Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αχαλίνωτος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αχαλίνωτος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ἀχαλίνωτος], αχαλίνωτος. 1α. που δεν έχει συγκρατημό, που δεν μπορεί κανείς να συγκρατήσει: «αχαλίνωτο παιδί». Από την εικόνα του αλόγου που δεν το φόρεσαν χαλινάρι και κινείται ελεύθερα. β. (για ορμές ή ιδιότητες) που είναι υπερβολικά έντονος, που δεν έχει όρια: «έχει αχαλίνωτη φιλοδοξία και θέλει να γίνει αρχηγός κόμματος». 2. που δεν έχει ηθικούς φραγμούς: «αχαλίνωτη νεολαία»·
- έχει αχαλίνωτη φαντασία, βλ. λ. φαντασία.

φαντασία

φαντασία, η, ουσ. [<αρχ. φαντασία], η φαντασία·
- είναι γέννημα της φαντασίας σου, βλ. λ. γέννημα·
- είναι πλάσμα της φαντασίας σου, βλ. λ. πλάσμα·
- έχει αχαλίνωτη φαντασία, βλ. φρ. καλπάζει η φαντασία του·
- έχει φαντασία, έχει την ικανότητα να δημιουργεί κάτι πρωτότυπο ή να ενεργεί πρωτότυπα: «αυτός ο συγγραφέας έχει φαντασία || αυτός ο μουσικός έχει φαντασία || αυτός ο κλέφτης έχει φαντασία»·
- καλπάζει η φαντασία του, α. είναι πολύ ευφάνταστος: «η φαντασία του τάδε ποιητή καλπάζει». β. (ειρωνικά) πλάθει φανταστικά γεγονότα ή μεγαλοποιεί ασήμαντες καταστάσεις: «από μικρό παιδί καλπάζει η φαντασία του και μας δημιουργεί συνέχεια ένα σωρό προβλήματα»·
- κατά φαντασίαν ασθενής, αυτός που ασχολείται συνέχεια με την υγεία του, επειδή έχει την εντύπωση πως πάσχει από διάφορες αρρώστιες, ενώ στην πραγματικότητα είναι υγιής: «έχουμε τον παππού μας που τρέχει όλη την ώρα στους γιατρούς, γιατί είναι κατά φαντασίαν ασθενής ο καημένος»·
- με φαντασία, (ιδίως για πνευματική ή καλλιτεχνική δημιουργία) που δημιουργείται με πρωτοτυπία, με έμπνευση: «είναι ένα μυθιστόρημα γραμμένο με φαντασία || είναι ζωγράφος που ζωγραφίζει με φαντασία».