Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αρχοντολόι
αρχοντολόι κ. αρχοντολόγι, το, ουσ. [<άρχοντας + κατάλ. -λόι], η οικογένεια του άρχοντα ή το σύνολο των αρχόντων ενός τόπου: «βγήκε ο τάδε μ’ όλο τ’ αρχοντολόι || τ’ αρχοντολόι της περιοχής μας δεν καταδέχεται να κάνει παρέα με παρακατιανούς». (Λαϊκό τραγούδι: ξεκινάει τ’ αρχοντολόι στη λιακάδα γυρολόι κι οι λακέδες-σκυλολόι τεμενά και μυρολόι).