αχόρταγος
αχόρταγος,
-η, -ο, επίθ.
[<μσν. ἀχόρταγος], αχόρταγος· που είναι άπληστος, πλεονέκτης: «όσα και να
δώσεις σ’ αυτόν τον αχόρταγο δεν είναι ποτέ του ευχαριστημένος». Επίρρ. αχόρταγα·
-
αχόρταγο κι αχάριστο ποτέ σου μη βοηθάς, βλ. λ. βοηθώ.
βοηθώ
βοηθώ
κ. βοηθάω, ρ.
[<αρχ. βοηθῶ], βοηθώ· χρησιμεύω, ωφελώ: «είναι τόσο χοντροκέφαλος, που δεν
τον βοήθησαν οι συμβουλές μου». (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- άγιε
Νικόλα μου, βοήθα με. -Κούνα κι εσύ τα χέρια σου, βλ. λ. χέρι·
- αχόρταγο
κι αχάριστο ποτέ σου μη βοηθάς, δεν πρέπει να βοηθούμε αναιδείς και
ανάξιους ανθρώπους: «ακόμα και να εξαρτάται απόλυτα από σένα, αχόρταγο κι
αχάριστο ποτέ σου μη βοηθάς»·
- βόηθα
Παναγιά μου! ή βοήθα Παναγία μου! βλ. λ. Παναγιά·
- βόηθα
Χριστέ και Παναγιά! ή βοήθα Χριστέ και Παναγία! βλ. λ. Χριστός·
- βοηθήστε
στραβοί τον ανοιχτομάτη, βλ. λ. ανοιχτομάτης·
- βοηθήστε
στραβοί τον αόμματο, βλ. λ. αόμματος·
- δε
με βοηθά η μνήμη μου, βλ. λ. μνήμη·
- είχαμε
σκύλο κι εβόηθα το λύκο, βλ. λ. λύκος·
- εκεί
που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε βόηθα Παναγιά ή εκεί που θα λέγαμε
δόξα σοι ο Θεός, είπαμε Παναγία βοήθα, βλ. λ. Θεός·
- όντας
η τύχη σε βοηθά, μην την πισωκωλιάζεις, βλ. λ. τύχη·
- όταν
η τύχη δε βοηθά, η γνώση δεν αξίζει, βλ. λ. τύχη·
- Παναγιά
βόηθα! ή Παναγία βοήθα! βλ. λ. Παναγία·
- τον
άγιο που σε βοηθά, μην τονε προσκυνάς, βλ. λ. άγιος·
- Χριστέ
βόηθα! ή Χριστέ βοήθα! βλ. λ. Χριστός.