Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αντίδραση
αντίδραση,
η, ουσ.
[<μτγν. ἀντίδρασις], η αντίδραση·
- από
αντίδραση, από εγωιστική επιμονή σε κάτι, από ισχυρογνωμοσύνη: «επειδή δεν
πήγαμε στο μπαράκι που ήθελε, δεν ήρθε μαζί μας από αντίδραση»·
- το
’κανα από αντίδραση, στερεότυπη
δικαιολογία γυναίκας που απάτησε τον ερωτικό της σύντροφο ή το σύζυγό της ως
εκδίκηση για τη δική του απιστία: «δεν είχα σκοπό να τον απατήσω, αλλά το ’κανα
από αντίδραση, γιατί κι αυτός πηγαίνει με τη μια και με την άλλη».