Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αποθυμιά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αποθυμιά, η, ουσ. [<αποθυμώ + κατάλ. -ιά]. 1. η έντονη επιθυμία, ο έντονος πόθος, η έντονη λαχτάρα για κάτι: «μου ’χει έρθει αποθυμιά να φάω σπιτικό φαγητό». 2. η έντονη νοσταλγία: «έχω μεγάλη αποθυμιά το χωριό μου».