Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
απροστάτευτος
απροστάτευτος, ο, ουσ. [αρσ. του επίθ. απροστάτευτος], απροστάτευτος· (στη γλώσσα της αργκό) ο κώλος: «μόλις του ’ριξε μια κλωτσιά στον απροστάτευτο, ο άλλος το ’βαλε στα πόδια». Από το ότι, όταν κάποιο άτομο πέσει μπρούμυτα, με δυσκολία μπορεί να προστατέψει τον πρωκτό του, ώστε να μην υποστεί τη σεξουαλική πράξη.