ατμόσφαιρα
ατμόσφαιρα,
η, ουσ.
[<γαλλ. atmosphère <ελλ. ατμός + σφαίρα], η ατμόσφαιρα. 1. οι
συνθήκες που επικρατούν σε ένα τόπο ή χώρο: «ζούμε προεκλογική ατμόσφαιρα ||
ζούμε σε ατμόσφαιρα πολέμου». 2. το περιβάλλον όπου ζει κάποιος και που
του δημιουργεί καλή ή κακή ψυχολογική διάθεση: «οικογενειακή ατμόσφαιρα ||
φιλική ατμόσφαιρα || εχθρική ατμόσφαιρα»·
- βαριά
ατμόσφαιρα, κατάσταση σε ένα περιβάλλον που είναι δυσάρεστα φορτισμένη:
«μετά το θάνατο του πατέρα του, για ένα μεγάλο διάστημα επικρατούσε στο σπίτι
βαριά ατμόσφαιρα»·
- βάρυνε
η ατμόσφαιρα, έγινε δυσάρεστη, φορτίστηκε δυσάρεστα: «με την είσοδο του
τάδε στην αίθουσα βάρυνε η ατμόσφαιρα || μόλις ο πρόεδρος ανακοίνωσε το ύψος
του ελλείμματος της επιχείρησης, βάρυνε η ατμόσφαιρα στην αίθουσα των
συσκέψεων»·
- η
γενική ατμόσφαιρα, το σύνολο των ηθικών, πολιτικών, οικονομικών και
πνευματικών συνθηκών που επιδρούν σε ένα κοινωνικό περιβάλλον: «η γενική
ατμόσφαιρα μυρίζει εκλογές || η γενική ατμόσφαιρα προμηνύει σφιχτή εισοδηματική
πολιτική || στη γενική ατμόσφαιρα το τόπου μας επικρατεί διάχυτα η σήψη και η
σαπίλα». Συνών. το γενικό κλίμα·
- η
περιρρέουσα ατμόσφαιρα, βλ. φρ. η γενική ατμόσφαιρα·
- ηλεκτρισμένη
ατμόσφαιρα, κατάσταση σε ένα περιβάλλον όπου επικρατεί διέγερση, έξαψη:
«στην αίθουσα του συνεδρίου επικρατούσε ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα»·
- τεταμένη
ατμόσφαιρα, βλ. φρ. ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα·
- φορτισμένη
ατμόσφαιρα, βλ. φρ. ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα·
- φτιάχνω
ατμόσφαιρα, α. δημιουργώ τις κατάλληλες συνθήκες για να κατακτήσω
μια γυναίκα, ιδίως για να της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «μόλις μπήκαμε στο
δωμάτιο, για να φτιάξω ατμόσφαιρα, χαμήλωσα τα φώτα, έβαλα χαμηλή μουσική και
άνοιξα μια σαμπάνια». β. δημιουργώ χαρούμενη κατάσταση, δημιουργώ κέφι:
«είχαμε νυστάξει όλοι στο πάρτι του τάδε και καλά που ήρθε ο φίλος του κι
έφτιαξε ατμόσφαιρα με τ’ αστεία και τα πειράγματά του».