Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ασπίδα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ασπίδα, η, ουσ. [<αρχ. ἀσπίς], η ασπίδα· το προφυλακτικό, η καπότα: « το ’κανε χωρίς ασπίδα και την άφησε έγκυο || απ’ τον καιρό που εμφανίστηκε το έιτζ, δεν το κάνει ποτέ χωρίς ασπίδα».