Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αρματώνω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αρματώνω, ρ. [<μσν. ἀρματώνω]. 1. οπλίζω, εξοπλίζω: «επειδή είναι πολύ πλούσιος, αρμάτωσε έναν μικρό στρατό για να τον προστατεύει από διάφορους επίδοξους απαγωγείς». 2. (για ιστιοφόρα) εφοδιάζω με όλα τα απαραίτητα όργανα και εξαρτήματα: «αρμάτωσε ένα μικρό σκάφος και βγήκε στο πέλαγος προς αναζήτηση του γιου του». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε τα μεσάνυχτα μια βάρκα θ’ αρματώσω κι απ’ τον Πειραία μες στο Τουρκολίμανο, Τουρκολιμανιώτισσα γλυκιά, ούντε μπρε, κι απ’ τον Πειραία μες στο Τουρκολίμανο θα ’ρθω να μαστουρώσω).