Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αφιερώνω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αφιερώνω, ρ. [<μτγν. ἀφιερῶ], αφιερώνω. 1. βρίσκομαι σε πολύ καλή ψυχική διάθεση και με τα λόγια ή τις πράξεις μου μεταδίδω τη διάθεσή μου αυτή και στην ομήγυρη: «όταν αρχίζει κι αφιερώνει αυτό το παιδί, είναι γλύκα». 2. (ειρωνικά) λέω μεγάλες βλακείες, κάνω ανοησίες και προκαλώ το γέλιο στην ομήγυρη: «πάμε στο στέκι μας να γελάσουμε, γιατί είναι ο τάδε κι αφιερώνει πάλι».