Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αρχοντιλίκι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αρχοντιλίκι, το, ουσ. [<άρχοντας + κατάλ. -ιλίκι], η αρχοντιά (βλ. λ.).