Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αποφασίζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αποφασίζω, ρ. [<αρχ. ἀπόφασις + κατάλ. -ίζω], αποφασίζω·
- είναι αποφασίζομεν και διατάσσομεν, έχει πολύ απόλυτη, πολύ αυταρχική συμπεριφορά: «δεν μπορεί να κάνει φίλο αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι αποφασίζομεν και διατάσσομεν». Αναφορά στην αγαπημένη έκφραση του Γ. Παπαδόπουλου, πρωτεργάτη της χούντας του 1967·
- τον έχουν αποφασίσει, γνωμοδότησαν οι γιατροί πως είναι ετοιμοθάνατος, πως θα πεθάνει: «οι δικοί του άρχισαν να ετοιμάζονται ψυχολογικά για το μοιραίο, γιατί οι γιατροί τον έχουν αποφασίσει». (Λαϊκό τραγούδι: χίλιοι γιατροί με κοίταξαν σ’ Ανατολή και Δύση, κι όλοι, μανούλα μου γλυκιά, μ’ έχουν αποφασίσει).