Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
απαίτηση
απαίτηση,
η, ουσ.
[<αρχ. ἀπαίτησις], η απαίτηση·
- ανεβάζω
τις απαιτήσεις μου, αξιώνω περισσότερα, ιδίως χρήματα: «απ’ τη μέρα που
έγινε φίρμα, ανέβασε τις απαιτήσεις του»·
-
κατά γενική απαίτηση, κατά
κοινή, γενική επιθυμία που προβάλλεται έντονα: «κατά γενική απαίτηση των μελών,
το προεδρείο θα προχωρήσει σε νέες εκλογές»·
-
κατά κοινή απαίτηση, βλ.
συνηθέστ. κατά γενική απαίτηση·
- …με
απαιτήσεις, που
επιζητά ποιότητα ή αξία ή που προσφέρει ποιότητα ή αξία: «φέρνει πάντα το
καλύτερο εμπόρευμα, γιατί η πελατεία του είναι με απαιτήσεις || είναι ένα αυτοκίνητο
με απαιτήσεις»·
-
μειώνω τις απαιτήσεις μου, ελαττώνω
τις αξιώσεις μου, ιδίως χρηματικές: «αν δε μειώσετε τις απαιτήσεις σας, θ’
αναγκαστώ να κλείσω το μαγαζί».