Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
απορία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

απορία, η, ουσ. [<αρχ. ἀπορία], η απορία·
- απορία ψάλτου βηξ, έκφραση που δηλώνει πως κάποιο άτομο βρίσκεται σε αμηχανία ή σε αδυναμία να απαντήσει και χρονοτριβεί. Από την εικόνα του ψάλτη, που έχασε τη σειρά των ψαλμών του και προσποιείται πως βήχει μέχρι να τη βρει.