απαντώ
απαντώ, ρ. [<αρχ. ἀπαντῶ], απαντώ·
συναντώ κάποιον, ιδίως στο δρόμο: «καθώς ερχόμουνα απάντησα τον τάδε». (Λαϊκό
τραγούδι: για ν’ απαντήσουν τον εχθρό πηγαίνουν αντρειωμένα και να
ξαναγυρίσουνε γοργά και τιμημένα)·
- μην
τον είδατε μην τον απαντήσατε, βλ. λ. είδα·
- του
απάντησα δεόντως, βλ. λ. δεόντως.
δεόντως
δεόντως,
επίρρ. [<αρχ.
δεόντως], κατάλληλα, όπως πρέπει: «θα επιληφθώ δεόντως του προβλήματος που σε
απασχολεί»·
- τον
περιποιήθηκα δεόντως, τον τιμώρησα κατάλληλα, αυστηρά, όπως έπρεπε, όπως
του άξιζε, ιδίως με ξυλοδαρμό: «είχαμε ανοιχτούς λογαριασμούς και με την πρώτη
ευκαιρία τον περιποιήθηκα δεόντως»·
- του
απάντησα δεόντως, του απάντησα κατάλληλα, όπως έπρεπε και σε αυστηρό ύφος,
ιδίως για ανάρμοστη συμπεριφορά: «μόλις άρχισε να λέει εξυπνάδες, του απάντησα
δεόντως και το βούλωσε».