απάντηση
απάντηση,
η, ουσ.
[<αρχ. ἀπάντησις], η απάντηση·
- δίνω
απάντηση, απαντώ στην ερώτηση ή την πρόταση κάποιου: «του ζήτησα να μου πει
αν πουλάει τ’ αυτοκίνητό του, αλλά ακόμα δε μου ’δωσε απάντηση || θα σου δώσω
απάντηση, όταν μελετήσω την πρότασή σου»·
- η
σιωπή μου προς απάντησή σου, βλ. λ. σιωπή·
- ξεγυρισμένη
απάντηση, βλ. συνηθέστ. πληρωμένη απάντηση·
- ξερή
απάντηση, που είναι σύντομη και χωρίς περιστροφές, που είναι με ένα ναι ή
με ένα όχι: «ό,τι κι αν τον ρωτούσε ο τάδε, του έδινε μια ξερή απάντηση»·
- παίρνω
απάντηση, απαντάει κάποιος στην ερώτηση ή την πρότασή μου: «περιμένω να
πάρω απάντηση απ’ τον τάδε για να προχωρήσω τη δουλειά || αν δεν πάρω απάντηση
απ’ τον ενδιαφερόμενο, δεν μπορώ να κάνω τίποτα»·
- πληρωμένη
απάντηση, απάντηση έξυπνη και πετυχημένη, που συνήθως δίνεται με επιθετική
ή ειρωνική διάθεση, που και στις δυο περιπτώσεις δεν αφήνει κανένα περιθώριο
για σχολιασμό από το συνομιλητή μας, που αποστομώνει το συνομιλητή μας: «τον
άφησα να λέει ό,τι θέλει, στο τέλος όμως του ’δωσα μια πληρωμένη απάντηση σ’
αυτά που έλεγε που το βούλωσε και δεν είπε κουβέντα».