Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
απόγονος
απόγονος,
ο, ουσ.
[<αρχ. ἀπόγονος], ο απόγονος·
- καλούς
απογόνους! ευχή σε νιόπαντρο ζευγάρι να αποκτήσει γερά παιδιά.
απόγονος,
ο, ουσ.
[<αρχ. ἀπόγονος], ο απόγονος·
- καλούς
απογόνους! ευχή σε νιόπαντρο ζευγάρι να αποκτήσει γερά παιδιά.