Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αποκατάσταση

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αποκατάσταση, η, ουσ. [<αρχ. ἀποκατάστασις], η αποκατάσταση. 1. (και για τα δυο φύλα) ο γάμος, ιδίως ο πετυχημένος γάμος, τουλάχιστο από άποψη πλούτου ή προσωπικότητας: «μετά την αποκατάσταση της κόρης του, του ’φυγε ένα βάρος από πάνω του». 2. η οικονομική εξασφάλιση: «να μην κοιτάς τι κάνουν οι άλλοι, κοίτα μόνο τη δική σου αποκατάσταση».