αρσενικό
αρσενικό, το, ουσ. [ουδ. του επίθ. αρσενικός], βλ. λ. αρσενικός.
αρσενικός
αρσενικός
κ. σερνικός, -ή κ. -ιά, -ό, επίθ. [αρχ. ἀρσενικός],
αρσενικός. 1. που ταιριάζει σε άντρα: «αντρικές συνήθειες || αντρική
μπέσα || αντρική συμπεριφορά». 2. (για εργαλεία ή εξαρτήματα) που ένα
μέρος του τμήματός του προεξέχει κατάλληλα, για να προσαρμόζεται σε τμήμα
κάποιου άλλου που έχει υποδοχή: «για την ένωση των δυο καλωδίων, χρειάζονται
ένα αρσενικό φις κι ένα θηλυκό (βλ. λ.). Από την εικόνα του πέους που
εισέρχεται στο αιδοίο. 3α. το αρσ. ως ουσ. ο αρσενικός, αυτός που
έχει έντονα τα χαρακτηριστικά του άντρα, ο επιβήτορας: «είναι τόσο αρσενικός,
που τον λαχταρούν όλες οι γυναίκες». β. αυτός που έχει τη συμπεριφορά
ενός γνήσιου άντρα: «αυτός κρατάει το λόγο του, γιατί είναι αρσενικός». 4.
το θηλ. ως ουσ. η αρσενική κ. η αρσενικιά, η λεσβία: «κάνει μπαμ
από χίλια μέτρα πως η κόρη του τάδε είναι αρσενικιά». 5. το ουδ. ως ουσ.
το αρσενικό, επιτείνει την έννοια του ο αρσενικός (α): «όταν ξυπνήσει
μέσα του το αρσενικό, δεν μπορεί να του αντισταθεί καμιά γυναίκα». (Λαϊκό
τραγούδι: δυο αδελφές μπήκαν στο μπαρ και ψάχνουν για κορίτσια και μόλις
δουν αρσενικό την πέφτουνε στα ίσια)·
-
αρσενικιά πουτάνα, βλ. λ. πουτάνα.