Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αυλαία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αυλαία, η, ουσ. [<μτγν. αὐλαία], αυλαία·
- άνοιξε η αυλαία (της συνδιάσκεψης, του συνεδρίου, των εργασιών, του θεατρικού έργου), δηλώνει την αρχή, άρχισε: «η αυλαία της συνδιάσκεψης άνοιξε με την εισήγηση του προέδρου || μόλις άνοιξε η αυλαία, οι θεατές αφοσιώθηκαν στο έργο»·
- έκλεισε η αυλαία, βλ. φρ. έπεσε η αυλαία·
- έπεσε η αυλαία (της συνδιάσκεψης, του συνεδρίου, των εργασιών, του θεατρικού έργου), δηλώνει το τέλος μιας ενέργειας, τελείωσε, περατώθηκε κάτι: «η αυλαία του συνεδρίου έπεσε με τον αποχαιρετιστήριο λόγο του προέδρου || μόλις έπεσε η αυλαία, οι θεατές άρχισαν να χειροκροτούν ενθουσιασμένοι»·
- σηκώθηκε η αυλαία, βλ. συνηθέστ. άνοιξε η αυλαία.