Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ανύπαντρος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ανύπαντρος, -η, -ο, επίθ. [<α- στερητ. + αρχ. ὕπανδρος], ανύπαντρος·
- ανύπαντρες μητέρες, οι γυναίκες εκείνες που είναι μητέρες χωρίς να είναι παντρεμένες: «παλιότερα, η κοινωνία διαπόμπευε τις ανύπαντρες μητέρες»·
- ανύπαντρος συμπέθερος για λόγου του γυρεύει, οι έξυπνοι άνθρωποι επιδιώκουν συνεχώς το προσωπικό τους όφελος, το προσωπικό τους κέρδος: «να προσέχεις καλά όταν θα κάνεις δουλειά μαζί του γιατί, ανύπαντρος συμπέθερος για λόγου του γυρεύει»·
- και παντρεμένος μασκαράς κι ανύπαντρος ρεζίλι, βλ. λ. ρεζίλι·

ρεζίλι

ρεζίλι, το, ουσ. [<τουρκ. rezil], η γελοιοποίηση, ο εξευτελισμός, το ντρόπιασμα, το ρεζιλίκι: «τέτοιο ρεζίλι πρώτη φορά είδα σε άνθρωπο»·
- έγινε ρεζίλι, γελοιοποιήθηκε, εξευτελίστηκε, ντροπιάστηκε, ρεζιλεύτηκε: «έγινε τόσο ρεζίλι με τις βλακείες που είπε, που δεν έχει πια μούτρα να πατήσει στο στέκι μας». (Λαϊκό τραγούδι: πατέρα, κάτσε φρόνιμα, μη γίνεσαι ρεζίλι, τα νιάτα θέλουν έρωτα κι οι γέροι χαμομήλι
- έγινε ρεζίλι της κοινωνίας, βλ. φρ. έγινε ρεζίλι των σκυλιών·
- έγινε ρεζίλι των σκυλιών, καταγελοιοποιήθηκε, καταξεφτιλίστηκε, καταντροπιάστηκε: «εξαφανίστηκε από προσώπου γης, γιατί έγινε ρεζίλι των σκυλιών»·
- και παντρεμένος μασκαράς κι ανύπαντρος ρεζίλι, λέγεται στην περίπτωση που γενικά πηγαίνουμε από το κακό στο χειρότερο: «όλα στραβά μου πάνε τον τελευταίο τον καιρό κι απ’ ό,τι βλέπω και παντρεμένος μασκαράς κι ανύπαντρος ρεζίλι»·
- κάνω ρεζίλι (κάποιον ή κάτι) γελοιοποιώ, εξευτελίζω, ντροπιάζω κάποιον ή κάτι: «δεν μπορείς να κάνεις ρεζίλι τον καθένα με το παραμικρό || σου απαγορεύω να κάνεις ρεζίλι τις ιδέες μου». (Λαϊκό τραγούδι: σκύλα μ’ έκανες ρεζίλι στον Πασά και το Βεζίρη, σκύλα μαυροφορεμένη, την καρδιά μ’ έχεις καμένη
- κάνω ρεζίλι της κοινωνίας (κάποιον), βλ. φρ. κάνω ρεζίλι των σκυλιών·
- κάνω ρεζίλι των σκυλιών (κάποιον), καταγελοιοποιώ, καταξεφτιλίζω, καταντροπιάζω κάποιον ή κάτι: «με την κακή σου διαγωγή έκανες την οικογένειά σου ρεζίλι των σκυλιών || ανέλυσε στους παρευρισκομένους τη φασιστική ιδεολογία και την έκανε ρεζίλι των σκυλιών»·
- τον έκανε ρεζίλι, τον γελοιοποίησε, τον εξευτέλισε, τον ντρόπιασε: «όταν έμαθε ποιος ήταν αυτός που τον κατηγόρησε, τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και τον έκανε ρεζίλι»·
- τον έκανε ρεζίλι της κοινωνίας, βλ. φρ. τον έκανε ρεζίλι των σκυλιών·
- τον έκανε ρεζίλι των σκυλιών, τον καταγελοιοποίησε, τον καταξεφτίλισε, τον καταντρόπιασε: «όταν έμαθε ποιος ήταν αυτός που τον κάρφωσε στην αστυνομία, τον έπιασε μέσα στο καφενείο και τον έκανε ρεζίλι των σκυλιών».