Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 αποτελέσματα (1 έως 20)
βίος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βίος, ο, ουσ. [<αρχ. βίος]. 1. η ζωή, η διάρκεια της ζωής: «σ’ όλον το βίο του προσπάθησε να ζήσει τίμια». 2. ο τρόπος που ζει και συμπεριφέρεται ένας άνθρωπος σε έναν τομέα της κοινωνικής του ζωής: «στον κοινωνικό του βίο υπήρξε άμεμπτος || στο συζυγικό του βίο ήταν ευτυχισμένος || στον πολιτικό του βίο απέτυχε παταγωδώς». 3. η βιογραφία, ιδίως αξιόλογων προσώπων: «οι βίοι αγίων || οι βίοι των μεγάλων κατακτητών || οι βίοι των μεγάλων εξερευνητών || οι βίοι μεγάλων ανδρών της αρχαιότητας». (Βέβαια ο καθένας μπορεί να ασχοληθεί με τη βιογραφία κάποιου, αν τον νομίζει ή τον θεωρεί αξιόλογο, ή και με την προσωπική του βιογραφία, την αυτοβιογραφία του)·
- βίοι παράλληλοι, λέγεται για πρόσωπα που παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής τους: «μιμούμενος τον αρχαίο Πλούταρχο, συγγράφει ένα βιβλίο με τους παράλληλους βίους των αρχηγών των δυο μεγάλων κομμάτων»·
- βίο(ν) ανθόσπαρτο(ν), ευχή σε νεόνυμφους να περάσουν τη ζωή τους χωρίς δυσκολίες και προβλήματα, να περάσουν τη ζωή τους με χαρά και ευτυχία. (Λαϊκό τραγούδι: βίος ανθόσπαρτος αλλά μετ’ εμποδίων, της τρέλας έρωτες σαφώς εκτός ορίων
- βίος αβίωτος, που δεν μπορεί κανείς να τον ζήσει, ο αφόρητος: «με τόση φτώχεια ζούσε ένα βίο αβίωτο»·
- διά βίου, σε όλη τη διάρκεια της ζωής: «έζησαν διά βίου αγαπημένοι κι ευτυχισμένοι»·
- είναι βίος και πολιτεία, έχει ζήσει έντονα τη ζωή του μέσα στην κραιπάλη και στην παρανομία: «αυτόν τον άνθρωπο να τον προσέχεις, γιατί είναι βίος και πολιτεία». Πρβλ.: ο βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (τίτλος μυθιστορήματος του Ν. Καζαντζάκη)·
- θα σου κάνω το βίο αβίωτο, απειλητική έκφραση σε κάποιον ότι θα τον ταλαιπωρήσουμε, θα τον βασανίσουμε τόσο πολύ, που να μην αντέχει άλλο τη ζωή του: «αν εξακολουθήσεις να ενοχλείς την κόρη μου, θα σου κάνω τον βίο αβίωτο»·
- μου ’γινε ο βίος αβίωτος, είναι η ζωή μου γεμάτη βάσανα, δυσκολίες και ταλαιπωρίες, γι’ αυτό μου έγινε αφόρητη: «με τόσες απανωτές ατυχίες μου ’γινε ο βίος αβίωτος»·
- μου ’κανε το βίο αβίωτο, με ταλαιπώρησε, με βασάνισε τόσο πολύ, που δεν αντέχω άλλο τη ζωή μου: «είναι τόσο γκρινιάρα η γυναίκα μου, που μου ’κανε το βίο αβίωτο με την γκρίνια της»·
- ο πρότερος έντιμος βίος, ο έντιμος τρόπος που έζησε και συμπεριφέρθηκε γενικά ένας άνθρωπος πριν από την τέλεση κάποιας κολάσιμης πράξης: «το δικαστήριο κηρύσσει τον κατηγορούμενο ένοχο, αλλά λόγω προτέρου εντίμου βίου του επιβάλλει ένα χρόνο φυλάκιση με τριετή αναστολή».

βιος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βιος, ο, κ. βιο, το, ουσ. [<αρχ. βίος], η κινητή ή ακίνητη περιουσία κάποιου, η υλική αφθονία, ο πλούτος που κατέχει κάποιος: «με τη σκληρή δουλειά, απόκτησε μεγάλο βιο || έχασε όλο το βιος του στα χαρτιά || του ’φαγαν το βιο του οι διάφορες παρδαλές». (Λαϊκό τραγούδι: κάλλιο να πνίγει τη σοδειά μου ο Πηνειός, κάλλιο χαλάζια και βροχές να τη θερίζουν, για να η βλέπω να μ’ αρπάζουνε το βιος, οι τσιφλικάδες που τη γη δεν την ορίζουν //και νάνι του στην αγκαλιά νανούριζες το γιο, να δω αφέντη το ραγιά και με δικό του βιο
- ελάτ’ εσείς οι γνωστικοί να φάτε του τρελού το βιος, λέγεται σε περιπτώσεις εκμετάλλευσης αδύναμων ανθρώπων· 
- σαν να μην ξέρω το βιος μου! λέγεται με παράπονο, όταν η βοήθεια που ζητάμε από ένα οικείο ή συγγενικό πρόσωπο δεν πραγματοποιείται, αν και ήμασταν ήδη σίγουροι πως δεν υπήρχε ελπίδα να πραγματοποιηθεί, γιατί γνωρίζουμε καλά το ποιόν αυτού του ατόμου·
- το βιος παντρεύει το στοιχειό, δεν υπάρχει πρόβλημα για το άσχημο άτομο να παντρευτεί, όταν είναι πλούσιο: «όσο άσχημη κι αν είναι, με τα πλούτη που έχει ο πατέρας της δε θ’ αργήσει να την παντρέψει, γιατί το βιος παντρεύει στοιχειό». Συνήθως αναφέρεται για γυναίκα.