Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αρχηγός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αρχηγός, ο, ουσ. [<αρχ. ἀρχηγός <αρχή + ἡγοῦμαι], ο αρχηγός. 1. αυτός που, λόγω οικονομικής, πνευματικής ή σωματικής υπεροχής, θεωρείται ο πρώτος μέσα σε μια παρέα, την οποία και κατευθύνει: «ο αρχηγός είπε πως θα πάμε σήμερα στα μπουζούκια». (Λαϊκό τραγούδι: παίζαν οι μικρότεροι κλέφτες κι αστυνόμους κι ήταν αρχηγός η Αργυρώ. Και φωτιές ανάβαμε στους απάνω δρόμους τ’ Άι Γιάννη ήτανε θαρρώ).2α. ως επιφών. αρχηγέ! φιλική ή τιμητική προσφώνηση σε άτομο που αναγνωρίζουμε την αξία του, την ανωτερότητά του και του δίνουμε το προβάδισμα: «περάστε αρχηγέ, καθίστε!». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «τι γίνεται, ρε αρχηγέ, πάλι χωρίς δουλειά είμαστε!». Συνών. αφεντικό! (3α, β) / γιατρέ! (3α, β) / γίγαντα! (4α, β) / δάσκαλε! (4α, β) / καπετάνιε! (4α, β) / μάστορα! (4α, β) / μεγάλε! (9α, β) / ντόκτορ! (3α, β) / στρατηγέ! / τσιφ! (3α, β) ·
- αρχηγού παρόντος (πάσα αρχή παυσάτω), όταν βρίσκεται ο αρχηγός, κάπου παύει να υφίσταται κάθε άλλη εξουσία: «αρχηγού παρόντος εσύ θα κάνεις μόκο || εσύ δε θα εκφέρεις γνώμη, γιατί αρχηγού παρόντος πάσα αρχή παυσάτω».