμμένο λαγό στο καπέλο του·
- βγάζω λαγό, (στη γλώσσα των δημοσιογράφων) πετυχαίνω ενδιαφέρουσα είδηση, περίπτωση, ανακαλύπτω σπουδαίο μυστικό ή σκάνδαλο: «είναι το καμάρι της εφημερίδας μας, γιατί κάθε τόσο βγάζει κι από έναν λαγό». Από την εικόνα του κυνηγετικού σκυλιού, που ξετρυπώνει μέσα από τους θάμνους το λαγό·
- έγινε  λαγός, έφυγε τρέχοντας, ιδίως από φόβο: «μόλις έμαθε πως ερχόταν να τον πιάσουν, έγινε λαγός». (Λαϊκό τραγούδι: πού να το ’ξευρες καημένε Μουσουλίνι ο στόλος σου και ο στρατός λαγός πως θε να γίνει
- είχε κρυμμένο λαγό στο καπέλο του, είχε κάποιο ατού που το χρησιμοποίησε την κατάλληλη στιγμή προς όφελός του: «είχα την εντύπωση πως του είχα αρπάξει τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια του, αλλά αποδείχτηκε πως είχε κρυμμένο λαγό στο καπέλο του κι έτσι ανέλαβε πανηγυρικά τη δουλειά»· βλ. και φρ. βγάζει λαγούς απ’ το καπέλο του·
- έχει καρδιά λαγού, είναι δειλός, φοβητσιάρης: «δεν είναι σωστό να τα βάλω μαζί του, γιατί έχει καρδιά λαγού κι όσοι με δουν θα με κοροϊδεύουν!»·
- θα δεις πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα δεις πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα, α. από τη στιγμή που θα καταπιαστείς με τη συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «απ’ το γραφείο σου μπορείς να λες ό,τι θες, όταν κατεβείς όμως να δουλέψεις κι εσύ στην οικοδομή, θα δεις πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού». β. (γενικά) από τη στιγμή που θα βγεις να αντιμετωπίσεις μόνος σου τη ζωή, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «μέχρι τώρα σε τάιζαν οι γονείς σου, απ’ τη στιγμή όμως που έκανες δικό σου σπίτι, θα δεις πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα». Συνών. θα δεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα μάθεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα / θα δεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα δεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος / θα δεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα μάθεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα / θα δεις πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα μάθεις πώς το τρίβουν το πιπέρι / θα δεις τι εστί βερίκοκο ή θα μάθεις τι εστί βερίκοκο·    
- θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε σκληρά:, ιδίως με ξυλοδαρμό «αν ξαναπιάσεις τ’ όνομά μου στο στόμα σου, θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα». Πολλές φορές, μετά το πρώτο ρ. της φρ. ακολουθεί το εγώ. Συνών. θα σου δείξω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα σου μάθω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα / θα σου δείξω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου δείξω πόσα απίδια παίρνει ή θα σου μάθω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος / θα σου δείξω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα σου μάθω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα / θα σου δείξω πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα σου μάθω πώς το τρίβουν το πιπέρι / θα σου δείξω τι εστί βερίκοκο ή θα σου μάθω τι εστί βερίκοκο· 
- λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του ή λαγός τη φτέρη κούναγε, κακό του κεφαλιού του, λέγεται ειρωνικά για άτομα που είναι τα ίδια υπαίτια για το κακό που παθαίνουν, για την καταστροφή τους: «μα είναι δυνατόν αυτό τ’ ανθρωπάκι να θέλει να τα βάλει μ’ αυτόν το γίγαντα; -Λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του»·
- μυρίστηκε λαγό, ενδιαφέρεται πολύ σοβαρά για μια δουλειά ή υπόθεση, γιατί έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει πως θα έχει σπουδαίο όφελος: «αυτός για να θέλει να συνεταιριστεί με τον τάδε, προκειμένου ν’ αναλάβουν τη δουλειά, σίγουρα μυρίστηκε λαγό, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, είναι κατά των συνεταιρισμών». Από την εικόνα του κυνηγητικού σκυλιού, που επιδεικνύει έντονη κινητικότητα, όταν μυριστεί λαγό·
- ο λαγός κι αν κρύβεται, τ’ αφτιά του ξεχωρίζουν, όσο κι αν προσπαθήσει κανείς να κρύψει τα εμφανή ελαττώματά του ή τις εμφανείς αδυναμίες του, δε θα τα καταφέρει: «εσύ παραπατάς και μου λες πως έκοψες το πιοτό, αλλά ο λαγός κι αν κρύβεται, τ’ αφτιά του ξεχωρίζουν || λέει πως δεν είναι ομοφυλόφιλος, αλλά ο λαγός κι αν κρύβεται τ’ αφτιά του ξεχωρίζουν, γιατί περπατάει πάντα κουνιστός και λυγιστός»·
- όποιος κυνηγάει δυο λαγούς, κανέναν δε βαρά, βλ. φρ. όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, δεν πιάνει κανέναν·
- όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, δεν πιάνει κανέναν, το άτομο που επιδιώκει να πετύχει πολλά πράγματα συγχρόνως, αποτυχαίνει σε όλα: «θα πρέπει ν’ ασχοληθείς αποκλειστικά με τη δουλειά που ξεκίνησες και μην καταπιάνεσαι προς το παρόν με άλλα πράγματα, γιατί, όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, δεν πιάνει κανέναν»·
- σέρνει ο λαγός το λέοντα με το χρυσό το ράμμα, βλ. λ. ράμμα·
- σηκώνω λαγό, α. κατορθώνω κάτι που μου αποφέρει γενική καταξίωση: «σήκωσε λαγό, αφού κατάφερε να πάρει συνέντευξη από κοτζάμ πλανητάρχη!». Από την εικόνα του κυνηγού, που πιάνει το λαγό που σκότωσε από τα αφτιά του και τον σηκώνει ικανοποιημένος. β. σκοτώνω λαγό κατά τη διάρκεια κυνηγιού: «τόσα χρόνια κυνηγός, πρώτη φορά μου κατάφερα να σηκώσω λαγό»· βλ. και φρ. βγάζω λαγό·
- τάζω λαγούς με πετραχήλια, για να πετύχω κάποιο σκοπό μου υπόσχομαι πολλά και δυσεκπλήρωτα πράγματα: «της έταζε λαγούς με πετραχήλια για να του πει το ναι». (Λαϊκό τραγούδι: πάψε να τάζεις λαγούς με πετραχήλια, δεν κολατσίζεις από τα δικά μου χείλια). Συνών. τάζω τον ουρανό με τ’ άστρα·
- τρέχει σαν λαγός, είναι πολύ ταχύς, τρέχει πολύ γρήγορα: «δεν πιάνεται εύκολα, γιατί τρέχει σαν λαγός». Από το ότι ο λαγός έχει πολύ γρήγορο τρέξιμο.

μεσάνυχτα

μεσάνυχτα, τα, ουσ. [<μσν. μεσάνυκτον <αρχ. μεσονύκτιον], τα μεσάνυχτα·
- άγρια μεσάνυχτα ή βαθιά μεσάνυχτα ή μαύρα μεσάνυχτα, η πολύ προχωρημένη ώρα της νύχτας: «πού τρέχεις μέσ’ στ’ άγρια μεσάνυχτα και δε βρίσκεσαι στο σπίτι σου; || ήρθε μαύρα μεσάνυχτα και μου χτυπούσε την πόρτα»
- έχει μεσάνυχτα ή έχει άγρια μεσάνυχτα ή έχει βαθιά μεσάνυχτα ή έχει μαύρα μεσάνυχτα, έχει πλήρη άγνοια για κάτι που κουβεντιάζεται ή έχει πλήρη άγνοια πάνω σε μια δουλειά ή τέχνη: «τι γνώμη μπορεί να εκφέρει ο άνθρωπος, αφού σου είπε πως έχει άγρια μεσάνυχτα πάνω στο θέμα που κουβεντιάζουμε || μην πας τ’ αυτοκίνητό σου σ’ εκείνον το μηχανικό, γιατί έχει μαύρα μεσάνυχτα»·
- περασμένα μεσάνυχτα, βλ. φρ. άγρια μεσάνυχτα.

νυχτωμένος

νυχτωμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. νυχτώνω], ιδίως εύχρ. στις φρ. είναι αλλού νυχτωμένος ή είναι βαθιά νυχτωμένος ή είναι βαριά νυχτωμένος ή είναι μακριά νυχτωμένος ή είναι πέρα νυχτωμένος, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος απέχει πολύ από την αλήθεια, γιατί δεν παρακολουθεί ή δε γνωρίζει το γεγονός, ή την υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, που δε συμμετέχει στην καθημερινότητα, δεν παρακολουθεί τα γεγονότα που εξελίσσονται γύρω του και για το λόγο αυτό είναι γελασμένος, αν έχει για σίγουρο κάτι, που ζει στο δικό του κόσμο: «αν νομίζει πως θα γίνουν έτσι τα πράγματα, να του πεις πως είναι μακριά νυχτωμένος || τρία χρόνια τον κεράτωνε μπροστά στα μάτια του η γυναίκα του κι αυτός ήταν βαθιά νυχτωμένος και χαρούμενος».

πάγκος

πάγκος, ο κ. μπάγκος, ο, ουσ. [<ιταλ. banco], ο πάγκος. 1. ειδικά διαμορφωμένος χώρος του μπαρ, όπου κάθονται οι πελάτες για να πιουν: «ακούμπησαν με τους αγκώνες τους στον πάγκο και παράγγειλαν από ένα ουί». Ο πάγκος λέγεται και μπαρ. 2. ειδικό επίμηκες τραπέζι, όπου οι μικροπωλητές των λαϊκών αγορών τοποθετούν τα εμπορεύματά τους: «σήμερα οι πάγκοι της αγοράς ήταν γεμάτοι ζαρζαβατικά». 3. αμμώδης ή βραχώδης έκταση ανυψωμένου βυθού της θάλασσας, που δε φαίνεται και δεν επιτρέπει την πλεύση των σκαφών, η ξέρα, ο ύφαλος: «στα δεξιά του μυχού υπάρχει ένας πάγκος, που τον αποφεύγουν όλοι οι ναυτικοί». 4. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο χώρος όπου κάθονται οι αναπληρωματικοί παίχτες καθώς και αυτοί οι ίδιοι οι αναπληρωματικοί παίχτες: «όποιος δεν είναι σε φόρμα, ο προπονητής τον κρατάει στον πάγκο || με την επίτευξη του γκολ όλος ο πάγκος πετάχτηκε όρθιος και ζητωκραύγαζε». Υποκορ. παγκάκι, το (βλ. λ.)·
- έχει βαθύ πάγκο, (ιδίως στη γλώσσα του ποδοσφαίρου και του μπάσκετ) η ομάδα για την οποία γίνεται λόγος έχει πολλούς και ικανούς αναπληρωματικούς παίχτες: «ο προπονητής μπορεί να κάνει διάφορες αλλαγές στο παιχνίδι, γιατί η ομάδα μας έχει βαθύ πάγκο»·
- έχει βάθος πάγκου, βλ. φρ. έχει βαθύ πάγκο· 
- θα περάσεις απ’ τον πάγκο μου! (απειλητικά ή προειδοποιητικά) α. θα σε τιμωρήσω σκληρά, θα σε εκδικηθώ: «τώρα που έχεις το πάνω χέρι, μπορείς να κάνεις ότι θέλεις, αλλά θα ’ρθει καιρός που θα περάσεις απ’ τον πάγκο μου». β. λέγεται στην περίπτωση που μας αρνείται κάποιος τη βοήθειά του και τον προειδοποιούμε πως, αν φτάσει και αυτός στην περίπτωση να ζητήσει τη βοήθειά μας, θα του συμπεριφερθούμε με τον ανάλογο τρόπο: «μια φορά σου ζήτησα κάτι και μου το αρνήθηκες, αλλά πού θα πάει, θα περάσεις απ’ τον πάγκο μου!». Από το ότι, στην Οθωμανική Τουρκία, ένα είδος τιμωρίας ήταν να ακινητοποιούν τον ένοχο μπρούμυτα σε ένα πάγκο και να τον ξυλοκοπούν. γ. (συνήθως ως υπενθύμιση) θα σου επιβάλω τη σεξουαλική πράξη: «αργά ή γρήγορα, κοπέλα μου, θα περάσεις απ’ τον πάγκο μου!». Από το ότι, πολλές φορές, μετά το ξυλοκόπημα του ενόχου, έτσι όπως ήταν μπρούμυτα ακινητοποιημένος του επέβαλαν και τη σεξουαλική πράξη·
- κάθε κατεργάρης στον πάγκο του, βλ. λ. κατεργάρης·
- όλοι διαλέγουν απ’ τον ίδιο πάγκο, δεν υπάρχει ευχέρεια για την παρουσίαση διαφορετικών επιλογών ή προτάσεων: «το κομμουνιστικό κόμμα κατηγόρησε τους συνομιλητές του ότι, αφού αυτοί είναι υπέρ της Ενωμένης Ευρώπης δεν έχουν να παρουσιάσουν κάποια καινούρια πρόταση, γιατί όλοι διαλέγουν απ’ τον ίδιο πάγκο»·  
- τον αφήνω στον πάγκο, (για ποδοσφαιριστές) ως προπονητής τον αφήνω έξω από την ομάδα για λόγους πειθαρχίας, ιδίως όμως επειδή βρίσκεται σε κακή αγωνιστική κατάσταση: «επειδή είχε χάσει πολλές προπονήσεις, ο προπονητής τον άφησε στον πάγκο». Συνών. τον πετώ στην κερκίδα (α).

ποτάμι

ποτάμι, το, ουσ. [<μσν. ποτάμιν <μτγν. ποτάμιον, υποκορ. του ουσ. ποταμός], το ποτάμι· ως επίρρ. (για υγρά, ιδίως για νερό) άφθονα, σαν ποτάμι: «έσπασε ο σωλήνας της ύδρευσης κι έτρεχε το νερό ποτάμι». (Λαϊκό τραγούδι: μπρος στα πόδια μου ποτάμι το νερό, με παράπονο κοιτώ τον ουρανό)· βλ. και λ. ποταμός. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- ας τα πάρει το ποτάμι! ας ξεχάσουμε όλα όσα ήταν αιτία που μας έκαναν να μαλώσουμε και ας μονοιάσουμε ξανά: «είναι άδικο τόσα χρόνια φίλοι και να μη μιλάμε για μια ηλίθια παρεξήγηση, γι’ αυτό ας τα πάρει το ποτάμι!»·
- ας το πάρει το ποτάμι! έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως παραγράφουμε, πως συγχωρούμε κάποιον για κάτι κακό που μας έχει κάνει: «αφού αναγνώρισες το σφάλμα σου και μου ζητάς συγνώμη, ας το πάρει το ποτάμι!»·
- κι όποιον πάρει το ποτάμι, λέγεται στην περίπτωση που επιβάλλεται κάποια τιμωρία με άνωθεν εντολή στην τύχη και όχι κατ’ επιλογή ή στην περίπτωση που κάποια επικίνδυνη ενέργεια μπορεί να βλάψει τυχαία τον οποιονδήποτε: «εγώ θα επιβάλω τις ανάλογες κυρώσεις για τη ζημιά που έγινε και όποιον πάρει το ποτάμι». Συνών. κι όποιον πάρει η μπάλα / κι όποιον πάρει η μπόρα / κι όποιον πάρει ο χάρος·
- μας πήρε όλους το ποτάμι, συντελέστηκε γενική οικονομική καταστροφή σε ένα σύνολο ατόμων ή σε μια χώρα: «με την πρόσφατη οικονομική κρίση μας πήρε όλους το ποτάμι»·
- να τα πάρει το ποτάμι! βλ. φρ. ας τα πάρει το ποτάμι(!)·
- να το πάρει το ποτάμι; ερώτηση σε κάποιον, στην περίπτωση που τον παιδεύουμε και δεν του λέμε κάτι που αποτελεί μυστικό ή τον έχουμε υποβάλει στη δοκιμασία ενός αινίγματος ή στη λύση ενός γρίφου και δεν ξέρει τη σωστή απάντηση, με την έννοια να του την πούμε εμείς που τη γνωρίζουμε, για να πάψει να βασανίζεται άλλο. Συνών. φτύσ’ τα έξω(;)·
- όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιεις νερό, βλ. λ. νερό·
- παίρνει το ποτάμι (κάτι), καταστρέφεται, χάνεται, εξαφανίζεται κάτι: «όλες τις χαρές μας τις πήρε το ποτάμι || ευτυχώς όλες τις λύπες μας τις πήρε το ποτάμι». (Λαϊκό τραγούδι: όνειρο ήταν η αγάπη αυτή, τώρα πια διάβηκε την πήρε το ποτάμι, όλα εσβήσανε κι έχουν γκρεμιστεί, δάκρυ και πίκρα όλα πήγανε χαράμι
- σιγανό ποτάμι, βλ. συνηθέστ. σιγανό ποταμάκι, λ. ποταμάκι·
- τα μεγάλα ποτάμια, από μικρές πηγές πηγάζουν, βλ. λ. πηγή·
- τα ποτάμια δε γυρίζουν πίσω, δεν μπορεί να αλλάξει, να διαφοροποιηθεί κάτι που έχει συντελεστεί: «ό,τι έγινε έγινε κι αν θες να ξέρεις, τα ποτάμια δε γυρίζουν πίσω»·
- τα ποτάμια δε γυρίζουν στα βουνά, βλ. φρ. τα ποτάμια δε γυρίζουν πίσω·
- το βαθύ ποτάμι, κρότο δεν κάνει, αυτός που έχει επίγνωση της ανωτερότητάς του, των γνώσεών του, της σοφίας του, δε μιλάει για τον εαυτό του, δεν αυτοπροβάλλεται: «είναι απ’ τους πιο άξιους δασκάλους της πανεπιστημιακής μας κοινότητας αλλά θέλει να περνάει απαρατήρητος, γιατί το βαθύ ποτάμι, κρότο δεν κάνει». Συνών. τα μεγάλα δάση μένουν βουβά·
- το ποτάμι της ιστορίας δε γυρίζει πίσω, τα πράγματα εξελίσσονται: «ο λαός μας θα πάει μπροστά, γιατί το ποτάμι της ιστορίας δε γυρίζει πίσω». Μια από τις αγαπημένες εκφράσεις του Ανδρέα Παπανδρέου·
- τον πήρε το ποτάμι, καταστράφηκε ψυχικά ή οικονομικά: «απ’ τη μέρα που χώρισε τον πήρε το ποτάμι || πώς να μην τον πάρει το ποτάμι με τις βλακείες που έκανε στη δουλειά του!». Συνών. τον πήρε η κάτω βόλτα / τον πήρε η μπάλα / τον πήρε η μπόρα·
- τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι, λέγεται στην περίπτωση που, σε κάποια ομαδική τιμωρία που επιβλήθηκε με άνωθεν εντολή, τιμωρήθηκε και κάποιος που δεν ευθυνόταν, ή λέγεται στην περίπτωση που σε κάποια γενική κρίση υπέστη τις συνέπειές της και κάποιος που φαινόταν πως θα την ξεπεράσει ανώδυνα, ή λέγεται στην περίπτωση που τις δίκαιες επιπλήξεις κάποιου σε ένα σύνολο τις υπέστη και ένας αθώος: «επειδή τ’ αφεντικό τους τους έπιασε να τεμπελιάζουν, έκανε περικοπές στο μισθό τους και τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι, που το συγκεκριμένο μήνα έλειπε με άδεια || οι μετοχές που είχε επιλέξει ήταν οι μόνες που κρατούσαν στο χρηματιστήριο, αλλά με τη συνεχιζόμενη πτώση των τιμών, στο τέλος τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι || τους σκυλόβρισε ο διευθυντής τους, επειδή δεν του είχαν ετοιμάσει ακόμη τα σχέδια, κι όπως περνούσε απ’ το γραφείο ο τάδε, τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι». Συνών. τον πήρε κι αυτόν η μπάλα / τον πήρε κι αυτόν η μπόρα·
- τρέχει ο ιδρώτας (μου) ποτάμι, βλ. λ. ιδρώτας·
- τρέχει το αίμα (μου) ποτάμι, βλ  λ. αίμα.
- χύνω ποτάμι (τα) δάκρυα ή χύνω (τα) δάκρυα ποτάμι, βλ. λ. δάκρυ.

ρέμα

ρέμα, το, ουσ. [<μσν. ρέμα <αρχ. ῥεύμα], το ρέμα·
- αρμενίζω βαθύ ρέμα, (στη γλώσσα της αργκό) ενεργώ απερίσκεπτα χωρίς να υπολογίζω τις συνέπειες, μπαίνω σε δύσκολες καταστάσεις, χωρίς απαραίτητα να μπορώ να τις αντιμετωπίσω, να μπορώ να ξεπεράσω τις δυσκολίες ή τους κινδύνους που τυχόν κρύβουν: «αν πρέπει να τα βάλεις με κάποιον, αυτός είναι ο εαυτός σου, γιατί, ενώ όλοι σε προειδοποιούσαν, εσύ θέλησες ν’ αρμενίσεις βαθύ ρέμα, και την πάτησες»·
- με παράσυρε το ρέμα, καταστράφηκα οικονομικά ή ξέπεσα ηθικά. (Λαϊκό τραγούδι: με παράσυρε το ρέμα,μάνα μου, δεν είναι ψέμα· καίγομαι γι’ αυτή και λιώνω την αγαπώ
- με πήρε το ρέμα, βλ. φρ. με παράσυρε το ρέμα. (Λαϊκό τραγούδι: κι αν με πήρε τ’ άγριο ρέμα ο ντουνιάς κι αν με μισεί, τι αξίζει λίγο αίμα αφού μ’ αγαπάς εσύ έννοια μου χρυσή)·
- με τραβάει στο ρέμα, με οδηγεί κάποιος προς την οικονομική καταστροφή ή προς τον ηθικό ξεπεσμό: «ξέκοψα απ’ αυτή τη γυναίκα, γιατί κατάλαβα πως με τραβούσε στο ρέμα». (Λαϊκό τραγούδι: με πικραίνεις, σαν ξένο με κοιτάς και στο ρέμα με τραβάς!
- μπρος βαθύ και πίσω ρέμα, βλ. συνηθέστ. μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. (Δημοτικό τραγούδι: μπρος βαθύ και πίσω ρέμα, τι θα κάνω εγώ με σένα
- μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, επικίνδυνη κατάσταση, όπου δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής. (Λαϊκό τραγούδι: μπρος γκρεμός, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα είναι η αγάπη σου, θυσιάστηκα για σένα, μα όλα χαλάλι σου). 

σιτάρι

σιτάρι, το, ουσ. [<μσν. σιτάριν <μτγν. σιτάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. σῖτος], το σιτάρι· τα κόλλυβα: «μετά το τρισάγιο που έκανε στον τάφο του άντρα της, μοίρασε σιτάρι τους λίγους παρευρισκόμενους». Από το ότι τα κόλλυβα γίνονται από βρασμένο σιτάρι·
- δείχνει σιτάρι και πουλάει κριθάρι, βλ. λ. κριθάρι·
- έσπειρε σιτάρι κι εφύτρωσε κριθάρι, βλ. λ. κριθάρι·
- μ’ άβροχο Φλεβάρη, λιγοστό σιτάρι, βλ. λ. άβροχος·
- ξεχωρίζω την ήρα απ’ το σιτάρι, βλ. λ. ήρα·
- ξεχώρισε η ήρα απ’ το σιτάρι, βλ. λ. ήρα·
- όργωσε βαθιά και θα ’χεις πολύ σιτάρι, όποιος εργάζεται εντατικά, όποιος κοπιάζει θα έχει και τις ανάλογες απολαβές, τα ανάλογα κέρδη: «μη χάνεις τον καιρό σου τώρα που είσαι παλικάρι, όργωσε βαθιά και θα ’χεις πολύ σιτάρι».