Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
απαντώ

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

απαντώ, ρ. [<αρχ. ἀπαντῶ], απαντώ· συναντώ κάποιον, ιδίως στο δρόμο: «καθώς ερχόμουνα απάντησα τον τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: για ν’ απαντήσουν τον εχθρό πηγαίνουν αντρειωμένα και να ξαναγυρίσουνε γοργά και τιμημένα
- μην τον είδατε μην τον απαντήσατε, βλ. λ. είδα·
- του απάντησα δεόντως, βλ. λ. δεόντως.

δεόντως

δεόντως, επίρρ. [<αρχ. δεόντως], κατάλληλα, όπως πρέπει: «θα επιληφθώ δεόντως του  προβλήματος που σε απασχολεί»·
- τον περιποιήθηκα δεόντως, τον τιμώρησα κατάλληλα, αυστηρά, όπως έπρεπε, όπως του άξιζε, ιδίως με ξυλοδαρμό: «είχαμε ανοιχτούς λογαριασμούς και με την πρώτη ευκαιρία τον περιποιήθηκα δεόντως»·
- του απάντησα δεόντως, του απάντησα κατάλληλα, όπως έπρεπε και σε αυστηρό ύφος, ιδίως για ανάρμοστη συμπεριφορά: «μόλις άρχισε να λέει εξυπνάδες, του απάντησα δεόντως και το βούλωσε».