Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αρχοντοχωριάτης

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αρχοντοχωριάτης, ο, ουσ. [<άρχοντας + χωριάτης]. 1. νεόπλουτος επαρχιακής καταγωγής, νεόπλουτος άξεστος, αγροίκος, που αρέσκεται να μιμείται τους ευγενείς, τους αριστοκράτες: «μάζεψαν το χρήμα οι αρχοντοχωριάτες και μας κάνουν και το μάγκα!». 2. απευθύνεται και υποτιμητικά ή εκστομίζεται και ως βρισιά: «πάρε δρόμο, ρε αρχοντοχωριάτη, που θέλεις να συγκριθείς μαζί μου».