Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αφεντάνθρωπος
αφεντάνθρωπος, ο, ουσ. [<αφέντης + άνθρωπος], αυτός που έχει αρχοντικό, επιβλητικό παρουσιαστικό, που είναι ευγενικός και γενναιόδωρος: «χαίρεσαι να τον βλέπεις έναν τέτοιο αφεντάνθρωπο! || πώς θα ήταν αφεντάνθρωπος αν δεν ήταν κι ανοιχτοχέρης;». Συνών. αρχοντάνθρωπος.