Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αντίσκηνο
αντίσκηνο,
το, ουσ.
[<αντι- + σκηνή], το αντίσκηνο·
- μου
’γινε αντίσκηνο (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί),
βλ. φρ. μου
’γινε τσαντίρι, λ. τσαντίρι·
-
ρίχνω αντίσκηνο,κάθομαι
σε ένα χώρο πολύ περισσότερο από το κανονικό: «ήρθε το πρωί στο γραφείο να μου
πει μια καλημέρα κι έριξε αντίσκηνο». Από την εικόνα του ατόμου που στήνει
κάπου το αντίσκηνό του για να κατασκηνώσει.